Μέρος δεύτερο
22
«Ζήτησες να με δεις αφέντρα;», ρώτησε ο Μανόλης.
«Πλησίασε» είπε η Άννα.
Ο υπηρέτης πλησίασε στην άκρη του κρεβατιού που καθόταν η Άννα και γονάτισε μπροστά της.
«Τι ήσουν πριν σε μετατρέψει η Ανδριάνα μέσω του σχολείου σ’ αυτό που είσαι; Ποιος ήσουν; Που ζούσες; Δεν ξέρω τίποτα για σένα».
Ο υπηρέτης έσκυψε το κεφάλι.
«Τόσο καιρό που κάνουμε έρωτα δεν έχω μάθει τίποτα για σένα.
«Συγχώρεσέ με αφέντρα».
«Θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις εναντίον μου αυτή την αδυναμία που δείχνω προς το άτομό σου».
«Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό αφέντρα» είπε και έκανε να αρπάξει στα χέρια του το γυμνό πέλμα της Άννας για να το φιλήσει. Η Άννα τον κλώτσησε απαλά.
«Ωστόσο δείχνεις σπουδαία πίστη σε μένα» του είπε. «Δεν ξέρω από πού κρατάει η σκούφια σου αλλά δεν με ενδιαφέρει. Για μένα πληροίς τις προϋποθέσεις να γίνεις πατέρας του παιδιού μου».
Ο υπηρέτης άρπαξε το πόδι της Άννας και το γέμισε φιλιά χωρίς εκείνη να μπορέσει να το τραβήξει.
«Αφέντρα, τιμή μου» έλεγε μες τα αναφιλητά του. «Θα προσπαθήσω να σε ικανοποιήσω με όποιο τρόπο μπορώ».
«Δεν αμφιβάλλω» είπε η Άννα και του τράβηξε το κεφάλι από τα μαλλιά, μακριά από το πόδι της. «Ξεκίνα την προσπάθεια…».
Ο υπηρέτης έσκυψε να φιλήσει το πόδι της πριν σηκωθεί για να πάει στο κρεβάτι της, αλλά εκείνη για μια ακόμη φορά τον απέτρεψε από το να το κάνει.
«Δεν είναι αναγκαίο αυτό. Απλά βγάλε τα ρούχα σου. Έλα και μη φοβάσαι τίποτα».
«Δεν φοβάμαι. Λαχταρώ μόνο να βρεθώ στην αγκαλιά σου!»
23
«Έλπιζε η μητέρα μου ν' αποκτήσουν κόρη. Ήρθε γιος. Περίλυπη επειδή έφερε στον κόσμο αγόρι, η νεαρή μητέρα μου Ιωάννα δεν δείχνει καμιά συγκίνηση πάνω από την κούνια μου» είπε ο Μανόλης ξεκινώντας την ιστορία του. «Όνομα δεν μου έδωσε ποτέ. Όλοι με φώναζαν «αγόρι», ή «Εϊ! Εσύ».
Η Άννα ήταν βυθισμένη στην πολυθρόνα της και τον άκουγε με προσοχή. Το σεξ μαζί του την είχε εξουθενώσει. Όσο έλεγε την ιστορία του, της έκανε μασάζ στα πόδια. Η Άννα μασούσε ένα κομμάτι καπνό. Καμία γυναίκα δεν επιτρεπόταν να το κάνει αυτό. Κάτι τέτοιο έκαναν μόνο οι σκλάβοι. Τώρα όμως ήταν στο σπίτι της και κανείς δεν την έβλεπε. Ή μήπως έκανε λάθος.
Λίγες εβδομάδες πριν η Ανδριάνα την είχε εξευτελίσει. Της είχε δείξει φωτογραφίες από πολύ προσωπικές στιγμές της. Πως διάολο τα είχε καταφέρει;
Έπρεπε να σκοτώσει τον Μανόλη που υποτίθετο την είχε μαγαρίσει, μα εκείνη δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Τον αγαπούσε. Αν το ήξερε αυτό η Ανδριάνα ήταν τελειωμένη. Έτσι κι αλλιώς ήταν τελειωμένη, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο την είχε ανάγκη. Δεν θα δοκίμαζε τα όρια της Ανδριάνας. Θα προσπαθούσε να είναι περισσότερο προσεχτική.
Η Άννα γύρισε στο πλάι και έφτυσε ένα σιντριβάνι από κόκκινο καπνό, που έπεσε στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Ο Μανόλης άφησε το πόδι της και έσκυψε να το γλείψει. Η Άννα τον τράβηξε μακριά.
«Μπορείς να χρησιμοποιήσεις χαρτί για να το καθαρίσεις» είπε η Άννα και τον χάιδεψε στο μάγουλο.
Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του.
«Σου αρέσει το όνομα που σου έδωσα εγώ;» τον ρώτησε.
Ο Μανόλης έγνεψε καταφατικά.
Ήταν αδύνατον να μην ακουστεί ο θόρυβος έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η Άννα παραμέρισε το Μανόλη και σηκώθηκε όρθια. Έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα. Ένας σκλάβος στεκόταν από πίσω, με το βλέμμα χαμηλωμένο σαν παιδί που το έπιασαν να χώνει το δάχτυλο στο βάζο με τη μαρμελάδα. Ο σκλάβος επέτρεψε το βλέμμα του να σηκωθεί αργά αυθάδικα στο πρόσωπο της Άννας. Το σουλούπι του ήταν γελοίο. Το τεράστιο ύψος του σε συνδυασμό με το λιπόσαρκο σώμα του, δημιουργούσε ένα αστείο παρουσιαστικό, που γινόταν ακόμα πιο αστείο με τα μαύρα ρούχα που φορούσε. Έμοιαζε με κοκαλιάρη έφηβο που τον είχαν αναγκάσει να φορέσει τα καλά του για να παρακολουθήσει την κηδεία κάποιου συγγενούς. Το κολάρο σκύλου που φορούσε στο λαιμό του, του χάριζε σχεδόν κωμικές διαστάσεις, με τη βοήθεια της μύτης και των μάγουλων που είχαν βαφτεί μοβ από το κρύο που επικρατούσε στη βίλλα.
Ο σκλάβος είχε τολμήσει και την είχε κοιτάξει. Έπρεπε με το που άνοιξε η πόρτα να πέσει στα τέσσερα με το κεφάλι, όχι απλά να αγγίζει, αλλά να προσπαθεί να σκάψει το πάτωμα μπροστά στα πόδια της. Ήταν η ιεροτελεστία. Η ιεροτελεστία ήταν κάτι σημαντικό για την Άννα. Ήταν κάτι που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις ζωτικές προτεραιότητες της ζωής της, δίπλα στο φαγητό και στην αναπνοή. Κάθε τι στη ζωή της Άννας γινόταν με τη μορφή ιεροτελεστίας.
Η Άννα έριξε μια ματιά στον άνθρωπο που μερικά χρόνια πριν γίνει δεύτερη αφέντρα στην ιεραρχία μετά την Ανδριάνα, της είχε κάνει πρόταση γάμου. Η ανάμνηση εκείνων των χρόνων δεν μπορούσε παρά να την κάνει να χαμογελάσει. Δεν μπορούσε να μην θυμηθεί πως αυτός ο τρόπος ζωής που είχε εξαφανιστεί, κατάφερε να βγει πάλι στην επιφάνεια, όταν η εικοσιτριάχρονη τότε Άννα, είχε ακούσει για πρώτη φορά την υπέροχη φωνή της Ανδριάνας. Τότε ήταν που μολονότι η ιεροτελεστία είχε βγει και πάλι στην επιφάνεια αποδεικνύοντας πως κατάφερε και είχε επιβιώσει, άλλα πράγματα είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται, όταν αποφάσισε να ακολουθήσει με την Ανδριάνα τη ζωή της αφέντρας. Πράγματα κυρίως κακά. Πράγματα που ευχαρίστως θα τα έδιωχνε από πάνω της όπως την πιτυρίδα. Πράγματα όπως ο σκλάβος που αυτή τη στιγμή είχε μπροστά της.
Την είχε γλιτώσει παρά τρίχα, και η Άννα ανατρίχιαζε όταν σκεφτόταν πόσο φτηνά.
Στ’ αλήθεια εκείνη ήταν που πίστευε πως ένα μπάρμπεκιου στον ιστιοπλοϊκό όμιλο του Θωμά –έτσι ήταν κάποτε το όνομά του- ήταν το αποκορύφωμα της κοσμοπολίτικης ζωής; Μάλιστα εκείνη. Κυριολεκτικά παρά τρίχα. Θυμήθηκε τους γονείς της εκείνο το βράδυ θυμήθηκε τις εκφράσεις των προσώπων τους όταν τους είχε απογοητεύσει όλους. Αλλά ήταν εκείνο το βράδυ που είχε σπάσει τα δεσμά της.
Εκείνη έφταιγε. Δεν έπρεπε να είχε επιτρέψει στο Θωμά να την εξουσιάζει λες και την είχε αγοράσει. Αλλά τα πράγματα που ξέρεις σαν αφέντρα, διαφέρουν απ’ αυτά που ξέρεις σαν κοριτσάκι. Τώρα το ήξερε καλά. Τότε βέβαια νόμιζε πως την αγαπούσε και πως της έλεγε πράγματα για το καλό της. Θεέ μου, έλεγε ψέματα στον εαυτό της όλα αυτά τα χρόνια. Έλεγε ψέματα όταν έλεγε πως προτιμούσε μια βαρετή ασπρόμαυρη ταινία όποτε την έσερνε στους κινηματογράφους ο Θωμάς, από ένα σερφάρισμα στο internet και παρακολούθηση βίντεο από διάφορα sites. Έλεγε ψέματα όταν ισχυριζόταν πως ο Θωμάς είχε δίκιο που της έλεγε πως οι συμφοιτητές της ήταν μικροί κι ανόητοι και δεν τους άντεχε, ενώ οι δικοί του φίλοι με τα ιστιοφόρα τους, ήταν πιο ενδιαφέροντες.
Αυτά και ένα σωρό άλλα. Μια σειρά από ψέματα και αυταπάτες που την είχαν αφήσει αποπροσανατολισμένη και συγχυσμένη να αναρωτιέται που στην οργή είχε κρυφτεί η Άννα. Η σύγχυσή της την είχε κάνει να προσποιείτε πως είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση και να καυχιέται στους φίλους της πως έχει ωριμάσει και πως είναι σίγουρη για τη ζωή της. Τώρα που ο τρόπος ζωής της είχε αλλάξει μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, μπορούσε να έχει ό,τι λαχταρούσε η ψυχή της. Δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχουν κάποιοι λόγοι για κάποια απαίτηση που μπορεί να είχε. Τότε όμως όλα έπρεπε να συμφωνούν με τις απόψεις του Θωμά. Το φταίξιμο δεν ήταν δικό του, της είχε πει η Ανδριάνα, αλλά δικό της. Πίστευε πως δεν ήταν όμορφη, και κανείς δεν την έκανε να αλλάξει γνώμη. Εκείνος έλεγε πως την αγαπούσε γιατί ήταν αστεία, έξυπνη, και γεμάτη ζωή, αλλά στις ιδιωτικές τους στιγμές, την άφηνε να καταλαβαίνει, με υπονοούμενα, πως ένας από τους δυο τους μπορούσε να αποκτήσει οποιονδήποτε ερωτικό σύντροφο, ενώ ο άλλος θα έπρεπε να ευχαριστεί την τύχη του.
Αλλά η Άννα τον είχε αγαπήσει. Τον Θωμά που ήθελε να θεωρείτε ειδικός σε θέματα όπως η πολιτισμένη διαβίωση, αλλά που στην πραγματικότητα ήξερε μόνο από καλοπέραση. Κι εκείνη παραλίγο να το παντρευτεί. Προειδοποιητικοί συναγερμοί ηχούσαν πολύ πριν γνωρίσει την Ανδριάνα, αλλά η Άννα δεν τους είχε ακούσει. Το σεξ με τον Θωμά, είχε αρχίσει να γίνεται μια πολύ σπάνια και αμήχανη εμπειρία, ώστε η Άννα δυσφορούσε, ακόμα κι όταν ο Θωμάς έδειχνε ερωτική διάθεση. Ο Θωμάς φερόταν σαν να επρόκειτο για καταναγκαστικό έργο και κάθε αδέξια απόπειρα έμοιαζε με κύμα που τους ξέβραζε σε κάποια άγνωστη ακτή, αφήνοντας κάθε φορά τον έναν, πιο μακριά από τον άλλο. Στο κάτω κάτω το φταίξιμο ήταν δικό της. Ο Θωμάς της το έλεγε πολύ συχνά.
«Ποτέ δεν παίρνεις την πρωτοβουλία να κάνουμε έρωτα».
Η Άννα μισούσε την έκφραση κάνω έρωτα. Ακουγόταν σαν φράση από μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Αφαιρούσε όλη τη λαχτάρα, όλη τη λαγνεία, όλο το κέφι για σεξ.
Αλλά για κάποιο λόγο, η Άννα δεν ήθελε να ξεκινήσει. Ήθελε να την ποθεί περισσότερο, να την αρπάζει σαν κάποιος υδραυλικός σε μια πορνοταινία και να την κάνει να τον λαχταρά ακόμα περισσότερο. Όπως λίγη ώρα πριν ο Μανόλης. Αυτό όμως δεν συνέβαινε ποτέ, γιατί ο Θωμάς μπορούσε να αποκτήσει όποια γυναίκα ήθελε, ενώ εκείνη ήταν απλώς τυχερή.
Κι όλο αυτό το διάστημα οι γονείς της τον υποδέχονταν σαν να ήταν ο γιός που δεν είχανε αποχτήσει ποτέ, χωρίς να προσέξουν ότι το τυχερό μοναχοπαίδι τους γινόταν όλο και πιο ανασφαλές, όλο και πιο δυστυχισμένο, όλο και πιο αγχωτικό.
Και μετά γνώρισε την Ανδριάνα. Την πρώτη φορά που της μίλησε η Ανδριάνα για το αιώνιο θηλυκό, νόμιζε πως η πύλη ενός φράγματος είχε ανοίξει κάπου μέσα της. Μια επιθυμία για εξουσία τόσο έντονη και υπέροχη, πλημμύρισε τις αισθήσεις της, ώστε ένιωσε να μεθά. Ήταν σαν να είχε ξεχάσει να γελά, και κάποιος της θύμιζε πάλι πώς να το κάνει. Και μαζί μ’ αυτή την επιθυμία για εξουσία, αισθάνθηκε να ξυπνά μέσα της ένας σεξουαλικός πόθος που την έκανε να ζαλιστεί.
Ο Θωμάς της είχε προτείνει να πάνε σε ένα φιλανθρωπικό χορό, αλλά εκείνη είχε προτιμήσει να επισκεφτεί τους γονείς της που είχε καιρό να τους δει. Και πήγε στην Αθήνα όπου γνώρισε την Ανδριάνα. Τη γνώρισε σε ένα καφέ όπου την κέρασε καφέ –ένας θεός ξέρει μόνο γιατί δέχτηκε- της μίλησε αι η Άννα της ανοίχτηκε και της είπε τα πάντα για το Θωμά. Η Ανδριάνα την έπεισε να την ακολουθήσει σε μια συγκέντρωση. Τα έχασε όταν είδε όλους –άντρες και γυναίκες- να πέφτουν στα γόνατα και να προσκυνούν στο πέρασμα της Ανδριάνας σαν να ήταν ο θεός, και περπατούσε σχεδόν στις μύτες των ποδιών της καθώς εκείνη την τραβούσε ανάμεσα σε πλήθος που αποτελούνταν από τουλάχιστον εκατό άτομα που πάσχιζαν να πλησιάσουν είτε μπουσουλώντας, είτε έρποντας την Ανδριάνα που την έφτασε και την κάθισε σε ένα κόκκινο θρόνο από δέρμα. Με μια κοφτή κίνηση του χεριού της έκανε το πλήθος να σωπάσει και μίλησε εκείνη.
«Θα ήθελα να σας γνωρίσω ένα πραγματικά ξεχωριστό άτομο».
Το πλήθος άρχισε να μουρμουρίζει χαμηλόφωνα και μερικά κεφάλια ξεμύτισαν με πολύ προσοχή να την κοιτάξουν.
«Μην φοβάστε, σηκώστε τα κεφάλια σας και κοιτάξτε την. Σας το επιτρέπω».
Η Άννα είχε κοκκινίσει μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Τι στην ευχή έκανε αυτή η γυναίκα; Ποια νόμιζε ότι ήταν;
«Ξέρω πως δεν έχουμε πολύ καιρό να την γνωρίσετε καλύτερα, επειδή η αναχώρησή μας για την έπαυλή μου έχει ήδη καθυστερήσει μερικές ώρες, αλλά σας λέω αυτό: θα τιμάτε αυτήν την γυναίκα και θα της απευθύνεστε όπως θα κάνατε σε μένα. Θα έρθει μαζί μας στην έπαυλη και θα της απονεμηθεί με κάθε τιμή το δεύτερο αξίωμα της Νέας Ράτσας. Και τώρα τσακιστείτε και μπείτε σε μια γραμμή και ένας-ένας περάστε να φιλήσετε τα πόδια της και να την προσκυνήσετε».
Η Άννα δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά της. Ύστερα από την παρουσίασή της στο κοινό από την Ανδριάνα, κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Θωμά. Ήξερε την Ανδριάνα για λιγότερο από 24 ώρες και η λαχτάρα της να την ακολουθήσει ήταν ακόρεστη.
Πέρασε δύο υπέροχες μέρες στην έπαυλη. Γεμάτες κουβέντα και περιπάτους. Κουβέντιαζαν τόσο πολύ, που η Άννα νόμιζε πως την ήξερε από τα γεννοφάσκια της. Η Ανδριάνα της εξήγησε τα πάντα. Θα αναλάμβανε το πόστο της περιφερειακού εισαγγελέα.
Δεν είπε τίποτα στους γονείς της. Ο πατέρας της δεν την ρώτησε ποτέ άλλωστε που χάθηκε εκείνες τις δύο ημέρες. Στο τρένο της επιστροφής σκεφτόταν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, να βρει ένα τρόπο να ανακοινώσει την απόφασή της στον Θωμά χωρίς να τον πληγώσει. Τον αγαπούσε ακόμα, αλλά με ένα νοσταλγικό τρόπο. Και στο τέλος βρήκε τον τρόπο. Δεν θα του πρόσφερε μια επιλογή. Θα του έδινε την τιμή να την υπηρετήσει.
Ο Θωμάς τηλεφώνησε λίγο μετά την άφιξή της και της ανήγγειλε πως έκλεισε τραπέζι σε ένα ακριβό εστιατόριο. Όταν ώρες αργότερα χτύπησε το κουδούνι στην εξώπορτά της, ο Θωμάς την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει σε ένα μορφασμό αηδίας, που όμως ο Θωμάς δεν μπόρεσε να δει. Του πρότεινε να περάσει πρώτα στο σπίτι να πιουν ένα ποτό και αφού τον νάρκωσε με το ποτό αυτό τον έδεσε σφιχτά σε μια πολυθρόνα και τηλεφώνησε στην Ανδριάνα να της ανακοινώσει την απόφασή της.
Η Ανδριάνα έφτασε 7 ώρες μετά και είδε τον Θωμά στην καρέκλα να μουγκρίζει και να προσπαθεί να λυθεί.
«Δεν τον νάρκωσες ξανά μόλις συνήλθε;»
«Γιατί θα έπρεπε; Άλλωστε έπρεπε να του εξηγήσω τα πάντα για την καινούρια του ζωή».
«Δεν χρειαζόταν να του πεις τίποτα. Τα πάντα θα περάσουν μέσω αυτών των καλωδίων από το laptop μου. Όταν πια θα συνέλθει θα είναι ένα υπάκουο σκυλάκι που θα ικετεύει όχι μόνο για να καθαρίσει τη σκόνη από τη σόλα του παπουτσιού σου, αλλά και για να του επιτρέψεις να την καταπιεί».
Ο Θωμάς τόλμησε να σηκώσει για λίγο το κεφάλι του, όταν ο Μανόλης ήρθε στην πόρτα. Μόλις η Άννα είδε το ξεδιάντροπο σήκωμα του κεφαλιού μπροστά της επανήλθε αμέσως στην πραγματικότητα από τις σκέψεις του παρελθόντος.
Ο Θωμάς φάνηκε απελπισμένος, και ελαφρώς εκνευρισμένος.
«Τολμάς και στέκεσαι έξω από την κρεβατοκάμαρά μου και κρυφακούς;»
Ο Θωμάς πισωπάτησε και κόλλησε την πλάτη του στον απέναντι τοίχο του διαδρόμου. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά του.
«Μπας και παίζεις και το πουλί σου πίσω από την πόρτα;» ούρλιαξε η Άννα.
«Όχι αφέντρα! Δεν θα τολμούσα χωρίς άδεια από εσάς!»
«Μαλακισμένε κρετίνε!» ούρλιαξε τώρα η Άννα. «Ποιος νομίζεις πως είσαι και με παρακολουθείς; Ποιος σε πληρώνει; Μήπως η αφέντρα Ανδριάνα;»
Ο Θωμάς έπεσε στα γόνατα τα πόδια του δεν άντεξαν το βάρος του.
«Όχι αφέντρα! Κανείς δεν με πληρώνει. Προσπαθούσα να καταλάβω τι κάνετε εκεί μέσα. Δεν είδα κανέναν να μπαίνει και μετά σας άκουσα να μιλάτε με κάποιον. Ποιος είναι αυτός αφέντρα;» είπε και έδειξε κλαίγοντας τον Μανόλη.
«Από πότε η διασκέδασή μου έγινε δική σου ασχολία; Σου έχω πει μόνο τα παπούτσια μου θα καθαρίζεις για όλη σου τη ζωή και αν είσαι καλός και πιστός θα σε αφήνω να τα γλείφεις. Έχω αρχίσει να πιστεύω πως είμαι πολύ μαλακή μαζί σου».
«Όχι κυρία μην λέτε τέτοια λόγια. Είμαι κάτι παραπάνω από ευχαριστημένος που με δέχεστε μ’ αυτούς τους όρους. Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω πως κάποτε ήμασταν μαζί».
Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε ξαναπεί ο Θωμάς. Μήπως έπρεπε να πάει για επαναπρογραμματισμό;
«Θα πέθαινα για σας αφέντρα, και δεν μπορώ να δεχτώ πως σας αγκαλιάζει άλλος».
Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά.
«Πήγαινε να με περιμένεις μέσα εσύ» είπε η Άννα στον Μανόλη.
Αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του να δει που θα έφτανε.
«Σκλάβε, βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν. Απλά ηρέμησε» του είπε μαλακά.
«Συγχώρεσε με αφέντρα. Δεν έχω δικαίωμα να μιλάω έτσι. Ελπίζω να ευτυχίσετε μαζί».
«Σκλάβε σταμάτα! Τι είναι αυτά που σκέφτεσαι; Ξέρεις πως δεν μπορώ να είμαι με κανέναν».
«Και πάλι σας ζητώ να με συγχωρέσετε. Τον είδα μαζί σας και νόμιζα…»
«Νόμιζες;»
«Νόμιζα πως όλα αυτά τα χρόνια μαζί σας δεν σήμαιναν τίποτα για σας».
Τα πράγματα είχαν στραβώσει πάρα πολύ.
«Μπορώ να σε απαλλάξω απ’ αυτά σου τα καθήκοντα, σκλάβε. Δεν χρειάζεται να υπομένεις όλον αυτόν τον πόνο, τον πόλεμο που γίνεται μέσα σου, το φόβο που γεμίζει την άθλια ζωή σου. Στέκεις μπροστά μου, γυμνός, τρωτός και άδειος. Όλοι όσοι σε αγαπούσαν και νοιάζονταν για σένα, τώρα είτε δεν υπάρχουν, είτε σου έχουν γυρίσει την πλάτη. Ό,τι σου έχει απομείνει, είναι η ικανότητα και το ταλέντο να περιποιέσαι τα παπούτσια μου, κι αυτή την ικανότητα στην έχω δώσει εγώ με την εκπαίδευση στο σχολείο» του είπε με φωνή μελωδική που έσταζε ειρωνεία και φαρμάκι.
Ο σκλάβος ένιωσε την απόγνωση να κυλά σα φρικαλέο ποτάμι κάτω από τα πόδια του. Αναρίγησε και ένιωσε το φόβο από την αίσθηση της απώλειας να τον κατακλύζει. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και η ανάσα του έβγαινε κοφτή. Τα χέρια του έτρεμαν. Ο φόβος αυτός του προκαλούσε τέτοιο ψυχικό πόνο, που του θόλωνε το μυαλό. Η απόγνωση έμπηγε τα γαμψά νύχια της που έσταζαν δηλητήριο στα σωθικά του και τον έσκιζε. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι αλλά λέξεις δεν βγήκαν ποτέ από τα χείλη του.
Η Άννα μόλις είδε την όψη που είχε πάρει ο τρομοκρατημένος σκλάβος, άλλαξε τον τόνο της φωνής της: «Αν δεν σήμαιναν κάτι δεν θα σου επέτρεπα να περιποιείσαι τα παπούτσια μου. Αν δεν σήμαιναν κάτι θα σε είχα αφήσει και θα γινόσουν ένας απλός σκλάβος. Αυτή τη στιγμή είσαι κάτι παραπάνω από το τίποτα. Αν δεν ήσουν σκλάβος δικός μου θα ήσουν μια ψυχή χαμένη σε αχανές σύμπαν. Μια φωνή δίχως σώμα. Μια κραυγή που κανείς δεν μπορεί να την ακούσει. Η ίδια μου η ζωή δίνει νόημα στην αξιοθρήνητη ύπαρξή σου».
Ο σκλάβος έδειχνε να έχει συνέλθει κάπως
«Έχετε δίκιο αφέντρα! Πως μπόρεσα να αμφιβάλω;»
«Πήγαινε στο κελί σου τώρα και αύριο θα πάμε μια βόλτα στην αφέντρα Ανδριάνα. Θα σου τα εξηγήσει όλα εκείνη και έτσι δεν θα έχεις λόγο να ανησυχείς. Μπορείς να φιλήσεις το πόδι μου» του είπε και του άπλωσε το πόδι της.
Συνήθως δεν φερόταν έτσι στους σκλάβους της. Τέτοιου είδους ανταρσία σήκωνε μια πολύ παραδειγματική τιμωρία. Εδώ παιζόταν η θέση της σαν αφέντρα. Αν η Ανδριάνα παρακολουθούσε με κάμερες το σπίτι της θα το πλήρωνε αυτό πολύ άσχημα.
Αυτή η περίπτωση όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Ο σκλάβος της φιλούσε το πόδι και σήκωνε το κεφάλι του ρίχνοντας κλεφτές ματιές σαν παιδάκι που του λες να κάνει κάτι και σε κοιτάζει κρυφά περιμένοντας να πάρει από σένα επιβράβευση. Φιλούσε και κοιτούσε, φιλούσε και κοιτούσε, κοιτούσε. Κοιτούσε, με μάτια καρφωμένα πάνω της. Δεν ήταν ματιά σκλάβου αυτή. Ήταν ματιά παιδιού που περιμένει την επιβράβευση. Ήταν ματιά που την κοιτούσε αψήφιστα, λες και την πρόσταζε να του δώσει αυτή την επιβράβευση.
«Τι με κοιτάζεις έτσι; Είσαι τόσο κουφός όσο και ηλίθιος; Πήγαινε στο κελί σου είπα».
Ο σκλάβος δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Αυτό ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Κοιτάζοντας τα υγρά μάτια του Θωμά, η Άννα έβαλε ασυναίσθητα το χέρι της κάτω από τη μασχάλη του σκλάβου και τον βοήθησε να σηκωθεί όρθιος.
«Έλα τώρα, αρκετά. Η αφοσίωσή σου στο καθήκον είναι θαυμαστή. Μπορείς να αποσυρθείς στο κελί σου» του είπε.
Ο σκλάβος, πρώην Θωμάς, πήρε την επιβράβευση, της κούνησε καταφατικά το κεφάλι και αργά κουρασμένα, διέσχισε τον διάδρομο για να πάει στο κελί του. Η Άννα τον παρακολουθούσε να φεύγει σαν υπνωτισμένη, βλέποντας τη σκυφτή σιλουέτα του να σπρώχνει μια πόρτα λίγα μέτρα πιο κάτω και να χάνεται μέσα σ’ αυτή.
«Και τώρα συνέχισε την ιστορία σου» είπε στο Μανόλη, όταν έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω της και βολεύτηκε στην πολυθρόνα της. «Τώρα πια δεν είσαι μόνο ένας απλός σκλάβος μου, είσαι και ο πατέρας του παιδιού μου και πρέπει να μάθω τα πάντα για σένα»