Φοβάμαι ότι οι πολλές καλές κριτικές στο feedback θα μου χαλάσει τον χαρακτήρα. (που είναι μια Αφέντρα να σε ταπεινώσει όταν την χρειάζεσαι;
) .
Τε σπά πάρτε και το 12ο μέρος να κλείσουμε τον Δεύτερο κύκλο.
Εξαιρετικά αφιερωμένο στο φιλαράκι μου τον GKAFIK που γιόρταζε πρόσφατα.
*****
Part 12
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν επιτέλους κατάφερε να τον πάρει ο ύπνος. Κοιμήθηκε με έναν ύπνο ταραγμένο. Στα όνειρα του κυριαρχούσε πάλι η μορφή της. Άλλοτε κολυμπούσε σε θάλασσες, τιρκουάζ σαν τα μάτια της, και άλλοτε βρισκόταν δεμένος χειροπόδαρα, στο μαύρο δωμάτιο περιμένοντας την να τον κατασπαράξει. Ξύπνησε απότομα από το χτύπημα της πόρτας. Τρομαγμένος έφερε γύρα το μεγάλο διαμέρισμα ψάχνοντας την. Μάταια, η αφέντρα του δεν ήταν εκεί. Κοίταξε στο ματάκι της πόρτας. Πίσω της ήταν ο Πέτρος, ντυμένος πάλι με ακριβό κουστούμι, που περίμενε, αγωνιώντας όσο και ο ίδιος, για το άνοιγα της πόρτας. Μετά από πολύ δισταγμό, είναι η αλήθεια, άνοιξε την πόρτα. Εκείνος μπήκε μέσα και γονάτισε χωρίς να του μιλήσει. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει. Έπειτα αποφάσισε να σπάσει την σιωπή.
- Δεν είναι εδώ.
- Ορίστε.
- Η Αφέντρα λέω, δεν είναι εδώ.
- Και που είναι;
- Δεν ξέρω, και εγώ τώρα ξύπνησα.
- Κοιμηθήκατε μαζί; Ρώτησε χωρίς να καταφέρει να κρύψει την απελπισία του.
- Βέβαια! Απάντησε χαιρέκακα ο Μιχάλης.
Χωρίς να χάσει χρόνο σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς τον ξενώνα. Γεμάτος περιέργεια, ο Μιχάλης τον ακολούθησε. Τον είδε να ανοίγει ένα μικρό κλειδωμένο συρτάρι στην ντουλάπα και να βγάζει από μέσα την ποδιά που φορούσε την προηγούμενη. Τον είδε να γδύνετε και να τακτοποιεί στο ίδιο συρτάρι όλα του τα ρούχα. Είδε επίσης, και αυτό τον έκανε να νιώσει λιγάκι αναλώσιμος, ότι και ο Πέτρος φορούσε μια ζώνη αγνότητας ακριβώς ίδια με την δικιά του! Χωρίς να ασχοληθεί μαζί του αυτός, φόρεσε την ποδίτσα του και άρχισε, σαν χαρωπή νοικοκυρούλα, τις δουλειές του σπιτιού. Έμεινε να τον κοιτά απορώντας με την κατάντια του και σκεπτόμενος με τρόμο ότι αυτό είναι και το δικό του μέλλον!
Μετά από καμιά ώρα η πόρτα χτύπησε και πάλι. Ο Μιχάλης έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ αλλά ο Πέτρος είχε ήδη φτάσει, βολίδα στην πόρτα. Άνοιξε και κουλουριάστηκε μπροστά στην Αλεξάνδρα που μπήκε γελαστή. Ήταν όπως κάθε φορά ακαταμάχητη! Φορούσε ένα γκρι, αθλητικό σετ σορτσάκι-μπουστάκι που, όπως και το προηγούμενο άφηνε ελάχιστα στην φαντασία. Επιπλέων ο ιδρώτας κυλούσε πάνω στο δέρμα της και πότιζε το ύφασμα κάνοντας να διαγράφονται και όσα τα ρούχα της κάλυπταν. Ο Μιχάλης γονάτισε και αυτός μπροστά στην Αφέντρα του, που κάθισε χαλαρώνοντας στην απέναντι πολυθρόνα. Οι δύο άντρες σύρθηκαν στα πόδια της όπως τα σκυλιά στα πόδια του ιδιοκτήτη τους.
- Τι έχουμε δω σκουλήκια; Εργασία και χαρά;
- Εγώ δουλεύω Αφέντρα, αυτός καθόταν και τα έξυνε. Βιάστηκε να καταδώσει ο Πέτρος.
Η Αλεξάνδρα διασκέδασε πολύ με αυτή την παιδιάστικη συμπεριφορά και αποφάσισε να παίξει λίγο. Έκανε νόημα στον Μιχάλη να πλησιάσει κοντά της και του χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο.
- Δεν πειράζει, έχει άλλα καθήκοντα αυτός! Είπε και σηκώθηκε.
Έβγαλε τα παπούτσια της και τα πέταξε μακριά κλωτσώντας τα! Έλαμπε από ικανοποίηση βλέποντας τους δύο σκλάβους να τα κοιτούν με τα σάλια τους να τρέχουν.
- Πάω για ντους σκουλήκια. Πέτρο εσύ θα ξανακάνεις γενική στο σπίτι και θα μαγειρέψεις! Εσύ Μιχάλη ετοιμάσου για μασάζ. Έδειξε, με το βλέμμα τα πεταμένα παπούτσια. «Όποιος τα πιάσει πρώτος τα καθαρίζει» Είπε και έφυγε γελώντας προς το μπάνιο.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω της δεν άκουγε την μάχη που ακολούθησε. Ο Πέτρος και ο Μιχάλης σύρθηκαν, μαλώνοντας σας τις ύαινες, για να αρπάξουν τα αθλητικά της Αφέντρας τους. Μετά από ένα σύντομο καυγά, συμβιβάστηκε ο καθένας με ένα της παπούτσι. Βάλθηκαν τα περιποιούνται, καθισμένοι στο πάτωμα, χωρίς ντροπή, πότε γυαλίζοντας τα με την γλώσσα και πότε ρουφώντας λαίμαργα την, τόσο πολύτιμη για αυτούς, μυρωδιά των ποδιών της Αφέντρας τους. Στο τέλος τα απόθεσαν ευλαβικά στην θέση τους κοιτώντας, με μίσος, ο ένας τον άλλον.
Η Αλεξάνδρα απόλαυσε για ώρα το καυτό της ντους. Έπειτα βγήκε από το ιδιωτικό τη μπάνιο, τυλιγμένη με μια μικροσκοπική πετσέτα, και με νωχελικές κινήσεις πέταξε έξω από το δωμάτιο της, ένα κουβάρι από τα ιδρωμένα ρούχα της, για να μαζέψει, οικιακός της σκλάβος. Κοίταξε κάτω και διέκρινε το μαύρο της στρίνκ. Ένα πονηρό χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπο της καθώς το μάζευε. Το πέταξε στο συρτάρι του κομοδίνου της. Πέταξε, μαζί με τα άπλυτα, την πετσέτα της και ξάπλωσε ολόγυμνη στο Κρεβάτι.
- Μιχάλη. Φώναξε τον σκλάβο της.
Ο Μιχάλης τσακίστηκε να πάει κοντά της. Μπαίνοντας γονατιστός στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα, αντίκρισε ένα θέαμα που ήταν επανάληψη του χθεσινοβραδινού, μόνο που τώρα το σοκ ήταν ισχυρότερο, αφού το δωμάτιο ήταν ολόφωτο και η Αφέντρα του εντελώς γυμνή!
- Στις διαταγές σας Κυρία. Είπε λιγωμένος.
- Στο μπάνιο έχω μια ενυδατική, πήγαινε πάρ΄την και πιάσε δουλειά. Μετά τα χτεσινά αποφάσισα και διατάζω να αναλάβεις χρέη μασέρ!
Ο καθηγητής φυσικά εκτέλεσε κατά γράμμα την εντολή της νεαρής φοιτήτριας. Άπλωσε απαλά στο θεσπέσιο κορμί, την ενυδατική κρέμα, και βάλθηκε να κάνει το καλύτερο μασάζ της ζωής του. Ξεκίνησε ψηλά από τον σβέρκο, και ένα ένα εκατοστό έφτασε ως τις πατούσες. Έτσι πέρασε ολόκληρο το μεσημέρι. Με την Αλεξάνδρα να γουργουρίζει, απολαμβάνοντας το χαλαρωτικό μασάζ και τους δυο σκλάβους να υποφέρουν, ικανοποιώντας τις διαταγές της Κυρίας τους, ο ένας από κούραση και ζήλεια και ό άλλος από τον καταπιεσμένο του ερωτισμό. Κάποια στιγμή, ενώ ο Μιχάλης έκανε μασάζ στις πατούσες της Αφέντρας, παρατήρησε το Πέτρο, που πέρασε από τον διάδρομο και κοιτώντας, για μια μόνο στιγμή με παράπονο, πήγε προς τον ξενώνα. Εκεί έβγαλε την γελοία του ποδιά και φόρεσε ξανά το κουστούμι του.
- Αφέντρα ο Πέτρος το σκάει. Ψιθύρισε ο Μιχάλης.
- Εσύ σκας, τώρα! Είπε ήρεμα εκείνη. Και ανοίγοντας ελαφρά τα πόδια συμπλήρωσε. «Οι σκλάβοι μου ποτέ δεν με εγκαταλείπουν, να το θυμάσαι αυτό! Ανέβα τώρα προς τα πάνω και μην μιλάς, αν χρειαστώ την γνώμη σου θα την ζητήσω»
Το μαρτύριο του Μιχάλη τώρα ήταν διπλό. Μαλάζοντας τα ανοιχτά, μακριά της πόδια είχε πλέον πλήρη θέα στην ολόγυμνη ήβη της! Πλησιάζοντας όλο και πιο πάνω ένιωθε το πανέμορφο ροζ κοχύλι της να τον τραβά σαν μαγνήτης. Κατέβαλε συνειδητή προσπάθεια για να μην αφήσει τον εαυτό του να ρουφηχτεί από αυτό σαν μαύρη τρύπα. Ο Πέτρος επέστρεψε και γονάτισε κοιτώντας τους απελπισμένος. Η Αφέντρα είχε δίκιο! Ο Σκλάβος της δεν θα πήγαινε πουθενά! Απλώς καθόταν στην είσοδο βράζοντας από την ζήλεια χωρίς φυσικά να τολμά να διακόψει την ηδονή της. Η Αλεξάνδρα κάρφωσε τα γαλάζια μάτια της στον γονατιστό πενηντάρη, δείχνοντας του, με το βλέμμα, πόσο πολύ το ευχαριστιόταν. Ένας σκλάβος να περιποιέται, με τους αντίχειρες, τους προσαγωγούς της και άλλος ένας να περιμένει, γονατιστός διαταγές! Η επόμενη διαταγή της όμως έμελε να τους τυραννήσει ακόμα περισσότερο.
- Γλύψε το μουνί μου Μιχαλάκη. Είπε κοφτά.
Στην ιδέα και μόνο ότι τα χείλια του θα άγγιζαν εκεί κάτω. Ο Μιχάλης ένιωσε να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα! Ο Πέτρος επίσης έτρεμε από την ένταση αλλά δεν τόλμησε να κουνηθεί από την θέση του. Σκύβοντας ο Μιχάλης ένιωθε ότι πλησίαζε το πρόσωπου του στο κέντρο της Γής! Έκλεισε τα μάτια και άφησε το μυαλό του να γεμίσει από την μοναδική μυρωδιά της! Ετοιμάστηκε να την γευτεί όταν …
- Στοπ! Είπε η Αλεξάνδρα και σηκώθηκε απότομα επάνω.
Είδε το γεμάτο απορία βλέμμα του Μιχάλη και, με ένα δυνατό χαστούκι, του έκοψε τυχόν απορίες.
- Άλλαξα γνώμη. Είπε και έσκασε στα γέλια.
Ο Μιχάλης ένιωθε λες και τον πέταξαν από τον ουρανό πίσω στη Γή. Ήταν η σειρά του τώρα, να τρέμει από την ένταση ενώ ο Πέτρος χαμογελούσε ως τα αυτιά. Η Αλεξάνδρα σηκώθηκε και, με βιαστικές κινήσεις, άνοιξε την ντουλάπα, πήρε από μέσα μια μαύρη σατέν ρόμπα, την φόρεσε και έφυγε ξυπόλητη προς την κουζίνα. Οι δύο άντρες την ακολούθησαν έρποντας.
- Μμμμ τι καλό έχει να φάμε; Ρώτησε ενώ καθόταν σταυροπόδι στο στρωμένο τραπέζι.
- Έφτιαξα ρολό κοτόπουλο με μελωμένες πατάτες Κυρία όπως σας αρέσει! Απάντησε περήφανα ο Πέτρος.
- Κάθε σκλάβος στην ειδικότητα του! Είπε κεφάτη καθώς έκανε νόημα στον Πέτρο να σηκωθεί από το πάτωμα και να την σερβίρει.
Η Αλεξάνδρα έτρωγε με όρεξη το περιποιημένο της γεύμα! Ο Πέτρος και ο Μιχάλης στεκόταν γονατιστοί μπροστά της. Το βλέμμα και τον δυο είχε καρφωθεί στα παιχνιδιάρικα πατουσάκια της. Και να τους έδινε λίγο από το φαί που είχαν πληρώσει δεν θα μπορούσαν να φάνε. Τα στομάχια τους είχαν γίνει κόμπος από την ένταση. Η αφέντρα ολοκλήρωσε το γεύμα της και καθώς σηκώθηκε, κάνοντας στράκα τα δάχτυλα, έδειξε στον Πέτρο την μηχανή του καφέ. Έπειτα άραξε στον Καναπέ της σαν βασίλισσα. Ο Μιχάλης την ακολούθησε σαν κουτάβι ενώ ο Πέτρος ετοίμαζε και τον καφέ της.
Αναστέναξε απολαμβάνοντας την πρώτη της γουλιά! Άφησε το ποτήρι και καμάρωσε τους γονατισμένους στα πόδια της σκλάβους. Την κοιτούσαν σαν κουτάβια και κρεμόταν απ τα χείλη της. «Και να σκεφτείς ότι θα μπορούσαν να ναι πατεράδες μου!» Σκέφτηκε χαμογελώντας περήφανα. Αποφάσισε να το τραβήξει ακόμα πιο πολύ.
- Ξέχασες μήπως κάτι σκουλήκι; Ρώτησε τον Πέτρο σηκώνοντας το φρύδι .
- Αν εννοείτε την προσφορά μου Αφέντρα φυσικά και όχι απλώς…
- Απλώς θέλεις παρακάλια; Η ειρωνεία της τσάκιζε κόκαλα.
- Ο… όχι Αφέντρα μου …
- Δεν είμαι σου! Μια επιτηδευμένη της φωνή ήταν αρκετή για να του κοπεί η φόρα!
- Μα… μάλιστα Αφέντρα!
- Λοιπόν;
- Η…. ήθελα να πω ότι δεν είχα μέχρι τώρα την ευκαιρία… Αφέντρα!
- Ε λοιπόν τώρα την έχεις!
Αμίλητος ο Πέτρος έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο Πεντακοσάρικα. Τα ακούμπησε ένα ένα μπρός στα πόδια της Αλεξάνδρας. Ο Μιχάλης είχε μείνει έκπληκτος. Ο χοντρός σκλάβος είχε αφήσει στην Αφέντρα τους δεκατέσσερα από αυτά τα χαρτονομίσματα!
- Που τα βρήκες εσύ τόσα λεφτά; Ρώτησε η Αλεξάνδρα.
- Χωρίς χρυσό Rolex μπορώ να ζήσω Κυρία, χωρίς εσάς ικανοποιημένη όχι.
- Να μην ξαναπάρεις τέτοια πρωτοβουλία! Είπε αντί για ευχαριστώ. Μαζί με εσένα μου ανήκει και η περιουσία σου! Εγώ θα αποφασίσω πότε θα ρευστοποιηθεί.
- Συγνώμη Αφέντρα.
- Και τώρα αν δεν έχουμε κάτι άλλο ξεκουμπίσου!
- Ξε ξέρετε Κυρία …
- Λέγε! Είπε παίρνοντας στο χέρι της τον καφέ.
- Σήμερα είναι Κυριακή.
- Το ξέρω ηλίθιε! Ε και;
- Είχατε πει… ότι θα…. Ότι θα με ξεκλειδώνατε σήμερα…
Απότομα το ποτήρι προσγειώθηκε στο κεφάλι του, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια! Η Αλεξάνδρα κλότσησε στο πρόσωπο τον Πέτρο ξαπλώνοντας ανάσκελα. Η φωνή της θα πρέπει να ακούστηκε ως τα έξω. «Με περνάς για πουτάνα ρε σκουπίδι;» Ούρλιαζε κλωτσώντας το παχουλό του σώμα και πατώντας τον κάτω σαν σκουλήκι. «Νόμιζες ότι θα πληρώσεις και θα χύσεις; Τώρα θα σου πω εγώ! Όταν θα βγούμε απ τα μνημόνια θα σε ξεκλειδώσω». Ο Πέτρος σερνόταν στο πάτωμα ουρλιάζοντας σαν πληγωμένο αγρίμι. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το όνειρο του είχε χαθεί! Με δυνατούς λυγμούς άρχισε τα παρακάλια.
- Έλεος Αφέντρα Ελεοοοος…. Δεν ήθελα να σας προσβάλω το ξέρετε. Λυπηθείτε με σας ικετεύω! Πάει ένας μήνας που με έχετε κλειδωμένο. Θα τρελαθώ δεν αντέχω άλλο!
Η Αλεξάνδρα ήξερε τι έκανε. Κάθισε στο καναπέ ήρεμη αφήνοντας τον να ολοκληρώσει το ξέσπασμά του. Ο Μιχάλης παρακολουθούσε όλη αυτή τη σκηνή αμίλητος και τρομαγμένος. Μετά από λίγα λεπτά, αφού απόκαμε να κλαίει και να εκλιπαρεί, ο Πέτρος είχε μείνει, άδειο σακί, ξαπλωμένος κατάχαμα μπροστά της.
- Με πρόσβαλες και πρέπει να τιμωρηθείς. Λοιπόν διάλεξε! Πενήντα χτυπήματα με το βούρδουλα η μια ακόμα εβδομάδα κλειδωμένος;
- Διαλέγω το μαστίγιο Αφέντρα. Απάντησε σοβαρά
- Χαχαχαχαχαχα! Πίστεψες αλήθεια ότι μπορείς να διαπραγματευτείς! Η απόφαση μου είναι εκατό χτυπήματα με το βούρδουλα και ένας μήνας φυλακή ακόμα!
Άρπαξε γελώντας τον Πέτρο απ το αυτί και τον έσυρε στο Μπουντρούμι της, χωρίς να δίνει σημασία στα παρακάλια του. Ο Μιχάλης είχε σοκαριστεί από όσα είδε να διαδραματίζονται, μπροστά στα μάτια του. Όσο και να μην χώνευε τον Πέτρο, όσο και να τον έβλεπε ανταγωνίστηκα δεν μπορούσε να μην τον λυπηθεί ξερώντας τι θα περνούσε στα χέρια της Αλεξάνδρας. Αυτή η γυναίκα δεν ήξερε τι θα πει η λέξη οίκτος και όμως να! Οι δύο άντρες βρίσκονταν παγιδευμένοι στα δίχτυα της γοητείας της. Θέλοντας να διώξει τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό του, αποφάσισε να καθαρίσει το πάτωμα από τον καφέ και να μαζέψει το τραπέζι. Έπρεπε κάπως να απασχολήσει το μυαλό του.
Είχε μόλις τελειώσει όταν ο ήχος του κουδουνιού του πάγωσε το αίμα. Έτρεξε στο θυροτηλέφωνο και με τρόμο παρατήρησε στην οθόνη το πρόσωπο της Ματίνας. Με τα κατάμαυρα μαλάκια της ριγμένα πίσω από τα αυτιά και με όλη την δροσιά της νιότης να της ομορφαίνει το πρόσωπο, περίμενε με αγωνία κάποιος να της ανοίξει. Τι θα έκανε τώρα; Αν δεν της άνοιγε άντε να εξηγήσει στην Αφέντρα του γιατί έδιωξε την φίλη της. Αν της άνοιγε, πώς να δικαιολογήσει ότι η φίλη της δεν είναι στο σπίτι; Αν πάλι έμπαινε στο μαύρο δωμάτιο για να ζητήσει την γνώμη της, ποιος είδε την Αλεξάνδρα και δεν την φοβήθηκε; Ξεφυσώντας απελπισμένα πάτησε τελικά το κουμπί που ανοίγει την εξώπορτα. Μετά από λίγα λεπτά η Ματίνα έμπαινε χαμογελαστή στο διαμέρισμα της φιλενάδας της. Φορούσε ένα γαλάζιο φορεματάκι κοντό ως τα γόνατα και ασορτί peep toe γόβες.
- Καλησπέρα Μιχάλη τι κάνεις;
- Καλησπέρα Ματίνα….. πώς και από δω; Ρώτησε προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του.
- Έχω κανονίσει με την Αλεξάνδρα βολτίτσα. Αλήθεια δεν είναι εδώ;
- Εδώ είναι. Είπε κοκκινίζοντας αλλά ξέρεις….
- Ξέρω! Είπε ειρωνικά και κάθισε στον καναπέ σταυρώνοντας τα πόδια. Έχει πάλι συζήτηση στο μαύρο δωμάτιο με τον θείο Πέτρο Σωστά; Ας είναι θα την περιμένω.
Ο Μιχάλης κοιτούσε την Νεαρή φοιτήτρια του λες και έβλεπε φάντασμα! Εκείνη του χαμογελούσε παίζοντας μαζί του. Έβγαλε της γόβες της, τάχα αδιάφορα.
- Καφέ θα πιούμε; Τον ρώτησε…..
To be continued …