Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Ατιτλο....  (Αναγνώστηκε 28068 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #30 στις: Ιανουαρίου 13, 2011, 10:32:32 πμ »
Μέρος δεύτερο
22
«Ζήτησες να με δεις αφέντρα;», ρώτησε ο Μανόλης.
   «Πλησίασε» είπε η Άννα.
   Ο υπηρέτης πλησίασε στην άκρη του κρεβατιού που καθόταν η Άννα και γονάτισε μπροστά της.
   «Τι ήσουν πριν σε μετατρέψει η Ανδριάνα μέσω του σχολείου σ’ αυτό που είσαι; Ποιος ήσουν; Που ζούσες; Δεν ξέρω τίποτα για σένα».
   Ο υπηρέτης έσκυψε το κεφάλι.
   «Τόσο καιρό που κάνουμε έρωτα δεν έχω μάθει τίποτα για σένα.
   «Συγχώρεσέ με αφέντρα».
   «Θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις εναντίον μου αυτή την αδυναμία που δείχνω προς το άτομό σου».
   «Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό αφέντρα» είπε και έκανε να αρπάξει στα χέρια του το γυμνό πέλμα της Άννας για να το φιλήσει. Η Άννα τον κλώτσησε απαλά.
   «Ωστόσο δείχνεις σπουδαία πίστη σε μένα» του είπε. «Δεν ξέρω από πού κρατάει η σκούφια σου αλλά δεν με ενδιαφέρει. Για μένα πληροίς τις προϋποθέσεις να γίνεις πατέρας του παιδιού μου».
   Ο υπηρέτης άρπαξε το πόδι της Άννας και το γέμισε φιλιά χωρίς εκείνη να μπορέσει να το τραβήξει.
   «Αφέντρα, τιμή μου» έλεγε μες τα αναφιλητά του. «Θα προσπαθήσω να σε ικανοποιήσω με όποιο τρόπο μπορώ».
   «Δεν αμφιβάλλω» είπε η Άννα και του τράβηξε το κεφάλι από τα μαλλιά, μακριά από το πόδι της. «Ξεκίνα την προσπάθεια…».
   Ο υπηρέτης έσκυψε να φιλήσει το πόδι της πριν σηκωθεί για να πάει στο κρεβάτι της, αλλά εκείνη για μια ακόμη φορά τον απέτρεψε από το να το κάνει.
   «Δεν είναι αναγκαίο αυτό. Απλά βγάλε τα ρούχα σου. Έλα και μη φοβάσαι τίποτα».
   «Δεν φοβάμαι. Λαχταρώ μόνο να βρεθώ στην αγκαλιά σου!»
   






23
«Έλπιζε η μητέρα μου ν' αποκτήσουν κόρη. Ήρθε γιος. Περίλυπη επειδή έφερε στον κόσμο αγόρι, η νεαρή μητέρα μου Ιωάννα δεν δείχνει καμιά συγκίνηση πάνω από την κούνια μου» είπε ο Μανόλης ξεκινώντας την ιστορία του. «Όνομα δεν μου έδωσε ποτέ. Όλοι με φώναζαν «αγόρι», ή «Εϊ! Εσύ».
   Η Άννα ήταν βυθισμένη στην πολυθρόνα της και τον άκουγε με προσοχή. Το σεξ μαζί του την είχε εξουθενώσει. Όσο έλεγε την ιστορία του, της έκανε μασάζ στα πόδια. Η Άννα μασούσε ένα κομμάτι καπνό. Καμία γυναίκα δεν επιτρεπόταν να το κάνει αυτό. Κάτι τέτοιο έκαναν μόνο οι σκλάβοι. Τώρα όμως ήταν στο σπίτι της και κανείς δεν την έβλεπε. Ή μήπως έκανε λάθος.
   Λίγες εβδομάδες πριν η Ανδριάνα την είχε εξευτελίσει. Της είχε δείξει φωτογραφίες από πολύ προσωπικές στιγμές της. Πως διάολο τα είχε καταφέρει;
   Έπρεπε να σκοτώσει τον Μανόλη που υποτίθετο την είχε μαγαρίσει, μα εκείνη δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Τον αγαπούσε. Αν το ήξερε αυτό η Ανδριάνα ήταν τελειωμένη. Έτσι κι αλλιώς ήταν τελειωμένη, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο την είχε ανάγκη. Δεν θα δοκίμαζε τα όρια της Ανδριάνας. Θα προσπαθούσε να είναι περισσότερο προσεχτική.
   Η Άννα γύρισε στο πλάι και έφτυσε ένα σιντριβάνι από κόκκινο καπνό, που έπεσε στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Ο Μανόλης άφησε το πόδι της και έσκυψε να το γλείψει. Η Άννα τον τράβηξε μακριά.
   «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις χαρτί για να το καθαρίσεις» είπε η Άννα και τον χάιδεψε στο μάγουλο.
   Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του.
   «Σου αρέσει το όνομα που σου έδωσα εγώ;» τον ρώτησε.
   Ο Μανόλης έγνεψε καταφατικά.
   Ήταν αδύνατον να μην ακουστεί ο θόρυβος έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η Άννα παραμέρισε το Μανόλη και σηκώθηκε όρθια. Έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα. Ένας σκλάβος στεκόταν από πίσω, με το βλέμμα χαμηλωμένο σαν παιδί που το έπιασαν να χώνει το δάχτυλο στο βάζο με τη μαρμελάδα. Ο σκλάβος επέτρεψε το βλέμμα του να σηκωθεί αργά αυθάδικα στο πρόσωπο της Άννας. Το σουλούπι του ήταν γελοίο. Το τεράστιο ύψος του σε συνδυασμό με το λιπόσαρκο σώμα του, δημιουργούσε ένα αστείο παρουσιαστικό, που γινόταν ακόμα πιο αστείο με τα μαύρα ρούχα που φορούσε. Έμοιαζε με κοκαλιάρη έφηβο που τον είχαν αναγκάσει να φορέσει τα καλά του για να παρακολουθήσει την κηδεία κάποιου συγγενούς. Το κολάρο σκύλου που φορούσε στο λαιμό του, του χάριζε σχεδόν κωμικές διαστάσεις, με τη βοήθεια της μύτης και των μάγουλων που είχαν βαφτεί μοβ από το κρύο που επικρατούσε στη βίλλα.
   Ο σκλάβος είχε τολμήσει και την είχε κοιτάξει. Έπρεπε με το που άνοιξε η πόρτα να πέσει στα τέσσερα με το κεφάλι, όχι απλά να αγγίζει, αλλά να προσπαθεί να σκάψει το πάτωμα μπροστά στα πόδια της. Ήταν η ιεροτελεστία. Η ιεροτελεστία ήταν κάτι σημαντικό για την Άννα. Ήταν κάτι που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις ζωτικές προτεραιότητες της ζωής της, δίπλα στο φαγητό και στην αναπνοή. Κάθε τι στη ζωή της Άννας γινόταν με τη μορφή ιεροτελεστίας. 

Η Άννα έριξε μια ματιά στον άνθρωπο που μερικά χρόνια πριν γίνει δεύτερη αφέντρα στην ιεραρχία μετά την Ανδριάνα, της είχε κάνει πρόταση γάμου. Η ανάμνηση εκείνων των χρόνων δεν μπορούσε παρά να την κάνει να χαμογελάσει. Δεν μπορούσε να μην θυμηθεί πως αυτός ο τρόπος ζωής που είχε εξαφανιστεί, κατάφερε να βγει πάλι στην επιφάνεια, όταν η εικοσιτριάχρονη τότε Άννα, είχε ακούσει για πρώτη φορά την υπέροχη φωνή της Ανδριάνας. Τότε ήταν που μολονότι η ιεροτελεστία είχε βγει και πάλι στην επιφάνεια αποδεικνύοντας πως κατάφερε και είχε επιβιώσει, άλλα πράγματα είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται, όταν αποφάσισε να ακολουθήσει με την Ανδριάνα τη ζωή της αφέντρας. Πράγματα κυρίως κακά. Πράγματα που ευχαρίστως θα τα έδιωχνε από πάνω της όπως την πιτυρίδα. Πράγματα όπως ο σκλάβος που αυτή τη στιγμή είχε μπροστά της.
   Την είχε γλιτώσει παρά τρίχα, και η Άννα ανατρίχιαζε όταν σκεφτόταν πόσο φτηνά.
   Στ’ αλήθεια εκείνη ήταν που πίστευε πως ένα μπάρμπεκιου στον ιστιοπλοϊκό όμιλο του Θωμά –έτσι ήταν κάποτε το όνομά του- ήταν το αποκορύφωμα της κοσμοπολίτικης ζωής; Μάλιστα εκείνη. Κυριολεκτικά παρά τρίχα. Θυμήθηκε τους γονείς της εκείνο το βράδυ θυμήθηκε τις εκφράσεις των προσώπων τους όταν τους είχε απογοητεύσει όλους. Αλλά ήταν εκείνο το βράδυ που είχε σπάσει τα δεσμά της.
   Εκείνη έφταιγε. Δεν έπρεπε να είχε επιτρέψει στο Θωμά να την εξουσιάζει λες και την είχε αγοράσει. Αλλά τα πράγματα που ξέρεις σαν αφέντρα, διαφέρουν απ’ αυτά που ξέρεις σαν κοριτσάκι. Τώρα το ήξερε καλά. Τότε βέβαια νόμιζε πως την αγαπούσε και πως της έλεγε πράγματα για το καλό της. Θεέ μου, έλεγε ψέματα στον εαυτό της όλα αυτά τα χρόνια. Έλεγε ψέματα όταν έλεγε πως προτιμούσε μια βαρετή ασπρόμαυρη ταινία όποτε την έσερνε στους κινηματογράφους ο Θωμάς, από ένα σερφάρισμα στο internet και παρακολούθηση βίντεο από διάφορα sites. Έλεγε ψέματα όταν ισχυριζόταν πως ο Θωμάς είχε δίκιο που της έλεγε πως οι συμφοιτητές της ήταν μικροί κι ανόητοι και δεν τους άντεχε, ενώ οι δικοί του φίλοι με τα ιστιοφόρα τους, ήταν πιο ενδιαφέροντες.
   Αυτά και ένα σωρό άλλα. Μια σειρά από ψέματα και αυταπάτες που την είχαν αφήσει αποπροσανατολισμένη και συγχυσμένη να αναρωτιέται που στην οργή είχε κρυφτεί η Άννα. Η σύγχυσή της την είχε κάνει να προσποιείτε πως είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση και να καυχιέται στους φίλους της πως έχει ωριμάσει και πως είναι σίγουρη για τη ζωή της. Τώρα που ο τρόπος ζωής της είχε αλλάξει μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, μπορούσε να έχει ό,τι λαχταρούσε η ψυχή της. Δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχουν κάποιοι λόγοι για κάποια απαίτηση που μπορεί να είχε. Τότε όμως όλα έπρεπε να συμφωνούν με τις απόψεις του Θωμά. Το φταίξιμο δεν ήταν δικό του, της είχε πει η Ανδριάνα, αλλά δικό της. Πίστευε πως δεν ήταν όμορφη, και κανείς δεν την έκανε να αλλάξει γνώμη. Εκείνος έλεγε πως την αγαπούσε γιατί ήταν αστεία, έξυπνη, και γεμάτη ζωή, αλλά στις ιδιωτικές τους στιγμές, την άφηνε να καταλαβαίνει, με υπονοούμενα, πως ένας από τους δυο τους μπορούσε να αποκτήσει οποιονδήποτε ερωτικό σύντροφο, ενώ ο άλλος θα έπρεπε να ευχαριστεί την τύχη του.
   Αλλά η Άννα τον είχε αγαπήσει. Τον Θωμά που ήθελε να θεωρείτε ειδικός σε θέματα όπως η πολιτισμένη διαβίωση, αλλά που στην πραγματικότητα ήξερε μόνο από καλοπέραση. Κι εκείνη παραλίγο να το παντρευτεί. Προειδοποιητικοί συναγερμοί ηχούσαν πολύ πριν γνωρίσει την Ανδριάνα, αλλά η Άννα δεν τους είχε ακούσει. Το σεξ με τον Θωμά, είχε αρχίσει να γίνεται μια πολύ σπάνια και αμήχανη εμπειρία, ώστε η Άννα δυσφορούσε, ακόμα κι όταν ο Θωμάς έδειχνε ερωτική διάθεση. Ο Θωμάς φερόταν σαν να επρόκειτο για καταναγκαστικό έργο και κάθε αδέξια απόπειρα έμοιαζε με κύμα που τους ξέβραζε σε κάποια άγνωστη ακτή, αφήνοντας κάθε φορά τον έναν, πιο μακριά από τον άλλο. Στο κάτω κάτω το φταίξιμο ήταν δικό της. Ο Θωμάς της το έλεγε πολύ συχνά.
   «Ποτέ δεν παίρνεις την πρωτοβουλία να κάνουμε έρωτα».
   Η Άννα μισούσε την έκφραση κάνω έρωτα. Ακουγόταν σαν φράση από μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Αφαιρούσε όλη τη λαχτάρα, όλη τη λαγνεία, όλο το κέφι για σεξ.
   Αλλά για κάποιο λόγο, η Άννα δεν ήθελε να ξεκινήσει. Ήθελε να την ποθεί περισσότερο, να την αρπάζει σαν κάποιος υδραυλικός σε μια πορνοταινία και να την κάνει να τον λαχταρά ακόμα περισσότερο. Όπως λίγη ώρα πριν ο Μανόλης. Αυτό όμως δεν συνέβαινε ποτέ, γιατί ο Θωμάς μπορούσε να αποκτήσει όποια γυναίκα ήθελε, ενώ εκείνη ήταν απλώς τυχερή.
   Κι όλο αυτό το διάστημα οι γονείς της τον υποδέχονταν σαν να ήταν ο γιός που δεν είχανε αποχτήσει ποτέ, χωρίς να προσέξουν ότι το τυχερό μοναχοπαίδι τους γινόταν όλο και πιο ανασφαλές, όλο και πιο δυστυχισμένο, όλο και πιο αγχωτικό.
   Και μετά γνώρισε την Ανδριάνα. Την πρώτη φορά που της μίλησε η Ανδριάνα για το αιώνιο θηλυκό, νόμιζε πως η πύλη ενός φράγματος είχε ανοίξει κάπου μέσα της. Μια επιθυμία για εξουσία τόσο έντονη και υπέροχη, πλημμύρισε τις αισθήσεις της, ώστε ένιωσε να μεθά. Ήταν σαν να είχε ξεχάσει να γελά, και κάποιος της θύμιζε πάλι πώς να το κάνει. Και μαζί μ’ αυτή την επιθυμία για εξουσία, αισθάνθηκε να ξυπνά μέσα της ένας σεξουαλικός πόθος που την έκανε να ζαλιστεί.
   Ο Θωμάς της είχε προτείνει να πάνε σε ένα φιλανθρωπικό χορό, αλλά εκείνη είχε προτιμήσει να επισκεφτεί τους γονείς της που είχε καιρό να τους δει. Και πήγε στην Αθήνα όπου γνώρισε την Ανδριάνα. Τη γνώρισε σε ένα καφέ όπου την κέρασε καφέ –ένας θεός ξέρει μόνο γιατί δέχτηκε- της μίλησε αι η Άννα της ανοίχτηκε και της είπε τα πάντα για το Θωμά. Η Ανδριάνα την έπεισε να την ακολουθήσει σε μια συγκέντρωση. Τα έχασε όταν είδε όλους –άντρες και γυναίκες- να πέφτουν στα γόνατα και να προσκυνούν στο πέρασμα της Ανδριάνας σαν να ήταν ο θεός, και περπατούσε σχεδόν στις μύτες των ποδιών της καθώς εκείνη την τραβούσε ανάμεσα σε πλήθος που αποτελούνταν από τουλάχιστον εκατό άτομα που πάσχιζαν να πλησιάσουν είτε μπουσουλώντας, είτε έρποντας την Ανδριάνα που την έφτασε και την κάθισε σε ένα κόκκινο θρόνο από δέρμα. Με μια κοφτή κίνηση του χεριού της έκανε το πλήθος να σωπάσει και μίλησε εκείνη.
   «Θα ήθελα να σας γνωρίσω ένα πραγματικά ξεχωριστό άτομο».
   Το πλήθος άρχισε να μουρμουρίζει χαμηλόφωνα και μερικά κεφάλια ξεμύτισαν με πολύ προσοχή να την κοιτάξουν.
   «Μην φοβάστε, σηκώστε τα κεφάλια σας και κοιτάξτε την. Σας το επιτρέπω».
   Η Άννα είχε κοκκινίσει μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Τι στην ευχή έκανε αυτή η γυναίκα; Ποια νόμιζε ότι ήταν;
   «Ξέρω πως δεν έχουμε πολύ καιρό να την γνωρίσετε καλύτερα, επειδή η αναχώρησή μας για την έπαυλή μου έχει ήδη καθυστερήσει μερικές ώρες, αλλά σας λέω αυτό: θα τιμάτε αυτήν την γυναίκα και θα της απευθύνεστε όπως θα κάνατε σε μένα. Θα έρθει μαζί μας στην έπαυλη και θα της απονεμηθεί με κάθε τιμή το δεύτερο αξίωμα της Νέας Ράτσας. Και τώρα τσακιστείτε και μπείτε σε μια γραμμή και ένας-ένας περάστε να φιλήσετε τα πόδια της και να την προσκυνήσετε».
   Η Άννα δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά της. Ύστερα από την παρουσίασή της στο κοινό από την Ανδριάνα, κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Θωμά. Ήξερε την Ανδριάνα για λιγότερο από 24 ώρες και η λαχτάρα της να την ακολουθήσει ήταν ακόρεστη.
   Πέρασε δύο υπέροχες μέρες στην έπαυλη. Γεμάτες κουβέντα και περιπάτους. Κουβέντιαζαν τόσο πολύ, που η Άννα νόμιζε πως την ήξερε από τα γεννοφάσκια της. Η Ανδριάνα της εξήγησε τα πάντα. Θα αναλάμβανε το πόστο της περιφερειακού εισαγγελέα.
   Δεν είπε τίποτα στους γονείς της. Ο πατέρας της δεν την ρώτησε ποτέ άλλωστε που χάθηκε εκείνες τις δύο ημέρες. Στο τρένο της επιστροφής σκεφτόταν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, να βρει ένα τρόπο να ανακοινώσει την απόφασή της στον Θωμά χωρίς να τον πληγώσει. Τον αγαπούσε ακόμα, αλλά με ένα νοσταλγικό τρόπο. Και στο τέλος βρήκε τον τρόπο. Δεν θα του πρόσφερε μια επιλογή. Θα του έδινε την τιμή να την υπηρετήσει.
   Ο Θωμάς τηλεφώνησε λίγο μετά την άφιξή της και της ανήγγειλε πως έκλεισε τραπέζι σε ένα ακριβό εστιατόριο. Όταν ώρες αργότερα χτύπησε το κουδούνι στην εξώπορτά της, ο Θωμάς την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει σε ένα μορφασμό αηδίας, που όμως ο Θωμάς δεν μπόρεσε να δει. Του πρότεινε να περάσει πρώτα στο σπίτι να πιουν ένα ποτό και αφού τον νάρκωσε με το ποτό αυτό τον έδεσε σφιχτά σε μια πολυθρόνα και τηλεφώνησε στην Ανδριάνα να της ανακοινώσει την απόφασή της.
   Η Ανδριάνα έφτασε 7 ώρες μετά και είδε τον Θωμά στην καρέκλα να μουγκρίζει και να προσπαθεί να λυθεί.
   «Δεν τον νάρκωσες ξανά μόλις συνήλθε;»
   «Γιατί θα έπρεπε; Άλλωστε έπρεπε να του εξηγήσω τα πάντα για την καινούρια του ζωή».
   «Δεν χρειαζόταν να του πεις τίποτα. Τα πάντα θα περάσουν μέσω αυτών των καλωδίων από το laptop μου. Όταν πια θα συνέλθει θα είναι ένα υπάκουο σκυλάκι που θα ικετεύει όχι μόνο για να καθαρίσει τη σκόνη από τη σόλα του παπουτσιού σου, αλλά και για να του επιτρέψεις να την καταπιεί».

Ο Θωμάς τόλμησε να σηκώσει για λίγο το κεφάλι του, όταν ο Μανόλης ήρθε στην πόρτα. Μόλις η Άννα είδε το ξεδιάντροπο σήκωμα του κεφαλιού μπροστά της επανήλθε αμέσως στην πραγματικότητα από τις σκέψεις του παρελθόντος.
   Ο Θωμάς φάνηκε απελπισμένος, και ελαφρώς εκνευρισμένος.
   «Τολμάς και στέκεσαι έξω από την κρεβατοκάμαρά μου και κρυφακούς;»
   Ο Θωμάς πισωπάτησε και κόλλησε την πλάτη του στον απέναντι τοίχο του διαδρόμου. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά του.
   «Μπας και παίζεις και το πουλί σου πίσω από την πόρτα;» ούρλιαξε η Άννα.
   «Όχι αφέντρα! Δεν θα τολμούσα χωρίς άδεια από εσάς!»
   «Μαλακισμένε κρετίνε!» ούρλιαξε τώρα η Άννα. «Ποιος νομίζεις πως είσαι και με παρακολουθείς; Ποιος σε πληρώνει; Μήπως η αφέντρα Ανδριάνα;»
   Ο Θωμάς έπεσε στα γόνατα τα πόδια του δεν άντεξαν το βάρος του.
   «Όχι αφέντρα! Κανείς δεν με πληρώνει. Προσπαθούσα να καταλάβω τι κάνετε εκεί μέσα. Δεν είδα κανέναν να μπαίνει και μετά σας άκουσα να μιλάτε με κάποιον. Ποιος είναι αυτός αφέντρα;» είπε και έδειξε κλαίγοντας τον Μανόλη.
   «Από πότε η διασκέδασή μου έγινε δική σου ασχολία; Σου έχω πει μόνο τα παπούτσια μου θα καθαρίζεις για όλη σου τη ζωή και αν είσαι καλός και πιστός θα σε αφήνω να τα γλείφεις. Έχω αρχίσει να πιστεύω πως είμαι πολύ μαλακή μαζί σου».
   «Όχι κυρία μην λέτε τέτοια λόγια. Είμαι κάτι παραπάνω από ευχαριστημένος που με δέχεστε μ’ αυτούς τους όρους. Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω πως κάποτε ήμασταν μαζί».
   Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε ξαναπεί ο Θωμάς. Μήπως έπρεπε να πάει για επαναπρογραμματισμό;
   «Θα πέθαινα για σας αφέντρα, και δεν μπορώ να δεχτώ πως σας αγκαλιάζει άλλος».
   Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά.
   «Πήγαινε να με περιμένεις μέσα εσύ» είπε η Άννα στον Μανόλη.
   Αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του να δει που θα έφτανε.
   «Σκλάβε, βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν. Απλά ηρέμησε» του είπε μαλακά.
   «Συγχώρεσε με αφέντρα. Δεν έχω δικαίωμα να μιλάω έτσι. Ελπίζω να ευτυχίσετε μαζί».
   «Σκλάβε σταμάτα! Τι είναι αυτά που σκέφτεσαι; Ξέρεις πως δεν μπορώ να είμαι με κανέναν».
   «Και πάλι σας ζητώ να με συγχωρέσετε. Τον είδα μαζί σας και νόμιζα…»
   «Νόμιζες;»
   «Νόμιζα πως όλα αυτά τα χρόνια μαζί σας δεν σήμαιναν τίποτα για σας».
   Τα πράγματα είχαν στραβώσει πάρα πολύ.
   «Μπορώ να σε απαλλάξω απ’ αυτά σου τα καθήκοντα, σκλάβε. Δεν χρειάζεται να υπομένεις όλον αυτόν τον πόνο, τον πόλεμο που γίνεται μέσα σου, το φόβο που γεμίζει την άθλια ζωή σου. Στέκεις μπροστά μου, γυμνός, τρωτός και άδειος. Όλοι όσοι σε αγαπούσαν και νοιάζονταν για σένα, τώρα είτε δεν υπάρχουν, είτε σου έχουν γυρίσει την πλάτη. Ό,τι σου έχει απομείνει, είναι η ικανότητα και το ταλέντο να περιποιέσαι τα παπούτσια μου, κι αυτή την ικανότητα στην έχω δώσει εγώ με την εκπαίδευση στο σχολείο» του είπε με φωνή μελωδική που έσταζε ειρωνεία και φαρμάκι.
   Ο σκλάβος ένιωσε την απόγνωση να κυλά σα φρικαλέο ποτάμι κάτω από τα πόδια του. Αναρίγησε και ένιωσε το φόβο από την αίσθηση της απώλειας να τον κατακλύζει. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και η ανάσα του έβγαινε κοφτή. Τα χέρια του έτρεμαν. Ο φόβος αυτός του προκαλούσε τέτοιο ψυχικό πόνο, που του θόλωνε το μυαλό. Η απόγνωση έμπηγε τα γαμψά νύχια της που έσταζαν δηλητήριο στα σωθικά του και τον έσκιζε. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι αλλά λέξεις δεν βγήκαν ποτέ από τα χείλη του.
   Η Άννα μόλις είδε την όψη που είχε πάρει ο τρομοκρατημένος σκλάβος, άλλαξε τον τόνο της φωνής της: «Αν δεν σήμαιναν κάτι δεν θα σου επέτρεπα να περιποιείσαι τα παπούτσια μου. Αν δεν σήμαιναν κάτι θα σε είχα αφήσει και θα γινόσουν ένας απλός σκλάβος. Αυτή τη στιγμή είσαι κάτι παραπάνω από το τίποτα. Αν δεν ήσουν σκλάβος δικός μου θα ήσουν μια ψυχή χαμένη σε αχανές σύμπαν. Μια φωνή δίχως σώμα. Μια κραυγή που κανείς δεν μπορεί να την ακούσει. Η ίδια μου η ζωή δίνει νόημα στην αξιοθρήνητη ύπαρξή σου».
   Ο σκλάβος έδειχνε να έχει συνέλθει κάπως
   «Έχετε δίκιο αφέντρα! Πως μπόρεσα να αμφιβάλω;»
   «Πήγαινε στο κελί σου τώρα και αύριο θα πάμε μια βόλτα στην αφέντρα Ανδριάνα. Θα σου τα εξηγήσει όλα εκείνη και έτσι δεν θα έχεις λόγο να ανησυχείς. Μπορείς να φιλήσεις το πόδι μου» του είπε και του άπλωσε το πόδι της.
   Συνήθως δεν φερόταν έτσι στους σκλάβους της. Τέτοιου είδους ανταρσία σήκωνε μια πολύ παραδειγματική τιμωρία. Εδώ παιζόταν η θέση της σαν αφέντρα. Αν η Ανδριάνα παρακολουθούσε με κάμερες το σπίτι της θα το πλήρωνε αυτό πολύ άσχημα.
   Αυτή η περίπτωση όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Ο σκλάβος της φιλούσε το πόδι και σήκωνε το κεφάλι του ρίχνοντας κλεφτές ματιές σαν παιδάκι που του λες να κάνει κάτι και σε κοιτάζει κρυφά περιμένοντας να πάρει από σένα επιβράβευση. Φιλούσε και κοιτούσε, φιλούσε και κοιτούσε, κοιτούσε. Κοιτούσε, με μάτια καρφωμένα πάνω της. Δεν ήταν ματιά σκλάβου αυτή. Ήταν ματιά παιδιού που περιμένει την επιβράβευση. Ήταν ματιά που την κοιτούσε αψήφιστα, λες και την πρόσταζε να του δώσει αυτή την επιβράβευση. 
   «Τι με κοιτάζεις έτσι; Είσαι τόσο κουφός όσο και ηλίθιος; Πήγαινε στο κελί σου είπα».
   Ο σκλάβος δεν σταμάτησε να την κοιτάζει. Αυτό ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Κοιτάζοντας τα υγρά μάτια του Θωμά, η Άννα έβαλε ασυναίσθητα το χέρι της κάτω από τη μασχάλη του σκλάβου και τον βοήθησε να σηκωθεί όρθιος.
   «Έλα τώρα, αρκετά. Η αφοσίωσή σου στο καθήκον είναι θαυμαστή. Μπορείς να αποσυρθείς στο κελί σου» του είπε.
   Ο σκλάβος, πρώην Θωμάς, πήρε την επιβράβευση, της κούνησε καταφατικά το κεφάλι και αργά κουρασμένα, διέσχισε τον διάδρομο για να πάει στο κελί του. Η Άννα τον παρακολουθούσε να φεύγει σαν υπνωτισμένη, βλέποντας τη σκυφτή σιλουέτα του να σπρώχνει μια πόρτα λίγα μέτρα πιο κάτω και να χάνεται μέσα σ’ αυτή.   

«Και τώρα συνέχισε την ιστορία σου» είπε στο Μανόλη, όταν έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω της και βολεύτηκε στην πολυθρόνα της. «Τώρα πια δεν είσαι μόνο ένας απλός σκλάβος μου, είσαι και ο πατέρας του παιδιού μου και πρέπει να μάθω τα πάντα για σένα»

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #31 στις: Ιανουαρίου 14, 2011, 10:56:52 πμ »
24
«Την πρώτη μέρα στο σχολείο ο δάσκαλος έβαλε όλα τα παιδιά να σταθούν στη σειρά και να πουν το όνομά τους για να το γράψει στο απουσιολόγιο. Όταν του είπα πως με έλεγαν αγόρι μου είπε πως αυτό δεν ήταν κανονικό όνομα και πως θα έπρεπε να μου βρουν ένα κανονικό. Μου έδωσε το όνομα Στάθης.
   »Πήγα σπίτι εκείνη τη μέρα και είπα στον πατέρα μου πως ο δάσκαλος μου έδωσε ένα όνομα. Εκείνος σήκωσε σχεδόν αδιάφορα τους ώμους και με έστειλε να πάρω άδεια από τη μητέρα μου αν μου επέτρεπε να με φωνάζουν όπως είχε πει ο δάσκαλος. Η μητέρα μου είπε πως αδιαφορούσε για το πώς ήθελε να με φωνάζει ο δάσκαλος και πως στο σπίτι δεν χρειαζόταν να έχω όνομα. Άλλωστε κανένα αρσενικό στην κοινωνία του χωριού μας δεν είχε όνομα –τουλάχιστον όχι κάποιο μόνιμο όνομα- όλους τους ονόμαζαν οι κυράδες τους όπως εκείνες όριζαν και πως κάποια στιγμή όταν θα αποκτούσα και γω μια κυρία θα μου έβρισκε εκείνη ένα όνομα στο οποίο θα έπρεπε να ακούω».
   «Μη σε νοιάζει και το Μανόλης θα είναι το μόνιμο όνομά σου. Δεν θα αφήσω καμία να σε πάρει από μένα» είπε η Άννα.     
   Ο Μανόλης φίλησε τρυφερά το πόδι της και η Άννα τον έσπρωξε απαλά μ’ αυτό και τον παρότρυνε να συνεχίσει την ιστορία του.
   «Η μάνα μου ήταν πολύ πονηρή. Είχε την συνήθεια να τρίβει τα μπράτσα της όταν ένιωθε ευτυχισμένη. Είχε τον απόλυτο έλεγχο του σπιτιού. Κυκλοφορούσε πάντα σε ένα φορείο που το κρατούσαν ο πατέρας μου, ο μεγάλος αδερφός μου και δύο θείοι μου αδέρφια του πατέρα μου. εκεί που πατούσαν τα πόδια της άπλωναν κάθε πρωί φρέσκα ροδοπέταλα, γιασεμιά και γιρλάντες.
   »Οι θείες μου γυρνούσαν μέσα στο σπίτι και με έκαναν να βιαστώ να εκτελέσω τις δουλειές που μου άφηνε η μάνα μου, χτυπώντας παλαμάκια με τα χέρια τους. Όταν αργούσα ή έκανα κάτι λάθος με έστελναν στη μάνα μου και την ικέτευα να με λυπηθεί να μη με δείρει. Τις πολύ σπάνιες φορές που συνέβαινε να μη με δείρει με ανάγκαζαν να πέσω στα γόνατα να την ευχαριστήσω λέγοντας: Το όνομα της μητέρας είναι η μόνη αλήθεια.
   »Η μητέρα μου είχε μακριά μαύρα μαλλιά, γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό της, κι ένα τουφέκι στα γόνατά της. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες αφέντρες του χωριού. Υπήρχαν άλλες τρεις. Η μια απ’ αυτές ήταν ιδιοκτήτρια του ποταμού που κυλούσε έξω από το χωριό και έπαιρνε μερίδιο από κάθε ψαριά που έβγαζε κάθε ψαράς στο ποτάμι, και διόδια από κάθε βαρκάρη που διέσχιζε το ποτάμι για να έρθει στο χωριό μας.
   »Η αδελφή της λεγόταν Μαρίνα. Είχε δικά της όλα τα καλά καλλιεργημένα χωράφια γύρω από το χωριό. Αν ήθελε κάποιος να δουλέψει σ’ αυτά τα χωράφια, έπρεπε να πέσει στα πόδια της και να την προσκυνήσει, και να φιλήσει το χώμα κάτω από τα παπούτσια της, και να συμφωνήσει με το μεροκάματο που αποφάσιζε να του δώσει. Όταν το αυτοκίνητό της περνούσε μπροστά από άντρες, σταματούσε άνοιγε την πόρτα και απαιτούσε να τιμήσουν τα πόδια της.
   »Η τρίτη, η Ελένη είχε τα χειρότερα χωράφια, που βρίσκονταν στην ξερή βραχώδη λοφοπλαγιά κι έπαιρνε μερίδιο από τους βοσκούς που ανέβαζαν τα πρόβατα εκεί πάνω για να βοσκήσουν. Αν δεν είχαν λεφτά να πληρώσουν της άρεσε να χώνει ένα μπαστούνι που είχε στον πισινό τους.
   »Η μάνα μου ήταν η πιο άπληστη απ’ όλες. Είχε τα ταξί και τους δρόμους. Επομένως αν είχες ταξί, ή χρησιμοποιούσες το δρόμο, έπρεπε να της πληρώσεις μερίδιο το ένα τρίτο απ’ ότι κέρδιζες. Ούτε δεκάρα λιγότερο.
   »Ζούσαν απ’ όσα παρήγαγε το χωριό μέχρι που δεν είχε μείνει τίποτα για να τραφεί κανένας άλλος, και οι γυναίκες διέταζαν τους άντρες και τα μεγαλύτερα παιδιά να πηγαίνουν για δουλειά σε άλλα χωριά. Γυρνούσαν κατάκοποι αδύναμοι και μαυρισμένοι, αλλά με λεφτά στις τσέπες τους. Οι γυναίκες τους περίμεναν και έπεφταν πάνω τους σαν αγριόγατες που ορμούν σε ένα κομμάτι ωμό κρέας. Επέζησα στην πόλη, αλλά δεν μπορούσα να επιζήσω από τις αφέντρες στο σπίτι μου, έλεγε ο πατέρας μου, σωριασμένος εκεί που τον είχε πετάξει η μάνα μου σε μια γωνιά του σπιτιού. Είχε χάσει πια το ενδιαφέρον της για εκείνον από τη στιγμή που του είχε πάρει όλα τα λεφτά.
   Τον πλησίαζα, ανέβαινα στην πλάτη του και έπαιζα μαζί του. Όταν μεγάλωσα αρκετά ώστε να επωμιστώ βάρη, οι γυναίκες του σπιτιού με έβαζαν και έκανα κι εγώ εξαντλητικές δουλειές. Κάθε χρόνο μόλις άρχισε να βρέχει, έβγαινα με τον πατέρα και τους θείους μου στα χωράφια κι φιλούσαμε τα πόδια της κάθε επιστάτριας για να μας αφήσει να δουλέψουμε.
   »Όταν πέθανε η μάνα μου, το πόστο της στην αρχηγία του σπιτιού και όλων των δουλειών της, ανέλαβε η θεία μου. απαγόρευσε στον πατέρα μου να δουλεύει στο χωράφι, μιας και ήταν αρκετά μεγάλος, και τον έβαλε να δουλεύει ένα ταξί. Εμένα με σταμάτησε από το σχολείο. Διέταξε την ιδιοκτήτρια του καφενείου του χωριού, να με πάρει στη δούλεψή της στο καφενείο. Ο πατέρας μου είχε τις ταπεινές του αντιρρήσεις, μιας κι η μάνα μου ήθελε παράλληλα με το χαμαλίκι στα χωράφια να μάθω να γράφω και να διαβάζω.
   »Οχ, παράτα μας με τη γυναίκα σου, φώναζε η θεία μου. ήταν τρελή και πέθανε δόξα τω θεώ. Τώρα κουμάντο κάνω εγώ, τ’ ακούς; Κι εγώ λέω πως το παιδί θα σταματήσει το σχολείο. Θα πιάσει δουλειά στο καφενείο.
   »Ο πατέρας μου συνέχισε σθεναρά την αντίστασή του, λέγοντας πως ήθελε όλα του τα χρόνια δούλευε για τις γυναίκες σαν γάιδαρος και πως ήθελε να δει το γιό του να ζει σαν άνθρωπος. Τι ακριβώς σήμαινε να ζει κανείς σαν άνθρωπος είναι για μένα ένα μυστήριο. Τότε νόμιζα πώς να ζεις σαν άνθρωπος σήμαινε να είσαι σαν τον κυρ-Λευτέρη, τον οδηγό του λεωφορείου, που όταν έκανε στάση στο καφενείο του χωριού, κατέβαινε και κείνος μαζί με τον κόσμο και έπινε μια λεμονάδα να ξεδιψάσει. Τον σέβονταν όλοι στο χωριό. Θαυμάζαμε τη χακί στολή που του έδινε η εταιρία, την ασημένια σφυρίχτρα και το κόκκινο κορδόνι από το οποίο κρεμόταν μέσα στην τσέπη του. Τα πάντα σ’ αυτόν μαρτυρούσαν ένα πράγμα: τα είχε καταφέρει στη ζωή του. Η οικογένεια του κυρ-Λευτέρη, ήταν χοιροβοσκοί,  ωστόσο εκείνος κατάφερε να ξεφύγει. Κατά κάποιο τρόπο είχε πιάσει φιλίες με μία Βάσω που είχε στη δούλεψή της η Ελένη. Ο κόσμος έλεγε ότι τον είχε αφήσει η Βάσω να χωθεί στον πισινό της. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, πάντως αυτός ό,τι ήταν να κάνει το έκανε. Ήθελα και γω να γίνω σαν τον κυρ-Λευτέρη, με στολή, μισθό, μια ασημένια σφυρίχτρα και ανθρώπους να με κοιτάνε με μάτια που λένε: πόσο σπουδαίος φαίνεται».
   Ο Μανόλης σταμάτησε την ιστορία και κοίταξε την Άννα. Άφησε το πόδι της πάνω στο υποπόδιο πολύ απαλά και προσεχτικά. Η Άννα κοιμόταν. Σηκώθηκε και έφερε το χέρι του στα μαλλιά της. Τα ανακάτεψε και στέναξε. Ήταν όμορφη η Άννα. Τα μαλλιά της, το δέρμα της, τα μάτια της, διέφεραν πολύ από κάθε άλλη γυναίκα που είχε γνωρίσει ο Μανόλης. Η γοητεία της, η εξυπνάδα της, η ζωντάνια και η ομορφιά της –ειδικά η ομορφιά της- τον έφερναν σε αμηχανία.
   Ήρθε ξανά μπροστά της και ξάπλωσε ανάσκελα στα πόδια της. Τράβηξε με προσοχή το υποπόδιο από τα πόδια της και ακούμπησε τα πόδια της στο στήθος του. Εκείνη αναδεύτηκε στον ύπνο της, αλλά συνέχισε να κοιμάται.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #32 στις: Ιανουαρίου 15, 2011, 11:34:25 πμ »
25
Ο Μανόλης δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Στο μυαλό του έπαιζε σαν ταινία, η ιστορία της ζωής του. Τι στο καλό ήθελε να μάθει η αφέντρα για κείνον. Εκείνος καλά-καλά δεν ήθελε να θυμάται τίποτα απ’ όλα αυτά.               
   Ήρθε στο μυαλό του η εικόνα του ξάδερφού του, όταν ένα πρωί ήρθε στο σχολείο και του έκανε νόημα με τα χέρια να βγει έξω από την τάξη.
   «Τι συμβαίνει ξάδελφε, θα πάμε πουθενά;»
   Ο ξάδερφός του δεν είπε τίποτα.
   «Να πάρω και τα πράγματά μου;»
   «Γιατί όχι;» του είπε και εκείνη ήταν η τελευταία μέρα που είδε το σχολείο.         
   Τον πήγε στο καφενείο. Ο ξάδερφός του ένωσε τα χέρια σαν σε προσευχή και υποκλίθηκε ταπεινά στην ιδιοκτήτρια. Ο Μανόλης-πρώην-Στάθης έμεινε να κοιτάζει την ιδιοκτήτρια που του ανταπέδωσε με ένα βλοσυρό βλέμμα. Ο Ξάδερφός του το πήρε χαμπάρι και του έριξε μια πάνω στο κεφάλι, που κόντεψε να κυλιστεί στα πόδια της. Υποκλίθηκε και εκείνος στην ιδιοκτήτρια.
   Εκείνη κοίταξε το Μανόλη με μάτια μισόκλειστα και ρώτησε τον ξάδερφό του: «Ποιος είναι αυτός;»
   Ο ξάδερφος της εξήγησε ποιος ήταν και πως είχε έρθει μαζί του για δουλειά. Αυτό ήταν, είχε σταματήσει πια το σχολείο. Θα δούλευε πια στο καφενείο. Θα έσπαγε κάρβουνα για να γεμίζουν τους ναργιλέδες που έπιναν οι γυναίκες του χωριού, θα σκούπιζε τα τραπέζια και θα έπαιρνε και κανένα φιλοδώρημα αν του ζητούσε καμία απ’ αυτές να της γυαλίσει τα παπούτσια. Πλήρωναν περισσότερα αν σε έβλεπαν να σέρνεσαι και να γλείφεις τις σκόνες από τα παπούτσια τους. Ήταν μεγάλη η απόλαυση γι’ αυτές να βλέπουν κάποιον να ταπεινώνεται σε τέτοιο βαθμό για λίγα νομίσματα παραπάνω.
   Όταν πέθανε η μητέρα του τα οικονομικά στο σπίτι πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Η θεία του που είχε αναλάβει τα ταξί και τους δρόμους έχασε τα πάντα από τις άλλες δύο. Η οικογένεια έγινε από τις πιο φτωχές στο χωριό. Το αποκορύφωμα, ήταν πως ο πατέρας του πέθανε αβοήθητος σε ένα χωράφι που τον είχε παρατήσει η θεία, επειδή έπασχε από φυματίωση. Δεν ήθελε να πληρώσει φακελάκι σε γιατρούς –δεν είχε άλλωστε τα λεφτά που ζητούσαν- για να τον βάλουν σε κάποιο σανατόριο και να τον κάνουν καλά. Είχε απαγορεύσει σε όλους να πλησιάζουν την καλύβα στην οποία αργοπέθαινε ο πατέρας και λίγο πριν ξεψυχήσει –ή μετά όπως μας είπε- έστειλε κάποιους και έβαλαν φωτιά στο καλύβι.
   Ο ξάδερφος, ήταν ο πρώτος που πουλήθηκε σαν σκλάβος σε κάποια κυρία από την Αθήνα. Η θεία του έλαβε το ποσό των 500.000 νομισμάτων. Ο Μανόλης-πρώην-Στάθης, έπεσε του θανατά. Δεν μπορούσε να μείνει ούτε λεπτό μέσα στο σπίτι. Χωρίς τον πατέρα του και τώρα χωρίς τον ξάδερφό του. Έψαχνε να βρει τρόπο να ξεφύγει.
   Και η λύση δεν άργησε να έρθει. Στο χωριό τους ήρθε η Άννα. Ήταν μια από τις κυρίες της Αθήνας που όργωναν την επαρχία σε αναζήτηση σκλάβων. Όταν πέρασε έξω από το καφενείο που δούλευε, έτρεξε μπροστά στο αυτοκίνητό της και το σταμάτησε. Ο σοφέρ βγήκε έξω νευριασμένος και τον ρώτησε τι ήθελε. Του είπε πως ήθελε να ζητιανέψει από την κυρία του να τον πάρει στη δούλεψή της και ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει όταν ο σοφέρ του είπε να πάει να γαμηθεί. Ετοιμαζόταν να κάνει μεταβολή και να χωθεί ξανά στο καφενείο, όταν είδε τη λεπτή σιλουέτα της να βγαίνει όλο χάρη από το από το ατμοκίνητο φορώντας χαλαρά λευκά ρούχα. Θα μπορούσε να ορκιστεί σε όποιο θεό ήθελαν εκείνη τη στιγμή πως εκείνη ήταν η κυρία που ήθελε να υπηρετήσει. Δεν ήθελε πια να είναι ούτε ο κυρ-Λευτέρης ούτε τίποτα άλλο παρά μόνο ο σκλάβος της.
   Ήταν σίγουρος πως κάποια μοίρα είχε δέσει τη ζωή του, με εκείνη της γυναίκας αυτής, από τη στιγμή ακριβώς που τον είχε κοιτάξει.
   Ήξερε πως κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να τον σώσει. Έπρεπε απλώς να καθυστερήσει λίγο ακόμα εκείνον τον παλιάνθρωπο τον σοφέρ.
   «Είμαι καλός σκλάβος κύριε. Δεν καπνίζω, δεν πίνω, δεν κλέβω».
   «Ξεκουμπίσου, κατάλαβες;»
   «Τι συμβαίνει Αντώνη;» ρώτησε η Άννα το σοφέρ.
   «Ζητιανεύει αφέντρα. Ζητάει λεφτά».
   «Άφησέ τον να έρθει εδώ» είπε εκείνη.
   Μόλις το είπε αυτό, ο Μανόλης έκανε βουτιά κατευθείαν στα πόδια της Άννας. Κανένας ολυμπιονίκης του άλματος δεν θα είχε κάνει πιο μεγάλο άλμα από εκείνον. Ο σοφέρ δεν είχε καμία ελπίδα να τον σταματήσει.
   Θα έπρεπε να έβλεπε κανείς τους θρήνους, τα φιλιά στα παπούτσια της, τα δάκρυα. Λες και είχε γεννηθεί σκλάβος.
   «Σήκω αγόρι» είπε. «Είσαι από δω;»
   «Μάλιστα κυρία. Δουλεύω στο καφενείο. Σπάω κάρβουνα για τους ναργιλέδες και σκουπίζω τραπέζια. Είχατε έρθει χθες και σας έγλειψα τα παπούτσια. Μου δώσατε δύο νομίσματα».
   «Τώρα τι θέλεις; Κι άλλα;»
   «Όχι κυρία θέλω να γίνω σκλάβος σας. Είμαι πολύ καλός…»
   «Από πού μπορώ να σε αγοράσω;»
   «Από τη θεία μου κυρία».
   Στο χωριό του Μανόλη, όπως και σε άλλα χωριά υπήρχαν δύο κάστες οικογενειών: η ανώτερη κάστα και η χαμηλή. Ο Μανόλης, δεν ήξερε από τη κάστα ήταν. Σίγουρα η κάστα του ήταν ανώτερη αφού όταν βασίλευε η μάνα του είχαν λεφτά και ό,τι άλλο ήθελαν –οι γυναίκες- αλλά μετά τον ξεπεσμό τους δεν ήξερε αν είχε πέσει κατηγορία, έτσι όταν τον ρώτησε η Άννα σε ποια κάστα ανήκει δεν ήξερε τι ήθελε να η Άννα να πει. Μέσα στο μυαλό του έπαιξε την απάντηση κορώνα γράμματα. Πιθανόν να μπορούσε να δικαιολογήσει και τις δύο περιπτώσεις, αλλά κατέληξε να πει: «Χαμηλή».
   Η Άννα στράφηκε στο σοφέρ που είχε στραβομουτσουνιάσει. «Όλοι οι σκλάβοι μας είναι από ανώτερες κάστες. Δεν βλάπτει να έχουμε και μερικούς από τις χαμηλές κάστες στη δούλεψή μας».
   Ο σοφέρ στράφηκε στο Μανόλη και τον κοίταξε με κλειστά τα μάτια.
   «Πίνεις;»
   «Όχι κύριε, στην κάστα μου δεν επιτρέπετε να πίνουμε ποτέ».
   «Μπες μπροστά στο αυτοκίνητο και οδήγησέ μας στο σπίτι σου» είπε και έκανε νόημα στο σοφέρ να τον ακολουθήσει.
   «Μια στιγμή κυρία» είπε ο σοφέρ. «Κάτι ακόμα… Πόσα θέλεις;»
   Άλλο ένα τεστ.
   «Απολύτως τίποτα κύριε. Η μητέρα μου ήταν και αφέντρα για μένα. Και την αφέντρα μου θα τη βλέπω σα μητέρα. Δεν μπορώ να ζητήσω λεφτά από την μητέρα μου για να την υπηρετώ».
   «Θα σου δίνω 10 νομίσματα το μήνα» είπε η Άννα.
   «Όχι κυρία, είναι πάρα πολλά. Άλλωστε θα πληρώσετε για να με αγοράσετε. Πως θα μπορέσω να σας το ξεπληρώσω αν δε δουλεύω τσάμπα για εσάς;»
   Ο σοφέρ δεν είχε πειστεί ακόμα. Κοίταξε τον Μανόλη από την κορυφή ως τα νύχια. «Είναι νέος. Δεν θέλετε κάποιον μεγαλύτερο;»
   Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αν τους πάρεις από μικρούς και τους εκπαιδεύσεις κατάλληλα, μπορείς να τους έχεις για μια ζωή. Πάρε παράδειγμα έναν σκλάβο 40 χρονών. Για πόσα χρόνια νομίζεις πως μπορεί να είναι αποδοτικός; Το πολύ για 20 χρόνια ακόμα. Ενώ ετούτος εδώ μπορεί να κρατήσει 30, μέχρι και 35 χρόνια. Τα δόντια του είναι γερά, έχει τα μαλλιά του, είναι σε καλή κατάσταση».
   Μάσησε λίγο καπνό στο στόμα της και έφτυσε ένα σιντριβάνι από κόκκινο υγρό στο πλάι. Ο Μανόλης έσκυψε και μάζεψε με τη γλώσσα του, τις λίγες πιτσιλιές που έπεσαν πάνω στις λευκές μπότες της. Η Άννα αναρίγησε από χαρά.
   «Βλέπεις;» είπε στο σοφέρ. «Δεν χρειάζεται ούτε εκπαίδευση».
   Τα καθήκοντα του Μανόλη στη βίλλα της Άννας, ήταν να καθαρίζει τα πατώματα, να σκουπίζει το δάπεδο της αυλής, να καθαρίζει τις αράχνες με μια μακριά σκούπα –τις σπάνιες φορές που αυτές ξέφευγαν της προσοχής κάποιου από τους άλλους υπηρέτες και έφτιαχναν ιστούς στο ταβάνι (κάτι που εκνεύριζε αφάνταστα την αφέντρα και ο υπηρέτης την πλήρωνε πολύ άσχημα την ζημιά), να κάνει το πτυελοδοχείο (μιας και το στόμα της αφέντρας ακόμα κι αν δεν μασούσε καπνό γέμιζε σάλια), και φυσικά το πιο ειδικό καθήκον, το οποίο είχε ανατεθεί αποκλειστικά στο Μανόλη: να κάθεται στην αυλή, ή οπουδήποτε αλλού ήθελε η αφέντρα, να βάζει τα πόδια της σε μια λεκάνη ζεστό νερό και να της κάνει μασάζ. Της έλεγε πώς να του επιτρέψει να πιει το νερό που είχε τα πόδια της μέσα, ήταν μεγάλη τιμή για εκείνον και την ικέτευε κάποιες φορές να του επιτρέψει να το πιεί. Κάποιες φορές που ήταν εκνευρισμένη, είτε με εκείνον, είτε για άλλο λόγο, το έριχνε σαδιστικά στα λουλούδια του κήπου βασανίζοντάς τον.
   Θυμήθηκε την πρώτη φορά που έκανε μασάζ στα πόδια της. Μάλαζε τα πόδια της αρκετή ώρα, όσο η αφέντρα μιλούσε στο τηλέφωνο. Ένα δυνατό χτύπημα τράνταξε το κεφάλι του. Η Άννα σταμάτησε να μιλά στο τηλέφωνο και στράφηκε στο μέρος του.
   «Ξέρεις γιατί την άρπαξες;» ρώτησε.
   «Μάλιστα κυρία!»
   «Ωραία».
   Ένα λεπτό αργότερα τον χτύπησε ξανά στο κεφάλι. Φώναξε μέσα έναν άλλο υπηρέτη που είχε πριν το Μανόλη το καθήκον να κάνει μασάζ στα πόδια της.
   «Πες του για ποιον λόγο τον χτυπάω. Δεν νομίζω πως ξέρει» του είπε και στράφηκε ξανά στην κουβέντα της στο τηλέφωνο.
   «Φίλε πιέζεις πολύ δυνατά. Είσαι πολύ ενθουσιώδης. Η κυρία εκνευρίζετε όταν γίνετε αυτό το πράγμα. Κάνε το πιο απαλά».
   Όταν η κυρία έκλεισε το τηλέφωνο και είπε: «Το νερό κρύωσε», σήμαινε πως η δουλειά του είχε τελειώσει. Ο Μανόλης αντί να χύσει το νερό στον κήπο, σήκωσε τη λεκάνη και το ήπιε. Στην Άννα που τον κοιτούσε άναυδη, είπε πως θεωρούσε το νερό αυτό αγιασμό και δεν ήθελε να το πετάξει. Η Άννα δεν είχε αντίρρηση να γίνετε αυτό κάθε φορά που της έκανε μασάζ, αρκεί πρώτα να ζητούσε ταπεινά την άδειά της. Ο άλλος σκλάβος του έλεγε πως έπρεπε να πλύνει τα χέρια του μετά, αλλά ο Μανόλης δεν ήθελε να φύγει το άρωμα των ποδιών της από τα χέρια του.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #33 στις: Ιανουαρίου 16, 2011, 03:20:48 μμ »
26
Η Άννα ξύπνησε αργά εκείνο το πρωί και συνειδητοποίησε πως την πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα. Ένιωσε κάτι μαλακό κάτω από τα γυμνά της πόδια, έσκυψε και είδε το σκλάβο της ξαπλωμένο κάτω απ’ αυτά. Τον σκούντηξε απαλά με το πόδι της για να ξυπνήσει και εκείνος πετάχτηκε έντρομος στα τέσσερα.
   «Συγχωρέστε με κυρία…»
   «Δεν πειράζει» είπε εκείνη.
   «Να σας φέρω πρωινό;»
   «Δεν είναι δική σου δουλειά» είπε. «Έπρεπε είδη να το έχει φροντίσει ο Θωμάς. Δεν μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη όμως πια. Όχι ύστερα από τα χθεσινά».
   Σηκώθηκε όλο χάρη και το νυχτικό της στροβιλίστηκε γύρω από τα γυμνά της πόδια.
   «Δεν έχω χρόνο για πρωινό» είπε «Βοήθησε με να ντυθώ. Φέρε και τα παπούτσια μου. Δεν θα φορέσω τακούνια σήμερα. Θα φορέσω ίσιες μπότες. Θα πάω στην έπαυλη της Ανδριάνας αυτόν τον ηλίθιο το Θωμά. Χρειάζεται επαναπρογραμματισμό».
   «Εγώ πότε θα εκπαιδευτώ κυρία;» τόλμησε να ρωτήσει ο Μανόλης. Ήταν ο μοναδικός σκλάβος που δεν πέρασε από το εκπαιδευτικό σχολείο της Ανδριάνας. Δεν έδειχνε να το χρειάζεται και η Άννα δεν το θεώρησε απαραίτητο να τον στείλει εκεί. Ό,τι μάθαιναν οι υπόλοιποι σκλάβοι εκείνος φαίνετε πως το είχε έμφυτο. Είχε γεννηθεί να είναι σκλάβος.
   Η Άννα άπλωσε το πόδι της για να της φορέσει ο σκλάβος τις μπότες.
   «Όσο περνάει από το χέρι μου, εσύ δεν πρόκειται ποτέ να εκπαιδευτείς» του είπε η Άννα και έσπρωξε το πόδι της μέσα στη μπότα.
   Αν το μάθει αυτό η Ανδριάνα, σίγουρα θα πάθει αποπληξία, σκέφτηκε η Άννα και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στ χείλη της.
   «Γιατί χαμογελάτε κυρία;» ρώτησε ο σκλάβος και η Άννα σοβάρεψε αμέσως.
   «Αυτό δεν είναι κάτι που σε αφορά».
   «Μου επιτρέπετε να πω κάτι κυρία;»
   «Σ’ ακούω»
   «Δεν μου αρέσει που θα πάτε στην αφέντρα Ανδριάνα».
   «Γιατί;»
   «Ο λόγος είναι ότι δεν εμπιστεύομαι αυτήν την παράξενη γυναίκα. Βλέπω μια δυσδιάκριτη βία στα μάτια της, την ίδια που έβλεπα στα μάτια των γυναικών του χωριού μου, πολύ πιο έντονα μάλιστα από εκείνες, που είχαν σκοτώσει δεκάδες, ίσως εκατοντάδες και γω δεν ξέρω πόσους ανθρώπους. Την ίδια βία μοιάζει να κρύβει μέσα της η αφέντρα Ανδριάνα. Είναι μια βία αποτυπωμένη σ’ εκείνο το άγριο βλέμμα πίσω απ’ το πρόσωπο της και παρά το ότι δείχνει πως είναι φίλη σας, φοβάμαι ότι εσείς λατρεμένη μου κυρία θα υποφέρετε ξεσπάσματα οργής από αυτήν την γυναίκα. Πείτε το διαίσθηση».
   «Δεν νομίζω πως υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς».
   Ο σκλάβος φόρεσε και την άλλη μπότα και έσκυψε να τις φιλήσει. Η Άννα σηκώθηκε από την πολυθρόνα και κύλισε σαν αεράκι έξω από το δωμάτιο. Το άρωμά της όμως δεν έλεγε να φύγει. Η μυρωδιά του γαργαλούσε την μύτη του Μανόλη και πλημμύρισε τα ρουθούνια του, τόσο που αισθάνθηκε ότι θα τον έπνιγε. Το άρωμά της έκανε το κεφάλι του να σφυροκοπά.     

Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που τον είχε αγοράσει η Άννα, όμως ο Μανόλης δεν είχε δει όλη την βίλλα μιας και δεν του επιτρεπόταν και πολύ να κυκλοφορεί σ’ αυτήν. Δεν αισθανόταν καλά απέναντι στους υπόλοιπους υπηρέτες επειδή δεν είχε περάσει από το μηχάνημα επαναπρογραμματισμού της Ανδριάνας. Από τότε που έφυγε από το χωριό και ήρθε στην βίλλα, ένιωθε σαν μωρό λίγων εβδομάδων και ο κόσμος που αντίκριζε τον άφηνε εκστατικό.
   Κόσμος γεμάτος θαύματα, αλλά και τέρατα. Χάρη στην ιδιαίτερη φυσιολογία του, ο πόνος από τα ανελέητα χτυπήματα και τις ατέλειωτες διεισδύσεις που του κατάφερνε η Άννα, ακόμα και όταν έκαναν σεξ, ήταν σαν να γλιστρούσε από πάνω του όπως το νερό την ώρα που έκανε μπάνιο και να την εγκατέλειπε. Οι υπόλοιποι υπηρέτες ένιωθαν αφόρητη ντροπή και η σκέψη της ταπείνωσης δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε για το Μανόλη. Δεν ένιωθε καμία ντροπή για όσα του έκανε η Άννα. Πως θα μπορούσε άλλωστε να ντραπεί για τις πράξεις ενός θεού;
   Τα πάντα τον έκαναν να μένει με το στόμα ανοιχτό, και σχεδόν τα πάντα τον ενθουσίαζαν –όπως το νερό λόγου χάρη. Ξεπηδούσε ορμητικό από το τηλέφωνο της ντουζιέρας και αντανακλούσε στο λιγοστό φως καθώς έπεφτε πάνω του σαν να ήταν πολύτιμα πετράδια καμωμένα από νερό.
   Όσα του είχε μάθει η Άννα για τον τρόπο που πρέπει να φέρετε και τον τρόπο που πρέπει να εκτελεί κάθε της επιθυμία, του έδιναν μια σαφή γνώση του κόσμου στον οποίο ήθελε εκείνη να ζουν. Τίποτα δεν συγκρίνονταν όμως με την εμπειρία και τη βιωματική γνώση.
   Μπανιαρισμένος καθώς ήταν, νιώθοντας φρέσκος και όμορφος, και μιας και δεν ήταν εκεί η κυρία του για να την υπηρετήσει, ο Μανόλης έκανε να βγει από την κρεβατοκάμαρα για μια εξερεύνηση στην υπόλοιπη βίλλα.
   Στο διάδρομο έξω από την κρεβατοκάμαρα και λίγα μέτρα από την πόρτα, ήταν η πόρτα του δωματίου του Θωμά. Εκεί, και μπροστά στην αφέντρα Άννα, είδε το Θωμά γονατισμένο μπροστά της να προσπαθεί να κόψει τα δάχτυλα των χεριών του, δαγκώνοντάς τα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #34 στις: Ιανουαρίου 17, 2011, 06:06:13 μμ »
27
Ό,τι κι αν είχε δει η Άννα στα λίγα χρόνια της ζωής της σαν αφέντρα, δεν την είχαν προετοιμάσει για μα αντιμετωπίσει κάποιον που προσπαθούσε να κατακρεουργήσει τα δάχτυλά του με δαγκωματιές. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
   Ο Θωμάς μετά την εκπαίδευσή του στο σχολείο, ήταν πλάσμα της Νέας Ράτσας και ως εξ αυτού, το πετσόκομμα των δαχτύλων του δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
   Ο Θωμάς είχε τη δυνατότητα να καταπνίγει μέσα του το αίσθημα του πόνου. Ήταν φανερό πως αυτό είχε κάνει τώρα. Ούτε έκλαιγε, ούτε κλαυθμύριζε, ούτε βογκούσε από τον πόνο.
   Απλώς όπως πάσχιζε να κόψει δαγκώνοντας τα δάχτυλά του, μονολογούσε κάτι ακατάληπτα.
   Η Άννα δεν μπορούσε να διανοηθεί καν γιατί στην ευχή ο γονατισμένος Θωμάς επιδίδονταν στο σπορ του αυτοακρωτηριασμού, και σε τι αποσκοπούσε, και την είχε κυριεύσει απόγνωση. Ο Θωμάς αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο της αφέντρας του και ο προγραμματισμός του δεν του επέτρεπε, ούτε να αυτοκτονήσει, ούτε να κάνει κακό στον εαυτό του.
   «Θωμά» του φώναξε. «Θωμά, τι έχεις πάθει;»
   Ο Θωμάς ούτε που αποκρίθηκε, ούτε και κοίταξε προς το μέρος της, απλώς συνέχισε το βιολί του, της ανελέητης προσπάθειας απόρριψης των άκρων του.
   «Θωμά, αυτό που κάνεις είναι εντελώς παράλογο», προσπάθησε να τον συνετίσει. «Η αφέντρα Ανδριάνα μπορεί να σας έχει φτιάξει με μοναδικό τρόπο κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αλλά τα μέλη σας δεν πρόκειται να ξεφυτρώσουν με μαγικό τρόπο όταν τα χάνετε».
   Σαν να μιλούσε στον τοίχο, καθώς ο άλλος συνέχισε κανονικά το μακάβριο έργο του. Προς στιγμήν της πέρασε από το μυαλό να του τραβήξει το χέρι από το στόμα, συγκρατώντας τον κατά κάποιο τρόπο. Όμως φοβήθηκε. Ο Θωμάς κουνούσε τώρα το σώμα του μπρος πίσω σαν εκκρεμές.
   Την αμέσως επόμενη στιγμή, πετάχτηκε από πίσω της ο Μανόλης. Ακόμα κι αν ταράχτηκε από το θέαμα δεν έδειξε κάτι τέτοιο. Η έκφρασή του ήταν σοβαρή και συγκρατημένη. Την τράβηξε πιο πέρα.
   «Ίσως θα έπρεπε να τηλεφωνήσετε στην αφέντρα Ανδριάνα» της είπε. «Εκείνη σίγουρα θα ξέρει τι πρέπει να κάνουμε».
   Η άμεση αντίδραση του Μανόλη ξάφνιασε την Άννα. Αν υπήρχε κάποιο νούμερο που θα έπρεπε να καλέσει για να αναφέρει πως κάποιος σκλάβος προσπαθεί να ακρωτηριάσει το χέρι του, αυτός ήταν της Ανδριάνας. Είχε ξεκινήσει με το σκεπτικό πως θα μετέφερε τον Θωμά στην Ανδριάνα για ένα πιθανό επαναπρογραμματισμό. Να την πάρει όμως τηλέφωνο για να της αναφέρει κάτι τέτοιο, η σκέψη και μόνο της προξένησε μεγάλη ανησυχία.
   Ο Θωμάς σταμάτησε να κουνιέται μπρος και πίσω, όμως δεν σταμάτησε να προσπαθεί.
   Στο μεταξύ στο διάδρομο έκαναν την εμφάνισή τους, κι άλλα μέλη του προσωπικού της βίλλας. Όλοι τους είχαν ένα αλλοπαρμένο ύφος. Όχι πως έμοιαζαν με ξωτικά, αλλά σαν να είχαν αντικρίσει οι ίδιοι κάποιο φάντασμα.
   Η Άννα έβγαλε από την τσάντα της το κινητό και τηλεφώνησε στην Ανδριάνα.
   «Ανδριάνα, προέκυψε με το σκλάβο μου το Θωμά ένα θέμα».
   «…»
   «Προσπαθεί να κόψει με το στόμα του τα δάχτυλά του. Είναι εντελώς παρανοϊκό».
   «…»
   «Ναι, πως το ήξερες; Λέει κάποια λόγια ακατάληπτα και μόλις πριν από λίγο σταμάτησε τα μπρος πίσω».
   «…»
   Η Άννα κράτησε το κινητό κοντά στο Θωμά για να ακούσει η Ανδριάνα την παράξενη μονωδία του.
   Στο μεταξύ οι υπόλοιποι του υπηρετικού προσωπικού που είχαν φτάσει εκεί, κοιτούσαν σιωπηλοί, ανέκφραστοι, σαν αυτόπτες μάρτυρες αυτού που συνέβαινε. Ο Θωμάς άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω ξανά.
   «Ναι πως το ξέρεις;» ρώτησε σχεδόν έντρομη πια η Άννα την Ανδριάνα.
   «…»
   «Εντάξει θα το κάνω».
   Η Άννα ύστερα από υπόδειξη της Ανδριάνας, πήγε κοντά στο Θωμά και τον τράβηξε από τα μαλλιά. Ο Θωμάς δεν σταμάτησε την προσπάθεια ακρωτηριασμού, αλλά σταμάτησε το κούνημα. Η Άννα κράτησε σταθερά το κεφάλι του Θωμά ψηλά και στερέωσε το κινητό στο αυτί του. Την άλλη στιγμή ο Θωμάς κοκάλωσε, επικεντρώνοντας την προσοχή του σ’ αυτά που του έλεγε η Ανδριάνα από το τηλέφωνο. Σταμάτησε να δαγκώνει το δάχτυλό του. Η Άννα τα ‘χασε. Άφησε τα μαλλιά του και με το που το έκανε, ο Θωμάς έβγαλε το δάχτυλό του από το στόμα. Έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος.
   Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, κι ύστερα ένα δεύτερο. Όπως ήταν γονατισμένος, έγειρε και σωριάστηκε πλάι.
   Είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα, ακίνητα. Το ίδιο ανοιχτό είχε και το στόμα του, ίδιο με ανοιχτή πληγή.
   Η Άννα έβαλε το δάχτυλό της στο λαιμό του. Δεν υπήρχε ροή αίματος. Τον σκούντηξε με τη μύτη της μπότας της. Τίποτα. Έφερε αργά το κινητό στο αυτί της.
   «Είναι… είναι νεκρός!» είπε στο τηλέφωνο. Κι ύστερα: «Μάλιστα, θα κάνω όπως μου είπες».
   «…»
   Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, κοίταξε τους υπηρέτες που την κοιτούσαν και εκείνοι σαν μαγεμένοι. Την κοιτούσαν και ήταν σαν να βλέπουν μπροστά τους φάντασμα.
   Αυτό τώρα ήταν εντελώς παράλογο. Ως εκ του προγραμματισμού τους, οι υπηρέτες της Νέας Ράτσας, ήταν άθεοι, άρα και απαλλαγμένοι από κάθε είδους θρησκοληψίες και προλήψεις. Η Άννα ένιωσε ένα ρίγος τρόμου να διατρέχει το κορμί της, καθώς ήρθε στο μυαλό της η τελευταία φράση της Ανδριάνας στο τηλέφωνο: «Καλώς ήρθες Άννα στον κόσμο μου!»

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #35 στις: Ιανουαρίου 19, 2011, 05:48:11 μμ »
28
Στην κρυφή αίθουσα πίσω από το κελάρι, ένας ολόκληρος τοίχος ήταν κατειλημμένος από οθόνες υψηλής ευκρίνειας, που έδιναν τόσο καθαρές εικόνες από τους διαδρόμους και τα δωμάτια σε διάφορα σπίτια στην Αθήνα, δηλαδή απ’ όσα σπίτια είχαν σκλάβους που ανήκαν στη Νέα Ράτσα –οπότε και της Άννας, που σου έδιναν την εντύπωση πως ήταν τρισδιάστατες.
   Η Ανδριάνα δεν πίστευε πως τα πλάσματά της είχαν δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Κάποια δε, όπως ο Θωμάς, ούτε καν στη ζωή.
   Η Ανδριάνα είχε δει τις χθεσινοβραδινές κρίσεις του Θωμά. Τις είχε δει και άλλοτε. Μπορούσε βέβαια να τον είχε «παύσει» πριν από καιρό, όταν είχε πάθει την πρώτη κρίση –όχι βέβαια σε τέτοιο βαθμό, και να ξαποστείλει το κουφάρι του στη χωματερή.
   Τότε ο Θωμάς, απλώς κοιτούσε εκείνον τον υπηρέτη που η Άννα βάφτισε Μανόλη, με τέτοιο μίσος και τέτοια ζήλεια, που όμοιά της δεν είχε δει σε κανένα πλάσμα. Ούτε καν της παλιάς ράτσας. Τότε όμως δεν είχε εκδηλωθεί φραστικά. Ο Θωμάς προσπαθούσε και έστηνε συνεχώς παγίδες στο Μανόλη, ώστε συνεχώς να κάνει λάθη και να τον βασανίζει η κυρία του. Που θα πήγαινε, στο τέλος θα τον έδιωχνε. Ήθελε την Άννα σε αποκλειστικότητα. Η Άννα ήταν τόσο απασχολημένη με τον Μανόλη, που δεν πήρε είδηση τίποτα.
   Η Ανδριάνα είχε επιλέξει να κρατάει το Θωμά στο πόστο του, να μελετάει τις κρίσεις του και σταδιακά να διορθώνει το πρόγραμμα εκπαίδευσης στο laptop της. Το κάθε στραβό που παρουσιαζόταν, έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν μια χρυσή ευκαιρία για περισσότερη μάθηση και αλλαγές προς το καλύτερο. Το μεγαλόπνοο έργο της, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να υπονομευτεί από τέτοιου είδους προκλήσεις και δυσκολίες, αλλά ίσα-ίσα, θα έπρεπε να αναδεικνύεται περισσότερο μέσα από τη διαδικασία κατανίκησής τους. Μερικές φορές οι προκλήσεις που παρουσιάζονταν ήταν περισσότερες απ’ ό,τι άλλες. Μια τέτοια ήταν και η σημερινή. Και απαιτούσε την άμεση «παύση» του σκλάβου.
   Η Ανδριάνα βέβαια μόνο σκασμένη δεν ήταν την ώρα που έβλεπε τον Θωμά να προσπαθεί να κόψει τα δάχτυλά του στο βίντεο. Ίσα-ίσα που ένιωθε μεγάλο ενθουσιασμό.
   Ήταν τόσο ενθουσιασμένη που αισθανόταν τις αρτηρίες της να πάλλονται. Τα σαγόνια της κόντευαν να μουδιάσουν έτσι όπως έσφιγγε τα δόντια του, στην προοπτική και μόνο πως σε λίγο θα βρίσκονταν αντιμέτωπη με αυτές τις εξωφρενικές προκλήσεις. Ήταν όπως με τη Μαργαρίτα. Μια δική της σκλάβα. Λίγα χρόνια πριν, όταν ακόμα το πρόγραμμα εκπαίδευσης των σκλάβων ήταν στα σπάργανα.
   Ένα πρωινό η Μαργαρίτα, την βοηθούσε να διαλέξει παπούτσια που θα φορέσει για την βόλτα της στα μαγαζιά. Για να διώξει τη βαρεμάρα της, την έβαλε να γλείφει τις σκόνες από τα παπούτσια πριν της τα φορέσει στα πόδια, και μετά την έβαζε να της φορέσει άλλο ζευγάρι ανακαλύπτοντας ένα σωρό δικαιολογίες για να μην τα φορέσει. Μέσα σε είκοσι λεπτά είχε η Μαργαρίτα είχε γλείψει και της είχε φορέσει έξι ζευγάρια παπούτσια.
   Όταν βαρέθηκε και μ’ αυτό το παιχνίδι, την έστειλε να της φτιάξει πρωινό. Η Μαργαρίτα ετοιμαζόταν να φτιάξει τηγανίτες, όταν άρχισε αίφνης να χτυπάει το πρόσωπό της πάνω στο πυρωμένο μάτι της κουζίνας. Ξανά και ξανά με μανία. Κάθε φορά που το σήκωνε, έλεγε τη λέξη, χρόνος, επαναλαμβάνοντάς την κάμποσες φορές, προτού το χτυπήσει πάλι με δύναμη πάνω στο μάτι με τον ίδιο επιτακτικό και αγωνιώδη τρόπο που ξεστόμιζε ο Θωμάς εκείνα τα ακατάληπτα. 
   «Μα τι κάνει;»
   Η ερώτηση αφορούσε σ’ αυτό που έδειχναν τα βίντεο την συγκεκριμένη στιγμή. Το Θωμά δηλαδή να προσπαθεί να κόψει τα δάχτυλά του. Ήταν κάποιο είδος ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς, κάτι το οποίο δεν είχε περάσει στον Θωμά από το πρόγραμμα εκπαίδευσης. Της έκανε εντύπωση που στην ουσία είχε παρακούσει τις εντολές που είχαν περαστεί μέσα στον εγκέφαλό του, διαταγές που για τον Θωμά ήταν σαν να είχαν έρθει από το θεό. Ήταν αδύνατον να την παρακούσει ο οποιοσδήποτε.
   Είναι ένας αποστάτης, σκέφτηκε η Ανδριάνα και ύστερα άκουσε τη φωνή του υπηρέτη της μέσα στο μυαλό της: «Μα είναι αδύνατον να σας παρακούσει αφέντρα».
   Είναι προφανές πως ήξερε ότι απαγορεύεται να κάνει κακό στον εαυτό του, μιας και είναι περιουσιακό μου στοιχείο, σκέφτηκε πάλι. Και πάλι η φωνή του υπηρέτη: «Μα δεν είναι δυνατόν να σας παρακούσει αφέντρα».
   «Βγάλε το σκασμό επιτέλους σκλάβε» φώναξε χωρίς να είναι εκεί κάποιος να την ακούσει.
   Έπρεπε να κάνει διορθώσεις στο πρόγραμμα και ίσως και μετατροπές σε κάποια από τα ηλεκτρονικά συστήματα.
   Σταμάτησε να παρακολουθεί τα μόνιτορ και κινήθηκε προς την έξοδο του δωματίου. Έπρεπε να ετοιμαστεί να περιμένει την Άννα. Απ’ ότι είδε, πριν από δέκα λεπτά είχε φύγει από το σπίτι προφανώς για να έρθει στην έπαυλη.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #36 στις: Ιανουαρίου 20, 2011, 09:43:05 μμ »
29
Μετά την απομάκρυνση του πτώματος του Θωμά από τη βίλλα, από δύο σκλάβους, ο αρχι-σκλάβος Γιάννης –που εκτελούσε χρέη οικονόμου, κι ένας καμαριέρης, διατάχτηκαν από την Άννα να καθαρίσουν τη βίλλα.
   Ο Μανόλης ζήτησε κι αυτός να βοηθήσει στο καθάρισμα, αλλά για κάποιο λόγο που δεν είπε –δεν ήταν απαραίτητο άλλωστε να δίνει εξηγήσεις για τίποτα- η Άννα δεν του το επέτρεψε. Ο Μανόλης δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν ήξερε τι να κάνει τώρα που έφυγε η αφέντρα του από το σπίτι. Έστεκε έτσι σε μια γωνιά και απλώς κοιτούσε.
   Ανησυχούσε που έπρεπε να πάει στην Ανδριάνα.
   «Θέλω πολύ να ευχαριστήσω την αφέντρα μας» είπε ο Μανόλης στο Γιάννη.
   «Πολύ καλά θα κάνεις» απάντησε εκείνος.
   «Θαρρώ όμως πως τη δυσαρέστησα εχθές».
   Ο Γιάννης και ο καμαριέρης κοιτάχτηκαν με σημασία, όμως κανένας δεν αποκρίθηκε στο Μανόλη.
   «Με χτυπούσε την ώρα που κάναμε έρωτα» είπε τώρα ο Μανόλης.
   Έχοντας καθαρίσει το σπίτι, ο Γιάννης έδωσε εντολή στον καμαριέρη να πάει να καθαρίσει την κρεβατοκάμαρα της αφέντρας. Όταν έμεινε μόνος με το Μανόλη στο χολ, γύρισε και του είπε: «Άκου να δεις Μανόλη, σε ζηλεύουν όλοι εδώ μέσα για το προνόμιο που έχεις. Θα δίναμε και τη ζωή μας σε αντάλλαγμα για να βρεθούμε στη θέση σου. Όμως νομίζω πως δεν είναι συνετό να μιλάς για τις ιδιωτικές στιγμές σου με την αφέντρα μπροστά στους υπόλοιπους σκλάβους».
   Ο Μανόλης έσμιξε τα φρύδια του. «Δεν πρέπει, ε;»
   «Όχι, δεν πρέπει. Ποτέ και σε καμία περίπτωση».
   «Και γιατί όχι;»
   «Μανόλη είναι ζήτημα κοινωνικής συμπεριφοράς και μάλιστα αποτελεί μέρος των δεδομένων που περάστηκαν στον εγκέφαλό σου μετά την εκπαίδευση».
   Ο Μανόλης συνοφρυώθηκε. Ο Γιάννης –και προφανώς κανένας άλλος σκλάβος- δεν ήξερε πως ο Μανόλης δεν είχε εκπαιδευτεί. Αποφάσισε πως δεν έπρεπε να τους το πει.
   «Υποθέτω πως ναι, φορτώθηκαν. Θέλω να πω, αν νομίζεις πως έτσι έχουν τα πράγματα».
   «Δεν το νομίζω. Είμαι βέβαιος. Δεν πρέπει να κουβεντιάζεις την ερωτική σου ζωή με τον οποιονδήποτε, παρά μόνο με την αφέντρα».
   «Ωραία, αλλά βλέπεις με χτύπησε την ώρα που κάναμε έρωτα, όχι ας πούμε την ώρα που έκανα μασάζ στα πόδια της για να μου πει πως τελειώσαμε. Με έβριζε πολύ άσχημα».
   «Μανόλη…»
   «Α, μα είναι πολύ καλός άνθρωπος η αφέντρα, μάλλον εγώ θα πρέπει να υπέπεσα σε κάποιο πολύ σοβαρό παράπτωμα, αναγκάζοντάς την να μου φερθεί έτσι όπως μου φέρθηκε, όμως δεν ξέρω τι ήταν αυτό που την εξόργισε τόσο».
   «Μα να, που το κάνεις πάλι» είπε ο Γιάννης απηυδισμένος. «Μιλάς για την προσωπική σου σχέση με την αφέντρα».
   «Δίκιο έχεις αυτό κάνω. Αν όμως με βοηθούσες να αντιληφθώ τι ήταν αυτό που έκανα με αποτέλεσμα να θυμώσει τόσο πολύ η αφέντρα, ίσως να ήταν για το καλό τόσο το δικό μου, όσο και της αφέντρας».
   Ο Γιάννης τον κάρφωσε με το αυστηρό του βλέμμα. «Θα γνωρίζεις ασφαλώς πως είσαι ο υπηρέτης Μανόλης υπ’ αριθμόν πέντε ή όχι;»
   «Ναι το γνωρίζω και σκοπεύω να είμαι ο τελευταίος Μανόλης».
   «Τότε το καλό που σου θέλω, μην κουβεντιάζεις περί σεξ ούτε καν με την ίδια».
   «Τι; Ούτε καν με την αφέντρα; Μα τότε πως θα μάθω γιατί έγινε έξω φρενών μαζί μου;»
   Το αυστηρό βλέμμα του Γιάννη μαλάκωσε κάπως, ωστόσο συνέχισε να κοιτάζει τον Μανόλη το ίδιο έντονα. «Μπορεί να μην έκανες κάτι που την δυσαρέστησε».
   «Μα τότε γιατί με χτυπούσε; Γιατί μου τραβούσε τα μαλλιά;…»
   «Να το! Κάνεις πάλι το ίδιο λάθος».
   «Μα με κάποιον πρέπει να μιλήσω γι’ αυτό που μου συνέβη» κλαψούρισε ο Μανόλης.
   «Ε, τότε μίλα στον καθρέφτη, Μανόλη. Είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος να κουβεντιάσεις ένα τέτοιο ζήτημα».
   «Και τι θα βγει; Ο καθρέφτης είναι ένα άψυχο πράγμα. Εκτός κι αν είναι μαγικός όπως στη Χιονάτη και τους επτά νάνους».
   «Όταν κοιταχτείς στον καθρέφτη, ρώτησε τον εαυτό σου τι έμαθε μέσω του φορτώματος δεδομένων στην εκπαίδευση γύρω από το ζήτημα σαδισμού στο σεξ».
   Ο Μανόλης τώρα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Αν αυτή η γνώση ήταν κάτι που περνούσε μέσα στον εγκέφαλό του μέσω της εκπαίδευσης, θα έπρεπε να βρει ένα τρόπο να ελιχθεί ώστε ο Γιάννης να μην καταλάβει το παραμικρό.
   «Δεν νομίζω πως αυτό περιέχεται στο επιμορφωτικό μου πρόγραμμα».
   Ο Γιάννης τον κοίταξε παραξενεμένος. Ο Μανόλης αγωνιούσε.
   «Τότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να επιμορφωθείς κι άλλο… και να μάθεις να υπομένεις. Λοιπόν, αν τελειώσαμε, να φεύγω, γιατί έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #37 στις: Ιανουαρίου 23, 2011, 07:49:45 μμ »
30
Ο Μανόλης γευμάτιζε σε ένα μεγάλο δωμάτιο στο οποίο υπήρχε στρωμένη μια μεγάλη κουρελού και πάνω της υπήρχαν μπολ. Ήταν η τραπεζαρία των υπηρετών και τα μπολ -32 στον αριθμό- περιείχαν τροφή και νερό. Στη μέση της κουρελούς η Άννα είχε τοποθετήσει μια κανάτα η οποία έπαιζε το ρόλο του ανθοδοχείου. Όταν ήταν ευχαριστημένη με τους υπηρέτες τοποθετούσε σ’ αυτό το ανθοδοχείο λίγα λουλούδια και αυτό ήταν μια μορφή επιβράβευσης. Τώρα δεν είχε μέσα τίποτα.
   Μόλις ο Μανόλης τελείωσε με το γεύμα του, πήγε στην κουζίνα. Ο Γιάννης έστεκε μπροστά στο νεροχύτη και έπλενε τα πιάτα.
   Τα γεύματα της Άννας σερβίρονταν αποκλειστικά σε πανάκριβα σερβίτσια και η Άννα απαγόρευε κατηγορηματικά την τοποθέτηση τέτοιων σπάνιων κομματιών στο πλυντήριο των πιάτων. Έπρεπε απαραιτήτως να πλένονται στο χέρι.
   Αν κάποιο απ’ αυτά τα πιάτα γρατζουνιζόταν ή έσπαγε έστω κι ένα απειροελάχιστο κομμάτι, τα σκεύη πήγαιναν στα σκουπίδια, αφού πρώτα γινόταν χίλια κομμάτια στο κεφάλι ή σε όποιο μέρος του σώματος του υπηρέτη που το έσπασε, έκρινε η Άννα πως ήταν απαραίτητο να χτυπήσει. Απεχθανόταν οτιδήποτε παρουσίαζε έστω και την παραμικρή ατέλεια και η τιμωρία του υπηρέτη ήταν κάτι παραπάνω από παραδειγματική.
   «Γιάννη;»
   Του Γιάννη παραλίγο να του φύγει ένα ποτήρι από τα χέρια από την τρομάρα. Δεν είχε καταλάβει τον Μιχάλη που είχε έρθει από πίσω του.
   «Τι θέλεις πάλι;»
   «Μη φοβάσαι και δεν πρόκειται να κουβεντιάσω τα σεξουαλικά μου προβλήματα μαζί σου».
   «Α, πολύ ωραία».
   «Ωστόσο έχω κάποιες απορίες γύρω από ορισμένα πράγματα».
   «Δεν αμφιβάλλω».
   «Ο Θωμάς γιατί προσπαθούσε να κόψει τα δάχτυλά του;»
   «Αυτό τώρα κανείς άλλος δεν μπορεί να το γνωρίζει εκτός από τον ίδιο το Θωμά».
   «Ναι αλλά ήταν τόσο παράλογο» επέμεινε ο Μανόλης.
   «Ναι, το παρατήρησα».
   «Και όντας και εκείνος μέλος της Νέας Ράτσας, θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τα πάντα με λογική και μόνο».
   «Σωστά το έθεσες» συμφώνησε ο Γιάννης, όμως με ένα ύφος που ο Μανόλης δεν μπορούσε να ερμηνεύσει.
   «Γνώριζε καλά πως τα δάχτυλα αν τα έκοβε δεν επρόκειτο να ξαναβγούν» παρατήρησε ο Μανόλης. «Επομένως, ήταν σαν… σαν να προσπαθούσε να αυτοκτονήσει, σαν να αυτό-εξοντωνόταν με κάθε δαγκωματιά, όμως από την άλλη υποτίθεται πως εμείς δεν έχουμε την δυνατότητα να βλάψουμε τον εαυτό μας».
   Όπως καθάριζε με ένα πανάκι το εσωτερικό μιας πανάκριβης πορσελάνινης τσαγιέρας, ο Γιάννης είπε χωρίς να γυρίσει: «Μα δέκα κομμένα δάχτυλα δεν θα ήταν αιτία για να πεθάνει».
   «Ίσως, όμως χωρίς δάχτυλα δε θα μπορούσε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην αφέντρα του. Δεν θα μπορούσε να καθαρίσει τα παπούτσια της, ή οτιδήποτε άλλο του ζητούσε η αφέντρα να κάνει. Και αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό του».
   «Στην κατάσταση που τον είδες δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί λογικά και έξυπνα».
   Κι άλλωστε, όπως και οι δύο ήξεραν –ή τουλάχιστον ο ένας ήξερε, ο άλλος υπέθετε- αφού οι προδιαγραφές βάσει των οποίων είχαν «κατασκευαστεί» απέκλειαν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, στην ίδια λογική –τα μέλη της Νέας Ράτσας- δε μπορούσαν ούτε να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που πιθανόν να οδηγούσαν στην εξόντωσή τους.
   «Θέλεις να πεις δηλαδή ότι… ο Θωμάς είχε πάθει κάτι σαν νευρικό κλονισμό;» στην ιδέα και μόνο ο Μανόλης ένιωσε να παγώνει. Αν ο προγραμματισμένος Θωμάς, μπορούσε να πάθει κάτι τέτοιο, εκείνος που δεν είχε εκπαιδευτεί, τι θα μπορούσε να είχε πάθει. «Μα ασφαλώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατον!»
   «Έχω ακούσει την αφέντρα Ανδριάνα να χρησιμοποιεί τον όρο, προσωρινή διακοπή λειτουργίας. Αυτό που έπαθε λοιπόν ο Θωμάς ήταν προσωρινή διακοπή λειτουργίας».
   «Έτσι όπως το θέτεις δεν ακούγετε και τόσο σημαντικό».
   «Έτσι είναι».
   «Όμως η αφέντρα Ανδριάνα τον τερμάτισε τελικά».
   «Δεν γινόταν αλλιώς».
   «Αν κάποιος της παλιάς ράτσας έκανε κάτι παρόμοιο, θα λέγαμε πως τρελάθηκε. Ότι έχει παρανοήσει».
   «Ναι, όμως εμείς είμαστε ανώτεροι, και πολλά απ’ όσα συμβαίνουν σ’ αυτούς, εμάς δεν μας αγγίζουν. Σε ό,τι μας αφορά το κεφάλαιο της ψυχολογίας θα πρέπει να γραφτεί από την αρχή».
   Κι αυτή τη φορά τα λόγια του Γιάννη χρωμάτισε ένας παράξενος τόνος, κάτι σαν να ήθελε να δώσει στον άλλον να καταλάβει πως υπονοούσε περισσότερα απ’ όσα έλεγε.
   «Μα… μα δεν καταλαβαίνω» είπε ο Μανόλης απορημένος.
   «Θα καταλάβεις. Όταν θα έχεις ζήσει σ’ αυτό τον κόσμο αρκετά». 
   Πασχίζοντας ακόμα να κατανοήσει τα ακατανόητα, ο Μανόλης άνοιξε το στόμα και είπε τώρα: «Τι ήταν αυτό που είπε η αφέντρα Ανδριάνα στον Θωμά που τον έκανε να πεθάνει;»
   «Είναι μια λέξη. Αν την πει η αφέντρα Ανδριάνα και μόνο όταν αυτή η λέξη ακουστεί από τα χείλη της, νεκρώνουν τα πάντα μέσα σου. Σαν να υπάρχει μέσα σου κάτι εμφυτευμένο που ενεργοποιείται από τη συγκεκριμένη λέξη, που όμως πρέπει να είναι ειπωμένη από τα χείλη της».
   «Άλλο και τούτο!» είπε ο Μανόλης.
   «Δεν ξέρω, αλλά μάλλον δεν θα σου έκανε και τόσο εντύπωση αν είχες ζήσει πιο πολύ εδώ μέσα».
   «Σε παρακαλώ Γιάννη, μίλα πιο απλά».
   «Πιο απλά;»
   «Ναι πιο απλά. Μόλις τελείωσα την εκπαίδευσή μου και είμαι αφελής και άμαθος. Δώσε μου τα φώτα σου. Εντάξει;»
   «Μα έχεις μορφωθεί με το απ’ ευθείας κατέβασμα. Τι άλλο χρειάζεται να ξέρεις;»
   «Γιάννη, δεν είμαι εχθρός σου!»
   «Το ξέρω πως δεν με εχθρεύεσαι» γυρνώντας την πλάτη στο νεροχύτη και σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια πετσέτα. «Όμως ούτε και φίλος μου είσαι. Φιλία ίσον αγάπη, κι η αγάπη είναι συναίσθημα επικίνδυνο. Η αγάπη αποσπά τον εργαζόμενο και δεν του επιτρέπει να αποδίδει τα μέγιστα, όπως άλλωστε και το μίσος. Μεταξύ των μελών της Νέας Ράτσας δεν υπάρχουν ούτε φιλίες ούτε έχθρες».
   Ο Μανόλης σκέφτηκε πως έπρεπε να προσέξει πολύ στον χειρισμό του Γιάννη. Αν τον πίεζε πολύ κινδύνευε να φανερωθεί. 
   «Μα στον δικό μου προγραμματισμό δεν υπάρχει τέτοια στάση».
   «Δεν υπάρχει σε κανενός τον προγραμματισμό. Η στάση που λες εσύ Μανόλη είναι απλώς η φυσική συνέπεια του προγραμματισμού μας. Είμαστε κάτι σαν ρομπότ. Είμαστε όλοι εργάτες ίσης αξίας. Εργάτες που προσπαθούν και που μοχθούν για ένα κοινό, μεγάλο σκοπό: τη δημιουργία της τέλειας κοινωνίας, της ουτοπίας, και φυσικά τη λατρεία των θεών μας που μας δημιούργησαν, που μας έδωσαν πνοή και λόγο ύπαρξης. Όλα όσα κάνουμε γίνονται για χάρη της μεγαλειότητάς τους. Όλα όσα κάνουμε γίνονται με το θέλημά τους. Εκείνες είναι που μας προστατεύουν, μας σώζουν, μας καθοδηγούν. Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο –επειδή θέλουν εκείνες να συμβούν. Εμείς οι σκλάβοι είμαστε τυφλοί και πρέπει να βασιστούμε στις θεές μας να μας καθοδηγούν. Είμαστε κουφοί και ακούμε μόνο τη δική τους φωνή. Πανοπλία που μας προστατεύει είναι η πίστη μας σ’ αυτές και η τυφλή υποταγή στο θέλημά τους. Αν η πανοπλία μας έχει σκουριά, το κακό θα βρει τη ρωγμή. Κι τότε θα καταλήξουμε σαν τον Θωμά στη χωματερή.
   »Η αξία μας δεν μετριέται στη βάση του τι πετυχαίνει ο καθένας μας σαν μονάδα, αλλά στη βάση του τι πετυχαίνουμε όλοι μαζί από κοινού, σαν κοινωνικό σύνολο. Τι πιο σωστό;»
   «Είναι όντως;»
   «Σε αντίθεση με εμάς τους υπόλοιπους σκλάβους, σε κάποιους που επιλέγονται από τις αφέντρες –όπως εσύ- για πολύ προσωπικοί υπηρέτες, τους έχει παραχωρηθεί το προνόμιο να αισθάνεστε ντροπή και ταπεινοφροσύνη, μιας και η δημιουργός μας θέλει τους προσωπικούς υπηρέτες να διαθέτουν αυτές τις ιδιότητες».
   Ο Μανόλης αισθάνθηκε πως του γινόταν μια αποκάλυψη, από την οποία ο Μανόλης ήθελε να αποστρέψει το πρόσωπό του. Όμως αυτή η πόρτα άνοιγε σιγά-σιγά μετά από δική του επιμονή, όχι του Γιάννη.
   «Τα συναισθήματα Μανόλη είναι μια παράξενη ιστορία. Κι ίσως στην τελική είναι καλύτερα τα συναισθήματα αυτά να περιορίζονται στο φθόνο, και την οργή, το φόβο και το μίσος, μιας και η πορεία που διαγράφουν είναι κυκλική. Πάντα επιστρέφουν στην αφετηρία τους, ίδια με φίδια που καταπίνουν τις ουρές τους. Δεν οδηγούν πουθενά απολύτως, και χώρο στο μυαλό δεν αφήνουν για ελπίδα, κάτι δηλαδή θεμελιώδους σημασίας, αφού αυτή η ελπίδα –δεν πρόκειται ποτέ να εκπληρωθεί».
   Συνταραγμένος από τη στεγνότητα τόσο στον τόνο της φωνής όσο και στο ύφος του Γιάννη, ο Μανόλης ένιωσε να τον συμπονάει. Ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο του αρχι-σκλάβου, σαν να ήθελε να τον παρηγορήσει.
   «Όμως η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα της ντροπής» συνέχισε εκείνος «εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε οίκτο, και αυτό άσχετα με το αν η αφέντρα θέλει πράγματι να νιώσεις το συναίσθημα αυτό η όχι. Κι ο οίκτος γειτονεύει με την συμπόνια. Η συμπόνια με τη μεταμέλεια. Αυτά και πολλά ακόμη. Εσύ Μανόλη θα έχεις την ευκαιρία να νιώσεις πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να νιώσουμε εμείς οι υπόλοιποι σκλάβοι. Και μέσα από μια τέτοια πορεία συναισθημάτων, θα φτάσετε και στην ελπίδα».
   Ο Μανόλης ένιωσε κάτι σαν φούσκωμα στην καρδιά του, ένα βάρος, όμως δεν ήταν ακόμη σε θέση να εντοπίσει τι το προκαλούσε.
   «Αυτή η δυνατότητα να ελπίζεις… είναι τρομερό πράγμα, Μανόλη, αφού το πεπρωμένο σου κατά μια βάση είναι το ίδιο με το δικό μας. Δεν έχεις δική σου ελεύθερη βούληση. Έτσι ποτέ δεν θα μπορέσεις να επιδιώξεις την εκπλήρωση των όποιων ελπίδων σου».
   «Ναι αλλά ο Θωμάς;… πως εξηγείται αυτό που συνέβη στο Θωμά;»
   «Ο χρόνος Μανόλη. Ο χρόνος, τικ, τοκ, τικ, τοκ, τικ, τοκ. Αυτά τα απρόσβλητα από τον πόνο υπέροχα σώματα, μας έχει πει κανείς πόσο θα αντέξουν;»
   «Δεν ξέρω, φαντάζομαι πάρα πολλά χρόνια».
   Δεν μπορούσε να κάνει εκτίμηση. Αυτή ήταν μια πληροφορία που θα είχε κανονικά φορτωθεί στο κεφάλι του, αν είχε εκπαιδευτεί. Όμως ο Γιάννης ήταν πολύ απορροφημένος σ’ αυτά που έλεγε για να δώσει σημασία σε κάτι τέτοιο. Κούνησε μόνο το κεφάλι του και είπε: «Ίσως η απελπισία αντέχεται… όμως όχι για πολλά χρόνια. Στην περίπτωση του Θωμά, μόλις πέντε. Μετά τα πέντε χρόνια του προέκυψε αυτή η… προσωρινή διακοπή λειτουργίας».
   Ο ώμος του Γιάννη δεν χαλάρωσε στο άγγιγμα του Μανόλη. Έτσι στο τέλος εκείνος τράβηξε το χέρι του.
   «Ωστόσο αν έχει κανείς τη δυνατότητα να ελπίζει Μανόλη, τη στιγμή που όμως ξέρει πως δεν έχει καμία πιθανότητα να εκπληρωθούν οι ελπίδες του, τότε πολύ αμφιβάλω αν θα αντέξει έστω και πέντε χρόνια. Στην περίπτωσή σου, πιστεύω πως δεν θα αντέξεις ούτε τρία».
   Ο Μανόλης σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο της κουζίνας. Κοίταξε το γεμάτο σαπουνάδες νερό μέσα στο νεροχύτη. Ύστερα τα τοποθετημένα στο στεγνωτήριο πιάτα. Τα χέρια του Γιάννη. Μέχρι που στο τέλος οι ματιές τους αντάμωσαν.
   «Σε λυπάμαι» είπε τώρα ο Μανόλης.
   «Το ξέρω» αποκρίθηκε ο Γιάννης. «Εγώ όμως δεν αισθάνομαι το παραμικρό για σένα Μανόλη. Και το ίδιο ισχύει για όλους τους άλλους. Που θα πει πως είσαι… μοναδικά ολομόναχος».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #38 στις: Ιανουαρίου 25, 2011, 06:20:54 μμ »
31
«Ελπίζω να είμαι ευπρόσδεκτη τόσο πρωί» είπε η Άννα και έκανε μια μικρή υπόκλιση μπροστά στην Ανδριάνα που καθόταν στο μεγάλο σαλόνι, φαινομενικά απολαμβάνοντας αρκετές στιγμές ηρεμίας.
   Σηκώθηκε όρθια από την πολυθρόνα αφήνοντας το βιβλίο που διάβαζε στο τραπεζάκι δίπλα της. Ο υπηρέτης στέναξε –ωστόσο όχι δυνατά- κάτω από τα μυτερά τακούνια της Ανδριάνας. Εκείνη χωρίς να χάσει την ισορροπία της και σαν να κατέβαινε από ένα σκαλοπάτι, κατέβηκε από τον υπηρέτη και τον διέταξε να φύγει σε άλλο δωμάτιο.
   Η Ανδριάνα κοίταξε την Άννα.
   «Πως πάνε τα πράγματα Άννα;»
   «Ο Θωμάς μου χάλασε το πρωινό. Έτσι πάνε τα πράγματα».
   «Αυτή δεν ήταν η πρόθεσή μου» είπε η Ανδριάνα και μειδίασε.
   «Τι στο καλό συνέβη; Μπορείς να μου πεις;»
   «Ένα ατυχές συμβάν. Αυτό συνέβη. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που σε παρόμοιο ατυχές συμβάν, δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτα».
   «Τι εννοείς;»
   «Εννοώ αυτόν που έχεις μέσα στην κρεβατοκάμαρά σου και δεν θέλεις να εκπαιδεύσεις».
   «Παρακολουθείς το σπίτι μου!»
   «Περίμενες κάτι άλλο;» το πρόσωπο της Ανδριάνας τώρα σκλήρυνε. Η Άννα δεν πρόλαβε να μιλήσει γιατί η Ανδριάνα συνέχισε με μια κοφτή διαταγή: «Ακολούθησέ με!»
   
Η Ανδριάνα την οδήγησε σε μια αίθουσα ιδιωτικών προβολών με πλούσιο βαρύτιμο διάκοσμο ρώσικου στυλ, ακριβές αντίγραφο των αντίστοιχων αιθουσών των παλατιών της Αγίας Πετρούπολης.
   «Επέλεξα αυτό το χλιδάτο στυλ προς τιμήν του μακαρίτη και φίλου της γιαγιάς μου του Ιωσήφ Στάλιν, του κουμουνιστή δικτάτορα και οραματιστή. Ο Στάλιν είχε χρηματοδοτήσει πλουσιοπάροχα τις σχετικές με τη Νέα Ράτσα έρευνες, τις οποίες είχε ξεκινήσει η γιαγιά μου, μετά συνέχισε η μητέρα μου και τώρα εγώ. Οι έρευνες αυτές είχαν ξεκινήσει μετά το τέλος του Γ’ Ράιχ. Ο Στάλιν είχε τόση εμπιστοσύνη στα σχέδια της γιαγιάς μου να δημιουργήσει τελικά ένα προηγμένο είδος ανθρώπου –όχι απαραίτητα σκλάβους- που θα ήταν όμως απόλυτα ελεγχόμενο και πειθήνιο, που διέταξε την εξόντωση σαράντα εκατομμυρίων ανθρώπων με διάφορους τρόπους, πολύ πριν την τελειοποίηση της τεχνολογίας των δεξαμενών δημιουργίας».
   «Δεξαμενές δημιουργίας;» η Άννα τα ‘χασε. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ γι’ αυτό.
   «Θα καταλάβεις σε λίγο. Τώρα όμως άκου προσεχτικά.
   »Προσβλέποντας στην αθανασία, ο Στάλιν είχε υιοθετήσει κάποιες από τις τεχνικές που εφάρμοζε η γιαγιά μου στον εαυτό του, καταφέρνοντας να επιμηκύνει τη ζωή του. Δυστυχώς όμως ο Στάλιν έπασχε ήδη από καρκίνο στον εγκέφαλο, γιατί την εποχή που εφάρμοζε αυτές τις τεχνικές είχε ήδη περιέλθει σε κατάσταση παράνοιας.
   »Το αποτέλεσμα; Ο Στάλιν πάθαινε αιφνίδιες κρίσεις βίας και ξεσπούσε πάνω στους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντός του, ή και πάνω στα έπιπλα. Οι πιο στενοί συνεργάτες του δικτάτορα τον δηλητηρίασαν τελικά, καταφέρνοντας να συγκαλύψουν το γεγονός πως είχαν διαπράξει πραξικόπημα. Έτσι η τύχη είχε γυρίσει την πλάτη στη γιαγιά μου και ο πακτωλός χρημάτων υπέρ των ερευνών της στέρεψε εν μία νυκτί, όταν τον Στάλιν διαδέχθηκαν στην εξουσία οι ψιλικατζήδες και οι σπαγκοραμμένοι».
   Η Ανδριάνα κινήθηκε προς την πόρτα που οδηγούσε στη βιβλιοθήκη. Όταν έφτασαν εκεί, η Άννα αναρίγησε στη θέα τόσων πολλών βιβλίων, αφού ήξερε πως σύμφωνα με τα πιστεύω της Ανδριάνας, τα βιβλία μόλυναν τη σκέψη. Το διάβασμα των βιβλίων είχε δώσει τόσες σατανικές γνώσεις στον γέρο που προσπάθησε να οργανώσει σχέδιο δολοφονίας της. Κάπου βαθειά μέσα της η Άννα ευχήθηκε ο γέρος να τα είχε καταφέρει.
   Έδιωξε αυτή τη σκέψη.
   Προχωρώντας στο βάθος του δωματίου, η Ανδριάνα έσερνε τα δάχτυλά της κατά μήκος του κάτω μέρους ενός ραφιού, απολαμβάνοντας την αίσθηση του άψογα πλανισμένου ξύλου. Άγγιξε τον κρυφό διακόπτη και τον γύρισε και ένα τμήμα της βιβλιοθήκης αποδείχτηκε πως ήταν μυστική πόρτα, που άνοιξε όπως ήταν στηριγμένη σε περιστρεφόμενους μεντεσέδες. Η πόρτα άνοιγε σε ένα μυστικό πέρασμα.   









32
Μόλις η Ανδριάνα και η Άννα μπήκαν στο μυστικό πέρασμα, το κομμάτι της βιβλιοθήκης που άνοιγε σαν πόρτα, έκλεισε πίσω τους αυτόματα.
   Οι τοίχοι και το ταβάνι του διαδρόμου, που είχε πλάτος ένα μέτρο και κάτι, ήταν από τσιμέντο. Η Άννα είχε την αίσθηση πως είχε μπει σε καταφύγιο, στα έγκατα μια ρημαγμένης από βομβαρδισμούς πόλης.
   Προφανώς αισθητήρες κίνησης έλεγχαν το φωτισμό, γιατί όταν στάθηκαν ακίνητες για λίγο, τα φώτα έσβησαν και το μυστικό πέρασμα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μόλις έκαναν πάλι να κινηθούν τα φώτα άναψαν και πάλι. Ο διάδρομος πήγαινε μόνο προς μία κατεύθυνση, και στο τέλος του υπήρχε μια επιβλητική πόρτα από μασίφ ατσάλι.
   Επειδή η Ανδριάνα ήταν μανιακή με τα τεχνολογικά γκάτζετ, η Άννα υπέθεσε πως η πόρτα θα ανοιγόκλεινε με ηλεκτρονική κλειδαριά. Η Ανδριάνα κατά την αγαπημένη της συνήθεια, θα είχε εξοπλίσει την πόρτα με κάποιο σκάνερ που θα διάβαζε το αποτύπωμα της παλάμης της ή κάτι τέτοιο, ανοίγοντας μόνο για εκείνη και για κανέναν άλλο.
   Προς έκπληξη της Άννας όμως, η συγκεκριμένη πόρτα ήταν ασφαλισμένη με ατσάλινους σύρτες πάχους μιας ίντσας. Ο ένας ήταν ψηλά στο πάνω μέρος της πόρτας, ο άλλος ήταν χαμηλά, στο ύψος του κατωφλιού, κι άλλοι τρεις στερεωμένοι στον ορθοστάτη, απέναντι από τους ογκώδεις μεντεσέδες. 
   Η Άννα σκέφτηκε πως δεν ήθελε να ανοίξει η πόρτα. Ένιωθε πως ο χώρος πίσω από την πόρτα ήταν κουτί, και η πόρτα ήταν το καπάκι του κουτιού. Είδε σαν όραμα τον εαυτό της να είναι η Πανδώρα και αμέσως στο μυαλό της ήρθε ο μύθος της, ο οποίος έλεγε πως ήταν η πρώτη γυναίκα της οποίας η περιέργεια την είχε ωθήσει να ανοίξει το κουτί στο οποίο ο Προμηθέας κρατούσε σφαλισμένα όλα τα κακά που θα μπορούσαν να βρουν τους ανθρώπους.
   Ο μύθος την έκανε να διστάσει. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν είχε νόημα μιας και η Ανδριάνα είχε σκοπό να της δείξει τι κρυβόταν πίσω από κείνη την πόρτα. Έτσι κι αλλιώς η ανθρωπότητα ήταν καταδικασμένη αν προχωρούσαν τα σχέδια της Ανδριάνας. Ακόμη και η ίδια ίσως μια μέρα έπαιρνε την εντολή να σκοτώσει όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσε.
   Παίρνοντας υπ’ όψιν της το εντυπωσιακό βάρος της ατσάλινης πόρτας, αλλά και των συρτών που την κρατούσαν σφαλισμένη, η Άννα έφτασε στο συμπέρασμα πως πίσω της έπρεπε να υπήρχε κάτι μεγάλης σημασίας για την Ανδριάνα.
   «Δεν είμαι σίγουρη πως θέλω να δω τι κρύβεται πίσω από την πόρτα» είπε η Άννα σαν να μονολογούσε αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Ήθελε να το πάρει πίσω αλλά δεν γινόταν πια.
   «Αν σου μέλλει να αποδειχτείς η καλύτερη φίλη μου τότε ασφαλώς θα πρέπει να είσαι σε θέση να με κατανοήσεις όσο καλύτερα γίνεται, και για να το πετύχεις αυτό, θα πρέπει να γνωρίζεις καλά όσα είναι για μένα ανεκτίμητα» της είπε η Ανδριάνα.
   Η Ανδριάνα πλησίασε στην πόρτα και τράβηξε το σύρτη που ήταν στο πάνω μέρος της, ύστερα τον άλλο κάτω χαμηλά. Τον έναν μετά τον άλλο τράβηξε όλους τους σύρτες από τον ορθοστάτη.
   Ο ατσάλινος συμπαγής όγκος άνοιξε αργά προς τα μέσα, και τότε στο ταβάνι του χώρου που ανοίγονταν τώρα μπροστά τους άναψε μια σειρά από φώτα. Διαβαίνοντας το κατώφλι, η Άννα πρόσεξε πως η βαριά πόρτα που είχε ανοίξει εύκολα κι αθόρυβα πάνω σε στρογγυλούς σαν μπίλιες ρουλεμάν μεντεσέδες, είχε πάχος περίπου είκοσι εκατοστά.
   Βρέθηκαν σε ένα δεύτερο πέρασμα μήκους τεσσάρων περίπου μέτρων, που κατέληγε σε μια πόρτα ίδια με την άλλη. Από τους τοίχους δεξιά και αριστερά του διαδρόμου έβγαιναν σιδερόβεργες. Οι βέργες στον αριστερό τοίχο έμοιαζαν να είναι από χαλκό. Οι άλλες που έβγαιναν από το δεξί τοίχο, ήταν από άλλο μέταλλο, ίσως ατσάλι, ίσως όχι.
   Κάτι σαν μουρμουρητό διαχέονταν στο διάδρομο. Ήταν σαν να έβγαινε από τις σιδερόβεργες.
   «Όταν χρειάζεται –για τον οποιονδήποτε λόγο- ισχυρά ρεύματα που διατρέχουν τις σιδερόβεργες, ενώνονται διαγράφοντας διάφορα τόξα, με αποτέλεσμα να κάνουν να εξατμιστεί ή να γίνει ψητός οποιοσδήποτε τολμήσει να σταθεί ανάμεσά τους» είπε η Ανδριάνα και προχώρησε δυο βήματα στο εσωτερικό του διαδρόμου, όπου μια φωτεινή δέσμη λέιζερ σπαθίζοντας ξαφνικά το χώρο βγαίνοντας από ένα φωτιστικό σώμα από το ταβάνι τη σκανάρισε απ’ την κορφή ως τα νύχια, εστιάζοντας ξανά στο κεφάλι της, σαν να επεξεργαζόταν τη μορφή της.
   Η φωτεινή δέσμη έσβησε το ίδιο ξαφνικά, και οι σιδερόβεργες έπαψαν να εκπέμπουν το βουητό τους. Ο μικρός διάδρομος βυθίστηκε στη σιωπή. Η Άννα σκέφτηκε πως η Ανδριάνα είχε προφανώς περάσει με επιτυχία το σκανάρισμα, και έτσι η παγίδα απενεργοποιήθηκε. Αν τώρα πάλι λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, ακόμα κι αν περπατούσε με μικρά προσεχτικά βήματα, δε θα γλίτωνε το ψήσιμο. Μ’ αυτή τη σκέψη προχώρησε θαρρετά μπροστά ακολουθώντας την Ανδριάνα, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα πίσω της.
   Η μέρα της που είχε ξεκινήσει με το βίαιο ξέσπασμα και το θάνατο του Θωμά που τόσο την είχε ταράξει, νόμιζε πως δεν θα εξελιχθεί και τόσο ρόδινα. Ίσως όμως τα πράγματα να πήγαιναν καλύτερα. Το γεγονός πως δεν είχε πάθει ηλεκτροπληξία, ήταν καλό σημάδι.     

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #39 στις: Ιανουαρίου 26, 2011, 05:37:22 μμ »
33
Έχοντας τραβήξει στο πλάι και τους πέντε σύρτες της δεύτερης, σαν θησαυροφυλακίου πόρτας, η Ανδριάνα γύρισε και κοίταξε την Άννα , απολαμβάνοντας στο έπακρο την αγωνία της. Σίγουρα θα είχε καταλάβει πέραν κάθε αμφιβολίας πως αυτή η δεύτερη πόρτα θα είχε κάτι ύψιστης σημασίας.
   Η Άννα αγωνιούσε. Υπέθετε πως αυτό που έκρυβε η πόρτα θα την βοηθούσε να κατανοήσει σε βάθος και σε όλες τις πτυχές της, την ψυχή της Ανδριάνας. Μέσα στις επόμενες στιγμές ίσως να μάθαινε περισσότερα για την φίλη της απ’ όσα θα μάθαινε ζώντας ένα ολόκληρο χρόνο δίπλα της.
   Περίμενε πως θα έβρισκε μια καταγραφή των μύχιων μυστικών της, των προσδοκιών της, των παρατηρήσεών της. Βέβαια κατά βάθος ήταν μάλλον ανεδαφικό να πιστεύει κανείς πως η Ανδριάνα έκανε όλο αυτό τον κόπο και χρησιμοποιούσε όλες αυτές τις μεθόδου, προκειμένου να διαφυλάξει ένα απλό ημερολόγιο.
   Εν πάση περιπτώσει όμως η Άννα ήλπιζε κι ευχόταν πως το τέλος η Ανδριάνα θα της αποκάλυπτε μια τέτοια γραμμένη στο χαρτί κατάθεση ψυχής, που θα της έδινε την ευκαιρία να γνωρίσει την φίλη της καλύτερα, που θα της άνοιγε το δρόμο ως τα βάθη της καρδιάς της.
   Στο μεταξύ δεν της είχε διαφύγει η λεπτομέρεια πως οι σύρτες στις δύο πόρτες ήταν από την έξω μεριά. Που με τη σειρά του σήμαινε πως είχαν φτιαχτεί ώστε να κρατούν φυλακισμένο εκεί μέσα κάποιον ή κάτι.
   Η Άννα δεν ήταν αυτό που λέμε άφοβη. Παρόλο που η Ανδριάνα της είπε πως τη θεωρεί φίλη της, την είχε εκβιάσει με τις φωτογραφίες. Από τη στιγμή που με μια της λέξη μπορούσε να σκοτώσει όποιον είχε περάσει από εκπαίδευση, πράγμα που αποδείχτηκε στην περίπτωση του Θωμά, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα μπορούσε να της κάνει εκεί που βρίσκονταν τώρα.
   Συνειδητοποίησε πως άσχετα από φίλη, η ίδια η ύπαρξη της Άννας ήταν υποταγμένη κι εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από την Ανδριάνα. Όταν η ζωή σου κρέμεται από μια κλωστή που μπορεί ανά πάσα ώρα να κοπεί από μια κοφτερή στυγνή γυναίκα όπως ήταν η Ανδριάνα, τότε δεν έχεις και πολλά περιθώρια παρά να ακολουθήσεις ρητά τις εντολές της.
   Η Ανδριάνα άνοιξε τελικά την δεύτερη πόρτα και ο χώρος που ανοιγόταν μπροστά τους φωτίστηκε αυτόματα. Διάβηκαν το κατώφλι και βρέθηκαν σε ένα άνετο σαλόνι βικτωριανού στυλ.
   Δίχως παράθυρα, ο περίπου 50 τετραγωνικά χώρος είχε πάτωμα από καλογυαλισμένο μαόνι κι ήταν στρωμένος από ένα βαρύ περσικό χαλί. Οι τοίχοι του ήταν ντυμένοι με ταπετσαρίες και το ταβάνι –επίσης από μαόνι- ήταν χωρισμένο σε τετράγωνα τελάρα. Το περασμένο με μαύρο βερνίκι ξύλο του τζακιού περιστοιχίζονταν από πλακάκια στην εστία.
   Βαλμένος ανάμεσα σε δύο λαμπατέρ, ήταν ένας Τσέστερφιλντ καναπές με πάνω του ακουμπισμένα μαξιλάρια.
   «Εδώ έρχομαι όταν θέλω απλά να ξαποστάσω και όταν θέλω να σκεφτώ και να συλλάβω με το λαμπρό μου μυαλό σχέδια μεγαλεπήβολα και μοναδικά» είπε η Ανδριάνα.
   Λίγο πιο δίπλα υπήρχε μια καρέκλα με ψηλή ράχη και ένα σκαμνάκι για τα πόδια.
   Εκείνο που τράβηξε όμως περισσότερο την προσοχή της Άννας, ήταν μια τεράστια βιτρίνα με 3 μέτρα μήκος, 1,5 μέτρο φάρδος και βάθος πάνω από ένα μέτρο. Στηριζόταν πάνω σε τέσσερα μπρούτζινα πόδια σαν αρπακτικών, που έσφιγγαν το καθένα από μια μπάλα ανάμεσα στα γαμψά του νύχια. Τα έξι φύλλα τζαμιού γώνιαζαν στις άκρες, κάνοντας να παιχνιδίζει το φως που τις χτυπούσε κι ήταν στερεωμένες σε κορνίζες από φίνα δουλεμένο μπρούτζο με επίχρυσα επιθέματα. Όλη μαζί η βιτρίνα έμοιαζε με τεράστια μπιζουτιέρα.
   Κάτι ακαθόριστο με χρυσοκόκκινο χρώμα έπιανε όλο το εσωτερικό της βιτρίνας, κι ήταν σαν να προκαλούσε το μάτι να μαντέψει περί τίνος ακριβώς επρόκειτο. Τη μια στιγμή το μυστήριο υλικό έμοιαζε με υγρό που το διέτρεχαν ρεύματα που μόλις τα έπιανε το μάτι. Την άλλη στιγμή έμοιαζε με πυκνό ατμό, αέριο ίσως, που αναδευόταν στο εσωτερικό της βιτρίνας.
   Έτσι όπως διαθλούσε το φως των λαμπατέρ που απορροφούσε, αυτή η υγρή, ή αεριώδης μάζα έμοιαζε να φέγγει ολόκληρη. Και αυτή η εσωτερική φωτεινότητα άφηνε να φανεί ένα σκοτεινό σχήμα που αιωρείται στο κέντρο της βιτρίνας.
   Πλησιάζοντας τώρα στη βιτρίνα, η Άννα πρόσεξε πως η σκιά του άγνωστου πράγματος ήταν σα να σάλεψε λίγο. Το πράγμα ταλαντεύτηκε ελάχιστα μέσα στη μάζα σαν αντικείμενο στον πάτο της θάλασσας που το πηγαινοφέρνουν υπόγεια ρεύματα.
   Ή τουλάχιστον έτσι της είχε φανεί.
   Η Άννα κινήθηκε γύρω από την τεράστια βιτρίνα κοιτώντας εξεταστικά την κάθε λεπτομέρεια. Στην αρχή της φάνηκε σαν τεράστια μπιζουτιέρα. Μα τώρα έμοιαζε και σαν νεκρόκασα, υπερβολικά μεγάλη και ασυνήθιστη.
   Η Άννα πίστευε πως μέσα στη βιτρίνα υπήρχε κάποιο πτώμα, αν και πολύ θα ήθελε να πιστέψει κάτι διαφορετικό. Στο κέντρο της βιτρίνας, ο καλυμμένος με το κεχριμπαρένιο υγρό -ή αέριο- όγκος έμοιαζε να έχει μέλη –πόδια, χέρια κεφάλι. Ήθελε πολύ να πιστεύει πως ήταν μια σκοτεινή άμορφη μάζα, και όχι ένα ανθρώπινο λείψανο.
   Όταν χτύπησε το τζάμι με το κότσι του δαχτύλου της, από το τοκ που ακούστηκε κατάλαβε πως το τζάμι είχε πάχος τουλάχιστον μία ίντσα. Πίσω από το τζάμι, κάτω ακριβώς από το σημείο που χτύπησε με το δάχτυλο, η κεχριμπαρένια άχλη –απ’ ό,τι κι αν ήταν- ρυτίδιαζε, ακριβώς όπως το νερό της λίμνης όταν πετάξεις μέσα ένα πετραδάκι. Το ρυτίδιασμα, όπως απλωνόταν, πήρε μια γαλαζοπράσινη απόχρωση και σχημάτισε ένα δαχτυλίδι που ανέβηκε στην επιφάνεια και σβήστηκε. Κι αμέσως μετά η κεχριμπαρένια άχλη αποκαταστάθηκε.
   Γονατίζοντας τώρα κάτω στο περσικό χαλί, κοίταξε κάτω από τη γυάλινη βιτρίνα, και είδε ηλεκτρικά καλώδια και σωληνώσεις διαφόρων διαμετρημάτων και χρωμάτων που έβγαιναν από τον πάτο της βιτρίνας και χάνονταν βαθειά στο δάπεδο. Αυτό τώρα υποδήλωνε πως κάτω από το πάτωμα υπήρχε ένα δωμάτιο με ηλεκτρικούς πίνακες και αντλίες.
   Η Άννα στάθηκε και πάλι όρθια κι έκανε άλλη μια φορά το γύρο της βιτρίνας, προσπαθώντας να βρει που ήταν το τέλος και που η αρχή της βιτρίνας. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί αφού η κατασκευή της βιτρίνας δεν βοηθούσε στο ελάχιστο. Έσκυψε για να πλησιάσει το κεφάλι όσο πιο κοντά στο τζάμι μπορούσε, μήπως καταφέρει και διαπεράσει το βλέμμα της την κεχριμπαρένια θολούρα. Τότε ακριβώς το μάτι της πήγε στο κάτω μέρος της βιτρίνας όπου υπήρχε ένα πολύ μικρό μπρούτζινο ταμπελάκι που έγραφε με σκαλιστά καλλιγραφικά γράμματα: Η ΠΡΩΤΗ ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑΣ. 
   «Τι στο καλό είναι αυτό το πράγμα;» ρώτησε την Ανδριάνα που είχε καθίσει στον καναπέ με τα πόδια μαζεμένα από κάτω της και την παρακολουθούσε με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της.
   Κρατούσε ένα μικρό τηλεχειριστήριο και πάτησε ένα μικρό κουμπί που υπήρχε πάνω του.
   Τούτη τη φορά αυτό που υπήρχε μέσα στη δεξαμενή όντως σάλεψε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #40 στις: Ιανουαρίου 27, 2011, 05:18:15 μμ »
34
Ο ακαθόριστος όγκος είχε σαλέψει, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό: σαν να το είχε διατρέξει ένας σπασμός όπως ήταν βυθισμένο μέσα στο κεχριμπαρένιο υγρό ή αέριο. Είτε είχε αντιδράσει στο πάτημα του κουμπιού από την Ανδριάνα ή απλώς η στιγμή που είχε σαλέψει ήταν συμπτωματική. Το είπε στην Ανδριάνα.
   «Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Ξέχασες;» της απάντησε η Ανδριάνα. «Ολόκληρο το σύμπαν δεν είναι παρά ένας ωκεανός απέραντος χάους όπου το τυχαίο συγκρούεται με το περιστασιακό και εκτοξεύει θραύσματα κομμάτια από άνευ ουσίας συμπτώσεις σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας».
   «Ξέρω. Και στόχος της Νέας Ράτσας είναι να βάλει τάξη στο χάος, να δαμάσει τη φοβερή καταστροφική δύναμη του σύμπαντος, υποτάσσοντας τη στις ανάγκες αυτής της ράτσας, να δώσει νόημα σ’ ένα από καταβολής χρόνου ανούσιο δημιούργημα» απάντησε η Άννα.
   «Το νόημα που θα επιβάλλει η Νέα Ράτσα στο σύμπαν, είναι το νόημα του δημιουργού της. Αυτό που έκανα εγώ εδώ και πολλά χρόνια δεν ήταν άλλο από το να συνεχίσω αυτό που έκανε η γιαγιά μου. Αυτό που αργότερα πέρασε στη μητέρα μου».
   «Δεν καταλαβαίνω, τι θέλεις να πεις;»
   «Η εκπαίδευση που λάμβαναν οι άνθρωποι της παλιάς ράτσας, ήταν έργο δικό μου. Η τεχνολογία εξελίχθηκε. Δεν έμεινα εγώ πίσω. Αυτό που βλέπεις μπροστά στα μάτια σου, είναι το αποτέλεσμα ερευνών μου. Δεν χρειάζεται πλέον να φέρνουμε εδώ ανθρώπους για εκπαίδευση. Θα δημιουργούμε ανθρώπους της Νέας Ράτσας. Ανθρώπους που σαν στόχο θα έχουν την εξύψωση του ονόματός μου και του προσώπου μου. Εκπλήρωση της κάθε επιθυμίας μου και του οράματός μου. Και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία τα μέλη της Νέας Ράτσας θα πάρουν μία και μοναδική ικανοποίηση: ότι έχουν εκπληρώσει στο ακέραιο τις βουλές μου.
   »Ζήτησες από εκείνον το σκλάβο να γίνει πατέρας του παιδιού σου. Αυτό το πράγμα δεν θα υπάρχει πια. Τα μέλη της Νέας Ράτσας θα είναι δημιουργήματά μου. Δεν θα είναι μέλη μιας οικογένειας, απλώς θα είναι επινοήσεις μου, κατασκευάσματά μου, και πάνω απ’ όλα ιδιοκτησία μου.
   »Ο θεσμός της οικογένειας είναι πρωτόγνωρος και καταστροφικός, μιας και βάζει το δικό της καλό πάνω από το καλό της κοινωνίας όλης. Η σχέση πατέρα-μητέρα-παιδιού είναι αντεπαναστατική και πρέπει να καταργηθεί. Για τα δημιουργήματά μου, οικογένεια θα είναι όλη η ράτσα, ο καθένας τους θα είναι ο αδερφός ή η αδερφή των άλλων, έτσι καμία σχέση δεν θα είναι ξεχωριστή από τις άλλες.
   »Μια ράτσα, μια φαμίλια, ένα τεράστιο μελίσσι που οι εργάτες του θα δουλεύουν ενωμένοι για τον κοινό σκοπό, χωρίς να αποσπάται η προσοχή τους από έννοιες, όπως ατομικότητα και οικογένεια. Θα μπορεί να πετύχει οτιδήποτε βάζει στόχο, και η αστείρευτη ακατάβλητη ενέργεια, απαλλαγμένη από βλακώδεις συναισθηματισμούς, θα μπορεί να αντιμετωπίσει νικηφόρα όλες τις προκλήσεις που επιφυλάσσει το σύμπαν γι’ αυτούς. Θα είναι ένα δυναμικό ασυγκράτητο είδος που θα ορμήσει και θα δρέψει δάφνες δόξας με τα αλλεπάλληλα επιτεύγματά του».
   Η Άννα ένιωσε να την κυριεύει ένας φόβος πρωτόγνωρος. Ένας φόβος που ήταν σαν να πηγάζει από το ίδιο της το αίμα και από τα βάθη του είναι της, τόσο, που όση ώρα μιλούσε η Ανδριάνα και βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο, εκείνη οπισθοχωρούσε μέχρι που έφτασε προς τη μεριά της καρέκλας με την ψηλή ράχη. Βρέθηκε καθισμένη στην καρέκλα χωρίς να έχει καταλάβει πως, αφού την είχε συνεπάρει το λογύδριο της Ανδριάνας. Δεν σκεπτόταν πια μόνο πια θα είναι η επόμενη κίνησή της, αλλά και κάτι άλλο πιο βασικό: διερευνούσε τα δικά της βαθύτερα κίνητρα.
   Τα αυτιά της βούιζαν. Την Ανδριάνα την άκουγε ακατάληπτα. Άκουγε για κλωνοποίηση, άκουγε για πιστά αντίγραφα που θα έπαιρναν την θέση ανθρώπων με τρομερές θέσεις –όπως πρωθυπουργοί, πρόεδροι τη δημοκρατίας, αρχηγοί της αστυνομίας και άλλοι παρόμοιοι. Η Άννα άκουγε τώρα την Ανδριάνα κάπου στο βάθος του μυαλού της: «…Οι κλώνοι αυτοί θα προτρέπονται να κάνουν έρωτα μεταξύ τους, με κάθε τρόπο και με κάθε πιθανό και απίθανο συνδυασμό, όσο πιο συχνά και όσο πιο βίαια θέλουν. Θα είναι έτσι κατασκευασμένοι που θα είναι ανθεκτικοί σε οτιδήποτε. Η κυτταρική μορφή τους θα είναι τόσο συμπαγείς που δεν θα καταλαβαίνουν τίποτα. Θα είναι κάτι σαν τον σούπερμαν.
   »Ωστόσο δεν θα μπορούν να αναπαράγουν. Γιατί οι πολίτες αυτού του νέου θαυμαστού κόσμου, θα είναι όλοι τους όντα δημιουργημένα μέσα στις δεξαμενές δημιουργίας. Θα ενηλικιώνονται και θα μορφώνονται με απ’ ευθείας φόρτωμα αρχείων στον εγκέφαλό τους, όσο θα είναι μέσα στη δεξαμενή. Και όλο αυτό στο διάστημα τεσσάρων μόλις μηνών.
   »Και ξέρεις πως ξεκίνησε όλο αυτό;»
   Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
   «Με είχε συνεπάρει η ιδέα ότι το ενδεχόμενο τα καρκινικά κύτταρα, τα οποία αναπαράγονται με απίστευτη και ανεξέλεγκτη ταχύτητα, ίσως και να μπορούσαν να χαλιναγωγηθούν και να ελεγχθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να συνέβαλλαν στην ανάπτυξη κλώνων μέσα σε τεχνητούς κόλπους. Ήλπιζα πως ίσως κατάφερνα και με τη δική μου παρέμβαση, να προξενούσα την πλήρη ανάπτυξη ανθρώπων από έμβρυα σε ενήλικες μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, αντί ετών. Και φυσικά τα αποτελέσματα τα βλέπεις μέσα σε κείνη τη δεξαμενή.
   »Ήδη έχουν ξεκινήσει να παράγονται οι πρώτοι εκατό σε μια έκταση που έχω αγοράσει έξω από την Αθήνα και την έχω ονομάσει φάρμα. Όμως σύντομα κι άλλες φάρμες που θα αγοραστούν, θα γεμίσουν με δεξαμενές που θα παράγουν αυτά τα νέας κοπής όντα κατά χιλιάδες».
   «Μα πως θα είναι ο κόσμος χωρίς παιδιά;» άκουσε η Άννα τον εαυτό της να ρωτάει.
   «Πιο παραγωγικός!»
   «Άχαρος».
   «Πιο αποτελεσματικός».
   «Άδειος».
   «Οι γυναίκες τις Νέας Ράτσας δημιουργούνται δίχως μητρικό ένστικτο. Φτιαγμένες χωρίς την επιθυμία να αποκτήσουν παιδιά». 
   Η Ανδριάνα πάτησε ένα δεύτερο κουμπί στο τηλεχειριστήριο και το κεχριμπαρένιο υγρό ή αέριο, άρχισε να εξαφανίζεται μέσα από τις σωληνώσεις στο κάτω μέρος της δεξαμενής. Δεν πήρε πολύ ώρα για να φανεί καθαρά πια το σώμα μιας γυμνής γυναίκας η οποία έβηξε και έβγαλε το υγρό μέσα από τους πνεύμονές της.
   «Τα μόνα αισθήματα με τα οποία έχω προικίσει τη Νέα Ράτσα είναι αποκλειστικά και μόνο αυτά του μίσους, του φθόνου, και της οργής. Αισθήματα χωρίς διέξοδο, που δεν οδηγούν πουθενά, που δεν οδηγούν στην ελπίδα.
   »Αυτό που θα δεις σε λίγο να σηκώνεται και να βγαίνει έξω από τη δεξαμενή δεν είναι παρά ένα ταπεινό μου δημιούργημα. Το πρώτο. Χρήσιμο μόνο στο βαθμό που είναι ικανό να με υπηρετεί. Δεν διαθέτει ούτε διορατικότητα, ούτε γνώση, ούτε το απαιτούμενο εύρος φαντασίας για να αμφισβητήσει όπως εσύ τα σχέδιά μου».
   Η Άννα την κοίταξε έντρομη. Η ίδια έτρεφε ελπίδα για πολλά πράγματα. κατά κύριο λόγο ήλπιζε να κατάφερνε να γίνει μια καλή μητέρα, βελτιώνοντας τον εαυτό της μέρα με την ημέρα. Θα ανέτρεφε μια καλή κόρη –ήταν σίγουρη πως θα έκανε κόρη. Σαν αποτέλεσμα θα είχε να αντικρίσει μια μέρα την αποδοχή και την έγκριση στο βλέμμα της Ανδριάνας. Ήθελε να ανέλθει στο ύψος που θα κέρδιζε το σεβασμό της Ανδριάνας.
   Όταν το υγρό ή αέριο άδειασε και στραγγίχτηκε μέσα από τη δεξαμενή, αυτή άνοιξε σαν στρείδι και η γυμνή γυναίκα τράβηξε τα καλώδια από πάνω της, τίναξε το κορμί της και ανακάθισε μέσα της για λίγο. Ύστερα βγήκε και τα πόδια της πάτησαν στο περσικό χαλί. Έκανε τα πρώτα της βήματα και ήρθε να σταθεί μπροστά στην Άννα.
   Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η γυμνή γυναίκα στάθηκε μπροστά της, η Άννα συνειδητοποίησε πως πλέον δεν θα έπρεπε να τρέφει καμία ελπίδα. Όχι μόνο να γίνει μητέρα, αλλά ούτε καν να ζήσει.

Αποσυνδεδεμένος footslv

  • Νέος
  • *
  • Μηνύματα: 23
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 9
  • -Έλαβε: 14
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #41 στις: Ιανουαρίου 28, 2011, 02:44:32 μμ »
fetish sci-fi masterpiece! Πρόσθεσε λίγο παραπάνω βία, αν θες τη γνώμη μου...

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #42 στις: Ιανουαρίου 28, 2011, 07:06:03 μμ »
Άργησες να κάνεις την προτροπή... :). Παραθέτω το τελευταίο κεφάλαιο...
Ίσως σε κάποια άλλη ιστορία...

35
Η Άννα έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό της που στεκόταν γυμνός μπροστά της. Μικρές σταγόνες από το κεχριμπαρένιο υγρό κυλούσαν παντού στο σώμα της. Σηκώθηκε και έκανε να φύγει παραπατώντας, μόνο για να συνειδητοποιήσει πως δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Αλλά ακόμα κι αν μπορούσε προφανώς θα είχε ενεργοποιηθεί το σύστημα με τις σιδερόβεργες. Η ταραχή της μεγάλωσε. Έψαξε να βρει άλλη διέξοδο.
   Το δωμάτιο έμοιαζε να συρρικνώνεται και να απλώνεται, το πάτωμα ανεβοκατέβαινε σαν ανταριασμένη θάλασσα κάτω από τα πόδια της. Προσπάθησε να στηριχθεί πάνω στον τοίχο όταν άκουσε τη φωνή της Ανδριάνας: «Το σώμα της είναι άφθαρτο. Μπορεί να ζήσει πάνω από χίλια χρόνια».
   Χωρίς να καταλάβει που βρήκε το κουράγιο ή τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο, της απάντησε: «Μα εσύ δεν θα ζήσεις τόσο».
   Η Ανδριάνα γέλασε.
   «Εγώ, δηλαδή το σώμα μου, όχι. Η ψυχή μου όμως…».
   Πάτησε ένα άλλο κουμπί στο τηλεχειριστήριο και ο τοίχος πίσω από τη βιτρίνα σηκώθηκε προς τα πάνω. Άλλο ένα μυστικό πέρασμα. Σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο περίπου 10 τετραγωνικών, στο οποίο υπήρχε ακόμα μια βιτρίνα ίδια με την προηγούμενη.
   «Μέσα σ’ αυτό το υγρό» είπε τώρα η Ανδριάνα δείχνοντας την δεύτερη βιτρίνα «βρίσκεται το άφθαρτο σπίτι της ψυχής μου. Η Ανδριάνα αυτή θα είναι δυνατότερη, πιο σβέλτη ίσως ακόμα και πιο ευφυής από μένα. Μπα, τι ίσως; Σαφέστατα και κατά πολύ πιο ευφυής. Μια βελτιωμένη εκδοχή της Ανδριάνας, που ο κόσμος χρειάζεται τώρα περισσότερο από ποτέ».
   Όλα πια είχαν τελειώσει για την Άννα, που πάγωσε από το φόβο της και το αίμα έπηξε μέσα στις φλέβες της. Δεν αμφέβαλλε πια. Η φωνή της Ανδριάνας ακούστηκε πάλι αφού είχε σιγήσει για μερικά λεπτά: «Γδύσου!» της είπε και σε λίγο με μηχανικές κινήσεις, έμεινε γυμνή μπροστά στην Ανδριάνα και στον εαυτό της.
   «Όχι πως αισθάνεται κρύο, αλλά δεν θα ήταν και φρόνιμο να κυκλοφορεί γυμνή μέσα στην πόλη» είπε η Ανδριάνα.
   Τα χέρια της Άννας έτρεμαν. Η καρδιά της είχε σφιχτεί. Το πολύ δυσοίωνο και απόλυτα άμεσο μέλλον, δηλητηρίαζαν το νου της, και κάθε σκέψη γινόταν με κόπο. Απίστευτο βάρος έπεσε πάνω της βλέποντας το πλάσμα-Άννα να ντύνετε με τα ρούχα της. Ήταν το βάρος του κόσμου. Ενός κόσμου καταδικασμένου με αφανισμό.
   «Θα γονατίσεις μπροστά μου» είπε η Ανδριάνα.
   Προσπάθησε να αντέξει το βάρος αλλά αυτό την συνέθλιβε από κάτω του.
   «Γονάτισε μπροστά μου! Παραδώσου σε μένα» είπε πάλι η Ανδριάνα.
   Η Άννα δεν προσπάθησε να μείνει άλλο όρθια. Γονάτισε και έσκυψε το κεφάλι. Η Ανδριάνα γέλασε. Η Άννα σύρθηκε στο πάτωμα μπροστά στα πόδια της Ανδριάνας. Η Άννα τόλμησε να κοιτάξει προς τα πάνω. Ένα μαύρο φως έκαιγε στα μάτια της Ανδριάνας. Η Άννα ένιωσε τη μοχθηρία της Ανδριάνας σαν παγερή ανάσα που βγαίνει συρίζοντας από στόμα φιδιού. Είχε συνειδητοποιήσει πως η επιστήμη είχε απώτερο σκοπό την αναζήτηση δύναμης και της εξουσίας και όχι την αναζήτηση γνώσης. Η επιστήμη είχε καταντήσει επιστημονισμός. Τώρα όμως καταλάβαινε πως σε αυτό ακριβώς το “σμος” βρισκόταν το τέλος της ανθρωπότητας.
   Η Ανδριάνα κοίταξε κάτω και είδε την Άννα ταπεινωμένη, γεμάτη φόβο. Είχε συρθεί μπροστά στη Βασίλισσά της. Η Άννα ήταν τίποτα και η Ανδριάνα ήταν τα πάντα. Η Ανδριάνα έβαλε το πόδι της πάνω στο σβέρκο της Άννας και πάτησε με δύναμη. Η Άννα δεν αντέδρασε. Όταν η Ανδριάνα βεβαιώθηκε για την υποταγή της, σήκωσε το πόδι της αλλά δεν της επέτρεψε να σηκωθεί. Η Άννα ήταν εκεί ανήμπορη στα πόδια της. Ένα τίποτα, μια ασημαντότητα, ένας κόκκος άμμου, ένα μόριο σκόνης πάνω στα παπούτσια της που έπρεπε να καθαριστεί.
   Η Άννα πιάστηκε από τη γάμπα της Ανδριάνας και με πολύ κόπο ξεκίνησε να σκαρφαλώνει προς τα πάνω.
   «Τα τελευταία χρόνια από τότε που σε γνώρισα, είτε έχω κλειστά τα μάτια μου, είτε ανοιχτά» είπε η Άννα με βλέμμα που δεν κοιτούσε πουθενά «έχω φοβερές παραισθήσεις κι οράματα που είναι σαν να τα ζω στ’ αλήθεια –πράγματα φριχτά που δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω».
   Η Ανδριάνα ακούμπησε τα χέρια της στους γοφούς και έμεινε να την κοιτάζει. Το πλάσμα-Άννα τους πλησίασε από πίσω.
   «Και πόνο!» συμπλήρωσε η Άννα που εξακολουθούσε να προσπαθεί να αναρριχηθεί. «Τόσο πόνο που δεν μπορώ να καταπνίξω».
   Το πλάσμα Άννα έφτασε πια από πίσω της. Η Άννα ήταν τώρα γονατισμένη μπροστά στην Ανδριάνα. Η Άννα έπιασε το χέρι της Ανδριάνας και το έφερε στα χείλη της. Το φίλησε με ευλάβεια, ψιθυρίζοντας: «Βασίλισσά μου, άσε με να σε υπηρετήσω».
   Την άλλη στιγμή το πλάσμα-Άννα τσάκιζε το λαιμό της Άννας, σπάζοντας την σπονδυλική της στήλη, με τέτοια απίστευτη δύναμη, που ο εγκέφαλος της νεκρώθηκε αυτοστιγμεί, και η ψυχή της έφυγε στο τίποτα. Το άψυχο σώμα της Άννας κοκάλωσε. Τα μάτια της πάγωσαν και το χέρι που κρατούσε το χέρι της Ανδριάνας έπεσε και παρέσυρε μαζί του και το  υπόλοιπο σώμα σαν ένα άδειο σακί.
   Η νύχτα κάλυπτε έξω από την έπαυλη τα πάντα σαν μαύρο παραπέτασμα. Έξω η πόλη, ακόμα, έσφυζε από ζωή.   
 
ΤΕΛΟΣ

Αποσυνδεδεμένος footslv

  • Νέος
  • *
  • Μηνύματα: 23
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 9
  • -Έλαβε: 14
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #43 στις: Ιανουαρίου 31, 2011, 04:12:17 μμ »
Eξαιρετικός. Έχει και μπόλικες προεκτάσεις το πόνημά σου. Πολύ πέρα από το κλασσικό "Πρώτη μου εμπειρία με τη ξάδελφή μου" - πολύ μα πολύ πέρα.
Αναμένουμε μια καινούρια ιστορία - νουβέλλα. Εξαιρετικός!

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #44 στις: Φεβρουαρίου 05, 2011, 02:18:12 μμ »
Ευχαριστώ όσους το διάβασαν και ακόμα περισσότερο όσους μπήκαν στον κόπο να γράψουν τη γνώμη τους.
Κάτι έχω στο μυαλό να γράψω, αλλά με ταα δύο παιδιά στο σπίτι, όχι απλά είναι δύσκολο να γρ'αψεις, αλλά είναι δύσκολο ακόμα και να μείνεις πάνω από δύο λεπτά στο Laptop.... :)

Μέχρι να τα ξαναπούμε καλά να περνάτε.....