Μέρος 14ο
Ο Μάρκος πέρασε το κεφάλι του μέσα απο τα καγκέλα του κελιού του και γύρισε πρός το κελί του Ιάσωνα.
«Ιάσωνα είσαι καλά?» ψυθίρισε μέσα στο σκοτάδι
«άσε με εμένα...εσένα πώς σε βρήκανε? Δεν σου είπα μείνε σπίτι?»
«Περίμενα την κοπέλα που μου είπες μέχρι το απόγευμα αλλά δεν εμφανίστηκε και είπα να βγώ να φάω κάτι και πέρασα απο το μαγαζί μίλησα με τον μανατζέρ και τα λόγια του με οδήγησαν εδώ...συγνώμη δεν ήξερα, δεν ήθελα να τραβήξεις αυτά για μένα..τελίκα μάλλον χειρότερα τα έκανα...»
«Σου είπα άσε με εμένα, εσύ είσαι πολύ πιο σημαντικός, αυτό που τράβηξα δεν έγινε για το τίποτα, ο λόγος που βρίσκεσαι εσύ εδώ είναι....
Τα λόγια του Ιάσωνα σκεπάστηκαν απο ήχους τακουνιών στην σκάλα. Ο Μάρκος έχοντας τα λόγια του απέναντι φυλακισμένου το μυαλό του έπεσε στα 4 με το κούτελο να ακουμπά το πάτωμα. Το περπάτημα και η μυρωδιά των ποδιών γνώστη και έχουν χαρακτεί καλά στο μυαλό του..
«ΑΦΕΝΤΡΑ ΔΑΝΑΗ...» ψυθίρισε. Η Δαναή στάθηκε μπροστά απο το κελί του Μάρκου φορώντας τίς γνωστές peep toe γοβες της φορώντας το γνωστό ερεθιστικό άρωμα της, μόνο που αυτή την φορά τα νυχάκια της ήταν βαμένα ροζ. Στην συνέχεια προέταξε το πόδι της μέσα απο τα καγκέλα αναμένοντας τον χαιρετισμό του σκλάβου της. Ο Μάρκος άρχισε να φιλά το πόδι της λες και ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο γι αυτόν...
«ΑΦΕΝΤΡΑ μου σε ικετεύω...μην με στείλετε στην σιδερένια πόρτα, πάρτε με από εδώ πάρτε με μαζί σας, θέλω να υπηρετώ μόνο εσάς, θέλω να ανήκω μόνο σε εσάς..σας εκλιπαρώ ταπεινά».
Ο Μάρκος δεν είχε πέσει έξω...απ’ολες τις Αφέντρες που γνώρισε η Δανάη ήταν η πιο αισθησιακή και η πιο ευάλωτη στα παρακάλια του, σε σχέση με την Μαρίλια και την Μαρία που ήταν πιο αδίστακτές και πιο σαδίστριες, ήξερε πολύ καλά τι έκανε...Η Δανάη συγκινήθηκε απο τα παρακάλια του μα πιο πολύ την έφτιαξε ο τρόπος που φιλόυσε τα πόδια της και φυσικά ήταν ο μόνος μέχρι στιγμής που αναγνώριζε την μυρωδιά της απο μίλια μακρυά. Παρόλα αυτά έπρεπε να κρατήσει χαρακτήρα...
«Η Υψηλοτάτη σε περιμένει...» του είπε και αφού του πέρασε την αλυσίδα στο κολάρο του τον έσυρε σαν σκύλο πίσω απο τα θεικά της πόδια ανεβαίνοντας την σκάλα...Την ώρα που ανεβαίνανε του ψυθίρισε...
«Κι εγώ σε γουστάρω για σκλάβο μου...απο την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα στο μαγαζί και μου φόρεσες τις γόβες, κατάλαβα ότι θα γινόσουν για πάντα το σκυλάκι μου, υπάρχουν όμως κάποια πράγματα πέρα απο την θελησή μου και τις δυνάμεις μου...»
Αφέντρα και σκλάβος φτάσαν στο σαλόνι του σπιτιού που είχε δεί ο Μάρκος με την κόκκινη βελούδινη μοκέτα και τα νεοκλασσικά έπιπλα. Γονατιστός στα 4 στεκόταν μπροστά στην Madame Victoria η οποία βρισκόταν καθιστή σταυροπόδι στην μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα της. Πίσω της 2 σκλάβοι με φτερά να της κάνουν αέρα, ένας τρίτος σαν υποπόδιο κάτω απο τις γυαλισμένες μπότες της, ένας τέταρτος γονατιστός δίπλα αριστερά της με ένα τασάκι δεμένο στο στόμα, και δίπλα της δεξιά ένας ακόμα στα 4 σε στάση τραπεζιού με έναν δίσκο με μια σαμπάνια και ένα ποτήρι στην πλάτη του. Στον καναπέ λίγο παραπέρα η Μαρία με την Μαρίλια η μιά πάνω στην άλλη αγκαλιασμένες να κάνουν έρωτα. Η Madame Victoria φορούσε ακριβώς τα ίδια με την πρώτη μέρα... ένα μαύρο lycra ολοσωμο εφαρμοστό έναν μαύρο βελούδινο κορσέ δεμένο πίσω με κορδόνια, και ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες μέχρι το γόνατο, με φερμουάρ στο πλάι και μεταλλικό 10 ποντο τακούνι.
«Ευχαριστώ χρυσή μου...μπορείς να πηγαίνεις...δεν θα σε χρειαστώ άλλο γι απόψε...» είπε χαμηλόφωνα. Η Δανάη αφού έριξε μια ματιά στον Μάρκο αποχώρησε στα δωμάτια επάνω. Στην συνέχεια η Victoria απευθύνθηκε σε Μαρία και Μαρίλια...
«Και εσείς μπορείτε να συνεχίσετε επάνω τα παιχνίδια σας, αρκετά με καυλωσατε για βράδι...»
Και κουνώντας το χερι της προς τους σκλάβους της... «Αφήστε μας μόνους...» Στο σαλόνι μείνανε οι 2 τους...για το επόμενο λεπτό η Victoria κοίτουσε τον γονατισμένο Μάρκο και τον περιεργαζόταν...
«Πλησίασε σκλάβε...μέχρι τα πόδια μου...» Ο Μάρκος προχώρησε σιγά σιγά και φτάνοντας μπροστά της το κεφάλι του έγινε ένα με το πάτωμα. Η Victoria με την σόλα τον πάτησε στο μάγουλο με δύναμη και το 10 ποντο τακούνι της καρφώθηκε στο στόμα του...
«καλώς όρισες σκλάβε...απο αυτή την στιγμή μου ανήκεις ολοκληρωτικά...περίμενα αυτή την στιγμή χρόνια τώρα. Τους κανόνες υποταγής σου σε μένα φαντάζομαι τους έχεις μάθει ήδη απο τις άλλες κυρίες...για σένα θα είμαι απο δώ και πέρα η ΥΨΗΛΟΤΑΤΗ σου. Το κατάλαβες σκλάβε?»
«Μάλιστα ΥΨΗΛΟΤΑΤΗ» απάντησε ο Μάρκος...
«Έτσι μπράβο...καθε φορά που θα παραβαίνεις τους κανόνες θα χάνεις τα προνόμια σου σαν προσωπικός σκλαβος μου και θα βρίσκεσαι στο κελί σου κάτω στα μπουντρούμια. Πιστεύω είδες πως ζούν εκεί κάτω...σωστά?»
«Μάλιστα ΥΨΗΛΟΤΑΤΗ μου» ξαναείπε ο Μάρκος...
«Για εσένα έχω κρατήσει την πιο καλή θέση κάτω απο την υπηρεσία μου, θα σε χρησιμοποιήσω σαν την προσωπική μου καμαρίερα, θα με φρόντιζεις προσωπικά, θα ζείς και θα αναπνέεις κάτω απο τις μπότες μου για να ικανοποιείς όλες μου τις ανάγκες, θα σε γαμάω όποτε θέλω, θα σε χτυπάω οπότε και όσο θέλω, και όλη αυτή η τιμή όχι επειδή σε συμπάθησα...επειδή απ’ολους εδώ μέσα έχεις την μεγαλύτερη τσέπη την οποία αφου την αρμέξω και σε αφήσω ταπί, θα σε πετάξω απένταρο στον δρόμο, να ζητιανέυεις για ένα κομμάτι ψωμί...το κατάλβες σκουλίκι?»
«Μάλιστα ΥΨΗΛΟΤΑΤΗ μου» απάντησε ο Μάρκος φιλώντας τις μπότες.
«Και τώρα ώρα να υπογράψεις το συμβολαιό σου μαζί μου...» και σηκώθηκε περπατώντας μέχρι το τζάκι. Στην συνέχεια άρπαξε ένα πυρωμένο σίδερο με το μονογραμμά “V”και προχωρόντας κάθισε πάνω στην πλάτη του Μάρκου...με το ένα της χέρι του βουλώσε το στόμα και με το άλλο του πάτησε το πυρωμένο σίδερο στον κώλο. O Μάρκος έβγαλε ένα πνιχτό ουρλιαχτό μέχρι που δάκρυσε απο τον πόνο.
«Αυτό για να με θυμάσαι πάντα σκλάβε...να θυμάσαι τι ήσουνα και τι θα καταντήσεις όταν τελειώσω μαζί σου...» του ψυθίρισε στο αυτί
«Απο δώ και πέρα μου ανήκεις....»
Συνεχίζεται...