Να το 2ο και τελευταίο μέρος, ελπίζω να μην είναι μονότονο:
H καρδιά της Λένας πήγαινε να σπάσει. Ένιωθε ότι το βήμα που θα έκανε για να πιαστεί στα χέρια με τη Μελίτα, συμβόλιζε το βήμα που επιτέλους θα έκανε για να βγει από τη βαρετή καθημερινότητά της. Ήθελε να πονέσει την αντίπαλό της αλλά να υποφέρει και η ίδια, ήθελε να νιώσει το σώμα της κόντρα στο σώμα της Μελίτας. Θα ήθελε να βγει νικήτρια φυσικά, αλλά το αποτέλεσμα ήταν σε δεύτερη μοίρα για αυτήν.
Ταυτόχρονα, έκαναν και οι δύο αυτό το βήμα και παραπλησίασαν η μία την άλλη. Αυτόματα πέταξαν και οι δύο τα χέρια τους πίσω από την πλάτη της αντιπάλου τους και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Η Μελίτα, αμέσως άρχισε να τραβάει τη μέση της Λένας προς τα αριστερά και κάτω. Η Λένα αντιστάθηκε κάνοντας πίσω βήματα για να βάλει τα πόδια της κόντρα στη φορά που πήγαινε να πάρει από το τράβηγμα. Η Μελίτα όμως, έβαλε το αριστερό της πόδι πίσω από το δεξί της Λένας και έτσι στο επόμενο πίσω βήμα της, η Λένα σκόνταψε και έπεσε με την πλάτη στο πάτωμα και με τη Μελίτα από πάνω της. Προσπάθησε να βάλει τη Λένα ανάμεσα στα πόδια της για να τη σφίξει αλλά αυτή παραήταν γρήγορη. Μετά από μια ποδοπάλη, βρέθηκαν απλώς να έχουν μπλεγμένα πόδια με το δεξί της κάθε μίας αιχμάλωτο ανάμεσα στα πόδια της άλλης. Για λίγη ώρα στριφογύρναγαν και κυλούσαν πάνω στα ματ, χωρίς τα πόδια τους να ξεμπλέκονται χωρίς να καταφέρνει κάποια από τις δύο να μείνει αποπάνω για πάνω από μερικά δευτερόλεπτα.
Με την πατούσα του ελεύθερου ποδιού της η καθεμία, προσπαθούσε να σπάσει το κλείδωμα της άλλης, χωρίς όμως να χαλάσει το δικό της, ενώ ταυτόχρονα από τη μέση και πάνω προσπαθούσαν και οι δύο και περιορίσουν η μία την άλλη μη ξέροντας τι θα μπορούσε να συμβεί εάν την άφηναν ανεξέλεγκτη.
Η Λένα ένιωθε μια άγρια χαρά όσο πάλευαν. Είχε ερεθιστεί πολύ και ήλπιζε να μην το καταλάβει η Μελίτα (πράγμα το οποίο ίσχυε). Επίσης ήλπιζε για κάποιο λόγο, να έχει ερεθιστεί το ίδιο και η Μελίτα (πράγμα το οποίο επίσης ίσχυε).
Μετά όμως, από κάποια ώρα πάλης, ένιωθε ότι κάτι λείπει. Ήταν μεν πρωτόγνωρα τα συναισθήματα που ένιωθε και της άρεσαν ανησυχητικά πολύ, όμως ήθελε να πάει ακόμα πιο πέρα. Τι να έκανε όμως, δεν ήθελε να χτυπήσει τη Μελίτα στα καλά καθούμενα ενώ τόση ώρα απλώς πάλευαν, ούτε να της τραβήξει ξαφνικά τα μαλλιά. Από ό,τι είχε δει στη φόρμα που της έστειλαν, η Μελίτα τα ήθελε και αυτή αυτά και πάλι όμως θα ήταν κάπως περίεργο. Η λύση ήρθε από την απέναντι πλευρά.
Εκεί που πάλευαν αρκετά σκληρά, με αργό ρυθμό, η Λένα προσπάθησε να βάλει τη Μελίτα κάτω με την κοιλιά στο πάτωμα. Δεν την έπιασε καλά όμως και η Μελίτα ξέφυγε. Η Λένα δεν την κυνήγησε οπότε η Μελίτα έκανε μερικά βήματα στα τέσσερα, σαν αγριόγατα και σηκώθηκε, πράγμα που έκανε και η Λένα.
Το λόγο πήρε η Μελίτα:
Μελίτα: Καλά τα πάμε, ε;
Λένα: Περνάω υπέροχα, είσαι πολύ δυνατή!
Μελίτα: Και εσύ το ίδιο… Όμως, αυτό που κάνουμε, είναι σαν παιχνίδι ή σαν σπορ. Δεν ήρθα εδώ για να γυμναστώ και αν κρίνω από τη φόρμα που μου έστειλαν εκ μέρους σου και εσύ το ίδιο πρέπει να αισθάνεσαι.
Η Λένα κοίταξε κάτω, κάπως συνεσταλμένα.
Λένα: Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ μόλις τώρα. Για άλλο πράγμα έχουμε έρθει εδώ και οι δυο μας, απλά ακόμα δεν ταίριαξε και ούτε θα ταιριάξει αν δεν το πιέσουμε εμείς.
Η Μελίτα είχε τα μαλλιά της πιασμένα κοτσίδα. Με μια κίνηση, ενώ κοίταζε τη Λένα στα μάτια με σοβαρό ύφος, έβγαλε το λαστιχάκι που τα κράταγε και άφησε να πέσουν. Η Λένα που ανταπέδιδε το βλέμμα της Μελίτας, έκανε το ίδιο, βγάζοντας τη στέκα της και πετώντας τη μερικά μέτρα μακριά. Και πάλι αισθάνονταν περίεργα αφού δεν το είχαν ξανακάνει. Η Λένα, πήρε αυτή τη φορά την πρωτοβουλία. Αργότερα θα έλεγε, ότι το είχε δει σε ένα ρωσικό video γυναικείας πάλης. Πλησίασε τη Μελίτα, και τακτοποίησε τα μαλλιά της πίσω από τα αυτιά της. Μετά, άρχισε να τα ανακατεύει, πάντα εμποδίζοντάς τα από το να πέσουν στο πρόσωπό της, μέχρι που τα χέρια της, ήταν καλά χωμένα μέσα στα πλούσια μαλλιά της Μελίτας. Μόλις είχε συμβεί αυτό, έκλεισε σφιχτά τα χέρια της, κρατώντας καλά 2 χούφτες μαλλιά της Μελίτας, χωρίς όμως να την πονάει ούτε στο ελάχιστο ακόμα.
Λένα (ψιθυρίζοντας): Κάνε μου κι εσύ το ίδιο.
Η Μελίτα βρήκε τη ιδέα της Λένας καταπληκτική. Θα της το έλεγε, αλλά μετά. Έκανε και εκείνη το ίδιο μέχρι που ήταν και οι δύο με τα χέρια καλά χωμένα στα μαλλιά της αντιπάλου της. Όταν είχαν «βολευτεί» και οι δύο ξανακοιτάχτηκαν στα μάτια. Η Μελίτα έκανε ένα μικρό νόημα με το λαιμό της ρωτώντας σιωπηλά τη Λένα αν είναι έτοιμη, και αυτή με τον ίδιο τρόπο απάντησε θετικά.
Αμέσως και οι δύο άρχισαν να τραβάνε δυνατά προς τα πίσω. Τα κεφάλια τους αμέσως πήγαν πίσω και κοίταζαν το ταβάνι ενώ οι κοιλιές και τα στήθη τους κόλλησαν την ίδια στιγμή. Δεν κατάλαβαν για πόσο έμειναν σε αυτή τη στάση. Απολάμβαναν τρομακτικά την αίσθηση του να πονάνε κάποιον με αυτό τον τρόπο, ένιωθαν τη αντίσταση των μυών του λαιμού που ουσιαστικά τις βοήθαγε να τραβάνε καλύτερα. Μετά από λίγο άρχισαν να δακρύζουν από τον πόνο αλλά η απόλαυση παραήταν μεγάλη και για τις δυο τους για να σταματήσουν. Τις τρέλαινε να σκέφτονται ότι καμιά τους δεν κάνει κίνηση να σταματήσει τον πόνο που της προκαλεί η άλλη, απλώς τραβάνε όσο πιο δυνατά μπορούν.
Μετά από ένα-ενάμισι λεπτό, η Λένα ένιωσε τα χέρια της να κουράζονται από την προσπάθεια, για αυτό άλλαξε τακτική και τράβηξε απότομα το κεφάλι της Μελίτας μπροστά, κάνοντάς τη να σκύψει. Η Μελίτα ακολούθησε και αμέσως έκανε το ίδιο. Τώρα το πράμα ξαναζωντάνευε μετά από αυτή τη δόση υπέροχου, σκέτου πόνου που έλαβαν αλλά και έδωσαν η μία στην άλλη.
Άρχισαν τα τραβάνε βίαια η μία την άλλη αριστερά και δεξιά, να παραπατάνε αλλά χάρη στο γερό γκριπ που είχε η μία στην άλλη να μην πέφτει καμιά τους. Είχαν λαχανιάσει πολύ και ένιωθαν η μία την ανάσα της άλλης. Η Μελίτα σε κάποια στιγμή άφησε τα μαλλιά της Λένας με το ένα της χέρι και πριν η δεύτερη προλάβει να αναρωτηθεί το γιατί, ήρθε η απάντηση με τη μορφή ενός δυνατού χαστουκιού στα πλευρά της. Αυτό τη εξίταρε ακόμα περισσότερο και την έκανε να σπρώξει δυνατά και απότομα τη Μελίτα, κάνοντάς τη να πέσει επιτέλους κάτω μαζί της.
Τώρα κάθονταν και οι δύο περίπου οκλαδόν, δηλαδή με τους πισινούς τους κάτω, αλλά τα πόδια της καθεμίας, σταυρώνονταν πίσω από το σώμα της άλλης. Από αυτή τα στάση, με το αριστερό της χέρι η καθεμία, τράβαγε γερά το κεφάλι της άλλης από τα μαλλιά προς τα αριστερά, κάνοντας τους λαιμούς τους να έχουν πάρει μια αφύσικη κλίση. Ταυτόχρονα, με το ελεύθερο χέρι τους, χτύπαγαν αλύπητα η μία την άλλη στην κοιλιά και τα πλευρά με κλειστές γροθιές και στα στήθη τους με κοφτά επίπονα χαστούκια.
Είχαν ανάψει για τα καλά τα αίματα. Το γεγονός ότι καμία δεν έκανε κίνηση να μπλοκάρει κάποιο χτύπημα ή να γλυτώσει από το τράβηγμα μαλλιών αλλά και το ότι καμιά τους δε μπορούσε να ξεφύγει εύκολα από τη στάση που είχαν τώρα, τις έκανε να αγριεύουν όλο και περισσότερο. Σύντομα τούφες μαλλιού είχαν πέσει στο πάτωμα και πολλά σημεία του σώματός τους που δεν καλύπτονταν από ρούχα φαινόταν ότι είχαν μελανιάσει.
Μετά από κάποια ώρα, παρά την ευχαρίστησή τους, ήξεραν ότι αργά ή γρήγορα μία από τις δυο τους θα παραιτούταν. Ήλπιζαν να διαρκέσει όσο γίνεται αυτό περισσότερο αλλά είχαν και το χρονικό όριο της εταιρείας που τις έφερε μαζί και το σωματικό φόρτο που είχαν υποστεί και οι δυο τους. Η Λένα ήταν πρόθυμη να παραιτηθεί, δεν την πείραζε άλλωστε, είχε περάσει υπέροχα οπότε ας έδινε τη νίκη στη Μελίτα, ποιος νοιάστηκε. Θα τη νικούσε την επόμενη φορά.
Ξαφνικά, τα πολλαπλά κουδούνια, τους έβγαλαν από τη διάσταση που βρίσκονταν, μια διάσταση που αποτελούταν μόνο από τα μπλεγμένα τους κορμιά. Σταμάτησαν τα χτυπήματα αλλά δεν άφησαν τα μαλλιά. Χαμογέλασαν η μία στην άλλη και μετά από ένα ακόμα δυνατό τράβηγμα ξέμπλεξαν τα σώματά τους, σηκώθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν τα πράματά τους. Τα συναισθήματά τους παραήταν δυνατά για να μιλήσουν. Σιωπηλά κοιτάχτηκαν και ξαναμπήκαν απλώς η καθεμιά στα αποδυτήρια από τα οποία είχαν βγει.
Η Λένα στα αποδυτήριά της βρήκε μια γυναίκα που φόραγε ένα άσπρο μπουρνούζι. Ξαφνιάστηκε και ανάσανε απότομα. Η άλλη γυναίκα της χαμογέλασε ήρεμα.
Άγνωστη: Πώς πήγε;
Λένα: Πολύ καλά...;
Άγνωστη: Α, ωραία, μπράβο. Πρώτη σου φορά εδώ;
Λένα: Ναι ναι... εσένα;
Άγνωστη: Α, όχι, έχω έρθει πολλές φορές. (γελώντας τώρα) Ποιος ξέρει, ίσως συναντηθούμε αν ξανάρθεις.
Λένα (κοιτώντας κάτω): Ναι ναι, μπορεί...
Άγνωστη (γελώντας πάλι): Α, εσύ είσαι πολύ χαριτωμένη!
Εκείνη τη στιγμή το πράσινο φως άναψε.
Άγνωστη: Ωπ, να'μαι εγώ, πάω. Τα λέμε ρε συ!
Η Λένα πήγε να πει γεια αλλά αυτό που είδε τη έκανε να χάσει τα λόγια της. Η γυναίκα, έβγαλε το μπουρνούζι της και το κρέμασε. Ήταν ολόγυμνη. Ήταν πολύ γυμνασμένη, είχε στιβαρά χέρια και παντοδύναμα πόδια αλλά το σώμα της διατηρούσε τη θηλυκότητά του. Η Λένα στραβοκατάπιε και μόνο στη σκέψη να την έβαζαν κόντρα σε μια τέτοια γυναίκα...
Αργότερα το βράδυ, η Λένα μετάνιωσε που δεν είχε ζητήσει το τηλέφωνο της Μελίτας. Ήθελε να ξαναβρεθούν το συντομότερο δυνατό. Δεν χόρτασε ούτε αυτήν, ούτε τον πόνο που της προκάλεσε. Ίσως θα ζήταγε από τη εταιρεία να τις ξαναβάλουν μαζί; Ή θα ήταν καλύτερο να βρεθεί και με άλλες; Θα το αποφάσιζε εν καιρώ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, γεμάτο ερωτηματικά και άγρια ομορφιά, στο οποίο ήθελε να μπει με όλο της τον εαυτό.