Ήταν Παρασκευή βράδυ και καθόμουν μόνος σε ένα μπαρ στην Ιπποκράτους, πίνοντας ουίσκι με πάγο. Ενώ σκεφτόμουν πώς να αποφύγω την εξαγριωμένη σπιτονοικοκυρά μου που ζητούσε τα καθυστερημένα νοίκια, μια γυναικεία φωνή με έβγαλε απ' τις
σκέψεις μου
-Μπορώ να καθίσω;
Γύρισα και είδα μια εντυπωσιακή κοκκινομάλλα να στέκεται απέναντί μου. Ήταν ψηλή, τουλάχιστον 1,80, με κατσαρά μαλλιά λίγο πιο κάτω απ' τους ώμους. Φορούσε μια στενή τζιν, μίνι φούστα με μια άσπρη ζώνη με μεγάλη αγκράφα και άσπρο μπλουζάκι. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν τα ατελείωτα, καλίγραμμα πόδια της που πλαισιώνονταν από μαύρο καλσόν και κόκκινες, γυαλιστερές ψηλοτάκουνες γόβες. Όση ώρα την περιεργαζόμουν περίμενε κοιτώντας με απορημένη την απάντησή μου.
-Φυσικά, η μοναξιά είναι κακός σύμβουλος.
Κάθισε δίπλα μου και παρήγγειλε πάπια Πεκίνου, συγγνώμη μπερδεύτηκα, δε θυμάμαι τι παρήγγειλε αλλά δεν έχει καμία σημασία. Μου είπε ότι δουλεύει σε ένα δικηγορικό γραφείο εκεί κοντά στο οποίο τις τελευταίες μέρες είχε πέσει πολύ δουλειά. Ακόμη μου είπε ότι είναι από μια πολύ πλούσια οικογένεια, ότι ο πατέρας της έχει αδαμαντορυχεία στο Γιοχάνεσμπουργκ και ότι εκείνη δούλευε κοντά του, αλλά επειδή νοστάλγησε την Ελλάδα γύρισε πριν λίγα χρόνια και έχοντας βαρεθεί τη χλιδή και τα πλουτη αγόρασε ένα δυάρι στα Πατήσια. Φυσικά όλα αυτά, εκτός απ' τη δουλειά στο δικηγορικό γραφείο, ήταν παραμύθια αλλά η οικονομική της κατάσταση ήταν το τελευταίο πράγμα που με ενδιέφερε.
-Πώς σε λένε;
με ρώτησε μετά το λογύδριό της
-Τάκη
της απάντησα πολύ φυσικά. Τάκης είναι το όνομα που χρησιμοποιώ όταν κάνω γνωριμίες σε μπαρ, για να τιμήσω τη μνήμη του θείου μου του Τάκη που πέθανε απ'το ποτό.
-Εσένα
ρώτησα με τη σειρά μου
-Λίλιθ
-Περίεργο όνομα. Εβραϊκό είναι;
-Ναι αλλά δεν είμαι Εβραία. Το διάλεξε η μητέρα γιατί της άρεσε.
Τότε μου διηγήθηκε ότι η Λίλιθ ήταν η πρώτη γυναίκα του Αδάμ που όταν τον βαρέθηκε έγινε το έτερον ήμισυ του Τρισκατάρατου. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, επιτίθεται το βράδυ στους ανθρώπους φέρνοντας σεξουαλικά όνειρα. Κατά άλλους ταυτίζεται με τη Μόρα που σχετίζεται με τη διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου. Εδώ πρέπει να διευκρινήσω ότι αυτή η Μόρα δεν είναι φιλενάδα της κασίδας. Ουδεμία σχέση έχει δηλαδή με την απάντηση "μώρα και κασίδα" που δίνει μια γυναίκα σε καποιον αγενή άντρα όταν αυτός την αποκαλέσει "μωρή".
Αφού μου διηγήθηκε την ιστορία του ονόματός της μου είπε ότι την έχουν καυράσει οι μακροχρόνιες σχέσεις και ότι θέλει να γνωρίσει έναν άντρα απλώς για να περνάει καλά, χωρίς να ενδιαφέρεται για την επόμενη μέρα. Έτσι η συζήτηση περάσε σιγά-σιγά στο σεξ. Μου παραπονέθηκε ότι όσοι άντρες είχε γνωρίσει ήταν ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε και ότι δεν είχαν ιδέα από προκαταρκτικά και σεξουαλικά παιχνίδια. Τότε προσπάθησα να την κατευθύνω εκεί που ήθελα χωρίς να καρφώνομαι. Στην αρχή της είπα ότι μ' αρέσουν τα ψηλά τακούνια (δεν εννούσα την ταινία του Αλμοδοβάρ), οι μπότες, η αλυσίδα στο πόδι, τα κόκκινα βαμμένα νύχια και γενικά τα περιποιημένα και καθαρά πόδια. Εκείνη χαμογελούσε πονηρά, αλλά στο άκουσμα της τελευταίας μου φράσης αντέδρασε αμήχανα. Μετά της είπα, με δήθεν αδιάφορο ύφος, ότι διάβασα στη Βικιπαίδεια για ένα φετίχ που λέγεται ποδολαγνεία. Ότι με λίγα λόγια έχει να κάνει με τη λατρεία των κάτω άκρων και ότι σύμφωνα με στατιστικές αυτό το φετίχ το έχει το 10% του αντρικού πληθυσμού. Της είπα ότι το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον αλλά ότι η κοινωνία έχειπολλά ταμπού και για πολλούς ανθρώπους αυτό το φετίχ δενείναι φυσιολογικό. Μου απάντησε ότι το πώς τη βρίσκει ο καθένας είναι δικό του θέμα, αρκεί να μην ενοχλεί τους άλλους. Πολύ ενθαρρυντική απάντηση. Τότε εξαπέλυσα το ισχυρό μου όπλο. Της είπα ότι έχω ταλέντο στο μασάζ στα πόδια και ότι όσες φίλες μου το έχουν δοκιμάσει συμφώνησαν ότι τα χέρια μου είναι μαγικά. Μου παραπονέθηκε ότι τελευταία κουράζεται πολύ, ότι την πονάνε συνέχεια τα πόδια της και ότι ένα καλό μασάζ είναι ότι πρέπει. Πλήρωσα, προσφέρθηκε να πληρώσει αλλά είπε ότι είχε πάνω της μόνο δολάρια και γιεν, και φύγαμε για το σπίτι της. Το αυτοκίνητό της υποτίθεται ότι ήταν στο συνεργείο, έτσι πήραμε ταξί το οποίο πλήρωσα επίσης.
Κάποια στιγμή φτάσαμε επιτέλους στο σπίτι της. Άναψε δυο κεριά και έβαλε απαλή μουσική για να φτιάξει ατμόσφαιρα. Καθίσαμε στον καναπέ. Έβαλε τα πόδια της πάνω μου κοιτώντάς με αισθησιακά. Χάϊδεψα τις γάμπες της, έβγαλα τη μία της γόβα... Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Από κει και πέρα υπάρχει κενό στη μνήμη μου. Συνήλθα τρεις μέρες μετά στον Ευαγγελισμό. Οι γιατροί μου είπαν ότι είχα δεχτεί επίθεση με χημικά όπλα, απαγορευμένα από διεθνείς συνθήκες και ότι μια άγνωστη με είχε αφήσει στηνείσοδο του νοσοκομείου. Αργότερα έμαθα από μια φίλη της ,που σύχναζε στο μπαρ που τη γνώρισα, ότι είχε μύκητες στα πόδια και πως ότι και αν είχε δοκιμάσει δεν είχε καταφέρει να βρει λύση στο πρόβλημά της.