ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΟΔΟΛΑΓΝΟΥ 2
…ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Όπως είναι φυσικό, ύστερα από το παραπάνω περιστατικό, απ’ τη μία ικανοποίησα, έστω και λίγο, έναν ανομολόγητο πόθο μου, από την άλλη, όμως, φούντωσε η επιθυμία και η κάψα μέσα μου, ώστε να επαναληφθεί κάτι παρόμοιο, γιατί όχι και σε μεγαλύτερη ένταση. Βέβαια, επειδή δεν ήθελα να προβώ σε μη…αναστρέψιμες βλάβες, ήξερα ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να φτάσω μέχρι το κρεβάτι με την μάνα του κολλητού μου, όχι μόνο γιατί θα κατέστρεφα τη φιλία μας, αλλά πολύ περισσότερο γιατί δεν μπορούσα να προβλέψω την αντίδραση της ίδιας, θετική ή ακόμα και αρνητική. Άλλωστε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τί είχα κάνει; Μία «απλή» εντριβή στα πόδια μιας μεθυσμένης γυναίκας. Και το περιστατικό αυτό, είτε λόγω μεθυσιού και ελλιπούς μνήμης είτε λόγω ντροπής, ποτέ δεν σχολιάστηκε από εκείνη προς σε εμένα, ακόμα και σε περιπτώσεις, και υπήρξαν πράγματι πολλές, που ήμασταν οι δυο μας.
Το μυαλό μου, όμως, είχε καρφωθεί στα ώριμα πόδια της, στα κόκκινα νύχια της, στην ιδρωμένη υφή τους! Παρόλα αυτά, υπήρχε πλέον ένα δεδομένο που έπρεπε να εκμεταλλευτώ, αν ήθελα να ικανοποιήσω ξανά το πάθος μου για τα ώριμα πόδια της κυρίας … , χωρίς φόβο μήπως παρεξηγηθώ. Και αυτό δεν ήταν άλλο, απ’ την εκδηλωμένη αγάπη της μητέρας του φίλου μου προς το ποτό και ιδιαίτερα το ούζο. Έπρεπε, λοιπόν, αν ήθελα να απολαύσω ξανά τις ποδάρες της, να την ξαναμεθύσω, και μάλιστα ακόμη περισσότερο, πιο βαριά, ώστε να μη θυμάται τίποτα. Πώς, όμως; Χρειαζόταν υπομονή και σχέδιο. Το σχέδιο το σκέφτηκα, αλλά ήταν ανάγκη να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Και η ευκαιρία δεν άργησε (η καρδούλα μου το ξέρει …)και τόσο πολύ. Δύο χρόνια αργότερα, Μάιο μήνα, εγώ στα 22 μου και εκείνη στα 47, κι ενώ ο κολλητός μου βρισκόταν σε 3ήμερη εκδρομή με την καινούρια του κοπέλα, του ζήτησα να περάσω από το σπίτι του για να πάρω κάτι αρνητικά από κάποιες παλιές μας φωτογραφίες (που οι σημερινές ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές …), για να τις ανατυπώσω. Μία αληθινή, πέρα ως πέρα, δικαιολογία, αλλά, συγχρόνως και μία άψογη αφορμή για να πάω στο σπίτι του φίλου μου και να συναντήσω την κυρία … , χωρίς τον φόβο ξένων εισβολέων.
Αυτή τη φορά διάλεξα μία , όσο το δυνατόν βραδινή ώρα. Ήταν 8:30 το βράδυ, ημέρα Παρασκευή. Εκείνη, αφού μου έδωσε τα αρνητικά, πάντοτε ευγενική και περιποιητική, με ρώτησε αν πεινάω να καθίσω να μου φτιάξει καμιά ομελέτα ή οτιδήποτε άλλο. Ήταν μία πρόταση φιλοξενίας που πολύ συχνά τη συνήθιζε, ειδικά σε μένα. Από αυτήν, εξάλλου, την αναμενόμενη πρότασή της ξεκινούσε και το σχέδιό μου. Αμέσως της αντιπρότεινα το εξής: «Κυρία … , αντί να κάνετε τον κόπο να μαγειρέψετε, δεν πάμε σε καμιά ταβερνούλα, να τσιμπήσουμε»; Μετά από λίγα «παρακάλια», δέχτηκε, ήταν, άλλωστε, μία ωραία βραδιά. Της έδωσα λίγο χρόνο να ετοιμαστεί και να ντυθεί, και σε λίγο να ‘τη στην πόρτα. Τίποτα τρελό στην εμφάνισή της: Τζιν κάπρι παντελόνι, άσπρο αμάνικο μπλουζάκι, αλλά το βασικότερο για μένα, οι αγαπημένες της άσπρες σαγιονάρες και οι νυχάρες της βαμμένες μπορντώ μέχρι … κολάσεως. Φύγαμε, λοιπόν!
Όχι τυχαία, είχα διαλέξει ένα απομακρυσμένο, στα Β/Α προάστια, μεζεδοπωλείο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, με ζωντανή μουσική για … περισσότερο κέφι. Αφού παραγγείλαμε τα μεζεδάκια μας, εκείνη ζήτησε το «κλασικό» της καραφάκι ούζο, πάντα ανέρωτο, κι εγώ, για να είμαι σε θέση ισχύος, λευκό κρασί. Το κλίμα ήταν ευχάριστο και χαλαρό, ώσπου σε μία στιγμή, για μεγάλη μου καύλα, έβγαλε τις σαγιονάρες της και ακούμπησε τα περιποιημένα ώριμα πόδια της στην απέναντι καρέκλα. Περιττό να πω, ότι μέχρι να φύγουμε δεν ξαναφόρεσε ποτέ ξανά τις σαγιονάρες της! Κάθε φορά που της σερβίριζα ούζο, φροντίζοντας, έξυπνα, να μην μένει ποτέ άδειο το ποτήρι της, μου έλεγε χαμογελαστά, αλλά χωρίς να το αρνείται: «Εσύ θα με μεθύσεις»! Κι εγώ της απαντούσα: «Εσείς δεν έχετε ανάγκη, είστε γερό ποτήρι, αντέχετε στο ποτό». «Μωρέ, αντέχω, αλλά μ’ αρέσει το ούζο και θα ξεφύγω», συνέχιζε. Το ένα ποτήρι έφερε το άλλο, «βοήθησα» κι εγώ με 2-3 ποτήρια «άντε εβίβα κι άσπρο πάτο» και η ζημιά δεν άργησε να γίνει. Οι αρχικές αναστολές της: «Μην μου βάζεις άλλο, γιατί θα γίνω τύφλα», μετατράπηκαν σε: «Εγώ σήμερα θα πιώ, θα γίνω πίτα»! Χωρίς να μετράω πια τα ούζα που είχε πιεί, έγινε στουπί στο μεθύσι, ξεκίνησε δε και η ζωντανή μουσική και ακολούθησε ο κακός χαμός. Η μάνα του φίλου μου, στο «τσακίρ κέφι», έδινε συνεχώς παραγγελίες στους μουσικούς και εκείνοι, βλέποντάς τη μέσα στο μεθύσι της να παρασέρνει σε ένα τρελό γλέντι όλο το μαγαζί, δεν της χαλούσαν κανένα χατίρι. Τότε η κυρία … , άρχισε να σπάει κάθε ποτήρι που έπινε και το γκαρσόνι, συμμετέχοντας στο πανηγύρι, της έφερνε πάντα ένα καινούριο για να συνεχίσει το πιοτό και το σπάσιμο. Ήταν φανερό ότι ήταν το αστέρι της βραδιάς και το απολάμβανε, ξεκαρδισμένη στα γέλια. Πολλοί θαμώνες, περισσότερο για να κάνουν πλάκα μαζί της, με παροτρύνσεις του τύπου: «Σπάστα όλα», «Άσπρο πάτο», την ωθούσαν ακόμα περισσότερο στο να πίνει κι άλλο ούζο και να τα σπάει. Ενώ, λοιπόν, έπινε ασταμάτητα, με το άκουσμα του τραγουδιού «Ανέβα στο τραπέζι μου κούκλα μου γλυκιά», τραβάει το τραπεζομάντηλο, σπάει όλα τα πιάτα και τα ποτήρια, και έριξε ένα αισθησιακό, μεθυσμένο, ξυπόλητο τσιφτετέλι πάνω στο τραπέζι. Σε όλη τη διάρκεια του χορού, δεν σταμάτησα δευτερόλεπτο να χαζεύω το ιδρωμένα πόδια της, τα δάχτυλά της, τις φτέρνες της, τις πατούσες της που λικνίζονταν στον αισθησιακό ρυθμό. Τα κεράσματα, όπως ήταν επόμενο, έπεσαν βροχή, κι εκείνη συνέχιζε να τσακίζει τα ούζα και να λιώνει ακόμα πιο πολύ στο μεθύσι. Ήταν πια σίγουρα τόσο πολύ μεθυσμένη, που δεν καταλάβαινε ούτε τί έκανε, ούτε τί της γινόταν. Γελούσε δυνατά και υπερβολικά και το μόνο που έλεγε, τραυλίζοντας, ήταν: «Θέλω να πιώ»! Προσπάθησα, μάταια, να τη ψιλοσυγκρατήσω, αλλά κάποιοι θαμώνες την κερνούσαν καραφάκια ολόκληρα! Και όταν οι μουσικοί έπαιξαν το «Απόψε κάνεις μπαμ», το μαγαζί γύρισε ανάποδα! Η μάνα του φίλου μου χόρεψε, παραπατώντας ασφαλώς, και πάντα ξυπόλητη, το πιο καυλωτικό και μεθυσμένο ζεϊμπέκικο που έχω δει ποτέ μου. Ήταν πια καιρός να φεύγουμε, η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο, η κυρία … , ήταν τελείως λιώμα, σε σημείο που δεν έβλεπε ούτε τη μύτη της (παρόλο που είχε το χρώμα και το σχήμα της … μελιτζάνας), ούτε μπορούσε να σύρει τα γυμνά της πόδια. Με λίγη τύχη, βρήκα σε μια γωνία τις ξεχασμένες της σαγιονάρες και με τη βοήθεια ενός γκαρσονιού την μεταφέραμε στο αυτοκίνητο. Εκείνη, άπλωσε τις ποδάρες της στο παρμπρίζ και ξεκινήσαμε. Όχι, όμως για το σπίτι. Σταμάτησα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του Ολυμπιακού Σταδίου (γνώριμος … γαμιστρώνας αυτοκινήτων, εκείνη την εποχή) και έφερα τα πόδια της πάνω μου. Εκείνη είχε πέσει τέζα. Στην αρχή άρχισα να τα χαϊδεύω. Κάθε δάχτυλο, ένα προς ένα, και ύστερα ολόκληρο το πέλμα. Ήταν πολύ ιδρωμένα, βρώμικα (τόση ώρα ξυπόλητη …) και, δυστυχώς, από τα πολλά τρικλίσματα, είχε χαλάσει λίγο το πάντοτε υπέροχο πεντικιούρ της. Στη συνέχεια, τα έφερα στο πρόσωπό μου και τα μύρισα. Βρωμοκοπούσαν απίστευτα. Τα έφερα και στο στόμα μου και τα έγλειφα αδιάκοπα. Στην κυριολεξία τα «γυάλισα»! Εκείνη, μεθυσμένη μέχρι αναισθησίας, συνέχισε να κοιμάται. Αυτό ήταν! Άνοιξα το παντελόνι μου και με τις θεϊκές ποδάρες της τον έπαιξα με ηδονή. Σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα έχυσα και άπλωσα τα χύσια μου πάνω στα πόδια της μεθυσμένης ώριμης κυρίας που ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου. Ήξερα ότι κάπου εκεί έπρεπε να σταματήσω. Οτιδήποτε παραπάνω, όσο κι αν το ήθελα, μπορούσε να γίνει καταστροφικό. Την πήγα σπίτι, ήπιε δύο σκέτους καφέδες για να συνέλθει λίγο, κι έμεινα μέχρι τα ξημερώματα μην πάθει καμία αναρρόφηση, χαζεύοντας πάντα τα λατρεμένα της πόδια. Πήγα, βέβαια, και στο μπάνιο της, μύρισα όλα της τα παπούτσια, γόβες, mules και τις πολλές της σαγιονάρες, την ξαναέπαιξα, χύνοντας σε ελάχιστο χρόνο.
Το επόμενο απόγευμα, όταν κατάφερε να ξυπνήσει, δέχτηκα τηλεφώνημά της. Μου λέει: «Πρέπει να έρθεις σπίτι να τα πούμε». Σκέφτομαι: «Έχει γούστο, παρόλο το βαρύ μεθύσι της, να θυμήθηκε τίποτα». Πήγα, λοιπόν, βασανιζόμενος από το τρομερό ερωτηματικό. Με υποδέχτηκε περιποιημένη και καθαρή, με έντονα, όμως, τα σημάδια της χθεσινής κραιπάλης. Με τρομερό πονοκέφαλο, αλλά, παρόλα αυτά, είχε προλάβει να ανανεώσει το μπορντώ χρώμα στα νύχια των ποδιών της, η αθεόφοβη! Μου ζήτησε να της περιγράψω τη χθεσινή μας νύχτα, διότι δεν θυμόταν τίποτα. Αναθάρρησα! Της περιέγραψα τα πάντα, όσα έγιναν στο μεζεδοπωλείο, αφήνοντας για μένα τα γεγονότα στο πάρκινγκ του Ολυμπιακού Σταδίου. Μου ζήτησε συγγνώμη που ήπιε τόσο πολύ και έγινε τελείως λιώμα και με έκανε ρεζίλι στο μαγαζί. Της απάντησα: «Μην μου ζητάτε συγγνώμη, καλό είναι που ξεδώσατε και ήπιατε κανά ποτηράκι παραπάνω, έστω κι αν το παρακάνατε και τα σπάσατε όλα. Ήταν, εξάλλου, ένα απίστευτο γλέντι»! Περιέργως δεν θέλησε να κρύψω από τον κολλητό μου ότι βγήκαμε, αλλά, βέβαια, να μην του πω πόσο ήπιε, πόσο λιώμα έγινε και ποιες ζημιές, πάνω στο μεθύσι της, έκανε. Κι αυτό γιατί είχε υποσχεθεί στον κολλητό μου ότι θα προσπαθούσε να μην πίνει τόσο πολύ ούζο, και ο φίλος μου θα της έβαζε χοντρό χέρι. Υποσχέθηκα ότι θα έμενε μεταξύ μας. Και πραγματικά ο φίλος μου ποτέ του δεν το έμαθε. Της ζήτησα κι εγώ με τη σειρά μου να περιορίσει το ποτό, διότι, όσο κι αν με συνέφερε, θα της έκανε κακό. Μου το υποσχέθηκε και, θα έλεγα, το τήρησε μέχρις ενός βαθμού.
Όσο για την απώλεια αυτής της απίστευτης βραδιάς; Τα αρνητικά των φωτογραφιών, η αφορμή της επίσκεψής μου, χάθηκαν μια για πάντα. Φαίνεται, ο αφελής, τα πήρα μαζί μου στο μεζεδοπωλείο και σκόρπησαν μέσα στο γενικό χαμό. Ακόμα διερωτάται ο κολλητός μου: «Καλά, ρε συ, πού τα έχασες»; Τι να του απαντήσω: «Σε ένα μεζεδοπωλείο, η μάνα σου, τύφλα στο μεθύσι, ανεβασμένη σ’ ένα τραπέζι, τα κλώτσησε με τις ποδάρες της και χάθηκαν»;…