Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Ατιτλο....  (Αναγνώστηκε 28077 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #15 στις: Νοεμβρίου 15, 2010, 04:09:34 μμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

«Τι θα κάνεις, είπες;» ρώτησε η υποψήφια περιφερειακή εισαγγελέας Άννα. Ήταν βυθισμένη σε μια πολυθρόνα στο καθιστικό της έπαυλη και ένας σκλάβος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από τα γυμνά πόδια της. Ένας άλλος σκλάβος κρατούσε και έγλειφε τα παπούτσια της να καθαρίσουν. Το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε στα χέρια της παραλίγο να της πέσει πάνω στο πανάκριβο περσικό χαλί. Η Α καθόταν με τον ίδιο αναπαυτικό τρόπο σε μια πολυθρόνα απένατί της με τον υπηρέτη κάτω από τα πόδια της.
   «Θα βάλω υποψηφιότητα στις επικείμενες εκλογές» επανέλαβε η Α.
   Η Άννα γέλασε –αλλά με κάπως αβέβαιο ύφος. Η Α είχε ένα τρόπο να κάνει τους άλλους να νιώθουν αβεβαιότητα. Στα παιδικά της χρόνια μπορεί να ήταν κάπως καχεκτική. «Ένας δυνατός άνεμος θα με παρέσερνε» της άρεσε να λέει. Τα γονίδια της μητέρας της όμως υπερίσχυσαν και τώρα καθόταν απέναντι από την Άννα και έμοιαζε με σκληροτράχηλο εργάτη.
   Η Α συνοφρυώθηκε με το γέλιο της Άννας.
   «Θέλω να πω, η Μαρία μπορεί να έχει να πει κάτι για όλα αυτά, έτσι δεν είναι Α;»
   «Η Μαρία δεν θα πει απολύτως τίποτα» είπε ήρεμα η Α. Η φωνή της ήταν υπομονετική. «Η Μαρία θα είναι στο περιθώριο, αλλά θα είναι στη δική μου πλευρά του περιθωρίου, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν πρόκειται να την ενοχλήσω γιατί θα βάλω υποψηφιότητα σαν ανεξάρτητη. Δεν έχω είκοσι χρόνια για να ξοδέψω για να μάθω τα κόλπα και για να φιλάω κατουρημένες ποδιές».
   «Μάλλον αστειεύεσαι Α, έτσι δεν είναι;» είπε διστακτικά η Άννα. «Άλλωστε εσύ θα υποστηρίξεις την δική μου υποψηφιότητα». Δεν ήταν πλέον και πολύ σίγουρη γι’ αυτό.
   «Εσύ δεν θα κατέβεις στις εκλογές» είπε η Α, που συνοφρυώθηκε πάλι και το πρόσωπό της έγινε απειλητικό. «Άννα δεν αστειεύομαι ποτέ. Πολλοί νομίζουν ότι αστειεύομαι. Οι εφημερίδες νομίζουν ότι αστειεύομαι. Αλλά εσύ πήγαινε βρες τη Μαρία. Ρώτα τη Μαρία αν αστειεύομαι, ή αν κάνω αυτά που αναλαμβάνω να κάνω. Άλλωστε αυτό θα έπρεπε να το ξέρεις κι εσύ από μόνη σου. Στο κάτω κάτω έχουμε θάψει και μερικά πτώματα μαζί, έτσι δεν είναι Άννα;»
   Το συνοφρύωμα μετατράπηκε σε ένα παγερό χαμόγελο. Σήκωσε το πόδι της από τον υπηρέτη και στο μάγουλό του έμεινε το βαθούλωμα από το τακούνι του παπουτσιού της. Τον έστειλε να φέρει ένα μπουκάλι κρασί ακόμα. Η Άννα είχε ασπρίσει. Είχε κάνει τη βλακεία να πάρει μέρος σε μερικά προγράμματα οικιστικής ανάπτυξης της Ας στην Αθήνα. Βέβαια είχαν βγάλει λεφτά, δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Υπήρχαν όμως κάποια προγράμματα στο οικιστικό πρόγραμμα που δεν ήταν… απολύτως νόμιμα. Η δωροδοκία ενός υπαλλήλου της υπηρεσίας προστασίας περιβάλλοντος, ας πούμε. Αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο.
   Στην περίπτωση του μεγάλου Mall στην Κηφισίας, υπήρχε ένας γέρος που δεν ήθελε να πουλήσει. Ο γέρος είχε μερικές κότες, οι οποίες ξαφνικά ψόφησαν από κάποια μυστηριώδη ασθένεια. Μετά έπιασε φωτιά η αποθήκη του και τελικά ένα Σαββατοκύριακο πριν από όχι πολύ καιρό, όταν ο γέρος γύρισε στο σπίτι του από την κηδεία της αδερφής του στην εξοχή, ανακάλυψε ότι κάποιος είχε αλείψει με περιττώματα σκύλων όλο το σαλόνι και την τραπεζαρία του σπιτιού του. Και έτσι ο γέρος πούλησε το σπίτι του και το μεγάλο Mall προχώρησε. Ο γέρος που δεν είχε που να πάει να μείνει, έγινε κηπουρός στην έπαυλη της Ας την οποία ικέτευε να τον πάρει στη δούλεψή της και εκείνη τον δέχτηκε αφού τον ανάγκασε να γλείφει τα παπούτσια της όσο εκείνη το σκεφτόταν.
   Ο υπηρέτης έφερε το καινούργιο κρασί και γέμισε τα ποτήρια τους.
   Η Α είπε κάτι αλλά η Άννα βυθισμένη πιο πολύ στις σκέψεις της παρά στην καρέκλα, δεν την άκουσε.
   «Τι είπες;» ρώτησε.
   «Σε ρώτησα πως θα σου φαινόταν να αναλάβεις την οργάνωση της προεκλογικής μου εκστρατείας» επανέλαβε η Α.
   «Α…»
   Η Άννα ξερόβηξε και ξεκίνησε πάλι από την αρχή.
   «Α, νομίζω ότι δεν καταλαβαίνεις. Η Μαρία είναι σεβαστή απ’ όλους και κατά πάσα πιθανότητα αιώνια».
   «Κανείς δεν είναι αιώνιος» είπε η Α.
   Ο υπηρέτης βολεύτηκε κάτω από τα παπούτσια της και το τακούνι της Ας ξεκίνησε τη δημιουργία ενός καινούργιου βαθουλώματος στο μάγουλό του.
   «Η Μαρία κοντεύει να γίνει» είπε η Άννα.
   «Άσε τους όλους να νομίζουν ότι αστειεύομαι… και στο τέλος θα με στείλουν χαμογελώντας στη βουλή».
   «Α, είσαι τρελή».
   Το χαμόγελο της Ας εξαφανίστηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κάτι τρομακτικό συνέβη στο πρόσωπό της. Πάγωσε σαν μάσκα και τα μάτια της γούρλωσαν έτσι που φάνηκε όλο το ασπράδι. Ήταν σαν μάτια ενός αλόγου που μυρίζει χαλασμένο νερό. Έδωσε μια κλωτσιά στον υπηρέτη και σηκώθηκε όρθια. Τράβηξε από τα μαλλιά την Άννα και την έσυρε να κυλιστεί μπροστά στα πόδια της. Το ποτήρι της έπεσε από τα χέρια της και έσπασε. Πάτησε το κεφάλι της με το τακούνι. Με το ζόρι συγκρατήθηκε και δεν τρύπησε το κρανίο της. Τράβηξε το πόδι της από πάνω της και τη γύρισε ανάσκελα. Έσκυψε από πάνω της.
   «Μην το ξαναπείς αυτό, Άννα. Ποτέ».
   Η Άννα είχε παγώσει. Έκρυψε με τα χέρια της το πρόσωπό της.
   «Α, με συγχωρείς. Απλώς…» κλαψούρισε.
   «Σκάσε!» φώναξε η Α. «Μην το ξαναπείς αυτό εκτός αν θέλεις να βρεις κανένα από τα τσιράκια μου να σε περιμένει κανένα βράδυ καθώς θα βγαίνεις από τη γαμημένη λιμουζίνα σου».
   Το στόμα της Άννας κουνιόταν αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος.
   Η Α χαμογέλασε πάλι και ήταν σαν να έχει ξεπροβάλει ξαφνικά ο ήλιος μέσα από απειλητικά σύννεφα. «Τέλος πάντων, δεν υπάρχει λόγος να μαλώνουμε αν πρόκειται να συνεργαστούμε» είπε και της έδωσε το χέρι της να σηκωθεί.
   Ο σκλάβος στον οποίο ακουμπούσε τα πόδια της η Άννα έτρεξε να φέρει καινούργιο ποτήρι και ένας άλλος σκλάβος έτρεξε να μαζέψει τα σπασμένα γυαλιά από το χαλί.
   «Α…»
   «Σε θέλω επειδή γνωρίζεις τους πάντες. Θα έχουμε μπόλικα λεφτά μόλις ξεκινήσει αυτή η ιστορία. Είναι καιρός να επεκταθώ λίγο και να αρχίσω να εμφανίζομαι όχι μόνο σαν η πρώτη γυναίκα της Αθήνας, αλλά σαν η πρώτη γυναίκα της Νέας Ράτσας στην Ελλάδα όλη».
   «Συγνώμη που θα το πω αυτό Α αλλά η Μαρία είναι…»
   «…σίγουρο ότι θα εκλεγεί», αποτέλειωσε τη φράση η Α. Τράβηξε ένα φάκελο που ήταν ακουμπισμένος πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα της. «Ρίξε μια ματιά σ’ αυτά εδώ».
   Η Άννα κοίταξε με αβέβαιο ύφος το φάκελο και μετά την Α. Εκείνη του έκανε ένα ενθαρρυντικό νεύμα. Η Άννα άνοιξε το φάκελο.
   Μέσα στο καθιστικό έπεσε βαριά σιωπή μετά την πρώτη πνιχτή άναρθρη κραυγή που ξέφυγε από την Άννα. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα αν της είχε τρυπήσει το κεφάλι με το τακούνι. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το τικ τακ από τους ρυθμικούς χτύπους ενός ρολογιού και για μια στιγμή, ο ήχος από το σπίρτο όταν η Α άναψε ένα πουράκι. Κάποιες φωτογραφίες που έδειχναν το κεφάλι της Άννας χωμένο ανάμεσα στα πόδια ενός σκλάβου της Παλιάς Ράτσας, έπεσαν από τα χέρια της Άννας και έπεσαν στο πάτωμα.  Το πρόσωπο της Άννας φαινόταν πολύ καθαρά. Μερικές από τις κυρίες της Αθήνας θα έλεγαν με σιγουριά πως ήταν ένας σκλάβος που δουλεύει σαν σερβιτόρος σε ένα καταγώγιο στα προάστια της Αθήνας. Οι φωτογραφίες που έδειχναν την Άννα με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του νεαρού σκλάβου ήταν οι ακίνδυνες –το πρόσωπο του σκλάβου φαινόταν καθαρά, της Άννας καθόλου. Σε άλλες όμως θα την αναγνώριζε και η γιαγιά της. Υπήρχαν φωτογραφίες που την έδειχναν σε διάφορες σεξουαλικές απολαύσεις κι όλες με τον σκλάβο. Δεν ήταν βέβαια όλες οι στάσεις του Κάμα Σούτρα, αλλά υπήρχαν αρκετές που δεν είχαν μπει ποτέ στο βιβλίο σεξουαλικής αγωγής στο Λύκειο της Αθήνας.
   Η Άννα σήκωσε το κεφάλι της. Το πρόσωπό της ήταν κάτασπρο, τα χέρια της έτρεμαν και κρέμασαν έξω από την καρέκλα. Η καρδιά της βροντούσε στο στήθος της. Φοβόταν ότι θα πάθαινε καρδιακή προσβολή. Δεν έφταιγε το γεγονός πως δεν ήταν ελκυστικοί κάποιοι από τους άντρες. Κάποιοι μάλιστα ήταν πολύ όμορφοι. Οι γυναίκες της Αθήνας όμως, οι γυναίκες δηλαδή της Νέας Ράτσας, ανήκαν σε διαφορετικό, ανώτερο είδος. Αν καταδεχόταν μια απ’ αυτές τις γυναίκες να κάνει έρωτα με έναν απ’ αυτούς, θα ήταν σαν κάνει ένας άνθρωπος έρωτα με ένα πίθηκο. 
   Η Α δεν την κοίταζε. Είχε στραμμένο το βλέμμα της αλλού και απολάμβανε το πουράκι της.
   «Οι άνεμοι της αλλαγής άρχισαν να φυσούν» είπε, και το πρόσωπό της ήταν απόμακρο και σκεφτικό, σαν να την απασχολούσε κάτι σημαντικό, σχεδόν μυστικιστικό.  «Τσακίσου και γονάτισε μπροστά μου» της φώναξε και ήταν σαν να την ξύπνησε από λήθαργο.
   Η Άννα γλίστρησε τρέμοντας από την πολυθρόνα και έπεσε στα τέσσερα στο πάτωμα. Μπουσούλησε σχεδόν κοντά στην Α και εκείνη σήκωσε το πόδι της από τον υπηρέτη της αφήνοντας άλλο ένα βαθούλωμα στο μάγουλό του.
   «Γλείψε το παπούτσι μου».
   Η Άννα έπιασε σχεδόν ευλαβικά το πόδι της Ας και ακούμπησε τη γλώσσα της στη τραχιά σόλα του παπουτσιού.
   «Αφού έτσι σου αρέσει να σου φέρονται έτσι θα σου φέρομαι στο εξής» είπε η Α.

Αποσυνδεδεμένος sLaveAlex

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2586
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 527
  • -Έλαβε: 86
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #16 στις: Νοεμβρίου 15, 2010, 04:46:36 μμ »
 :thumbsup1: :thumbsup1:

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #17 στις: Νοεμβρίου 15, 2010, 05:50:22 μμ »
Σας δίνω άλλα 3 κεφάλαια. Δεν έχω γράψει άλλα και λόγω γέννας δεν θα γράψω για αρκετό καιρό. θα μπαίνω να ρίχνω μια ματιά αλλά δεν θα έχω μυαλό για να γράψω...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

       Η Άννα κουνούσε μουδιασμένη το κεφάλι της πάνω κάτω όπως έγλειφε το παπούτσι της Ας, σαν τα σκυλάκια σε ταμπλό αυτοκινήτου. Με το ένα χέρι της κρατούσε το πόδι της Ας στο ύψος του προσώπου της, και με το άλλο έτριβε το στήθος της στο σημείο της καρδιάς καλού κακού μην τυχόν και πάθει κανένα έμφραγμα. Τα μάτια της στρέφονταν συνέχεια στις φωτογραφίες της στο πάτωμα. Τις φωτογραφίες που θα την καταδίκαζαν.
   «Αρκετά! Μάζεψε τα καμώματά σου» είπε η Α και τράβηξε το πόδι της από το χέρι της. Το ακούμπησε πάνω στον υπηρέτη που όλη αυτή την ώρα είχε μείνει άναυδος. Η δημιουργία ενός τρίτου βαθουλώματος στο μάγουλο ξεκίνησε.
   Η Άννα άρχισε να μαζεύει τις φωτογραφίες από το πάτωμα για να τις βάλει πάλι στο φάκελο.
   «Ξέρεις τι λέει ένα από τα ρητά του Μάο;» ρώτησε η Α χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση. «Τέλος πάντων δεν θυμάμαι πως ακριβώς είναι αλλά έλεγε περίπου: «Ο άνθρωπος που αισθάνεται τον άνεμο της αλλαγής δεν πρέπει να χτίζει ανεμοφράκτες αλλά ανεμόμυλους. Αυτό είναι το νόημα τέλος πάντων».
   Η Α έσκυψε μπροστά.
    «Η Μαρία δεν είναι σίγουρη νικήτρια. Είναι ξοφλημένη. Πολλοί πολιτικοί και πολίτες στη χώρα θα ξυπνήσουν τη μέρα μετά τις εκλογές και θα ανακαλύψουν πως είναι νεκροί και ξεχασμένοι».
   Η Α κοίταζε την Άννα με μάτια που άστραφταν.
   «Θέλεις να δεις πιο θα είναι το μέλλον; Κοίταξε λοιπόν γύρω σου μέσα στα τοίχη αυτής της πόλης. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται στο σχολείο μου για να αναμορφωθούν. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι της Νέας Ράτσας διοχετεύονται στον κόσμο. Εγώ είμαι το μέλλον. Τώρα θα θέσω υποψηφιότητα για το βήμα της βουλής, αύριο θα θέσω υποψηφιότητα για πρόεδρος».
   Η Άννα δεν είχε ξαναβρεί ακόμα τη φωνή της.
   Η Α πήρε μια ανάσα. «Θα νομίζουν όλοι ότι αστειεύομαι. Εγώ όμως δεν αστειεύομαι. Φτιάχνω ανεμόμυλους κι εσύ θα μου δώσεις κάποια από τα υλικά».
   Σταμάτησε. Μέσα στο καθιστικό επικρατούσε σιωπή. Ακουγόταν μόνο το ρολόι. Τελικά η Άννα ψιθύρισε: «Που τις βρήκες αυτές τις φωτογραφίες; Ποιος τις έβγαλε;»
   «Τι κάθεσαι και ασχολείσαι με αυτό το θέμα τώρα; Ξέχασε τις φωτογραφίες. Κράτα τες αν θες»
   «Και τα αρνητικά ποιος τα κρατάει;»
   «Άννα» είπε η Α με ύφος γεμάτο ειλικρίνεια. «Δεν έχεις καταλάβει. Εγώ σου προσφέρω την Ελλάδα ολόκληρη. Δεν υπάρχουν όρια κορίτσι μου. ξέρεις πάρα πολύ κόσμο. Ξέρεις τον κατάλληλο κόσμο για τη δουλειά αυτή. Ξέρεις ποιους να στριμώξεις και ξέρεις πώς να τους στριμώξεις».
   «Α δεν κατάλαβες…»
   Η Α σηκώθηκε όρθια. «Όπως σε στρίμωξα εγώ τώρα».
   Η Άννα την κοίταξε. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει. Η Α σκέφτηκε πως η Άννα εκείνη στιγμή έμοιαζε με αρνί που το πηγαίνουν στο σφαγείο.
   «Και τώρα πήγαινε» της είπε. «Είναι αργά και εγώ έχω ένα σκλάβο να βασανίσω».
   Βγήκε έξω κλείνοντας απαλά την εξώπορτα πίσω της. Μπήκε μέσα στη λιμουζίνα της και κάθισε αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα. Είχε το φάκελο με τις φωτογραφίες της στα γόνατά της. Ο χαμογελαστός σκλάβος την κοιτούσε την ώρα που τον ρουφούσε με το στόμα της μέσα από την πλαστική σακούλα. Έβαλε τη σακούλα στο φάκελο και τον έκρυψε στην τσάντα της.
   Φτιάχνεις ανεμόμυλους αντί για ανεμοφράκτες… δεν υπάρχουν όρια.
    Η Άννα, έβγαλε από την τσάντα της ένα σημειωματάριο και άρχισε να γράφει μια λίστα με ονόματά. Ο εκπαιδευμένος σε τέτοια θέματα ποντικός είχε πιάσει δουλειά.
   Μέσα στην έπαυλη η Α έσβησε το πουράκι της στο χέρι του υπηρέτη άναψε ένα δεύτερο και έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της για μια δουλειά που είχε γίνει τόσο καλά –ή που είχε αρχίσει καλά.
   Όμως για την ώρα είχε να ασχοληθεί με άλλα πιο επείγοντα θέματα. Είχε να δώσει ένα μάθημα σ’ αυτόν τον άμοιρο γέρο, του οποίου κάποτε είχε χαρίσει τη ζωή και τώρα αυτός για ευχαριστώ ξεκινούσε επανάσταση εναντίον της.


 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13     

Ο γέρος βρισκόταν σε μια δεξαμενή γεμάτη με ένα γαλακτώδες υγρό το οποίο έφτανε μέχρι το στήθος του. Το σώμα του τρυπούσαν αρκετά σωληνάκια που του παρείχαν τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες και μερικά ακόμα από τα οποία άδειαζαν τα μεταβολικά απόβλητα. Κάμποσα μηχανήματα στη σειρά τον κρατούσαν στη ζωή που στα μάτια των σκλάβων φάνταζαν το ένα πιο μυστηριώδες από το άλλο.
   Όσο για τον υπηρέτη είχε πάει και είχε σταθεί ακίνητος σε μια γωνιά του εργαστηρίου το οποίο βρισκόταν πίσω από το κελάρι και στο οποίο υπήρχε πρόσβαση μέσω ενός ψεύτικου τοίχου στο κελάρι. Βρισκόντουσαν σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε να συλλάβει ούτε η πιο καρπερή φαντασία.
   Το κεφάλι του γέρου ήταν σκυμμένο κάτω και όπως ήταν ακίνητος, νόμιζε κανείς πως ήταν νεκρός.
   «Είστε ακόμα όντα ημιτελής. Δεν σας έχει διοχετευτεί το στοιχείο της πλήρους κατανόησης της αποστολής σας» είπε η Α στους σκλάβους. «Δεν έχετε ακόμα επίγνωση των περιορισμένων ελευθεριών  που σας έχουν παραχθεί. Κάτι που θα έπρεπε να ξέρετε είναι πως δεν μπορείτε να στραφείτε εναντίον του δημιουργού σας».
   Οι σκλάβοι το γνώριζαν όμως και αυτό τους είχε βυθίσει στην απόγνωση. Δεν μπορούσαν ούτε να αυτοκαταστραφούν. Δεν τους το επέτρεπε ο προγραμματισμός τους. Η αναμόρφωσή τους στο σχολείο.
   Ο υπηρέτης πάσχισε να μην τον πάρει από κάτω η απελπισία, αφού τώρα η όποια ελπίδα υπήρχε να μεταπείσει με τον τρόπο του την αφέντρα, ήταν εξίσου ετοιμόρροπη με ένα τραπέζι με τρία πόδια. Κινδύνευε ακόμα και ο ίδιος από την οργή της αφέντρας και αυτό εξ’ αιτίας αυτού του γέρου που προσπάθησε να του φουσκώσει τα μυαλά. Είχε απογοητευτεί με τον εαυτό του που δεν είχε πάει αμέσως στην κυρία του να αναφέρει τα γεγονότα του κελαριού. Μπορούσε να φορτώσει σ’ αυτόν τον γέρο τη βαθειά, την ανείπωτη απογοήτευσή του, θα μπορούσε ακόμα και να τον μισήσει, όμως δεν συνέβη τίποτα απ’ τα δύο. αντίθετα ένιωσε να τον λυπάται έτσι ανήμπορο και άβουλο που ήταν, παρ’ όλη την πνευματική του δύναμη, ήταν καταδικασμένος να βιώνει αυτή την κόλαση.
   Μπορεί όμως πάλι αυτό που ένιωθε να μην ήταν οίκτος. Γιατί, ουσιαστικά ήταν ανίκανος να νιώσει ένα τέτοιο συναίσθημα. Του το είχαν αφαιρέσει στο σχολείο. Έλα όμως που κάτι ένιωθε, κάτι πολύ δυνατό κι έντονο.
   «Σκότωσέ με» ικέτεψε ο δύσμοιρος γέρος σηκώνοντας αργά το κεφάλι.
   Τα κοκκινισμένα μάτια του είχαν μια έκφραση σαν να έβλεπαν τους πιο τρομερούς εφιάλτες. Στο πρόσωπό του ήταν απλωμένη μια αξιοθρήνητη έκφραση.
   «Θα σε πονέσω!» είπε η Α.
   «Μα από πόνο άλλο δεν γνωρίζω» είπε μουρμουριστά ο γέρος.
   «Ζητάει μόνο τη γαλήνη» ψέλλισε ο υπηρέτης και το χέρι της Ας προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο πρόσωπό του.
   «Σκασμός» φώναξε η Α και μετά γύρισε προς τους σκλάβους: «Αφού θέλατε κάποιον να σκοτώσετε, σκοτώστε αυτόν» είπε και έδειξε το γέρο. «Κάποιο από τα κουμπιά στα μηχανήματα στέλνει ηλεκτρισμό μέσα στο υγρό. Σας αφήνω να βρείτε το κατάλληλο κουμπί. Να ξέρετε όμως πως κάθε λάθος κουμπί θα επιδρά επώδυνα πάνω του».
   Οι σκλάβοι άρχισαν να γυρνάνε διακόπτες και να πατάνε κουμπιά πάνω στα μηχανήματα. Ο γέρος ούρλιαζε μέσα στη δεξαμενή. Στο τέλος πάτησαν το σωστό κουμπί και ο γέρος άρχισε να συσπάτε και να βγάζει αφρούς.
   «Αναχωρώ» ακούστηκε να λέει ο γέρος με φωνή που ακούστηκε περισσότερο σαν ρόγχος. Τα κοκκινισμένα μάτια του σφάλισαν. «Φεύγω…»
   Όταν ο γέρος σταμάτησε να σαλεύει η Α πήγε στον υπηρέτη και του έριξε μια κλωτσιά πίσω από τα γόνατα. Εκείνος έπεσε στα τέσσερα και η Α τον έπιασε από τα μαλλιά και τράβηξε το κεφάλι του προς τα πίσω.
   «Προκειμένου να μπορείς να με ικανοποιήσεις σεξουαλικά, κατά το δυνατόν περισσότερο, σου έχει επιτραπεί το συναίσθημα της ντροπής. Κι από την ντροπή έχει προέλθει η ταπεινότητα. Και τώρα απ’ ότι φαίνετε, από την ταπεινότητα έχει γεννηθεί το αίσθημα του οίκτου, κι ίσως κάτι περισσότερο από οίκτο: το αίσθημα του ελέους. Θα πρέπει να σε επιδιορθώσω».         

Ο υπηρέτης καθόταν στο πάτωμα μπροστά στην κυρία του και έκανε μασάζ στα πόδια της όσο εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο βυθισμένη στην πολυθρόνα της.
   «Νομίζετε… πιστεύετε ότι σας απογοήτευσα κυρία;» ρώτησε ο υπηρέτης.
   «Όχι, υπηρέτη, δεν θα το έλεγα. Απλώς ο γέρος ήταν πολύ έξυπνος και εύγλωττος».
   «Ξέρετε ερεύνησα εξονυχιστικά την περίπτωση».
   «Δεν αμφιβάλλω πως το έκανες, και στο τέλος έκανες το καλύτερο δυνατό, αναφέροντάς μου το πρόβλημα».
   Ο υπηρέτης σταμάτησε το μασάζ και άρχισε να γλείφει την πατούσα της. Η Α τράβηξε το πόδι της λίγη ώρα μετά.
   «Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να κάνω;»
   «Προς το παρών όχι, αργότερα ίσως».
   Το στόμα του υπηρέτη είχε στεγνώσει και το ένιωθε πικρό. Γυρεύοντας λόγια που ίσως αποκαθιστούσαν την ίσως χαμένη εμπιστοσύνη της κυρίας του στο πρόσωπό του, ο υπηρέτης άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Ο Θεός μαζί σας»
   «Εγώ είμαι ο Θεός» είπε η Α.
   «Αυτό κυρία το είπα για αστείο. Το ξέρω πως εσείς είστε ο θεός».
   «Μη μου πεις», σάρκασε η Α. «Έσκασα στα γέλια».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Η Α έφτασε στο σπίτι μετά από μια κοπιαστική μέρα γεμάτη από απαραίτητες για την εκλογή της συναντήσεις. Είχε περάσει μια μέρα από τα γεγονότα στο μυστικό εργαστήριο πίσω από το κελάρι. Μετά από μια μακριά μέρα, η Α κάθισε στο τραπέζι και γευμάτισε αργά –ή μήπως δείπνησε νωρίς;- τρώγοντας κακαβιά. Αν και το φαγητό δεν ήταν και τόσο απολαυστικό, παρέμενε ωστόσο καλό. Της έλειπε ξεκούραση. Θεωρούσε πως δούλευε πάρα πολύ και δεν περίσσευε χρόνος για ξεκούραση και διασκέδαση. Σκέφτηκε πως αν εξοικονομούσε περισσότερο χρόνο για να ξεκουράζετε και να διασκεδάζει με τον υπηρέτη της, θα δούλευε με περισσότερο καθαρό μυαλό.
   Η Α ήταν θορυβημένη από τη δυσάρεστη εξέλιξη στο εργαστήριο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ακριβώς επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο. Είχε μείνει έκπληκτη από το γεγονός πως ο γέρος κατάφερε να ενώσει όλους τους σκλάβους της έπαυλης εναντίον της. Κι αυτό γιατί κατ’ αρχάς τα όντα αυτά είχαν προγραμματιστεί να μην μπορούν να της κάνουν κακό. Όσο γι’ αυτό δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο για παρεκκλίσεις που σε ό,τι αφορούσε το καθεστώς της επιβίωσής της.
   Κι όλο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τα εγκόσμια ένας από τους καλύτερους κηπουρούς που είχαν περάσει από την έπαυλη. Η Α βέβαια μπορούσε να δημιουργήσει έναν ακόμα. Άρα η δυσάρεστη αυτή εξέλιξη δεν ήταν παρά προσωρινή.

Η Α σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στη βιβλιοθήκη. Είχε διατάξει το Μάριο να την περιμένει εκεί. Ο υπηρέτης μόλις την είδε έτρεξε στη γνωστή του θέση μπροστά στην πολυθρόνα της.
   Η Α ζύγωσε προς το μέρος του Μάριου αγνοώντας –επιδεικτικά ίσως- τον υπηρέτη, εκείνος την κοίταξε χαμογελαστός. Η ανάστροφη που του έδωσε ήταν τόσο δυνατή, που του τσάκισε τη μύτη. Πετάχτηκαν αίματα και στη θέα τους η Α ένιωσε μια άγρια χαρά. Ο Μάριος δέχτηκε τρία ακόμα χτυπήματα και θα άντεχε τόσα, όσα αποφάσιζε η Α να του δώσει. Της Ας όμως δεν της αρκούσε να τον χτυπήσει. Τον άρπαξε από τα πλούσια σκουρόξανθα μαλλιά του και τον γκρέμισε τραβώντας τα σωριάζοντάς τον στο πάτωμα. Τον κλότσησε ξανά και ξανά.
   Μετά την συνομωσία του κελαριού, όπως την είχε ονομάσει η Α, παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό. Αυτό το θράσος τους είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Την αψηφούσαν κατάμουτρα και το γεγονός την εξόργιζε πάρα πολύ.
   Για την Α δημιουργία και καταστροφή αποτελούσαν εκφράσεις του ίδιου πράγματος: της δύναμης. Η ισχύς και μόνο αυτή για την Α αποτελούσε την κινητήρια δύναμη. Η δύναμη να αψηφά τη φύση και να την υποτάσσει στις βουλές της, η δύναμη να τους εξουσιάζει όλους, η δύναμη να διαμορφώσει τη Νέα Ράτσα αλλά και την παλιά, η δύναμη να κατανικά τις δικές της αδυναμίες.
   Ο γέρος δεν την είχε αρνηθεί απλώς σαν θεά, αλλά προσπάθησε να την νικήσει, να την ταπεινώσει. Είχε πάει στη βιβλιοθήκη της έπαυλης και κυριευμένη από την άγρια λύσσα της, γκρέμισε τα βιβλία από τα ράφια και τα σκόρπισε στο πάτωμα –βιβλία πολλά, εκατοντάδες βιβλία, τα κλότσησε, τα ποδοπάτησε. Τα έσκισε και τα ποδοπάτησε. Τα πέταξε και τα έσκισε.
   Αργότερα πήγε στη σουίτα. Έκανε ένα μπάνιο. Όντας σε υπερένταση και γεμάτη ενέργεια δεν είχε καμία όρεξη για ξεκούραση. Ντύθηκε για να βγει έξω, αν και δεν ήξερε που θα πήγαινε ούτε τι θα έκανε.
   Όταν γύρισε στο σπίτι ήταν πια ήρεμη. Στο δρόμο σκέφτηκε πολύ. Αναβάθμισε με ένα νέο σχολείο τους σκλάβους, κάνοντάς τους να μην μπορούν να απομονώσουν τον σωματικό πόνο, ακριβώς όπως και ο υπηρέτης.
   Ο Μάριος υπέφερε τώρα πάρα πολύ. Τον διέταξε να συρθεί και να φέρει ένα μαστίγιο. Μάλιστα ήταν τόσο πονόψυχη που του επέτρεψε να διαλέξει εκείνος τον τύπο του μαστιγίου και εκείνος αναγνωρίζοντας την πονοψυχιά της φίλησε τα πόδια της πριν πάει να το φέρει. Το καινούριο σχολείο αναμόρφωσης που είχαν ξαναπεράσει όλοι οι σκλάβοι, έκανε θαύματα. Αν η Α αποφάσιζε να τον αφήσει να ζήσει, ο Μάριος θα της χαμογελούσε, θα την ευχαριστούσε που τον άφησε να ζήσει ύστερα από μια τέτοια προδοσία, και θα ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να συνεχίσει να την υπηρετεί. Όμως η Α δεν ήταν και τόσο σίγουρη αν ήθελε κάτι τέτοιο. Το ανελέητο μαστίγωμα, έκανε την Α να εξαντληθεί, οπότε στάθηκε σε μια μεριά κάθιδρη και κοντανασαίνοντας.         
   Τραβώντας μια καρέκλα με μια ίσια ράχη, τον πρόσταξε: «Σήκω πάνω και έλα κάτσε εδώ!»
   Ο Μάριος βέβαια ήταν στο μαύρο του το χάλι, όμως κατάφερε με τα πολλά να σταθεί στα πόδια του και να κάτσει στην καρέκλα όπως τον είχε προστάξει. Προς στιγμήν έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο. Όμως αμέσως μετά καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, το σήκωσε και ίσιωσε το κορμί του όπως καθόταν.
   Οι άνθρωποι που δημιουργούσε η Α με το σχολείο, ήταν εκπληκτικά πλάσματα. Σκληρά καρύδια. Ανθεκτικά. Και με το δικό τους έστω τρόπο, υπερήφανα.
   Αφήνοντάς τον εκεί καθισμένο, η Α πήγε στο μπαρ και διέταξε τον υπηρέτη να πάει εκεί και να της σερβίρει ένα ποτήρι κονιάκ. Ήθελε να είναι ήρεμος για να σκεφτεί αν θα τον σκοτώσει. Όρθια τώρα και με την πλάτη γυρισμένη απολάμβανε με μικρές γουλιές το ποτό της κοιτάζοντας έξω τον σκοτεινό ουρανό.
   Λένε πως ο θεός έπλασε τον κόσμο σε έξι μέρες και μετά αναπαύθηκε. Λένε ψέματα.
   Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει θεός. Μόνο η αδυσώπητη φύση.
   Κι ύστερα η Α ήξερε εκ πείρας, και μάλιστα σκληρά αποκτημένης, πως η δημιουργία ενός κόσμου ήταν ένα επιχείρημα εξουθενωτικό και οπωσδήποτε χρονοβόρο.
   Επιτέλους ήρεμος τώρα, γύρισε κοντά στον Μάριο. Ο σκλάβος βρισκόταν εκεί καθισμένος, όπως τον είχε αφήσει.
   «Τούτη μπορεί να γίνει μια τέλεια πόλη. Και κάποια μέρα ένας τέλειος κόσμος. Οι γεμάτοι κουσούρια και μειονεκτήματα καθημερινοί άνθρωποι, αντιστέκονται στην έννοια της τελειότητας» του είπε. Γι’ αυτό μια μέρα όλοι αυτοί θα γίνουν σκλάβοι και θα αντικατασταθούν. Ως τον τελευταίο».
   Ο Μάριος έμεινε εκεί όπως ήταν, ακίνητος κι αμίλητος, με το βλέμμα όχι στραμμένο προς την Α, αλλά προς τον υπηρέτη.
   «Ένας κόσμος απαλλαγμένος από μαλθακούς κι αναποφάσιστους ανθρώπους, Μάριε. Αποφάσισα να είσαι κι εσύ μαζί μας για να τον δεις και να τον χαρείς».
   Ο Μάριος γύρισε και την κοίταξε. Έκανε να γλιστρήσει από την καρέκλα και να συρθεί στα πόδια της. Ήταν έτοιμος να κλάψει από την ευγνωμοσύνη. Η Α δεν τον κράτησε. Τον άφησε να της δείξει την ευγνωμοσύνη του.
   «Μου είναι πολύ δύσκολο αυτό που κάνω σκλάβε για σένα. Το να ζήσεις και να χαρείς τον νέο κόσμο, δεν είναι κάτι που σου αξίζει».
   Ο Μάριος γέμισε με σάλια και δάκρια τα πόδια της Α. Εκείνη τον άφησε να συνεχίσει.
   «Εγώ δημιουργώ και εγώ χαλάω, σκλάβε, αν και το πρώτο μου είναι προτιμότερο. Το κακό ακόμα με μένα είναι ότι συμπονώ κι αν θέλω να δημιουργήσω ένα κόσμο καλύτερο βασισμένο στη λογική και στον ορθολογισμό, πρέπει να απαλλαγώ πλήρως απ’ αυτό το ελάττωμα».
   «Σ’ ευχαριστώ, θεέ μου» είπε μέσα στα αναφιλητά του ο Μάριος.
   «Μ’ ευχαριστείς; Εγώ δεν είμαι κάποια που έχει ανάγκη από ευχαριστίες και εσύ δεν είσαι σε θέση να μου προσφέρεις ευχαρίστηση. Ανόητο σκυλί. Που ούτε σκυλί δεν είσαι δηλαδή» είπε και τον έσπρωξε από τα πόδια της.
   «Πάρε ένα πανί και τσακίσου να καθαρίσεις τα σάλια του από τα παπούτσια μου» διέταξε τον υπηρέτη. 
   Όταν ο υπηρέτης στέγνωσε τα παπούτσια της, η Α, πήγε στο μπαρ και έβαλε μόνη της μια γενναία δόση κονιάκ. Στάθηκε πάλι στο παράθυρο και κοίταξε το σκοτεινιασμένο ουρανό.






       
       
   







             








Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #18 στις: Νοεμβρίου 19, 2010, 08:31:31 πμ »
Δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία αλλά θεωρώ το site μια μικρή κοινώτητα και σαν μέλος της κοινώτητας θα το μοιραστώ μαζί σας.
το mood μου άλλαξε σε κατουρημένος διότι από τις 17 του μηνός έγινα για δεύτερη φορά πατέρας.  :biggrin1:!!!!!!!!!!!!!!!!!
Βγήκε ο επαναστάτης και ένεκα της γενέθλιας μέρας θα τον λέω μπαχαλάκη, δηλαδή ααυτός που πετάει τις μολότοφ στις πορείες.
Μόλις ξεκατουρηθώ θα συνεχίσω με την ιστορία. Μέχρι τότε θα αλλάζω πάνες: μια στο μπαχαλακη και μια σε μένα............. :biggrin1: :biggrin1:

Αποσυνδεδεμένος Bite Me

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Μηνύματα: 347
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 8
  • -Έλαβε: 15
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #19 στις: Νοεμβρίου 19, 2010, 08:51:36 πμ »
 :clapping: 
Καλοριζικο το νεο μελοοοοοοος!   :biggrin1:

Αποσυνδεδεμένος Καγκουρομαμώσαυρος

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 542
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 3
  • -Έλαβε: 6
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #20 στις: Νοεμβρίου 22, 2010, 01:12:30 μμ »
Να σου ζήσει φίλε! Να είναι γερό και ευτυχισμένο και να ζήσει σε έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που ζούμε εμείς!
Αφού γαμάς όσο λες, πώς γίνεται να είσαι τόσο μαλάκας;;;;;

Αποσυνδεδεμένος vassal

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2459
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 1380
  • -Έλαβε: 49
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #21 στις: Νοεμβρίου 22, 2010, 05:47:03 μμ »
Να σου ζήσει. :thumbsup1: :thumbsup1: :) :)

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #22 στις: Δεκεμβρίου 18, 2010, 05:38:36 μμ »
Ύστερα από αρκετό καιρό επιστρέφω με την συνέχεια. Ευχαριστώ όλους όσους μου ευχήθηκαν για τη γέννηση του δεύτερου γιού μου.
   Αποφάσισα δύο πράγματα: πρώτον όπου Α το όνομά της θα είναι Ανδριάνα και δεύτερον η ιστορία δεν θα είναι πια άτιτλη, αλλά «Ο κόσμος της Ανδριάνας».
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Χάρη στον καινούριο τους μεταβολισμό τα μέλη της Νέας Ράτσας δεν μεθούσαν εύκολα. Μπορούσαν να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και να ξεμεθάνε πολύ πιο εύκολα απ’ ότι άλλοι της Παλαιάς Ράτσας. Είχαν μαζευτεί στο κελάρι όλοι οι υπηρέτες και άνοιγαν το ένα μπουκάλι μετά το άλλο. Μετά το θάνατο του γέρου οι άλλοι κοιτούσαν τον υπηρέτη με μισό μάτι κι εκείνος δεν άντεξε άλλο. Τους μάζεψε στο κελάρι για να ξεσπάσει. Να τους τα πει έξω από τα δόντια. Αυτό που γινόταν ήταν κάτι που τον ανησυχούσε. Αυτή η κατάχρηση των αποθεμάτων ήταν μια πράξη παράτυπη που πιθανότατα να τους έβαζε σε νέους μπελάδες.
   Άσχετα με το ηθικό δίλλημα που δημιουργούσε η χρήση του συγκεκριμένου κρασιού, η αλκοολούχα ισχύς του δεν ήταν αυτή ακριβώς που επιθυμούσε η παράνομη παρέα και πολύ περισσότερο αυτό ίσχυε για τον υπηρέτη που έψαχνε μέσα στο αλκοόλ να βρει το θάρρος να τους μιλήσει. Βολεμένος σε ένα τελάρο πάσχιζε να βγάλει τα αγκάθια από την ψυχή του.
   «Η αφέντρα θα με βρει όπου να ‘ναι και θα με σταματήσει» είπε ανοίγοντας ένα ακόμη μπουκάλι.
   «Και μένα» είπε ο Μάριος.
   «Να σου πω όμως δεν νιώθω ένοχος γι’ αυτά που έχω πει κι αυτά που έχω πιει».
   Ήταν τώρα καθισμένος στην άκρη του τελάρου και ήταν σκυμμένος μπροστά κρατώντας το ποτήρι του με το κρασί ανάμεσα στα χέρια του.
   «Πιστεύεις στην έννοια του κακού;» ρώτησε ο Νίκος.
   «Οι άνθρωποι κάνουν φοβερά και τρομερά πράγματα» αποκρίθηκε ο υπηρέτης. «Κι εδώ εννοώ τους ανθρώπους της παλαιάς ράτσας. Για τέκνα του θεού που είναι, κάνουν τρομερά πράγματα».
   «Εγώ μιλάω για το κακό» είπε ο Νίκος. «Το κακό ατόφιο, σαν αυτοσκοπό. είναι αυθύπαρκτη παρουσία μέσα στον κόσμο;»
   Ο υπηρέτης τράβηξε μια γουλιά από το ποτό του, ύστερα είπε: «Έχω δει σε εκκλησία των ανθρώπων της παλαιάς ράτσας να γίνονται εξορκισμοί».
   Με ύφος σοβαρό, κάτι από το δέος που του προκαλούσε η κουβέντα, κάτι από το ποτό, ο Νίκος ξεστόμισε: «Αυτή είναι κακιά;»
   «Εννοείς την Ανδριάνα;» ο υπηρέτης ένιωθε τώρα ότι πατούσε σε ολισθηρό και επικίνδυνο έδαφος. «Είναι σκληρή, δύσκολα τη συμπαθεί κανείς. Τα αστεία της δεν έχουν καθόλου πλάκα».
   Ο υπηρέτης σηκώθηκε όρθιος και πήρε ένα ύφος σαν να δυσκολευόταν μ’ αυτό που ήθελε να πει, όμως στο τέλος το είπε και καθάρισε την ψυχή του.
   «Θέλω να παραμείνω σκλάβος της. Ω! Θεέ μου… Πόσο θέλω όταν πεθάνω αυτό να γίνει κάτω από τα πόδια της! Αν τώρα ήμουν κάτω από τα πόδια της θα ήθελα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή. Όταν βρίσκομαι κάτω από τα πόδια της θέλω να τελειώσει η ζωή μου, να κοπεί η ανάσα μου, να σταματήσει η καρδιά μου. Να πάψω να υπάρχω και να μη νιώθω τίποτα πια. Και το τελευταίο που θα έχει μείνει να είναι η αίσθηση των ποδιών της πάνω μου.
   »Και βέβαια να πάψω να σκέφτομαι. Να μη σκέφτομαι να μη νιώθω και να μη θυμάμαι το κακό που πήγα να της κάνω. Θέλω να είμαι σκλάβος της. Δε με νοιάζει τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό και μόνο αυτό πια. Να είμαι σκλάβος της. Δεν θα άντεχα ούτε μια στιγμή χωρίς να είμαι σκλάβος της. Σιχαίνομαι τη ζωή στην οποία δεν είμαι σκλάβος της. Τη μισώ αυτού του είδους τη ζωή. Τη μισώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Μα περισσότερο από όλα μίσησα τον ίδιο μου τον εαυτό που επέτρεψα να μου περάσει η σκέψη να μην καταδώσω μια τέτοια προδοσία σε βάρος της.
   »Δε μετανιώνω καθόλου γι’ αυτό που έκανα. Γιατί έτσι νιώθω και έτσι θέλω να νιώθω. Και αυτή είναι η αλήθεια. Μια αλήθεια που έρχεται από τα βάθη της
καρδιάς μου και μαζί με το μυαλό μου οδεύουν προς την ολοκλήρωση αυτής της ιδέας. Και δε νομίζω πια πως υπάρχει κανένας λόγος για να το αρνηθώ. Δε παίζω άλλο πια με τα αισθήματά μου. Δεν ονειρεύομαι πλέον και δε θέλω να έχω καμία ελπίδα να σωθώ από τα δεσμά της. Για μένα δεν υπάρχει πια ζωή ούτε μέλλον. Δεν υπάρχει τίποτα πια, παρά μόνο η λυτρωτική σκέψη του να την υπηρετώ. Και θέλω να πεθάνω κάνοντας αυτό ακριβώς. Έτσι νιώθω έτσι αισθάνομαι και έτσι θέλω να γίνει.
   »Κι αν εκείνη με διώξει από υπηρέτη της με δικιά μου υπαιτιότητα, κάθε κομμάτι του εαυτού μου, της ψυχής και του κορμιού μου θα ζητάνε δυνατά και θα παρακαλάνε απεγνωσμένα να βρω έναν τρόπο να σταματήσω τη ζωή μου εκείνη τη στιγμή που θα με διώξει. Και θα θέλω αυτό να γίνει με πόνο που θα μου προκαλέσει εκείνη, χωρίς σκέψεις, αργά αλλά αποτελεσματικά. Ήσυχα και επώδυνα. Αυτό μόνο ζητάω και αυτό μόνο παρακαλώ».
   Έκανε μια παύση σαν να τους έδινε το χρόνο να σκεφτούν αυτά που τους είπε και μετά συνέχισε.
   «Αν είναι κακιά, τότε εμείς τι είμαστε; Τα έχω όλα τόσο πολύ μπερδεμένα μέσα μου τώρα τελευταία. Όμως δεν αισθάνομαι πως είμαι κακός επειδή νιώθω αυτά τα πράγματα. Νιώθω απλά ημιτελής».

Η Ανδριάνα δεν περίμενε πως θα άκουγε ποτέ το λογύδριο αυτό από το στόμα ενός σκλάβου. Αυτό που άκουσε μέσα από το σύστημα παρακολούθησης ήταν ανήκουστο. Από τα λόγια του κατάλαβε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Αυτός ο υπηρέτης συνεχώς την εξέπληττε. Όντας ένα πλάσμα χωρίς ψυχή, ο υπηρέτης, αν και με ενσταλαγμένη την αίσθηση των καθηκόντων του απέναντι στην αφέντρα του, είχε φτάσει να νιώθει διχασμένος ανάμεσα σ’ αυτό που ήταν και σ’ αυτό που θα ήθελε να είναι. Σηκώθηκε από τη θέση της και ζύγωσε στο παράθυρο. Έμεινε να κοιτάζει τη νέφωση που κατά ένα περίεργο τρόπο προς το τέλος του καλοκαιριού ήταν χαμηλή και απειλητική και που έκανε να σουρουπώνει πρόωρα.
   «Πιστεύεις πως αν ζήσουμε όσο ενάρετα επιθυμεί εκείνη, ίσως με τον καιρό μας επιτρέψει να καλλιεργήσουμε την ψυχή που δεν μας αφήνει να έχουμε;»
   Η Ανδριάνα μόλις το άκουσε αυτό από τη συσκευή παρακολούθησης, έφυγε από το παράθυρο και πήγε και κάθισε πάλι δίπλα στη συσκευή. Γέμισε ένα ποτήρι με κρασί και έμεινε να παρακολουθεί τη συνέχεια της συζήτησης.
   «Τι; Να δημιουργηθεί μέσα μας ψυχή; Όπως δημιουργούνται για παράδειγμα οι πέτρες στα νεφρά;» ρώτησε ο υπηρέτης.
   «Έχεις δει τον Πινόκιο;» ρώτησε ο Νίκος.
   «Απαγορεύετε να παρακολουθούμε ταινίες» είπε ο υπηρέτης.
   «Αυτή η μαριονέτα που σου λέω είναι καμωμένη από ξύλο» είπε ο Νίκος «όμως θέλει να γίνει αγόρι με σάρκα και οστά».
   «Και γίνεται πραγματικό αγόρι;»
   «Μετά από πολλές περιπέτειες και βάσανα, ναι γίνεται».
   «Πολύ ελπιδοφόρο».
   «Ναι, όντως είναι. Τι σε κάνει όμως να πιστεύεις πως μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο από μέρους της;»
   Ο υπηρέτης αναστατώθηκε. Συνήλθε όμως γρήγορα.
   «Το πιστεύω γιατί πιστεύω πως η αφέντρα δεν είναι κακιά. Δεν είναι το κακό αυτούσιο. Δεν είναι ο Χίτλερ. Δεν είναι η αρκούδα όπως πίστευε ο γέρος. Μπορεί να μας βοηθήσει. Ξέρει τι πρέπει να κάνει».
   Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και τους έκανε όλους να παγώσουν. Το δεύτερο χτύπημα ήταν πιο επιτακτικό. Ο υπηρέτης σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Με το που άνοιξε είδε μπροστά του την Ανδριάνα.
   «Καλησπέρα υπηρέτη».
   «Κυρία; Καλησπέρα Κυρία!»
   «Μόνο αυτό υπηρέτη; Μια καλησπέρα έτσι ξερή;»
   Πασχίζοντας να κρύψει την ταραχή του, ο υπηρέτης έπεσε τρέμοντας στα γόνατα, έσκυψε και φίλησε τις μύτες των παπουτσιών της.
   «Συγχωρέστε με κυρία. Περάστε μέσα κυρία, περάστε!»

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #23 στις: Δεκεμβρίου 19, 2010, 11:54:20 πμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

Ο υπηρέτης έκανε στο πλάι, κάνοντας χώρο στην Ανδριάνα που πέρασε στο κελάρι. Η Ανδριάνα, η απόλυτη αρχόντισσα της Νέας Ράτσας, κοίταξε γύρω της. Οι σκλάβοι μόλις την είδαν να μπαίνει έπεσαν στα γόνατα.
   Μ’ έναν αέρα, λες και όριζε τα πάντα γύρω της, η Ανδριάνα προχώρησε στο εσωτερικό του κελαριού. Ο υπηρέτης την ακολούθησε μπουσουλώντας.
   «Νομίζετε πως κάτι τέτοιο θα ωφελούσε σε κάτι;» ρώτησε η Ανδριάνα.
   «Για ποιο πράγμα μιλάτε κυρία;» ρώτησε ο υπηρέτης.
   «Πιστεύεις πως θα σας ωφελούσε σε κάτι να σας έδινα τη δυνατότητα να έχετε ψυχή;»
   Κανείς από τους γονατισμένους δεν απάντησε και η Ανδριάνα συνέχισε.
   «Σας προγραμματίσαμε στο σχολείο έτσι ώστε να έχετε μια πλήρη κατάρτιση και μόρφωση. Τέτοια μόρφωση που δεν θα παίρνατε σε κανένα πανεπιστήμιο, από καμία σχολή» είπε κάνοντας το γύρω του δωματίου.
   Κοντοστάθηκε όταν το μάτι της πήρε τα μπουκάλια το κρασί που ήταν βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι.
   «Τόσο λοιπόν σπουδαγμένοι και μορφωμένοι που είστε, θα μπορούσε κάποιος από σας να μου λύσει μια απορία;» είπε η Ανδριάνα. «Υπάρχει θρησκεία που να διδάσκει πως είναι επιτρεπτό να εξαπατήσει κάποιος το θεό;»
   «Να εξαπατήσει το θεό; Όχι! Ασφαλώς όχι κυρία» απάντησε ο Μάριος.
   «Με τρώει η περιέργεια υπηρέτη μου» είπε τώρα η Ανδριάνα, όπως συνέχιζε να επιθεωρεί το χώρο. «Πιστεύεις πως επιτρέπετε να ψεύδονται ενώπιον του θεού τους;»
   Νιώθοντας λες και περπατούσε σε τεντωμένο σχοινί, ο υπηρέτης βιάστηκε να απαντήσει λέγοντας: «Όχι. Όχι, πάντα είναι στις προθέσεις τους να τηρούν αυτά που του υπόσχονται. Αλλά έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες τους, βλέπετε».
   «Ασφαλώς, γιατί είναι κοινοί άνθρωποι. Και οι άνθρωποι της παλιάς ράτσας, είναι αδύναμοι υπηρέτη μου. Και είναι αδύναμοι ακριβώς επειδή έχουν ψυχή. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι δικοί μου εν τέλει θα τους καταστρέψουν και θα τους αντικαταστήσουν. Και αυτός είναι ο λόγος που οι δικοί μου δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσουν ψυχή.
   Η Ανδριάνα βγήκε από το κελάρι κι ανέβηκε στο καθιστικό, έχοντας στο κατόπι της τους σκλάβους που την ακλουθούσαν ανήσυχοι στα τέσσερα σαν τα σκυλάκια, σκιαγμένα επειδή το αφεντικό τους είχε ένα σωρό λόγους για να τους τιμωρήσει.     
   «Ο μεταβολισμός σας είναι τέτοιος που δεν έχετε ανάγκη από τίποτα. Σας έχω φτιάξει έτσι που να είστε μια χαρά. Είστε μια ιδιαίτερα αποτελεσματική μηχανή» είπε η Ανδριάνα.
   «Αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη κυρία για όλα αυτά που είμαστε» είπε ο υπηρέτης και έτρεξε να φιλήσει τα πόδια της. Ο Νίκος και ο Μάριος τον ακολούθησαν.
   «Αντιλαμβάνεστε γιατί πρέπει οι δικοί μου άνθρωποι να περάσουν σε όλους τους χώρους της κοινωνίας των ανθρώπων;» ρώτησε η Ανδριάνα μετακινώντας τα απαλά τα πόδια της από στόμα σε στόμα. 
   Η απάντηση που έδωσε ο υπηρέτης ανάμεσα στα φιλιά, δεν ήταν απόρροια δικής του θεώρησης του ερωτήματος αλλά του προγραμματισμού του: «Σε λίγα χρόνια από τώρα, όταν θα έρθει η στιγμή για τον αφανισμό των μελών της παλαιάς ράτσας, δεν θα πρέπει να έχουν πουθενά να στραφούν για βοήθεια ή καταφύγιο».
   «Πάντως όχι στην κυβέρνηση» είπε η Ανδριάνα «γιατί η κυβέρνηση θα είμαστε εμείς. Και βέβαια ούτε στο στρατό ή την αστυνομία ή την εκκλησία».
   Ο υπηρέτης απάντησε και πάλι σαν μηχάνημα που είχε μέσα του καταγεγραμμένες έτοιμες τις απαντήσεις. «Θα πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο».
   «Ακριβώς. Δεν θα τους αφανίσουμε στο πλαίσιο ενός εμφύλιου σπαραγμού… αλλά με το γάντι». Τους έσπρωξε κλωτσώντας τους από τα πόδια της. «Κοιτάξτε με όλοι σας. Αν κάποια στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο νιώσετε… ανολοκλήρωτοι… θέλω να πιστεύω πως θα μου το πείτε».
   «Ανολοκλήρωτοι;» απόρησε ο υπηρέτης φανερά ανήσυχος. «Τι εννοείτε κυρία;»
   «Εννοώ να έχετε χάσει τα νερά σας. Να νιώθετε μπερδεμένοι ως προς το ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής σας. Αν αισθανθείτε πως ο σκοπός που υπάρχετε δεν είναι μόνο το να με υπηρετείτε».
   «Α, όχι κυρία! Ξέρουμε ποιος είναι ο σκοπός μας και είμαστε όλοι απόλυτα αφοσιωμένοι σ’ αυτόν» απάντησε ο Νίκος.
   «Εύγε! Πολύ καλό αυτό. Και τώρα μπορείτε να αποσυρθείτε. Καληνύχτα!» είπε και στράφηκε στον υπηρέτη. «Εσένα σε περιμένω στην κρεβατοκάμαρά μου» του είπε.
   Η Ανδριάνα στράφηκε να φύγει, στάθηκε στην πόρτα και γύρισε προς το μέρος τους. «Και κάτι ακόμα. Εκεί που νομίζετε ότι δε βλέπετε κανέναν, εκεί ακριβώς βρίσκεται και ο κίνδυνος». Έκανε μια μικρή παύση και μετά είπε: «Αρνούμενοι να παραδεχτείτε τον εαυτό σας κοροϊδεύετε τον εαυτό σας, αρνούμενοι να πιστέψετε αυτό που είστε στ’ αλήθεια, και για τούτο τιμωρείτε μόνοι σας τον εαυτό σας πολύ αυστηρά».
   Όταν η Ανδριάνα ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, ο υπηρέτης, στάθηκε ακίνητος μέχρι που τα πόδια του δεν τον κρατούσαν άλλο, κι έπρεπε να καθίσει κάπου. Πήγε και κάθισε σε ένα σκαλοπάτι. Η κυρία του γνώριζε την ανοησία τους. Η κυρία του γνώριζε τα πάντα. Γνώριζε κάθε χαζομάρα που έκαναν. Είχαν αμφισβητήσει ότι εκείνη είναι η Αγάπη. Όχι εκείνος. Οι άλλοι. Είχαν ξεχάσει την ευγνωμοσύνη. Είχαν ξεχάσει πως χωρίς εκείνη ο ουρανός έμοιαζε άδειος και κενός. Η ίδια η ζωή τους χαοτική και ασυνάρτητη. Ήταν εγωιστές, ήξεραν μόνο τι ήθελαν εκείνοι. Κι ο εγωισμός δεν είναι παρά ένα παράσιτο στο δέντρο της ζωής. Και η θεά τους, δεν τους ξερίζωσε σαν δέντρα, απλά κατέστρεψε το παράσιτο.
   Έκαναν σκέψεις ανάρμοστες από καθαρή αδυναμία Κανένας άνθρωπος δεν ξέρει πότε ακριβώς αρχίζει να λέει βλακείες. Όμως εκείνοι δεν ήταν απλοί άνθρωποι. Ήταν η Νέα Ράτσα. Ένας άνθρωπος είναι τόσο ελεύθερος όσο ο ίδιος διαλέγει να γίνει. Ποτέ πιο ελεύθερος. Εκείνοι ήταν τόσο ελεύθεροι, όσο η θεά επέλεγε να είναι. Κι θεά επέλεγε να μην είναι καθόλου ελεύθεροι. Την θεωρούσαν απόλυτο κακό και θεωρούσαν πως επειδή δεν τους επέτρεπε να έχουν ψυχή, τους ξέχασε.
   Όχι, εκείνος δεν ήθελε να έχει μια ψυχή που θα τον έκανε πιο αδύνατο.
   Ποια άλλη απόδειξη πως ήταν η ίδια η Αγάπη υπήρχε, από το γεγονός πως τους συγχώρεσε όλους για εκείνες τις κακές τους στιγμές που την αμφισβήτησαν με τα πικρά γεμάτα απιστία λόγια τους, που της έκλεψαν το κρασί της.
   Όχι, εκείνος δεν ήταν έτσι. Εκείνος, αναγνώριζε ολοκληρωτικά κάθε ματαιοδοξία, γκρίνια, ποταπότητα, βλακεία τους. Πόναγε μέσα του. Ένιωθε υπερηφάνεια κάθε που του επέτρεπε να αγγίξει με τα χείλια του ακόμα και το χώμα που πατούσε. Για εκείνον η κυρία δεν ήταν απλά ο θεός. Ήταν ένας θησαυρός ανεκτίμητος. Ο κόσμος στον οποίο ζούσε ήταν ένα της θαύμα. Δεν χρειαζόταν να τον κατανοήσει. Δεν χρειάζεται να κατανοεί κανείς τα θαύματα.
   Έτρεμε τόσο που έπρεπε να κρατάει τα χέρια του σφιχτοδεμένα μεταξύ τους. Κι όπως τα έσφιγγε σιγά-σιγά τα χέρια του ήρθαν και ενώθηκαν παλάμη με παλάμη σαν σε δέηση.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #24 στις: Δεκεμβρίου 21, 2010, 05:21:54 μμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

Κάτι ελάχιστο μένει ακόμα απ’ το φως της μέρας, έτσι όμως όπως περνάει μέσα από τα μολυβένια σύννεφα, παίρνει μια λεπτή γκρίζα απόχρωση κι υφαίνεται μαζί με τις μεγάλες σκιές –περισσότερο μια μουντζούρα παρά κάτι που φωτίζει.
   Ολοκληρωμένος, κατάλληλα προγραμματισμένος, έχοντας λάβει τις απαραίτητες νέες πληροφορίες με την καινούρια μέθοδο κατεβάσματος στον εγκέφαλο μέσω καλωδίων συνδεδεμένα στο κεφάλι του, ο υπηρέτης ήταν ξαπλωμένος γυμνός στον πάγκο επαναπρογραμματισμού περιμένοντα –χωρίς να έχει επίγνωση- τη στιγμή που η Ανδριάνα θα τον συνέφερε από την κατάσταση της ύπνωσης.
   Η Ανδριάνα τον είχε καλέσει στην κρεβατοκάμαρά της και του έκανε την τιμή να του επιτρέψει να πιει κρασί μέσα από μία γόβα της. Ο υπηρέτης το ήπιε με δάκρυα χαράς και το υπνωτικό έδρασε σχεδόν αμέσως.
   Η Ανδριάνα έστεκε από πάνω του χαμογελαστή. Α, μα ήταν υπέροχο πλάσμα ο υπηρέτης της. Παρόλο που την είχε μερικώς απογοητεύσει, η Ανδριάνα έτρεφε πολλές ελπίδες γι’ αυτόν.
   Τώρα έδωσε μερικές εντολές στον υπολογιστή στον οποίο ήταν συνδεδεμένα τα καλώδια που έφευγαν από το κεφάλι του υπηρέτη και έμεινε να παρακολουθεί την διαδικασία ξυπνήματος του. Τα καλώδια αποσυνδέθηκαν αυτόματα. Όσο κρατούσε αυτή η διαδικασία αποσύνδεσης, μερικές φλέβες φάνηκαν να ματώνουν λίγο, όμως αυτό δεν κράτησε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα.
   Η Ανδριάνα όπως έστεκε από πάνω του, έσκυψε και έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό της. Οι βλεφαρίδες του υπηρέτη πετάρισαν στιγμιαία. Άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα του ήταν αρχικά αγριεμένο, σκιαγμένο. Κάτι όχι ασυνήθιστο σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
   Την κατάλληλη στιγμή, όταν η Ανδριάνα ήταν πια σίγουρη πως το νέο της δημιούργημα είχε ξεπεράσει το αρχικό σοκ κι άρχισε να επικοινωνεί με το περιβάλλον γύρω του, ρώτησε: «Γνωρίζεις ποιος είσαι;»
   «Μάλιστα».
   «Ξέρεις για ποιο λόγο υπάρχεις;»
   «Μάλιστα».
   «Εγώ ξέρεις ποια είμαι;»
   Για πρώτη φορά ο υπηρέτης γύρισε και την κοίταξε. «Μάλιστα». Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα του, σαν από σεβασμό προς τη θεά του.
   «Είσαι έτοιμος να με υπηρετήσεις;»
   «Μάλιστα».
   «Θα είναι μεγάλη χαρά κι απόλαυση για μένα να σε ξαναχρησιμοποιήσω».
   Την κοίταξε ξανά φευγαλέα και ύστερα ταπεινά γύρισε πάλι αλλού το βλέμμα του.
   «Τότε, δέχεσαι τις συνέπειες. Εγέρθητι» του είπε.
   Ο υπηρέτης κατέβασε τα πόδια του από τον πάγκο και στάθηκε όρθιος.
   «Εγώ σου έδωσα ζωή, εγώ σε έκανα αυτό που είσαι. Δεν ζεις, απλώς ονειρεύεσαι πως ζεις. Είσαι ένα τίποτα με εξωτερική εμφάνιση» του είπε η Ανδριάνα. «Να το θυμάσαι αυτό. Εγώ σου έδωσα ζωή και εγώ θα επιλέξω τι θα την κάνεις αυτή τη ζωή που σου έδωσα. Κανένα πλάσμα δεν επιτρέπεται να ξεχνά από τι κι από πού προήλθε, επειδή θα σηκώσει τη μύτη του ψηλά, θα γίνει φαντασμένο και θα πάψει ν' αναγνωρίζει τους ανωτέρους του».
   Ο υπηρέτης έπεσε στα γόνατα και φίλησε το δεξί πόδι της θεάς του και εκείνη αποδεχόμενη την ένδειξη αυτή της υποταγής του τον πάτησε με το αριστερό στο κεφάλι.
   «Βλέπεις αυτό το παπούτσι σκλάβε;»
   «Μάλιστα!»
   «Φυσικά και βλέπεις παπούτσι» είπε Ανδριάνα «γιατί υπάρχει το παπούτσι! Εγώ, όμως, θέλω να βλέπεις μια προσευχή ν' ανεβαίνει τα ουράνια. Όλα μου τα παπούτσια είναι μια προσευχή για σένα. Κι όπως ένας μουσουλμάνος χαϊδεύει τις χάντρες ενός κομπολογιού λέγοντας μια προσευχή για κάθε χάντρα, έτσι κι εσύ θα λες μια προσευχή για κάθε παπούτσι που καθαρίζεις με τη γλώσσα».
   Φυσικά, και θα είναι προσευχή σκέφτηκε ο υπηρέτης, δεν μπορούσε να σκεφτεί πιο ταιριαστό σύμβολο ή παρομοίωση για μια προσευχή. Έβγαινε κατευθείαν από την καρδιά του σαν ένα περιστέρι ζωντανό!  Η προσευχή είναι σκέψη, κάτι πνευματικό! Μα το παπούτσι της ήταν κάτι υλικό. Είχε προγραμματιστεί όμως και τώρα πια καταλάβαινε κι έναν άλλο κόσμο εκτός απ' τον δικό του. Τον κόσμο της Ανδριάνας. Τον κόσμο της κυρίας του. Και τώρα πια τον καταλάβαινε πολύ καλύτερα από τον παλιό τον δικό του, έναν κόσμο ο οποίος βρισκόταν εκεί που τον είχε αφήσει. Αιώνες πίσω. Η καρδιά του ήταν τώρα πραγματικά ζωντανή.
   Όταν μια καρδιά είναι πραγματικά ζωντανή, τότε μπορεί και σκέφτεται ζωντανά πράγματα. Υπάρχει μια μοναδική καρδιά, που όλες οι σκέψεις της είναι ζωηρά, ευτυχισμένα πλάσματα, και που τα ίδια της τα όνειρα είναι ζωντανά. Όταν κάποιοι προσεύχονται, ανυψώνουν σκέψεις βαριές από το χώμα μόνο και μόνο για να τις ξαναρίξουν στο χώμα. Άλλοι στέλνουν ψηλά τις προσευχές τους σε ζωντανά σχήματα, ετούτο ή εκείνο, σχεδόν πανομοιότυπα το ένα με το άλλο. Όλα τα ζωντανά πράγματα ήταν σκέψεις στην αρχή, και συνεπώς είναι έτοιμα να φανούν χρήσιμα σ' αυτούς που σκέφτονται. Έμεινε να κοιτάζει το παπούτσι. Ποτέ του μέχρι τότε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο και του ήταν αδύνατο να εκφράσει το αίσθημα που ξύπνησε μέσα του με το χαριτωμένο, απλό σχήμα του, με το χρώμα του και με την ευωδιά του, λες κι έβλεπε κάτι απ' το νέο κόσμο. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως έδινε την αίσθηση ενός λουλουδιού, που χε μια απαλή ροδόχρωμη απόχρωση και μια χρυσή καρδιά στη μέση. Την καρδιά της Ανδριάνας. Την καρδιά της κυρίας του.
   «Αυτό είναι ένα λουλούδι-προσευχή» είπε η Ανδριάνα σαν να άκουσε τις σκέψεις του. «Είναι μοναδικό. Ποτέ ένα λουλούδι-προσευχή δεν μοιάζει με τα άλλα. Βλέπεις πόσο διαφορετικό είναι απ' οποιοδήποτε έχεις αντικρίσει μέχρι τώρα.
Θα πρέπει λοιπόν να βλέπεις σ' αυτό μια σκιά της προσευχής».
   Η φωνή της Ανδριάνας έμπαινε μέσα του και τον έκανε να αισθάνεται περίεργα ήσυχος. Έβλεπε το παπούτσι της κι ένα μεγάλο δέος τον συνεπήρε όταν αναλογίστηκε την καρδιά του να αφουγκράζεται το παπούτσι και να φτερουγίζει.
   «Ποιο νομίζεις πως είναι το όνομά σου;» ρώτησε η Ανδριάνα.
   Ο υπηρέτης σήκωσε για πρώτη φορά το κεφάλι του και την κοίταξε φοβισμένος σχεδόν. Το πρόσωπό της ήταν όμορφο σαν την έναστρη νύχτα. Στεκόταν μπροστά του ήρεμη, μεγαλοπρεπής και συνάμα χαριτωμένη. Η Ανδριάνα του ανταπέδωσε το βλέμμα της, αλλά το δικό της ήταν παγερό, σκληρό. Τα μάτια της μαύρα σαν αρχέγονη σκοτεινιά, τώρα αστραποβολούσαν την μέρα. Στεκόταν ακίνητη σαν κολόνα. Ο υπηρέτης δεν άντεξε την ένταση και χαμήλωσε πάλι το βλέμμα του. Είχε ανοίξει το στόμα του να της απαντήσει, όταν ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει το όνομα του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε καν το πρώτο γράμμα του!
   «Δεν πειράζει» είπε κι ένα παράξενο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Ύστερα φώναξε με απέραντη περιφρόνηση: «Αυτό που πρέπει να ξέρεις είναι αυτό το οποίο θα ακούς να σε φωνάζω: υπηρέτη, ή σκλάβε. Δεν είσαι τίποτα παραπάνω».
   Ύστερα εντελώς ξαφνικά σήκωσε το αριστερό της χέρι και το τίναξε πάνω του. Κάτι ψυχρό σαν πάγος τον χτύπησε στο μάγουλο.
   Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο πάτωμα, μουσκεμένος, να ριγά.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #25 στις: Δεκεμβρίου 22, 2010, 11:19:06 πμ »
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

Σηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα του παραζαλισμένος. Για λίγο, δεν μπόρεσε να τη δει, είχε φύγει, και η μοναξιά είχε ξαναγυρίσει όπως το σύννεφο μετά τη βροχή. Είχε φύγει από κοντά του και τον είχε αφήσει με την απόγνωση του. Δεν τολμούσε ούτε για μια στιγμή να μείνει τόσο απελπιστικά μόνος. Σκέφτηκε  μήπως της είχε κάνει κάτι κακό; Έπρεπε να της αφιερώσει τη ζωή του.
   Κι ύστερα την είδε. Στεκόταν αμίλητη στην πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της και τον κοιτούσε. Μπουσούλησε προς το μέρος της και στην καρδιά του λικνιζόταν ένα λυπητερό τραγούδι. Τον καταδίωκαν τα οργισμένα, γεμάτα μίσος μάτια της. σε τι την είχα βλάψει; Γιατί τον απεχθανόταν; Πώς θα μπορούσε ν' αγανακτεί μαζί του έχοντας επίγνωση της κάθε ενέργειας που θα μπορούσε να κάνει με ένα της πρόσταγμα; Πως γινόταν να τρέφει εναντίον του έστω και το ελάχιστο αίσθημα ενός ντροπιαστικού κακού; Μην τάχα και δεν είχε αγγίξει με το μεγαλύτερο σεβασμό τα παπούτσια της;
   Όσο μπουσουλούσε συνειδητοποιούσε ότι η απόσταση ανάμεσα τους με ένα μαγικό τρόπο μεγάλωνε. Αυτό δεν ήταν δυνατόν να γίνεται αφού εκείνη έμενε ακίνητη. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις του κι ένιωσε να γεμίζουν οι φλέβες του με καινούρια ζωή! Του φαινόταν ότι το σώμα του γινόταν αιθέριο και, ακολουθώντας την σαν ελαφρό αεράκι, σε λίγο την πρόφτασε. Τον κοιτούσε και το βλέμμα της είχε την αίσθηση μιας απέραντης νύχτας, όπου μια αθέατη δροσιά κάνει τ' αστέρια να φαίνονται μεγάλα. 
   «Γιατί με πλησιάζεις;» ρώτησε ήρεμα αλλά κάπως αυστηρά, λες και ποτέ της δεν τον είχε ξαναδεί.
   «Σας πλησιάζω με μόνη ελπίδα να μου επιτρέψετε να σας λατρέψω. Έχω την ανάγκη να σας λατρέψω» απάντησε.
   «Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα σε λυπηθώ και θα στο επιτρέψω;» ρώτησε ψυχρά. «Σε προστάζω να μείνεις εκεί που είσαι».
   «Με έχετε πλάσει για να έχω την ανάγκη να το κάνω και δεν θέλω να σας απογοητεύσω» αποκρίθηκε.
   Καθώς έλεγε αυτά συνέχισε να σέρνετε προς το μέρος της, όμως, η Ανδριάνα του έριξε μια ματιά, κι εκείνος στάθηκε ακίνητος σαν να τον είχε διαπεράσει ένα κοντάρι. Η περιφρόνηση της είχε χαθεί, θα τον σκότωνε με την ομορφιά της! Η απελπισία επανέφερε το πείσμα του. Σαν το πείσμα του αυτό να έσπασε κάποιου είδους μάγια, σύρθηκε γρήγορα και την έφτασε.
   «Λυπήσου με κυρία!» της φώναξε.
   Εκείνη δεν έδωσε σημασία. Έκανε να φύγει από την πόρτα αλλά εκείνος την ακολούθησε σαν παιδί που η μάνα του υποκρίνεται πως θα το παρατήσει.
   «Θέλω να σου δείξω πόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη νιώθω που με δημιούργησες ώστε να είμαι σκλάβος σου!» είπε και άπλωσε το χέρι του στο πόδι της.
   Με το που την άγγιξε, έστρεψε το βλέμμα της κάτω σαν να τη δάγκωσε φίδι. Ζάρωσε μπροστά στη λάμψη των ματιών της, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει το χέρι του από πάνω της. Εκείνη τον κλώτσησε.
   «Μην τολμήσεις να με ξαναγγίξεις αν δεν σου πω» κραύγασε.
   «Βλέπω το λάθος των πράξεών μου τώρα. Ελπίζω μόνο να μου επιτρέψεις να επανορθώσω, με το να υπηρετώ το θέλημά σου για τις υπόλοιπες μέρες της ζωής μου αφέντρα» είπε ο υπηρέτης.
   Έσκυψε προς το μέρος του και τα χέρια της έκλεισαν γύρω απ' το λαιμό του, σφιχτά σαν δυο τανάλιες βασανιστηρίου. Τράβηξε το πρόσωπο του κοντά στο δικό της και τα χείλη της κόλλησαν στο μάγουλο του. Τον έσπρωξε στο πάτωμα και ξάπλωσε ανάσκελα μπροστά της. Πήγε από πάνω του και πάτησε με το τακούνι της το στήθος του. Μια σουβλιά πόνου τον διαπέρασε κι αναταράχτηκε. Το κορμί του σπαρταρούσε κάτω από το πάτημά της, που γινόταν όλο και πιο έντονο όσο περνούσαν τα λεπτά. Του κόπηκε η ανάσα. Σιγά-σιγά σταμάτησε ο πόνος, αλλά όχι και η ένταση του πατήματος. Ένιωσε να μουδιάζει και μια νυσταλέα κόπωση, μια ονειρική απόλαυση τον συνεπήραν, κι ύστερα έχασε τον κόσμο.

Συνήλθε εντελώς ξαφνικά και συνειδητοποίησε πως με κάποιον τρόπο τον είχε μεταφέρει έξω στον κήπο της έπαυλης. Ήταν ακόμα νύχτα έξω –ή είχαν περάσει μέρες όσο ήταν λιπόθυμος, δεν ήξερε. Το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει, αλλά δε σκόρπιζε καμιά μαρμαρυγή. Ήταν απλώς ένα φωτερό στίγμα καρφωμένο στη σκοτεινιά. Το στήθος του πονούσε, κοίταξε το σημάδι που είχε αφήσει πάνω της με το τακούνι της. Το σημείο που τον είχε πατήσει είχε ματώσει. Αναστέναξε βαθιά κι ένιωσε πολύ κουρασμένος. Γύρισε ανήσυχος και κοίταξε ολόγυρα του.
   Και τότε είδε τι είχε απογίνει το φως του φεγγαριού, είχε συγκεντρωθεί γύρω απ' την θεά του, η οποία στεκόταν μπροστά του μ’ ένα ολόλαμπρο φωτοστέφανο. Σηκώθηκε και την πλησίασε παραπατώντας.
   «Κάτω!» κραύγασε επιτακτικά σαν να μιλούσε σ' ένα άτακτο σκυλί και ο υπηρέτης έπεσε αμέσως στα τέσσερα. «Αν τολμάς, ακολούθησε με έστω και ένα
βήμα!»
   Ήταν αδύναμος σαν το νερό και μισοξυπνητός, δεν καταλάβαινε ότι προχωρούσε, ωστόσο η απόσταση ανάμεσα τους μίκραινε. Εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω, σήκωσε το αριστερό της χέρι και, με τη σφιγμένη γροθιά της, τον χτύπησε στο μέτωπο. Δέχτηκε το χτύπημα της σαν να τον χτύπησε σφυρί και σωριάστηκε καταγής. Τινάχτηκε όμως αμέσως πάλι στα τέσσερα. Κρύος ιδρώτας τον έλουζε, αλλά ένιωθε δυνατός και με το νου του ξάστερο. Να τον ζωντάνεψε ίσως το χτύπημα της; Δε του είχε αφήσει ούτε τραύμα ούτε πόνο.
   Η Ανδριάνα στεκόταν λίγα βήματα πιο πέρα. Καθώς μπουσούλισε πάλι βιαστικά, προς το μέρος της ένα σύννεφο σκέπασε το φεγγάρι. Το φωτοστέφανο χάθηκε από τα μαλλιά της. Η Ανδριάνα πήγε από πάνω του και του σήκωσε το κεφάλι τραβώντας του τα μαλλιά. Τον έφτυσε στο πρόσωπο.
   «Ακολούθησέ με μέσα. Θα πάμε στην κρεβατοκάμαρά μου να παίξουμε!» του είπε.
   Εκείνη τάχυνε το βήμα της και εκείνος την ακολουθούσε στα τέσσερα σαν σκυλί.

Η Ανδριάνα είχε φτάσει κιόλας στην κρεβατοκάμαρα. Ο υπηρέτης περπατώντας στα τέσσερα δυσκολεύτηκε να ανέβει τα σκαλιά και καθυστέρησε αρκετά.
   Όταν εκείνος μπήκε μέσα στο δωμάτιο, αυτό ήταν πλημμυρισμένο από ένα πάλλευκο φως. Η καρδιά του αναπήδησε, θαρρείς δυναμώνοντας τους χτύπους της με την επερχόμενη συνάντηση. Εντελώς ξαφνικά, το φως χάθηκε και μια αστραφτερή σιλουέτα ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου, ακτινοβολώντας φως προς κάθε κατεύθυνση. Πάνω από ένα φόρεμα σε χρώμα άσπρο, απαλό, ξεχύνονταν σαν καταρράκτης τα μαλλιά της, μαύρα όπως το μάρμαρο που κάλυπτε το δωμάτιο. Τα μάτια της γυάλιζαν κατάμαυρα, τα μπράτσα και τα πόδια της φάνταζαν όπως αλάβαστρο ζεστό. Μπορεί τάχα να είναι αυτή η γυναίκα που τον δημιούργησε, που τον χτύπησε, που τον χλεύασε;
   Στεκόταν και την κοίταζε, προσπαθώντας να τη διακρίνει μες στο σκοτάδι. Στεκόταν κι αυτή, σαν να έκανε το ίδιο. Πήγε  κοντά του.
   «Επιτέλους ήρθες» είπε, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του, πιέζοντάς τον προς τα κάτω.
   Το κορμί του ανατρίχιασε στο άγγιγμά της και γονάτισε άλλη μια φορά μπροστά της. Ένιωθε να τον σαγηνεύει τούτη η γυναίκα και συνάμα είχε μια επίγνωση του πόσο άπιαστη ήταν.
   «Τρέμεις!» την άκουσε να του λέει. «Και καλά κάνεις. Έτσι πρέπει να είσαι μπροστά μου. Έλα» του είπε.
   Στεκόταν αμίλητος. Τον είχε αφήσει άναυδο η ομορφιά της, και η γλύκα που εξέπεμπε. Γονατισμένος όπως ήταν του φόρεσε ένα κολάρο στο λαιμό και του πέρασε στον κρίκο μια αλυσίδα. Τον τράβηξε προς ένα σημείο του δωματίου που ήταν πιο φωτεινό σημείο και, για μια φορά ακόμη, τα μάτια της άστραψαν
απάνω του. Για λίγο μόνο στάθηκε εκεί. Συνέχισε να τον τραβάει ώσπου τον οδήγησε μπροστά από μια μαύρη κουρτίνα. Πέρα από κει ξεκινούσε μια άσπρη σκάλα που ο υπηρέτης δεν θυμόταν να έχει ξαναδεί. Θυμόταν την κουρτίνα και θυμόταν πως ήταν πάντα κλειστή. Δεν την είχε τραβήξει ποτέ του να δει τι κρύβετε από πίσω. Την ανεβήκανε και τον έμπασε σ' ένα όμορφο δωμάτιο. Στο οποίο υπήρχε μια ντουζιέρα και στον απέναντι τοίχο ένας μεγάλος κρίκος και από κάτω του ένα χαλάκι.
   «Αυτό θα είναι το δωμάτιό σου στο εξής. Κάνε στα γρήγορα ένα μπάνιο. κάτω από το κρεβάτι σου» είπε και έδειξε το χαλάκι, «θα βρεις ένα πανωφόρι. Φόρεσέ το μόλις τελειώσεις με το μπάνιο. Όταν κατεβείς, θα με βρεις στην κρεβατοκάμαρά μου».
   Στάθηκε και την κοίταζε να φεύγει. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την εξαίσια αλλαγή με την οποία του παρουσιαζόταν τώρα; Τον είχε εγκαταλείψει μ' ένα χτύπημα. Τώρα τον υποδεχόταν σχεδόν μ' ένα αγκάλιασμα! Τον είχε προπηλακίσει ξέροντας ωστόσο πως θα την ακολουθούσε ότι και να γινόταν.
   Πώς ήταν δυνατόν μια τέτοια ομορφιά σαν αυτήν που αντίκριζε, και τέτοια βαναυσότητα, να συνυπάρχουν στο ίδιο πλάσμα;
   Μόνο σε ένα ον συνυπάρχουν αυτά: το θεό.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #26 στις: Ιανουαρίου 03, 2011, 10:18:12 μμ »
Καλή χρονιά και όσα παπούτσια και πόδια επιθυμήτε στη γλώσσα σας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Σαν κρύσταλλο καθαρό, το νερό μες στο μεγάλο άσπρο λουτρό έστελνε μια αστραφτερή λάμψη απ' τη γωνία όπου ήταν χωμένο μες στο δάπεδο. Φαινόταν να με προσκαλεί στην αγκαλιά του.
   Έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και όταν τελείωσε φόρεσε εκείνο το ρούχο από άσπρο μαλλί, κεντημένο στο λαιμό και στο στρίφωμα, που τον περίμενε απλωμένο κάτω από το χαλάκι, Κατέβηκε τη σκάλα στο δωμάτιο όπως του είχε υποδείξει η κυρία. Τον περίμενε όρθια, φορώντας ένα μακρύ φουστάνι κεντημένο με αργυρόχρωμα δαχτυλίδια και δίσκους, με ορθογώνια και ρόμβους, όλα μαζί κοντά-κοντά, σαν μια ασημένια πανοπλία που έπεφτε μονοκόμματη απ' τους ώμους της μέχρι τα πόδια της, αφήνοντας όμως τα μπράτσα της να φαίνονται από τα μακριά ανοιχτά μανίκια. Κάθισε στην πολυθρόνα της σταύρωσε τα πόδια της και του έδειξε το πάτωμα μπροστά στα πόδια της.
   Ο υπηρέτης ένιωσε μια έντονη σεξουαλική επιθυμία να ξυπνά στο στήθος του να μετακινείτε στην κοιλιά του και να καταλήγει σε μια περιοχή του σώματος που τον τελευταίο καιρό του απαγορευόταν να ασχοληθεί. Η Ανδριάνα τον ερέθιζε με το βλέμμα της και αυτό ήταν παρανοϊκό αν σκεφτεί κανείς πως ερεθιζόταν με τη θεά του. Ένιωσε ντροπή. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί μια οπτική επαφή είχε τέτοια επίδραση πάνω του. Και μόνο η σκέψη πως τον άγγιζαν τα πόδια της, τον έκανε να ανατριχιάζει με αμηχανία και εκνευρισμό. Το σεξ σύμφωνα με τον επαναπρογραμματισμό του, δεν είχε υψηλή προτεραιότητα, πιο συγκεκριμένα δεν υπήρχε καθόλου. Να όμως που ήταν εκεί και του χτυπούσε το κουδούνι της πόρτας. Ο υπηρέτης έδιωξε τον εκνευρισμό πριν η Ανδριάνα καταλάβει κάτι. Σύμφωνα με όσα εμφυτεύτηκαν στον εγκέφαλο του υπηρέτη, αυτός, πρέπει να ήξερε ακριβώς που θα πάει να σταθεί και πως.   

Στην κρεβατοκάμαρα της έπαυλης, η Ανδριάνα ξεκίνησε την υπέροχη βραδιά της κάνοντας έρωτα στον ανανεωμένο υπηρέτη της. Ο πόνος που προκαλούσε ο έρωτάς της, διέτρεχε σαν παγωμένο κύμα κάθε μόριο του κορμιού του υπηρέτη. Ο παλιός υπηρέτης είχε δολοφονηθεί λίγες ώρες πριν στον πάγκο του εργαστηρίου της στο κελάρι. Αλλά η Ανδριάνα ούτε που τον θυμόταν. Ίσως γιατί από τη φύση της, είχε διαρκώς το βλέμμα της στραμμένο στο μέλλον. Το παρελθόν της προκαλούσε πλήξη.. κι άλλωστε, επί το πλείστον το παρελθόν δεν προσφερόταν για ανασκόπηση.
   Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του επαναπρογραμματισμού στον ήδη υπάρχοντα υπηρέτη, δεν χρειαζόταν να βγει στη γύρα να ψάξει για άλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Ανδριάνα γλύτωνε τα έξοδα της αγοράς καινούριας γκαρνταρόμπας κάθε φορά που έπρεπε να αλλάξει υπηρέτη. Δεν θα αργούσε η εποχή που για την αλλαγή του υπηρέτη θα χρησιμοποιούσε μέθοδο κλωνοποίησης. 
   Αν και πάμπλουτη η Ανδριάνα απεχθανόταν τις σπατάλες. Ο πατέρας της, πλάσμα κατά τα λοιπά άχρηστο, της είχε εμφυσήσει το αίσθημα της οικονομίας.
   Παρόλο που ο υπηρέτης ήταν το ίδιο άτομο, είχε διάφορα κουσούρια, γι’ αυτό η Ανδριάνα δεν θα έπαυε ποτέ να τον βελτιώνει. Θα ήταν κάθε φορά μια καινούρια έκδοση.
   Είχαν περάσει δύο μέρες από το θάνατο του γέρου κηπουρού και η Ανδριάνα είχε στείλει τη σορό του για παράχωμα σε κάποια χωματερή, στα προάστια, που διαχειριζόταν μια από τις εταιρείες της. Εκεί είχαν καταλήξει και κάποιοι άλλοι ανεπιθύμητοι, θαμμένοι κάτω από τόνους απορριμμάτων.
   Το πάθος του παλιού υπηρέτη για γνώση, τον είχε σπρώξει σε κάθε λογής απαγορευμένες αναζητήσεις κι ενδοσκοπήσεις, με αποτέλεσμα την εξέλιξή της σε άτομο με ανεξάρτητη σκέψη και βούληση, κάτι που η Ανδριάνα δεν μπορούσε να ανεχθεί με καμία κυβέρνηση. Χώρια που ο παλιός υπηρέτης ρουφούσε τη σούπα από το μπολ του θορυβωδώς.
   Γυναίκα εκ φύσεως αισιόδοξη, η Ανδριάνα είχε τη βεβαιότητα πως ο νέος υπηρέτης της θα αποδεικνυόταν το τέλειο δημιούργημά της, άξιος και ικανός να την υπηρετεί για πολλά χρόνια χωρίς επαναπρογραμματισμό. Ήταν όμορφος, πολυμαθέστατος, και φυσικά υπάκουος. Σίγουρα ήταν πιο ακόλαστος από τον προηγούμενο. Όσο περισσότερο τον πονούσε, τόσο περισσότερο ανταποκρινόταν στα καπρίτσια του. Ο υπηρέτης σφάδαζε στο πάτωμα και τα χέρια του είχαν πιαστεί στο χαλί σαν αρπάγες. Το σάλιο κυλούσε από το στόμα του καθώς βογκούσε και λαχάνιαζε από ένα μίγμα οδύνης, απόγνωσης και ηδονής. Η ώρα καθώς περνούσε, έφερνε στον υπηρέτη περισσότερο πόνο.   
   Η Ανδριάνα ζούσε για να εξουσιάζει. Για εκείνη το σεξ γινόταν απολαυστικό μόνο όταν προκαλούσε σωματικό πόνο και καταπίεζε τον υπηρέτη της. Ο υπηρέτης ανταποκρινόταν στα χτυπήματά της με θαυμαστή ερωτική υποταγή. κοιτούσε τα σημάδια και τις αμυχές που προξενούσε πάνω στο σώμα του με τα μαστίγιά της. Τον κοίταξε όπως ήταν μπρούμυτα μισολιπόθυμος μπροστά στα πόδια της. Τα σημάδια πάνω στο σώμα του αποτελούσαν αδιάψευστες αποδείξεις του σφρίγους της. Ο πόνος που ένιωσε στο ξανασμίξιμό τους τον έκανε να ανατριχιάσει. Η καρδιά του χτυπούσε πιο γοργά. Μετά ένιωσε κάτι σαν πυρετό να καίει το σώμα του.
   Αποκαμωμένη από τα χτυπήματα, η Ανδριάνα είχε σωριαστεί στην πολυθρόνα και σκούντηξε με το πόδι της το σώμα του υπηρέτη. Το τακούνι της γόβας της χώθηκε στα πλευρά του αλλά δεν τον ξύπνησε από τη λιποθυμία του. Το σώμα της Ανδριάνας άλλαξε σχήμα. Άφησε την άνετη στάση του στην πλάτη της πολυθρόνας της, για να σκύψει μπροστά σαν αγριόγατα που παρακολουθεί το θύμα της πριν ορμήσει. Χρειάστηκε άλλο ένα σούβλισμα με το τακούνι της στα πλευρά, για να τον συνεφέρει από τη λιποθυμία.   
   «Τσακίσου από μπροστά μου» του φώναξε.
   Τον άκουσε λίγες στιγμές μετά που ανέβηκε τη σκάλα του νέου του δωματίου να κλαίει, όχι μόνο γιατί πονούσε, αλλά κι από ντροπή. Η ταπείνωσή του την ολοκλήρωσε.
   Η Ανδριάνα μπανιαρίστηκε με μπόλικο ζεστό νερό, χρησιμοποιώντας ένα αρωματικό σαπούνι φτιαγμένο στο Παρίσι. Από την οικονομία που έκανε στην αλλαγή των σκλάβων, της περίσσευαν πολλά λεφτά για άλλες πολυτέλειες.



Αποσυνδεδεμένος vassal

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2459
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 1380
  • -Έλαβε: 49
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #27 στις: Ιανουαρίου 03, 2011, 10:51:14 μμ »
Ωραία ιστορία. :clapping: :thumbsup1:

asterenia

  • Επισκέπτης
  • Χυσίματα
  • -Έριξε:
  • -Έλαβε:
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #28 στις: Ιανουαρίου 03, 2011, 11:00:07 μμ »
Εχεις  ξεπερασει  τους  παντες !!!!!!ΜΕΓΑΛΟ  ΤΑΛΕΝΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ  !!!!!!!εχεις  πηγη  εμπνευσης !!!!!!! :baby: :baby:

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #29 στις: Ιανουαρίου 04, 2011, 05:42:03 μμ »
Σας ευχαριστώ, μου δίνεται ώθηση να συνεχίσω. Κεφάλαιο 20 κι 21 και τέλος πρώτου μέρους...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

Όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν νύχτα, μια λάμπα, κρεμασμένη απ' το ταβάνι, έριχνε ένα καθαρό αν και απαλό φως σε όλο το δωμάτιο. Μια γλυκιά αποχαύνωση τον τύλιγε. Του φαινόταν ότι ήταν σούρουπο κι ότι έπλεε κάπου μακριά από τη στεριά, μέσα στην αγκαλιά μιας θάλασσας. Η ύπαρξη ήταν καθεαυτή μια απόλαυση. Δεν ένιωθε πόνο από τη χθεσινή βαναυσότητα. Σίγουρα πέθαινε! Δεν ένιωθε πόνο τώρα, γιατί χθες… Ω, τι θανάσιμη σουβλιά πόνου ήταν εκείνη που του προκαλούσε το τακούνι της όταν έμπαινε μέσα του! Τι θανατηφόρο κεντρί! Έφτανε μέχρι τα φυλλοκάρδια του! Πάλι! Ο πόνος αυτός που τον σούβλιζε, του ήταν γνώριμος. Τόσο θανατερός, που δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το χέρι του και να το βάλει πάνω στην καρδιά του.
   Είχε συνηθίσει τον καθημερινό πόνο, συνήθως ορισμένη ώρα, όχι απαραίτητα στο ίδιο σημείο του σώματος. Ξέρει τι θα γίνει με το που τη βλέπει να έρχεται, δεν τον νοιάζει διόλου. Ούτε οι αλυσίδες που του φοράει τις περισσότερες φορές τον ενοχλούνε πλέον, ούτε ο καυτός ήλιος, ούτε η βροχή, ούτε το νυχτερινό κρύο, όταν οι συνεδρίες τους γίνονται στον κήπο. Τίποτα απολύτως. Έχει μεγάλη αντοχή –έτσι άλλωστε τον έφτιαξε εκείνη- που όμως εκείνου του τη δίνει η ικανοποίηση ότι πράττει σύμφωνα με τις επιθυμίες της κι άρα σωστά. Γιατί αυτό που είναι καλό για εκείνη, αυτό που την κάνει να είναι ευτυχισμένη, αυτό πρέπει να κάνει. Αυτό είναι που φέρνει την νέα ανθρωπότητα μπροστά.
   Ο πόνος τώρα έσβηνε, μα ολάκερο το κορμί του το 'νιωθε σαν παράλυτο. Δεν ήθελε να παλέψει για να ελευθερωθεί. Η θέληση της να του επιβληθεί ήταν απίστευτη! Δεν χρειαζόταν όμως καν προσπαθήσει. Ο υπηρέτης έβλεπε το τακούνι της σαν ένα μέρος της προσευχής. Το λουλούδι-προσευχή έμπαινε μέσα του και μαζί μ’ αυτό έμπαινε και η θεά. Την ώρα που ένιωθε μέσα του τη θεά του, ο πόνος γλιστρούσε από πάνω του όπως γλιστράει το νερό όταν κάνει κανείς μπάνιο και τον εγκατέλειπε. Αυτό όμως δεν ίσχυε και για τον πόνο που ένιωθε από το αίσθημα της ταπείνωσης. Και αυτό δεν μπορούσε να το συγχωρέσει στον εαυτό του. Ήξερε πως η θεά του ευχαριστιόταν να τον βλέπει να ταπεινώνεται και η απέχθεια που ένιωθε για την ταπείνωση, μόνο ως αγνωμοσύνη και αχαριστία θα μπορούσε να εκληφθεί και αυτό τον έκανε και ντρεπόταν.
   Ήξερε πως η κυρία του είχε δώσει ζωή από την πρώτη στιγμή και τον είχε κάνει αυτό που ήταν, και το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσε ήταν απόλυτη υποταγή στις επιθυμίες της. Θα έκανε οτιδήποτε την ευχαριστούσε. Οτιδήποτε. Και τίποτα δεν την ευχαριστούσε περισσότερο από το να τον δει να δεσμεύεται την αιώνια αγάπη του και την τυφλή αφοσίωση στο πρόσωπό της.
   Δεν είχε το δικαίωμα να απεχθάνεται οτιδήποτε ευχαριστούσε την θεά του. Η θεά του έβλεπε τους σκλάβους όλους σαν πλάσματα και δεν πίστευε πως τα πλάσματά της είχαν δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Κανένα από τα πλάσματά της δεν είχε έστω το ελάχιστο δικαίωμα στο οτιδήποτε. Όλα τους είχαν να φέρουν σε πέρας μια αποστολή, την πραγμάτωση του ονείρου της για την δημιουργία του νέου κόσμου, και κατ’ αυτήν την έννοια το καθένα τους έπρεπε να εκτελεί τα καθήκοντά του απολαμβάνοντας απλώς τα προνόμια που του παρείχε η δημιουργός του. Όχι όμως δικαιώματα. Όχι, δε γίνεται να ελευθερωθεί. Δεν ήθελε άλλωστε. Η θεά έφτιαξε τέτοια δεσμά που κανένας δε μπορεί όχι να σπάσει, ούτε καν να τα χαλαρώσει. Μπορούσε κανείς να διακρίνει ακόμα και τη σκουριά που απλώνεται λίγο-λίγο στο δέρμα του.
   Μόλο που ο υπηρέτης είχε καταφέρει να κρύψει αυτή του την αποστροφή, η θεά του μάλλον κάτι θα είχε ψυλλιαστεί γιατί ήταν τρελή από θυμό την ώρα που του έκανε έρωτα. Τον είχε χτυπήσει αρκετές φορές, τον είχε βρίσει, και σε γενικές γραμμές ήταν πολύ βίαιη μαζί του. Την ρώτησε αν την είχε απογοητεύσει και εκείνη απάντησε πως ήταν πολύ ευχαριστημένη μαζί του.
   Και βέβαια ήταν ευχαριστημένη μαζί του. Πώς να μην ήταν άλλωστε. Είχε εμφυσήσει με τον επαναπρογραμματισμό του υπηρέτη την ασίγαστη δίψα της για εξουσία, τον έκανε να γνωρίζει τη μοναδικότητα της ευφυΐας της. Ο ψυχρός υλισμός και η ανελέητη πρακτικότητά της είχαν περάσει και σε κείνον. Για τον υπηρέτη η Ανδριάνα έστεκε στο κατώφλι της αθανασίας. Ήταν άφθαρτη και άτρωτη και σε λίγες μέρες αυτό θα πίστευαν και όλοι οι υπηρέτες. Έτσι δεν θα υπήρχε λόγος να σκέφτονται να της κάνουν κακό. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχή. Ο αφανισμός της παλαιάς ράτσας ήταν πολύ κοντά. Σύντομα όλα τα μέλη της Νέας Ράτσας θα μαζεύονταν στη γραμμή στους δρόμους, όπως επί αιώνες έκαναν οι κοινοί θνητοί για να γευτούν λίγη από τη δόξα και λίγο από το μεγαλείο των γαλαζοαίματων, ή για να τιμήσουν πολιτικούς ηγέτες των οποίων τη δόξα και τα κατορθώματα, ούτε στον ύπνο τους δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν.
   Όλα είχαν δουλέψει σωστά. Το καταλάβαινε από το βλέμμα του υπηρέτη που την κοιτούσε μισολιπόθυμος, εκμηδενισμένος από το πόδι της, κατατροπωμένος από τη δική του άγνοια κι ασημαντότητα, καθυποταγμένος από το δικό της θεϊκό μεγαλείο. Λίγες ώρες πριν στον κήπο, είχε δει στα μάτια του το θαυμασμό για τη δημιουργό του. Ήταν έτοιμος να αφιερωθεί με μεγαλύτερη –αν ήταν δυνατόν- αφοσίωση στο έργο της. Δεν τον ένοιαζε το καθημερινό βάσανο. Μισούσε όλα τα πλάσματα της παλιάς ράτσας εν γένει, ότι τίποτα δε σεβόταν πέρα από τη θεά του, ότι όλες οι θρησκείες είναι γεννήματα του φόβου. Εκείνη τον έμαθε πώς να δέχεται την αφέντρα του σαν θεά.
   Έκανε να σηκωθεί αλλά ήταν αδύνατον. Τότε συνειδητοποίησε ένα μαλακό χέρι πάνω στο πρόσωπό του να τον πιέζει προς τα κάτω.
   «Είσαι ακόμα αδύναμος» είπε η φωνή της κυρίας του. «Ο επαναπρογραμματισμός σου σε αποδυνάμωσε. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα. Θα μείνεις εδώ ώσπου να δυναμώσεις».
   Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα έμενε ξαπλωμένος και δεν θα βοηθούσε την κυρία του. Έκανε να σηκωθεί, αλλά ένιωσε ένα βάρος καθισμένο πάνω του. Ήταν η κυρία του που καθόταν πάνω στο στήθος του.
   «Μην τολμήσεις να σηκωθείς» είπε και σηκώθηκε από πάνω του.
   Μόλις το βάρος της έφυγε από το στήθος του, άρχισε ν' ανασαίνει πιο ελεύθερα κι άνοιξε τα μάτια του. Η θεά, στεκόταν από πάνω του επιβλητική, κοιτάζοντας το δωμάτιο σαν να ονειροπολούσε. Τα μεγάλα μάτια της ήταν ήρεμα και καθαρά. Έδειχνε σαν να 'χε ικανοποιηθεί από το πάθος. Έπιασε τη ματιά του και σκύβοντας τον χτύπησε στα μάτια με ένα μαντίλι που κρατούσε. Του φάνηκε σαν να χάραζε πέρα ως πέρα μια γραμμή με την κόψη ενός μαχαιριού, και για κάνα δυο στιγμές ένιωσε να χάνει το φως του.
   «Πως τολμάς και με κοιτάς;»
   «Συγνώμη κυρία»
   «Εδώ σου έχω το μπολ με το φαγητό σου και ένα μπολ με νερό» του είπε και έσπρωξε το μπολ με το φαγητό προς το μέρος του με το πόδι της. «Δεν μπορείς να σηκωθείς γι’ αυτό θα σε ταΐσω εγώ».
   Έβαλε το παπούτσι της μέσα στο μπολ και πάτησε στο φαγητό που ήταν κάτι σαν πηχτός πουρές.
   «Άνοιξε το στόμα σου» του είπε και πήγε από πάνω του το πόδι της.
   Ο υπηρέτης έφαγε από το παπούτσι της όλο το μπολ με τον πουρέ. Όταν καθάρισε και τον τελευταίο κόκκο φαγητού, η Ανδριάνα μάζεψε το μπολ και έφυγε χωρίς να του πει κουβέντα.










21
Μαγική νύχτα... Το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο, καθάριο ασήμι, ένιωθες πως θα ξεχειλίσει και θα παρασύρει με το φως του τον κόσμο ολάκερο. Νυχτοπούλια τραγουδούσαν στα δέντρα, νυχτολούλουδα σκόρπιζαν την μυρωδιά τους. Μόνο εκείνη δεν είχε ησυχία ούτε στην ψυχή της, ούτε στο σώμα της κι η καρδιά της χτυπούσε σαν σφυρί στο στήθος της κι αντηχούσε στην ησυχία. Ήταν πολύ εκνευρισμένη με τον εαυτό της. Κάτι δεν είχε πάει καλά με την διαδικασία επαναπρογραμματισμού.
   Ο υπηρέτης είναι ακόμα ξαπλωμένος στο χαλάκι του και δεν μπορεί να κουνηθεί. Έχουν περάσει λίγες μέρες και ακόμα η κατάστασή του είναι κάτι καλύτερο από κρίσιμη. Τον έχει αναλάβει προσωπικά. Δεν αφήνει να τον πλησιάσει άλλος υπηρέτης. Είναι ξαπλωμένος ανάσκελα με το ένα μάτι πρησμένο ακόμα από τη νύχτα του πάθους της πριν εκείνος καταρρεύσει. Άνοιξε ένα πακέτο με μάσκα Αλόης και την απλώνει στα μάτια του. Με τα κοψίματα που του έκανε το μαστίγιό της δεν θα ασχοληθεί καθόλου. Δεν την ενδιαφέρει.
   «Δεν είμαι άρρωστος» μουρμουρίζει ο υπηρέτης, «άσε με να σε υπηρετήσω».
   «Κάνεις λάθος» απάντησε η Ανδριάνα. «Ψήνεσαι στον πυρετό».
   Δεν τρέχει αίμα από τους πόρους του, ούτε από τις χαρακιές που άφησε στο σώμα του το μαστίγιο. Όμως κάποιος ιός έχει μπει και έχει μολύνει το σώμα του από το κομπιούτερ που έκανε τον προγραμματισμό.
   Το σώμα του υπηρέτη είναι άγριο και ξερό. Γύρω από το λαιμό του υπάρχουν τα σημάδια από το περιλαίμιο.
   «Θα σου δώσω λίγο ρόφημα χαμομηλιού» είπε και άδειασε λίγο μέσα στη γόβα της.
   Το παπούτσι ήταν σαν άγιο δισκοπότηρο, και το ρόφημα σαν κοινωνία. Ο υπηρέτης προσπάθησε να καταπιεί κουνώντας το λαρύγγι του σαν πουλί. ευτυχώς δεν κάνει πια εμετό.
   Η Ανδριάνα δεν ήξερε αν ο υπηρέτης θα γίνει καλά και η όλη υπόθεση είχε αρχίσει να δοκιμάζει τα νεύρα της. Είχε κι άλλα πράγματα να κάνει στη ζωή της. Σκέφτηκε να τον δηλητηριάσει να τον στείλει. Με τέτοια αδυναμία δεν ήθελε και πολύ. δεν την ενδιέφερε να τελειώσει το μαρτύριό του αλλά το δικό της. Μια ώρα αρχύτερα. Ίσως αυτό να ήταν το σωστό. Μια ευλογία.
   Όμως όχι. Τον υπηρέτη αυτόν τον έβλεπε σαν δώρο στον εαυτό της. Σαν δώρο θεόσταλτο. Πείσμωσε. Έπρεπε να τον κάνει καλά. Με κάθε τρόπο. Και όταν θα γινόταν καλά θα ξεσπούσε όλη την οργή της πάνω του. Την οργή που ένιωθε επειδή την έκανε να περνάει αυτήν την ταλαιπωρία. Γιατί άραγε δεχόταν να το περνάει αυτό;
   Ο υπηρέτης αναστέναξε, βόγγηξε και τινάχτηκε. Έβλεπε εφιάλτη.

Νύχτωσε. Αλλά και μέρα που ήταν, φως δεν περνούσε στο δωμάτιο του υπηρέτη. Η Ανδριάνα αποφάσισε να μην ανάψει φως, μα ένα κερί. Κάθετε δίπλα του και ακούει την ανάσα του. Εισπνοή, εκπνοή. Παύση. Εισπνοή. Εκπνοή. Με κόπο. Πιάνει συχνά στη διάρκεια της νύχτας το μέτωπό του. Έπεσε ο πυρετός; Ίσως ναι. Δεν μπορούσε να πει και με σιγουριά. Τον σφυγμομετρεί: αδυναμία κι ταχυπαλμία. Η Ανδριάνα λαγοκοιμάται δίπλα του.

Το πρωί ο πυρετός του υπηρέτη έχει πέσει και ο σφυγμός του είναι δυνατότερος. Κρατάει μόνος του το παπούτσι της στο οποίο μέσα του βάζει νερό να πιει, στα τρεμάμενα χέρια του.
   Η Ανδριάνα τον έσυρε να κοιμηθεί σε ένα καθαρό χαλάκι και μάζεψε το βρώμικο από κάτω. Φώναξε ένα σκλάβο στην κρεβατοκάμαρά της και τον διέταξε να το πλύνει.

Ο υπηρέτης ξυπνάει, πλένεται μόνος του, τρώει λίγο από το μπολ στο πάτωμα και πίνει λίγο νερό από ένα άλλο μπολ. Τα προνόμια τελειώνουν όσο δείχνει να καλυτερεύει. Οι χθεσινές φονικές της σκέψεις χάθηκαν δια παντός. Δεν θέλει πια με τίποτα να πετάξει τον υπηρέτη στη χωματερή. Θα τον τιμωρήσει βάναυσα για την ταλαιπωρία που της προκάλεσε. Κι όταν τελειώσει μαζί του, ο υπηρέτης θα εύχεται να είχε πεθάνει μόνος του μέσα στην αρρώστια του.   

Πέρασαν αρκετές εβδομάδες. Ο πυρετός του υπηρέτη έπεσε εντελώς. Άρχισε να τον βάζει να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες από το δωμάτιο στην κρεβατοκάμαρα. Χρειαζόταν γυμναστική. Πήρε και λίγο βάρος. 
   Ο υπηρέτης ένιωσε ξανά δυνατός και από τότε όλες αυτές τις εβδομάδες δεν εξαντλήθηκε ξανά όσο κι αν τον βασάνισε η κυρία του. Προφανώς ήταν κάτι που δεν είχε προβλέψει πως θα συνέβαινε. Βεβαιώθηκε γι’ αυτό όταν επαναπρογραμμάτισε και τους υπόλοιπους σκλάβους και όλοι παρουσίασαν το ίδιο σύμπτωμα, εκτός από τον τελευταίο που μετά τη διαδικασία τον άφησε να ξεκουραστεί μια μέρα. Έπρεπε λοιπόν να τους αφήνει μια μέρα μετά από τη διαδικασία αλλαγής τους, κι αυτό θα το ακολουθούσε στο εξής.