Κεφάλαιο 38
Ο Κώστας γύρισε στο πλάι και το σώμα του τραντάχτηκε από ακούσιους στομαχικούς σπασμούς. Δεν είχε τίποτα να βγάλει. Στηρίχτηκε στα γόνατα και τους αγκώνες του, με το κεφά¬λι ακόμα κρεμασμένο, καθώς οι σπασμοί συνεχίζονταν. Ένιωσε τη σκόνη και τη λίγδα κάτω από το δέρμα του και συνειδητοποίη¬σε ότι ήταν γυμνός. Και τότε τον χτύπησε σαν παγωμένο κύμα το έ¬ντονο, τσουχτερό κρύο. Την επόμενη στιγμή τον κατέκλυσε ένα δεύτερο κύμα, εξίσου παγερό και σκληρό όσο το κρύο: το κύμα του τρόμου. Ο Ιερώνυμος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Στον Ιερώνυμο άρεσε να προκαλεί σύγχυση στο μυαλό των θυμάτων του. Θα έπαιζε μαζί του. Και κάπου εκεί είχε έρθει το τέλος του παιχνιδιού για εκείνον.
Ο Κώστας προσπάθησε να υπολογίσει πόση ώρα ήταν αναίσθη¬τος. Τρέμοντας από το κρύο, επιθεώρησε τα μπράτσα του και είδε κάμποσες πληγές. Τον είχαν κρατήσει εκεί πέρα ώρες, μέρες, ί¬σως εβδομάδες. Κατάφερε να καθίσει, να μαζέψει τα γόνατα στο στήθος του και να τα τυλίξει με τα μπράτσα του. Οι σπασμοί που τράνταζαν το κορμί του ήταν απερίγραπτοι. Ήταν σαν μεγάλες, βασανιστικές μυϊκές συσπάσεις. Το γυμνό δέρμα του ήταν ανα¬τριχιασμένο και είχε χάσει το φυσικό του χρώμα. Ο λευκός τόνος είχε σβήσει και είχε αρχίσει να μοιάζει με θαμπό τζάμι που σιγά σιγά αποκτά βαθυκύανη απόχρωση. Ώστε είναι αλήθεια, συλλογί¬στηκε με πικρία, ότι μελανιάζεις από το κρύο. Κοίταξε γύρω τη φυλακή του. Ακόμα και το φως μιας λάμπας νέον μέσα σε συρμά¬τινο προστατευτικό πλέγμα που σκόρπιζε γύρω ένα αποστειρωμέ¬νο και άχαρο φέγγος ήταν ψυχρό. Παράθυρο δεν υπήρχε. Κανέ¬νας ήχος δεν ακουγόταν. Έξω θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Είχαν πετύχει το απαραίτητο πρώτο στάδιο του βασανιστηρίου της ανάκρισης: τον πλήρη αποπροσα¬νατολισμό του κρατουμένου.
Τον είχαν βάλει σε κάποιο ψυγείο κρεάτων και είχαν ανοίξει την ψύ¬ξη. Κοίταξε το χώρο του ψυγείου αναζητώντας κάτι για να σκεπάσει τη γύμνια του, για να καθυστερήσει το θάνατο του μει¬ώνοντας την ταχύτητα με την οποία έπεφτε η εσωτερική του θερ¬μοκρασία. Δεν υπήρχε τίποτα. Αγκάλιασε το σώμα του ακόμα πιο σφιχτά. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν ταίριαζε στο στυλ του Ιερώνυμου. Ο θάνατος εκεί μέσα θα ήταν πολύ εύκολος. Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη τη στιγμή υπέφερε από το κρύο, αλλά ο Κώστας ή¬ξερε τις συνέπειες της υποθερμίας. Σε λίγο θα σταματούσε να τρέμει, στη συνέχεια, αντίστροφα, θα άρχιζε να νιώθει ξανά ζε¬στή και συγχρόνως θα τον κυρίευε μια γλυκιά νύστα, καθώς ο ε¬γκέφαλος του θα πλημμύριζε το σώμα του με ενδορφίνες. Εκείνη ακριβώς τη γαλήνια στιγμή θα βυθιζόταν ευχαριστημένος σε έναν ύπνο από τον οποίο δε θα ξυπνούσε ποτέ.
Όχι. Αυτό δεν ταίριαζε στο στυλ του Ιερώνυμου. Η διαδικασία αυτή δεν περιλάμβανε αρκετό πόνο. Αρκετό τρόμο. Αρκετό φόβο.
Ο Κώστας πήρε την απάντησή του λίγο αργότερα -πόσο αργό¬τερα, δεν μπορούσε να υπολογίσει. Ακούστηκε ένας δυνατός με¬ταλλικός κρότος και η πόρτα του ψυγείου άνοιξε. Ο Ιερώνυμος στάθηκε στο άνοιγμα με το καινούριο πρόσωπο του, αλλά με τα παλιά, ψυχρά, σκληρά μάτια του. Δίπλα του, οπλισμένη μ' ένα περίστροφο, στεκόταν μια γυναίκα την οποία ο Κώστας δεν είχε ξαναδεί. Φορούσαν και οι δύο χοντρό παλτό. Ο Ιερώνυμος κοίταξε με απάθεια τον Κώστα.
«Αν σου μιλήσω, μπορείς να καταλάβεις τι λέω;»
Το καταφατικό νεύμα του Κώστα έγινε ένα με τα ρίγη που τον συντάραζαν.
Ο Ιερώνυμος πλησίασε και τον σήκωσε όρθιο. Όταν πήγε να κα¬λύψει τη γύμνια του, η γυναίκα πλησίασε και τον χαστούκισε με την ανάστροφη της παλάμης της. Ύστερα ξανά. Και ξανά. Ο Κώστας ένιωσε το στόμα του να πλημμυρίζει από αίμα και πανικοβλήθηκε με την παγερότητά της. Ο Ιερώνυμος τον έσπρωξε μακριά του, ρίχνοντάς τον στο βρόμικο, παγωμένο δάπεδο. Το κάψιμο στο γδαρμένο δέρ¬μα του ήταν σχεδόν ευπρόσδεκτο.
«Αν σου μιλήσω, μπορείς να καταλάβεις τι λέω;» επανέλαβε εκείνος.
«Ναι». Ο Κώστας άκουσε το τρέμουλο της ίδιας του της φωνής. Ήθελε να του πει ότι το τρέμουλο οφειλόταν στο κρύο, όχι στο φόβο που αισθανόταν για εκείνον.
«Είσαι ζωντανός μόνο και μόνο επειδή θέλω να σε χρησιμοποι¬ήσω κάπου. Αν πάψεις να μου είσαι χρήσιμος, θα σε σκοτώσω. Με καταλαβαίνεις;»
Ο Κώστας συγκατένευσε ξανά και η βαριά μπότα της γυναίκας κατέβηκε στα πλευρά του.
«Καταλαβαίνεις;»
«Ναι!» ούρλιαξε εκείνος αγέρωχα. Κάτι έσπασε μέσα του, αλ¬λά του ήταν αδιάφορο. «Ναι, καταλαβαίνω».
«Είσαι αξιολύπητος...» σχολίασε ο Ιερώνυμος. «Νόμισες ότι ε¬πειδή είσαι με την Υβόννη θα μπορούσες να με βλάψεις. Αλλά εσύ είσαι ασήμαντος, ένα τίποτα. Πιστεύεις ότι είσαι σημαντικός, ότι έχεις κάποια αξία, αλλά δεν έχεις τίποτα. Εσύ και η άλλη η σκρόφα κάνατε τα αδύνατα δυνατά για να με βάλετε σε μπελάδες. Αυτούς που μου προκαλούν μπελάδες τους τιμωρώ παραδειγματικά, το ξέρεις, δεν το ξέρεις;»
«Ναι» είπε ο Κώστας με-φωνή πνιχτή.
«Δύο σκοπούς μπορείς να εξυπηρετήσεις τώρα. Κατ' αρχήν, σαν κλειδί για να βάλω την Υβόννη στο χέρι».
«Δεν θα σου κάνω τέτοια χάρη...» είπε ο Κώστας.
«Δεν είπα ότι θα μπορούσες να μου προσφέρεις άμεση πρόσβαση σ’ αυτή. Είπα ότι είσαι ένα μέσο προς αυτόν το σκοπό. Ο άλλος σκοπός που μπο¬ρείς να με εξυπηρετήσεις είναι πιο οριστικός... Όταν ξεμπερδέψω μαζί σου, σκοπεύω να σε τιμωρήσω παραδειγματικά. Όπως έκανα με άλλους. Θα σε χρη¬σιμοποιήσω για να δείξω τι κάνω σε όσους τα βάζουν μαζί μου. Τι φαντάστηκες ότι θα πετυχαίνατε;» Ο Ιερώνυμος κοίταξε τον Κώστα σαν να απορούσε με τη βλακεία του.
Ο Κώστας αγωνίστηκε να σηκωθεί. Προσπάθησε να μη σκεφτεί τι εικόνα παρουσίαζε το κάτισχνο, μελανιασμένο κορμί του. «Για¬τί δεν ξεμπερδεύεις μαζί μου;» ρώτησε με ύφος αγέρωχο. «Γιατί δε με σκοτώνεις;»
Η γυναίκα τον χαστούκισε ξανά. Ο Κώστας ζαλίστηκε και πα¬ραπάτησε. Κάτι έτρεξε στον κρόταφο και στο μάγουλο του.
«Δεν πρόσεξες τι σου είπα; Θέλω να βάλω στο χέρι την Υβόννη».
«Νομίζεις ότι είσαι ο Τζένγκις Χαν ή ο Μέγας Αλέξαν¬δρος ή κάποιος σπουδαίος σαν αυτούς. Ξέρεις τι λένε για σένα; Ότι δεν είσαι παρά ένας ανισόρροπος. Ένας πρώην χαμηλόβαθμος αξιωματούχος με το σύνδρομο του Ναπολέοντα. Δεν είσαι στρατιώτης, Ιερώνυμε. Είσαι ένας κοινός εγκληματίας». Ο Κώστας χάρηκε που η φωνή του δεν πρόδωσε το φόβο του.
Ο Ιερώνυμος χαμογέλασε. «Ευχαριστώ για την ψυχανάλυση».
«Πες μου κάτι, Ιερώνυμε: αφού είσαι τόσο δεξιοτέχνης ε¬γκληματίας, γιατί μας άφησες να σκοτώσουμε τα πρωτοπαλίκαρά σου;»
Ο Ιερώνυμος χαμογέλασε. «Δε σας άφησα να τον σκοτώσετε... σε έβαλα να τον σκοτώσετε. Κι αυτό επειδή πι¬στεύω ότι οι πιο πολλοί απ’ αυτούς συνεργαζόταν με τις Αμερικάνικες αρχές. Πι¬στεύω ότι σκόπευαν να με παραδώσουν στα χέρια τους. Δεν είμαι σί¬γουρος, αλλά νομίζω ότι αυτοί έδιναν τις πληροφορίες. Ήταν φιλό¬δοξοι και προδότες. Έπρεπε να τους ξεφορτωθώ και, ας πούμε, με διασκέδασε που το έκανες εσύ και η Υβόννη για λογαριασμό μου. Επιπλέον, ταίρια¬ζε με το παιχνίδι.»
«Δε θα φτάσεις ποτέ ως την Υβόννη» είπε ο Κώστας.
«Ω, μην ανησυχείς, ξέρουμε ήδη που βρίσκεται η αφέντρα σου. Στο μεταξύ, πες μου, ποιοι είναι οι κωδικοί που γνωρίζεις για τους λογαριασμούς της; Νομίζω πως έχουν περάσει κάποια χρήματα σ’ αυτούς που μου ανήκουν. Τους έχεις απομνημο¬νεύσει ή τους έχεις γραμμένους κάπου;»
«Βγαίνοντας κλείσε την πόρτα» είπε ο Κώστας, ανήμπορος πλέον να συγκρατήσει το ρίγος του. «Κάνει ρεύμα».
«Ω, δεν πρόκειται να σε αφήσω να πεθάνεις από το κρύο, Κώστα». Ο Ιερώνυμος έκανε νόημα στην άγνωστη γυναίκα, η οποία βγήκε για λίγο από το ψυγείο δίνοντάς του το όπλο της. Επέστρε¬ψε μ’ ένα μεγάλο κουβά. Ο Κώστας ίσα που πρόλαβε να αντιληφθεί ότι το περιεχόμενο του κουβά άχνιζε όταν τον χτύπησε. Ούρλιαξε καθώς το ζεματιστό νερό έπεφτε πάνω στο γυμνό δέρμα του. Έ¬νιωσε το πρόσωπο, τα χέρια, το στήθος του σαν να πήραν φωτιά και άρχισε να σφαδάζει πάνω στο σκονισμένο πάτωμα. Ο πόνος του καψίματος έμοιαζε να κρατάει μια αιωνιότητα. Στο τέλος κα-τέβασε τις παλάμες από το πρόσωπό του για να επιθεωρήσει τη ζη¬μιά. Κοίταξε τα χέρια και τα πόδια του, περιμένοντας να δει φουσκάλες και καψίματα. Δεν υπήρχαν. Στα σημεία όπου είχε πέσει το νερό το δέρμα είχε απλώς κοκκινίσει. Παρ’ όλ’ αυτά, ο πόνος δεν εννοούσε να σταματήσει. Ο Ιερώνυμος περίμενε για λίγο κα¬θώς ο Κώστας κείτονταν στο δάπεδο παίρνοντας βαθιές εισπνοές.
«Είναι ένα κολπάκι που έμαθα πριν από χρόνια» του εξήγησε. «Το νερό ήταν απλώς ζεστό. Δεν προκαλεί βλάβη στο θύμα, αλλά αν το δέρμα έχει κρυώσει αρκετά προηγουμένως, σου δίνει την αίσθηση ότι σε έχει χτυπήσει οξύ». Η γυναίκα είχε φέρει ένα δεύτερο κουβά με νερό και περιέλουσε ξανά τον Κώστα. Εκείνος έ¬νιωσε ξανά πόνο, αλλά αυτή τη φορά λιγότερο έντονο και μόνο στα σημεία που δεν είχαν βραχεί προηγουμένως. Τώρα η ζέστη ή¬ταν σχεδόν ευπρόσδεκτη. «Βλέπεις;» είπε ο Ιερώνυμος. «Τώρα το συνήθισες». Η γυναίκα επέστρεψε με έναν τρίτο κουβά, τον οποίο έδωσε στον Ιερώνυμο.
«Το κεντρικό νευρικό σύστημα μπερδεύεται πολύ εύκολα, ξέ¬ρεις. Δυσκολεύεται να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην υπερ¬βολική ζέστη και στο υπερβολικό κρύο». Και μ' αυτά τα λόγια ά¬δειασε πάνω του τον τρίτο κουβά.
Αυτή τη φορά στον κόσμο του Κώστα προκλήθηκε μια έκρη¬ξη λευκού, πυρακτωμένου πόνου. Έβγαλε μια κραυγή όμοια με ουρλιαχτό ζώου, καθώς ένιωθε να διαπερνά κάθε νευρική του α¬πόληξη μια ηλεκτρική εκκένωση. Ένιωσε να βυθίζεται σ' ένα μαρτύριο δίχως τέλος. Τώρα, συλλογίστηκε, τώρα θα πεθάνω.
Ο τελευταίος κουβάς ήταν γεμάτος παγωμένο νερό. Το. σοκ μετά το ζεστό νερό έκοψε την ανάσα του Κώστα, αφήνοντάς τον αναί¬σθητο για κάμποσα δευτερόλεπτα. Όταν συνήλθε, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι ένας δυνατός πόνος διαπερνούσε το αριστερό μπράτσο και το στήθος του. Είχε ακούσει για ανθρώπους που εί¬χαν πεθάνει από καρδιακή προσβολή στο κρύο νερό της πισίνας μετά από παρατεταμένη παραμονή στη σάουνα. Αυτό που αισθα¬νόταν ήταν το ίδιο πράγμα, αλλά εκατό φορές εντονότερο. Ο πό¬νος μαλάκωσε, αλλά ήξερε ότι η καρδιά του πιθανότατα δε θα ά¬ντεχε άλλες τέτοιες έντονες αλλαγές θερμοκρασίας. Καταλάβαινε επίσης ότι η θερμοκρασία του σώματός του είχε μειωθεί ακόμα περισσότερο. Το μυαλό του είχε αρχίσει να θολώνει.
Ο Ιερώνυμος στάθηκε από πάνω του. Εκείνος τον κοίταξε και, για μια στιγμή, είδε το παλιό του πρόσωπο και τα άσπρα μαλλιά. Ύστερα η ψευδαίσθηση χάθηκε. Τα μαλλιά του σκούρυναν και το πρόσωπο του άλλαξε γύρω από τα αναλλοίωτα μάτια. Ο Ιερώνυμος λύγισε τα γόνατα και τον άδραξε από τα μαλλιά, τραβώντας πίσω το κεφάλι του και υποχρεώνοντάς τον να τον κοιτάξει.
«Πώς αισθάνεται κανείς όταν γίνεται κάποιος άλλος, Κώστα;» Τα ψυχρά μάτια του Ιερώνυμου έλαμπαν πάνω στο καινούριο πρόσωπό του. «Δεν είναι απελευθερωτικό; Για ένα διά¬στημα γίνεσαι όντως το άτομο που παριστάνεις ότι είσαι. Η Υβόννη τα παίρνει όλα πολύ στα σοβαρά, όπως εσύ. Εδώ πέρα πρόκειται α¬πλώς για δουλειά. Αλλά η Υβόννη είναι μια ανόητη. Γεμάτη ρομαντικά ιδανικά για το μέλλον της. Και, όπως εσύ, ανέλαβε προσωπικά να με βρει και να με σκοτώσει. Τα είχε όλα δικά της. Έζησε τη ζωή της μέσα από μένα. Και εγώ είμαι αυτός που θα την τελειώσω». Ο Ιερώνυμος άφησε τα μαλλιά του Κώστα και το κεφάλι του έπε¬σε μπροστά. «Ήθελες κι εσύ να με σκοτώσεις, έτσι δεν είναι, Κώστα; Το ήθελες τόσο πολύ, ώστε ήσουν έτοιμος να θυσιάσεις τη ζωή σου για να αφαιρέσεις τη δική μου. Αλλά ο αληθινός Κώστας δεν είχε τα κότσια, καλά δε λέω; Πρώτα έπρεπε να γίνεις κάποιος άλλος. Και χρειαζόσουν μια άλλη ταυτότητα, επειδή ήσουν υπερβολικά τσακισμένος και υπερβολικά φοβισμένος. Και έτσι έγινες σκλάβος της. Με κάποιο περίεργο τρόπο πήρες θάρρος. Όμως θα σου πω ένα πράγμα: ο παλιός Κώστας είχε δίκιο. Έπρεπε να παρα¬μείνεις φοβισμένος».
«Πρέπει να κοιμηθώ...» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψιθυ¬ρίσει ο Κώστας.
«Εντάξει» είπε ο Ιερώνυμος. Χαμογέλασε και η φωνή του έγι¬νε ξάφνου ζεστή και φιλική. «Θα σ' αφήσω να κοιμηθείς, Κώστα. Με κουβέρτες που θα σε κρατήσουν ζεστό. Εκεί έξω, μακριά από το ψυγείο, στα ζεστά. Προτού κοιμηθείς, θα σου δώσω να πιεις κάτι ζεστό. Δεν έχεις παρά μου δώσεις τους κωδικούς πρόσβασης ή να μου πεις πού εί¬ναι, κι εγώ θα σε βγάλω από δω και θα σε αφήσω να κοιμηθείς».
Ο Κώστας συνειδητοποίησε ότι είχε σταματήσει να τρέμει. Άρχιζε να νιώθει πιο ζεστός. Να νυστάζει ακόμα πιο πολύ. Τα βλέφαρά του βάραιναν και έκλειναν σιγά σιγά. Θα εξαπατούσε τον Ιερώνυμο. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα όταν δέχτηκε ένα δυνατό χαστούκι.
«Κώστα, μείνε ξύπνιος. Αν κοιμηθείς εδώ μέσα, θα πεθάνεις. Εκεί έξω... εκεί έξω θα μπορέσεις να κοιμηθείς και να ζήσεις. Πες μου τους κωδικούς».
«Δεν τους θυμάμαι...» Τα μάτια του Κώστα άρχισαν να κλεί¬νουν ξανά. Ο Ιερώνυμος άρχισε να φωνάζει. Ένιωσε την μπότα της γυναίκας να συνθλίβει τα πλευρά του, αλ-λά ήταν πολύ νυσταγμένος και πολύ αποκομμένος από το σώμα του για να νιώσει πόνο.
Ο Κώστας έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε.