Μέρος 9ο
Λίγα χιλιόμετρα έξω απο το Εδιμβούργο στην επαρχία Rosewell ένα μικρό αλσφατοστρωμένο δρομάκι οδηγεί σε μια ξύλινη φάρμα περιστοιχισμένη από έναν ψηλό φράχτη . Τρυγύρω της υπάρχουν μόνο σταύλοι και βοσκοτόπια γέματή απο κάθε λογής ζωντάνα...αν υπαρχει κάτι που σπανίζει στην περιοχή είναι ο ανθρωπός...η τοποθεσία είναι τόσο ερημική που ο κεντρικός δρόμος απέχει 7 περιπου χιλιόμετρα και η περίπτωση να συναντήσεις διερχόμενο όχημα να σε βγάλει στον κεντρικό σπάνια έως αδύνατη. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει όταν ένα ηχηρό ουρλιαχτό έκανε όλα τα ζωντάνα της περιοχής να σιωπήσουν και κανα 2 τσοπανόσκυλα να γαυγίζουν λές και ήρθε το τέλος του κόσμου. Ο Μάρκος λυποθήμησε απο την ένταση και το στρές της στιγμής, ο πόνος του καψίματος που δυνάμωνε σταδιακά όσο κατέβαινε η φλόγα και ο συνδιασμός του ιδρώτα που έτρεχε απο τα πόδια του και τής έλειψης αέρα στο σημείο που τελικά έσβησε (ανάμεσα στα δύο του κολομέρια), προκάλεσαν αυτό το δυνατό ουρλιαχτό. Η Μαρίλια ατάραχη έχοντας χύσει με την σειρά της ακουγοντάς αυτό που ήθελε...σηκώθηκε και τον έλυσε απο τον τροχό, και το σώμα του σωρίαστηκε φαρδύ πλατύ πάνω στα άχυρα.
Περάσαν αρκετές ώρες είχε νυχτώσει για τα καλά πλέον...Ο Μάρκος άνοιξε τα μάτια με πόνους απο τα χτυπήματα της Μαρίλας στα χέρια στα πόδια και στον πούτσο του. Ο Μεγαλύτερος πόνος ήταν στον κώλο, το κερί είχε χυθεί πάνω στα αρχίδια του και είχε φτάσει μέχρι τον αφαλό, ενω αντιστοιχα απο την πίσω πλευρά μέχρι το ύψος των νεφρών του. Το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορουσε να κλείσει τα πόδια απο τον πόνο του καψίματος. Ο Αχυρώνας ήταν άδειος και η πόρτα ορθάνοιχτη...Λίγο παραδίπλα του το υπόλοιπο κερί που δεν κάηκε τελικά. Έκανε μια προσπάθεια να σηκώθει όρθιος μα ήταν αδύνατο...ο πόνος αφόρητος...μπουσουλώντας στα 4 έφτασε μέχρι την πόρτα...το κρύο και η υγρασία θερίζανε. Δίπλα απο τον αχυρώνα υπήρχε ένα σπίτι και είδε απο το παράθυρο να βγαίνει λίγο φώς.
«Άμα μείνω εδώ θα ψοφήσω σαν το σκυλί» σκέφτηκε και προχώρησε μπουσουλώντας μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Μέ όση δύναμη του είχε απομείνει χτύπησε 2 φορές την πόρτα και απο τον πόνο σωράστηκε πάλι κάτω. Η πόρτα άνοιξε...και ένιωσε τις μπότες της Μαρίλιας να πατάνε τα χέρια του στο πάτωμα.
«’Ετσι σε μάθανε να χαιρετάς την ΑΦΕΝΤΡΑ σου παλιομαλακισμένο?» είπε η Μαρίλια
«Φίλα μου τις μπότες και ίσως σε λυπηθώ να σε βάλω μέσα και να σε χρησιμοποιήσω ώς το υποποδιο μου μπροστά απο την πολυθρόνα του τζακιού»
Με τα χέρια πατημένα κάτω ο Μάρκος κόλλησε τα χείλια του πάνω στο δέρμα της μπότας της Μαρίλας και δακρύζοντας ικετευσε...
«Σας ικετεύω ΑΦΕΝΤΡΑ μου αφήστε με να περάσω μέσα, κρυώνω πολύ και πονάω αφόρητα, Έλεος κύρια» ξεσπώντας σε λυγμούς. Η Μαρίλια χαμογέλασε ειρωνικά και τον βούτηξε απο το κολάρο σαν σκυλί σερνοντάς τον μέσα.
«Είμαι στις καλές μου απόψε...το ουρλιαχτό που μου πρόσφερες μου έφτιαξε την βραδιά, δεν φαντάζεσαι πόσο το απολαυσά...σαν το πρώτο ουρλιαχτό μωρού που βγαίνει απο την κοιλιά της μάνας του...» και συνέχισε... «Σήμερα ξαναγεννήθηκες και εσύ, ήρθες στον δικό μας κόσμο πλέον, έναν κόσμο που για χρόνια αγνοούσες ότι υπάρχει, και όμως ήταν πάντα δίπλα σου απο την μέρα που γεννήθηκες με τρόπους που δεν φαντάζεσαι...Σε αυτόν το κόσμο που άλλοι τον θεωρουν παράξενο και διεστραμμένο γεννήθηκες σήμερα, κι όμως σύντομα θα διαπιστώσεις πόσο φυσιολογικός είναι ο κόσμος μας και πόσο διεστραμμένοι είναι εκείνοι έξω..» Το ύφος της Μαρίλιας ξαναέγινε αυστηρό και συνέχισε...
«Τσακίσου ανέβα την σκάλα, επάνω είναι η σκλάβα μου η Μαρία, θα περιποιήθει την κολοτρυπίδα σου...τα άλλα θα περάσουν σε κανα μήνα...μέχρι τότε θα τα κοιτάς και θα με θυμάσαι...Σε μια ώρα να είσαι κάτω δεν έχω τελειώσει μαζί σου ακόμα, εμπρός τσακίσου» του είπε ρίχνοντας του μια κλωτσιά στα πλευρά
«Σας ευχαριστώ λατρεμένη μου ΑΦΕΝΤΡΑ» είπε ο Μάρκος φιλώντας για δευτερή φορά τις μπότες της, και σχεδόν σέρνοντας ανέβηκε την σκάλα.
Η σκάλα οδηγούσε σε έναν διάδρομο στον πάνω όροφο του σπιτιού..η πρώτη πόρτα απο τα αριστερά του ήταν μισάνοιχτη και είχε φώς μέσα. Ο Μάρκος μπουσουλώντας πάντα μπήκε μέσα και αντίκρισε μια κοπέλα ξανθιά με πράσινα μάτια γύρω στα 22 σαν τα κρύα τα νερά, ένα πλάσμα πανέμορφο. Ήταν ολόγυμνη και φορούσε το ίδιο κολάρο με το δικό του και εκείνη την ώρα έστρωνε το κρεββάτι της κυρίας της.
«Καλησπέρα εσύ πρέπει να είσαι η Μαρία» είπε γεμάτος ευγένεια ο Μάρκος «μπορείς σε παρακαλώ να με βοηθήσεις?» Η κοπελίτσα τα έχασε βλεποντάς τον...
«Ο χριστός και η παναγία!! Τι σου έκανε η κακούργα?» του απάντησε και έτρεξε προς το μέρος του να τον σηκώσει...Τα μάτια του Μάρκου πέσανε αμέσως στις ξυπόλυτες πατούσες της...τα πόδια της ήταν πραγματικά υπέροχα λές και είχαν βγεί απο πίνακα ζωγραφικής, του θύμιζαν τα πόδια της Δανάης στον σχηματισμό...
«Άστα μεγάλη ιστόρια που να σου εξηγώ τώρα... by the way είμαι ο...» και πριν προλάβει να ολοκληρώσει
«Σσσστ! Μην μιλάς ξέρω πολύ καλά και ποιός είσαι και που έχεις μπλεξει καημενούλη μου. Όλοι για σένα μιλάνε εδώ πέρα, απο την κυρία μου μέχρι άτομα που δεν φαντάζεσαι»
Ο Μάρκος σάστισε... «Τι μου λές τώρα? Που ξερούν ποιός είμαι και τι σχέδια μου λές? Θα μου εξηγήσει κανείς τι μου συμβαίνει?»
«Δεν μπορώ να σου πώ πολλά πράγματα τώρα, αύριο η κυρία μου θα σε αφήσει ελευθερο γιατί θα λειψει 2 μέρες στο εξωτερικό, είναι όλο σχεδιασμένο το πράγμα, αύριο το βράδι θα σε περιμένω έξω απο το μαγαζί που δουλέυες στις 8 ακριβώς και θα σου τα εξηγήσω όλα, περιμενέ με και μην αργήσεις, αν παέι 8:30 και δεν εμφανιστώ πάει να πει ότι κάτι μου έχει συμβεί και δεν θα τα έχω καταφέρει να ξεφύγω απο αυτό το κοράκι τον Ιασώνα, πιστευώ να ξέρεις για ποιόν σου μιλάω..αυτόν τον γλοιώδη τύπο που σε έφερε εδώ...» Η Μαρία άρχισε να περιποιείται τις πληγές του Μάρκου, ο οποιος δεν πίστευε στα αυτιά του με αυτά που άκουγε...
«Σε ευχαριστώ πολύ Μαρία...Θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω» της απάντησε...
Η διορία του Μάρκου είχε σχεδόν εκπνεύσει. Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να κατέβει κάτω όπως τον είχε προστάξει η ΑΦΕΝΤΡΑ του. Ανακουφισμένος απο την περιποίηση της Μαρίας άρχισε να κατεβαίνει την ξύλινη σκάλα προς τα κάτω με τα λόγια της Μαρίας να στροβιλιζουν στο κεφάλι του...
Συνεχίζεται...