ΠΟΡΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, συνέχεια (Βικιπαίδεια)
Σπάρτη
Ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, μόνο η Σπάρτη κατέχει τη φήμη πως δεν φιλοξένησε ποτέ οίκο ανοχής. Ο Πλούταρχος αποδίδει το φαινόμενο στην απουσία πολύτιμων μετάλλων και πραγματικού χρήματος – η Σπάρτη χρησιμοποιούσε νόμισμα από σίδερο που δεν αναγνωριζόταν από κανέναν άλλο και το οποίο κανείς δεν ενδιαφερόταν να υιοθετήσει. Συνεπώς δεν υπάρχουν σήμερα ίχνη της δραστηριότητας αυτής στην Σπάρτη κατά την αρχαϊκή ή κλασική εποχή. Η μόνη προκλητική μαρτυρία που διαθέτουμε ανήκει σε ένα βάζο του 6ου αιώνα π.Χ., το οποίο και παρουσιάζει μια ομάδα γυναικών που έπαιζαν τον αυλό σε ένα δείπνο ανδρών.
Ωστόσο μοιάζει να μην αφορά πραγματικά μια απεικόνιση της καθημερινότητας στην πόλη, αλλά ένα τυχαίο μοτίβο εικονογραφίας. Η παρουσία ενός φτερωτού δαίμονα, φρούτων, χλωρίδας κι ενός βωμού αφήνουν να εννοηθεί πως πρόκειται για κάποιο τελετουργικό δείπνο προς τιμήν κάποιας θεότητας της γονιμότητας, ίσως της Ορθίας Αρτέμιδος ή του Υακύνθιου Απόλλωνα.
Εντούτοις, κατά την κλασική περίοδο απαντώνται στη Σπάρτη εταίρες. Ο Αθήναιος κάνει αναφορά στις παλλακίδες με τις οποίες περνούσε τις νύχτες του ο Αλκιβιάδης κατά την εξορία του στη Σπάρτη. Ο Ξενοφών από την πλευρά του, αφηγούμενος τη συνωμοσία του Κινάδωνα (αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) αναφέρεται σε μία πανέμορφη γυναίκα, η οποία κατηγορήθηκε ότι διέφθειρε τους άνδρες, γέρους και νέους, που επισκέπτονταν τον Αυλώνα. Πιθανότατα πρόκειται για κάποια εταίρα.
Από τον 3ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα, οπότε και μεγάλες ποσότητες ξένου χρήματος άρχισαν να κυκλοφορούν στη γη της Λακωνίας, η Σπάρτη αρχίζει να υιοθετεί συνήθειες των έτερων ελληνικών πόλεων. Κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Πολέμων από το Ίλιον, περιγράφει στο έργο «Προσφορές στη Λακεδαίμονα» ένα διάσημο πορτραίτο της εταίρας Κοττίνας, καθώς και μια αγελάδα από μπρούτζο που η ίδια αφιέρωσε. Προσθέτει δε πως κάποτε του έδειξαν σαν αξιοθέατο τον οίκο ανοχής που εκείνη διατηρούσε κοντά στο ναό του Διονύσου.
Συνθήκες διαβίωσης
Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν στην κατοχή τους ελάχιστα στοιχεία αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των εκδιδόμενων γυναικών κατά την αρχαιότητα. Δεν επιβιώνει καμία μαρτυρία σχετικά με τον τρόπο ζωής τους ούτε περιγραφή των οίκων όπου εργάζονταν. Ωστόσο είναι πολύ πιθανόν οι ελληνικοί οίκοι ανοχής να παρουσίαζαν σημαντικές ομοιότητες με εκείνους που περιγράφουν οι ρωμαϊκές μαρτυρίες ή με εκείνους που βρέθηκαν στις στάχτες της Πομπήιας: ανήλιαγοι χώροι, στενοί, με δυσάρεστη μυρωδιά. Ένας από τους πολλούς όρους της ελληνικής αργκώ για να περιγράψει κανείς μια πόρνη ήταν η λέξη «χαμαιτυπής», στην κυριολεξία «εκείνη που χτυπά τη γη», υπονοώντας ότι η πράξη λάμβανε χώρα απευθείας στο έδαφος.
Ορισμένοι συγγραφείς βάζουν στα έργα τους τις πόρνες να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο: ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς στο «Διάλογος για τις πόρνες» και ο Αλκίφρων στη συλλογή του από επιστολές. Ωστόσο πρόκειται καθαρά για λογοτεχνικά έργα. Οι πόρνες που αναφέρονται άλλωστε είναι ανεξάρτητες ή εταίρες: καμία πηγή δεν παρέχει πληροφορίες για τις δούλες, εκτός κι αν μιλάει για τις οικονομικές προεκτάσεις του επαγγέλματος. Γενικότερα καταδεικνύουν μια τάση αποδοκιμασίας από τους Έλληνες προς τις πόρνες καθώς η δραστηριότητά τους ήταν εμπορευματοποιημένη. Για έναν Έλληνα, το οποιοδήποτε πρόσωπο που εκδιδόταν, άνδρας ή γυναίκα, το έκανε από φτώχεια ή επιθυμία πλουτισμού: η σεξουαλική επιθυμία δεν φαινόταν να αποτελεί κίνητρο.
Η απληστία των πορνών ήταν συχνό μοτίβο στην κωμωδία. Να τονιστεί άλλωστε πως στην Αθήνα οι πόρνες ήταν οι μοναδικές γυναίκες που διαχειρίζονταν χρήματα, κάτι που επίσης πιθανώς υποκινούσε την εχθρότητα των ανδρών. Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι η καριέρα μιας πόρνης ήταν σύντομη και τα κέρδη της μειώνονταν με το πέρασμα των χρόνων. Κατ’ επέκταση για να εξασφαλίσουν τα γεράματά τους, οι πόρνες έπρεπε να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν κατά τη νεανική τους ηλικία.
Οι ιατρικές πραγματείες μας αφήνουν να ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο μιας πόρνης, ωστόσο οι αναφορές είναι τμηματικές και ατελείς. Οι δούλες – πόρνες, προκειμένου να συνεχίζουν να μαζεύουν χρήματα απερίσπαστα έπρεπε να αποφύγουν την εγκυμοσύνη με κάθε κόστος. Οι τεχνικές αντισύλληψης των αρχαίων Ελλήνων είναι λιγότερο γνωστές σε σχέση με εκείνες των Ρωμαίων. Σε μια πραγματεία που αποδίδεται στον Ιπποκράτη, ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρεια την περίπτωση μιας χορεύτριας «που συνηθίζει να πηγαίνει με άνδρες»: τη συμβούλεψε να χοροπηδά πάνω κάτω αγγίζοντας με τις φτέρνες τα οπίσθιά της, έτσι ώστε το σπέρμα να αποβληθεί και να αποφευχθεί το ρίσκο.
Οι ιερόδουλες της Κορίνθου φαίνεται πως ακολουθούσαν απλούστερη μέθοδο: ζητούσαν από τους πελάτες τους να εφαρμόζουν το σοδομισμό προκειμένου να αποφύγουν την εγκυμοσύνη. Είναι ακόμη πιθανό οι πόρνες να κατέφευγαν στην έκτρωση ή την θανάτωση των νεογέννητων με έκθεση. Για την περίπτωση των ανεξάρτητων γυναικών, οι πληροφορίες μας είναι ανεπαρκείς. Μια κόρη θα μπορούσε να εκπαιδευτεί στο επάγγελμα, να διαδεχτεί τη μητέρα της και να την υποστηρίξει οικονομικά στα γεράματά της.
Μια άλλη πηγή για τη ζωή των εκδιδόμενων γυναικών είναι τα κεραμικά αγγεία της εποχής. Η απεικόνισή τους, αρκετά συχνή, μπορεί να διαχωριστεί σε τέσσερις κατηγορίες: σκηνές δείπνων, σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου, σκηνές στην τουαλέτα και σκηνές κακοποίησης. Στις σκηνές τουαλέτας ήταν σύνηθες η πόρνη να απεικονίζεται με σώμα κάθε άλλο παρά ιδανικό: στήθος γερασμένο, δίπλες στο δέρμα κτλ.
Ένας κύλικας μάλιστα απεικονίζει μια πόρνη να ουρεί σε ένα δοχείο. Στις απεικονίσεις σεξουαλικών περιπτύξεων η πόρνη διακρίνεται εύκολα από την παρουσία ενός πουγγιού με χρήματα, ώστε να είναι καταφανής η εμπορική σημασία της συνουσίας. Η στάση που απεικονίζεται συχνότερα είναι αυτή του σοδομισμού, με τη γυναίκα διπλωμένη στα δύο, τα χέρια να ακουμπούν στη γη. Αξίζει να σημειωθεί πως η στάση αυτή θεωρούταν εξευτελιστική για έναν ενήλικα και ελάχιστα κολακευτική για μία γυναίκα. Τέλος, συγκεκριμένος αριθμός βάζων παρουσιάζουν σκηνές όπου η κοπέλα απειλείται από ένα ραβδί ή ένα σανδάλι, ενώ υποχρεώνεται να δεχτεί σεξουαλικές επαφές υποτιμητικές για τους αρχαίους Έλληνες: πεολειχία, σοδομισμό ή με δύο συντρόφους ταυτόχρονα.
Τέλος, αν και οι εταίρες ήταν χωρίς αμφιβολία οι πιο απελευθερωμένες γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι αρκετές αναζήτησαν το σεβασμό της κοινωνίας βρίσκοντας σύζυγο ή έστω σταθερό σύντροφο: η Νέαιρα κατάφερε να μεγαλώσει τρία παιδιά προτού ξαναβγεί στην επιφάνεια το παρελθόν της ως εταίρα. Ομοίως, ο Περικλής επέλεξε την Ασπασία για παλλακίδα ίσως και σύζυγο, σύμφωνα με τις πηγές.
Ο Αθήναιος τονίζει πως οι πόρνες που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον έγγαμο βίο ήταν σε πολλές περιπτώσεις καλύτερες από εκείνες που μεγαλοπιάνονταν με την αρετή τους. Κατόπιν παραθέτει μια λίστα μεγάλων ανδρών που γεννήθηκαν από την ένωση ενός πολίτη και μιας παλλακίδας, όπως για παράδειγμα ο Τιμόθεος, γιος του Κόνωνος. Από την άλλη, δεν γνωρίζουμε την περίπτωση καμίας γυναίκας από την τάξη των πολιτών που να επέλεξε να ζήσει ως εταίρα.
Οι πόρνες στην αρχαία γραμματεία
Την εποχή που ανθούσε η Νέα Κωμωδία, κατά το μοτίβο των σκλάβων, οι πόρνες έγιναν οι πραγματικές σταρ των κωμικών έργων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό: αν και η Παλαιά Κωμωδία καταπιανόταν με πολιτικά θέματα, η Νέα Κωμωδία ενδιαφέρθηκε για την καθημερινότητα των πολιτών. Επιπλέον, τα κοινωνικά πρότυπα επέβαλλαν στις αξιοσέβαστες γυναίκες να μην βγαίνουν από το σπίτι, ενώ η ιστορία της εκάστοτε κωμωδίας διαδραματιζόταν συνήθως σε εξωτερικούς χώρους. Λογικό είναι λοιπόν, οι μόνες γυναίκες που συναντούσε κανείς εκεί να ήταν οι πόρνες.
Συνεπώς, οι ίντριγκες που εξυφαίνονταν στα κωμικά έργα περιτριγύριζαν συχνά γύρω από τις εκδιδόμενες γυναίκες. Ο Οβίδιος στους «Έρωτές» του αναφέρει: «Για όσο οι δούλοι παραμένουν πονηροί, οι πατεράδες σκληροί, οι μαστροποί χυδαίες και οι πόρνες θωπευτικές, ο Μένανδρος θα ζει». Η πόρνη μπορεί να είναι το αντικείμενο του έρωτα του πρωταγωνιστή: στην περίπτωση αυτή, ελεύθερη και ενάρετη, καταλήγει στο επάγγελμα αυτό επειδή κάποτε την εγκατέλειψαν ή επειδή τη μεγάλωσαν πειρατές.
Αφού την αναγνωρίσει η οικογένειά της χάρη σε κάποια στολίδια που άφησαν στα σπάργανά της, η νεαρή γυναίκα, απαλλαγμένη από τη δυστυχία της μπορεί να παντρευτεί. Επίσης είναι συχνά δευτεραγωνίστρια: η αγάπη της με το φίλο του πρωταγωνιστή αποτελεί τη δεύτερη ερωτική ιστορία του έργου. Ο Μένανδρος δημιούργησε στο πλευρό του χαρακτήρα της ακόρεστης πόρνης, εκείνη της γυναίκας με τη χρυσή καρδιά στο έργο του «Δύσκολος», η οποία επιφέρει το ευτυχισμένο τέλος στην αφήγηση.
Αντίστροφα, στους ουτοπικούς κόσμους των Ελλήνων οι πόρνες δεν έχουν θέση. Στις «Εκκλησιάζουσες», η ηρωίδα, η Πραξαγόρα, τους απαγορεύει την είσοδο στην ιδανική πολιτεία:
«Τις ακόλαστες, όσες κι αν είναι, σκοπεύω να τις διώξω από την πόλη... για να διατηρήσω το αρρενωπό σφρίγος το νέων για αυτές τις γυναίκες. Δεν είναι σωστό εξαπατημένες δούλες να κλέβουν από τις γεννημένες ελεύθερες γυναίκες την απόλαυση. Ας αφήσουμε στις παλλακίδες να κοιμούνται με τους δούλους».
Οι πόρνες θεωρούνται αναμφίβολα δόλιες ανταγωνίστριες. Σε ένα έργο πολύ διαφορετικής φύσης, ο Πλάτων ανακηρύσσει τις ιερόδουλες της Κορίνθου παράνομες, από κοινού με τα αττικά ζαχαροπλαστεία, κατηγορώντας αμφότερα για την εισαγωγή στην ιδανική κοινωνία της πολυτέλειας και της αταξίας. Ο κυνικός Κράτης, κατά την ελληνιστική περίοδο, περιγράφει ακολουθώντας το παράδειγμα του Πλάτωνα μια ουτοπική πόλη όπου η πορνεία απαγορεύεται.
Ανδρική πορνεία
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν σε αφθονία και άνδρες που εκδίδονταν, γνωστοί και ως «πόρνοι». Μέρος αυτών απευθυνόταν σε γυναικεία πελατεία: η ύπαρξη αυτού που στις μέρες μας αποκαλούμε «ζιγκολό» επιβεβαιώνεται από δύο αποσπάσματα του Αριστοφάνη. Στον «Πλούτο» ο συγγραφέας προσωποποιεί μια ηλικιωμένη γυναίκα να παρέχει στο νεαρό εραστή της χρήματα, τρόφιμα, ακόμη και ρούχα. Νεαροί άνδρες που πωλούνταν, ευνούχοι που τιμολογούνταν υψηλά ως «προϊόντα» πολυτελείας, δείχνουν πως στην ελληνική κοινωνία είχε και θέση η απόλαυση χωρίς συναισθηματισμούς. Στη Σικυώνα της Πελοποννήσου, άνδρες εκδίδονταν με χαρά στο όνομα του θεού Διονύσου.
Πορνεία και παιδεραστία
Αντίθετα με τη γυναικεία πορνεία, η οποία και απασχολούσε γυναίκες όλων των ηλικιών, η ανδρική αφορούσε μοναχά αγόρια εφηβικής ηλικίας. Η σχέση ανάμεσα σε ενήλικα και παιδί, αποτελεί όχι εμπορική συναλλαγή, αλλά μορφή διαπαιδαγώγησης. Αρσενικά παιδιά γίνονταν ευνούχοι εξαιτίας μιας διαδεδομένης συνήθειας, χάνοντας τμήμα των γεννητικών τους οργάνων. Ο διάσημος νομοθέτης Σόλων, προάσπισε την ηθική των νέων απαγορεύοντας την εκπόρνευσή τους, ωστόσο δεν απαγόρευσε την πώληση σκλάβων που προορίζονταν για το σκοπό αυτό. Ο Ψευδο-Λουκιανός, στους «Έρωτές» του, αναφέρει:
«Η γυναίκα, από την εφηβική παρθενία μέχρι τη μέση ηλικία, και πριν οι τελευταίες ρυτίδες αυλακώσουν τα χαρακτηριστικά της, είναι ένα αντικείμενο άξιο να δεχτεί την αγκαλιά και την τρυφερότητα ενός άνδρα, και, όταν περάσει η εποχή της ακμής της, η πείρα της μπορεί να μιλήσει πολύ πιο εύγλωττα από εκείνη των νεαρών αγοριών. Ωστόσο αυτός που απευθύνεται σε έναν νέο άνδρα των είκοσι ετών μου φαίνεται αφύσικα λάγνος και πως αναζητά διφορούμενη αγάπη. Τα μέλη ενός τέτοιου νέου, έχοντας πάρει τη μορφή εκείνων ενός άνδρα, είναι σκληρά και νευρώδη. Το κάποτε απαλό του πρόσωπο πλέον είναι τραχύ από τα γένια που το ντύνουν και οι καλοσχηματισμένοι του μηροί είναι αγκαθωτοί από τρίχες».
Η περίοδος κατά την οποία οι έφηβοι θεωρούνταν επιθυμητοί εκτεινόταν από την εφηβεία μέχρι την έλευση γενειάδας, εφόσον η τριχοφυΐα θεωρούταν αηδιαστική για τους άνδρες. Στην πράξη υπήρχαν και σχέσεις που εκτείνονταν πέρα από την εφηβεία του νέου, ο οποίος ωστόσο κατέφευγε στην αποτρίχωση.
Όπως και το γυναικείο του αντίστοιχο, η ανδρική πορνεία, δεν αποτελούσε σκάνδαλο για τους αρχαίους Έλληνες. Οι οίκοι ανοχής όπου εργάζονταν αγόρια σκλάβοι υπήρχαν στο φως της μέρας κι όχι μόνο στις πονηρές γειτονιές του Πειραιά, του Κεραμεικού και του Λυκαβηττού, αλλά παντού στην πόλη. Ένας από τους διασημότερους άνδρες που βρέθηκαν σε αυτή τη θέση ήταν ο Φαίδων από την Ηλεία. Ο τελευταίος μετά την κατάκτηση της πόλης του οδηγήθηκε στη σκλαβιά κι εξαναγκάστηκε να εκπορνευθεί.
Αυτό μέχρι τη στιγμή που συναντήθηκε με το Σωκράτη, ο οποίος φρόντισε με τις γνωριμίες του για την απελευθέρωση του νέου. Ο Φαίδων έγινε έκτοτε μαθητής του και μάλιστα χάρισε το όνομά του στον πλατωνικό διάλογο «Φαίδων» όπου περιγράφεται ο θάνατος του μεγάλου φιλοσόφου. Οι πόλεις όριζαν φόρους και στους άνδρες που εκδίδονταν. Σε έναν από τους λόγους του, εκείνον κατά του Τιμάρχου, ο ρήτορας Αισχίνης περιγράφει στο δικαστικό σώμα ένα ανδρικό πορνείο. Ο πελάτης ενός τέτοιου σπιτιού δεν τιμωρείται ούτε από το νόμο, ούτε επικρίνεται από την κοινή γνώμη.
Πορνεία και πολιτικά δικαιώματα
Η ύπαρξη της αρσενικής πορνείας σε μεγάλη κλίμακα υποδηλώνει πως η παιδεραστία δεν απευθυνόταν μονάχα στα γούστα των υψηλών κοινωνικών τάξεων. Αν και οι φτωχότεροι πολίτες δεν διέθεταν ούτε τα μέσα ούτε το χρόνο να ακολουθήσουν τη μέθοδο των αριστοκρατών (επίσκεψη σε γυμναστήρια, ερωτική προσέγγιση, δώρα), μπορούσαν ωστόσο να καταφύγουν στους οίκους ανοχής. Άλλωστε ο νόμος προστάτευε, όπως και τις γυναίκες, τα νεαρά αγόρια από το βιασμό, ενώ δεν είναι γνωστές περιπτώσεις σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα σε αφέντη και σκλάβο, προτού πραγματοποιήσει μια σχετική αναφορά ο Ξενοφών.
Ένα ακόμη κίνητρο για την καταφυγή στην πορνεία ήταν και τα σεξουαλικά ταμπού της εποχής: η πεολειχία θεωρούταν από τους αρχαίους Έλληνες πράξη ιδιαίτερα υποτιμητική. Κατ’ επέκταση, σε μια παιδεραστική σχέση, ο εραστής δεν μπορούσε να ζητήσει αυτή τη χάρη από τον ερωμένο του και μέλλοντα πολίτη: ήταν υποχρεωμένος να το ζητήσει από έναν εκδιδόμενο νεαρό.
Παρατηρούμε πως, αν και ήταν νόμιμη, η πορνεία ήταν κοινωνικά κατακριτέα. Ασκούταν από δούλους ή έστω από μη πολίτες. Στην Αθήνα είχε σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις και μπορούσε να επιφέρει μέχρι και την αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»). Στο δικανικό λόγο «Κατά Τιμάρχου», ο ρήτορας Αισχίνης έχει δεχτεί επίθεση από τον Τίμαρχο. Για να υπερασπίσει τον εαυτό του ο πρώτος κατηγορεί τον Τίμαρχο ότι κατά τη νεανική του ηλικία ασκούσε πορνεία.
Σαν αποτέλεσμα ο Τίμαρχος έπρεπε να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καταθέσει μήνυση στα δικαστήρια εναντίον κάποιου πολίτη. Συμπερασματικά, το να ωθεί κανείς κάποιο αγόρι στην πορνεία ή να του προσφέρει χρήματα ώστε να ικανοποιήσει κάποια σεξουαλική επιθυμία απαγορεύεται αυστηρότατα, καθώς με τον τρόπο αυτό του στερεί μελλοντικά το δικαίωμα να λαμβάνει μέρος στην πολιτική ζωή.
Η λογική αυτή επεξηγείται από τον Αισχίνη, ο οποίος κάνει αναφορά στην έννοια της «δοκιμασίας»: ο πολίτης που είχε επιδοθεί στην πορνεία («πεπορνευμένος») ή συντηρείται με τον τρόπο αυτό χάνει το δικαίωμα να βγάζει δημόσιους λόγους επειδή «εκείνος που πουλά το σώμα του για την απόλαυση άλλω δεν θα διστάσει να «πουλήσει» το συμφέρον της κοινωνίας σαν σύνολο». Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, οι κατηγορίες του Τίμαιου του Ταυρομενίτη ενάντια στον Αγαθοκλή των Συρακουσών στηρίζονται ακριβώς στα ίδια επιχειρήματα: «κοινός πόρνος διαθέσιμος στους πιο ακόλαστους, μια καλιακούδα, ένα αρπακτικό πτηνό, που παρουσιάζει τον πισινό του σε όποιον τον θέλει».
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Αισχίνης διαχωρίζει την περίπτωση του κατά συρροήν εκπορνευόμενου άνδρα από εκείνου που παραμένει για καιρό εραστής ενός συγκεκριμένου προσώπου. Θεωρεί πως αν ο Τίμαρχος είχε επιλέξει να παραμείνει με τον πρώτο του εραστή τότε το κρίμα του δεν θα ήταν τόσο μεγάλο. Ωστόσο εκείνος επέλεξε να εγκαταλείψει τον άνδρα αυτό, που δεν είχε πια τα μέσα να τον συντηρεί, και άρχισε να συλλέγει προστάτες, αποδεικνύοντας, σύμφωνα πάντα με τον Αισχίνη, πως δεν ήταν απλός «εταιρικός», αλλά πρόστυχος εκπορνευόμενος.
Αντίτιμο
Όπως και στην περίπτωση των γυναικών, οι πελάτες κατέβαλαν ποικίλα ποσά. Ο Αθήναιος αναφέρει ένα αγόρι που προσέφερε τα κάλλη του για έναν οβολό. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση η μετριοπάθεια του ποσού μας επιτρέπει να έχουμε αμφιβολίες. Ο Στράτων από τις Σάρδεις, ένας επιγραμματοποιός του 2ου αιώνα π.Χ., αναφέρει μια συναλλαγή για πέντε δραχμές. Ένα γράμμα του Ψευδο-Αισχίνη υπολογίζει πως τα κέρδη κάποιου με το όνομα Μελανόπους ανέρχονταν στις 3.000 δραχμές, ίσως καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του.