Μένοντας στο ίδιο καλοκαίρι, επανέρχομαι στην κολλητή.
Προς το τέλος του καλοκαιριού οι γονείς της είχαν πάει λίγες μέρες σε ένα νησί και είχε μείνει μόνη στο σπίτι, συνεπώς ήθελε συχνά παρέα. Είχα περάσει μερικές φορές από εκεί να κάτσω μαζί της. Με χαρά παρατήρησα πως η απουσία 'ελέγχου' της είχε δώσει ελευθερία, πράγμα που σήμαινε μόνιμα γυμνά πόδια στους χώρους του σπιτιού. Είχε βάψει και τα νύχια της, ένα όμορφο κόκκινο χρώμα, πράγμα που δεν παρέλειπε να μου δείχνει κάθε φορά που πήγαινα εκεί. Πέρα από αυτό δεν έπαιξαν πολλά σκηνικά βέβαια, για να μην καρφωθώ κι όλας, αν και υπήρξαν καναδυο καλές στιγμές.
Η πρώτη έγινε ένα βράδυ που είχε όρεξη για πατατάκια και έπρεπε να πάω ως το περίπτερο να φέρω. Εγώ φυσικά το έπαιζα δύσκολος, ότι φοβάμαι μέσα στη νύχτα και να έρθει μαζί μου αν θέλει πατατάκια, πράγμα στο οποίο συμφώνησε τελικά. Ο λόγος που δεν το έκανε από την αρχή ήταν ότι έπρεπε να κλειδώσει και να βάλει συναγερμό, παρόλο που το κοντινότερο περίπτερο δεν ήταν και πάρα πολύ μακριά. Αφού τα έκανε όλα αυτά κινηθήκαμε για να βγούμε από την αυλή, και εκεί προς μεγάλη της έκπληξη ανακάλυψε ότι δεν είχε φορέσει παπούτσια. Φυσικά το είχα προσέξει, αλλά εννοείται πως δε μίλησα.
-Ωχ... οχι ρεε... δε φόρεσα παντόφλες και είναι μέσα στο σπίτι τώρα..
-Αμάν ρε συ, δεν έχεις το μυαλό σου. Μη μου πεις ότι δε θα έρθεις τώρα!
-Μέχρι να ανοίξω το σπίτι από την αρχή, θα έχεις γυρίσει κι όλας. χαχα
-Ή απλά θα έρθεις μαζί και θα ανοίξεις όταν γυρίσουμε, δε θα μου λες εμένα ότι σου έφερα αυτά που δε σου αρέσουν. Θα έρθεις και θα διαλέξεις μόνη σου.
-Ναι μπράβο ρε, καλά τα λες αλλά ξεχνάς ότι είμαι ΞΥΠΟΛΗΤΗ κύριε!! (όχι καρδιά μου, δεν το ξέχασα
)
-Ναι ναι σωστά, όχι ότι έψαχνες δικαιολογία για να μην έρθεις. Πάω στοίχημα ότι επίτηδες ξέχασες τις παντόφλες σου. Φθηνό κόλπο, μπορείς και καλύτερα.
-οκ...οκ λοιπόν, θα δεις τα καλύτερα. Θα περπατήσω ξυπόλητη στο δρόμο και θα διαμαρτύρομαι ΚΑΘΕ φορά που θα με πονάνε τα πόδια μου. Και ξέρεις πόσο ευαίσθητες πατούσες έχω! Πάμε!
Και πραγματικά βγήκε και περπάτησε ξυπόλητη, φυσικά με μόνιμη γκρίνια σχετικά με το πόσο πονάει από τις πέτρες και για τα πόδια της που βρομίζανε. Γυρνώντας σπίτι έπλυνε καλά τα πόδια της, που ακόμα την πονούσαν όπως έλεγε. Προσφέρθηκα να της κάνω μασάζ αφού εγώ έφταιγα που πόναγε και δέχτηκε. Ακόμα και μετά το ξυπόλητο περπάτημα, οι πατούσες της ήταν αρκετά απαλές, σε σημείο που δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν έκανα και άλλα πράγματα. Αλλά ανταμείφθηκα, αφού αυτό το γεγονός εγκαθίδρυσε στη σχέση μας το ποδομασάζ, το οποίο και ζήταγε αρκετά συχνά.
Το δεύτερο σκηνικό ήταν πολύ πιο δυνατό για εμένα. Ήταν από εκείνες τις νύχτες που καθόμασταν με τις ώρες και μιλάγαμε στο υπαίθριο μπαλκόνι της. Εγώ καθόμουν σε μια καρέκλα κήπου και εκείνη σε ένα παγκάκι κήπου, δίπλα σε ένα τραπεζάκι. Το παγκάκι αυτό δε με βόλευε καθώς τα "χερια" του έπεφταν για να χωράνε περισσότερα άτομα. Είχε απλώσει τα πόδια της, ξυπόλητη όπως πάντα, κάτω από το χεράκι που ήταν σηκωμένο εκείνη τη φορά, και χωρίς να το ξέρει, μου έδινε το καλύτερο foot show που μπορούσα να ζητήσω με τις γυμνές πατούσες της, καθώς μιλάγαμε αόριστα. Παρατηρώντας τη θέση της, μου ήρθε μια τρελή ιδέα, που πάνω στην καύλα της στιγμής δεν έμοιαζε κακή. Σε στιγμές που δεν κοίταζε, έλυνα σιγά σιγά την μικρή βίδα που κράταγε το 'χεράκι' πάνω. Ένιωθα τόση πίεση, κρεμόταν από μια κλωστή το τι θα γινόταν, αν με έβλεπε ή αν τράβαγε τα πόδια της για να αλλάξει στάση και δεν επανερχόταν.
Εκείνη φυσικά ήταν στον κόσμο της, μίλαγε ασταμάτητα και δεν πρόσεξε την κίνησή μου. Σε μια στιγμή, που ακόμα και εγώ δεν περίμενα, το χεράκι υποχώρησε, παγίδεψε τα πόδια της ανάμεσα στο μαξιλάρι του και στο μαξιλάρι του καθίσματος και κλείδωσε σε εκείνο το σημείο, με τη βίδα να μαγκώνει τα δύο κομμάτια. Φανερά έκπληκτη πετάχτηκε και προσπάθησε να τραβήξει τα πόδια της, κάτι που δεν κατάφερε, και ταυτόχρονα με ρώταγε τι έγινε, χωρίς ακόμα να έχει καταλάβει ότι το έκανα εγώ κάπως. Εγώ ήμουν ακόμα σκαλωμένος, μια και δεν ήξερα ότι θα έπεφτε τόσο απότομα και φοβόμουν ότι την πόνεσα. Αυτό κράτησε μέχρι που την είδα να προσπαθεί να τεντωθεί για να τραβήξει τη βίδα, πράγμα δύσκολο μια και είχε πιαστεί από τις πατούσες, και δεν είχε και κοντά πόδια.
Αμέσως σηκώθηκα και έκατσα πάνω στα πόδια της για να την εμποδίσω. Πλέον καθόμουν πάνω στα γόνατά της και είχα από τη μια μεριά το σώμα της, που είχε ανακαθίσει στο παγκάκι, και από την άλλη παγιδευμένες και ακίνητες τις πατούσες της. Άρχισε να νευριάζει από αυτή μου την αντίδραση.
-Ρε πας καλά? Σήκω να βγάλω αυτό το πράγμα, μου πιέζει τα πόδια!
-Όχι, δε νομίζω. 'την έσπρωξα και ελαφρά πίσω για να μη μπορεί να παλέψει'. Τώρα σε έπιασα και δε μου ξεφεύγεις.
-Τι λες μωρέ....ω όχι, όχι ρε, έλα τώρα, μην το κάνεις αυτό, μη με γαργαλήσεις, αλήθεια δε μπορώ να κουνηθώ.
-Μα σε αυτό βασιζόμουν...
Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρχισα να γαργαλάω τις παγιδευμένες πατούσες της, κάτι που την έφερε σε υστερία και άρχισε να σκούζει από το γέλιο. Διασκέδαζα βλέποντας τα δαχτυλάκια της να κάνουν προσπάθειες να σώσουν τις πατούσες της από το γαργαλητό καθώς εκείνη με ικέτευε να σταματήσω και ότι δεν άντεχε άλλο. Φυσικά το χέρι μου δε σταμάταγε να την γαργαλάει, ενώ το άλλο την κράταγε κάτω για να μην παλεύει. Είχε δακρύσει από τα γέλια και μου φώναζε ότι θα κάνει ότι ήθελα για να σταματήσω. Για κακή μου τύχη βγήκε στο παράθυρο η γειτόνισά της, που άκουσε τις φωνές και μας φώναξε να σταματήσουμε γιατί θα ξυπνούσαν οι γονείς της. Να σημειώσω πως ήταν μια κοπέλα λίγο μεγαλύτερή μας, και πάνω στην αναστάτωση της στιγμής με καύλωσε απίστευτα το γεγονός ότι μου φάνηκε πως είδα ένα ύφος τρόμου όταν κατάλαβε τι συνέβαινε. Αυτό ήταν και το τέλος του πεντάλεπτου βασανιστηρίου γαργαλητού της κολλητής μου, καθώς σκέφτηκα λογικά ότι θα έβγαιναν όλοι αν συνέχιζα να την γαργαλάω και να σκούζει. Δεν είχα καν την ευκαιρία να σκεφτώ να την βάλω να κάνει κάτι, μια και μόλις είχε πει ότι θα έκανε οτιδήποτε αρκεί να σταματούσα το γαργαλητό, κάτι που μετανιώνω ακόμα (πολλές επιλογές).
Αφού την ελευθέρωσα, με έβριζε ότι έγινε ρεζίλι στη γειτονιά και εγώ την κορόιδευα για το πόσο γαργαλιάρα ήταν.
Bonus, στις επόμενες μέρες, πετύχαμε τη γειτόνισσα στην παραλία η οποία, μέσα σε άλλα, είπε "...ναι συνήθως έτσι ήσυχα είμαστε στο χωριό, εκτός κι αν κάποιος αποφασίσει να μας λιώσει στο γαργάλημα μέσα στη νύχτα. Άντε ντροπή σου, βασάνιζες την κοπέλα" συνοδευόμενο από ένα γελάκι, υπονοώντας πως κάτι έτρεχε μεταξύ μας, εμένα και της κολλητής μου. Δυστυχώς δε μου έδωσε ποτέ την ευκαιρία που ήθελα, να σηκώσει και εκείνη τη γειτονιά στο πόδι