33
« στις: Δεκεμβρίου 07, 2011, 02:21:15 πμ »
Ήταν πριν πέντε, έξι χρόνια περίπου που βρήκα σε εφημερίδα αγγελία: Αφέντρα μπλα, μπλα... Τηλεφώνησα και κλείσαμε ραντεβού για κάποιο από τα επόμενα βράδια σε χώρο της, κάπου στον Άγιο Παντελεήμονα (μεγάλη η χάρη του να ελεήσει κι εμένα!).
Ο χώρος ήταν ημιυπόγειο. Μου άνοιξε μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, τετράγωνου σχήματος! 1,5 Χ 1,5 μέτρο. Βρε τι πάθαμε είπα από μέσα μου. Με τράβηξε γρήγορα σ’ ένα χωλ και με κάθισε σε μια καρέκλα, ενώ αυτή κάθισε (κάθισε λέω και το γέμισε εννοώ) σ’ένα ράντζο.
Άρχισαν τα τυπικά: το βρήκες εύκολα; Τι ζωόδιο είσαι; Θα πάρετε ένα κουαντρώ; Ξέρετε τώρα.
Μετά μου έδειξε το μενού. Μια τροχαλία οροφής με χειροπέδες, μια στοίβα παληοπάπουτσα, δυο - τρία καμουτσίκια, τέτοια. Όσο μου τα έλεγε, καθιστή στο ράντζο, το ένα χέρι της τα ‘δειχνε και το άλλο προσπαθούσε να ξεκολλήσει έναν κάλο από τις ξεραμένες φτέρνες της. Αηδία σκέτη!
Με ρωτάει τι μ’ αρέσει.
Της απαντώ ότι εξαρτάται ποιός τα κάνει.
Δηλαδή; μου λέει.
Κοίτα, της λέω.
Μια χαρά γυναίκα είσαι (τι να πω; έχουμε και μια αγωγή από το σπίτι!). Αλλά δεν νοιώθω να έχουμε χημεία, ξέρεις, δεν μου βγαίνει. Να σου δώσω κάτι για τον χρόνο που σου ‘φαγα και να τ’ αφήσουμε.
Μου λέει. Νομίζω ξέρω τι θέλεις.
Τι θέλω;
Μια μικρούλα θέλεις.
Άντε! λέω (δήθεν έκπληκτος) πως το κατάλαβες;
Θα πάρω τηλέφωνο μια φίλη κουκλίτσα 20 χρονών να έρθει και σηκώνεται να τηλεφωνήσει.
Την ακούω: Έχω εδώ ένα καλό παιδί. Δεν έρχεσαι;
Τι παπούτσια φοράει; φωνάζω.
Αθλητικά μου λέει.
Δεν βάζει καμιά μπότα; ξαναφωνάζω.
Βάλε μωρή τις μπότες σου κι έλα, και κλείνει το τηλέφωνο. Περιμέναμε κανένα εικοσάλεπτο να έρθει και πιάσαμε κουβέντα.
Που μένεις;
Μένω εδώ κοντά.
Αν με δεις στη λαϊκή μη σου ξεφύγει τίποτα.
Προς Θεού, θα ‘ναι το μυστικό μας.
Πόσο πάει το μαλλί;
Πενήντα. Νοσοκόμα είμαι, αλλά δεν βγαίνουν τα έξοδα γι αυτό αναγκάζομαι και κάνω κι αυτά.
Κακούργα κοινωνία! σχολιάζω γεμάτος κατανόηση.
Προσέχω δίπλα μας δυό κουβάδες με σφουγγαρίστρες.
Αυτά τυχαία είναι εδώ; ρωτάω.
Όχι, είναι για κάποιους που τους κατουράω να τα μαζέψω μετά.
Και δεν βρωμάει το πάτωμα μετά;
Βάζω μέσα και χλωρίνη.
Αφού έλυσα όλες τις απορίες μου και είχα ξενερώσει εντελώς, κτυπάει το κουδούνι. Επιτέλους! σκέφτομαι. Κόντεψα να ξεχάσω γιατί ήρθα. Μπαίνει μια κοπελίτσα όντως είκοσι και κάτι, λίγο γεματούλα, ομορφούλα και αρκετά σέξυ. Ε, τώρα συζητάμε σκέφτηκα. Γίναν οι συστάσεις και σύντομα περάσαμε στο δωμάτιο, όπου υπήρχε το κρεβάτι. Αλλά περάσαμε και οι τρεις. Μια απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου. Πως το σκεφτόταν η νοσοκόμα άραγε. Να είμαστε και οι τρεις; No way!
Της λέω (δήθεν αδιάφορα) εσύ που θα περιμένεις;
Ε, να εδώ γύρω θα είμαι αν θέλετε κάτι. Κι αρχίζει: κάτσε εσύ εδώ, ελά εσύ από ‘κει. Γδύσου εσύ, φίλα ο άλλος εδώ, γλύψε εσύ αυτό, κτύπα εσύ εδώ, σωστός τροχονόμος! Βρε συ, τις λέω, άφησε μας θα τα κανονίσουμε. Φεύγει. Μέχρι να συντονιστούμε ξανάρχεται και μου ρίχνει μια μ’ ένα καμουτσίκι. Τρόμαξα!
Καλό είναι αυτό; Ρωτάει.
Καλό είναι αλλά άστο, της λέω.
Να σου τις ρίχνω εγώ; επιμένει.
Βρε δεν είπαμε, διαμαρτύρομαι κομψά.
Καλά εντάξη, μουρμουράει και φεύγει. Άντε πάλι να συντονιστούμε, μας πιάσαν και κάτι γέλια. Είχα σκύψει και περιεργαζόμουν το μουνάκι της, οπότε ακούω μια φωνάρα.
Αν είναι να πιάνεις εκεί να ‘ρθεις να πλύνεις τα χέρια σου. Μην πιάσουμε και μύκητες.
Άρχισα να εκνευρίζομαι. Απομάκρυνα τα χέρια και πήγα να τη φιλήσω κάτω και σκεφτόμουν ότι θα φωνάξει αν έπλυνα τα δόντια μου. Σε λίγο ακούω ένα γδούπο κι ανοίγει η πόρτα διάπλατα και εμφανίζεται κρατώντας έναν τεράστιο φαλό. Μόνο που το είδα αγριεύτηκα.
Καλό δεν είναι; ρωτάει.
Πάρτο από δω, δεν το θέλω.
Με πλησιάζει, λέγοντας, δεν ξέρεις πόσο καλά το κάνω. Κάτσε να δεις.
Αυτό ήταν. Τινάζομαι πάνω και της λέω. Δεν μπορώ εδώ, αν θέλει κι η κοπέλα προτιμώ να πάμε σ’ ένα ξενοδοχείο εδώ κοντά. Η κοπέλα ήταν θετική. Η άλλη με τις χίλιες δυο γκρίνιες τελικά δέχτηκε. Ντυθήκαμε και φύγαμε άρον άρον για το ξενοδοχείο.
(Συνεχίζεται)