H κοπέλα χτύπησε δειλά την πόρτα. Δεν πήρε απάντηση. Χτύπησε λίγο πιο δυνατά, αλλά και πάλι το χτύπημα ακούστηκε υπόκωφα. Μάζεψε όλο το θάρρος της, γύρισε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε διστακτικά και είδε τον προσωπάρχη να κάθεται πίσω από το μεγάλο γραφείο, βυθισμένος σε κάτι σημειώσεις. Μπήκε μέσα, έκλεισε μαλακά την πόρτα και προχώρησε αργά. Τα βήματα της δεν ακούγονταν καθώς τα πόδια της βούλιαζαν στο παχύ πέλμα της μοκέτας. Παρά το γεγονός ότι το κλιματιστικό δούλευε στο φουλ, είχε κιόλας ιδρώσει, οι παλάμες της έσταζαν. Ξερόβηξε.
Ο προσωπάρχης σήκωσε τελικά το κεφάλι. Την είδε να στέκεται και την κοίταξε με εξεταστικό βλέμμα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, σαν να την έγδυνε με το βλέμμα:
«Με ζητήσατε», ρώτησε με ξέπνοη φωνή;
Ο προσωπάρχης δεν τις απάντησε. Επέστρεψε στις σημειώσεις του και τις ξαναμίλησε ύστερα από πέντε λεπτά που εκείνη περίμενε αμίλητη όρθια. Σηκώθηκε κι εκείνος και περπάτησε προς το μέρος της. Πέρασε δίπλα της κι έσκυψε από πάνω της, χωρίς να την ακουμπήσει, σαν να την μύριζε. Ύστερα ακούμπησε στο γραφείο και άρχισε να την κοιτάζει με απροσποίητη χυδαιότητα, με την λιγούρα να ξεχωρίζει. Μια δυο φορές πέρασε και την γλώσσα του πάνω από τα χείλη του κοιτώντας την στα μάτια –εκείνη αμέσως τα κατέβασε ντροπιασμένη.
«Λοιπόν άκου πως έχουν τα πράγματα. Το προσωπικό στην καθαριότητα απολύεται, καθ’ ολοκληρίαν. Θα περάσουμε τον τομέα σε εξωτερικούς συνεργάτες, θα μας κοστίζει λιγότερο. Από τους δέκα που θα φύγουν, όμως, ίσως καταφέρουμε να διατηρήσουμε, μια δυο θέσεις εργασίας σε άλλον τομέα. Θέλω να σε βοηθήσω, ξέρω καλά πως έχεις μεγάλες ανάγκες, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ…».
Εκείνη τον διέκοψε, ξανασήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε παρακλητικά: «Μάλιστα κύριε προϊστάμενε, έχω μεγάλη ανάγκη… Σας παρακαλώ, βοηθήστε με».
«Δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω εγώ, εσύ όμως μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου», συνέχισε ο προιστάμενος, ενώ εξακολοθουσε να την κοιτάζει ξεδιάντροπα λιγωμένα.
«ΤΙ θέλετε να κάνω», είπε η καθαρίστρια
Ο προϊστάμενος άφησε το γραφείο και την πλησίασε. Έκανε έναν γύρο κοντά της και κάρφωσε το βλέμμα του στο μπούστο της. Όταν ήρθε πίσω της έσκυψε και την μύρισε, ενώ πέρασε το ένα χέρι του κάτω από την φούστα της και με το άλλο την αγκάλιασε: «Ακίνητη» τις είπε με κοφτό τόνο.
Εκείνη δεν κουνήθηκε. Ο προϊστάμενος παραμέρισε το κιλοτάκι της και έβαλε το χέρι του στο μουνάκι της.
«τα πράγματα είναι πολύ απλά. Θα γίνεις δούλα μου. Σκλάβα μου. Θα έρχεσαι στο σπίτι να μου το καθαρίζεις. Κι όποτε θέλω θα σε πηδάω ή θα μου τον παίρνεις πίπα. Κι όποτε θέλω θα σε δανείζω να σε πηδάνε φίλοι μου, ή φίλες μου. Θα γίνεις η προσωπική πουτάνα μου. Αν δεχτείς, θα σου διπλασιάσω τον μισθό και θα σου εξασφαλίσω όλη την οικογένεια. Ό,τι χρειάζεσαι. Θα σου βρω καλύτερο σπίτι, θα φροντίσω τα αδέρφια σου να μην τους λείψει τίποτα και η μάνα σου θα έχει την καλύτερη περιποίηση σε ιδιωτικό θεραπευτήριο…».
Όση ώρα τις μιλούσε με το ένα χέρι χαιδευε το μουνάκι της και με το άλλο το στήθος της. Έστριβε τις ρώγες της κι έτριβε τον πούτσο του πάνω στα καλλίγραμμα οπίσθιά της.
«Αν δεν δεχτείς θα φύγεις από εδώ σήμερα κιόλας. Και όσο μπορώ θα σε κυνηγήσω να μην βρεις πουθενά δουλειά. Θα σε καταγγείλω ακόμα και στο αλλοδαπών. Θα σε διώξουν και θα μείνει εδώ η μάνα σου η αρρωστιάρα με τα πέντε μούλικα τα αδέρφια σου. Και να δω τι θα κάνουν…».
Η καθαρίστρια είχε χάσει την μιλιά της. Ένιωθε ζαλισμένη από όσα άκουγε, το βαρύ άρωμα του προσωπάρχη ανακατεμένο με την ξινίλα του ιδρώτα του της έφερνε αναγούλα. Τα ιδρωμένα χέρια του στο μουνί και το στήθος της την ανατρίχιαζαν. Είχε κατατρομοκρατηθεί από τα τελευταία του λόγια. Ήξερε καλά πως ήταν ικανός να πραγματοποιήσει τις απειλές του. Και ήξερε πως η οικογένειά της δεν θα τα έβγαζε πέρα αν αυτή έχανε την δουλειά της ή –ακόμα χειρότερα- υποχρεωνόταν να γυρίσει στην Αλβανία.
Από την άλλη η προοπτική να γίνει η προσωπική σκλάβα αυτού του άθλιου ανθρώπου τις ήταν εξ ίσου αποκρουστική. Ήξερε καλά πως θα ήταν η ζωή της αν δεχόταν. Αλλά εξ ίσου καλά ήξερε πως θα ήταν αν δεν δεχόταν και καταλάβαινε πως δεν είχε πολλά περιθώρια να αντιδράσει.
«Τι θα πρέπει να κάνω αν δεχτώ;», τον ρώτησε.
Εκείνος σταμάτησε για πρώτη φορά να την χουφτώνει. Απομακρύνθηκε από κοντά της και έκατσε στον δερμάτινο καναπέ του γραφείο του.
«Τι δεν κατάλαβες; Θα είσαι στο σπίτι μου οικόσιτη. Θα κάνεις όλες τις δουλειές. Θα μαγειρεύεις, θα πλένεις, άμα γουστάρω θα μου σκουπίζεις και τον κόλο. Θα μου πλένεις τα σώβρακα, θα σιδερώνεις, θα σφουγγαρίζεις –μόνο στα τέσσερα, με σφουγγαρόπανο.
Κι όταν έχω κάβλες θα έρχεσαι στα τέσσερα και θα με ρωτάς τι θέλω «μουνί ή κόλο;». Άμα σου λέω «μουνί» θα ξαπλώνεις στο κρεβάτι και θα ανοίγεις τα πόδια σου. Άμα σου λέω «κόλο» θα ανεβαίνεις στον καναπέ και θα ανοίγεις τα κολομέρια σου με τα χέρια σου. Και θα περιμένεις, μέχρι να έρθω για να σε γαμίσω. Μπορεί να θέλω απλώς να μου τον πάρεις πίπα. Τότε απλώς θα ανοίγεις το στόμα για να σου το γαμίσω. Αν σε χύνω στο στόμα, θα τα καταπίνεις. Αν σε χύνω στην μάπα, θα πασαλείβεσαι. Κι αν χύνω στο πάτωμα, θα τα γλύφεις από το πάτωμα…».
Όση ώρα μιλούσε, η ωμότητα των εκφράσεών του, αντί να την σοκάρει και να την καταρρακώνει, την ηρεμούσε. Τις περιέγραφε την κόλαση και, όπως συμβαίνει συχνά, όταν σου περιγράφουν αυτό που πρόκειται να σου συμβεί, μπορείς να το αντιμετωπίζεις –ή έτσι τουλάχιστον νομίζεις.
«Κάποιες φορές στο σπίτι έρχονται φίλοι για φαγητό. Θα μας σερβίρεις και θα ανέχεσαι να σου κάνουν ό,τι θέλουν. Αν θέλουν να σε γαμίσουν θα το δέχεσαι με χαρά και καμάρι. Οι πουτάνες, άλλωστε δεν διαλέγουν πελάτες. Θα είσαι σεμνή, ταπεινή και υπάκουη. Θα σκύβεις το κεφάλι, θα μου φιλάς τα χέρια και τα πόδια. Κάθε μέρα θα μου φιλάς τα χέρια και τα πόδια και θα με ευχαριστείς που σε έσωσα από την πείνα και την εξαθλίωση, που φροντίζω την οικογένειά σου.
Α, και κάτι ακόμα. Θα μπορώ να σε δέρνω αν θέλω. Μην φανταστείς τίποτα φοβερό, δεν είμαι σαδιστής. Κάποια χαστούκια μόνο, αν κάνεις κάτι λάθος ή δεν με ικανοποιήσεις. Μου αρέσει να χαστουκίζω γυναίκες. Ειδικά αν μετά βάζουν τα κλάματα, καβλώνω πολύ….». Με τα τελευταία λόγια έβαλε τα γέλια και πέρασε με χυδαίο τρόπο το χέρι του πάνω από τον καβάλο του.
«Λοιπόν, έχεις ένα λεπτό να αποφασίσεις. Μην ανησυχείς, δεν με νοιάζει η απόφασή σου. Έχουμε πολλές όμορφες κοπέλες εδώ και σίγουρα κάποια θα μου κάτσει, αν δεν δεχτείς εσύ. Απλώς είσαι η πρώτη μου επιλογή γιατί είσαι η πιο όμορφη…». Έκανε μια παύση μερικών δευτερολέπτων, έστρεψε το βλέμμα του στο ρολόι του και είπε: «Ο χρόνος αρχίζει από … Τώρα!».
Ο προσωπάρχης δεν την κοίταζε, κοιτούσε το ρολόι του. Αν την κοίταζε θα συνειδητοποιούσε ότι η καθαρίστρια είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Έμοιαζε να έχει αρρωστήσει, σαν να καιγόταν από τον πυρετό. Νόμιζε πως θα λιποθυμούσε όλα γύριζαν γύρω της.
«30 δευτερόλεπτα», είπε ο προσωπάρχης.
Το μυαλό της βούιζε, όλα στο κεφάλι της είχαν γίνει χυλός. Στο μυαλό της μπερδεύονταν εικόνες. Το μικρό διαμέρισμα, όπου στο ένα δωμάτιο κοιμόταν η μάνα της και στο άλλο η ίδια και τα πέντε της αδέρφια. Τα άδεια ράφια στην κουζίνα, ο χαλασμένος θερμοσίφωνας, τα παγωμένα καλοριφέρ.
«10 δευτερόλεπτα», άκουσε σαν σε όνειρο την φωνή του προσωπάρχη να μετρα αμείλικτα τον χρόνο. Οι εικονες εξακολουθούσαν να μπλέκουν. «εννιά, οκτώ, επτά…» Είδε τον εαυτό της στα γόνατα να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον κ. προσωπάρχη με το στόμα της. «έξι, πέντε, τέσσερα…» Ένιωσε το χέρι του με τα φαγωμένα ως της ρίζα νύχια να την ανατριχιάζει καθώς την αγγίζει. «τρια δύο…» Και πήρε την απόφασή της…
«Δέχομαι» είπε ξέπνοα αλλά καθαρά.
Ο προσωπάρχης την άκουσε και σταμάτησε την ώρα που ήταν έτοιμος να πει «τέλος χρόνου, απολύεσαι».
«Σωστή απόφαση! Είμαι βέβαιος πως θα τα πάμε καλά. Ωστόσο θεωρώ ότι δεν ξεκινήσαμε καλά. Όταν ήρθες εδώ, ήρθες για να με παρακαλέσεις να σε κρατήσω στην δουλειά. Νομίζω πως ο τρόπος με τον οποίο το έκανες δεν θύμιζε άνθρωπο που παρακαλάει, που ικετεύει για την δουλειά του. Θέλω να το κάνεις σωστά…».
Και με τα λόγια αυτά κάθισε σε μια πολυθρόνα. «Πήγαινε στην πόρτα, γονάτισε κι έλα εδώ στα τέσσερα. Καθώς θα σέρνεσαι θέλω να με κοιτάς και να σε ακούω να με παρακαλάς να σε κρατήσω στην δουλειά. Όταν θα φτάσεις εδώ, θα γλύψεις τις σόλες των παπουτσιών μου και θα βάλεις τα κλάματα. Θα με παρακαλέσεις, θα με ικετέψεις να δεχτώ να σε κρατήσω στην δουλειά…». Άπλωσε το χέρι του και τις έδειξε την πόρτα.
Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και υπάκουσε. Πλησίασε στην πόρτα και μετά στράφηκε προς το μέρος του. Γονάτισε κι άρχισε να κινείται αργά προς το μέρος του… Σας παρακαλώ, σας ικετεύω, λυπηθείτε με, κρατήστε με στην δουλειά, έχω μεγάλη ανάγκη τα χρήματα…». Έβαλε τα κλάματα και διαπίστωσε πως αυτό ήταν και το πιο εύκολο κομμάτι. Είχε σπάσει και ήθελε από ώρα να κλάψει. Για έναν καθόλου περίεργο λόγο ήταν και το μόνο λυτρωτικό μέρος του ανατριχιαστικού και απάνθρωπου τελετουργικού που ζούσε.
Ανάμεσα στους λυγμούς της επαναλάμβανε μονότονα τα παρακάλια και τις ικεσίες, κοιτώντας τον και βλέποντας το τέρας που καθόταν στον καναπέ να απολαμβάνει το σκηνικό και να χαμογελά. Όταν έφτασε κοντά του, εκείνος ανασήκωσε ελαφρά τα πέλματα του κι έστρεψε τις σόλες των παπουτσιών του προς το μέρος της. Εκείνη έβγαλε την γλώσσα της κι άρχισε να γλύφεις τις σόλες, μουρμουρίζοντας πάντα ικεσίες και παρακάλι. «Λυπηθείτε με σας παρακαλώ, μην με διώξετε, θα κάνω ό,τι θέλετε…».
Τότε εκείνος σταμάτησε να χαμογελά. Σηκώθηκε όρθιος, πάτησε το κεφάλι της και την υποχρέωσε να ακουμπήσει το δεξιο της μάγουλο στο πάτωμα. έλυσε βιαστικά την ζώνη του, κατέβασε βιαστικά το παντελόνι του μαζί με το σώβρακο και άρχισε να τον παίζει. Εκείνη κατάλαβε και ξέσπασε σε γοερούς λυγμούς. Το κλάμα την τράνταζε ολόκληρη και οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της σαν μισές… «Λυπ..τε με, σας παρ…λω..». Ο προσωπάρχης δεν χρειάστηκε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα. Γονάτισε κι αυτός πάνω από το κεφάλι της κι έχυσε πάνω στο πρόσωπό της. Πάρτα βρωμιάρα, πάρτα μωρή καριόλα, στα μούτρα σε χύνω…», φώναζε. Ύστερα έπεσε ξέπνοος στα πόδια του καναπέ κι έμεινε για λίγα λεπτά ακίνητος. Ύστερα σηκώθηκε, και ξαναντύθηκε. έκανε να γυρίσει στο γραφείο του, όταν είδε πως λίγο σπέρμα είχε κυλήσει από το μάγουλο της στο πάτωμα. Την κλώτσησε στο κεφάλι και είπε απλά: «γλύψτο»…