Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: ΑΛΟΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ 2  (Αναγνώστηκε 1704 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος xalu

  • Νέος
  • *
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 46
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 4
  • -Έλαβε: 1
ΑΛΟΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ 2
« στις: Αυγούστου 04, 2016, 06:02:58 μμ »
Καλησπέρα παίδες. Ποστάρω άλλη μία αφανταστική ιστορία, με την ίδια πρωταγωνίστρια.

ελπίζω να σας αρέσει!



Το πρώτο Σαββατοκύριακο του Ιουλίου, η Άννα και ο άντρας της αποφάσισαν να πάνε στο εξοχικό τους. Μάλιστα είχαν κανονίσει να φύγουν το Σάββατο το πρωί, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε, απλούστατα γιατί η Άννα την προηγούμενη μέρα πήγε για μπάνιο με δυο φίλες της και, ως συνήθως, αντί να απολαύσει τη θάλασσα και το μπάνιο, έπινε μπύρες σαν τρελή και, σαν να μην έφτανε αυτό, μετά που κάθισαν και σε ένα παραλιακό ταβερνάκι, συνέχιζε να μπεκροπίνει και γύρισε σπίτι εντελώς μεθυσμένη και την έπεσε για ύπνο. Με δυσκολία, λοιπόν, σηκώθηκε κατά τις 12 και κατόρθωσαν να ξεκινήσουν μετά στις 2. Όχι πως πήρε τίποτα πράγματα μαζί της για τη διαμονή τους εκεί. Ελάχιστα εσώρουχα, 2-3 σορτσάκια και τζιν φούστες, 5-6 μπλούζες και 1-2 ζευγάρια σαγιονάρες. Φόρεσε το μαγιό της αντί για εσώρουχα, έβαλε ένα κοντό κόκκινο φόρεμα παραλίας και κάτι μωβ σαγιονάρες και μπήκε στο αμάξι! Φρόντισε, βέβαια, να εφοδιαστεί για το δρόμο με μία εξάδα μπύρες, που τις ήπιε όλες! Έτσι, έφτασαν στο εξοχικό κατά τις 4 το μεσημέρι.
Ας αφήσουμε, όμως, την Άννα να μας περιγράψει το πώς πέρασαν:
«Φέτος πήγαμε στο εξοχικό μας και μετά από χρόνια μείναμε δύο μήνες σερί. Είχα πει στον άντρα μου, ότι φέτος θα περάσουμε σούπερ. Μη μου αρχίσει τα μα και μου. Μη πίνεις πολύ, μη μπεκρουλιάζεις, μη μεθοκοπάς, μη χορεύεις, μη σπας πιάτα και τέτοια. Του λέω, άσε τις βλακείες, να το φχαριστηθούμε. Άσε με να κάνω τις τρέλες μου, να πίνω τα ούζα μου και από μένα ό,τι θέλεις θα το ‘χεις. Αλλά θα πίνω όλη μέρα, θα γίνομαι χώμα, πίτα, λιώμα. Και θα συνεχίζω να πίνω, μέχρι να πέσω τάβλα, δε με νοιάζει. Και στην παραλία θα ‘μαι τόπλες!! Τέλος πάντων, με άφησε ήσυχη. Γι’ αυτό και περάσαμε απίστευτα. Εγώ δεν ξεμέθυσα επί 60 μέρες! Κι όταν λέμε για πιοτό, μιλάμε κάθε μέρα στουπί στο μεθύσι! Ντίρλα! Πάντως, είχαμε σταθερό πρόγραμμα. Το πρωί κατεβαίναμε για μπάνιο. Καλά, όχι πρωί πρωί, μη φανταστείς. Που να σηκωθώ από το πιώμα της προηγούμενης.  Γέμιζα το πλαστικό ψυγειάκι με πάγο, έβαζα μέσα καμιά δεκαριά μπύρες και φεύγαμε. Στην παραλία, τα ‘παμε! Ξώβυζη η Άννα! Σιγά, δηλαδή, μη ντραπώ! Ξάπλα στην παραλία, ηλιοθεραπεία, μπύρες και τα βυζιά μου απέξω!! Το απόγευμα, επιστρέφοντας πηγαίναμε κατευθείαν στην ψησταριά του χωριού. Εγώ πήγαινα έτσι με το μαγιώ μου, όπως γύριζα απ’ τη θάλασσα. Με το που φτάναμε, μου έφερναν γρήγορα ένα καραφάκι ούζο, που εγώ το κοπάναγα μονορούφι φωνάζοντας: – Άντε εβίβα κι άσπρο πάτο! Ήρθε η Άννα η μπεκρού! Στην υγειά σας μάγκες! Μετά, μας έφερναν τους μεζέδες μας και, φυσικά, τη μεγάλη μπουκάλα με το ούζο.  Με τόσο αλκοόλ ήδη στο στομάχι μου, δεν αργούσα να μεθύσω τελείως και να χάσω κάθε έλεγχο. Το ούζο έρεε ασταμάτητα. Με πείραζαν, χαζογελάγαμε, σπάγαμε πλάκα. Ο άντρας μου, με το που έπινα την πρώτη μπουκάλα, έφευγε. Βαριόταν και δεν άντεχε άλλο να βλέπει τα ξεφτιλίκια μου. Τους έλεγε: - Εγώ την κάνω, μείνετε εσείς με τη μπεκροκανάτα! Μόνο κουβαλήστε την μετά σπίτι! Τότε άρχιζε το μεγάλο γλέντι! Έφευγε και ο πολύς κόσμος και μέναμε λίγοι και καλοί. Δυνάμωνε η μουσική και έβαζαν τσιφτετέλια και γλετζέδικα τραγούδια. Ζητούσα και δεύτερη μπουκάλα. Τα κεράσματα έδιναν κι έπαιρναν. Μου ‘διναν κανά ποτήρι, αλλά μόνο με τον όρο να το πιω μπαμ και κάτω: – Κοπάνα το ρε μπέκρα, να σε χαρούμε, μου φώναζαν. Σιγά μη τ’ άφηνα! Στην κυριολεξία πνιγόμουν στο ποτό, αφού συνέχιζα να πίνω ασταμάτητα. Ξεσάλωνα, τραγουδούσα δυνατά, πέταγα τις σαγιονάρες και χόρευα ξυπόλητη πάνω στα τραπέζια. Με έλουζαν με ούζο, έσπαγα πιάτα, ποτήρια και ό,τι άλλο έβρισκα μπροστά μου! Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβγαζα το πάνω μέρος από το μαγιώ μου και συνέχιζα να λικνίζομαι ημίγυμνη με τα βυζιά μου να κρέμονται! Το μαγαζί κάποια στιγμή έκλεινε. Εγώ στο πάτωμα, σε κωματώδη κατάσταση, να μη μπορώ να σύρω τα πόδια μου. Από κει, με έπιαναν δυο – τρεις και με σήκωναν, με έβαζαν σ’ ένα αγροτικό και με γύριζαν σπίτι. Αυτό το έκανα κάθε μέρα! Και την επόμενη μέρα ξανά τα ίδια. Συνέχεια! Μόνο μπάνιο, ούζο, χορός και μεθύσι! Το καλύτερο καλοκαίρι της ζωής μου»!!
Και η Άννα συνεχίζει:
«Σε όλη την περιοχή ήξεραν ότι στην ψησταριά συχνάζει μία ώριμη μπεκροκανάτα που πίνει και γίνεται φέσι και χορεύει ημίγυμνη πάνω στα τραπέζια. Άρχισε, έτσι, να μαζεύεται κόσμος απ’ όλα τα γύρω χωριά για να απολαύσει το θέαμα! Μέχρι και τουρίστες το είχαν πληροφορηθεί και έρχονταν για να δουν τι σημαίνει ελληνικό γλέντι και να κάνουν κέφι. Έσκαγαν μύτη κάτι Άγγλοι, κάτι Ιταλοί και έβγαζαν φωτογραφίες αγκαλιά με την ξεβράκωτη και μεθυσμένη Άννα! Εδώ κάποιες φορές μας έπαιρνε τηλέφωνο η ίδια η ιδιοκτήτρια και μας έλεγε να μην αργήσουμε, γιατί πλάκωσε κόσμος στο μαγαζί και ρωτάει που είναι η μπεκρού με το μαγιώ! Τρελά πράγματα. Τον Αύγουστο, μάλιστα, για περισσότερη διαφήμιση του μαγαζιού, η ιδιοκτήτρια τύπωσε λίγες αφίσες και τις κόλλησε σε κεντρικούς δρόμους. - Ξέρετε τι έγραφε στην αφίσα αυτή; Έλεγε: Ψησταριά «η Γεύση», Σουβλάκι, ντόπιο κρασί, μουσική και γνήσιο ελληνικό γλέντι. Και στη φωτογραφία ήμουν εγώ, κατακόκκινη και τύφλα στο μεθύσι, φορώντας το μαγιώ μου και κρατώντας ένα ποτήρι ούζο, να χορεύω ξεμαλλιασμένη πάνω στο τραπέζι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πηγαίναμε στην ψησταριά και με κερνούσαν καραφάκια κάτι άσχετοι, έτσι για να με μεθύσουν πιο πολύ και να με βλέπουν να γίνομαι ρεζίλι με τις βλακείες που έκανα. Εμένα, η καλύτερη μου! Έτσι έπινα τζάμπα τα ούζα μου! Μία φορά έσκασαν μύτη κάτι νεαροί Άγγλοι, που ήταν ήδη μεθυσμένοι από την παραλία, με έπιασαν όλοι μαζί, με σήκωναν και με πέταγαν στον αέρα, με ξεγύμνωσαν τελείως και με έλουσαν με 10 μπουκάλια ούζο»!
Η Άννα περιέγραψε και το επόμενο σκηνικό:
«Μια μέρα αποφάσισα να πνιγώ στο κρασί! Πρωί πρωί, σκαλίζοντας τον κήπο, κοπάνησα 2 Μαλαματίνες ξεροσφύρι. Μετά, κατηφορίζοντας για μπάνιο, ήπια στο δρόμο γρήγορα σχεδόν μισό μπουκάλι. Είχα αρχίσει να την ακούω αρκετά. Αφήνω τον άντρα μου στην παραλία και του λέω πάω στο Super Market για προμήθειες (ούζα, τσίπουρα, κρασιά, μπύρες). Αυτός την κατάλαβε τη δουλειά και μου λέει: - Κοίτα μη πιεις άλλο εκεί και στουκάρεις τ’ αμάξι. Εγώ, βέβαια, τρελαινόμουν στην ιδέα να κάτσω κάπου να πιώ κανά κρασάκι και μετά να γυρίσω στην παραλία. Είχα τόση φούρια που άφησα τα πάντα στην παραλία και έφυγα. Ούτε που σκέφτηκα ότι ήμουν ξυπόλητη και φορούσα  μόνο το μαγιώ! Περπατούσα στον κεντρικό δρόμο, με μία Μαλαματίνα στο χέρι, και είχαν χαζέψει όλοι. Εντάξει, μπορεί αρκετά πιτσιρίκια να κυκλοφορούν έτσι με το μαγιώ, αλλά τώρα μια νταρντάνα 55άρα να περπατάει ξυπόλητη, μόνο με το μαγιώ, με την κωλάρα και τα βυζιά της σε πρώτη θέα, δεν είναι και πολύ συνηθισμένο. Με είδαν και κάτι φίλοι απ’ το χωριό με την προκλητική αυτή εμφάνιση και άρχισαν τα πειράγματα:  - Γεια σου ρε Αννιώ με τις βυζάρες σου! Έλα να σε κεράσουμε κανά κρασάκι ρε κούκλα, κι άλλα τέτοια. Όταν πήγα, με είδαν ξυπόλητη και μου λένε: - Καλά ρε Άννα, ούτε σαγιονάρες δεν έχεις; Τα πόδια σου έχουν γίνει μαύρα! - Αφήστε τις ποδάρες μου και φέρτε να πιω. Θέλω κρασιά, έχει στεγνώσει το λαρύγγι μου. Να βλέπω μπουκάλια να έρχονται. Και δωσ’ του πιώμα και κακό. Έγινα κουρούμπελο. Καθόμασταν σ’ ένα μικρό ταβερνάκι, πάνω στον κεντρικό δρόμο, φόρα παρτίδα σε όλους τους περαστικούς. Έβλεπαν μία γυναίκα να πίνει σαν τρελή, να γελάει δυνατά, να ‘ναι κατακόκκινη και πρησμένη σα φλασκί από το αλκοόλ. Και ξέρετε τι έκανα; Όπως ήμουν στουπί στο μεθύσι, έπαιρνα το μπουκάλι, έβγαινα στο δρόμο, φώναζα: - Εγώ πίνω και το λέω και αφού έπινα όσο μπορούσα μονοκοπανιά, με το υπόλοιπο λουζόμουνα. Κι όλα αυτά στην κεντρική οδό στο χωριό και μόνο με το μαγιώ! Με χάζευαν οι περαστικοί σ’ αυτή την κατάσταση, να φωνάζω, να παραμιλώ και να γίνομαι ρεζίλι, τα αυτοκίνητα σταμάταγαν και μου κόρναραν, τρελή φάση! Κι εγώ στη μέση του δρόμου να ξεφτιλίζομαι σκούζοντας: - Έλα παιδί μου, έλαααααα….. Ένας γνωστός μου, σταμάτησε με ένα αγροτικά μπροστά στην ταβέρνα, εγώ ανέβηκα στην καρότσα και χόρευα τσιφτετέλι σαν παλαβή! Σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, σ’ ένα ταξί, ανέβηκα πάνω στο καπό, ξάπλωσα ανάσκελα και χτυπούσα τις πατούσες μου στο παρμπρίζ! Μ’ αυτά και μ’ αυτά, είχε φτάσει πια το καταμεσήμερο. Ο άντρας μου είχε ξεροσταλιάσει τόση ώρα στην παραλία μόνος του. Και στο ταβερνάκι ήθελαν να κλείσουνε. Είχε φύγει κι υπόλοιπη η παρέα και με παράτησαν εκεί, στο μαύρο μου το χάλι. Μου κάνει ο μικρός στην ταβέρνα: - Κλείνουμε πρέπει να φύγετε. Που ν’ αφήσω εγώ το πιώμα. Άσε που δεν καταλάβαινα τίποτα πια. – Δεν πάω σπίτι μου απόψε! Φέρε μου κρασί, θέλω πολύ ακόμα για να μεθύσω! - Μα, σας είπα, πρέπει να κλείσω, συνέχισε ο νεαρός. Τότε άρχισα να ουρλιάζω και λέω: - Δε με νοιάζει τίποτα, εγώ πληρώνω! Φέρε Μαλαματίνες. Αυτός, μη μπορώντας να κάνει καλά μια γυναίκα τόσο πολύ μεθυσμένη, πήρε την αστυνομία. Ήρθαν δύο παλικάρια, κι επειδή ο ένας με ήξερε τι μπρεκροκανάτα είμαι και πόσο χάλια γινόμουν, από τα μεθύσια μου στην ψησταριά, γνώριζε και το κινητό του άντρα μου και τον πήρε να έρθει να με πάρει. Εκείνος, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο που περνούσε και ήρθε να με περιμαζέψει. Με είδε από μακριά σε αυτή την κατάσταση και με τη βοήθεια των αστυνομικών με σήκωσαν και με έβαλαν στο περιπολικό. Με τα χίλια ζόρια βρήκαμε το αυτοκίνητο εκεί που το είχα αφήσει από το πρωί και σωριάστηκα στο πίσω κάθισμα. Όμως, ακόμα και τότε, δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι κι άρχισα να εκλιπαρώ για ένα ποτό: - Έλαααα, πάμε στην ψησταριά να πιω λίγο κρασάκι. Δεν αντέχω άλλο... Αφού τον έπρηξα σε όλη τη διαδρομή, πείναγε κι αυτός ο καημένος όλη τη μέρα μόνος στην παραλία, τραβήξαμε για την ψησταριά. Φώναξε τρία άτομα να με βγάλουν απ’ το αμάξι και να με κουβαλήσουν στο μαγαζί. Με είδε έτσι η ιδιοκτήτρια και μου λέει: - Τι έπαθες μωρή μπεκροκανάτα; Δε χόρτασες κράσι; Θες κι άλλο να σκάσεις; Δε βλέπεις τα χάλια σου ρε μεθύστακα; - Φέρε δυο μπουκάλες ρετσίνα, κι άσε τα λόγια. Ξεράθηκε ο λαιμός μου, της είπα. - Η Άννα η μπερκού αντέχει! Ο άντρας μου έπαψε να μου δίνει σημασία κι ασχολιόταν με το φαΐ του. Εγώ συνέχιζα να τσακίζω σαν μανιακή τα κρασιά. Η εικόνα μου ήταν σοκαριστική. Ξυπόλητη, με τις πατούσες μου θεόμαυρες, ξεμαλλιασμένη, ιδρωμένη και πενταβρώμικη, η μύτη μου πρησμένη σα μελιτζάνα, η κοιλιά μου τουμπανιασμένη κι έτοιμη να εκραγεί, σκυλοβρωμούσα κρασίλα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια.  Είχα ταβλιαστεί πάνω στο τραπέζι και σήκωνα μόνο το χέρι μου για να φέρω το μπουκάλι στο στόμα μου να πιω, αλλά κι έτσι το μισό το έχυνα πάνω μου. Στο τέλος, επειδή λιποθύμησα, πρέπει με κάποιο τρόπο να με μετέφεραν στο σπίτι. Πρέπει να ήμουν τόσο αηδιαστική, που ο άντρας μου με πέταξε σε μία καρέκλα στη βεράντα και με άφησε εκεί να ξεραθώ στον ύπνο».





Αποσυνδεδεμένος ofootmaniaco

  • Προχωρημένος
  • **
  • Μηνύματα: 71
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 0
  • -Έλαβε: 2
Απ: ΑΛΟΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ 2
« Απάντηση #1 στις: Αυγούστου 05, 2016, 02:39:23 μμ »
μακραν ισως η χειροτερη ιστορια εδω μεσα,,,κι μην αρχισουμε τις γκρινιες  κλπ κλπ,,,κι δεν προκειται να απαντησω σε οποιηποτε σχολιο,,τουλαχιστον νομιζω οτι εχουμε ακομα ,,οσο εχουμε βεβαια ελευθερια εκφρασης κι λογου,,ο καθες κι η καθε μια εχει την αποψη της,,,η δικη μου η αποψη αναφερθηκε πιο πανω,,,χαλια η ιστορια σου φιλε μου,,καλη συνεχεια

Αποσυνδεδεμένος xalu

  • Νέος
  • *
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 46
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 4
  • -Έλαβε: 1
Απ: ΑΛΟΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ 2
« Απάντηση #2 στις: Αυγούστου 05, 2016, 03:26:30 μμ »
Κάθε άποψη δεκτή, εννοείται. Δεν πειράζει.