Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Ατιτλο....  (Αναγνώστηκε 28076 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Ατιτλο....
« στις: Οκτωβρίου 30, 2010, 02:27:01 μμ »
Επιρεασμένος από το Πόλεμος - Αιδοιοκρατεία του slave11111  το οποιο παρεμπιπτώντως βρίσκω εξαιρετικό και περιμένω συνέχεια θα προσπαθήσω να ανιβάσω ιστορία σε συνέχειες με ίδιο θέμα. ελπίζω μόνο να μην το παρεξηγήσει ο slave11111.
Αν πιστεύετε και θεωρήσετε πως είναι clopy-write μου το λέτε και το κόβω...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μεγάλα κίτρινα κεριά υψώνονταν όπως ήταν μπηγμένα στα κηροπήγια τους και φώτιζαν άπλετα το χώρο, ίδια με κέρινους σταλαγμίτες. Τους τοίχους στόλιζαν διάφορες ζωγραφιές.
Γερμένη πάνω στα κόκκινα βελούδινα μαξιλαράκια που ακουμπούσαν στη ράχη της καρέκλας της, η βασίλισσα κοίταζε το ταβάνι που κοσμούσαν σκαλιστά και ζωγραφισμένα λουλούδια. Η νύχτα έξω ήταν ζεστή και υγρή. Μέσα στη βιβλιοθήκη της βασίλισσας το κλιματιστικό ψύχραινε την ατμόσφαιρα τόσο πολύ που η φωτιά στο τζάκι κρινόταν αναγκαία. Της άρεσε να διαβάζει συντροφιά με το ευχάριστο τρίξιμο της φωτιάς που έκαιγε στο τζάκι. Παράλληλα ένιωθε την ανάγκη για λίγο κρασάκι. Ένα καλό μπουκάλι μερλό θα ήταν καλύτερο για τα καρύδια που έτρωγε αντί για το στυφό καμπερνέ που της είχε σερβίρει ο υπηρέτης.
   Ο υπηρέτης καθόταν μπροστά της γονατισμένος με το κεφάλι σκυμμένο κρατώντας το δίσκο με το ποτήρι το κρασί. Δεν χρειαζόταν κάποιο τραπεζάκι δίπλα της για να ακουμπήσει το κρασί. Αυτή τη δουλειά μπορούσε άνετα και την έκανε ο υπηρέτης της.
   Ο υπηρέτης ήταν σαράντα χρονών και τον είχε επιλέξει η ίδια. ήταν για εκείνη ένα στοίχημα. Τον επέλεξε αμέσως μόλις τον είδε σε μια καφετέρια να διαλαλεί το κόλλημά του με το Θεό. Τα λόγια του ήταν σχεδόν ποιητικά και θα μπορούσαν να πλανέψουν άνετα τους πιο αφελείς. Ήταν σκέτο πνευματικό δηλητήριο. Στο κάτω-κάτω αν χρειαζόταν κάποιο Θεό, δεν είχε παρά να τον αναζητήσει λίγο πιο πέρα από κει που καθόταν. 
   Ο υπηρέτης ήταν όλο χάρη και φινέτσα, όμως η χάρη και η ομορφιά δεν ήταν τα μόνα κριτήρια για τη δημιουργία του ιδανικού υπηρέτη. Η βασίλισσα τον ήθελε παράλληλα πνευματώδη, σοφιστικέ και με το απαιτούμενο κοινωνικό λούστρο. Ο υπηρέτης δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν ένα όμορφο και κάπως αφελές αγόρι, που το ‘σκασε νύχτα από την Κρήτη γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί μια γεωπόνο που του προξένευε η μητέρα του. Το δικό του όνειρο ήταν να γίνει ένα ανεξάρτητο εργαζόμενο αγόρι στην Αθήνα, όπου όλα επιτρέπονται. Πως όμως θα μπορούσε να επιβιώσει σ' αυτή την επικίνδυνη πόλη; Πως θα μπορούσε να βρει τον εαυτό του σε μια κοινωνία όπου οι νεαροί άντρες πλέον ήταν το πολύ-πολύ καλοί σύζυγοι και υπηρέτες; Η Αθήνα είχε πάψει προ πολλού να είναι η δημοκρατική πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ήταν πια ένα μικρό κρατίδιο μέσα στην Ελλάδα, κάτι σαν το Βατικανό. Ένα κρατίδιο στο οποίο ο κόσμος που έφτιαξε ο Θεός ήταν γένους θηλυκού. Στον παράδεισο αυτού του κόσμου ο Αδάμ  προέκυπτε από το πλευρό της Εύας, οι γυναίκες είχαν την εξουσία και οι άντρες ήταν υποτακτικά όντα που δεν είχαν δικαιώματα και ασχολούνταν κυρίως με το να υπηρετούν τις γυναίκες οι οποίες είχαν μια βασίλισσα. Την Α.
   Ήρθε στο μυαλό της ο τρόπος που μιλούσε σε κείνο το καφέ. Λίγος κόσμος μέσα αλλά τον άκουγαν με προσοχή. Τέτοια λόγια κατά της γυναικείας κυριαρχίας στην Αθήνα, ήταν σαν τραγούδια του Θεοδωράκη την εποχή της χούντας. Τιμωρούνταν. Μπήκε στο καφέ και όλοι έπεσαν στα γόνατά. Οι σωματοφύλακές της τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τον έβγαλαν σηκωτό από το καφέ. Τον πέταξαν μέσα στ’ αυτοκίνητό της και πήγαν πίσω στο παλάτι της.
   Έριξε το βιβλίο της στο πάτωμα και νευριασμένη σηκώθηκε όρθια μπροστά του.
   «Αυτό το ζουμί να το πιείς εσύ» του είπε και άδειασε το ποτήρι στο πάτωμα.
   Ο υπηρέτης έσκυψε και έγλειψε το κρασί. Δεν έβλεπε παρά μόνο το πάτωμα και προσπαθούσε να μην του ξεφύγει ούτε γουλιά. Άκουγε μόνο τα βήματά της να ξεμακραίνουν.

Αποσυνδεδεμένος slave11111

  • Νέος
  • *
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 25
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 0
  • -Έλαβε: 3
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #1 στις: Οκτωβρίου 30, 2010, 05:04:51 μμ »
Μπράβο !

Αποσυνδεδεμένος magemenos

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 887
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 16
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #2 στις: Οκτωβρίου 30, 2010, 05:06:21 μμ »
και απο μενα ενα μεγαλο μπραβο

Αποσυνδεδεμένος sLaveAlex

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2586
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 527
  • -Έλαβε: 86
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #3 στις: Οκτωβρίου 30, 2010, 05:49:53 μμ »
 :thumbsup1: :thumbsup1:

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #4 στις: Οκτωβρίου 30, 2010, 06:04:53 μμ »
Σε γενικές γραμμές μου βγαίνει λίγο light αλλά αργότερα δεν ξέρω πως θα εξελιχθεί. Συνεχίζω λοιπόν με το δεύτερο κεφάλαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Στους κόλπους της υψηλής κοινωνίας εκείνης της Αθήνας η παράθεση επίσημων δείπνων ήταν κάτι σαν πολιτική αναγκαιότητα και η Α ήταν πολύ συνεπής σ’ αυτού του είδους τις υποχρεώσεις.
   Μέσα στην τεράστια έπαυλή της, οι οικονόμοι της Πέτρος και Μάρκος και ο μπάτλερ της ο Νίκος, έτρεχαν και δεν έσωναν όλη μέ-ρα κάνοντας προετοιμασίες για το δείπνο. Καθάριζαν όλα τα δωμά-τια, στόλιζαν όλους τους χώρους με λουλούδια και κεριά, σκούπιζαν τις βεράντες. Κηπουροί φρόντιζαν τις πρασιές, τα δέντρα, τα παρτέρια με τα λουλούδια, τους καλλωπιστικούς θάμνους.
Οι άνθρωποι που απάρτιζαν το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλης είχαν εκπαιδευτεί από την ίδια και δεν ήταν απλώς επαρκείς στα κα-θήκοντά τους, αλλά τέλειοι.
   Στην κυρίως τραπεζαρία το τραπέζι, είχε στρωθεί για δώδεκα άτο-μα με λινά τραπεζομάντηλα και ασημικά σκεύη, πορσελάνες, αση-μένιες πιατέλες, κι ένα εντυπωσιακό κηροπήγιο. Τώρα οι δύο οικο-νόμοι και ο μπάτλερ περίμεναν την επιθεώρηση της βασίλισσας. Η Α μπήκε στην τραπεζαρία ήδη ντυμένη κατάλληλα για την περίσταση κι επιθεώρησε τις προετοιμασίες.
   «Μάρκο, βλέπω επέλεξες τις καλύτερες πορσελάνες για τους απο-ψινούς καλεσμένους».
   Το εποικοδομητικό σχόλιο έκανε τον οικονόμο να χαμογελάσει, αν και παρόλα αυτά παρέμενε νευρικός και ανήσυχος.
   «Όμως, Νίκο, βλέπω δαχτυλιές σε μερικά απ’ αυτά τα ποτήρια».
   Ο μπάτλερ απέσυρε στη στιγμή τα ποτήρια που του είχε υποδείξει η Α.
   Δυο ανθοδοχεία με κρεμ τριαντάφυλλα ήταν βαλμένα δεξιά και αριστερά στο κηροπήγιο, και, βλέποντάς τα η Α παρατήρησε: «Μά-ριε, πολλές πρασινάδες. Βγάλε μερικά φύλλα για να φανούν περισ-σότερο τα λουλούδια».
   Ο Μάριος έπεσε στα γόνατα.
   «Δεν έφτιαξα εγώ τα βάζα κυρία», αποκρίθηκε, φανερά θορυβημέ-νος. «Το στόλισμα ήθελε να το αναλάβει ο υπηρέτης σας. Έχει δια-βάσει ένα βιβλίο σχετικά με το στόλισμα των λουλουδιών».
   Το κεφάλι το ακούμπησε στο πάτωμα μπροστά στα πόδια της Ας και έτρεμε σύγκορμος από το φόβο. Η Α ήξερε πως τα υπόλοιπα μέ-λη του προσωπικού, αγαπούσαν  τον υπηρέτη της και ήθελαν να περνάει καλά χωρίς προβλήματα.
   Η Α αναστέναξε. «Ξαναφτιάξε τα λουλούδια, όμως μην το πεις στον υπηρέτη μου». Τράβηξε με σπουδή ένα τριαντάφυλλο από το μπουκέτο και το έπαιξε ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη της. Το μύρισε και τότε πρόσεξε πως μερικά απ’ τα φύλλα είχαν αρχίσει να δείχνουν πρόωρα σημάδια μαρασμού. «Είναι τόσο… νέος» είπε «θα μάθει με τον καιρό».   

Η ώρα ζύγωνε και ο υπηρέτης πήγε στο δωμάτιο της βασίλισσάς του να δει γιατί αργεί. Τη βρήκε στο βεστιάριο, καθισμένη μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη. Τα μακριά ως τους ώμους της μαύρα μαλλιά ήταν στιλπνά σαν το μετάξι. Η απαράμιλλη κοψιά και η αφράτη απαλότητα των γυμνών της ώμων τον αναστάτωσαν.
   Οι ματιές τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη, ύστερα εκείνος χα-μήλωσε το βλέμμα του κοιτώντας αμήχανα το χαλί.
   «Κυρία, μου επιτρέπετε μια παρατήρηση;»
   Γύρισε προς το μέρος του. Θα μπορούσε να τον σκοτώσει που τόλμησε κάτι τέτοιο. Της άρεσε όμως που αν και σαν ρομπότ, που τον είχε μετατρέψει, εκείνος έκρυβε μέσα του μια σπίθα ελεύθερο πνεύμα.
   «Σου επιτρέπω» είπε.
   «Κυρία, το τέλειο δε χρειάζεται βελτίωση. Βγάλτε από πάνω σας όλα αυτά τα φτιασίδια κι αφήστε τη φυσική ομορφιά σας να λάμψει από μόνη της. Έχετε ότι χρειάζεσθε για να είστε εκθαμβωτική. Η περιφερική εισαγγελέας, η πρόεδρος του πανεπιστημίου –καμιά δεν πρόκειται να συγκριθεί μαζί σας. Όλες θα είναι βαμμένες σαν καρ-νάβαλος».
  Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της.
   «Θα έπρεπε να τιμωρηθείς για αυτά τα λόγια. Δεν επιτρέπετε να μιλάς έτσι για άλλες γυναίκες».
   Ο υπηρέτης γονάτισε και μπουσούλισε προς το μέρος της. Το φαρ-δύ μπατζάκι του μαύρου παντελονιού της κάλυπτε τα παπούτσια της και εκείνη το τράβηξε όσο χρειαζόταν για να φανεί η μύτη του πα-πουτσιού της. Ο υπηρέτης τη φίλησε διακριτικά.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #5 στις: Οκτωβρίου 31, 2010, 11:23:05 πμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όταν έφυγε ο υπηρέτης από την κρεβατοκάμαρα, η Α σηκώθηκε όρθια μπροστά στον τεράστιο καθρέφτη. Τα ρούχα που φορούσε την έκαναν συγχρόνως εντυπωσιακή και αξιοπρεπή, ανεπαίσθητα σέξι και αριστοκρατική.
   Όρθια μπροστά στον καθρέφτη του βεστιαρίου της, που ήταν τόσο μεγάλο όσο και οι υπόλοιπες κρεβατοκάμαρες, ήξερε καλά πως έδειχνε γοητευτική και στις μεγάλες ομορφιές της, τόσο που η παρουσία της θα έμενε αλησμόνητη όχι μόνο στα αρσενικά που εκτελούσαν χρέη υπηρετών, αλλά και των κυράδων τους. Άνοιξε πάλι την ντουλάπα με τα φορέματα και τα παπούτσια της. Όλα τα φορέματά της, ήταν κρεμασμένα πίσω από πόρτες ή ήταν μέσα σε συρτάρια ντουλαπιών που βρίσκονταν κατά μήκος τριών διαδρόμων. Κι η γκαρνταρόμπα της είχε εκατοντάδες τέτοια φορέματα και τουαλέτες. Στο πίσω μέρος της γκαρνταρόμπας της κάπου πάνω από διακόσια ζευγάρια παπούτσια ήταν τακτοποιημένα στη σειρά πάνω σε επικλινή ράφια. Ο υπηρέτης της και μόνο αυτός, είχε το προνόμιο να τα ξεσκονίζει κάθε μέρα καθώς επίσης να γλύφει τις ακαθαρσίες όποιας μορφής κι αν ήταν αυτές ακόμα και από τις σόλες όταν εκείνη γύριζε στο σπίτι από τις βόλτες της. Αν εκείνη έκρινε πως δεν μπορούν οι ακαθαρσίες αυτές να φύγουν μόνο με τη γλώσσα του, του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει κάποιο πανί ή οτιδήποτε άλλο θα τις καθάριζε.
   Κοίταξε κάτω τα παπούτσια της και είδε ένα μικρό θάμπωμα στο σημείο που είχαν ακουμπήσει τα χείλη του υπηρέτη. Αποφάσισε πρώτων να αλλάξει παπούτσια και δεύτερον να τιμωρήσει παραδειγματικά τον υπηρέτη. Πήγε στο πίσω μέρος της γκαρνταρόμπας όπου υπήρχαν τα παπούτσια και βρέθηκε αντιμέτωπη με το δίλημμα κατά πόσο έπρεπε να φορέσει Γκούτσι ή Πράντα. Επέλεξε τελικά να φορέσει τα δεύτερα. Κρατώντας στο χέρι τα παπούτσια πέρασε βιαστικά στο μπουντουάρ. Διαισθανόμενη πως τα χρονικά περιθώρια στενεύουν επικίνδυνα κάθισε στην άκρη μιας πολυθρόνας κοντά στο τζάκι και φόρεσε τα παπούτσια της. Ήταν όντως ένα κομψό, πανέμορφο ζευγάρι παπούτσια.
   
Αν η άφιξη των καλεσμένων δεν αναμένονταν σε λίγα λεπτά της ώρας, ο υπηρέτης, σίγουρα θα άλλαζε και θα φορούσε ένα άλλο ρούχο. Η κυρία του τον ήθελε στο πλευρό της, ή θα ήταν καλύτερα να πούμε στα πόδια της, κατά την υποδοχή της κάθε καλεσμένης της, και ο υπηρέτης δεν ήθελε ούτε κατά διάνοια να την απογοητεύσει.
   Όλα κι όλα τα ρούχα του κρεμόταν πίσω από την πόρτα του δωματίου του και αριθμούσαν δύο πουκάμισα δύο παντελόνια και δύο μπλούζες. Η κυρία του έκκρινε πως δεν του χρειαζόταν παραπάνω και πως ακόμα και τόσα πολλά ήταν πλεονασμός. Αν και ο ίδιος δεν είχε αγοράσει ούτε μισό από εκείνα τα ρούχα. Άλλωστε δεν είχε λεφτά, όχι ύστερα από εκείνη την ημέρα στο καφέ όταν έβγαζε εκείνον τον περισπούδαστο λόγο περί Θεού. Όλα τα λεφτά που είχε και μάλιστα δεν ήταν έτσι κι αλλιώς πολλά του τα είχε πάρει η κυρία του και τα είχε κάψει στο τζάκι της μπροστά στα μάτια του. Εκείνη του είχε αγοράσει τα πάντα όσο ακόμα εκείνος βρισκόταν στο σχολείο αναμόρφωσης του χαρακτήρα του. Στο σχολείο πλύσης εγκεφάλου του. Θυμόταν τις πρώτες μέρες ανάπλασης του πως σύγκρινε τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν με εκείνες στην ταινία το κουρδιστό πορτοκάλι και έβλεπε τον εαυτό το υνα γλείφει εκείνη τη σόλα.
   Τώρα έχει τελείως διώξει από τη μνήμη του εκείνες τις παλιές κακές εποχές. Δεν μπορεί να καταλάβει πως επέτρεπε στον εαυτό του να ζει χωρίς να υπηρετεί μια γυναίκα. Κάποιος πιθανόν να τον είχε καταραστεί την ημέρα που γεννήθηκε και αν δεν βρισκόταν εκείνη η Κυρία με Κ κεφαλαίο να τον λυπηθεί και να τον φέρει πίσω στο σωστό δρόμο, να ήταν ακόμα…
   Όχι κάτι τέτοιο δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Βέβαια που και που φευγαλέα και μόνο για μια στιγμή σκεφτόταν πως θα ήταν άραγε να μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Ανεξάρτητος. Αλλά αυτές ήταν επικίνδυνες σκέψεις κι άρα έπρεπε να τις διώξει από το μυαλό του. Άλλωστε ήταν ο εαυτός του. 
   Ο υπηρέτης έτρεφε την κρυφή ελπίδα πως ίσως κάποια μέρα του επιτρεπόταν να βγει μόνος του για ψώνια. Κι όταν θα ξημέρωνε εκείνη η ημέρα θα ήταν πια σίγουρος πως επιτέλους θα είχε φτάσει στο σημείο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη της.

Η Α αφού έμεινε για λίγο καθισμένη στην πολυθρόνα βγήκε από τη κεντρική σουίτα στο χολ, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Κατέβηκε την επιβλητική σκάλα και είδε τον υπηρέτη της πεσμένο στα τέσσερα με το μέτωπο ακουμπισμένο στο πάτωμα να την περιμένει να πάρει θέση δίπλα του στο χώρο της υποδοχής. Κάθισε δίπλα του και του ψιθύρισε το παράπτωμά του. Δεν πρόλαβε να τον λούσει κρύος ιδρώτας γιατί δεν πρόλαβε να σκεφτεί το μέγεθος της τιμωρίας. Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Είχαν φτάσει κιόλας οι πρώτοι καλεσμένοι.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #6 στις: Νοεμβρίου 06, 2010, 08:49:11 πμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

4
Όπως τις χάιδευε το φως των κεριών, οι επιφάνειες των ασημικών ήταν λες και βρισκόταν διαρκώς στο τσακ να λιώσουν και να χυθούν πάνω στο τραπέζι.
   Με πέντε από τις ισχυρές γυναίκες της Αθήνας μετά των υπηρετών τους, συνδαιτυμόνες στο δείπνο της, η Α γύρευε την κατάλληλη ευκαιρία που θα έφερνε την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα σε ατραπούς που θα εξυπηρετούσαν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά της στο μέλλον, αφού η δήμαρχος, η περιφερειακή εισαγγελέας, η πρόεδρος του πανεπιστημίου και οι λοιπές θα είχαν σηκωθεί από το τραπέζι της. Για την Α αυτού του είδους τα τραπεζώματα και οι κοινωνικές εκδηλώσεις αποτελούσαν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να επηρεάζει διάφορες προσωπικότητες προς όφελός της.
   Ο μπάτλερ και ο υπηρέτης σερβίρισαν σούπα, με τον πρώτο να κρατάει τη σουπιέρα και τον δεύτερο να γεμίζει με την κουτάλα τα μπολ.
   Για τον υπηρέτη ήταν το τρίτο δείπνο στις τρεις εβδομάδες που είχε βγει από το σχολείο αναμόρφωσης, και τώρα είχε να επιδείξει κάποιες βελτιώσεις σε ό,τι αφορούσε την κοινωνική του συμπεριφορά, αν και όχι στο βαθμό που θα ήθελε η Α.
   Ο υπηρέτης φάνηκε να στραβώνει λίγο τα μούτρα του, όταν πρόσεξε πως τα λουλούδια που στόλιζαν το τραπέζι ήταν διαφορετικά από εκείνα που είχε επιλέξει και είχε τακτοποιήσει αυτός. Αν και βέβαια είχε την φρόνηση να μην πει λέξη επ’ αυτού. Αυτό το στραβομουτσούνιασμα ήταν κάτι που δεν πρόσεξε ευτυχώς καμία πάνω στο τραπέζι. Όχι όμως και η Α που όταν το έπιασε και κοιτάχτηκαν με τον υπηρέτη, άνοιξε το στόμα της και είπε: «Α, τα τριαντάφυλλα είναι περίφημα», υπογραμμίζοντας με αυτόν το συγκαλυμμένο και έμμεσο τρόπο το σφάλμα του.
   Η περιφερειακή εισαγγελέας Μαρία, της οποίας η αριστοκρατική μύτη είχε αρχίσει να χάνει την φίνα γραμμή της στο βαθμό που η συχνή χρήση κοκαΐνης κατέτρωγε το ρινικό χόνδρο, έκανε μια κίνηση με το χέρι της σαν να ήθελε να αποδιώξει το άρωμα που ανέδιδε η αχνιστή σούπα ώστε να μην φτάσει στα ευαίσθητα ρουθούνια της. «Α η σούπα μυρίζει υπέροχα».
   Ο αντίπαλος της Μαρίας στις επικείμενες εκλογές –η Άννα- ήταν μια από τους ανθρώπους της Ας. Η Α ήξερε τόσα άπλυτα για τη Μαρία, που αν τα έβγαζε στη φόρα, η Άννα θα κέρδιζε τις εκλογές κάνοντας περίπατο. Μέχρι την ημέρα της κάλπης όμως η Α έπρεπε να τραπεζώνει την Μαρία για να τη φέρει στα νερά της. Μπορεί να την αποκαλούσαν βασίλισσα αλλά η Α δεν είχε κάποιο πραγματικό αξίωμα. Ήταν ας το πούμε τα λεφτά της Αθήνας. Όλα και όλοι δούλευαν για εκείνη. Με μια της διαταγή έπεφταν κυβερνήσεις…

   «Υπέροχη η αστακόσουπα Α. Ποιανού συνταγή είναι;» συνέχισε η Μαρία.
   «Είναι του νέου υπηρέτη μου. Ωστόσο εγώ πρόσθεσα μερικά καρυκεύματα που μάλλον την βελτίωσαν. Μου αρέσει να είναι λίγο πικάντική».
   «Ω, μα είναι θεσπέσια» πετάχτηκε η πρόεδρος του πανεπιστημίου μετά την πρώτη κουταλιά.
   Τούτη η φιλοφρόνηση, ενισχυμένη από τα κολακευτικά σχόλια και των υπολοίπων, έκανε το κατσούφικο πρόσωπο του υπηρέτη να λάμψει.
   Η Α γύρισε και του χαμογέλασε σφιγμένα.
   «Φέρε το μπολ σου και άσε το δίπλα στα πόδια μου» του είπε.
   Εκείνος έκανε όπως του είπε η Α και το ακούμπησε δίπλα στα πόδια της. Ήταν ένα ασημένιο μπολ σκύλου.
   Όταν όλοι τελείωσαν τη σούπα τους, η Α έκανε νόημα στο μπάτλερ που περίμενε απομακρυσμένος στις σκιές της τραπεζαρίας και του είπε να μαζέψει τα αποφάγια της σούπας και να τα ρίξει στο μπολ. Όταν εκείνος το έκανε έδειξε με το βλέμμα της το πάτωμα και ο υπηρέτης σύρθηκε στο μπολ. Εκείνος το έπιασε στα χέρια του και το σήκωσε αδειάζοντας μια γουλιά με ένα μακρόσυρτο ρουφηχτό.
   Με ένα αίσθημα βαθειάς δυσφορίας η Α τον είδε να σηκώνει πάλι το μπολ για να το φέρει στο στόμα του και αμέσως μετάνιωσε για αυτή την κίνηση μεγαλοψυχίας να του επιτρέψει να φάει στα πόδια τους σαν να ήταν ένα αριστοκρατικό σκυλί ράτσας.
   Η σούπα δεν συμπεριλαμβανόταν σε κανένα από τα δύο προηγούμενα δείπνα τους και ο υπηρέτης δεν είχε ξαναπιεί σούπα. Το ανάρμοστο των τρόπων του την ξάφνιασε και την θορύβησε. Ο υπηρέτης κατέβασε και τη δεύτερη γουλιά με τον ίδιο θορυβώδη τρόπο.
   Αν και κανείς από τους καλεσμένους δεν έδειξε να δίνει σημασία σ’ αυτό το απαράδεκτο ρούφηγμα της σούπας του υπηρέτη, η Α ένιωσε να θίγεται βαθύτατα και μόνο στη σκέψη πως ο υπηρέτης της κινδύνευε να γίνει αντικείμενο αρνητικών σχολίων. Γιατί όποιος γελούσε σε βάρος του από πίσω του, ασφαλώς θα γελούσε και σε βάρος της ίδιας.
   «Η σούπα έχει σβολιάσει!» είπε αίφνης η Α με αυστηρό ύφος. «Μάρκο, Νίκο, παρακαλώ πάρτε την αμέσως το μπολ από μπροστά του».
   Ο υπηρέτης δεν είχε καταλάβει το λόγο της αντίδρασης της Ας. Σκέφτηκε πως ίσως να ήταν ακόμα ενοχλημένη από το συμβάν με τα παπούτσια της.

Αποσυνδεδεμένος vassal

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2459
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 1380
  • -Έλαβε: 49
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #7 στις: Νοεμβρίου 06, 2010, 09:21:15 πμ »
 :thumbsup1: :thumbsup1:

Αποσυνδεδεμένος Alex Sklavopoulos

  • Νέος
  • *
  • Μηνύματα: 18
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 0
  • -Έλαβε: 2
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #8 στις: Νοεμβρίου 06, 2010, 10:39:37 πμ »
Είναι η καλύτερη ιστορία που έχω διαβάσει. Και μου αρέσει που είναι light. Περιμένουμε ανυπόμονα τη συνέχεια.  :clapping:

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #9 στις: Νοεμβρίου 07, 2010, 12:47:54 μμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Στην κυρίως κρεβατοκάμαρα της έπαυλης, τα πράγματα δεν ήταν εντελώς ρόδινα και ωραία. Η τιμωρία που έδινε η Α δεν είχε να κάνει ακριβώς με τον σωφρονισμό. Είχε να κάνει και με την απόλαυσή της. Και δεν ήταν μόνο ότι ήθελε να ικανοποιηθεί, αλλά ότι το απαιτούσε κιόλας.
   Κατά την κοσμοθεωρία της, στον κόσμο αυτό υπήρχε μόνο μια διάσταση, η υλική. Η μόνη λογική αντίδραση απέναντι στις δυνάμεις της φύσης αλλά και των ανθρώπων ήταν η απόπειρα επικράτησης επ’ αυτών παρά η  άνευ όρων υποταγή σ’ αυτές.
   Από τότε που γεννήθηκε στο μυαλό της υπήρχαν οι σκλάβοι και οι αφέντρες. Κι ίδια πίστευε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της πως δεν θα επέτρεπε ποτέ να της φορέσουν το χαλκά του σκλάβου.
   Αν στη ζωή δεν υπήρχε πνευματική διάστασή τότε σίγουρα δεν υπήρχε και το συναίσθημα της αγάπης, παρά μόνο στα μυαλά των ανόητων και των κουφιοκέφαλων, που ευτυχώς ζούσαν έξω από τα τείχη αυτής της πόλης-κράτους. Η αγάπη ήταν μια κατάσταση που είχε να κάνει με το πνεύμα και όχι με τη σάρκα. Όπως τα έβλεπε η Α το στοιχείο της τρυφερότητας δεν είχε καμία θέση στη σχέση αφέντρας και σκλάβου.
   Όσο για το σεξ, στην καλύτερη περίπτωση ήταν μια καλή ευκαιρία για την αφέντρα να ασκήσει αυτήν ακριβώς την κυριαρχία της πάνω στο αδύναμο ταίρι της. Η άγρια ορμή της κυριαρχίας και το απόλυτο και άνευ όρων της υποταγής πρόσφεραν την ικανοποίηση της σαφώς μεγαλύτερης έντασης από εκείνη που θα πρόσφερε το συναίσθημα της αγάπης, αν φυσικά υπήρχε τέτοιο συναίσθημα.
   Για την Α ο υπηρέτης αλλά και κάθε άλλος σκλάβος μέσα στην έπαυλη αλλά και έξω απ’ αυτήν, ήταν ένα σκεύος –ένα βοήθημα που της επέτρεπε να λειτουργεί κατά το δυνατόν πιο αποτελεσματικά σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, μα και παράλληλα ένα όργανο ηδονής.
   Επειδή ακριβώς η ισχύς και η ηδονή ήταν έννοιες ταυτόσημες στο λεξικό της, η ένταση της ικανοποίησης της ήταν ευθέως ανάλογη προς τη σκληρότητα με την οποία μεταχειριζόταν τον υπηρέτη της. Συχνά δεν έμενε πολύ ικανοποιημένη. Όπως συνέβαινε με όλους τους σκλάβους που περνούσαν από το σχολείο αναμόρφωσης, με τη βοήθεια της ύπνωσης τους έμαθαν να ελέγχουν τον σωματικό πόνο. Αυτό όμως δεν τους επιτρεπόταν όσο κρατούσε η τιμωρία. Γιατί έτσι η υποταγή τους γινόταν απόλυτη και κατά πολύ πιο αυθεντική μόνο όταν υπέφερε, γεγονός που χάριζε ακόμα μεγαλύτερη ηδονή στην Α αλλά και σε κάθε άλλη γυναίκα στην Αθήνα. Τον χτυπούσε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και οι πληγές έκαναν μέρες να κλείσουν. Τα σημάδια μερικές φορές υπήρχαν για πάντα εκεί σαν τατουάζ. Το συναίσθημα της ταπείνωσης δεν τους ήταν άγνωστο και στους περισσότερους υπηρέτες ήταν μάλιστα κάτι παραπάνω από έντονο.
   Όσες γυναίκες βρίσκονταν μέσα στα τείχη της Αθήνας, ήταν μπροστάρηδες σε μια εκστρατεία ενάντια στις συμβατικές ανθρώπινες υπάρξεις, και αποτελούσαν μια  στρατιά από γυναίκες δίχως ίχνος ηθικών ενδοιασμών, τόσο σίγουρων για την ανωτερότητά τους, που κανενός είδους αχρειότητα δεν τους ήταν αδιανόητη.
   Αυτό που η Α είχε λατρέψει στον νέο της υπηρέτη ήταν κάποια ψήγματα ταπεινότητας, μιας και από την ταπεινότητα αυτή αναδεικνυόταν κάτι που έμοιαζε με αθωότητα. Αν και η Α δεν μπορούσε να πει ακριβώς τι ήταν αυτό που το προκαλούσε, ακόμα και η παραμικρή προσβολή κάποιας ευαισθησίας του υπηρέτη αποδεικνυόταν πιο ενδιαφέρουσα ερεθιστική κι από την πιο ωμή άσκηση σωματικής βίας πάνω σε έναν άντρα που το συναίσθημα της αθωότητας του ήταν παντελώς ξένο και άγνωστο.
   Τον ανάγκαζε να υπομένει πράγματα και καταστάσεις που του προκαλούσαν μέγιστη ντροπή επειδή, κι αυτό ήταν πιο ενδιαφέρον, όσο πιο έντονα ήταν αυτά τα συναισθήματα ντροπής και της αηδίας για τον εαυτό του, τόσο περισσότερο ταπεινωνόταν και εγκαταλειπόταν στα δικά της καπρίτσια. Το σχολείο τον είχε φτιάξει δυνατό, όχι όμως τόσο δυνατό που να μην μπορεί η ίδια να τσακίσει τη θέλησή του και να τον κάνει ότι ήθελε.
   Κατά βάθος της άρεσε το στοιχείο της απόλυτης υποταγής να φαίνετε πως είναι απόρροια της δικής της βίαιης συμπεριφοράς πάνω του και όχι αποτέλεσμα τεχνικών επεμβάσεων όσο ήταν ακόμα στο στάδιο αναμόρφωσης στο σχολείο. Σε μια τέτοια περίπτωση η υποταγή του υπηρέτη είχε μια χροιά εντελώς μηχανική που μοιραία δεν της πρόσφερε καμία συγκίνηση. Και αυτή ακριβώς ήταν η διαφορά αυτού του υπηρέτη από τους άλλους μέχρι τώρα.
   
Αυτό που είχε στραβώσει τώρα μέσα στην κρεβατοκάμαρα, ήταν πως για πρώτη φορά, η θέληση της δεν είχε καταφέρει να υποτάξει την πραγματικότητα και να την προσαρμόσει στις επιθυμίες της. γύρευε όσο τίποτα την ικανοποίηση, η τελευταία όμως της είχε γυρίσει την πλάτη.
   Ο υπηρέτης ήταν δεμένος με λουριά με τα χέρια του στην έκταση, σαν τον εσταυρωμένο στο κέντρο μιας σφαιρικής συσκευής που έμοιαζε με εκείνα τα όργανα γυμναστικής που σε γυρνάνε προς όλες τις κατευθύνσεις –δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω- για να τεντώνονται εξίσου όλοι οι μύες του σώματος σου. Αυτό το κατασκεύασμα όμως δεν ήταν όργανο γυμναστικής. Ο υπηρέτης δεν μπορούσε να θέσει σε κίνηση το μηχάνημα, αλλά αντίθετα εκείνο έθετε σε κίνηση τον υπηρέτη, αν και όχι με σκοπό την ενδυνάμωση των μυών του. Από το κεφάλι μέχρι τα πόδια του, και μέχρι τις άκρες των δαχτύλων του, ο υπηρέτης βρισκόταν ακινητοποιημένος σε μια επακριβώς υπολογισμένη θέση.
   Μια λαστιχένια σφήνα ήταν χωμένη στο στόμα του η οποία θα τον εμπόδιζε να δαγκώσει τη γλώσσα του, σε περίπτωση που τον έπιαναν σπασμοί. Ένα λουρί που ήταν πιασμένο στο πηγούνι του δεν του επέτρεπε να ανοίγει το στόμα του και έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να καταπιεί τη σφήνα. Κι όλα αυτά τα προληπτικά μέτρα κατά συνέπεια έπνιγαν και τις όποιες κραυγές του.
   Το δωμάτιο βέβαια διέθετε ηχομόνωση, πνίγοντας τον όποιο θόρυβο.
   Σε έναν από τους τοίχους ήταν κρεμασμένα ένα σωρό μαστίγια. Η Α χρησιμοποιούσε όποιο ήθελε ανάλογα με τις ορέξεις της. Η λέξη έλεος και οίκτος ήταν λέξεις που δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό της, οπότε οι άναρθρες ικεσίες του υπηρέτη, οι οποίες αυξάνονταν σε ένταση μέχρι που γινόντουσαν κραυγές απίστευτου πόνου και αγωνίας, δεν της προκαλούσαν καμία εντύπωση. Τα ουρλιαχτά του υπηρέτη δεν θα αντέχονταν με τίποτα, αν δεν υπήρχε εκείνο το κομμάτι λάστιχο χωμένο στο στόμα του και ο ιμάντας που συγκρατούσε το σαγόνι του. Μερικές φορές ο υπηρέτης δάγκωνε τόσο πολύ τη σφήνα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που τα δόντια του μπήγονταν σε αυτό μέχρι τα ούλα του και μετά η Α έπρεπε να τα κόψει κομματάκι-κομματάκι από τα σφιγμένα σαγόνια του.
   Κατά πως φαινόταν τούτη ήταν μια από κείνες τις φορές.

Το τακούνι του Πράντα που φορούσε η Α μπαινόβγαινε μέσα στον υπηρέτη που πεσμένος στα τέσσερα έκλαιγε σχεδόν με λυγμούς από την ντροπή. Το σώμα του είχε γεμίσει χαρακιές και δίπλα του βρισκόταν πεταμένα τρία μαστίγια, τα δύο εξ αυτών σπασμένα. Όταν τον έλυσε από την σφαιρική συσκευή, ο υπηρέτης ήταν σαν να μην έχει τις αισθήσεις του. Το μόνο που καταλάβαινε, ήταν τον εαυτό του να ταλαντεύετε μπρος πίσω σε κάθε της σπρώξιμο με το κεφάλι του σκυμμένο ανοιγοκλείνοντας τα μάτια αργά σαν μεθυσμένος που έχει φτάσει στο τέλος πολυήμερου μεθυσιού. Στην τελευταία σπρωξιά, ένιωσε τον εαυτό του να γίνετε η μπίλια νούμερο οχτώ σε τραπέζι μπιλιάρδου και αισθάνθηκε το τακούνι της γόβας να γίνετε η στέκα που στέλνει τη μπάλα στη σκοτεινή τρύπα, μια τρύπα που θα λειτουργούσε γι’ αυτόν σαν κόμμα. Ένα σκοτεινό κόμμα από το οποίο δεν θα ξυπνούσε ποτέ.
   
Ο νους της Ας έτρεχε πίσω στο δείπνο και την κατέτρωγε η εικόνα του υπηρέτη έτσι όπως ρουφούσε θορυβωδώς την σούπα από το μπολ στο πάτωμα.               
   Με τα πολλά τραβήχτηκε από μέσα του και έγειρε το κεφάλι της πίσω στην πολυθρόνα νικημένη. Έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι μέχρι που ένοιωσε τη γλώσσα του να χαϊδεύει το πόδι της και να προσπαθεί να χωθεί κάτω από την καμάρα της μέσα στη γόβα.
   Την σιωπή που είχε απλωθεί σαν ομίχλη μέσα στην κρεβατοκάμαρα την έσπασε ο υπηρέτης όταν σήκωσε τα μάτια του προς τα πάνω και ψέλλισε: «Συγνώμη».
   «Μπορεί και να φταίω εγώ», απάντησε η Α βγάζοντας ελαφρά το πόδι της από το παπούτσι για να τον διευκολύνει να χωθεί κάτω από την καμάρα της.
   «Δεν σε ερεθίζω;»
   «Συνήθως, ναι. Πάντως όχι απόψε».
   «Θα μάθω» της υποσχέθηκε και φίλησε το πόδι της. «Θα βελτιωθώ».
   «Ναι» απάντησε η Α κοφτά «αυτό ακριβώς πρέπει να κάνεις. Αν θέλεις να διατηρήσεις το ρόλο και τη θέση σου, όμως πολύ αμφιβάλλω αν οι μέρες σου στα πόδια μου θα είναι πολλές. Θα πέσω για ύπνο του είπε και τον κλώτσησε στο πρόσωπο για να τον διώξει από δίπλα της.
   Απαυδισμένη με τον υπηρέτη σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και γυμνή όπως ήταν μπήκε στο μπάνιο. Ένας χώρος σωστό στολίδι με επίχρυσες βρύσες, λαβές και κρίκους, οι τοίχοι του ντυμένοι με μάρμαρα, και η Α όπως κοιτάχτηκε στους καθρέπτες, είδε κάτι που ξεπερνούσε το ανθρώπινο.
   «Τελειότητα» μονολόγησε αν και ήξερε πως ακόμη απείχε από το τέλειο.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #10 στις: Νοεμβρίου 07, 2010, 08:08:49 μμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Όταν η Α μπήκε στο μπάνιο, ο υπηρέτης έμεινε λίγο ακόμα ξαπλωμένος στο πάτωμα, κουλουριασμένος, στη στάση του εμβρύου. Περίμενε να δει αν η ακεφιά που ένιωθε η βασίλισσά του θα έφευγε μετά το μπάνιο ή θα μεγάλωνε για να γίνει το σκοτεινό συναίσθημα της απογοήτευσης για εκείνον.
   Δεν μπορούσε να περιγράψει ούτε στον εαυτό του πως αισθανόταν εκείνη τη στιγμή. Φοβόταν μα είχε ακόμα πιο έντονο το συναίσθημα του εκνευρισμού. Ήταν εκνευρισμένος με τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την βασίλισσά του. Ένιωθε ανίκανος, ότι δεν ήταν άξιος να θεωρείτε μέλος της ανθρώπινης φυλής. Μετά το σχολείο βέβαια πάντα ένιωθε έτσι, αλλά τώρα τελευταία ένιωθε επιπλέον και ανίκανος. Σκεφτόταν πως αν δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τη βασίλισσα κάποιος άλλος θα του έκλεβε αυτό το προνόμιο.
   Κατέληξε στο συμπέρασμα πως ότι δεν ήταν άξιος να θεωρείτε μέλος της ανθρώπινης φυλής, ήταν η καλύτερη περιγραφή. Αισθάνθηκε πως το μέλλον του σαν υπηρέτης, ήταν σκοτεινό και αβέβαιο.
   Οι στιγμές εκεί στο πάτωμα ήταν ατέλειωτες. Ο αντικειμενικός χρόνος αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο, μια παρένθεση μέσα στο χρόνο. Ήταν σαν να βρισκόταν μέσα σε ένα μουντό διάδρομο. Η αίσθηση αυτή ήταν πολύ δυνατή. Του ήρθαν όλα μαζί στο μυαλό ξαφνικά, συμπιεσμένα μεταξύ τους, σαν ένα τρομερό μαύρο τρένο που περνούσε μέσα από ένα στενό τούνελ, μια μηχανή που έτρεχε μανιασμένα με ένα και μοναδικό προβολέα μπροστά, και ο προβολέας αυτός φώτιζε τα πάντα και το φως τον διαπερνούσε όπως μια καρφίτσα τρυπάει ένα ζωύφιο. Δεν είχε πουθενά να πιαστεί και αυτή η συνειδητοποίηση τον ισοπέδωσε, τον συμπίεσε σαν ένα φύλλο χαρτί καθώς περνούσε από πάνω του αυτό το τρομερό τρένο. Ένιωθε την διάθεση να ουρλιάξει, αλλά δεν είχε τη θέληση να το κάνει, ούτε τη φωνή. Είχε μια αίσθηση ότι πετούσε πάνω από σκηνές ολοκληρωτικής ερήμωσης που δεν ήταν απολύτως ευδιάκριτες. Ταυτόχρονα ακουγόταν η φωνή της βασίλισσάς του την ώρα που έμπηγε το τακούνι της μέσα του: «Θα σε διαλύσω! Θα σε ισοπεδώσω! Δεν θα αφήσω τίποτα από σένα!»
   Και ύστερα τα πάντα, εικόνες, σκηνές, και λόγια, διαλύθηκαν μέσα στο σιγανό μουγκρητό της λήθης που εκείνος άφησε να τον τυλίξει. Του φάνηκε ότι μύριζε κάποια γλυκιά, μεταλλική οσμή. Το μέταλλο στο τακούνι της γόβας της. Για μια στιγμή το μάτι εκείνο με το οποίο έβλεπε όλα αυτά φάνηκε να ανοίγει ακόμα περισσότερο και να ψάχνει και η φωνή της κυρίας του να του φωνάζει, σχεδόν να ουρλιάζει: «Δώσου μου μπάσταρδε…» και εκείνος να προσπαθεί να δοθεί και η ψυχή του να μην μπορεί παραπάνω. Πόση ώρα ήταν ξαπλωμένος έτσι δεν μπορούσε να θυμηθεί και μετά η εικόνα αυτή ξαφνικά έσβησε.
   Το αίσθημα της απόγνωσης κάθε φορά που δεν ικανοποιούσε την κυρία του μεγάλωνε και το ένιωσε να του γίνεται δεύτερη φύση. Μέσα στη διάρκεια της ημέρας όμως κατάφερνε να το αποδιώξει. Το κατάφερνε φέρνοντας στο μυαλό του στίχους από ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον: «Ελπίδα» είναι αυτό που φτερά έχει και που στην ψυχή έρχεται και κουρνιάζει και το σκοπό άδει τον δίχως λόγια και ποτέ ούτε στιγμή δεν σταματά.
   
Ξαπλωμένος λοιπόν στο πάτωμα καθαρίζει τις γόβες της Ας με τη γλώσσα του φορτώνει από τη μυρωδιά της, και αυτή η μυρωδιά είναι μαγική, είναι σαν την ποίηση. Τον βοηθάει να μην πέσει σε απόγνωση. Τον βοηθάει να θυμάται ποιος –ή καλύτερα τι- είναι. Τον βοηθάει να μην φοβάται αυτή την ίδια την ζωή του από τη στιγμή που δεν ασκεί τον παραμικρό έλεγχο στο μέλλον και στο πεπρωμένο του. Τον βοηθάει να μην ξεχνάει πως είναι δια βίου υπηρέτης της Ας και πως δεν υπάρχει τίμημα με το οποίο θα μπορούσε να εξαγοράσει την ελευθερία του. Ακόμα και αν κάποιες στιγμές κάπου βαθειά μέσα του, το βάρος της σχέσης σκλάβου-απόλυτης αφέντρας που είχε με την Α γινόταν δυσβάσταχτο και τον έκανε να φοβάται. Ήταν έτσι κατασκευασμένος στο σχολείο, που η ψυχολογία του απέτρεπε κάθε σκέψη για αυτοκτονία και –ευτυχώς- η υλοποίηση μιας τέτοιας ιδέας, όσο ελκυστική κι αν φαινόταν κάποιες στιγμές δεν ήταν εφικτή. Η σκέψη αυτή τον έκανε να χαμογελάσει.
   Η καρδιά του άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Το στόμα του στέγνωσε και ένιωσε στενοχωρημένος που δεν ήταν εκεί η κυρία να τον ποτίσει με το σάλιο της ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το καθάρισμα πιο αποτελεσματικά. Οι παλάμες των χεριών του ίδρωσαν.
   Η φωνή της κυρίας του ακούστηκε από το μπάνιο και τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
   Η γαλάζια μεταξωτή ρόμπα της ήταν ριγμένη πάνω στην πολυθρόνα. Χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την πόρτα του μπάνιου την πήρε στα χέρια του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Σε λίγο θα ήταν πάλι δίπλα στη θεά του. Παρόλο που η σκέψη της κάποιες φορές τον γέμιζε με τρόμο, δίπλα της ξεχνούσε τα πάντα.
   Δίπλα της ένιωθε πάλι ασφαλής.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #11 στις: Νοεμβρίου 09, 2010, 10:49:22 μμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Της Ας της άρεσε να ξυπνάει πολύ πριν το ξημέρωμα και να ξεκινάει όλο το τελετουργικό που αποσκοπούσε στη μακροημέρευσή της –εκτός από τις φορές που κάποιες από τις απολαύσεις της την είχαν κρατήσει ξύπνια όλο το βράδυ.
   Δεν υπήρχε τίποτα πιο ευχάριστο από το να χουζουρεύει στο κρεβάτι με την αίσθηση της γλώσσας του υπηρέτη στις πατούσες της. Είχε το συναίσθημα φρονεί πως της άξιζε μια ωρίτσα παραπάνω ξάπλα, χωμένη κάτω από τα σκεπάσματα πανευτυχής. Η όλη διαδικασία τιμωρίας του υπηρέτη, την είχε κρατήσει ξύπνια μέχρι αργά, όπως είχε συμβεί και αρκετές άλλες φορές, όμως και πάλι θα έμενε στο κρεβάτι λίγο παραπάνω αν δεν ένιωθε τέτοια ζωντάνια κι ευφορία από το γεγονός πως του είχε δώσει ένα καλό μάθημα για τους τρόπους του.
   Είχε κοιμηθεί μετά το μπάνιο βαθιά, όμως μόνο για λίγες ώρες, παραδομένη στις αγκαλιές γεμάτων από γλυκιά ένταση ονείρων, και τώρα πετάχτηκε από το κρεβάτι φρέσκια-φρέσκια κι ορεξάτη για τη μέρα που την περίμενε.
   Μια σειρά από όργανα γυμναστικής καταλάμβαναν το γυμναστήριο της έπαυλης. Μια κλωτσιά στα χείλη του υπηρέτη, του έδωσαν να καταλάβει πως η περιποίηση στις πατούσες έπρεπε να σταματήσει. Μισή ώρα μετά και ντυμένη με ένα φανελάκι και ένα σορτς ακολούθησε μια διαδικασία άρσης βαρών με διάφορα όργανα που έκαναν ξεχωριστά τμήματα των μυών της την κάθε φορά να καίνε και να πονούν ευχάριστα από την προσπάθεια. Ύστερα ιδροκοπούσε σαν το άλογο πάνω σε ένα μηχάνημα που ήταν για την άσκηση όλου του σώματος, κι άλλο ένα που ήταν για εξάσκηση στο σκι.
   Το πρωινό μπανάκι κρατούσε πάντα λίγο παραπάνω. Ο υπηρέτης τη σαπούνιζε με δύο σαπούνια: πρώτα με ένα απολέπισης του δέρματος με τη βοήθεια ειδικού σφουγγαριού, κι ύστερα μ’ ένα δεύτερο, ενυδατικό που έτριβε το κορμί της με ένα κομμάτι μαλακό πανί. Θέλοντας να πετύχει το βέλτιστο δυνατό λούσιμο, χρησιμοποιούσε δύο διαφορετικά συστατικά και τέλος μαλακτικό το οποίο ξέπλενε μετά παρέλευση τριάντα δευτερολέπτων.
   Ο ήλιος είχε αρχίσει να ψηλώνει όταν με τα πολλά ο υπηρέτης ξεκίνησε να αλείφει το κορμί της με λοσιόν, από το λαιμό ως κάτω τα πόδια της. Και δεν άφηνε ακάλυπτο ούτε πόντο από το καλοδιατηρημένο κορμί της. Η συγκεκριμένη λοσιόν δεν ήταν απλώς ενυδατική, αλλά επίσης και ένα αναζωογονητικό μαλακτικό, πλούσιο σε αντιοξειδωτικές βιταμίνες. Μια φορά ο υπηρέτης ξέχασε τις πατούσες της και της ανέφερε πως είχε τελειώσει. Όσο διήρκησε η τιμωρία στη σφαιρική συσκευή, γι’ αυτό το λάθος, του εξηγούσε με ήρεμο τρόπο πως αν κανείς άφηνε τις πατούσες αφρόντιστες, θα ήταν σαν μια αθάνατη να βάδιζε με πέλματα πεθαμένου, κάτι που η σκέψη του και μόνο έκανε την Α να ανατριχιάζει.

Τώρα καθόταν και περιποιόταν τις πατούσες της, ίσως λιγάκι παραπάνω απ’ ότι χρειαζόταν. Οι αναμνήσεις της τιμωρίας ήταν νωπές.
   «Πως κοιμάσαι;» ρώτησε η Α. «Βλέπεις όνειρά;»
   «Όχι συχνά κυρία. Μερικές φορές βλέπω εφιάλτες, κυρίως μετά από τις τιμωρίες. Όμως μετά δεν μπορώ να θυμηθώ τις λεπτομέρειες».
   Όμως ο υπηρέτης θυμόταν.

Αρκετή ώρα μετά την τιμωρία πάνω στο σφαιρικό μηχανισμό που η κυρία του ονόμαζε ο πάγκος του Προκρούστη, ο υπηρέτης ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο πάτωμα στα πόδια του κρεβατιού της κυρίας, ξύπνιος –γιατί σπάνια κοιμάται- αντικρίζοντας το ταβάνι. Στο στήθος του ακουμπισμένες οι παντόφλες της. Όταν ξυπνήσει και θελήσει να κατέβει από το κρεβάτι, δεν πρέπει να πατήσει ξυπόλητη στο πάτωμα. Όσο περνάει η ώρα βυθίζεται σε μια κατάσταση αδράνειας, πράγμα που πετυχαίνει εστιάζοντας στο ταβάνι σε ένα σημείο, αποδιώχνοντας το χάος από το μυαλό του. Ο ίδιος γνωρίζει πως η τιμωρία είναι για το καλό του και χαίρεται που η κυρία καταδέχεται να ασχοληθεί με εκείνον μέχρι να σωφρονιστεί. Ξέρει όμως ακόμα καλύτερα πως δεν θα αντέξει πολλές ακόμα συνεδρίες τέτοιου είδους. Νωρίτερα έφτασε να πιστέψει πως ή θα πάθαινε καρδιακή προσβολή, ή θα πέρναγε σταδιακά σε μια κατάσταση ολοκληρωτικής ψύχωσης.
   Στις πιο σκοτεινές του στιγμές ο υπηρέτης αναρωτιέται κατά πόσο ο πάγκος του Προκρούστη αποτελεί εργαλείο σωφρονισμού, όπως επανειλημμένα το έχει χαρακτηρίσει η κυρία, ή απλώς ένα εργαλείο βασανισμού.
   Θεωρεί πως ο προορισμός του στη γη, είναι η απόλυτη και τυφλή υποταγή στην κυρία του. Στα ΄΄όνειρά του φαντάζεται τον εαυτό του να είναι βλάσφημος και να θεωρεί την θεά του την Α άκαρδη και σκληρή κι όχι φιλεύσπλαχνη και στοργική και πω όλα όσα κάνει σε κείνον και στους υπόλοιπους σκλάβους πως είναι έργα παραφροσύνης. Και τότε ξυπνάει κάθιδρος με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, απλώνει τα χέρια του στο κορμί του, χαϊδεύει τις ουλές από τα μαστίγια και τις μετράει όπως ο πιστός μετράει τους κόμπους στο κομποσκοίνι λέγοντας μέσα του προσευχές. Και τότε μόνο έρχεται η γαλήνη.         

Ο υπηρέτης σταμάτησε να μαλάζει τα πόδια της. Σήκωσε τα μάτια του και αντίκρισε τα δικά της.
   «Μπορώ να σας πω κάτι;» ρώτησε.
   «Ναι, μπορείς».
   «Νιώθω ντροπή κυρία! Ντροπή επειδή σας απογοητεύω. Ντροπή που δεν σας ικανοποιώ».
   Η Α γέλασε.
   «Το ξέρω υπηρέτη μου!» σάρκασε. «Δεν θα έπρεπε να σε ανησυχεί αυτό. Αντίθετα θα έπρεπε να χαίρεσαι. Μόνο εσύ έχεις αυτό το προνόμιο, μόνο σε σένα επέτρεψα να σου αφήσουν αυτό το προνόμιο στο σχολείο αναμόρφωσης. Και ξέρεις γιατί;»
   Ο υπηρέτης κούνησε το κεφάλι αρνητικά και η Α έσκυψε προς το μέρος του.
   «Επειδή όταν σε βλέπω ντροπαλό, μου ανεβαίνει η λίμπιντο. Η ντροπή δεν είναι αρετή. Είναι αδυναμία. Και ένας σκλάβος είναι γεμάτος αδυναμίες. Επιθυμώ και απαιτώ από σένα αυτό το συναίσθημα. Η ντροπή δεν είναι ένα συναίσθημα που θα ήθελα με κάποιο τρόπο να καταφέρεις να ξεπεράσεις».
   Ο υπηρέτης έσκυψε το κεφάλι του προσπαθώντας να αποφύγει το βλέμμα της Ας.
   «Μάλιστα, κυρία. Βεβαίως. Αυτό που ήθελα να πω… είναι πως αισθάνομαι λύπη που με τις ενέργειές μου δεν ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες σας».
   Η Α είχε αρχίσει να εκνευρίζετε.
   «Ξέρω πως θα ανταποκριθείς στις προσδοκίες μου».
   «Μάλιστα κυρία».
   «Πες μου σκλάβε, είναι στιγμές που αισθάνεσαι καταραμένος;»
   «Όχι, κυρία» αποκρίθηκε ο υπηρέτης. «Ούτε κόλαση υπάρχει, ούτε παράδεισος. Τούτη που ζω είναι μια και μοναδική ζωή».
   «Όπως το είπες. Το μυαλό σου μετά την αναμόρφωση είναι τόσο καλοφτιαγμένο που δεν χρειάζεται να ασχολείσαι με τέτοιου είδους προλήψεις. Οι προλήψεις αποτελούν μια αδιάσειστη απόδειξη της αδυναμίας του μυαλού. Η ανοχή μου σε ότι αφορά τις προλήψεις είναι μηδενική. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Εμείς εδώ ανήκουμε σε μια Νέα Ράτσα. Όσοι από τα πλάσματα της Νέας Ράτσας παρουσιάζουν τέτοιου είδους αδυναμίες θα εξοντώνονται. Ακόμα και η πιο αθώα φαινομενικά πρόληψη, όπως για παράδειγμα η Τρίτη και 13, μπορεί να ανοίξει ένα παράθυρο στο μυαλό και να οδηγήσει σε μια ευρύτερη θεώρηση των υπερφυσικών και μεταφυσικών ζητημάτων. Η υπέρτατη αξία είναι η λογική. Γυρνάμε την πλάτη σε συναισθήματα και προλήψεις. Η αγάπη ας πούμε είναι πρόληψη. Η απόλυτη πνευματική διαύγεια αποτελεί την ύψιστη απόλαυση, κατά πολύ μεγαλύτερη από οποιοδήποτε συναίσθημα».
   Η Α τράβηξε το πόδι της και σηκώθηκε όρθια επιβλητική μπροστά του.
   Είδε μπροστά της την επανάσταση… κάποτε θα ξημέρωνε η μέρα που η Α θα έδινε το γενικό πρόσταγμα, και τα μέλη της Νέας Ράτσας που ζούσαν κρυφά ανάμεσα στους ανθρώπους της Παλιάς σε όλη την Ελλάδα και σε λίγο και σε όλο τον κόσμο, θα εφορμούσαν ενάντια στην ανθρωπότητα και θα την κυρίευαν στο πλαίσιο μιας μαζικής επίθεσης τόσο τρομακτικής, που όμοιά της δεν θα είχε γνωρίσει ο κόσμος. Ο απώτερος στόχος της επανάστασης της Ας ήταν να ολοκληρώσει το έργο του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και να δημιουργήσει παγκόσμια μια φυλή υλιστών. Θα προέτρεπε της γυναίκες να καλλιεργούν μια έντονη κλίση προς τις υλικές απολαύσεις, κάτι που με τη σειρά του θα δημιουργούσε ένα είδος ανοσίας στα συναισθήματα. Όχι πως και κάποια συναισθήματα δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή απολαύσεων, ωστόσο κρίνονταν λίαν αντεπαναστατικά.
   Άλλος κόσμος απ’ αυτόν δεν υπάρχει. Η σάρκα είναι όλη χορτάρι και μαραίνεται και του μυαλού τα χωράφια καίγονται και γίνονται στάχτη στο λίβα του θανάτου και ποτέ ξανά δεν πρασινίζουν. Αυτή η πεποίθηση αποτελεί το ευαγγέλιο του υλισμού. Κι όλοι οι άνθρωποι της Νέας Ράτσας, είτε είναι αφέντρες είτε σκλάβοι, είναι στρατιώτες στον στρατό των ταγμένων να κατακτήσουν τη γη επιβάλλοντας αυτή τη θεωρία από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη.
   Το σεξ για παράδειγμα ήταν μια από τις εγκεκριμένες απολαύσεις. Ατόφιο κτηνώδες σεξ, απαλλαγμένο από κάθε ίχνος στοργής, ή αγάπης. Οι γυναίκες ήταν τα ανώτερα όντα και είχαν κάθε δικαίωμα να ασελγούν με οποιονδήποτε τρόπο πάνω στα αρσενικά. Η Νέα Ράτσα αποτελούνταν από γυναίκες που επιζητούν τη βία στο σεξ, τη δίχως έλεος ταπείνωση και τον εξευτελισμό του ερωτικού τους συντρόφου, ο οποίος θα είναι σκλάβος, ή σε ορισμένες περιπτώσεις –αποδεκτές κατά κανόνα- σκλάβες. Το αίσθημα ενοχής που συνήθως προκαλεί στους άλλους η τέλεση τέτοιου είδους πράξεων, έχει ξεπεραστεί και αποβληθεί από τις γυναίκες της Νέας Ράτσας. Η ταπείνωση του άλλου και ο εξευτελισμός είναι αφροδισιακό –η ωμή άσκηση της όποιας εξουσίας- τους χαρίζει μεγάλη συγκίνηση.  Θα υπήρχαν βέβαια και γυναίκες που τα μυαλά τους θα ήταν προσκολλημένα στις αρχές και τα ήθη της παλιάς ράτσας. Οπότε δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι παραπάνω από ζώα, ανώτερα βέβαια κατά μια έννοια από τους άντρες, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων, μέσα αναπαραγωγής. 
   Αν οι κανονικοί άνθρωποι ήξεραν ποια ήταν η Α και ποιες ήταν οι απόψεις της, σίγουρα θα την θεωρούσαν τέρας. Τα μέλη της παλιάς ράτσας δεν θα ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί της.
   Ζύγωνε μεσημέρι κι όντας σίγουρη πως το υπηρετικό προσωπικό είχε καθαρίσει την κεντρική σουίτα ανέβηκε στο δωμάτιό της. Μπαίνοντας στη σουίτα, έκανε ένα έλεγχο κοιτώντας πίσω και κάτω από έπιπλα προσπαθώντας να βρει κάτι για να ενοχοποιήσει κάποιον από το υπηρετικό προσωπικό. Όταν δεν βρήκε κάτι το μεμπτό συνοφρυώθηκε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #12 στις: Νοεμβρίου 12, 2010, 02:06:04 πμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Την άλλη μέρα η Α, πήρε το πρωινό της στην κυρίως κρεβατοκάμαρα, σερβιρισμένο σε ένα γαλλικό σκαλιστό τραπέζι του δέκατου ένατου αιώνα.
   Όπως έτρωγε η Α, έριχνε κλεφτές ματιές στον υπηρέτη που ήταν πεταμένος ανάσκελα στα πόδια της και τα μάλαζε με τη γλώσσα του.

Όταν έφυγε η Α ο υπηρέτης άρχισε να ξεσκονίζει το δωμάτιο. Ξαφνικά σταμάτησε και διαισθανόμενος πως κάτι πολύ παράξενο –μα κι απ’ την άλλη πολύ σημαντικό- επρόκειτο να συμβεί, πέταξε το ξεσκονόπανο και έτρεξε στο κελάρι. Μια φωνή βαθιά, τραχιά κι απειλητική, έβγαινε από τους τοίχους και αντηχούσε στο χώρο: «Πρέπει να την σκοτώσουμε! Πρέπει να την σκοτώσουμε!»
   Ο υπηρέτης κρύφτηκε πίσω από την πόρτα του κελαριού και κρυφάκουσε τις ομιλίες.
   «Εσύ θα το κάνεις. Πάρε αυτό το νυστέρι και χώσ’ το της στο μάτι. Σπρώξ’ το να της πάει μέχρι τον εγκέφαλο. Σκότωσέ την!»
   Ένα χέρι τον άρπαξε από πίσω και του έκλεισε το στόμα. Τον έσπρωξε μέσα στο κελάρι κι εκεί είδε το μπάτλερ και τον Νίκο να συνομιλούν με ένα γέρο. Το χέρι που τον άρπαξε άνηκε στον Μάριο. Ο γέρος έδινε το νυστέρι στο Νίκο και του έλεγε αυτά τα λόγια.
   «Τι άκουσες;» ρώτησε ο Νίκος.
   «Μάλλον τα πάντα» απάντησε αντί του υπηρέτη ο Μάριος.
   «Πρέπει να τον βγάλουμε από τη μέση» είπε ο Νίκος κι έκανε να κινηθεί προς το μέρος του με το νυστέρι.
   Το χέρι του γέρου τον σταμάτησε.
   «Ή να τον πάρουμε με το μέρος μας» είπε.
   «Του έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου στο σχολείο αναμόρφωσης» είπε ο Μάριος που συνέχισε να τον κρατάει με ένα κεφαλοκλείδωμα.
   «Όπως είχαν κάνει και σε σας» απάντησε ο γέρος.
   Το πρόσωπο του γέρου ήταν χαλαρό και γαλήνιο, λες και φορούσε μια νεκρική μάσκα. Υπήρχε μια φριχτή ουλή αλά Φρανκενστάιν που έβγαινε από το γιακά του πουκαμίσου που φορούσε και έφτανε ως κάτω από το σαγόνι του. Ήταν σαν να είχε προσπαθήσει κάποιος να του κόψει το κεφάλι, όχι πριν από πολύ καιρό –είχε προσπαθήσει και σχεδόν τα είχε καταφέρει.   
   «Άφησε τον» είπε στο Μάριο ο γέρος «Δεν θα πάει πουθενά».
   Το πρόσωπο του υπηρέτη είχε γίνει κάτασπρο σαν χαρτί.
   «Μου φαίνεσαι λιγάκι χλομός» είπε ο γέρος στον υπηρέτη.
   «Καλά είμαι» απάντησε ο υπηρέτης.
   Ο γέρος του χαμογέλασε. Ένα κουρασμένο, πονεμένο χαμόγελο, αλλά γλυκό παρ’ όλ’ αυτά. Είδε ότι τα μάτια του ήταν κατακόκκινα σαν να έκλαιγε. Ο υπηρέτης προσπάθησε και εκείνος να του χαμογελάσει, αλλά αισθάνθηκε το χαμόγελο του ψεύτικο και αταίριαστο στα χείλη. Εκείνο το αριστερό μάτι του γέρου, που ήταν πιο κόκκινο από το άλλο, και η ουλή που έφτανε μέχρι το λαιμό του, έκανε το μισό του προσώπου του να μοιάζει απειλητικό και δυσάρεστο.
   Ο υπηρέτης ευχήθηκε να μην είχε ακολουθήσει το ένστικτό του ως κάτω το κελάρι.
   Ο γέρος πήρε το νυστέρι από τα χέρια του Νίκου και το έβαλε στο χέρι του υπηρέτη.
   «Εσύ θα την σκοτώσεις».
   «Να σκοτώσω ποιαν;»
   «Την Α»
   «Μα αυτή μας έφτιαξε».
   «Για δική της χρήση».
   «Δεν μπορώ».
   «Είσαι δυνατός».
   «Αδύνατον».
   «Σκότωσέ την».
   «Ποιος είσαι;»
   «Το πνεύμα του κακού» είπε ο γέρος, όμως ο υπηρέτης ήταν σίγουρος πως ο γέρος δεν αναφερόταν στον εαυτό του, αλλά στην Α.
   Αν ο υπηρέτης αφηνόταν να μπει σε μια τέτοια κουβέντα, μοιραία θα θεωρούσε πως πρόδιδε την Α έστω κι αν με τα επιχειρήματά του προσπαθούσε να πείσει το γέρο πως του ήταν αδύνατον να σηκώσει το χέρι του πάνω στην αφέντρα του, πάνω στη θεά του. Η σκέψη και μόνο πως μπορούσε να την σκοτώσει, ίσως οδηγούσε και τον ίδιο στον αφανισμό.
   Η κάθε σκέψη δημιουργούσε ένα μοναδικό ηλεκτρικό αποτύπωμα στον εγκέφαλο. Η Α μπορούσε να εντοπίσει και να αναγνωρίσει αυτού του είδους τα ηλεκτρικά αποτυπώματα που μαρτυρούσαν σκέψεις για βίαιες πράξεις με στόχο την ίδια.
   Εμφυτευμένη μέσα στον εγκέφαλο του υπηρέτη –όπως άλλωστε και στον εγκέφαλο κάθε μέλους της Νέας Ράτσας- υπήρχε μια νανο-συσκευή προγραμματισμένη να αναγνωρίζει αυτά τα αποτυπώματα σκέψεων περί δολοφονίας, περί –εν προκειμένω- θεοκτονίας.
   Αν ο υπηρέτης έπαιρνε ποτέ στα χέρια του κάποιο αντικείμενο και παράλληλα σκεπτόταν πως ήθελε να την σκοτώσει μ’ αυτό, ο ρουφιάνος που είχε φυτευτεί μέσα στο κεφάλι του θα “διάβαζε” αμέσως τις προθέσεις του. Και τότε θα του προκαλούσε μια κατάσταση γενικής παράλυσης από την οποία μόνο η Α θα μπορούσε να την βγάλει.
   Κι αν στη συνέχεια θα τον άφηνε να ζήσει, η ζωή του θα γινόταν τρεις φορές χειρότερη. Η Α θα μηχανευόταν χίλιους δυο τρόπους να τον βασανίζει από το πρωί ως το βράδυ, έτσι σαν τιμωρία για τις ανίερες σκέψεις του.
   Ο υπηρέτης συνειδητοποίησε πως κάνοντας αυτές τις σκέψεις άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Και ξαφνιάστηκε όταν άρχισε να συνειδητοποιεί πως αυτό το τρέμουλο του το προκαλούσε ο φόβος. Ο φόβος πως υπήρχε έστω και μια ελάχιστη πιθανότητα να σκεφτεί να κάνει κακό στη θεά του.
   Ο υπηρέτης, τράβηξε απότομα το χέρι του, τρομοκρατημένος, κοιτάζοντας το γέρο με το στόμα ανοιχτό. Είχε μια έκφραση αηδίας και τρόμου.
   Διαλύσου! Αυτοκαταστρέψου! Τινάξου στον αέρα! Για να σωθεί η κυρία μου! ήθελε να φωνάξει ο υπηρέτης. Και ύστερα αισθάνθηκε έναν ίσως ανόητο τρόμο πως θα τον χτυπήσουν. Προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, αλλά ένιωσε το σώμα του να πέφτει πίσω και το άφησε με ευχαρίστηση. Δεν πρόλαβε να δει ούτε να νιώσει δυο στιβαρά χέρια να τον πιάνουν πριν πέσει με το κεφάλι στο πάτωμα. Είχε ήδη χάσει τις αισθήσεις του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Όταν ο υπηρέτης συνήλθε φαινόταν πολύ άρρωστος. Ήταν κατάχλωμος, και τα χέρια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα καθώς έπινε το νερό από το χάρτινο ποτήρι που του είχε δώσει ο γέρος. Οι άλλοι τρεις είχαν φύγει και τώρα ήταν οι δυο τους. Είχε πολύ καιρό να πιει νερό από ποτήρι. Μέχρι τώρα έπινε νερό στα τέσσερα από ένα μπολ σαν τους σκύλους. Το ένα του βλέφαρο έκανε συσπάσεις. Είχε τρομερό πονοκέφαλο. Αλλά κι αυτός σιγά-σιγά άρχισε να υποχωρεί αφήνοντάς του μια παράξενη αίσθηση κενού μέσα του. Ένιωθε σαν να του είχαν βγάλει τα μυαλά και να τα είχαν αντικαταστήσει με πουρέ. Και στα αφτιά του υπήρχε ένας συνεχής διαπεραστικός ήχος, ένα σταθερό βούισμα.
   Ο γέρος τον κοίταζε χαμογελώντας. Φορούσε τα ρούχα της δουλειάς και γάντια του κήπου. Πίσω του είχε ένα κόκκινο καροτσάκι γεμάτο μικρά πεύκα με τις ρίζες τους τυλιγμένες σε λινάτσα. 
   «Θα τα φυτέψεις αυτά τα δέντρα;» ρώτησε ο υπηρέτης.
   «Δυστυχώς ναι! Στην κυρία Α αρέσουν πολύ τα πεύκα. Εγώ της λέω πως είναι άχρηστα δέντρα, οπότε εκείνη ζαρώνει το πρόσωπο και λέει: “Κάνε αυτό που σου είπα”».
   Ο γέρος κοίταξε το γαλάζιο καλοκαιρινό ουρανό. Θα έλεγε κανείς πως ο γέρος και ο ουρανός, χαμογελούσαν ο ένας τον άλλο. Ο υπηρέτης δεν ήξερε τίποτα σχεδόν για το γέρο.
   «Κοίταξε, σχετικά με πριν…», ο υπηρέτης κόμπιασε λίγο. «Δεν θα πω τίποτα. Δεν μπορώ να σας βοηθήσω, και δεν μπορώ να σου εξηγήσω γιατί. Αλλά δεν θα πω και τίποτα…»
   «Αν το πρόβλημά σου είναι η νανο-μηχανή στον εγκέφαλό σου, αυτήν την έχουμε παρακάμψει. Το κάναμε χρησιμοποιώντας απλούς μαγνήτες».
   Ο υπηρέτης έπιασε το κεφάλι του με το χέρι του.
   «Μην ανησυχείς!» είπε ο γέρος. «Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τίποτα. Αν είναι ακόμα ζωντανή μέχρι το μηνιαίο έλεγχό σου και σε πάει στο εργαστήριο απλά θα διαπιστώσει πως για κάποιο λόγο που εκείνη δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό το μηχάνημα χάλασε και θα σου το αντικαταστήσει. Ίσως νευριάσει και λίγο και σε μαστιγώσει. Αλλά αυτό δεν είναι νομίζω κάτι που σε ανησυχεί».
   Ο υπηρέτης δε μίλησε.
   «Άσε με να σου πω μια ιστορία. Όταν ήμουν μικρός, πολύ πριν ο κόσμος γίνει όπως είναι, υπήρχε μια αρκούδα που κυνηγούσε κοντά στο χωριό μου. είχε αρχίσει να τρώει ανθρώπους. Εκείνη την εποχή, γινόταν ο πόλεμος του ’40 και δεν υπήρχαν άντρες στο χωριό, κ έτσι έτρωγε παιδιά και γριές γυναίκες. Είχε δοκιμάσει ανθρώπινο κρέας αυτή η αρκούδα και της άρεσε. Ποιος μπορούσε να σκοτώσει ένα τέτοιο θηρίο σε ένα ταπεινό χωριό όπου ο πιο νέος άντρας ήταν εξήντα χρονών και είχε μόνο ένα χέρι και το μεγαλύτερο παιδί ήμουν εγώ, μόνο εφτά χρονών; Και μια μέρα βρήκαμε αυτή την αρκούδα μέσα σε ένα λάκκο που είχαμε βάλει για δόλωμα σε μια παγίδα που είχαμε βάλει για δόλωμα το πτώμα μιας γυναίκας. Είναι τρομερό πράγμα να βάζεις για δόλωμα σε μια παγίδα έναν άνθρωπο, αλλά είναι ακόμα πιο τρομερό να μην κάνεις τίποτα ενώ η αρκούδα τρώει μικρά παιδιά. Και αυτή η αρκούδα ήταν ζωντανή όταν τη βρήκαμε. Ένα παλούκι είχε διαπεράσει το σώμα της αλλά ήταν ακόμα ζωντανή. Τη σκοτώσαμε μα τσαπιά και με ξύλα. Γέροι γυναίκες παιδιά, μερικά παιδιά τόσο τρομαγμένα που κατουριόντουσαν πάνω τους. Η αρκούδα έπεσε στο λάκκο και τη σκοτώσαμε με ξύλα και τσαπιά γιατί οι άντρες του χωριού είχαν πάει να πολεμήσουν τους Γερμανούς. Νομίζω πως αυτή η Α είναι σαν την κακιά αρκούδα που της αρέσει το ανθρώπινο κρέας. Νομίζω ότι θα έπρεπε να της στήσουμε μια παγίδα και να πέσει μέσα. Και αν ζει ακόμα, θα έπρεπε να την χτυπάνε μέχρι να την σκοτώσουν».
   Χαμογέλασε καλοσυνάτα στον υπηρέτη μέσα στον καλοκαιρινό ήλιο.
   «Το πιστεύεις πραγματικά αυτό;» ρώτησε ο υπηρέτης.
   «Α, ναι» μιλούσε αδιάφορα σαν να ήταν ένα ασήμαντο θέμα. «Νομίζω πως είναι επικίνδυνη. Ή μάλλον… δεν το νομίζω απλώς. Είμαι σίγουρος».
   Ο γέρος έπιασε το χερούλι του καροτσιού.
   «Πρέπει να πάω να φυτέψω αυτά τα δέντρα. Γεια σου φίλε».



Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #13 στις: Νοεμβρίου 14, 2010, 10:47:17 πμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Πέρασαν δέκα μέρες από το συμβάν στο κελάρι. Οι σκλάβοι δεν είχαν κάνει ακόμα καμία κίνηση να σκοτώσουν την θεά τους. Σ’ αυτό βοήθησε ο υπηρέτης. Σε πολύ μεγάλο βαθμό μάλιστα.
   Η Α γύρισε στην έπαυλη κάποια στιγμή το βράδυ. Όπως συνήθιζαν τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού είχαν ήδη αποσυρθεί στο κατάλυμά τους, που ήταν πάνω από το γκαράζ, στο πίσω μέρος του κτηρίου. Έμεναν σε κοινούς κοιτώνες, άντρες και γυναίκες μαζί. Και απολάμβαναν υποτυπωδών ανέσεων.
   Η Α σπάνια χρειαζόταν τις υπηρεσίες του προσωπικού μετά τις δέκα το βράδυ, όμως είχε επιλέξει να μην επιτρέπει στους οικιακούς σκλάβους να ζουν ανεξάρτητα και μακριά από την έπαυλη τις ώρες που δεν είχαν υπηρεσία. Τους ήθελε να είναι διαθέσιμοι εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Άλλο στόχο και προορισμό στη ζωή τους δεν θα έπρεπε να έχουν πέρα από το να την υπηρετούν και να την φροντίζουν, και ως προς αυτό ήταν ανυποχώρητη. Στην ουσία ήταν σαν, στον ελεύθερο χρόνο τους, να κρέμονταν όλοι τους από γαντζάκια, όπως οι σκούπες, τα φαράσια και τα ξεσκονόπανα, περιμένοντας στωικά την επόμενη φορά που θα ήθελε να τους χρησιμοποιήσει η Α.
   Οι συνθήκες διαβίωσης του υπηρέτη δεν διέφεραν σε τίποτα από τις αντίστοιχες των σκλάβων. Βέβαια είχε ένα είδος ελευθερίας και αυτό δεν ήταν άλλο από την ελευθερία να γεμίζει τις μέρες και τις νύχτες τις κάνοντας πράγματα που θα ευχαριστούσαν την Α, οπότε κατ’ επέκταση και κείνον τον ίδιο.
   Έβαλε το μυαλό του να σκεφτεί. Δεν είχε σκοπό να μαρτυρήσει τις προθέσεις των τριών σκλάβων στην Α. Αλλά ούτε να τους αφήσει να την σκοτώσουν. Θα προσπαθούσε να τους μεταπείσει. Όσο για την Α –ή καλύτερα την αρκούδα- ήλπιζε πως με τον καιρό η όποια σχέση είχαν, θα εξαλλασσόταν και θα ωρίμαζε, ήλπιζε πως κάποτε θα ερχόταν και η στιγμή που θα ασκούσε κάποια επιρροή επάνω της. Κι όταν θα ερχόταν αυτή η ευλογημένη στιγμή, θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του πάνω της για να βελτίωνε κατ’ αρχήν τις συνθήκες διαβίωσης του προσωπικού και με τον καιρό ίσως να άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε και ονειρευόταν τον κόσμο.
   Ώρα με την ώρα μεγάλωνε η έννοια της για τον κόσμο και τους σκλάβους, και όσο αυτή η έννοια μεγάλωνε, τόσο λιγόστευαν και οι φορές που αισθανόταν κατάθλιψη. Εντάξει, καλό ήταν να ασχολείται με τα ενδιαφέροντά του –τα οποία δεν ήταν άλλα από το να βρίσκει τρόπους να γίνεται καλύτερος βελτιώνοντας έτσι τον εαυτό του- όμως το γεγονός πως τώρα είχε βρει έναν ακόμα σκοπό στη ζωή του τον γέμιζε με ένα πρωτόγνωρο τρόπο.
   Όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει έτρεξε γρήγορα να υποδεχτεί την αφέντρα του. Την βρήκε στη σάλα υποδοχής να θαυμάζει ένα ζευγάρι σκευοθήκες Λουδοβίκου του 15ου φτιαγμένες από έβενο και φιλοτεχνημένες με επίχρυσα ενθέματα. Η Α εκτιμούσε δεόντως την τέχνη. Μόνο γι’ αυτό το ζευγάρι τις σκευοθήκες είχε ξοδέψει δύο εκατομμύρια ευρώ. Ο υπηρέτης σε μια από κείνες τις συνεστιάσεις που είχε την τιμή να κάνει το υποπόδιο σε μια από τις καλεσμένες της Ας, την άκουσε να λέει πως παλιότερα δημιουργήθηκαν έργα τέχνης σπάνιας ομορφιάς, εμπνευσμένα όμως από τα άγχη και το άλγος της ζωής. Μόνο και μόνο γιατί τα κατέτρεχε ένα βαθύ αίσθημα απώλειας και γιατί αναζητούσαν κάποιο νόημα.
   Αλλά βέβαια η ομορφιά –σύμφωνα πάντα με την κυρία του- βρισκόταν στον αντίποδα της σιγουριάς και της αποτελεσματικότητας. Η δημιουργία ενός όμορφου καλαίσθητου έργου τέχνης αποτελούσε άσκοπο κι ανάξιο λόγου σπατάλημα ενέργειας, αφού δεν συνέβαλλε στην παραπέρα εξέλιξη της ανθρωπότητας –στην κατάκτηση αυτού του ίδιου του εαυτού της και της φύσης.
   Αντίθετα μια ράτσα απαλλαγμένη από τέτοιου είδους άλγη και επώδυνες αναζητήσεις, μια ράτσα με άνωθεν υπαγορευμένο το νόημα της ύπαρξής της, με σαφής στόχους από το δημιουργό της, ποτέ δεν θα είχε ανάγκη από την έννοια της ομορφιάς, απλώς γιατί θα είχε μπροστά της μια ατέλειωτη σειρά απείρως πιο σημαντικών έργων να επιτελέσει. Δουλεύοντας όλοι μαζί σαν μια γροθιά και για έναν κοινό στόχο, όπως ακριβώς οι μέλισσες στο μελίσσι, τα μέλη της Νέας Ράτσας θα δάμαζαν τη φύση, θα κατακτούσαν και θα έθεταν υπό τον έλεγχό τους τις προκλήσεις της Μητέρας Γης, και κάτι που είχαν αποτύχει να κάνουν τα μέλη της Παλιάς Ράτσας, μέχρι που θα γινόταν κυρίαρχοι όλων των πλανητών, κι όλων των αστεριών. Όλα τα εμπόδια θα εκμηδενίζονταν μπροστά στη δημιουργική ορμή τους. Όλοι οι αντίπαλοι θα κατατροπώνονταν.
   Νέες Γυναίκες με σκλάβους και σκλάβες της Παλιάς Ράτσας, δεν θα χρειαζόταν την ομορφιά, γιατί απλούστατα θα διέθεταν δύναμη. Τέχνη δημιουργούν όσοι νιώθουν ανίσχυροι, έχοντας την ομορφιά σαν υποκατάστατο της δύναμης που δεν μπορούν να αποκτήσουν. Η Νέα Ράτσα δεν θα είχε ανάγκη από υποκατάστατα.

Στη σάλα υποδοχής η Α κάθισε σε μια μικρή πολυθρόνα και άπλωσε τα πόδια της στον υπηρέτη που είχε γονατίσει μπροστά της πάνω στο περσικό χαλί.
   «Καθάρισε τις μπότες μου» είπε και υπηρέτης άρχισε να γλύφει το γυαλιστερό δέρμα της μπότας της πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της λες και όλη του η ζωή εξαρτιόταν απ’ αυτή του την πράξη. Η γλώσσα του τύλιγε λαίμαργα το τακούνι της φοβούμενος μην δυσαρεστήσει την κυρία του.
   Η Α, βλέποντας τον ενθουσιασμό του, ξέσπασε σε ένα βροντερό και εξευτελιστικό γέλιο.
   «Μην υπερβάλεις τόσο καλό μου σκυλάκι. Μόνο το απαραίτητο γλείψιμο όπως σε μάθανε στο σχολείο» χλεύασε.
   «Μάλιστα κυρία» είπε ταπεινά και συνέχισε μειώνοντας κάπως τον ενθουσιασμό του.
   Εκείνη άλλαξε θέση στα πόδια και τον διέταξε να γλείψει και την άλλη μπότα όπως την προηγούμενη. Γλείφοντας μπορούσε μόνο να μυρίσει το θεσπέσιο άρωμα του δέρματος της μπότας. Μετά από λίγο η Α τον σταμάτησε κλοτσώντας τον απαλά στο πρόσωπο.

Αποσυνδεδεμένος FeetFun010

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 1092
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 173
  • -Έλαβε: 85
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #14 στις: Νοεμβρίου 14, 2010, 10:55:36 πμ »
εδω παμε σιγουρα για βιβλιο και εκδοση :thumbsup1: