ΜΕΡΟΣ Α
Το όνομα του Βίκτωρας. Στην ζωή του είχε ότι ήθελε. Ήταν ψηλός μελαχρινός με όμορφα μάτια και το κυριότερο είχε αυτό που ζητούν οι περισσότερες, δυστυχώς, γυναίκες. Πολλά χρήματα. Γόνος βλέπετε εφοπλιστικής οικογένειας. Είχε μάθει να παίρνει αυτό που θέλει από όλες, ή μήπως όχι, τις γυναίκες. Σχέσεις στην ζωή του είχε κάνει πολλές, αλλά πάντα αυτός καθόριζε το πως και πότε θα τελείωναν. Οι γυναίκες είχαν γίνει το απόλυτο "σκεύος ηδονής" για τον ίδιο και καμία φορά και για την παρέα του, τους κολλητούς του.
Ένα βράδυ του Οκτωβρίου αποφάσισε να βγει για ένα ποτό. Ηταν σίγουρος πως και αυτή την φορά θα κατέληγε στο κρεβάτι του με όποια του γυάλιζε. Αφού ετοιμάστηκε σε μία από τις πολλές τουαλέτες της έπαυλης του, μπήκε στην Ferrari του και κατέβηκε στην παραλιακή. Φτάνοντας έξω από το στέκι του, άφησε την Ferrari στον παρκαδόρο και με ύφος χιλίων καρδιναλίων μπήκε μέσα στο club που έσφυζε από κόσμο.
Αρχικά δεν είδε κάτι το ενδιαφέρον και αποφάσισε να καθήσει στο μπαρ και να απολαύσει το ποτό του. Φώναξε τον barman και παρήγγειλε το αγαπημένο του.
"Μία Absolut με πάγο" του είπε και ο barman τον εξυπηρέτησε αμέσως. Το βλέμμα του "ακτινογραφούσε τον χώρο αλλά καμία από τις πολλές γυναίκες που βρισκόνταν στο μαγαζί δεν του έκανε click.
Τουλάχιστον για την πρώτη μία ώρα της παραμονής του εκεί. Ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε στην πόρτα της εισόδου. Μία εντυπωσιακή δεσποινίς με μακριά μαύρα μαλλιά, γύρω στα 30, έκανε την εμφανισή της. Φορούσε ένα κολλητό μαύρο φόρεμα, λίγο πιο πάνω από το γόνατο, με το οποίο τονίζονταν τα πλούσια χαρακτηριστικά της, μαύρες ψηλοτάκουνες μπότες που έφταναν μέχρι το γόνατο και μία δερμάτινη καμπαρντίνα.
"Εδώ είμαστε" σκέφτηκε ο Βίκτωρας και την παρακολουθούσε με το βλέμμα της για να δει αν συνοδευόνταν. Το μάτι του "γυάλισε" όταν παρατήρησε πως έκατσε μόνη της στην άλλη άκρη του bar.
…συνεχίζεται
ΜΕΡΟΣ Β
"Κακομαθημένος" καθώς ήταν, ένα ελλάτωμα που είχε καθώς ποτέ δεν τον είχε απορρίψει μέχρι τότε γυναίκα, φώναξε τον barman και του τόνισε πως ότι και να παραγγείλει η συγκεκριμένη Κυρία να της πεί πως θα ήταν κερασμένο από την αφεντιά του. Η Κυρία, το όνομα της οποίας είναι Αφροδίτη, φώναξε τον barman για να παραγγείλει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ο Barman της το πήγε λέγοντας της πως είναι κερασμένο από τον Βίκτωρα.
«Και ποιός είναι ο Βίκτωρας», απόρησε η Αφροδίτη.
«Ο Κύριος με το γκρι κοστούμι που κάθεται απεναντί σας», διευκρίνησε ο barman.
Η Αφροδίτη αφού κοίταξε τον Βίκτωρα με ένα έντονο ύφος είπε στον barman.
«Πές του να πάει να πάρει λίγο καθαρό αέρα έξω και να σταματήσει να με γδύνει με τα μάτια του και κράτα το ποτό», δίνοντας του 7 ευρώ. «Εγώ δεν είμαι από τα κοριτσάκια που δέχονται κεράσματα από αγνώστους να του πείς».
Μόλις ο barman πληροφόρησε τον Βίκτωρα για το τι είχε συμβεί, ο τελευταίος του είπε. «Μάλιστα, μας το παίζει δύσκολη η κυρία. Ολες έτσι κάνουν στην αρχή αλλά στο τέλος …παρακαλάν γονατιστές». Φυσικά ο Βίκτωρας ούτε που σκέφτηκε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω της, όπως αυτή είχε πει στον barman να του πει και φυσικά ούτε λόγος να βγεί έξω για να πάρει καθαρό αέρα.
Επί δύο ώρες την κοιτούσε συνεχώς αν και αυτή προσπαθούσε να αποφύγει, τουλάχιστον όσο μπορούσε το βλέμμα του. Η Αφροδίτη καθόνταν σταυροπόδι και το ένα της πόδι κινούνταν νευρικά. Ξαφνικά σηκώθηκε από την θέση της κρατλωντας, το τρίτο, ποτήρι κόκκινο κρασί που έπινε και τον πλησίασε με άγριες διαθέσεις.
«Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει», του είπε, «αλλά έχεις καταντήσει αηδία. Από την ώρα που μπήκα στο μαγαζί με κοιτάς συνεχώς και μου δημιουργείς τεράστιο πρόβλημα. Θα σε παρακαλέσω να με αφήσεις ήσυχη για να μην γνωρίσεις τον άλλο μου εαυτό», είπε στον Βίκτωρα. Ο τελευταίος δεν φάνηκε να πολυνοιάζεται και με ύφος χιλίων καρδιναλίων της απάντησε. «Ζούμε σε δημοκρατική χώρα και έχω το δικαίωμα να κοιτάω όπου και όποιον θέλω». Αυτό ήταν. Η Αφροδίτη, κατακόκκινη από τον θυμό της του άστραψε ένα χαστούκι και άδειασε το περιεχόμενο του ποτηριού που κρατούσε στα μούτρα του φεύγοντας εκνευρισμένη από το μαγαζί.
…συνεχίζεται