Άκουσε το γέλιο της κυρίας γάργαρο μέσα στο μυαλό του. Την είδε εκεί να ξεπροβάλει από την πόρτα. Ένιωθε το φόβο και την αδρεναλίνη να κυλούν στις φλέβες του. Εκείνη ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί κι όμως χαμογελούσε ερωτικά, προκλητικά. Φορούσε ένα φόρεμα μακρύ, ριχτό, και κατάφερνε να αποκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα έκρυβε. Την κοίταξε και με το μυαλό του είδε λάγνες εικόνες παραστατικές, σαν εκείνες που έκανε με τον άλλο σκλάβο πριν φύγει.
Πέρασε από το κατώφλι της πόρτας και την ακολούθησε με το βλέμμα του καθώς πέταγε από πάνω της το φόρεμα, μένοντας με το στρινγκ και τις ψηλοτάκουνες γόβες της. Εκείνος σηκώθηκε και έκλεισε την πόρτα. Η στύση του ήταν σκληρή σαν πέτρα. Σκέφτηκε να ξεκουμπώσει το φερμουάρ για να δει και εκείνη τη δύναμη του πόθου του, αλλά δεν ήθελε να κάνει κάτι χωρίς εκείνη να του πει.
Πήγε δίπλα της. Χάιδεψε με την παλάμη του την γυμνή απαλή επιδερμίδα της. «Είσαι μια σκληρή ακόλαστη μάγισσα. Με βασανίζεις μ’ ένα τρόπο που κάνει τον πόνο μου αβάσταχτο και με τρελαίνει από πόθο».
«Μα φυσικά. Γι αυτό το κάνω» αποκρίνετε εκείνη.
Της χαμογέλασε και η κυρία έπεσε ανάλαφρα στην καρέκλα της και με μια απίστευτη χάρη τίναξε ένα ένα τα πόδια της και πέταξε από πάνω της τις γόβες που φορούσε. Έγειρε το σώμα της πίσω τεντώνοντας τον γεμάτο χάρη μακρύ λαιμό της, και εκείνος έπιασε τα πόδια της και τα ακούμπησε πάνω στα γόνατά του.
«Αυτά που γράφεις για μένα είναι το μυστικό μας. Κανείς δεν γνωρίζει γι’ αυτά παρά μόνο εμείς» του υποσχέθηκε.
Το βλέμμα του σάρωνε το κορμί της. «Είστε σίγουρη κυρία πως δεν σας προσβάλουν;»
Η Υβόννη ανασήκωσε τα φρύδια. «Με συναρπάζουν».
«Τι λέει λοιπόν το τελευταίο σου ποίημα;» τον ρώτησε.
«Το έγραψα επειδή σκεφτόμουν εσένα. Θέλεις να σου το διαβάσω;»
«Στα όνειρά σου μπορείς να μου κάνεις ότι θέλεις».
Το χαμόγελό του αχνό γεμάτο δυστυχία, καθώς έτριβε τους λεπτούς της αστραγάλους με τα δάχτυλά του.
«Δεν βλέπω τίποτα άλλο εκτός από σένα» της είπε.
«Πες μου το ποίημά σου» μουρμούρισε εκείνη νυσταγμένα.
«Έχει τίτλο: Η Ωραία Κυρία Χωρίς Οίκτο».
«Αυτό είναι του Τζον Κητς» είπε χαμογελώντας «αλλά θέλω να σε ακούσω να μου το λες».
«Αχ, τι μπορεί να πονά τόσο, άθλια ύπαρξη, /Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός; /Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη, /Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό./ Αχ, τι προκαλεί τόσο πόνο, άθλια ύπαρξη,/ Τόσο ωχρός και τόσο δυστυχής/ Η σιταποθήκη του σκίουρου είναι γεμάτη,/ Και τελείωσε η συγκομιδή./ Βλέπω μια μαργαρίτα στο μέτωπό σου/ Με υγρή αγωνία και πυρετώδη δροσιά,/ Και στο μάγουλό σου ένα ξεθωριασμένο ρόδο/ Που και αυτό γρήγορα εξασθενεί/ Συνάντησα μια γυναίκα στα λιβάδια,/ Γεμάτη ομορφιά, ένα παιδί νεράιδας:/ Τα μαλλιά της ήσαν μακριά,/ τα πόδια της ήσαν ελαφριά,/ Και τα μάτια της ήσαν άγρια./». Κοιτάζοντας τα χέρια του που μάλαζαν τη μαλακή σάρκα της, ανέβηκαν ως το γόνατό της. «Την ανέβασα στο άτι μου που περπατούσε/ Και τίποτ’ άλλο δεν είδα όλη μέρα./ Στα πλάγια έγερνε, και τραγουδούσε/ Τραγούδια από αερικά φτιαγμένα./ Έφτιαξα ένα στεφάνι για το κεφάλι της,/ Και βραχιόλια και μια ζώνη ακόμα, όλα ευωδιαστά./ Με κοίταξε λες κι έκανε έρωτα,/ Και αναστέναζε γλυκά/ Μου βρήκε ρίζες γλυκιάς νοστιμιάς,/ Και άγριο μέλι, και μάννα δροσερό/ Και σίγουρα σε παράξενη γλώσσα είπε,/ «Αληθινά σε αγαπώ!»/».
«Μμμ», έκανε εκείνη, σηκώνοντας τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της. «Συνέχισε».
«Με πήρε στην ξωτική σπηλιά της,/ Και εκεί ατενίζοντας βαθιά αναστέναξε,/ Και εκεί έκλεισα τα άγρια, θλιμμένα της μάτια/ Φιλώντας την για να κοιμηθεί./ Και εκεί μισοκοιμηθήκαμε στα βρύα/ Και εκεί ονειρεύτηκα, αχ! συφορά,/ Το τελευταίο όνειρο που ονειρεύτηκα ποτέ/ Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά./ Είδα χλωμούς βασιλιάδες, και πρίγκιπες ακόμα,/ Χλωμούς πολεμιστές, χλωμοί ήσαν όλοι σα τον χάρο/ Που ουρλιάξανε – «La Belle Dame sans merci/ Έχει εσένα σκλάβο!»/ Είδα τα πεινασμένα τους χείλη στο λυκόφως,/ Προειδοποίηση φριχτή έχασκε πλατιά,/ Και ξύπνησα και με βρήκα εδώ,/ Στην παγωμένη του λόφου πλαγιά/ Και γι’ αυτό παραμένω εδώ,/ Καθώς χασομερώ, μονάχος και χλωμός,/ Το βούρλο στέκει μαραμένο δίπλα στην λίμνη,/ Και τα πουλιά δεν άδουν κανέναν σκοπό./».
«Σε χτύπησα καθόλου;» τον ρώτησε.
«Ανελέητα».
Η κυρία του αναστέναξε εκστατικά καθώς τα χέρια του άρχισαν να ταξιδεύουν ανάμεσα στους μηρούς της. Και τότε σαν να μην ήθελαν να χαλάσουν την ερωτική ένταση του χαδιού, έμειναν ακίνητα, καθώς τα δάχτυλά του γλιστρούσαν όλο και πιο κοντά στο στόχο τους.
«Πολύ σύντομα» της ψιθύρισε αγγίζοντας το τρίχωμα της ήβης της «τούτο εδώ θα πλημμυρίσει από μένα».
«Είσαι ο σκλάβος μου;»
«Για πάντα».
Το όργανό του ήταν μια τερατώδης μάζα που παλλόταν. Πίεζε τα ρούχα του για να ελευθερωθεί, ξέροντας το στόχο και θέλοντας να βρεθεί εκεί και μόνο εκεί αμέσως. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς ξεκούμπωνε τη ζώνη του.
Σηκώθηκε και το όργανό του ήταν ελεύθερο, ταλαντευόταν έξω από το παντελόνι του και τεντωνόταν προς το μέρος της. Εκείνη το κοίταξε, έπειτα τον κοίταξε στα μάτια, και πίσω από την έκπληξή της ο υπηρέτης διέκρινε ένα ίχνος νευρικότητας. Την έπιασε από τις μασχάλες και τη σήκωσε όρθια.
«Τι κάνεις…»
Προσπαθούσε να του ξεφύγει, αλλά όχι ιδιαίτερα πειστικά, ώστε αυτός να θεωρήσει πως είχε πρόθεση να του ξεφύγει. Την έριξε κάτω και την γύρισε μπρούμυτα. Την τράβηξε να μείνει στα γόνατα, κρατώντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη, την άκουσε να γελάει και να τον προκαλεί να γίνει ακόμα πιο βάναυσος. Στήθηκε από πίσω της και βρίσκοντας την είσοδο την διαπέρασε με όλη του τη δύναμη. Η ένταση της κραυγής της τον ξετρέλανε και αρπάζοντάς την από τους γλουτούς, άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω και να γρυλίζει σαν κτήνος, ενώ οι πνιχτές ικεσίες της να τη λυπηθεί έβαλαν φωτιά στο αίμα του, φέρνοντάς τον σε σημείο έκρηξης.