Η θολούρα που κάλυπτε αρχικά την όραση μου δε μου άφηνε ιδιαίτερα περιθώρια να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Κι όσο το τοπίο ξεκαθάριζε κι εγώ έβγαινα από τη νιρβάνα μου, τόσο πιο απίστευτα έμοιαζαν όλα.
Ήταν αργά το βράδυ, κι η συναυλία τελείωνε. Η Μ., συμφοιτήτρια μου -ουσιαστικά, αν και κάποια έτη μεγαλύτερη- κατέβαινε από τη σκηνή με εκείνο το σίγουρο όσο και αέρινο βήμα της γυναίκας που ξέρει απολύτως πόσο ποθητή είναι-και που, πολύ περισσότερο, δε χρειάζεται να πασχίσει ούτε στο ελάχιστο για να το επιτύχει. Ένιωθα τα πόδια μου βιδωμένα στο έδαφος και το μυαλό μου ανήμπορο να τους δώσει εντολή για κάπου άλλου. Οποιοδήποτε μέρος χωρίς εκείνη στο οπτικό μου πεδίο ήταν εκτός συζήτησης, έστεκα σαν υπνωτισμένος και ανέπνεα πηχτό, στερεό αέρα. Όταν αποφάσισα να κινηθώ, δεν είχε νόημα πλέον να περάσω τη διαδικασία μέσω μυαλού. Ήμουν υποταγμένος ψυχή και σώμα στην αύρα αυτής της γυναίκας, μιας ζωντανής φαντασίωσης που μπορούσε να με γονατίσει απλά κοιτώντας με κατάματα. Όταν το αντιλήφθηκα πλήρως, στεκόμουν πλέον μπροστά της και δεν υπήρχε, ούτε ήθελε να υπάρχει γυρισμός.
"Συγχαρητήρια. Ήσουν φανταστική σήμερα". Τα λόγια βγήκαν μηχανικά, έπρεπε να δικαιολογήσω την ύπαρξη μου μπροστά της. Δεν ήμουν καν σίγουρος ότι μπόρεσα να το κάνω, αλλά κάτι έπρεπε να πω.
"Σ'ευχαριστώ πολύ", είπε, με έναν τόνο ανάμεικτης αυτοπεποίθησης και ευγένειας. "Τα πήγαμε πολύ καλά αλλά έχω πεθάνει από την ορθοστασία". Με διάβαζε σαν ανοιχτό βίβλιο μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Τα μάτια και των δυο μας πήραν την κατιούσα και σταμάτησαν στα πόδια της, και πριν προλάβω να εκπνεύσω την αναπνοή που κρατούσα από την ώρα που βρέθηκα μπροστά της, τεντώθηκε και άγγιξε τη γάμπα της, πριν αφήσει τα δάχτυλα του χεριού της να γλιστρήσουν μέχρι το παπούτσι της, ένα μαύρο flat πέδιλο που, ξεδιάντροπα σχεδόν, άφηνε να φαίνεται όλο το μεγαλείο του λευκού δέρματος του ποδιού της. Άφησα το βλέμμα μου πάνω στο πορσελάνινο coup-de-pied της όσο χρειάστηκε μέχρι να καρφωθώ, πριν ανοίξω το βλέμμα μου συνολικά πάνω της. Ψηλή, με μαύρα μαλλιά, κανονικά μέχρι τους ώμους, με τα μισά τώρα πιασμένα σε μια μικρή κοτσίδα. Ο ορισμός της θηλυκότητας που δήλωνε για σώμα, ακριβώς στο μεταίχμιο της καμπυλότητας, έμοιαζε με δια βίου εισιτήριο για το αριστερό μονοπάτι. Το μαύρο φόρεμα που το αγκάλιαζε τόσο ώστε να καταφέρεις να ευχηθείς να είχες γεννηθεί ύφασμα, σταματούσε λίγους πόντους πάνω από τα γόνατα της, κι έκανε ένα βασανιστικά, σαδιστικά ελάχιστο see-through ακριβώς στο ύψος του στέρνου της-πάνω από το στήθος. Ανέπνευσα βαθιά-έμελλε να ήταν η τελευταία μου για απόψε.
Δε νομίζω πως θα μπορούσα να υπάρξω πολύ πιο γελοίος από το πως έμοιαζα κοιτάζοντας την, οπότε δεν υπήρχε κάτι να μετανιώσω. Όταν το υπόλοιπο συγκρότημα έφυγε από το δωμάτιο προς αναζήτηση αλκοόλ, γονάτισα μπροστά της. Το χέρι μου διένυσε τα εκατοστά που το χώριζαν από τον αστράγαλο της όσο πιο αργά μπορούσε πριν παραλύσει, ακουμπώντας το μεταξένιο της δέρμα. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή το τίναγμα, το ξάφνιασμα, το "πως τολμάς" της. Δε με ένοιαζε τίποτα. Ήθελα να της παραδοθώ άνευ όρων και θα το έκανα, ακόμα κι αν έκρινε ότι δεν είμαι άξιος ούτε να με φτύσει. Ήθελα να έχει κάθε απόφαση, κάθε έλεγχο. Περίμενα...αντ'αυτού, συνάντησα μια ψυχραιμία που σχεδόν έφτανε τη συνήθεια. Αναθάρρησα και την κοίταξα μέσα στα μάτια, καθώς έστεκε πλέον καθιστή από πάνω μου. Δε μίλησε. Δεν υπήρχε ανάγκη. Απλώθηκε ελάχιστα πίσω στην καρέκλα της για να βολευτεί και ακούμπησε το άλλο της πόδι πάνω στο γόνατο μου. Τα χέρια μου κινήθηκαν ασυναίσθητα λύνοντας το πέδιλο της, σαν κομμάτι του DNA μου να μου υπαγόρευε ότι γεννήθηκα για να την υπηρετήσω. Ο κόμπος στο λαιμό μου κούμπωσε ταυτόχρονα με το ξεφύσημα ανακούφισης που βγήκε από τα χείλη της μόλις χάιδεψα το βελούδινο πέλμα της. Άρχισα να της κάνω μασαζ, σαν να ζούσα μόνο γι'αυτό.
Αφοσιωμένος στο καθήκον και αφημένος στην αίσθηση του ποδιού της, πολύτιμος θησαυρός στα τρεμάμενα χέρια μου, δεν ένιωσα ποτέ αυτό που πέρασε γύρω από το λαιμό μου. Δευτερόλεπτα μετά, όταν σήκωσα το βλέμμα να την αισθανθώ δια της οράσεως, συνάντησα μια αντίσταση καθώς την είδα να κρατάει μια λεπτή αλυσίδα, που έδενε σε ένα κολάρο σκύλου. "Ελπίζω να μη σε στενεύει", είπε ειρωνικά. "Το είχα πάρει για το σκύλο μου αλλα μου προέκυψες εσύ. Και είναι σημαντικό να σημαδεύονται αυτά που μου ανήκουν. Σωστά;" Δεν υπήρχε περιθώριο σκέψης ή αντίληψης. Μόνο αφειδούς υποταγής εκεί που δικαιωματικά ανήκα. Έσκυψα το πρόσωπο μου και φίλησα το πόδι της σαν να ήταν ιερό-και ήταν, στ'αλήθεια. Ψέλλισα τις λέξεις σαν τελευταία ευχή μπροστά από τον τοίχο του Καθαρτηρίου. "Μάλιστα Κυρία".
Η μυρωδιά και η γεύση από το ανεπαίσθητα ιδρωμένο πέλμα της ήταν το νέκταρ και η αμβροσία μου, για εκείνη τη στιγμή, για τότε, για πάντα. Τα νύχια των ποδιών της, βαμμένα σκούρο κόκκινο του αίματος, γυάλιζαν καθώς τα έγλειφα σχολαστικά ξανά και ξανά και ξανά, πριν βυθιστώ και πάλι ανάμεσα στα λευκά δαχτυλάκια της και κατόπιν, στη διαδρομή από και προς τη φτέρνα της. Φιλούσα κάθε εκατοστό των ποδιών της με ευλάβεια, με λατρεία, με υποταγή ανομολόγητη ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό, γονυπετής μέσα στο ναό της. Το επιτιμητικό όσο και υποτιμητικό χαμόγελο της δήλωνε έναν θρίαμβο που δε συνέβη ποτέ-ήμουν σκλάβος της από τη μέρα που τη γνώρισα και το ήξερε. Το μόνο που έκανε ήταν να σηκώνει ελαφρά το πηγούνι μου με το πόδι της μέχρι να συναντηθούν τα βλέμματα μας πριν με διατάξει να κάνω αυτό που ήθελε επακριβώς, με φωνή ήρεμη και σταθερή, έτσι ώστε να διακρίνει στα μάτια μου την ψυχή που πρόσφερα στα πόδια της, την κυριαρχία της πάνω σε οτιδήποτε ήμουν. Κι εγώ εκεί, να φιλάω, να γλείφω, να γίνομαι χαλί, υποπόδιο, μασέρ, σκύλος, οτιδήποτε ήθελε.
Λευκό φως πλημμυρίζει τα μάτια μου. Δυσκολεύομαι να συνηθίσω. Συνήθισα. Είμαι σε ένα κρεββάτι. Στο διπλανό κοιμάται, ατάραχος, ένας φίλος μου. Είναι πρωΐ, κι ήταν όλα ένα όνειρο. Όπως Εκείνη.