Στο Saxo μέσα ήμουνα,
το τρομερό αμάξι,
το πήγαινα σαν σίφουνα,
το δρόμο είχα ρημάξει.
Μα ξάφνου εκεί που πήγαινα,
είδα μία μουνάρα,
στα φρένα έβαλα φωτιά
και βγήκα από την αμαξάρα.
Πού πας μουνάκι φοβερό,
μουνάκι με κωλάρα;
Κλείσε ευθύς το κινητό
και μπες μεσ'την κουρσάρα.
Θα πάμε για ποτό,
θα πάμε στο Μπουρνάζι,
το Saxo μου το φοβερό,
ο κόσμος να κοιτάζει.
Το γκομενάκι έφριξε
κι έκανε μια γκριμάτσα,
από κοντά μου έφυγε,
ρε την παλιολινάτσα!
Στην αμαξάρα μπήκα,
πολύ εκνευρισμένος
τον ώμο ανασήκωσα,
πήγαινα γκαζωμένος.
Και στο Μπουρνάζι φτάνω,
κατεβαίνω από την κούρσα,
την πόρτα καθαρίζω
με μια μεγάλη.. βούρτσα.
Παραγγέλνω το ποτό
και κοίταγα μουνάκια,
"πιάσε μου το γνωστό",
λέω στο μπάρμαν το γυαλάκια.
Σε μια μελαχρινή
πάω για να μιλήσω
μωρέ ήθελε καυλί,
θα της τον ακουμπήσω!
Την παίρνω όπως είναι
την οδηγώ στ'αμάξι,
αρχίζει αυτή να γδύνεται,
στο κάθισμα - μετάξι.
Λαιμός, βυζιά, κοιλίτσα,
μπουτάκια σφρυγιλά,
σαν μια καραμελίτσα.
Κι ένα καυλί λεπτό,
σαν οδοντογλυφίδα,
που όμως ήτανε φρικτό,
σαν μία κατσαρίδα...
Το πλάσμα αμέσως έδιωξα
και έκανα το σταυρό μου
πολύ φθηνά τη γλίτωσα,
γαμώ το κέρατο μου!
Το γκάζι πάλι επάτησα
και έγινα καπνός,
και κάπου τότε ξύπνησα
κίτρινος σαν εμετός.
Το πρόσωπό μου έπιασα
και έφυγα από τον καναπέ,
στην κουζίνα καθώς έφτασα
να φτιάξω ένα φραππέ...
(υ.γ. χωρίς να θέλω να θίξω τις προτιμήσεις κάποιου)