Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Αδίστακτη ομορφιά  (Αναγνώστηκε 18175 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #15 στις: Δεκεμβρίου 19, 2011, 09:39:36 πμ »
Κεφάλαιο 4

Ο υπηρέτης έτρεξε στην κουζίνα να φτιάξει πρωινό και ταυτόχρονα κοίταξε στο μπάνιο να δει αν υπάρχει ζεστό νερό. Όταν τελείωσε με τις προετοιμασίες, πήγε προσεκτικά με το δίσκο στα χέρια και χτύπησε διακριτικά την πόρτα. Άκουσε ένα κοφτό πέρνα, και άνοιξε με προσοχή την πόρτα. Τους είδε και τους δυο ξαπλωμένους στο κρεβάτι. Πλησίασε με αργά βήματα το πεδίο της μάχης τους με το κεφάλι του χαμηλωμένο και η Υβόννη πήρε το ποτήρι με το χυμό από το δίσκο. Ήπιε μια μικρή γουλιά.
   «Ωραίο χυμό έφτιαξες σήμερα» του είπε. «Πήγαινε το δίσκο με το πρωινό στο τραπέζι του μπαλκονιού, θα κάνω ένα μπάνιο πρώτα. Είναι το μπάνιο μου έτοιμο;» ρώτησε.
   «Μάλιστα κυρία, όπως έχετε διατάξει».
   Η Υβόννη γύρισε στο σκλάβο.
   «Θα με βοηθήσεις να κάνω μπάνιο;» τον ρώτησε και εκείνος σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε δίπλα της. Η Υβόννη με μια αέρινη κίνηση, πέταξε τα σεντόνια αποκαλύπτοντας το θεσπέσιο σώμα της.
   Θεέ μου τι ομορφιά! Σκέφτηκε ο υπηρέτης καθώς την είδε γυμνή. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για καθυστερήσεις. Ο σκλάβος έσκυψε ελαφρά προς το μέρος της και εκείνη έπλεξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του αφήνοντας το θεϊκό κορμί της πάνω στα στιβαρά του χέρια.
   «Πήγαινε το δίσκο στο μπαλκόνι και έλα στο μπάνιο. Μπορεί να χρειαστούμε κάτι και δεν θέλω να φύγει από κοντά μου ο σκλάβος μου» είπε η Υβόννη στον υπηρέτη.
   Ο σκλάβος τη σήκωσε στην αγκαλιά του, και τη μετέφερε με μεγάλη προσοχή στο μπάνιο, σαν να μετέφερε ένα ανεκτίμητο και εύθραυστο κρυστάλλινο αριστούργημα. Ο υπηρέτης μετέφερε έξω το πρωινό και πήγε στο μπάνιο την ώρα που η Υβόννη έμπαινε μέσα στη μπανιέρα. Η όψη του θεϊκού κορμιού της τον έστειλε σε άλλους γαλαξίες. Κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η Υβόννη ξάπλωσε νωχελικά, ακουμπώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι μπάνιου και έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης.
   «Μπορείς να ξεκινήσεις σκλάβε» του είπε.
   Εκείνος έβρεξε με προσοχή τα μαλλιά της και έβαλε λίγο σαμπουάν στα δάχτυλα του. Ξεκίνησε το λούσιμο με κυκλικές κινήσεις των δαχτύλων, χρησιμοποιώντας τις ρόγες μόνο, έτσι ακριβώς όπως της άρεσε. Τα ξέβγαλε με προσοχή. Πήρε το φυσικό σφουγγάρι που πάντα χρησιμοποιούσε η Υβόννη και άρχισε να την τρίβει απαλά, ξεκινώντας από το λαιμό, και κατεβαίνοντας προς το στήθος.
   Ο υπηρέτης προσπάθησε να κρατήσει το βλέμμα του μακριά από το θέαμα για να μπορέσει να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του.
   Ο σκλάβος συνέχισε να τρίβει απαλά τα στήθη της, αφήνοντας το χλιαρό νερό να παίζει απαλά και ερωτικά με τις ρώγες της. Η Υβόννη χαλάρωσε και αφέθηκε στις περιποιήσεις του. Το χάϊδεμα του νερού πάντα δρούσε ερωτικά στον οργανισμό της. Οι ρόγες της σκλήρυναν , το δέρμα της ανατρίχιασε ελαφρά.
   «Συνέχισε!» του είπε με νόημα.
   Με πολλή προσοχή έτριψε απαλά το δέρμα στην κοιλιά, με κυκλικές κινήσεις, όπως του είχε δείξει. Εκείνη άνοιξε ελαφρά τα πόδια της και άρχισε να τρίβει το πιο ευαίσθητο και ερωτογενές σημείο του κορμιού της, με τόση προσοχή, σαν να προσπαθούσε να καθαρίσει ένα μικρό μωρό.
   Ο υπηρέτης άκουγε την Υβόννη που άρχισε να βγάζει μικρές κραυγές ευχαρίστησης, και γύρισε διστακτικά τη ματιά του για να τη δει να κουνάει ελαφρά τους γοφούς μέσα στο νερό. Ο αφρός, έγινε ξαφνικά εχθρός για τον υπηρέτης, αφού του έκρυβε τη μεγαλειώδη θέα.
   «Όχι ακόμα» την άκουσε να λέει στο σκλάβο. «Παίρνω το μπάνιο μου τώρα».
   «Μάλιστα κυρία» απαντάει. Συνέχισε πιο κάτω στους μηρούς και ο υπηρέτης είδε το ένα πόδι της Υβόννης να ξεπροβάλλει από το νερό και να ακουμπάει στο στήθος του σκλάβου.
   Εκείνος συνέχισε να τρίβει απαλά με το σφουγγάρι, κατεβαίνοντας από τη γάμπα προς τον αστράγαλο. Η Υβόννη έτριψε το πόδι της στο στήθος του και εκείνος το πήρε απαλά στα χέρια του πιάνοντάς το από τη φτέρνα και το γέμισε με γλυκά φιλιά. Στα δάχτυλα. Τα έφερε στο στόμα του και άρχισε να τα πιπιλάει ένα-ένα. Ο υπηρέτης έκλεισε πάλι τα μάτια, έφερε στο μυαλό του το δάχτυλο που ακούμπησε η κυρά του στην άκρη των χειλιών του και σηκώνοντας το χέρι του άγγιξε με τα δάχτυλά της το σημείο που τον είχε αγγίξει.
   Όταν ο σκλάβος τέλειωσε και με το άλλο της πόδι, άφησε το νερό να φύγει και ξέβγαλε με προσοχή το θεϊκό της σώμα. Ο υπηρέτης, ακόμη μια φορά δεν μπόρεσε να αντισταθεί και τόλμησε μια κρυφή ματιά. Την είδε ντυμένη ολόσωμα με τη γυναικεία ομορφιά. Χωρίς να το θέλει το χέρι του από τα χείλη του, κατέβηκε στο στήθος του και άγγιξε πάνω από το ρούχο της τη θηλή του.
   Η Υβόννη την πλησίασε και προσγείωσε με θόρυβο το χέρι της στο μάγουλο του υπηρέτη.
   «Τι κάνεις εκεί;» φώναξε. «Μη ξεχνάς τι είσαι και πού βρίσκεσαι, εγώ πάντα το θυμάμαι».
   «Συγγνώμη κυρία, δεν θα ξανασυμβεί» είπε αμήχανα, ξέροντας ότι είχε υπερβεί τα όριά της υπομονής και της ανοχής της κυράς του.
   «Αυτό θα σου κοστίσει. Δεν ξέρω πότε και πώς, απλά να ξέρεις πως θα σου κοστίσει».
   Γύρισε πάλι στις περιποιήσεις του σκλάβου της που την έβαλε να πατήσει σε μια μικρή πετσέτα και τη στέγνωσε με μια χνουδωτή πετσέτα, ξεκινώντας από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Στο τέλος γονάτισε μπροστά της, έσκυψε και με ευλάβεια φίλησε τα πόδια της, λέγοντας: «Σας ευχαριστώ κυρία που μου κάνετε τη μέγιστη τιμή να μου επιτρέπετε να σας υπηρετώ. Είμαι παντοτινός σκλάβος σας. Και αν μπορείτε συγχωρείστε τα λάθη ενός καινούριου υπηρέτη».
   Ο υπηρέτης δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Τι σόι θέατρο ήταν αυτό από μέρους του. Δεν μπορεί να εννοούσε αυτό που είπε.
   «Αν δεν τον τιμωρήσω θα το ξανακάνει» είπε η Υβόννη.
   «Αρκετά τον τιμωρήσατε χθες βράδυ».
   Η Υβόννη έσκυψε και τον είδε στα πόδια της και δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Σήκωσε το αριστερό της πόδι και πίεσε το κεφάλι του ακόμα πιο χαμηλά. «Δεν πιστεύω να έχεις βάλει στο μάτι την αφεντιά του σκλάβε» του είπε.
   «Εσείς το λέτε αυτό κυρία; Δεν με ξέρετε καθόλου;»
   Η Υβόννη έβγαλε το αριστερό της πόδι από το κεφάλι του και το έβαλε κάτω από το πηγούνι του. Του ανασήκωσε το κεφάλι. «Σε ξέρω και πολύ καλά μάλιστα». Ύστερα σήκωσε το βλέμμα της στον υπηρέτη. «Τη γλύτωσες, τουλάχιστον για σήμερα. Για άλλη μια φορά είμαι στις καλές μου. Πήγαινε να στρώσεις το κρεβάτι και έλα έξω όσο θα παίρνουμε το πρωινό μας».
   «Μάλιστα κυρία, η επιθυμία σας θα είναι πάντα διαταγή για μένα» είπε και βγήκε από το μπάνιο.
   «Σας λατρεύω κυρία» είπε ο σκλάβος.
   «Το ξέρω σκλάβε, το ξέρω» είπε η Υβόννη. «Πήγαινέ με στο μπαλκόνι τώρα. Είναι ώρα για το πρωινό μας, αν και συ δεν το αξίζεις».
   «Μάλιστα Κυρία!» είπε ο σκλάβος και σηκώνοντάς τη στα χέρια την πήγε στο μπαλκόνι.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #16 στις: Δεκεμβρίου 19, 2011, 09:40:26 πμ »
Την ακούμπησε απαλά στον καναπέ δίπλα στο τραπεζάκι που ήταν το πρωινό τους. Εκείνη τον κοίταξε και χαμογέλασε και εκείνος την μιμήθηκε.
   «Τι ακριβώς είναι η καινούργια αποστολή;» τον ρώτησε λίγο αργότερα καθώς άλειφε μαρμελάδα σε μια φρυγανιά.
   «Λέγετε Μάριο και είναι γνωστός παραγωγός πορνογραφικών ταινιών. Μένει στο Λος Άντζελες και διατηρεί ένα διαμέρισμα στο Παρίσι, στο οποίο μένει όποτε νιώθει την ανάγκη να ξεφύγει από το Λος Άντζελες, ή να περάσει λίγο χρόνο με διάφορα τοπ μόντελ. Η δουλειά θα γίνει εκεί. Από προσωπική έρευνα έχω μάθει ότι του αρέσουν όλων των ειδών οι διαστροφές. Είναι κάτοχος οχτώ χρυσών βραβείων στο παραφεστιβάλ πορνοταινιών. Ελέγχει μεγάλο μέρος της διεθνούς πορνογραφικής βιομηχανίας. Το αληθινό του πάθος όμως είναι οι σαδιστικές παραγωγές: κινηματογραφικές ταινίες και βιντεοταινίες, όπου τα θύματα –γυναίκες συνήθως- επιδίδονται σε διάφορες σεξουαλικές πράξεις πριν δολοφονηθούν με κάποιο σαδομαζοχιστικό τρόπο τη στιγμή του οργασμού. Και σαν απόδειξη ότι ο θάνατός τους είναι αληθινός, τα λαρύγγια των θυμάτων κόβονται μπροστά στο φακό, πάντα με πολύ κοντινό πλάνο και τόσο βαθιά, που ουσιαστικά αποκεφαλίζονται».
   «Πότε πρέπει να γίνει;»
   «Αύριο θα είναι στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Αν τελικά αποφασίσεις να το κάνεις, μέσα στο φάκελο υπάρχει ένα εισιτήριο, ταυτότητα και διαβατήριο με τη φωτογραφία σου και το νέο σου όνομα. Θα πας εκεί και θα του παρουσιαστείς σαν μοντέλο».
   «Τι όνομα διάλεξες αυτή τη φορά;» ρώτησε.
   «Στέλλα Αφεντάτου» απάντησε ο σκλάβος.
   «Περίεργο επίθετο. Κάπως αλαζονικό για μοντέλο που προορίζεται για θύμα σαδιστή παραγωγού».
   «Ποιος άντρας που θεωρεί τον εαυτό του αφέντη δεν θα ήθελε να υποτάξει μια κοπέλα με τέτοιο όνομα;»
  «Δεν έχεις και άδικο» είπε και δάγκωσε μια μπουκιά από τη φρυγανιά της. Ψίχουλα έπεσαν στο λευκό μάρμαρο του μπαλκονιού. «Έλα εδώ και μάζεψέ τα» διέταξε τον υπηρέτη που έκανε να τρέξει στην κουζίνα να φέρει σκουπάκι και φαράσι. Η Υβόννη τον σταμάτησε.
   «Που νομίζεις ότι πηγαίνεις;»
   «Να φέρω από την κουζίνα τη σκούπα και το φαράσι κυρία».
   «Δεν νομίζω πως χρειάζεσαι αυτά εργαλεία για να μαζέψεις λίγα ψίχουλα που έπεσαν από το στόμα της κυρίας σου» είπε. «Η γλώσσα σου πιστεύω πως θα κάνει εξίσου καλή δουλειά. Άλλωστε σου είπα πως σήμερα είμαι σε πολύ καλή διάθεση. Αντί να σε τιμωρήσω όπως σου αξίζει που τόλμησες να κάνεις κάτι τόσο ξεδιάντροπο μπροστά μου στο μπάνιο, σου δίνω ένα δώρο».
   Ο υπηρέτης δεν χρειάστηκε άλλη προτροπή. Θα έλεγε κανείς πως σήμερα ήταν η τυχερή του μέρα. Έπεσε στα τέσσερα και μπουσούλησε κάτω από το τραπέζι, εκεί που είχαν πέσει τα ψίχουλα της φρυγανιάς. Η γλώσσα του κινήθηκε γρήγορα και μάζεψε τα ψίχουλα γύρω από τα γυμνά πέλματα της Υβόννης. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα πόδια της κυράς του και δεν μπορούσε να μην δει κάποια ψίχουλα πάνω τους. Δεν ήθελε να χαλάσει τη μαγική στιγμή κάνοντας κάτι που θα την έβαζε σε μπελάδες. Δεν ήθελε όμως να αφήσει τη δουλειά του μισή.
   «Κυρία, κάποια ψίχουλα είναι πάνω στα πόδια σας».
   Η Υβόννη έσκυψε και κοίταξε τα πόδια της. Με το χέρι της έδιωξε τα ψίχουλα από τα πόδια της στο μάρμαρο. Ο υπηρέτης συνέχισε αλλά τα ψίχουλα τελείωναν και δεν ήθελε να φύγει από το ομορφότερο μέρος του κόσμου.
   «Ακόμα δεν τελείωσες;» ρώτησε απότομα η Υβόννη.
   «Τελειώνω κυρία» απάντησε και μάζεψε το τελευταίο ψίχουλο.
   Η Υβόννη επιθεώρησε το πάτωμα. «Γέμισες το πάτωμα με σάλια» του είπε. «Δεν θέλεις φυσικά να πατήσουν οι πατούσες μου σ’ αυτά, έτσι δεν είναι;»
   «Όχι, κυρία» απάντησε ο υπηρέτης. Δεν είχε κάποιο πανί να τα σκουπίσει και έτσι τράβηξε το μανίκι της μπλούζας του. Η Υβόννη το είδε.
   «Χρησιμοποίησε τα μαλλιά σου καλύτερα.
   Έσκυψε κι άλλο το κεφάλι μέχρι τα αρκετά μακριά μαλλιά του να αγγίξουν το πάτωμα. Στέγνωσε μ’ αυτά όσο μπορούσε τα σάλια του και σήκωσε το κεφάλι. «Πιστεύω πως τελείωσα κυρία» είπε και η Υβόννη χωρίς να κοιτάξει του είπε να μείνει εκεί μήπως έπεφταν κι άλλα ψίχουλα. Αν γινόταν κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να του υπενθυμίσει ποιος ήταν ο σκοπός που του επέτρεψε να βρίσκεται δίπλα στα πόδια της σαν γάτα.
   «Είμαι περίεργος» είπε ο σκλάβος.
   «Για πιο πράγμα;»
   «Γιατί πρέπει να συνεχίσεις αυτή τη δουλειά; Έχεις περισσότερα λεφτά απ’ ό,τι χρειάζεσαι, ένα υπέροχο σπίτι με άφθονο χώρο».
   Σε μια μάταιη προσπάθεια να αποφύγει αυτή τη συζήτηση, εκείνη έπιασε μια άλλη φρυγανιά και βάλθηκε να την πασαλείβει. Ένιωσε τα μάτια του υπηρέτη να γυαλίζουν μυστηριακά καθώς κοιτούσε επίμονα τα χέρια της κυράς του σέρνοντας νωχελικά το χέρι του στο πάτωμα δίπλα στα πόδια του σαν γάτα που κουνάει νωχελικά την ουρά της.
   «Μα πες μου γιατί το θέλεις τόσο πολύ» συνέχισε ο σκλάβος.
   Και πάλι εκείνη δεν απάντησε.
   Ο σκλάβος έβγαλε από την τσέπη του ένα τσιγάρο, το άναψε, τράβηξε μια ρουφηξιά, κράτησε τον καπνό μέσα στα πνευμόνια του για μερικά δευτερόλεπτα κι  έπειτα ξεφύσησε ένα μικρό σύννεφο καπνού. «Δηλαδή η άρνησή σου είναι μόνιμη ή προσωρινή;» επέμεινε.
   Τελικά εκείνη άφησε τη φρυγανιά στο πιάτο και τον κοίταξε. «Γιατί θέλεις να σταματήσω τώρα;» ρώτησε απότομα.
   Ξαφνιασμένος από την ερώτησή της γύρισε το κεφάλι του να την κοιτάξει. «Θέλω να είμαστε συνέχεια μαζί, επειδή σ’ αγαπώ. Δεν αντέχω άλλο αυτές τις απουσίες σου».
   Εκείνη συνέχισε να τον κοιτάζει ερευνητικά για μερικές στιγμές. «Θέλεις να μένω στο σπίτι περισσότερο;»
   «Είναι κακό να θέλω κάτι τέτοιο;»
   «Καθόλου. Ξέρεις σκέφτηκα κάτι. Δεν χρειάστηκε πολύ σκέψη. Αρκούσε μονάχα να σε δω να κοιμάσαι δίπλα μου. Λοιπόν αυτό που σκέφτηκα είναι πως αυτή θα είναι η τελευταία μου δουλειά».
   Η απάντησή της του άρεσε. Ωστόσο δεν του αρκούσε, γιατί εκείνο που πραγματικά ήθελε ήταν να τον διαβεβαιώσει πως αυτός και η κοινή τους ζωή, είχαν μεγαλύτερη σημασία από τις δουλειές της.
   «Θα μείνει και ο υπηρέτης μαζί μας;» τι ρώτησε.
   Η Υβόννη χαμογέλασε και σήκωσε το πόδι της στον αέρα. Το έφερε πίσω από το κεφάλι του υπηρέτη και το πίεσε στο σβέρκο του, δείχνοντας ότι τον ήθελε να σκύψει. Ο υπηρέτης δεν πρόβαλλε καμία αντίσταση και την επόμενη στιγμή βρέθηκε στα τέσσερα σκυμμένος με το κεφάλι να αγγίζει σχεδόν το πάτωμα. Αισθάνθηκε πως το κεφάλι του ήταν χωμένο στην τρύπα μιας λαιμητόμου και το πόδι της κυρίας ήταν η λεπίδα. Δεν μπορούσε να ακούσει την απάντηση. Το στομάχι του είχε δεθεί κόμπο. Αν η απάντηση της κυράς ήταν αρνητική, τότε η απάντηση θα γινόταν το ψαλίδι που κόβει το σκοινί που συγκρατεί τη λεπίδα από το να πέσει και να διώξει μακριά το κεφάλι του από το σώμα.
   «Γιατί ανησυχείς για τον υπηρέτης; Φοβάσαι μήπως πάρει τη θέση σου;»
   Δεν ήταν η απάντηση που περίμενε ο υπηρέτης να ακούσει.
   Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του και στριφογύρισε το τσιγάρο στα δάχτυλά του πριν τραβήξει ακόμα μια ρουφηξιά. «Πρέπει να ανησυχώ;»
   «Θα σε ενοχλούσε αν έπρεπε να ανησυχείς;» αντιγύρισε εκείνη.
   Την κοίταξε λίγο ακόμα χωρίς να μιλάει. «Αν περιμένεις να παραστήσω το ζηλιάρη σκλάβο, κανονίζεται» είπε τελικά.
   Τα μάτια της σκοτείνιασαν αλλά ξαφνικά έβαλε τα γέλια.
   Εκείνος έφερε το τσιγάρο στο στόμα του και τράβηξε μια ακόμα ρουφηξιά. «Λοιπόν; Θα πρέπει να ανησυχώ;» τη ρώτησε έπειτα από λίγο.
   Εκείνη ξαφνιασμένη, αλλά και ευχαριστημένη που εκείνος επέμενε στο θέμα, σκέφτηκε για λίγο την ερώτηση. «Να σου πω… ο υπηρέτης δεν με έχει αγγίξει. Και ξέρει επίσης πόσο πιστή σου είμαι, αλλά αν το βλέπαμε από τη μεριά του, εκείνος θα πίστευε, ή θα έλπιζε κιόλας, πως θα μπορούσε να έχει ένα ιδιαίτερο δεσμό μαζί μου». Αναστέναξε απολαυστικά και τράβηξε το πόδι της σέρνοντας τη γάμπα της μέχρι τον αστράγαλο στο σβέρκο του υπηρέτη. Ύστερα ανασήκωσε με το πόδι της τα μαλλιά του και ακούμπησε την πατούσα της πάνω στο γυμνό του σβέρκο. Τα μαλλιά του υπηρέτη αγκάλιαζαν με λατρεία το γυμνό της πέλμα. Έτριψε νωχελικά την πατούσα στο σβέρκο του υπηρέτη και εκείνος ανατρίχιασε. «Ξέρεις είναι μάλλον συγκινητικό να είναι κάποιος τόσο ξετρελαμένος μαζί σου».
   Του πήρε λίγο χρόνο να της απαντήσει. «Εννοείς πως εγώ δεν είμαι;»
   Η Υβόννη χάρηκε που τον είχε εκνευρίσει έστω και λιγάκι. Έσπρωξε με το πόδι της τον υπηρέτη και σηκώθηκε όρθια. Έβγαλε τη μικρή ρόμπα που είχε φορέσει μετά το μπάνιο και ξάπλωσε στον καναπέ, γυμνή και ερεθισμένη. Ο υπηρέτης πήγε πάλι δίπλα της. Ίσως η κυρά του, του έκανε ένα ακόμα δώρο και έβαζε πάλι το πόδι της πάνω του.
   «Μην πλησιάζεις» του είπε η Υβόννη και γύρισε προς το σκλάβο. «Έτσι ήμουν χθες όσο σε περίμενα να έρθεις. Δεν ξέρω αν αυτός ο μικρούλης τράβηξε καθόλου τα μάτια του από πάνω μου έστω και μια φορά». Χαμογέλασε ονειροπόλα. Έπειτα γύρισε πάλι προς το μέρος του, είδε με ικανοποίηση, πως όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη πάνω της.
   «Είναι στ’ αλήθεια απαραίτητο να πας αύριο σ’ αυτή την αποστολή;» τη ρώτησε.
   «Δε θα λείψω πολύ» τον καθησύχασε. «Και μετά θα είμαι όλη δική σου. Ξέρεις ο υπηρέτης θα μπορούσε χθες να φύγει μαζί με τον επιστάτη. Δεν το έκανε όμως για να είναι εδώ κοντά μου».
   Της έριξε μια ματιά και προσπάθησε να κρύψει το χαμόγελό του. «Τότε θα πρέπει να τον έχουμε συνέχεια μαζί μας, τι λες;»
   «Αυτό θα ήταν πολύ σκληρό για εκείνον»
   «Ενώ εσύ δεν ξέρεις τι πάει να πει σκληρότητα, ε;»
   Μισόκλεισε τα μάτια της και γύρισε πλάι, νιώθοντας μια σουβλιά πόθου ανάμεσα στα σκέλια της. «Και συ, σκλάβε μου, πόσο σκληρός είσαι;» ρώτησε στα γαλλικά.
   Εκείνος την κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια, και η Υβόννη ένιωσε την ατμόσφαιρα να φορτίζεται από την ένταση αυτού που επρόκειτο να ακολουθήσει. «Μπορείς σε παρακαλώ να ξεκουμπώσεις το παντελόνι σου να δω αν σε ερεθίζω;» του είπε αλλά ο προστακτικός τόνος στη φωνή της μόνο περιθώρια για άλλη απάντηση εκτός από το αμέσως δεν επέτρεπε.
   Κατεβάζοντας υπάκουα το φερμουάρ του παντελονιού του, ελευθέρωσε το μισοσηκωμένο όργανό του. Εκείνη πήρε βαθιά ανάσα και κουλουριάστηκε μαζεύοντας τα πόδια της στον καναπέ σαν γάτα που παραμονεύει τη λεία της. Για αρκετή ώρα κοιτούσαν ο ένας τον άλλο αφήνοντας τον ερωτισμό να τους κυριέψει, ώσπου τελικά του έκανε νόημα με το δάχτυλο να πάει κοντά της. Ο σφυγμός του επιταχύνθηκε, γιατί ήξερε τι του ζητούσε, και πέφτοντας στα τέσσερα μπουσούλησε προς το μέρος της. Φίλησε τα πόδια της και εκείνη τα άνοιξε διάπλατα. Χωρίς καμία σκέψη εκείνος άρχισε να της κάνει στοματικό έρωτα. Εκείνη τον έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε να τον χαϊδεύει και να του τα τραβάει όσο εκείνος έκανε τα μαγικά του με τα χείλη και τη γλώσσα του. Έπαψε να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή πιο σημαντικό από εκείνο τον άντρα-σκλάβο που ήταν χωμένος ανάμεσα στα πόδια της. Απλούστατα εκείνος ήταν η αρχή η μέση και το τέλος της ύπαρξής της, και τα παιχνιδάκια που έπαιζε με άλλους σκλάβους και σκλάβες ήταν αυτό ακριβώς, παιχνιδάκια για να περνάει την ώρα της όσο ήταν μακριά του.
   Τον σήκωσε όρθιο και τον τράβηξε στην αγκαλιά της.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #17 στις: Δεκεμβρίου 20, 2011, 12:30:01 μμ »
Κεφάλαιο 5

Στο υπόγειο του σπιτιού η Υβόννη ήταν μόνη της. Όλοι και όλα είχαν μείνει στη σκάλα πριν κατέβει κάτω. Στα δυο της χέρια κρατούσε το σπαθί εξάσκησης πάνω από το κεφάλι της.
   «Είμαι η Νέμεσις. Είθε να είναι κοφτερό το ξίφος μου της δικαιοσύνης…» σκέφτηκε την ώρα που αυτό κατέβαινε στον αόρατο εχθρό.
   Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε το σπαθί στη θέση του. Πήγε κοντά στον ολόσωμο καθρέφτη της. Τα εντυπωσιακά μάτια της μελέτησαν επίμονα το είδωλό της. «Είμαι η Νέμεσις» είπε πάλι στο είδωλό της και γύρισε πάλι στο τεράστιο δωμάτιο εξάσκησης. Απολαμβάνοντας την δροσερή αίσθηση του λουστραρισμένου ξύλινου πατώματος στα γυμνά της πέλματα, προχώρησε ως την πέρα γωνιά της παλιάς μεταποιημένης αποθήκης και στάθηκε κάτω από τους δυο κρίκους γυμναστικής, κρεμασμένους από τα γυμνά δοκάρια της αρκετά για αποθήκη ψηλοτάβανης οροφής.
   Κάνοντας ένα άλμα, τα δυνατά νευρώδη χέρια της γράπωσαν γερά τους κρίκους. Με έλξη των γεροδεμένων μπράτσων της, ανύψωσε το κορμί της, φέρνοντας τη μέση της στο ύψος των κρίκων. Μετά τέντωσε μπροστά τα πόδια σχηματίζοντας μια τέλεια ορθή γωνία στο ύψος του γυμνού, σφιχτού στομαχιού της. Πενήντα φορές έκανε την ίδια κίνηση, και τα μόνα ορατά σημάδια της προσπάθειάς της ήταν τα μικρά ρυάκια ιδρώτα που κυλούσαν στη γλυπτή σχεδόν πλάτη της, και το ανεπαίσθητο τρέμουλο των χεριών της.
   Τελικά επέτρεψε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στον εαυτό της, έπειτα άφησε τους κρίκους, προσγειώθηκε ανάλαφρα στο λουστραρισμένο πάτωμα και χωρίς να σταθεί σχεδόν, πέρασε πάλι στον ολόσωμο καθρέφτη και αξιολόγησε το γυμνό κορμί της.
   Μελέτησε προσεκτικά την κορμοστασιά της. Δεν υπήρχε καμιά ματαιοδοξία στο βλέμμα της, μόνο αντικειμενική αξιολόγηση του εαυτού της. Ήταν η ίδια επιθεώρηση που έκανε συστηματικά κάθε πρωί. Και σήμερα όπως κάθε φορά έμεινε ικανοποιημένη.
   Αφού αποτίμησε το σώμα της, η Υβόννη γύρισε και περιεργάστηκε τον προσωπικό της χώρο, που ήταν σαν ένα ξεχωριστό σπίτι. Μπορεί κάποιος διακοσμητής να έλεγε αυτό το χώρο μινιμαλιστικό, αλλά εκείνη πίστευε πως θα του ταίριαζε απλώς το λιτό.
   Η Υβόννη προχώρησε σ’ ένα πίνακα με τέσσερις διακόπτες δίπλα στο παράθυρο.
   Κλικ κλικ. Η πρώτη κρεμασμένη από την οροφή γυμνή λάμπα των εκατό βατ έσβησε για μια στιγμή, μετά άναψε πάλι. Κλικ κλικ. Το ίδιο έγινε και με την δεύτερη όμοια λάμπα. Ακολούθησαν η Τρίτη και η τέταρτη.
   Ικανοποιημένη που λειτουργούσαν όλες οι λάμπες, πέρασε στην επόμενη φάση της καθημερινής πρωινής τελετουργίας: περιδιάβασε γύρω γύρω στο δωμάτιο, ανάβοντας διαδοχικά τους έξι μικρούς προβολής που ήταν τοποθετημένοι σε στρατηγική θέση. Και αφού βεβαιώθηκε πως άναβαν όλοι, πήγε στο κέντρο του δωματίου και μελέτησε κάθε δέσμη προσπαθώντας να βεβαιωθεί ότι δεν έμενε κανένα σημείο στη σκιά. Όταν σιγουρεύτηκε πως είχε διώξει από παντού το σκοτάδι καθησύχασε τον εαυτό της ότι όλα ήταν όπως έπρεπε.
   Το βλέμμα της μετακινήθηκε δεξιά στο τραπέζι κάτω από το παράθυρο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένας υπολογιστής κι ένα τηλέφωνο. Εκεί πάνω ήταν επίσης ένα επιτραπέζιο ρολόι και ο φάκελος με τα στοιχεία της επόμενης δουλειάς της.
   Έκανε στροφή 180 μοιρών και πλησίασε το μεγάλο δρύινο ντουλάπι. Το άνοιξε διάπλατα φανερώνοντας τους δύο χωριστούς ρόλους του. Η αριστερή πλευρά έπαιζε το ρόλο ιματιοθήκης στην οποία υπήρχαν τα ρούχα της δουλειάς της. Αντρικά κουστούμια ήταν κρεμασμένα δίπλα σε γυναικεία φορέματα. Μια σειρά από εξαιρετικά καλοφτιαγμένες περούκες, από φυσική τρίχα, άλλες με μακριά και άλλες με κοντά μαλλιά, έπιαναν το ράφι πάνω από τα ρούχα. Στο δάπεδο υπήρχαν έξι ζευγάρια παπούτσια, αντρικά και γυναικεία, όλα στο ίδιο νούμερο.
   Αλλά ήταν η δεξιά πλευρά της ντουλάπας που τράβηξε το εξεταστικό βλέμμα της. Εδώ πέρα ήταν η εργαλειοθήκη της.
   Τρία φονικά μαχαίρια κρέμονταν από ειδικά φτιαγμένα κρεμαστάρια, τοποθετημένα σαν εκθέματα μουσείου, σε ανιούσα τάξη μεγέθους από αριστερά προς τα δεξιά. Και μολονότι έδειχναν σε καλή κατάσταση, η φθορά των λαβών τους μαρτυρούσε τη συχνή χρήση τους. Η Υβόννη χάιδεψε διαδοχικά τα μαχαίρια, ριγώντας από την αίσθηση της επαφής μαζί τους. Ένας βρόχος κρεμόταν από ένα άλλο κρεμαστάρι σαν παρατημένη γραβάτα. Τρία όπλα στέκονταν στο μεσαίο επίπεδο: ένα κεραμικό ημιαυτόματο περίστροφο γκλοκ των 9μμ, του είδους που δεν βρίσκουν οι ανιχνευτές μετάλλων, ένα περίστροφο ζιγκ ζάουερ κι ένα αυτόματο οπλοπολυβόλο χεκλερ κοχ. Στο κάτω μέρος, σε οριζόντιες ειδικά σχεδιασμένες θήκες, ήταν μια μεγάλης εμβέλειας καραμπίνα ακριβείας κι ένα επαναληπτικό δίκαννο. Κι ανάμεσα σ’ αυτά τα αριστουργήματα της οπλουργικής τέχνης, υπήρχαν συρτάρια και ράφια γεμάτα με εξαρτήματα και πυρομαχικά, όλα με τακτικές γραμμένες ετικέτες.
   Η Υβόννη χάιδεψε στοργικά τα υπάρχοντά της, σκουπίζοντας με προσοχή ένα λεκέ από την κάννη του χέκλερ κοχ.
   Όταν βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει, διέσχισε αθόρυβα το ξύλινο δάπεδο και πήγε ίσια στο τραπέζι στο παράθυρο. Σήκωσε στα χέρια της το φάκελο. Έβγαλε από μέσα την νέα της ταυτότητα και κοίταξε την φωτογραφία.
   «Γεια σου Στέλλα Αφεντάτου» είπε στον εαυτό της. Έριξε την ταυτότητα στο φάκελο και έβγαλε από μέσα τις φωτογραφίες του Μάριο. Κοίταξε επίμονα το πρόσωπό του. Τα διαπεραστικά μάτια του φάνηκε να της μιλάνε και να την προκαλούν. Όσο τον κοιτούσε φούντωνε μέσα της η απόφαση να τον τερματίσει. Κοίταξε το ρολόι δίπλα στο τηλέφωνο. Θα έχανε την πτήση της αν δεν έκανε ένα μπάνιο και ξεκινούσε αμέσως.
   Ξανάβαλε απρόθυμα τις φωτογραφίες στο φάκελο και πήγε στην μπανιέρα που υπήρχε στην άλλη άκρη της αποθήκης. Δεν έπρεπε να ανέβει ξανά στο σπίτι. Δεν έπρεπε να δει κανέναν πριν φύγει.
   Η πτήση της ήταν σε πέντε ώρες. Θα έφευγε από το σπίτι σε λιγότερο από μια ώρα και με τη μηχανή της ήθελε κάτι λιγότερο από μισή ώρα να φτάσει στο αεροδρόμιο.  Το βράδυ θα ήταν στο Παρίσι, θα περνούσε τη βραδιά της σε ένα φτηνό ξενοδοχείο και το πρωί θα συναντούσε το σύνδεσμο που της είχε πει ο σκλάβος για να της δώσει ότι είχε ζητήσει για τη δουλειά.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #18 στις: Δεκεμβρίου 20, 2011, 12:31:25 μμ »
Η εντυπωσιακή γυναίκα με τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα γαλανά μάτια κατηφόριζε την τη λεωφόρο σιγοσφυρίζοντας. Το φως του χλωμού απογευματινού ήλιου γυάλιζε στα μαλλιά της και σχημάτιζε μια ανταύγεια σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της. Η σχεδόν αγγελική εμφάνιση της γυναίκας γινόταν ακόμη πιο έντονη από τα μαύρα ρούχα της. Μόνο τα κόκκινα σαν αίμα τριαντάφυλλα που εξείχαν από το σάκο που κρατούσε στο αριστερό της χέρι και το εφαρμοστό δερμάτινο παντελόνι που χωνόταν μέσα στις μαύρες δερμάτινες μπότες της έστρεφαν τη σκέψη σε κάποιο πιο εγκόσμιο πάθος. Ακόμα και το σιγανό της σφύριγμα συνοδευόταν από ένα γαλήνιο χαμόγελο απόλυτης ευδαιμονίας, που φώτιζε το πανέμορφο πρόσωπό της.
   Οι περαστικοί γύριζαν και την κοιτούσαν με θαυμασμό. Δεν μπορούσαν βέβαια να ξέρουν πως αυτή η γυναίκα βρισκόταν στο δρόμο προς την πραγματοποίηση μιας εκτέλεσης.
   Η Υβόννη έπαιξε τα βλέφαρά της πάνω από τους έγχρωμους φακούς επαφής που έκρυβαν το πραγματικό χρώμα των ματιών της. Έβλεπε ήδη το διαμέρισμα του Μάριο. Είχε θέα στο πάρκο. Ήταν εντυπωσιακό. Έβγαλε ένα ζευγάρι σκούρα ΡευΜπαν από το μαύρο σάκο της και τα φόρεσε. Βρισκόταν μόνο λίγα μέτρα από την ψηλή πολυκατοικία, στην περιφέρεια της πόλης. Ένιωσε τη γνωστή έξαψης και της προσμονής της εκτέλεσης να γεμίζουν σαν παχύρευστο σιρόπι το στομάχι της.
   Ο ντυμένος με λιβρέα θυρωρός στεκόταν κάτω από την τέντα της εισόδου. Μπορεί να φάνταζε τεράστιος με τη λακέδικη στολή του αλλά δεν αποτελούσε απειλή για την άριστα εκπαιδευμένη Υβόννη. Και όπως όλοι οι θυρωροί, έτσι και εκείνος, έγειρε διακριτικά την ράχη του μόλις την είδε να πλησιάζει. Ο θυρωρός γνώριζε πως ο Μάριο περίμενε κάποια πόρνη, και ήξερε πότε έπρεπε να προσέξει αυτούς που ήθελαν να μπουν απαρατήρητοι στην ακριβή κατοικία που φύλαγε. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως πληρώνονταν αδρά από τους ενοίκους, τόσο για να αποτρέπουν την είσοδο σε ανεπιθύμητα άτομα, όσο και για να την επιτρέπουν διακριτικά σε επιθυμητά. Η Υβόννη επέτρεψε ένα ακόμα αχνό χαμόγελο στον εαυτό της. Της άρεσε η ειρωνεία του πράγματος, καθώς φαντάστηκε το Μάριο να χαρτζιλικώνει το θυρωρό της πολυκατοικίας για να κάνει τα στραβά μάτια στην είσοδο της δολοφόνου του.
   Η Υβόννη έριξε μια γρήγορη ματιά στο θυρωρό, πέρασε αεράτη στο μισοσκότεινο μαρμάρινο προθάλαμο του κτηρίου και συνέχισε με αυτοπεποίθηση για το ασανσέρ. Κοίταξε το ρολόι της μόλις έκλεισε η πόρτα του ανελκυστήρα: 14:52. Ο Μάριο την περίμενε στις 15:00. Είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή της.
   Βγήκε στον έβδομο όροφο και προχώρησε ίσια στο κλιμακοστάσιο, όπου σκόπευε να περιμένει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Από ένα διακόπτη στα δεξιά της, έβγαινε ένα αμυδρό φως. Τον πίεσε και το δυνατό φως γέμισε το χώρο. Έψαξε λίγο στο σάκο της και έβγαλε από μέσα ένα ζευγάρι χειρουργικά γάντια. Τα πέρασε με επιδέξιες κινήσεις στις παλάμες της και ξανάσκυψε στο σάκο της. Πρώτη της δουλειά ήταν να ελέγξει τη βιντεοκάμερα. Δεν υπήρχε κασέτα μέσα φυσικά αλλά θα έκανε τη δουλειά της. Κι όταν πρόσεξε το ένα από τα τρία έμπιστα μαχαίρια της, ανήμπορη να αντισταθεί στον πειρασμό το τράβηξε από θήκη του για να χαϊδέψει λίγο την καμπύλη κοφτερή λεπίδα του. Αλλά το ξανάβαλε γρήγορα στη θήκη του και ψάχνοντας κάτω από τα κόκκινα τριαντάφυλλα, αναζήτησε στα τυφλά τα υπόλοιπα τρία μικρότερα αντικείμενα. Ένα ρολό ανθεκτικής αυτοκόλλητης ταινίας, μια στραγγάλη, και μια μαύρη πένα που έμοιαζε απόλυτα συνηθισμένη ως τη στιγμή που έβγαλε το καπάκι της και αποκάλυψε την ασυνήθιστα μακριά γραφίδα –όχι πολύ κοντύτερη από τη βελόνα υποδόριας ένεσης. Φύσηξε μια φορά τη γραφίδα για να βεβαιωθεί ότι ήταν καθαρή και μετά ξανάβαλε το καπάκι κι έριξε την πένα στο σάκο.
   Ένιωσε το δέος της επερχόμενης εκτέλεσης να πλημμυρίζει το στήθος της. Ήταν πάλι σαν άγγελος τιμωρός, μια μάστιγα.
   Άνοιξε την πόρτα του κλιμακοστασίου στον έβδομο όροφο κι έριξε μια ματιά στο διάδρομο. Στο βάθος διέκρινε καθαρά τη σκούρα ξύλινη πόρτα με το μεγάλο μπρούτζινο 70 στη μια πλευρά. Ο Μάριο θα πρέπει να ήταν μονάχος μέσα, περιμένοντας τρία χτυπήματα και μια ανθοδέσμη κατακόκκινα τριαντάφυλλα στο χαλάκι της πόρτας. Πολύ συγκινητικό, σκέφτηκε η Υβόννη χωρίς ίχνος χαμόγελου στα χείλη της αυτή τη φορά.
   Τα φώτα έσβησαν ξαφνικά στο κλιμακοστάσιο, αλλά πριν την τυλίξει το σκοτάδι πρόλαβε και πάτησε το διακόπτη. Το ρολόι χτύπησε σιγανά στον καρπό της, το κοίταξε: 14:59. Ήταν ώρα.
   Προχώρησε στην παχιά μοκέτα του διαδρόμου, άφησε τα τριαντάφυλλα έξω από το διαμέρισμα 70, μετά κόλλησε την πλάτη στον τοίχο στ’ αριστερά της εξώπορτας. Η αχνή μυρωδιά φρέσκιας μπογιάς έφτασε τότε στα ρουθούνια της αυξάνοντας για κάποιο λόγο την υπερδιέγερσή της. Το δεξί της χέρι έπαιζε με τη στραγγάλη που είχε στην τσέπη της, σαν να ήταν κομπολόι. Έλεγξε την αναπνοή της και άπλωσε στην εξώπορτα τις αρθρώσεις των δαχτύλων της.
   Τοκ. Τοκ. Τοκ.
   Κάποιος κινήθηκε μέσα στο διαμέρισμα. Ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν στην εξώπορτα.
   Η καρδιά της χτυπούσε τρελά, σαν να ήθελε να βγει από το στήθος της. Έλεγξε άλλη μια φορά το διάδρομο. Δεν ήταν ώρα για ενοχλητικούς.
   Άκουσε ένα σύρτη να τραβιέται και μια αλυσίδα να αποσυνδέεται. Ένα κλειδί γύρισε στην κλειδαριά, ύστερα άλλο ένα. Έπαιρνε αρκετά μέτρα ασφαλείας, σκέφτηκε βλοσυρά η Υβόννη. Ένιωσε ανεπαίσθητη μεταβολή της θερμοκρασίας του αέρα όταν άνοιξε η πόρτα. Πρέπει να έκανε πολύ ζέστη μέσα στο δωμάτιο. Άκουσε μια βαθιά εισπνοή και το ξαναμμένο γελάκι του άντρα όταν έσκυψε να πάρει τα τριαντάφυλλα.
   Η Υβόννη άφησε τα μακριά μαλλιά της να πέσουν στο πρόσωπό της και μ’ ένα βήμα βρέθηκε μπροστά στο Μάριο με το τη ζώνη του εφαρμοστού παντελονιού της εκατοστά μόνο μακριά από το κεφάλι του. Το γεγονός ότι ο παραγωγός είχε σκύψει δεν την εμπόδισε να καταλάβει ότι ήταν κοντός άντρας, λιγότερο από 1,70. Είχε αραιά κοντά μαύρα μαλλιά και σώμα που ακόμα και με το φαρδύ μεταξωτό του πουκάμισο φαινόταν ότι είχε παχύνει από καιρό. Η Υβόννη δύσκολα μπορούσε να τον φανταστεί να παίρνει ρόλο σε κάποια από τις ταινίες του.
   Τον είδε να ορθώνει αργά το σώμα μην μπορώντας όμως να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τις μπότες της. Κρατούσε στα χέρια του τα τριαντάφυλλα. Σήκωσε τελικά το κεφάλι, υψώνοντας το πεινασμένο βλέμμα του. Η Υβόννη πάντα σιχαινόταν τα γεμάτα λαγνεία μάτια αυτού του είδους των ανθρώπων, που της θύμιζαν το ορφανοτροφείο και μια περίοδο της ζωής της που προτιμούσε να ξεχάσει.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #19 στις: Δεκεμβρίου 20, 2011, 12:31:50 μμ »
«Γεια χαρά, μωρό μου» είπε ξαναμμένος ο Μάριο, τρίβοντας ασυνείδητα τον καβάλο του με το χέρι του. «Θεέ μου, να ‘ξερες πόσο χαίρομαι που ήρθες τελικά με κόπο κρατιέμαι από τη στιγμή που μιλήσαμε στο τηλέφωνο». Πισωπάτησε στο διαμέρισμα καλώντας τη να τον ακολουθήσει.
   «Έφερες και τίποτα παιχνίδια να παίξουμε τα δυο μας;»
   «Μάλλον απάντησε η Υβόννη αλλοιώνοντας ελαφρά τη φωνή της.
   Φαίνετε πως η φωνή δεν ήταν αυτή που περίμενε να ακούσει ο Μάριο, και ξαφνικά την ξανακοίταξε περίεργα. «Τι διάολο, ψήλωσες ξαφνικά;»
   Η Υβόννη χαμογέλασε κι έκανε ένα δυο βήματα προς το μέρος του, φέροντας μπροστά τα χέρια της, σαν να ετοιμαζόταν να τον σφίξει στην αγκαλιά της.
   «Μπα, δεν νομίζω. Είμαι χρόνια σ’ αυτό το ύψος».
   Ο Μάριο είχε κατσουφιάσει τώρα καθώς η λαγνεία είχε αντικατασταθεί από καχυποψία και φόβο. Ήταν φανερό πως είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αλλά η Υβόννη αδιαφόρησε, ήταν πια πολύ αργά για εκείνον. Τώρα βρισκόταν μέσα στο σπίτι του. Κι ενώ τα χείλη του πρόφεραν κιόλας την οργισμένη ερώτηση «ποια στο διάβολο είσαι εσύ;» η Υβόννη τύλιξε τη στραγγάλη στο λαιμό του, πνίγοντας τη φωνή του με εμπειρία αντάξια καλού χειρούργου. Ο Μάριο άφησε αμέσως τα τριαντάφυλλα να πέσουν αγκομαχώντας και σπαρταρώντας σαν αγκιστρωμένο ψάρι, καθώς πάλευε μάταια να χαλαρώσει το συρματόσκοινο που του έσφιγγε το λαρύγγι.
   Για ποιο λόγο αντιδρούν πάντα έτσι; αναρωτήθηκε η Υβόννη, κοιτάζοντας τα γουρλωμένα από τρόμο μάτια του. Κανείς τους δεν κατέφευγε στην πολύ πιο λογική αντίδραση να συγκεντρώσει όλη του τη δύναμη στα δάχτυλά της, μήπως καταφέρει να τα ανοίξει ένα-ένα για να χαλαρώσει τη θανάσιμη λαβή της. Αντίθετα τα έβαζαν πάντα στο συρματόσκοινο της στραγγάλης, αυτό που έκοβε κιόλας το λαρύγγι τους. Ήταν τόσο ανόητο, τόσο μάταιο.
   Η Υβόννη έριξε μια γρήγορη ματιά στο άνετο διαμέρισμα, σταματώντας στη μεριά του καθιστικού με τις ανοιχτόχρωμες δερμάτινες πολυθρόνες και την τεράστια σε περίοπτη θέση τηλεόραση. Τραβώντας το Μάριο σαν κλαψιάρικο σκυλί από το λουρί, τον οδήγησε πέρα από το φανταχτερό τζάκι και τον πέταξε στην πολυθρόνα, απέναντι από τη μεγάλη τηλεόραση.
   Χαλάρωσε για λίγο τη στραγγάλη, αλλά πριν προλάβει ο Μάριο να ξαναβρεί την ανάσα του, εκείνη πήρε ένα μικρό μαρμάρινο αυγό από τη φωλιά παρόμοιων αντικειμένων τέχνης που βρίσκονταν πάνω από το τραπεζάκι πλάι της και το έχωσε στο στόμα του. Έβγαλε μετά το ρολό της κολλητικής ταινίας, έσκισε μια μακριά λωρίδα και του σφράγισε πέρα ως πέρα τα χείλη. Χωρίς παύση, άρχισε να τυλίγει την ταινία γύρω από το κορμί του στην πολυθρόνα, ακινητοποιώντας τον μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ακινητοποίησε επίσης τα ανοιχτά βλέφαρά του κολλώντας τα με την ταινία έτσι που μόνο οι πανικόβλητες χάντρες των ματιών του μπορούσαν να κινηθούν. Που πήγε η λάγνα έκφρασή του τώρα; Άπλωσε το χέρι στο σάκο και έβγαλε τη βιντεοκάμερα. Το θήραμά της ήταν εντελώς ανίσχυρο τώρα και είχε όσο χρόνο ήθελε για να κάνει τη δουλειά της.
   Της πήρε ένα δυο λεπτά να βρει τα τηλεχειριστήρια πάνω στη λεία φαινομενικά χωρίς κουμπιά συσκευή, αλλά ο χειρισμός της αποδείχτηκε σχετικά εύκολος. Αφού σύνδεσε όλα τα καλώδια, έστησε τη βιντεοκάμερα πάνω στην τηλεόραση και γύρισε το φακό στο φιμωμένο πορνοπαραγωγό. Άπλωσε μετά το χέρι της στα τηλεχειριστήρια και άναψε τις δύο συσκευές. Η οθόνη της τηλεόρασης τρεμόπαιξε και μετά γέμισε ολόκληρη από το πάνω μέρος του μετώπου του Μάριο. Η ευκρίνεια ήταν εκθαμβωτική και η Υβόννη κυριολεκτικά μαγεύτηκε από το πόσο καθαρά έβλεπε κάθε στάλα ιδρώτα που ανέβλυζε από τις άκρες των αραιών μαλλιών του.
   «Εκνευρισμένο σε βλέπω Μάριο» του είπε με την κανονική φωνή της και με ύφος ανάλογο με αυτό που υιοθετούν οι οδοντίατροι στους φοβητσιάρηδες ασθενείς. «Κι έλεγα πως θα έχεις συνηθίσει πια στις οντισιόν». ρύθμισε το φακό ανοίγοντας το ζουμ της βιντεοκάμερας ώσπου έφτασε να δείχνει το μοντέλο της από τη μέση και πάνω. Υγροί κύκλοι ιδρώτα είχαν αρχίσει να λεκιάζουν τις μασχάλες του μεταξωτού πουκαμίσου του Μάριο ενώ κοίταζε με ικετευτικό και φοβισμένο βλέμμα και οι μύες του πάλευαν να σπάσουν τα δεσμά της ταινίας. Η Υβόννη χαμογέλασε. Τα μάτια το Μάριο είχαν γουρλώσει και κόντεψαν να πεταχτούν έξω από τις κόχες τους, όταν την είδε να βγάζει το μαχαίρι της από το σάκο και να το τραβά από τη θήκη του/
   «Λοιπόν» του είπε όπως πήγαινε να σταθεί πίσω του, κρατώντας στο αριστερό της χέρι το τηλεχειριστήριο της κάμερας και στο δεξί το μαχαίρι. «Ας αρχίσει η παράσταση».
   Χαμήλωσε το πρόσωπό της φέρνοντάς το στο ύψος του δικού του, έτσι που φαίνονταν καθαρά και οι δύο τους στην οθόνη. Κόλλησε μετά το στόμα της στο αυτί του και ψιθύρισε σαν τρυφερή ερωμένη: «Είδα πρόσφατα λίγη από την εξειδικευμένη δουλειά σου και μολονότι δεν ελπίζω να τη συναγωνιστώ, θα ήθελα να αντιμετωπίσεις τη δική μου σαν απλή εκδήλωση σεβασμού από ένα ερασιτέχνη. Και θυμήσου τι λέει η Βίβλος: ‘’Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν θα λάβεις’’». Ζουμάρισε μετά το φακό στο λαρύγγι του, γεμίζοντας ουσιαστικά την οθόνη με το ιδρωμένο καρύδι του, που ανεβοκατέβαινε νευρικά, έπειτα πέρασε το μπράτσο της στο σβέρκο του και έβαλε τη μύτη του μαχαιριού στο λαρύγγι του. Τον ένιωσε να συστρέφετε ανάμεσα στα μπράτσα της, αλλά δεν τον άφηνε να της χαλάσει το πλάνο.
   Καθώς έχωνε αργά την κοφτερή μύτη του μαχαιριού στη σάρκα του, ύψωσε το φακό από το λαιμό στα μάτια του, ζουμάροντας ώσπου φαινόταν μόνο οι γεμάτοι τρόμο βολβοί του στην οθόνη. Ο Μάριο πάλεψε απεγνωσμένα να κλείσει τα βλέφαρά του ή να τα στρέψει μακριά από το φακό, αλλά η ταινία τα κράτησε ακίνητα ορθάνοιχτα. Κι όπως έσερνε αργά την κόψη κατά μήκος του λαιμού του, χαράσσοντας όποιον ιστό έβρισκε, ο Μάριο αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τα κατάβαθα της ίδιας του της ψυχής –έντρομο αστέρι, αλλά και θεατής της σαδομαζοχιστικής ταινίας που πρωταγωνιστούσε. Οι τρεμάμενες κόρες των ματιών του αναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν όλη την αγωνία του ως το θάνατό του –ακόμα και την τέλεια στιγμή που αποζητούσε πάντα η Υβόννη, την τέλεια αναλαμπή των διεσταλμένων ματιών που πρόδιδε την αναχώρηση μιας καταραμένης ψυχής.
   Λίγο πριν φτάσει η λεπίδα στην καρωτίδα, η Υβόννη σταμάτησε να σφυρίξει στο αυτί του: «Θα πεθάνεις τώρα και θα πας στην κόλαση» και αμέσως έμπηξε τη λεπίδα βαθιά στο λαιμό του.
   Η Υβόννη αναστέναξε βαθιά. Ο φόνος είχε εκτελεστεί. Μπορούσε να φύγει τώρα. Ήταν η Νέμεσις, επαγγελματίας εκδικητής που εκτέλεσε ένα ακόμα τέλειο φόνο. Κανένα λάθος κι αυτή τη φορά.
   Έλεγξε το διάδρομο του έβδομου ορόφου, βεβαιώθηκε ότι είναι άδειος κι έφυγε ήσυχα από το διαμέρισμα, κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω της. Ένιωσε σαν να έκλεισε την πόρτα στη μέχρι τώρα ζωή της. Σαν να τα άφηνε όλα πίσω της. Θα έκανε αυτό που είχε υποσχεθεί στο σκλάβο της. Αυτή θα ήταν η τελευταία δουλειά της.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #20 στις: Δεκεμβρίου 21, 2011, 11:28:53 πμ »
Κεφάλαιο 6

Ο υπηρέτης καθόταν οκλαδόν κάτω στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας της Υβόννη και διάβαζε ξανά όσα είχε γράψει στο ημερολόγιο που κρατούσε από τότε που έφυγε η Υβόννη για την δουλειά της. Ο επιστάτης βρίσκονταν στους στάβλους και ο σκλάβος είχε φύγει μαζί με την κυρά για να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες. Εκείνος είχε τελειώσει τις δουλειές και δεν έχασε την ευκαιρία της απουσίας της κυρίας για να εισβάλει στο ιερό της. Η πράξη του αυτή τον έκανε να αηδιάζει. Το γεγονός ότι λαθραία μπήκε στην κρεβατοκάμαρά της, σέρνονταν στη συνείδησή του σαν ψείρα. Απεχθανόταν και περιφρονούσε τον εαυτό του, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπει στο δωμάτιο. Όταν άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας και είδε τις δερμάτινες μπότες της ιππασίας, η συνείδηση έπεσε από πάνω του σαν δέρμα φιδιού, αφήνοντάς τον ελεύθερο, δίνοντας σβελτάδα στις κινήσεις του καθώς τις έπαιρνε στα χέρια του και κάνοντας τα μάτια του να λάμψουν μ’ ένα αυθάδικο, προκλητικό βλέμμα.
   Δεν θα έμενε εκεί παρά μονάχα για λίγα λεπτά. Όταν κανείς ήξερε τι ήθελε, δεν του έφταναν παρά μονάχα λίγα λεπτά. Το μόνο που ήθελε ήταν να αγγίξει με τη γλώσσα του τις σόλες. Και το έκανε.
   Αρκετά αργότερα, έξω από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, γκρίζα σύννεφα έκρυβαν τον γαλανό ουρανό και ο άνεμος έσπρωχνε τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας στους βράχους, σάρωνε τη λοφοπλαγιά, και φούσκωνε τις κουρτίνες σαν πανιά.
   Σηκώνοντας τα μάτια του από το ημερολόγιο, κοίταξε γύρω του την κρεβατοκάμαρα της έπαυλης, και τον κυρίεψαν τέτοια μπερδεμένα συναισθήματα που ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Το πιο έντονο και οδυνηρό ήταν  η νοσταλγία που ένιωθε για την κυρία του και την ευτυχία που πίστευε πως θα έπρεπε να ζουν εκεί. Τη φανταζόταν πως του έλεγε πως έδιωξε τον άλλο σκλάβο και εκείνος την έπιανε και την σήκωνε ξεφωνίζοντας από χαρά μέσα στην αγκαλιά του. Έπειτα θα κατέβαιναν στην παραλία πιασμένοι από τα χέρια και θα κολυμπούσαν γυμνοί. Αλλά μια αβάσταχτη θλίψη κατάπιε σύντομα τη φανταστική χαρά του, μετατρέποντάς τη σε φαινομενικά ασταμάτητο πόνο, γιατί, πέρα από άλλες αμφιβολίες που τον βασάνιζαν, ήταν στη μέση το γεγονός ότι η κυρά του ήταν απόλυτα δοσμένη σε εκείνον τον άλλον, και ότι μαζί μοιράζονταν καταστάσεις που σε κείνον δεν είχε ποτέ επιτρέψει να ζήσει.
   «Δοξάζω μόνο το θεό» είχε γράψει στο ημερολόγιό του «που κανείς δεν μπορεί να δει τι νιώθω μέσα μου, γιατί θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να καταλάβουν πόσο δυστυχισμένη και απαρηγόρητος αισθάνομαι». Εκτός από δυστυχία όμως ένιωθε και οργή και μνησικακία. Το μυαλό της φλέγονταν από το μίσος για το σκλάβο που είχε τολμήσει να παρεισφρήσει στη ζωή τους, που γνώριζε περισσότερα πράγματα για την κυρία του, που ήταν μαζί της όταν εκείνη γύριζε στο σπίτι μετά τις δουλειές της. Είχε την αίσθηση πως όλες του οι αναμνήσεις, όλα του τα όνειρα, είχαν ξεριζωθεί βάναυσα από το πιο πολύτιμο κομμάτι της καρδιάς του και είχαν συρθεί στη λάσπη από το χέρι αυτού του αλαζόνα σκλάβου.
   Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ίσως ο επιστάτης να είχε δίκιο. Το να βρίσκεται εκεί μέσα στην κρεβατοκάμαρά της ήταν πολύ πιο δύσκολο και οδυνηρό απ’ όσο νόμιζε. Ήθελε πολύ να το ξεπεράσει. Η κυρά του όμως με το σκλάβο σε μια πράξη περιφρονητική απέναντι στα αισθήματά του βεβήλωναν ακόμα στο μυαλό του το κρεβάτι που έβλεπε τώρα μπροστά του.
   Όπως είχε γράψει στο ημερολόγιό του, δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί χωρίς εκείνη, και ήθελε να μπορούσε να μην επιτρέψει στον άλλο σκλάβο να την πλησιάσει.
   Σκύβοντας πάλι στο ημερολόγιο άρχισε να διαβάζει.
   «Παρ’ όλο που λαχταρώ να μένω μόνος εδώ στο δωμάτιό της, και να μην μοιράζομαι τον πόνο μου με κανέναν, αμέσως μόλις φεύγει η κυρία νιώθω άδειος και ανυπομονώ να γυρίσει. Δεν της το λέω φυσικά. Δεν μπορώ. Δεν μου επιτρέπετε. Αν της το έλεγα θα με τιμωρούσε. Μπορεί και να με έδιωχνε. Είναι τόσο λεπτή και δύσκολη η κατάσταση που βιώνω, που επιμελώς προσπαθώ να μην αγγίζω τέτοιου είδους θέματα».
   Τα μάτια του έκλεισαν και βυθίστηκε στο όνειρο.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #21 στις: Δεκεμβρίου 21, 2011, 11:29:27 πμ »
Άκουσε το γέλιο της κυρίας γάργαρο μέσα στο μυαλό του. Την είδε εκεί να ξεπροβάλει από την πόρτα. Ένιωθε το φόβο και την αδρεναλίνη να κυλούν στις φλέβες του. Εκείνη ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί  κι όμως χαμογελούσε ερωτικά, προκλητικά. Φορούσε ένα φόρεμα μακρύ, ριχτό, και κατάφερνε να αποκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα έκρυβε. Την κοίταξε και με το μυαλό του είδε λάγνες εικόνες παραστατικές, σαν εκείνες που έκανε με τον άλλο σκλάβο πριν φύγει.
   Πέρασε από το κατώφλι της πόρτας και την ακολούθησε με το βλέμμα του καθώς πέταγε από πάνω της το φόρεμα, μένοντας με το στρινγκ και τις ψηλοτάκουνες γόβες της. Εκείνος σηκώθηκε και έκλεισε την πόρτα. Η στύση του ήταν σκληρή σαν πέτρα. Σκέφτηκε να ξεκουμπώσει το φερμουάρ για να δει και εκείνη τη δύναμη του πόθου του, αλλά δεν ήθελε να κάνει κάτι χωρίς εκείνη να του πει.
   Πήγε δίπλα της. Χάιδεψε με την παλάμη του την γυμνή απαλή επιδερμίδα της. «Είσαι μια σκληρή ακόλαστη μάγισσα. Με βασανίζεις μ’ ένα τρόπο που κάνει τον πόνο μου αβάσταχτο και με τρελαίνει από πόθο».   
   «Μα φυσικά. Γι αυτό το κάνω» αποκρίνετε εκείνη.
   Της χαμογέλασε και η κυρία έπεσε ανάλαφρα στην καρέκλα της και με μια απίστευτη χάρη τίναξε ένα ένα τα πόδια της και πέταξε από πάνω της τις γόβες που φορούσε. Έγειρε το σώμα της πίσω τεντώνοντας τον γεμάτο χάρη μακρύ λαιμό της, και εκείνος έπιασε τα πόδια της και τα ακούμπησε πάνω στα γόνατά του.
   «Αυτά που γράφεις για μένα είναι το μυστικό μας. Κανείς δεν γνωρίζει γι’ αυτά παρά μόνο εμείς» του υποσχέθηκε.
   Το βλέμμα του σάρωνε το κορμί της. «Είστε σίγουρη κυρία πως δεν σας προσβάλουν;»
   Η Υβόννη ανασήκωσε τα φρύδια. «Με συναρπάζουν».
   «Τι λέει λοιπόν το τελευταίο σου ποίημα;» τον ρώτησε.
   «Το έγραψα επειδή σκεφτόμουν εσένα. Θέλεις να σου το διαβάσω;»
   «Στα όνειρά σου μπορείς να μου κάνεις ότι θέλεις».
   Το χαμόγελό του αχνό γεμάτο δυστυχία, καθώς έτριβε τους λεπτούς της αστραγάλους με τα δάχτυλά του.
   «Δεν βλέπω τίποτα άλλο εκτός από σένα» της είπε.
   «Πες μου το ποίημά σου» μουρμούρισε εκείνη νυσταγμένα.
   «Έχει τίτλο: Η Ωραία Κυρία Χωρίς Οίκτο».
   «Αυτό είναι του Τζον Κητς» είπε χαμογελώντας «αλλά θέλω να σε ακούσω να μου το λες».
   «Αχ, τι μπορεί να πονά τόσο, άθλια ύπαρξη, /Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός; /Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη, /Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό./ Αχ, τι προκαλεί τόσο πόνο, άθλια ύπαρξη,/ Τόσο ωχρός και τόσο δυστυχής/ Η σιταποθήκη του σκίουρου είναι γεμάτη,/ Και τελείωσε η συγκομιδή./ Βλέπω μια μαργαρίτα στο μέτωπό σου/ Με υγρή αγωνία και πυρετώδη δροσιά,/ Και στο μάγουλό σου ένα ξεθωριασμένο ρόδο/ Που και αυτό γρήγορα εξασθενεί/ Συνάντησα μια γυναίκα στα λιβάδια,/ Γεμάτη ομορφιά, ένα παιδί νεράιδας:/ Τα μαλλιά της ήσαν μακριά,/ τα πόδια της ήσαν ελαφριά,/ Και τα μάτια της ήσαν άγρια./». Κοιτάζοντας τα χέρια του που μάλαζαν τη μαλακή σάρκα της, ανέβηκαν ως το γόνατό της. «Την ανέβασα στο άτι μου που περπατούσε/ Και τίποτ’ άλλο δεν είδα όλη μέρα./ Στα πλάγια έγερνε, και τραγουδούσε/ Τραγούδια από αερικά φτιαγμένα./ Έφτιαξα ένα στεφάνι για το κεφάλι της,/ Και βραχιόλια και μια ζώνη ακόμα, όλα ευωδιαστά./ Με κοίταξε λες κι έκανε έρωτα,/ Και αναστέναζε γλυκά/ Μου βρήκε ρίζες γλυκιάς νοστιμιάς,/ Και άγριο μέλι, και μάννα δροσερό/ Και σίγουρα σε παράξενη γλώσσα είπε,/ «Αληθινά σε αγαπώ!»/».
   «Μμμ», έκανε εκείνη, σηκώνοντας τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της. «Συνέχισε».
   «Με πήρε στην ξωτική σπηλιά της,/ Και εκεί ατενίζοντας βαθιά αναστέναξε,/ Και εκεί έκλεισα τα άγρια, θλιμμένα της μάτια/ Φιλώντας την για να κοιμηθεί./ Και εκεί μισοκοιμηθήκαμε στα βρύα/ Και εκεί ονειρεύτηκα, αχ! συφορά,/ Το τελευταίο όνειρο που ονειρεύτηκα ποτέ/ Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά./ Είδα χλωμούς βασιλιάδες, και πρίγκιπες ακόμα,/ Χλωμούς πολεμιστές, χλωμοί ήσαν όλοι σα τον χάρο/ Που ουρλιάξανε – «La Belle Dame sans merci/ Έχει εσένα σκλάβο!»/ Είδα τα πεινασμένα τους χείλη στο λυκόφως,/ Προειδοποίηση φριχτή έχασκε πλατιά,/ Και ξύπνησα και με βρήκα εδώ,/ Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά/ Και γι’ αυτό παραμένω εδώ,/ Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός,/ Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη,/ Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό./».
   «Σε χτύπησα καθόλου;» τον ρώτησε.
   «Ανελέητα».
   Η κυρία του αναστέναξε εκστατικά καθώς τα χέρια του άρχισαν να ταξιδεύουν ανάμεσα στους μηρούς της. Και τότε σαν να μην ήθελαν να χαλάσουν την ερωτική ένταση του χαδιού, έμειναν ακίνητα, καθώς τα δάχτυλά του γλιστρούσαν όλο και πιο κοντά στο στόχο τους.
   «Πολύ σύντομα» της ψιθύρισε αγγίζοντας το τρίχωμα της ήβης της «τούτο εδώ θα πλημμυρίσει από μένα».
   «Είσαι ο σκλάβος μου;»
   «Για πάντα».
   Το όργανό του ήταν μια τερατώδης μάζα που παλλόταν. Πίεζε τα ρούχα του για να ελευθερωθεί, ξέροντας το στόχο και θέλοντας να βρεθεί εκεί και μόνο εκεί αμέσως. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς ξεκούμπωνε τη ζώνη του.
   Σηκώθηκε και το όργανό του ήταν ελεύθερο, ταλαντευόταν έξω από το παντελόνι του και τεντωνόταν προς το μέρος της. Εκείνη το κοίταξε, έπειτα τον κοίταξε στα μάτια, και πίσω από την έκπληξή της ο υπηρέτης διέκρινε ένα ίχνος νευρικότητας. Την έπιασε από τις μασχάλες και τη σήκωσε όρθια.
   «Τι κάνεις…»
   Προσπαθούσε να του ξεφύγει, αλλά όχι ιδιαίτερα πειστικά, ώστε αυτός να θεωρήσει πως είχε πρόθεση να του ξεφύγει. Την έριξε κάτω και την γύρισε μπρούμυτα. Την τράβηξε να μείνει στα γόνατα, κρατώντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη, την άκουσε να γελάει και να τον προκαλεί να γίνει ακόμα πιο βάναυσος. Στήθηκε από πίσω της και βρίσκοντας την είσοδο την διαπέρασε με όλη του τη δύναμη. Η ένταση της κραυγής της τον ξετρέλανε και αρπάζοντάς την από τους γλουτούς, άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω και να γρυλίζει σαν κτήνος, ενώ οι πνιχτές ικεσίες της να τη λυπηθεί έβαλαν φωτιά στο αίμα του, φέρνοντάς τον σε σημείο έκρηξης.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #22 στις: Δεκεμβρίου 21, 2011, 11:31:44 πμ »
Και ξαφνικά βρέθηκε εκεί –βογκώντας και κοντανασαίνοντας, ψελλίζοντας ασυνάρτητα, τρέμοντας σύγκορμος από την ορμητικότητα του οργασμού, που ήταν χειρότερος από τρέλα, που τον έσπρωχνε σαν τη βολίδα κατευθείαν προς την καρδιά του εχθρού του, συντρίβοντας κάθε αντίσταση, για να τον αποθέσει σ’ ένα τοπίο τρομαχτικά γνώριμο, όπου η δυστυχία και ο φόβος έσμιγαν με το ξάφνιασμα και την ανακούφιση επειδή ξαφνικά βρισκόταν μόνος στο δωμάτιο της κυρίας του. Χρειάστηκε χρόνο να συνέλθει από το όνειρο. Ήταν εκεί. Έμενε ακόμα στα μάτια του. Ο χρόνος όμως δεν ήταν σύμμαχος γιατί η φωνή της ήταν εκεί, ακούστηκε καθαρά.
   «Τι ακριβώς κάνεις στην κρεβατοκάμαρά μου;»
   Ο υπηρέτης κουλουριάστηκε μπροστά της και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ανασήκωσε τρέμοντας το κεφάλι του. Είδε το κατακόκκινο πρόσωπό της. Είδε το βλέμμα της που πετούσε φωτιές καθώς τον κοίταζε από την ανοιχτή πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Έσκυψε πάλι το κεφάλι και το ακούμπησε στο πάτωμα.
   «Προς μεγάλη σου ίσως απογοήτευση, γύρισα».
   «Όχι κυρία, δεν απογοητεύτηκα».
   «Ποιος σου έδωσε την άδεια να μπεις εδώ μέσα; Τι έκανες; Σκάλιζες τα πράγματά μου;»
   «Όχι κυρία, προς θεού. Συγύριζα το δωμάτιο να το βρείτε καθαρό και έγραφα το ημερολόγιό μου…» ο υπηρέτης δαγκώθηκε. Δεν ήθελε να μάθει κανείς για το ημερολόγιό του. Πόσο μάλλον η κυρία του.
   «Ημερολόγιο;»
   «Μάλιστα κυρία».
   «Δωσ’ το μου εδώ» είπε και εκείνος ανασηκώθηκε μπουσούλισε προς το μέρος της και το απόθεσε διστακτικά στο απλωμένο της χέρι. Μετά ακούμπησε πάλι το μέτωπο στο πάτωμα μπροστά στα πόδια της. 
   Η Υβόννη πήρε μερικές βαθιές ανάσες και τον κοίταξε έντονα όπως κείτονταν μπροστά στα πόδια της. Ύστερα, σήκωσε το κεφάλι του με την άκρη του παπουτσιού της. «Θα το διαβάσω μετά και θα σκεφτώ την τιμωρία σου. Και τώρα φύγε από δω μέσα να μην σε βλέπω» του είπε απότομα. «Αηδιάζω που σε βλέπω».
   Πισωπάτησε μέχρι την πόρτα βιαστικά, φανερά ταραγμένος και βγήκε. Ίσως αναγνώρισε και εκείνος, πως η Υβόννη του είπε να φύγει για τη δική του προστασία. Η οργή της μπορεί να την έκανε ανεξέλεγκτη. Εκείνη δεν τον κοιτούσε. Έκλεισε μαλακά την πόρτα και ακούμπησε το μάγουλό του πάνω της. Έμεινε εκεί περιμένοντας να ακούσει κάποια κίνηση της κυρίας του. Όταν επιτέλους άκουσε τις συνηθισμένες κινήσεις της, έκανε να φύγει, αλλά έμεινε ακίνητος. Ο πόνος που ένιωθε ήταν τόσο αβάσταχτος που νόμιζε πως αν κινηθεί θα διαλυθεί.
 
Λίγη ώρα αφότου διάβασε αυτά που είχε γράψει ο υπηρέτης στο ημερολόγιο, το πρόσωπό της ήταν κάτασπρο από το σοκ καθώς αν δεν τα είχε διαβάσει με τα ίδια της τα μάτια, δεν θα πίστευε ποτέ ότι ήταν ικανός να σκεφτεί έτσι για την κυρία του. Οι εικόνες που έβγαιναν μέσα από το ημερολόγιο ήταν τόσο αποκρουστικές, τόσο οδυνηρές, που της ερχόταν να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο για να τις σβήσει από το μυαλό της. Αν υπήρχε περίπτωση να είναι παρούσα στο ραντεβουδάκι που είχε ο υπηρέτης με τα πράγματά της όσο εκείνη έλειπε, θα τον είχε λιώσει.
   Ανακάθισε στον καναπέ. Κοίταξε πάλι το τετράδιο και άρχισε να τρέμει. Ήξερε πόσο τη λάτρευε, και κάπως της άρεσε αυτό. Σκέφτηκε αν θα έπρεπε να τον διώξει από τη δούλεψή της. Θα μπορούσε όμως και να τον κρατήσει. Τι πιο συναρπαστικό από ένα υπηρέτη ο οποίος είχε πέσει θύμα των σεξουαλικών ορμών του. Θύμα της πιο αυτάρεσκης και εκμεταλλεύτριας γυναίκας.   
   Πέταξε το τετράδιο δίπλα της. Με τη φαντασία της τον είδε να την κοιτάζει με λατρεία, σαν σκλάβος, τον φαντάστηκε να πασχίζει να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, τον φαντάστηκε να τρέχει πίσω της σαν σκυλάκι, να υποκύπτει –μάλλον να υπακούει- πειθήνια σε κάθε της καπρίτσιο, να κρέμεται από τα χείλια της. Είδε την καρδιά του να καίγεται από ζήλια για τον σκλάβο της, γιατί την ήθελε τόσο πολύ που τίποτα, ούτε η ίδια του η ζωή δεν μετρούσε περισσότερο από την ανάγκη του να την ικανοποιεί.
   Όμως αυτό δεν του έδινε το δικαίωμα να γράφει. Δεν του το είχε επιτρέψει. Ίσως να του επέτρεπε να της εξηγήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή ολ’ αυτά της φαινόταν τόσο άσχημα και λαθεμένα, που δεν μπορούσε να σκεφτεί από τα νεύρα της και να δει πιο καθαρά.
   Ένα κομμάτι του εαυτού της λαχταρούσε να τρέξει να τον βρει και να τον κάνει να μετανιώσει που τόλμησε να γράψει αυτά τα πράγματα. Και θα το έκανε.
   Η φωνή της από το σαλόνι αντήχησε μέσα στο σπίτι και έφτασε στ’ αφτιά του υπηρέτη που τσακίστηκε να παρουσιαστεί κοντά της. Στάθηκε μπροστά της σε στάση προσοχής με το βλέμμα κατεβασμένο στο πάτωμα και τα χέρια δεμένα στην πλάτη. Η Υβόννη πήγε και κάθισε σε μια πολυθρόνα, σταύρωσε τα πόδια της και έπαιξε με το ημερολόγιο στριφογυρίζοντάς το στα δάχτυλά της. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω του.
   «Κοίταξέ με» του είπε και εκείνος ανασήκωσε το βλέμμα του, επιστρατεύοντας όλη του τη δύναμη. Το βλέμμα της Υβόννης ήταν σκληρό. «Πλησίασε».
   Ο υπηρέτης πήγε με αργές κινήσεις προς το μέρος της, γονάτισε μπροστά της και έσκυψε το κεφάλι. Το πηγούνι του είχε αγγίξει το στήθος του. Τα μάτια του γέμισαν δάκρια από την ντροπή. Η κυρία του ήταν εκεί δίπλα του και δεν έλεγε τίποτα. Άραγε τι σκεφτόταν την ώρα που διάβαζε τις πιο απόκρυφες σκέψεις του. Κοιτούσε κάτω το πάτωμα χωρίς να βλέπει. Άραγε την είχε δυσαρεστήσει; Πως κατάφερε έτσι με μια απροσεξία να καταστραφούν όλοι οι κόποι που έκανε για να είναι άξιος σκλάβος, άξιο αντικείμενο στα μάτια της; Ένιωθε πως χάνει κάθε τι πολύτιμο για εκείνον.
   «Είσαι λοιπόν ένας ερωτοχτυπημένος ανόητος σκλάβος, που μπορώ να σε ερεθίζω και να σε τυραννώ όπως μου κάνει κέφι;»
   Το αίμα έβραζε μέσα στις φλέβες της.
   Ο υπηρέτης σάστισε μ’ αυτή την ερώτηση. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Μπορείτε να κάνετε ότι φαντάζεστε κυρία. Άλλωστε εσείς το είπατε πως είμαι ένα έπιπλο του σπιτιού. Δεν πρόκειται να με ακούσετε να παραπονεθώ για τίποτα. Δεν θα ουρλιάξω ποτέ από τον πόνο, όσο μεγάλος κι αν είναι αυτός».
   «Ω, μα εγώ θέλω να ουρλιάζεις από πόνο».
   «Θα δεχτώ οτιδήποτε από σας σαν να είναι το μεγαλύτερο δώρο».
   «Για ότι έχεις κάνει θα τιμωρηθείς» του απάντησε σε αυστηρό τόνο. «Αν έχεις άλλη άποψη, η πόρτα είναι ανοιχτή και μπορείς να φύγεις. Πριν είναι πολύ αργά για σένα. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να κάνεις για να με κάνεις να συγχωρέσω την απάτη σου. Κάθε μέρα θα είναι μια τιμωρία για σένα. Θα σταματάω μόνο επειδή κουράστηκα και όχι επειδή σε λυπάμαι».
   «Ότι μετράει στη ζωή για μένα βρίσκεται σ’ αυτό το σπίτι, κυρία. Ότι έγραψα στο τετράδιο που κρατάτε είναι για εσάς. Για εσάς το έγραψα».
   «Όχι, έγραψες και για τον άλλο σκλάβο μου».
   «Δεν θα ξαναγράψω ποτέ και τίποτα για εκείνον. Δεν μπορώ όμως να πάψω να τον ζηλεύω».
   «Πρέπει, δεν γίνεται να σε κρατήσω εδώ ξέροντας πως θες με κάθε τρόπο, όπως λες, να τον βγάλεις από τη μέση».
   Ο υπηρέτης πήρε μια βαθιά ανάσα που έκανε το στήθος του να τρεμουλιάσει.
   «Θα κάνω αυτό που εσείς θεωρείτε σωστό κυρία» απάντησε τελικά.
   «Οι πράξεις διαστροφής που περιγράφεις… θες πραγματικά να σου κάνω τέτοια πράγματα;»
   Δεν της απάντησε, ούτε την κοίταξε στα μάτια.
   «Αν το θέλεις τόσο πολύ, θα βάλω το μυαλό μου να σκεφτεί. Στο μυαλό μου τριγυρνούν ασύλληπτες φαντασιώσεις, μόνο που λυπάμαι τον κακομοίρη τον σκλάβο μου. Δεν θα ήθελα με τίποτα να χαλάσω το όμορφο δέρμα του».
   «Θα είμαι εκεί για ό,τι σκεφτείτε. Έτοιμος να με χρησιμοποιήσετε όπως επιθυμείτε. Θα αποδεχτώ άνευ όρων την απόλυτη κυριαρχία και εξουσία σας απέναντι μου».
   «Θα είμαι πολύ αυταρχική, υπερβολικά αυστηρή και ιδιαίτερα σκληρή μαζί σου, και συ, με την σειρά σου, θα με υπηρετείς ολοκληρωτικά. Θα είσαι πιστός και απόλυτα υπάκουος σκλάβος. Εγώ θα αποφασίζω για όλα. Για το πότε είναι πρωί πότε βράδυ. Πότε άνοιξη πότε καλοκαίρι. Πότε κάνει κρύο πότε ζέστη. Αν έξω χιονίζει και γω σου πω κάνει ζέστη βγάλε το μπουφάν σου μην σκάσεις εσύ θα πρέπει να βγάλεις και το φανελάκι. Γυμνός. Όμως δεν θα κρυώνεις. Και σε λίγο θα ιδρώνεις».
   Ένιωσε το θυμό και την έξαψη να φουντώνει μέσα της. Συγκρατήθηκε από την έντονη επιθυμία να τον σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια και όταν σήκωσε το χέρι της το έκανε μόνο για να τον χαϊδέψει στο μάγουλο. Νιώθει το άγγιγμα της παλάμης της να αργοπορεί για μια στιγμή στο δέρμα του. Όταν η στιγμή τελειώνει το δέρμα του κυριεύεται από το άγγιγμα της. «Καημενούλι μου» του είπε. «Και τώρα σήκω και πήγαινε στον επιστάτη. Πες του να σου δώσει το μαστίγιο της ιππασίας. Πες του ότι θέλω να ζωγραφίσω την πλάτη σου. Θέλω να εκτονώσω τη λύσσα μου πάνω στα προσωπικά μου αντικείμενα. Και επειδή ότι υπάρχει μέσα στο σπίτι κοστίζει μια περιουσία, το πιο φτηνό αντικείμενο που μου ανήκει είσαι εσύ».
   Τα μάτια του βούρκωσαν από χαρά. Επιτέλους θα της ήταν χρήσιμος σε κάτι. Θα ξέσπαγε πάνω του όλη της την οργή. Δεν λυπόταν πια τον εαυτό του. Η αυτολύπηση δεν είχε καμιά θέση στα συναισθήματά του. Έκλαιγε από χαρά που θα μπορούσε να τη δει πάλι χαρούμενη.

Τέλος 1ου μέρους.

Δεν θα ανεβάσω άλλο πριν το νέο έτος. Σας εύχομαι σε όλους καλές γιορτές και το νέο έτος να σας βρει μ' αυτούς που πραγματικά θέλετε να είναι μαζί σας.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #23 στις: Ιανουαρίου 02, 2012, 06:33:00 μμ »
Καλησπέρα και καλή χρονιά σε όλους. Επιστρέφω με το δεύτερο μέρος...

Κεφάλαιο  7

Το δωμάτιο που τον έχει τώρα είναι δίπλα στην κρεβατοκάμαρα. Πλάι πλάι. Οι τοίχοι λεπτοί, σχεδόν διάφανοι. Οι αναστεναγμοί, τα αγκομαχητά ηδονής, το παραμιλητό, ακόμα και οι παύσεις διαπερνούν το χώρισμα. Διασπούν τον ειρμό των ονείρων του. Δυσκολεύεται να κοιμηθεί και να την ονειρευτεί όπως τη θέλει. Τώρα ακούει την παύση τους. Εκείνη του διαβάζει αποσπάσματα από το ημερολόγιο και γελάνε. Η φωνή της όμως τον νανουρίζει. Με τη φωνή της καταφέρνει πάλι να κοιμηθεί. Πάνε δυο μήνες από τη μέρα που της παραδόθηκε ολοκληρωτικά. Δυο μήνες από τότε που ξεκίνησαν να γίνονται πράξεις οι διαστροφές του.
   Η Υβόννη τον βλέπει να κοιμάται. Τρεις νύχτες έχει μείνει τώρα ξάγρυπνος. Έτσι από ένα της καπρίτσιο. Τρέμει ολόκληρος. Ποια άγνωστη της σκηνή εκτυλίσσεται στα κλειστά του μάτια; Βλέπει το πρόσωπο του να συσπάται. Είναι άραγε από τρόμο ή ηδονή; Δεν της αρέσει που τον βλέπει έτσι. Τον προτιμά βουβό και ασάλευτο. Χωρίς τους άναρθρους ήχους, τα ακατάληπτα μουρμουρητά και τα αγκομαχητά του πονηρού του ονειρέματος. Στα όνειρα του γίνεται καλά και εκείνη τον θέλει άρρωστο. Από τα χείλη του τώρα εκτοξεύονται σκόρπιες λέξεις σαν σαΐτες δεξιά και αριστερά: «φόβος», «πέλαγος», «ακρογιάλι», «πόδια», μπότες», και έπειτα η λέξη «θεά μου μάγισσα».
   «Μην αφήνεις έτσι τις λέξεις» ψιθυρίζει. «Βάλ’ τες σε σειρά, σε μια τάξη».
   Τον ξυπνάει.
   «Ήρθε η ώρα να παρακαλέσεις για την εξιλέωση σου. Είσαι ένοχος, θυμάσαι; Και όπως κάθε ένοχος πρέπει να ικετέψεις. Είναι η ώρα να προσευχηθείς σε μένα. Μου αρέσει όταν με ικετεύεις. Μου αρέσει που κουράζεσαι και σπαταλάς για μένα τις ικεσίες σου και τις προσευχές σου, παρόλο που ξέρεις πως είναι χαμένος κόπος να ικετεύεις και να λυπάσαι. Δεν κανείς του ανθρώπους έτσι να σε συγχωρήσουν. Δεν υπάρχουν στη γη δώρα ικανά να με κανείς να σε συγχωρήσω. Τίποτα δεν αρκεί για να συγχωρήσουν αυτοί που δεν σκοπεύουν να συγχωρήσουν. Μέσα στο μυαλό μου κατοικεί μόνο ένας άντρας. Δεν υπάρχει χώρος για κανέναν και τίποτε άλλο. Από δω και πέρα όταν μιλάς θα είναι σαν να μονολογείς».
   «Αργά, είναι αργά, κυρία, να κοιμηθώ λίγο ακόμα;» παρακαλάει ο υπηρέτης.
   Φαντάζεται πως ήρθε εκείνη εκεί για να τον συντρέξει, να τον απαλλάξει από την προσπάθεια να μείνει άγρυπνος όπως τον διέταξε, και να μπορέσει να γείρει το κεφάλι του στο σκληρό πάτωμα, και να αφεθεί στην ευκολία ενός δίχως όνειρα ύπνου. Όμως εκείνη είναι εκεί για να του θυμίσει πως πρέπει να μείνει ξύπνιος για το χατίρι της, πως αν δεν καταφέρει να κρατηθεί, θα μαστιγωθεί.
   «Δεν θα κοιμηθείς» επιτάσσει εκείνη.
   Εκείνος επιμένει ασυναίσθητα: «Να κοιμηθώ; Κυρία, να κοιμηθώ;»
   «Όχι, έχουμε όλο τον καιρό. Μέχρι να πω εγώ έχουμε ώρες πολλές. Δεν θα σε αφήσω, δεν θα κουνήσω από δω. Στιγμή δεν θα φύγω από κοντά σου».
   Κι έπειτα: «Μην αφήνεις σκόρπιες τις λέξεις. Πες μου αυτό που ξεκίνησες στον ύπνο σου να λες. Αργά αργά, μην βιάζεσαι και θα το θυμηθείς. Έχουμε όλο τον καιρό. Ακούς; Πες μου το, επανέλαβε αργά μαζί μου αργά αργά, πες: Έ-χου-με ό-λο τον και-ρό».
   Η φωνή του ακούστηκε ξέπνοα να επαναλαμβάνει: «Έχουμε όλο τον καιρό».
   «Και πάλι από την αρχή» επιμένει η Υβόννη. Και έπειτα η φωνή της χάνεται από τα αφτιά του. Ο υπηρέτης καταλαβαίνει πως θα επιμείνει κι άλλο. Πως δεν έχει σκοπό να τον αφήσει ήσυχο.
   Τραυλίζει, σιωπά, έπειτα ξανά ψελλίζει, ώσπου με δυνατή φωνή καταφέρνει να πει: «Μπροστά στα μάτια μου φάνηκες εσύ σαν μέσα από βαθιά σιωπή βγαλμένος. Στην άλαλη ερημιά μόλις σε είδα, λυπήσου με, σου φώναξα, όποια και να ‘σαι. Είτε ίσκιος, είτε άνθρωπος είσαι σαν όλους, απ’ άλλο δρόμο πρέπει να τραβήξεις, την ερημιά μου τούτη για να γλυτώσεις, μου λες σαν με βλέπεις δακρυσμένο».
   Ύστερα έγινε ησυχία. Και ύστερα από λίγο ακούστηκε πάλι η σπαρακτική φωνή του: «Λυπήσου με, όχι άλλο».
   Η Υβόννη ποτέ της δεν τον είχε δει τόσο καταπονημένο, τόσο κοντά στην ολική κατάρρευση. Και εκείνη όμως ήταν το ίδιο εξοντωμένη. Γυρνά στο δωμάτιό της. Ο σκλάβος την περιμένει. Έχει ακούσει τα πάντα.
   «Δεν σε αναγνωρίζω» της λέει. «Δεν ήσουν έτσι εσύ. Αυτός ο υπηρέτης σε καταστρέφει μέρα με τη μέρα. Τον θαύμαζα. Παρέδωσε τον εαυτό του εν λευκώ στα χέρια σου, όμως η επιμονή σου είναι βάναυση, η πίεση που του ασκείς απάνθρωπη. Δεν νιώθω πια δέος γι’ αυτόν, τον λυπάμαι. Μόνο μια βαθιά λύπη. Στ’ αφτιά μου ηχεί ακόμα η φωνή του: Λυπήσου με, όχι άλλο. Γιατί τον βασανίζεις; Γιατί του επιτρέπεις να σε κάνει κάτι που δεν είσαι; Σε ποια ερημιά σκοπεύεις να τον οδηγήσεις; Και με τι ανυπολόγιστο κόστος;»
   «Ίσως να θέλω να τον καταστρέψω. Ήταν λάθος δικό του που έμεινε μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Ήταν λάθος δικό μου που τον άφησα να συμπεριφέρεται σαν να είναι άνθρωπος. Ίσως από μόνος του να θέλει να τον καταστρέψω. Εγώ το μόνο που έχω να κάνω, είναι να του προσφέρω αυτή την εξόντωση που επιθυμεί».
   «Δεν βλέπεις ότι σε παρασέρνει μαζί του στην ίδια του την καταστροφή;»
   Όχι, η Υβόννη δεν το έβλεπε, αλλά δεν του απάντησε. Δεν τον λυπόταν. Ο οίκτος της είχε εξανεμιστεί. Αν η επιθυμία του ήταν η καταστροφή, τότε εκείνη θα του την πρόσφερε. Και όχι, ο σκλάβος της έκανε λάθος. Δεν θα τον άφηνε να την παρασύρει στην καταστροφή του. Έπεσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #24 στις: Ιανουαρίου 02, 2012, 06:33:52 μμ »
Το επόμενο πρωί, ο υπηρέτης ξύπνησε, σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της. Εκείνος ο άλλος ο σκλάβος, εκεί. Μαζί της. Στάθηκε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Κρύος αέρας έμπαινε στο δωμάτιο.
   «Κάνει κρύο» λέει σχεδόν από μέσα του ο υπηρέτης. «Κρυώνω» λέει λίγο πιο δυνατά.
   Απότομα η Υβόννη τον διακόπτει: «Κρυώνεις; Αφού έχει ζέστη».
   Και εκείνος χαμηλώνει το κεφάλι. Σαν να ντρέπεται. Σωπαίνει. Τουρτουρίζοντας.
   «Κρυώνεις;»
   Δεν αναγνωρίζεται η φωνή της πια. Ο τόνος, το ύφος, ο θυμός.
   «Όχι» λέει υποχωρώντας εκείνος.
   «Τότε γιατί λες κρυώνω;»
   Δεν έχει τι να πει. Δεν μιλάει. Κι ύστερα από λίγο δειλά προσθέτει: «Λέω πως κάνει κρύο».
   «Να μην λες».
   «Να μην λες» επαναλαμβάνει οργισμένα. «Να μην λες».
   Άκουσε. Ένιωσε την απειλή στον τόνο της φωνής της. Τον κίνδυνο να πλησιάζει. Είχε καταλάβει βέβαια εδώ και δυο μήνες τώρα πόσο λίγο προστατευμένος θα ήταν από δω και πέρα. Εκτεθειμένος στα απρόσμενα ξεσπάσματα της ψυχής της. Στέκει ασάλευτος σαν φοβισμένος. Θέλει να την εξευμενίσει. Να την πείσει για το πόσο αβλαβές ήταν που έγραφε τις φαντασιώσεις του στο ημερολόγιο. Να της πει πόσο περιττή είναι η σκληρότητα και η βάναυση συμπεριφορά της. Με τη σιωπή του ικετεύει την καλοσύνη της. Όμως η Υβόννη δεν θέλει να είναι καλή μαζί του.
   Ο σκλάβος της απολαμβάνει το προνόμιο να πλένει σε μηχάνημα για ποδόλουτρο, τα πόδια της. Όταν τελειώνει τον φωνάζει να πλησιάσει και να γονατίσει μπροστά της.
   «Δέσε τα χέρια σου πίσω από την πλάτη και πιες το» του λέει.
   Εκείνος σκύβει, βάζει το πρόσωπο μέσα στο λεκανάκι με το νερό. Βγάζει έξω τη γλώσσα του και πίνει αργά σαν το σκυλί, γουλιά γουλιά. Πατάει το κεφάλι του με το πόδι της και μια αίσθηση ψύχρας κατηφόρισε τη ραχοκοκαλιά του σαν να τον είχε αγγίξει ένα κομμάτι πάγου.
   «Πιες. Πιο γρήγορα πιες» τον προστάζει.
   Πίνει πιο γρήγορα και το νερό χύνεται από το στόμα του. Καταπίνει όλο και πιο γρήγορα, πασχίζοντας να μην αφήσει απ’ έξω τις τελευταίες σταγόνες από το νέκταρ.
   «Τελείωνε».
   Εκείνος περνάει τη γλώσσα από τα τοιχώματα και σχεδόν το στεγνώνει.
   Εκείνος ο άλλος, ο σκλάβος, της είχε στεγνώσει τα πόδια, και της είχε φορέσει τις μπότες της ιππασίας. Θα πήγαιναν βόλτα στους αγρούς. Η Υβόννη με την μπότα της κλωτσάει το λεκανάκι μακριά. Αφήνει το πόδι μπροστά του και εκείνος κοκαλώνει.
   «Πήγαινε να πεις στον επιστάτη να ετοιμάσει τα άλογα μας» λέει στον άλλο, το σκλάβο.
   Εκείνη μένει εκεί. Με το πόδι της μπροστά του. Έπρεπε να του πει πόσο ανόητος ήταν. Να τον διώξει. Έπρεπε να του πει να σταματήσει να γελοιοποιεί τον εαυτό του. Να τον προστατέψει από το πάθος. Ένα περιττό, πλεονάζον, και λάθος πάθος. Όμως δεν είπε τίποτα. Ίσως περίμενε με μια ανομολόγητη μέσα της περιέργεια να δει μέχρι που μπορεί να φτάσει. Τον είχε εκεί μπροστά στη δερμάτινη μπότα της με τα μάτια καρφωμένα πάνω της, να εισπνέει με βαθιές, όλο και πιο βαθιές ανάσες το άρωμα που εξέπεμπε με τόση ένταση το λεπτό δέρμα. Χωρίς να μπορεί να το αγγίξει αυτό το δέρμα, χωρίς να μπορεί να τριφτεί πάνω του. Μόνο να μένει εκεί να το αναπνέει και να βρίσκεται στο έλεός του.
   Το βλέμμα του είχε αγκιστρωθεί πάνω στη μπότα. Ήθελε να κλείσει τα μάτια για να πάψει να πονά, αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει πια το βλέμμα του. Εκείνο ήταν που μέρες τώρα τον όριζε. Αν του έδινε μια διαταγή; Αν έστω του έκανε ένα νεύμα με το κούνημα και μόνο της μπότας; Αν τον άφηνε για λίγο να απλώσει πάνω της το χέρι του; Μα τι σκέψεις ήταν αυτές; Έπρεπε να τις σταματήσει. Σύντομα θα τον πρόδιναν. Νιώθει πως σε λίγο θα αρχίσει να τρέμει. Όχι δεν πρέπει να τον ξεγελάν οι σκέψεις του. Δεν θα τον αφήσει να αγγίξει το δέρμα της μπότας της. Θα τον έχει εκεί με τα μάτια ανοιχτά να βλέπει την μπότα και να ακούει τον ήχο της σόλας καθώς εκείνη απομακρύνεται από μπροστά του. Και εκείνος να μένει εκεί ακινητοποιημένος σαν παράλυτος από την σαγήνη, καταπονημένος από την ένταση του πόθου του. Πιο γέρος, πιο άσχημος, πιο ελεεινός κάθε φορά.
   «Ξέρεις, σκεφτόμουν» άρχισε να του λέει και τον κοίταξε με ένα βλέμμα αλλιώτικο που τον αναστάτωσε και του θόλωσε το μυαλό. «Ίσως σου επιτρέψω σήμερα να φιλήσεις τις μπότες μου για μια φορά. Το πολύ πολύ και δύο. Στην άκρη τους όμως. Όχι πιο πάνω. Τι λες να το κάνω;»
   Σαν χάδι ήταν αυτή η ερώτηση. Ένα χάδι αισθησιακό. Σαν ένα ρίγος που διαπέρασε το σώμα του και κάρφωσε μια τρελή ιδέα στο μυαλό του. Η Υβόννη τον θέλει. Τον επιθυμεί. 
   «Όμως το δέρμα της μπότας είναι τόσο λεπτό που θα νιώσω το άγγιγμα των χιλίων σου στα δάχτυλα των ποδιών μου κι αυτό είναι σιχαμερό. Δε νομίζεις; Ίσως αν μου τις έβγαζες».
   Τα δάχτυλα του κινήθηκαν προς τη μια της μπότα. Πήγαινε τόσος καιρός που δεν του επέτρεπε να αγγίζει τα παπούτσια της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και η ανάσα του κόπηκε. Τα δάχτυλα άγγιξαν τι σολά απαλά. Ένα τρεμούλιασμα της αναπνοής. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τίποτα δεν κινήθηκε. Τα δάχτυλά του μένουν μαρμαρωμένα πάνω στη σόλα του παπουτσιού. Η μπότα τραβήχτηκε. Ήταν η ώρα για εκείνη να φύγει.
   «Μη φύγεις μείνε λίγο ακόμα μαζί μου» παρακαλά ο υπηρέτης. «Είναι άρρωστα χωρίς εσένα. Δε με πειράζει που πονάω όσο είσαι εδώ».
   Εκείνη δεν απαντάει. Ίσως και να έκανε πως δεν τον άκουσε. Βγήκε από το δωμάτιο. Και ο υπηρέτης έμεινε μπρούμυτα στο πάτωμα και έκλεισε τα μάτια. Μετά από λίγο αποκοιμήθηκε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #25 στις: Ιανουαρίου 02, 2012, 06:36:06 μμ »
Μια ώρα μετά ο επιστάτης τον ξυπνά.
   «Μου είπε να σου μεταφέρω πως θέλει να τους ετοιμάσεις το μπάνιο».
   Σηκώθηκε και κίνησε για το μπάνιο. Ο επιστάτης τον ακολούθησε. «Γιατί μένεις;» τον ρώτησε. «Θα σε εξοντώσει, δεν το βλέπεις;»
   «Το ονειρεύομαι κάθε στιγμή».
   «Δεν πρέπει να δίνουμε σημασία στα όνειρα. Είναι μια απάτη, μια ανάμνηση που γίνεται κιόλας λήθη με το που ξυπνάμε. Όπως οι φωτογραφίες. Τα πρόσωπα που χαμογελάνε δεν υπάρχουν, με το κλικ της μηχανής έχουν εκπνεύσει».
   «Τα όνειρά μας δεν τα διαλέγουμε. Δεν είναι στο χέρι μας».
   Ρίχνει τα αρωματικά στο ζεστό νερό. Όταν εκείνη επιστρέψει θα είναι όπως το θέλει χλιαρό.
   «Είμαι ερωτευμένος. Την αγαπώ» λέει στον επιστάτη.
   Εκείνος δεν απαντά. Είναι σαν να μην ακούει την εξομολόγησή του άλλου.
   «Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για να με ερωτευτεί» συνεχίζει ο υπηρέτης.
   Καμία απάντηση.
   «Θα μπορούσα να υπομείνω τα πάντα για χάρη της» προσθέτει για να τον αναγκάσει κάτι να πει.
   Ο επιστάτης τον κοιτάζει και ο υπηρέτης κρέμεται τώρα από τα χείλη του.
   «Ναι» του λέει τελικά. «Θα κάνεις τα πάντα για εκείνη».
   Ο υπηρέτης ανακουφίζεται. Ο επιστάτης είναι με το μέρος του. Συναινεί στον έρωτά του. Τον παροτρύνει. Ο πόθος του φουντώνει.
   «Θέλω να είναι δική μου. μόνο δική μου» λέει.
   Ο επιστάτης τον κοιτάζει χωρίς ίχνος έκπληξης. Δεν τον ρωτά: «Πως θα γίνει δική σου, πως μπορεί να γίνει μόνο δική σου;» άλλη μια απόδειξη ότι συναινεί στον έρωτά του. Ίσως ακόμα και να τον παροτρύνει.
   «Αυτό δεν είναι ο έρωτας;» ρωτά ο υπηρέτης με αγωνία.
   «Αυτό είναι» απάντησε ήσυχα εκείνος.
   «Τρέμω» είπε ο υπηρέτης. «Το σώμα μου τρέμει. Δες τα χέρια, το στομάχι, τα μάτια, το στόμα, τα μαλλιά, τα πόδια μου, τα βλέφαρά μου. τρέμω, φίλε, τρέμω. Τρέμω είναι ο τρόμος» συνέχισε και έτρεμε τώρα σύγκορμος. «Ο έρωτας είναι αυτός ο τρόμος».
   «Ο έρωτας είναι αυτός ο τρόμος» επανέλαβε ο άλλος ψύχραιμα.
   «Γιατί δε μιλάς πιο θερμά;» ρωτά σχεδόν θυμωμένα ο υπηρέτης. «Δεν είμαι τώρα μες τον έρωτα; Ομολόγησε. Πες μου» και καθώς εκείνος δεν απαντά επέμεινε: «Για το θεό, απάντησέ μου. μίλα. Μέσα στον έρωτα δεν είμαι;»
   «Είσαι» παραδέχτηκε εκείνος με σιγανή φωνή.
   Η απάθειά του τον θλίβει. Ήθελε να υψώσει τη φωνή του και να του πει: «Τι γυρεύεις, με ποιο δικαίωμα βρίσκεσαι εδώ μέσα; Ήρθες, μου είπες γα το μπάνιο, τώρα ξεκουμπίσου». Όμως άλλα λόγια βγήκαν από μέσα του.
   «Πίστεψέ με, σε ικετεύω, θέλω να με πιστέψεις, είναι αλήθεια πως και εκείνη με αγαπά. Δεν προσπαθώ να σε πείσω για μια σκιά». Μια παράξενη ταραχή τον είχε πλημμυρίσει. «Μ’ αγαπάει και εκείνη. Δεν μ’ αγαπάει;»
   «Όχι» ήταν η απάντηση.
   Ένιωσε μια τεράστια λύπη να τον κατακλύζει. Ο επιστάτης βγήκε από το μπάνιο. Ο υπηρέτης τρέμοντας έπεσε στα γόνατα. Έσκυψε το κεφάλι, ξάπλωσε στα παγωμένα πλακάκια. Νύσταζε. Η μέρα δεν είχε φτάσει ούτε στη μέση της, και τον είχε ήδη εξαντλήσει.
   Όμως δεν θα κοιμηθεί. Η Υβόννη μπήκε μέσα στο δωμάτιο και πήγε κατευθείαν στο στερεοφωνικό. Ανοίγει το ραδιόφωνο και το βάζει δυνατά. Εκείνος μπουσουλάει έξω από το μπάνιο. Ανασηκώνεται γονατιστός και της λέει για το μπάνιο που ετοιμάστηκε. Τα παράσιτα του παίρνουν τα’ αφτιά. Εκείνη το βάζει ακόμα πιο δυνατά. Το βάζει στη διαπασών. Έχει παράσιτα, όχι μουσική.
   Εκείνος κάνει να κλείσει τα’ αφτιά του. Όμως δεν τα καταφέρνει.
   «Θα ακούς» προστάζει η Υβόννη. «Μην κλείσεις τα’ αφτιά σου».
   Τα χέρια του πέφτουν αποκαμωμένα στα πλευρά του. Δεν κλείνει τα’ αφτιά του. Η Υβόννη μπαίνει στο μπάνιο και δοκιμάζει το νερό και μετά από ένα λεπτό μπήκε πάλι στο δωμάτιο.
   «Έλα στο μπάνιο» του λέει και μπαίνουν στο μπάνιο μαζί. «Θα βλέπεις. Μην κλείσεις τα μάτια σου» λέει επιτακτικά.
   Στέκεται μπροστά του. Η μουσική μέσα από το δωμάτιο είναι εκκωφαντική. Φορά ένα φουστάνι και τις μπότες της. Τις βγάζει με χάρη και ξυπόλητη αρχίζει να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής. Ηδονικά λυγίζει το σώμα της. Σπάει τη μέση της. Χαϊδεύει με τα χέρια τους γοφούς της, το στήθος, το λαιμό της. Καθώς χορεύει παίρνει από ένα νεσεσέρ το κραγιόν και βάφει το στόμα της. Το κόκκινο ξεφεύγει από το περίγραμμα των χειλιών της, λερώνεται.
   Ανήμπορος ο υπηρέτης παρίσταται στη σκηνή.
   «Ποτέ δεν θα με έχεις» του λέει άγρια.
   Η μουσική κλείνει απότομα. Ο άλλος ο σκλάβος, μπήκε μέσα στο μπάνιο.
   «Θέλω να με λούσεις» του λέει η Υβόννη.
   «Όχι με εκείνον μπροστά» λέει ο σκλάβος.
   «Δεν έχεις άλλη επιλογή. Ή το κάνεις ή σε σκοτώνω».
   Την άφησε να μπει στη μπανιέρα με το χλιαρό νερό. Εκείνη αφέθηκε στα έμπειρα χέρια του. Τη σαπούνισε με ένα σφουγγάρι. Κι όπως το νερό τρέχει πάνω της και εκείνη κάθετε κουλουριασμένη μέσα στη μπανιέρα, η κούρασή της λίγο λίγο απομακρύνεται. Μαζεύεται στην άκρη της μπανιέρας και ανενδοίαστα παραδίνεται στις φροντίδες του. Ο σκλάβος της αλείφει τα μαλλιά με δαφνέλαιο. Της σφουγγίζει τα μάτια μην πάει σαπούνι. Τα μάτια της Υβόννης τρέχουν.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #26 στις: Ιανουαρίου 02, 2012, 06:44:30 μμ »
Όταν το μπάνιο τελειώνει, ο σκλάβος της σκουπίζει τα μαλλιά και τη χτενίζει.
   Η Υβόννη σηκώνετε από την καρέκλα του μπουντουάρ και διατάζει τον υπηρέτει να ξαπλώσει μπροστά της.
   «Φέρε μου το μαστίγιο» λέει στο σκλάβο. Εκείνος δυσανασχετεί και η Υβόννη το βλέπει στο πρόσωπό του. «Αν δε σου αρέσει μπορείς να φύγεις» του λέει.
   «Έχεις δίκιο, αυτό θα κάνω» της απαντάει ο σκλάβος και φεύγει από το δωμάτιο.
   «Θα τα πούμε μετά» του φωνάζει την ώρα που βγαίνει από την πόρτα. «Πολύ αέρα έχεις πάρει και θα σου τον κόψω».
   Πηγαίνει πάνω από τον υπηρέτη και στέκεται από πάνω του. Τον κοιτάει από ψηλά, και σηκώνει το αριστερό της πόδι. Το στηρίζει στο λαιμό του. Ξαφνικά ο υπηρέτης, ακούει το χαρακτηριστικό σφύριγμα του μαστίγιου στιγμές πριν νοιώσει τον πόνο στο σώμα του. Ουρλιάζει, γιατί ξέρει πως επειδή το κάνει την ευχαριστεί. Σφαδάζει δεμένος στο πάτωμα. Επόμενο χτύπημα. Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Κι άλλο. Κουνιέται σα πληγωμένο ζώο πιασμένο στην παγίδα. Κι εκείνη ατάραχη, αγέρωχη, αυτοκρατορική συνεχίζει πιέζοντας το λαιμό του με το πόδι της. Ξανά… και ξανά… το μαστίγιο χαϊδεύει το σώμα του. Θέλει να μιλήσει μα δεν μπορεί, τον πιάνουν λυγμοί. Φεύγει από πάνω του και πηγαίνει να καθίσει αναπαυτικά στον καναπέ.
   «Νομίζω πως σου οφείλω ένα ευχαριστώ για την υποτακτικότητα που σε ωθεί να υποτάσσεσαι στις επιθυμίες μου. Σε λίγο θα αρχίσω να πιστεύω πως ηδονίζεσαι μ' αυτό τον πόνο και τον εξευτελισμό πού σου παρέχω». Όμως ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Η Υβόννη ήξερε πόσο οδυνηρά του ήταν όλα αυτά τα βασανιστήρια και πόσο υπέφερε κάθε φορά που του φερόταν σαν σκουπίδι.
   Ενίοτε, κατά τη διάρκεια τέτοιων στιγμών, έβλεπε τα μάτια του να θαμπώνουν από δάκρυα, το πρόσωπο του να παραμορφώνεται από τον πόνο. Όπως και τώρα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του υπηρέτη συσπάστηκαν. Από το λαρύγγι του ξεπήδησε ένας υπόκωφος και βαθύς λυγμός. 
   «Θέλεις πολλή δουλειά. Ευτυχώς με βρίσκεις σε περίοδο που έχω διάθεση να σε βοηθήσω».
   «Δεν καταλαβαίνω…» ψελλίζει χαμηλόφωνα,
   Ένα τσούξιμο στο μάγουλο. Η είναι κάψιμο; Και αυτό το χαρακτηριστικό σφύριγμα! Σαν το σφύριγμα που κάνει το σώμα του φιδιού πριν χτυπήσει το θύμα του.
   «Θα μιλάς μόνον όταν υπάρχει λόγος και εφ’ όσον σου έχω δώσει την άδεια».
   «Μάλιστα».
   Σφύριγμα, τσούξιμο.
   «Μάλιστα κυρία»
   «Η εκπαίδευσή σου έχει ήδη αρχίσει και συνεχίζεται κι αυτή τη στιγμή. Βλέπω ότι καλύτερα θα ήταν να είχα σκύλο. Θα ήταν πιο συνεργάσιμος και ίσως πιο χρήσιμος. Αλλά θα το αλλάξουμε αυτό. Μη με απογοητεύσεις» του λέει επιτακτικά.
   «Μάλιστα κυρία. Δεν θα σας απογοητεύσω» απαντάει.
   Σφύριγμα, τσούξιμο.
   «Πρόσεχε πώς μου μιλάς, Εγώ είμαι Εγώ. Εσύ είσαι απλά … τίποτα. Για δοκίμασε πάλι» λέει με φωνή σκληρή και σταθερή.
   «Μάλιστα κυρία. Δεν θα σας απογοητεύσω» απαντάει.
   «Καλύτερα τώρα. Συνεχίζουμε λοιπόν. Από σένα ένα πράγμα μόνο ζητώ. Ένα απλό, απλούστατο πραγματάκι: την πλήρη υποταγή σου στη θέλησή μου. Είναι τόσο απλό που κι ένα σκυλί θα τα κατάφερνε καλύτερα. Εσύ έχεις πολλή δουλειά μπροστά σου μέχρι να φτάσεις στο επίπεδο του σκύλου. Καταλαβαίνεις τι λέω;» τον ρωτάει.
   «Μάλιστα κυρία, Σας καταλαβαίνω απόλυτα».
   Το βλέμμα του κινείτε ανεπαίσθητα στο χώρο. Στην πολυθρόνα λίγο δίπλα, οι μπότες ιππασίας. Μία όρθια αγέρωχη. Η άλλη πεσμένη στο πλάι. Η σόλα λερωμένη. Πάνω της κολλημένο ένα κομματάκι τσίχλα. Το κομματάκι της τσίχλας του επιτίθεται.
   «Τι στο διάβολο κοιτάς τόση ώρα που σου μιλάω;» ρωτάει.
   «Συγνώμη κυρία, μια τσίχλα είναι κολλημένη στη δεξιά μπότα της ιππασίας».
   «Βγάλε τη λοιπόν» προστάζει ανυπόμονα.
   Με πολλή προσοχή παίρνει στα χέρια του τη μπότα. Ξύνει σιγά-σιγά με τα νύχια του την τσίχλα. Ευτυχώς δεν ήταν πολλή ξερή. Ανακατεμένη με την σκόνη, είχε χάσει την κολλητική της δύναμη. Σε λίγο η σόλα ήταν απαλλαγμένη από το ιερόσυλο κομμάτι.
   «Εντάξει κυρία την έβγαλα» είπε δείχνοντας την τσίχλα στο χέρι του.
   «Τι περιμένεις λοιπόν, μη πάει χαμένη, απόλαυσε το πρώτο σου δώρο: φάτ’ την!» τον προστάζει.
   Εκείνος κοιτάζει την τσίχλα αποσβολωμένος. Μια μάζα με χώμα, και ό,τι άλλο μπορεί να μάζεψε αυτή η τσίχλα αχόρταγα στο ταξίδι που έκανε σαν λαθρεπιβάτης. Στέκεται ακίνητος στα πόδια της. Η Υβόννη σκύβει και του αρπάζει το κεφάλι από τα μαλλιά. Το τραβάει πίσω και παίρνει την τσίχλα από το χέρι του. Την σπρώχνει στο στόμα του και το σφραγίζει με το χέρι της, κρατώντας το κλειστό. Σαν το παιδί που πρέπει να καταπιεί το φάρμακό του.
   «Κατάπιε γρήγορα!» του λέει με φωνή που δε σηκώνει αντιρρήσεις.
   Ο υπηρέτης καταπίνει το δώρο του. Αισθάνεται την τσίχλα να κατεβαίνει τον οισοφάγο και να καταλήγει στο στομάχι του. Η Υβόννη το καταλαβαίνει και αφήνει το στόμα του. Σκουπίζει αηδιασμένη τα χέρια της στα ρούχα της. Ξανακάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα, σταυρώνοντας τα πόδια.
   «Μπράβο σου, δεν ήταν τελικά και τόσο δύσκολο» λέει με παιχνιδιάρικη φωνή, σηκώνοντας το πηγούνι του με την άκρη του ποδιού της.
   «Όχι κυρία, δεν ήταν δύσκολο» λέει κρατώντας το βλέμμα του χαμηλά. Τα μάτια του κλείνουν. Καταλαβαίνει το ψυχρό χάϊδεμα του μαστιγίου της στο πρόσωπό του.
   «Μην αφαιρείσαι μπροστά μου, δεν το επιτρέπω αυτό» του λέει αυστηρά.
   «Μάλιστα κυρία».
   Σηκώνεται και στέκεται μπροστά του.
   «Αυτή η στάση σου μπροστά μου λέγεται στάση προσμονής. Θα έχεις αυτή τη στάση μπροστά μου όταν περιμένεις διαταγές. Γονατιστός, όρθια η πλάτη, τα χέρια ελεύθερα να κινηθούν αν το επιθυμήσω. Θα το θυμάσαι αυτό».
   Φεύγει από το οπτικό του πεδίο. Δεν τολμά να γυρίσει το κεφάλι του να την ακολουθήσει.
   «Έλα εδώ» διατάζει και ο υπηρέτης μπουσούλισε προς το μέρος της. «Ξάπλωσε με την πλάτη σου κάτω, μπροστά μου» τον διατάζει.
   Υπακούει αμέσως και ξαπλώνει μπροστά της κατά μήκος του καναπέ. Τοποθετεί το δεξί της πόδι στο στήθος του και το αριστερό στην κοιλιά του. Άκουσε την τηλεόραση ν’ ανάβει.
   «Μη με ενοχλήσεις τώρα, θέλω να χαλαρώσω και να ξεκουραστώ».
   «Μάλιστα κυρ…»
   Του κλείνει το στόμα με το πόδι της.
   Μένει ακίνητος προσέχοντας μη γλιστρήσει το πέλμα της από το πρόσωπό του και πέσει κάτω. Δεν θέλει για τίποτα στον κόσμο να χάσει αυτή τη στιγμή, που το πέλμα της αγγίζει τα χείλη του. Θέλει να το φιλήσει αλλά δεν το τολμά. Χρησιμοποιεί το χέρι του για να το συγκρατήσει απαλά, σαν να κρατάει μπαμπάκι. Και πράγματι οι φτέρνες της είναι τόσο απαλές και βελούδινες, σαν να είναι από μπαμπάκι, ή καλύτερα από μετάξι.
   Η Υβόννη σηκώνει το αριστερό της πόδι και το ακουμπά με δύναμη στα σκέλια του. Μουγκρίζει από τον πόνο, η φωνή του βγαίνει μετά βίας κάτω από το πέλμα της.
   «Μην τολμήσεις να κουνηθείς. Και φυσικά μην διανοηθείς να με λερώσεις» του λέει.
   Εκείνος προσπαθεί να μείνει ακίνητος, πράγμα δύσκολο, με το πόδι της να παίζει με το πουλί του. Όσο η έξαψη μεγαλώνει, τόσο μεγαλώνει και το βασανιστήριο του πόνου. Κουνά το πόδι της πέρα-δώθε, παρασύροντας το πουλί του σε ένα ξέφρενο αγωνιώδη χορό. Νομίζει ότι θα σκάσει. Και ο πόνος, αργός, βασανιστικός, συνεχής…
   Ξαφνικά σηκώνεται και πατά πάνω του, ισορροπώντας με αξιοθαύμαστη ευκολία με το ένα πόδι στο πρόσωπό του και το άλλο στο στήθος. Του κόβεται η ανάσα από το απροσδόκητο βάρος. Αναπνέει με δυσκολία, αναστενάζει με αγωνία. Η Υβόννη δεν του δίνει σημασία. Αρχίζει να περπατά αργά πάνω του. Κάθε βήμα της είναι για εκείνον ένα αγωνιώδες ταξίδι αναπνοής και πόνου. Η Υβόννη συνεχίζει να τον αγνοεί.
   Λίγο αργότερα κάθεται πάλι στον καναπέ.
   «Ώρα για ένα χαλαρωτικό μασάζ» λέει.
   «Θέλετε να το κάνω εγώ;» ρωτάει διστακτικά ο υπηρέτης.
   «Όχι βέβαια. Πήγαινε να τον βρεις και να τον φωνάξεις. Αν δε θέλει να έρθει, παρακάλεσέ τον. Θα σε λιώσω αν δεν έρθει. Το κατάλαβες;»
   «Μάλιστα κυρία» απαντάει ο υπηρέτης και τρέχει να βρει τον σκλάβο της.
   «Θέλει εσένα» του λέει όταν τον βρίσκει στην κουζίνα.
   «Τι περιμένεις να κερδίσεις απ’ όλα αυτά;»
   Ο υπηρέτης δεν του απαντά.
   «Θα σε σκοτώσει» του λέει ο σκλάβος.
   Ακόμα και τα πιο φοβερά πράγματα φαντάζουν όμορφα, όταν τα έχουμε διαλέξει μόνοι μας, σκέφτηκε ο υπηρέτης, αλλά δεν είπε τίποτα. Ακόμα και οι ελάχιστες δυσκολίες γίνονται ανυπέρβλητες όταν μας τις επιβάλλουν οι άλλοι, συνέχισε με τη σκέψη του. Αυτό είναι τελικά το βαθύτερο νόημα στη ζωή. Αυτό είναι η ζωή: η δύναμη να διαλέξεις μόνος σου, η δυνατότητα μιας ασήμαντης έστω επιλογής. Και εκείνος είχε κάνει την επιλογή του.
   Ο σκλάβος ανασηκώνει τους ώμους σχεδόν αδιάφορα και σηκώνεται για να πάει κοντά της. «Πραγματικά είμαι περίεργος να δω που θα καταλήξει όλο αυτό» λέει και φεύγει.
   Η Υβόννη καθόταν νωχελικά στον καναπέ. Εκείνος αρχίζει από τα πόδια της, ρουφώντας τα δάχτυλά της ένα-ένα με ευλάβεια. Συνεχίζει προς τα πάνω με αργές δυνατές κινήσεις. Νοιώθει τους μύες της να χαλαρώνουν. Ανεβαίνει σιγά-σιγά μέχρι να φτάσει στο κεφάλι. Περνάει αρκετή ώρα μέχρι να τελειώσει η ιεροτελεστία, έξω ο ήλιος βασίλευε κι ο ουρανός χαμήλωνε κι ακουμπούσε πέρα από το τεράστιο σπίτι, εκεί που κυμάτιζε η σκοτεινή και πυκνή μάζα των πεύκων, που οι κορφές τους χειρονομούσαν, έτρεμαν κι αντιστέκονταν στις πρώτες ριπές. Ο σκλάβος κοίταξε έξω και αισθάνθηκε πως βρισκόταν μέσα σε ένα καράβι που βυθίζεται μέσα σε σκοτεινά νερά.

Αποσυνδεδεμένος Anubis

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Αηδιασμένος
  • Μηνύματα: 2974
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2572
  • -Έλαβε: 308
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #27 στις: Ιανουαρίου 03, 2012, 02:50:24 μμ »
 :respekt: :respekt: :respekt: :respekt: :respekt:
Η τιμή, τιμή δεν έχει.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #28 στις: Ιανουαρίου 09, 2012, 04:06:53 μμ »
Κεφάλαιο 8

Η Υβόννη έμεινε άγρυπνη εκείνη τη νύχτα με το σκλάβο της να ανασαίνει απαλά καθώς κοιμόταν σε ένα γαλήνιο ύπνο. Ο σκλάβος αναδεύτηκε στον ύπνο του και γύρισε προς το μέρος της. Μισάνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε στο σκοτάδι.
   «Δεν κοιμάσαι;» τη ρώτησε.
   «Δεν μπορώ» του απάντησε.
   «Γιατί; Τι σε απασχολεί; Τι σκέφτεσαι;»
   «Σκέφτομαι πόσα σημαίνεις για μένα» του απάντησε.
   Ο σκλάβος άπλωσε τα χέρια του πάνω της και την αγκάλιασε. Ο ύπνος τον πήρε καθώς χάιδευε το σώμα της. Η Υβόννη λάτρευε την αίσθηση των χεριών του καθώς χάιδευε το κορμί της, για ένα περίεργο λόγο όμως, αισθανόταν μόνη και απομονωμένη. Είναι δυνατόν να είχε δίκιο ο σκλάβος της; Ήταν δυνατόν ο υπηρέτης με τη συμπεριφορά του να τη σκοτώνει αργά; Οι σκιές που είναι πιο μαύρες από το σκοτάδι του δωματίου, την τυλίγουν. Και εκείνη είναι αδύνατον να τις διώξει.
   Γιατί τον κρατούσε; Γιατί δεν το έπαιρνε απόφαση να τον διώξει; Θα μπορούσε ακόμα και να τον σκοτώσει. Άπλωσε το χέρι της στο τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι της, και ψηλάφησε με τα δάχτυλα την ψυχρή ατσάλινη λεπίδα του μαχαιριού με το οποίο είχε σκοτώσει το Μάριο. Η αίσθησή του προκάλεσε ένα ρίγος φόβου και υπερδιέγερσης στο κορμί της, ένα ρίγος που έσκισε στη μέση τις σκέψεις της και της υποσχέθηκε ανακούφιση. Έσφιξε με τα δυο της χέρια τη λαβή.
   Το χέρι της σήκωσε από το τραπέζι το μαχαίρι και το κράτησε ψηλά πάνω από το κεφάλι της. Πέρασε με το άλλο χέρι της τον αντίχειρα πάνω από την κοφτερή λεπίδα και αισθάνθηκε την καμπύλη της. Βάζοντας μόνο όση πίεση χρειαζόταν, έσκισε το δέρμα του αντίχειρα, που έβγαλε μια στάλα αίμα, την οποία αισθάνθηκε πάνω στο αριστερό της μάτι.
   Μετά, με το σταθερό της χέρι έφερε τη λεπίδα στο κορμί της. Σκίρτησε όταν ένιωσε το κρύο μέταλλο στο δέρμα της.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #29 στις: Ιανουαρίου 09, 2012, 04:08:11 μμ »
Είναι η παραμονή των δέκατων πέμπτων γενεθλίων της όταν την καλεί η μητέρα Μαρία, η ηγουμένη που διευθύνει το εκκλησιαστικό ορφανοτροφείο έξω από το Βόλο. Η αυστηρή δεσποτική γυναίκα δεν προσπαθεί καν να κρύψει την αντιπάθειά της για την Υβόννη όταν εκείνη μπαίνει στο γραφείο της. Η μητέρα Μαρία είναι μια παχιά γυναίκα με ματογυάλια, που μοιάζουν να στηρίζονται στα αφράτα μάγουλά της και δίνουν μια θλιβερή, σχεδόν μοχθηρή κλίση στα βαριά βλέφαρα των ματιών της. Όπως κάθετε καθισμένη πίσω από το γραφείο με τα ράσα της, μοιάζει με βάτραχο που περιμένει να περάσει καμιά μύγα για να την αρπάξει με τη γλώσσα της.
   «Όπως ξέρεις Υβόννη, ο πατέρας Ανδρόνικος, είναι εδώ μαζί μας σε μια από τις τακτικές επισκέψεις του. Και μου ζήτησε να πάει κάποιο κορίτσι να πάει να του διαβάσει κάτι στη βιβλιοθήκη. Με κάθε ειλικρίνεια, υπάρχουν πολλά ικανά κορίτσια που θα προτιμούσα να μας εκπροσωπήσουν στον πατέρα Ανδρόνικο. Για κάποιο λόγο όμως, εκείνος ζήτησε ειδικά εσένα. Τώρα, Υβόννη, αυτό είναι μεγάλη τιμή για σένα, και είναι πολύ σημαντικό να κάνεις καλή εντύπωση στον πατέρα Ανδρόνικο. Πρόσεξε τη διαγωγή σου λοιπόν. Δεν θα αργήσω να το μάθω, αν δεν προσέξεις… και ξέρεις καλά τι θα γίνει τότε».
   Η Υβόννη κούνησε ζωηρά το κεφάλι. Ξέρει θαυμάσια όλη την κλίμακα των τιμωριών που μπορεί να της επιβάλει ο βάτραχος: έχει γνωρίσει τις περισσότερες όλα αυτά τα χρόνια που ζει στο ορφανοτροφείο, από τότε που την παράτησαν τριών ημερών μωρό.
   Τα λεπτά χείλη του βάτραχου κάνουν μια απόπειρα να χαμογελάσουν, αλλά τα μάτια δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να τα μιμηθούν. «Καλώς. Πήγαινε γρήγορα τώρα, σε περιμένει».
   Καθώς ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά προς τη βιβλιοθήκη, η Υβόννη αναρωτιέται για ποιο λόγο ζήτησε ειδικά εκείνη ο πατέρας Ανδρόνικος. Είναι ένα από τα ανώτερα μέλη του μοναστηριού που στεγάζεται το ορφανοτροφείο, και η Υβόννη ξέρει πολύ καλά ποιος είναι, αλλά δεν την έχει ξαναδεί παρά μόνο μία φορά, στην προηγούμενη επίσκεψή του. Και αυτό έγινε μόνο επειδή την είχε δει να δουλεύει στο πλυσταριό, όπως τριγύριζε στο κτήριο, χώνοντας τη μύτη του –ή κάνοντας τους γύρους του, όπως έλεγε η μητέρα Μαρία. Οπότε ήταν καθαρή σύμπτωση που την είδε. Γιατί αντίθετα από τα άλλα κορίτσια, την Υβόννη φροντίζουν να την απασχολούν αλλού, μακριά από τους σημαντικούς επισκέπτες.
   Η Υβόννη έχει πάψει από καιρό να προσπαθεί να καταλάβει γιατί τη μισούν οι καλόγριες, αλλά ξέρει καλά τα αισθήματά τους γι’ αυτήν. Την διαλέγουν πάντα για τις αγγαρείες και βρίσκουν συνεχώς αφορμές για να την τιμωρήσουν. Η Υβόννη νιώθει πως αυτό το μίσος, έχει σχέση με το όμορφο πρόσωπό της. Δεν είναι λίγες οι καλόγριες που τη φωνάζουν «κόρη του Διαβόλου», ενώ της κόβουν πάντα κοντά τα μαλλιά της. «Μη θαρρείς πως είσαι τίποτα ξεχωριστό επειδή είσαι όμορφη», της έλεγαν από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο. Έτσι η Υβόννη δεν προσπαθεί καν να καταλάβει πια.
   Όπως πλησιάζει την ξύλινη πόρτα της βιβλιοθήκης, η Υβόννη νιώθει ένα κόμπο στο στομάχι από τον εκνευρισμό, αντί να νιώθει την τιμή που κρύβει αυτή η πρόσκληση. Στο κάτω κάτω, ακόμα και ο βάτραχος, η μητέρα Μαρία, δείχνει να ταράζεται όταν βρίσκεται κοντά του.
   Παίρνει βαθιά ανάσα και χτυπά δειλά την πόρτα –τρία δυνατά χτυπήματα.
   «Εμπρός» απαντά δυνατά μια φωνή από μέσα.
   Το χέρι της τρέμει λιγάκι όταν γυρνά το μεταλλικό πόμολο και σπρώχνει τη βαριά πόρτα. Ο πατέρας Ανδρόνικος είναι μόνος του μέσα. Κάθετε στον καναπέ κοντά στο παράθυρο και έχει ανοίξει ένα βιβλίο μπροστά στα πόδια του. Η Υβόννη έχει ξαναμπεί πολλές φορές στη βιβλιοθήκη, αλλά αισθάνεται παράξενα, σαν ξένη καθώς στέκεται μονάχη μαζί του.
   Ο πατέρας Ανδρόνικος είναι τόσο αδύνατος, που τα ράσα κρέμονται από πάνω του ακόμα και όταν κάθεται. Το πρόσωπό του βλογιοκομμένο, κιτρινιάρικο, φαίνεται σαν άρρωστο. Κι όταν της χαμογελά, η Υβόννη βλέπει πως και τα δόντια του είναι κιτρινισμένα. Ήθελε να φύγει από κει τρέχοντας, όταν ο ιερέας την κάλεσε να καθίσει στον καναπέ δίπλα του.
   «Πλησίασε τέκνο μου. έλα να καθίσεις κοντά μου. λέγεσαι Υβόννη, έτσι;»
   Η Υβόννη σφίγγει τις γροθιές της τόσο που τα νύχια μπήγονται στις παλάμες της, αλλά πιέζει τον εαυτό της και πλησιάζει.
   «Μάλιστα πατέρα Ανδρόνικε».
   Κάθεται όσο μπορεί πιο μακριά του, αλλά ακόμα και έτσι νιώθει να πνίγεται από τη μυρωδιά της ανάσας του. Ο ιερέας της δίνει το βιβλίο. Είναι ή βίβλος. Σηκώνεται όρθιος και πηγαίνει στην πόρτα της βιβλιοθήκης, μια απομάκρυνση που κάνει την Υβόννη να χαλαρώσει κάπως. Σφίγγεται όμως πάλι όταν τον βλέπει να κλειδώνει την πόρτα.
   «Καλώς» λέει τώρα. «Δεν θα μας ενοχλήσουν. Μπορώ να σε ακούσω να διαβάζεις με την ησυχία μου».
   Γυρίζει στον καναπέ και ξανακάθεται πλάι της, μόνο που τώρα αγγίζει το μηρό της με το δικό του. Η Υβόννη δοκιμάζει να τραβηχτεί από κοντά του αλλά κάθεται ήδη στην άκρη του καναπέ. «Τι θέλετε να σας διαβάσω;»
   «Διάλεξε εσύ κάτι τέκνο μου. αλλά μην κάθεσαι τόσο μακριά μου». της δείχνει το μηρό του με την κοκκαλιάρικη παλάμη του. «Έλα, κάθισε πάνω στα πόδια μου».
   Η καρδιά της χτυπάει τόσο γρήγορα, που νιώθει να της κόβεται η ανάσα.
   «Σας ευχαριστώ πάτερ, αλλά είμαι μια χαρά εδώ».
   Όταν γυρίζει το κεφάλι της, βλέπει τα μάτια του να την κοιτάζουν επίμονα και τρομάζει από τη λαιμαργία που διακρίνει μέσα τους. Της θυμίζουν πιο πολύ ζώο παρά άνθρωπο. Ένα αχνό στρώμα ιδρώτα σκεπάζει το μέτωπό του και τη σάρκα κάτω από τη μύτη του.
   Το χαμόγελό του τώρα είναι πιο τρομαχτικό. Ανοίγει με τρεμάμενα χέρια το βιβλίο. Και διαβάζει το πρώτο κομμάτι που βλέπει:
   «Και είπεν κατόπιν ο άγγελος εις τους…»