Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Αδίστακτη ομορφιά  (Αναγνώστηκε 18170 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #90 στις: Μαΐου 19, 2012, 12:46:41 μμ »
Ο καθένας νιώθει την ανάγκη να μεταμορφωθεί σε ένα άλλο πρό¬σωπο κάπου κάπου, έστω κι αν είναι μόνο για να χαθεί δυο ωρίτσες μέσα στη σάρκα ενός άλλου σ' ένα απρόσωπο δωμάτιο ξε¬νοδοχείου. Η Υβόννη φρόντιζε να έχει στο μυαλό της αυτή τη σκέψη τη στιγμή που μπήκε μέσα στο ξενοδοχείο για τη συνάντησή της με τον υποτιθέμενο πελάτη. Ο υποτιθέμενος αυτός πελάτης ήταν ο Κώστας. Δε θεωρούσε τον εαυτό της πόρνη -ποτέ δε θα πουλούσε το κορ¬μί της σαν να ήταν ένα κομμάτι κρέας.
   Η δουλειά που πήρε όταν της τηλεφώνησε ο Κώστας αφο¬ρούσε ένα συγκεκριμένο κομμάτι της αγοράς. Εκείνη δεν θα ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα και ο πελάτης που πλήρωνε για να πά¬ει μαζί της δεν ενδιαφέρονταν για το συνηθισμένο σεξ. Σήμερα θα ήταν συνοδός που εξυπηρετούσε μια ιδιαίτερα απαιτητική πελατεία.
   Εκείνο το βράδυ, ο Κώστας, την είχε κλείσει για δύο ώρες, μιας και ξέρανε και οι δύο ότι κανείς δεν θα τους απασχολούσε, τουλάχιστον μέχρι το πρωί.
   Το ρόλο αυτό τον είχαν παίξει ένα σωρό φορές. Η Υβόννη θα ήταν μια συνοδός που πάντα θεωρούσε τους πελάτες της ανθρωπάκια. Ο Κώστας θα ήταν ένας απ’ αυτούς τους πελάτες και θα είχε την ίδια ιδέα είχαν για τον εαυτό του. Ο Κώστας φορούσε ένα κοστούμι ούτε πολύ φτηνό ούτε πολύ ακρι¬βό, άλλωστε στην ίδια κατηγορία ανήκε και το ξενοδοχείο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με μια έκφραση νευρικότητας αλλά και έξαψης. Η Υβόννη δεν επιχείρησε να τον καθησυχάσει, και ακρι¬βώς αυτό ήταν το ζητούμενο. Επιβεβαίωσε το όνομά του και ζή¬τησε το φάκελο με τα χρήματα. Έλεγξε το ποσό και έχωσε το φάκελο στην τσάντα της.
   «Γδύσου» πρόσταξε και γδύθηκε κι η ίδια, βγάζοντας το αδιά¬βροχο, το τζιν και το φαρδύ μάλλινο πουλόβερ της. Από κάτω φο¬ρούσε δερμάτινη στολή με πολλά λουριά που άφηναν ακάλυπτο το στήθος και τα γεννητικά της όργανα. Οι λαδωμένοι μύες της ήταν σκληροί και στιλπνοί. Ο Κώστας την κοίταζε με δέος από το κρεβάτι. Τώρα ήταν τελείως γυμνός και η Υβόννη κοίταξε τη στύση του με μια έκφραση περιφρόνησης.
   «Σήκω από το κρεβάτι και πέσε στα γόνατα» πρόσταξε. Εκείνος υπάκουσε. «Μπορείς να με αγ¬γίξεις».
   Ο πελάτης χάιδεψε το κορμί της με δάχτυλα τρεμάμενα. Δεν άγγιξε τα στήθη ούτε το εφήβαιό της, αλλά τα μπράτσα, το στο¬μάχι, τους μηρούς της. Εκείνη στάθηκε ασάλευτη, στητή και ακλόνητη. Η αλήθεια ήταν πως η Υβόννη το απολάμβανε αυτό. Απολάμβανε το συναίσθημα δύναμης και ελέγχου καθώς τον κοιτούσε από πάνω. Ήξερε ότι η Αμερική ήταν γεμάτη από γυναίκες που έ¬παιζαν τον κυρίαρχο ρόλο σε μια σαδομαζοχιστική ερωτική συ¬νεύρεση, αλλά αυτό αισθανόταν εκείνη τη στιγμή, ήταν κάτι διαφορετικό. Ο Κώστας ήταν ένας από το είδος των πελατών που ι-κανοποιούνταν δεχόμενοι διαταγές να καθαρίσουν τουαλέτες και να γυαλίσουν παπούτσια με τη γλώσσα τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έπαιζε σημαντι¬κό ρόλο ο σωματικός και ο ψυχολογικός εξευτελισμός του. Ποθούσε το κορμί της, ήθελε να το αγγίξει. Μερικές φο¬ρές, αυτού του είδους τα ραντεβού τους, κατέληγαν σε διεισδυτικό σεξ. Άλλες φορές, όπως σ' αυτή την περίπτωση, ο πελάτης ζητούσε κάτι πολύ ξεχωριστό.
   Ο Κώστας κατέβασε τα χέρια, αλλά τα μάτια του παρέμειναν κολλημένα στο κορμί της.
   «Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε. Εκείνος συγκατένευσε.
   Μεσολάβησε μια σύντομη παύση κι ύστερα η Υβόννη, κοπάνησε την ανοιχτή παλάμη της στο μάγουλο του πελάτη. Εκείνος βόγκηξε και έσκυψε το κεφάλι του ελαφρά. Η Υβόννη κατάλαβε ότι δεν τον είχε χτυπήσει αρκετά δυνατά. Ξανα¬χτύπησε τον πελάτη, κι αυτός έσφιξε τα δόντια πνίγοντας μια κραυγή πόνου.
   Η Υβόννη τον έπιασε από τα μαλλιά, τον έριξε στο κρεβάτι, τον καβάλησε και τον χτύπη¬σε ξανά. Και ξανά.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #91 στις: Μαΐου 19, 2012, 12:47:28 μμ »
Κεφάλαιο 37
Η Υβόννη ανοιγόκλεισε τα μάτια τυφλωμένη από το φως που περνούσε ανάμεσα από τις γρίλιες του παραθύρου, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Είχε επιστρέψει αργά το βράδυ ύστερα από τη μικρή τους συνεύρεση. Είχε πονοκέφαλο και ένιωθε το στόμα της σαν παπούτσι. Δεν έπρεπε να είχε ενδώσει στα παρακάλια του και να πιουν. Της έπαιρνε τα μυαλά όμως όταν τον έβλεπε να σέρνετε στο πάτωμα και δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Ανασηκώθηκε στους αγκώνες. Βρισκόταν μόνη στο φαρδύ, χαμηλό κρεβάτι. Κοίταξε την αφίσα αντίκρυ της. Ήταν ένα τοπίο που έμοιαζε να ανήκει σε άλλο πλανήτη.
   Σκόπευε να κοιμηθεί ως αργά και έτσι έγινε. Δεν ήθελε να ξυπνήσει μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο και να της πουν πως βρήκαν κάπου τον Ιερώνυμο. Είχε κρεμάσει στο πόμολο της πόρτας την ταμπέλα ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ και πέφτοντας στο κρεβάτι είχε αποκοιμηθεί αμέσως. Όταν ξύπνησε, διαπίστωσε με δυσφορία πως είχε ξαπλώσει με τα ρούχα. Τα αβούρτσιστα δόντια της κολλούσαν δυσάρεστα στο στόμα της.
   Σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Άνοιξε τις κουρτίνες. Γδύθηκε και έκανε ντους. Όταν τέλειωσε, έκλεισε τις κουρτίνες και στάθηκε γυμνή στον καθρέφτη με όλα τα φώτα αναμμένα. Αυτό που είδε σχεδόν την τρόμαξε. Ήταν λες και κοιτούσε το κορμί μιας άλλης. Ήταν λες και η απόφαση που είχε πάρει να γίνει κάποια άλλη είχε αλλάξει και τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα και τώρα κοιτούσε το κορμί μιας άλλης. Αυτό που αντίκρισε ήταν φθορά.
   Έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Όχι, δεν ήταν φθορά αυτό που έβλεπε. Ήταν μια μεταμόρφωση. Η Υβόννη, γινόταν άλλος άνθρωπος.
   
Πήρε το κινητό της και το όπλο της και βγήκε έξω. Το φως της ημέρας ήταν ψυχρό και δυνατό, με αποτέλεσμα ο πονοκέφαλός της να χειροτερέψει. Ήθελε να πάει στο άλλο ξενοδοχείο και να βρει τον Κώστα. Το σκλάβο της. Ήθελε να του μιλήσει και να του προτείνει να τα αφήσουν όλα πίσω τους. Ας έβρισκε κάποιος άλλος τον Ιερώνυμο.
   Μια φασαριόζικη παρέα ερχόταν καταπάνω στην Υβόννη, αναγκάζοντάς την να παραμερίσει. Η παρέα την εί¬χε περικυκλώσει και ένα από τα μέλη της πετούσε στον αέρα τρεις χρυσές μπάλες. «Σας παρακαλώ!» είπε η Υβόννη. Πρόσεξε ότι φορούσαν όλοι μαύρα και μάσκα. Μια μάσκα που έμοιαζε με τις μά¬σκες του Βενετσιάνικου Καρναβαλιού. Σκέπαζε όλο το πρόσωπο, ήταν χρυσή, εντελώς ανέκφραστη, χωρίς να κάνει διάκριση ανά¬μεσα στο θηλυκό και στο αρσενικό. Ο ταχυδακτυλουργός –αυτός που πετούσε τις μπάλες στον αέρα- σήκωσε τους ώμους του με κινήσεις μίμου και οπισθοχώρησε.
Η Υβόννη προχώρησε και η παρέα την πολιόρκησε ξανά. Ο ταχυδακτυλουργός έγειρε κοντά της κουνώντας την α¬νέκφραστη χρυσή του μάσκα δεξιά αριστερά σαν να επιθεωρούσε την Υβόννη.
   «Δίνε του -δεν ενδιαφέρομαι». Η Υβόννη ήταν τώρα πολύ ε¬κνευρισμένη.
   «Θέλεις να δεις ένα ωραίο κόλπο;» ρώτησε ο ταχυδακτυλουρ¬γός. Η Υβόννη σκέφτηκε ότι είχε περίεργη προφορά. Ξαφνικά έ¬νιωσε να την αδράχνουν από τα μπράτσα και να την κολλούν στον τοίχο.
   «Ξέρω ένα πολύ καλό κόλπο....» Ο ταχυδακτυλουργός συνέχι¬σε να κουνάει τη μάσκα δεξιά αριστερά. «Μπορώ να εξαφανίσω έναν όμορφο σκλάβο». Η Υβόννη πάλεψε να ελευθερωθεί, αλλά οι υπόλοιποι την κράτησαν πιο σφιχτά γελώ¬ντας χαρούμενα. Ένιωσε στο σώμα της κάτω από τα πλευρά τη μύτη ενός σουγιά. Κοίταξε πέρα από τους μασκαρεμένους ταχυ¬δακτυλουργούς τους διαβάτες του δρόμου. Δεν είχε νόημα να καλέσει σε βοήθεια. Θα πέθαινε προτού ακουστεί η κραυγή της. Πάντα πεθαίνεις μόνη, συλλογίστηκε.
   Οι ταχυδακτυλουργοί άρχισαν να χορεύουν έναν τρελό χορό γύρω της. Η Υβόννη δεν ήξερε αν έπαιζαν θέατρο για να μη γί¬νουν αντιληπτοί από τους περαστικούς ή για χάρη της.
   «Μπορώ να εξαφανίσω οποιονδήποτε» είπε ο ταχυδακτυ¬λουργός πίσω από τη χρυσή μάσκα του. «Οποιονδήποτε. Θα μπο¬ρούσα να εξαφανίσω εσένα, αυτή τη στιγμή».
   «Τι θέλεις, Ιερώνυμε;»
   «Γιατί πιστεύεις ότι είμαι ο Ιερώνυμος; Είμαστε πολλοί εδώ πέρα».
   «Επειδή είσαι ένα εγωπαθές κάθαρμα και τη βρίσκεις με κάτι τέτοια» απάντησε η Υβόννη. «Επειδή σου αρέσουν οι υπερβολι¬κοί θεατρινισμοί. Κάπως έτσι σκότωσες όλους εκείνους τους αν¬θρώπους που με έβαλες να δολοφονήσω».
 
   Ο ταχυδακτυλουργός έφερε τη μάσκα του ξανά πιο κοντά στο πρόσωπο της Υβόννης. «Τότε ξέρεις ότι ο μαλάκας ο σκλάβος σου θα υποφέρει προτού πεθάνει. Τον κρατάω. Τι νόμιζες; Θα ήσασταν ασφαλείς στα ξενοδοχεία σας; Θέλω τους κωδικούς του λογαριασμού σου».
   «Δεν τους θυμάμαι».
   «Αν δε μου τους παραδώσεις, θα σου πα¬ραδώσω εγώ το σκλάβο κομματάκια. Είσαι έξυπνος άνθρωπος, Υβόννη. Αν δε μου παραδώσεις τους κωδικούς του λογαριασμού, θα σου στείλω το σκλάβο σε κομμάτια του ενός κιλού. Και θα επιστρατεύσω όλες τις ικανότητές μου, ώστε να είμαι βέβαιος ότι θα παραμείνει ζωντανός στο μεγαλύτερο μέρος της σφαγής».
   «Πότε;» ρώτησε η Υβόννη.
   «Εκεί που προσπαθείτε να με φέρετε εσύ και ο Ζινσού».
   «Θα το παραδώσω μόνο σ' εσένα».
   «Θα τους παραλάβω μόνο από σένα».
   «Θα σε καταλάβω. Όπως σε κατάλαβα σήμερα. Αν δεν είσαι εσύ, τότε δεν πρόκειται να παραδώσω τίποτα».
   Το γέλιο του ταχυδακτυλουργού πνίγηκε κάτω από τη μάσκα. «Θέλεις να πέσω σε μια τόσο προφανή παγίδα;»
   «Είσαι αρκετά άρρωστος ώστε να το θεωρήσεις πρόκληση. Δε θα είναι παγίδα. Δώσε μου τον Κώστα και θα πάψουμε να ασχο¬λούμαστε και οι δύο με την οργάνωσή σου. Μια για πάντα».
   «Μη με απογοητεύσεις, Υβόννη. Αν θέλεις, μπορώ να σου στείλω στο ξενοδοχείο ένα κομμάτι του Κώστα για να σου αποδείξω ότι τον κρατάω. Και για να υπογραμμίσω την πρόθεσή μου...»
   «Σε πιστεύω ότι τον κρατάς. Μην τον πειράξεις και θα κάνω ό,τι μου ζητάς».
   «Ωραία. Όμως σε προειδοποιώ πως, αν αντιληφθώ έστω και την ελάχιστη παρουσία της αστυνομίας, ο σκλάβος θα τεμαχι¬στεί ζωντανός. Κυριολεκτικά. Συνεννοηθήκαμε;»
   Η Υβόννη συγκατένευσε. Κάποιος την έσπρωξε βίαια και την έριξε καταγής. Δυο περαστικοί την βοήθησαν να σηκωθεί και πρόλαβε να δει τον τελευταίο από τους άντρες με τις μάσκες να χάνεται μέσα στο πλήθος.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #92 στις: Μαΐου 20, 2012, 03:53:48 μμ »
Κεφάλαιο 38
Ο Κώστας γύρισε στο πλάι και το σώμα του τραντάχτηκε από ακούσιους στομαχικούς σπασμούς. Δεν είχε τίποτα να βγάλει. Στηρίχτηκε στα γόνατα και τους αγκώνες του, με το κεφά¬λι ακόμα κρεμασμένο, καθώς οι σπασμοί συνεχίζονταν. Ένιωσε τη σκόνη και τη λίγδα κάτω από το δέρμα του και συνειδητοποίη¬σε ότι ήταν γυμνός. Και τότε τον χτύπησε σαν παγωμένο κύμα το έ¬ντονο, τσουχτερό κρύο. Την επόμενη στιγμή τον κατέκλυσε ένα δεύτερο κύμα, εξίσου παγερό και σκληρό όσο το κρύο: το κύμα του τρόμου. Ο Ιερώνυμος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Στον Ιερώνυμο άρεσε να προκαλεί σύγχυση στο μυαλό των θυμάτων του. Θα έπαιζε μαζί του. Και κάπου εκεί είχε έρθει το τέλος του παιχνιδιού για εκείνον.
   Ο Κώστας προσπάθησε να υπολογίσει πόση ώρα ήταν αναίσθη¬τος. Τρέμοντας από το κρύο, επιθεώρησε τα μπράτσα του και είδε κάμποσες πληγές. Τον είχαν κρατήσει εκεί πέρα ώρες, μέρες, ί¬σως εβδομάδες. Κατάφερε να καθίσει, να μαζέψει τα γόνατα στο στήθος του και να τα τυλίξει με τα μπράτσα του. Οι σπασμοί που τράνταζαν το κορμί του ήταν απερίγραπτοι. Ήταν σαν μεγάλες, βασανιστικές μυϊκές συσπάσεις. Το γυμνό δέρμα του ήταν ανα¬τριχιασμένο και είχε χάσει το φυσικό του χρώμα. Ο λευκός τόνος είχε σβήσει και είχε αρχίσει να μοιάζει με θαμπό τζάμι που σιγά σιγά αποκτά βαθυκύανη απόχρωση. Ώστε είναι αλήθεια, συλλογί¬στηκε με πικρία, ότι μελανιάζεις από το κρύο. Κοίταξε γύρω τη φυλακή του. Ακόμα και το φως μιας λάμπας νέον μέσα σε συρμά¬τινο προστατευτικό πλέγμα που σκόρπιζε γύρω ένα αποστειρωμέ¬νο και άχαρο φέγγος ήταν ψυχρό. Παράθυρο δεν υπήρχε. Κανέ¬νας ήχος δεν ακουγόταν. Έξω θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Είχαν πετύχει το απαραίτητο πρώτο στάδιο του βασανιστηρίου της ανάκρισης: τον πλήρη αποπροσα¬νατολισμό του κρατουμένου.
   Τον είχαν βάλει σε κάποιο ψυγείο κρεάτων και είχαν ανοίξει την ψύ¬ξη. Κοίταξε το χώρο του ψυγείου αναζητώντας κάτι για να σκεπάσει τη γύμνια του, για να καθυστερήσει το θάνατο του μει¬ώνοντας την ταχύτητα με την οποία έπεφτε η εσωτερική του θερ¬μοκρασία. Δεν υπήρχε τίποτα. Αγκάλιασε το σώμα του ακόμα πιο σφιχτά. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν ταίριαζε στο στυλ του Ιερώνυμου. Ο θάνατος εκεί μέσα θα ήταν πολύ εύκολος. Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη τη στιγμή υπέφερε από το κρύο, αλλά ο Κώστας ή¬ξερε τις συνέπειες της υποθερμίας. Σε λίγο θα σταματούσε να τρέμει, στη συνέχεια, αντίστροφα, θα άρχιζε να νιώθει ξανά ζε¬στή και συγχρόνως θα τον κυρίευε μια γλυκιά νύστα, καθώς ο ε¬γκέφαλος του θα πλημμύριζε το σώμα του με ενδορφίνες. Εκείνη ακριβώς τη γαλήνια στιγμή θα βυθιζόταν ευχαριστημένος σε έναν ύπνο από τον οποίο δε θα ξυπνούσε ποτέ.
   Όχι. Αυτό δεν ταίριαζε στο στυλ του Ιερώνυμου. Η διαδικασία αυτή δεν περιλάμβανε αρκετό πόνο. Αρκετό τρόμο. Αρκετό φόβο.
   Ο Κώστας πήρε την απάντησή του λίγο αργότερα -πόσο αργό¬τερα, δεν μπορούσε να υπολογίσει. Ακούστηκε ένας δυνατός με¬ταλλικός κρότος και η πόρτα του ψυγείου άνοιξε. Ο Ιερώνυμος στάθηκε στο άνοιγμα με το καινούριο πρόσωπο του, αλλά με τα παλιά, ψυχρά, σκληρά μάτια του. Δίπλα του, οπλισμένη μ' ένα περίστροφο, στεκόταν μια γυναίκα την οποία ο Κώστας δεν είχε ξαναδεί. Φορούσαν και οι δύο χοντρό παλτό. Ο Ιερώνυμος κοίταξε με απάθεια τον Κώστα.
   «Αν σου μιλήσω, μπορείς να καταλάβεις τι λέω;»
   Το καταφατικό νεύμα του Κώστα έγινε ένα με τα ρίγη που τον συντάραζαν.
   Ο Ιερώνυμος πλησίασε και τον σήκωσε όρθιο. Όταν πήγε να κα¬λύψει τη γύμνια του, η γυναίκα πλησίασε και τον χαστούκισε με την ανάστροφη της παλάμης της. Ύστερα ξανά. Και ξανά. Ο Κώστας ένιωσε το στόμα του να πλημμυρίζει από αίμα και πανικοβλήθηκε με την παγερότητά της. Ο Ιερώνυμος τον έσπρωξε μακριά του, ρίχνοντάς τον στο βρόμικο, παγωμένο δάπεδο. Το κάψιμο στο γδαρμένο δέρ¬μα του ήταν σχεδόν ευπρόσδεκτο.
   «Αν σου μιλήσω, μπορείς να καταλάβεις τι λέω;» επανέλαβε εκείνος.
   «Ναι». Ο Κώστας άκουσε το τρέμουλο της ίδιας του της φωνής. Ήθελε να του πει ότι το τρέμουλο οφειλόταν στο κρύο, όχι στο φόβο που αισθανόταν για εκείνον.
   «Είσαι ζωντανός μόνο και μόνο επειδή θέλω να σε χρησιμοποι¬ήσω κάπου. Αν πάψεις να μου είσαι χρήσιμος, θα σε σκοτώσω. Με καταλαβαίνεις;»
   Ο Κώστας συγκατένευσε ξανά και η βαριά μπότα της γυναίκας κατέβηκε στα πλευρά του.
   «Καταλαβαίνεις;»
   «Ναι!» ούρλιαξε εκείνος αγέρωχα. Κάτι έσπασε μέσα του, αλ¬λά του ήταν αδιάφορο. «Ναι, καταλαβαίνω».
   «Είσαι αξιολύπητος...» σχολίασε ο Ιερώνυμος. «Νόμισες ότι ε¬πειδή είσαι με την Υβόννη θα μπορούσες να με βλάψεις. Αλλά εσύ είσαι ασήμαντος, ένα τίποτα. Πιστεύεις ότι είσαι σημαντικός, ότι έχεις κάποια αξία, αλλά δεν έχεις τίποτα. Εσύ και η άλλη η σκρόφα κάνατε τα αδύνατα δυνατά για να με βάλετε σε μπελάδες. Αυτούς που μου προκαλούν μπελάδες τους τιμωρώ παραδειγματικά, το ξέρεις, δεν το ξέρεις;»
   «Ναι» είπε ο Κώστας με-φωνή πνιχτή.
   «Δύο σκοπούς μπορείς να εξυπηρετήσεις τώρα. Κατ' αρχήν, σαν κλειδί για να βάλω την Υβόννη στο χέρι».
   «Δεν θα σου κάνω τέτοια χάρη...» είπε ο Κώστας.
   «Δεν είπα ότι θα μπορούσες να μου προσφέρεις άμεση πρόσβαση σ’ αυτή. Είπα ότι είσαι ένα μέσο προς αυτόν το σκοπό. Ο άλλος σκοπός που μπο¬ρείς να με εξυπηρετήσεις είναι πιο οριστικός... Όταν ξεμπερδέψω μαζί σου, σκοπεύω να σε τιμωρήσω παραδειγματικά. Όπως έκανα με άλλους. Θα σε χρη¬σιμοποιήσω για να δείξω τι κάνω σε όσους τα βάζουν μαζί μου. Τι φαντάστηκες ότι θα πετυχαίνατε;» Ο Ιερώνυμος κοίταξε τον Κώστα σαν να απορούσε με τη βλακεία του.
   Ο Κώστας αγωνίστηκε να σηκωθεί. Προσπάθησε να μη σκεφτεί τι εικόνα παρουσίαζε το κάτισχνο, μελανιασμένο κορμί του. «Για¬τί δεν ξεμπερδεύεις μαζί μου;» ρώτησε με ύφος αγέρωχο. «Γιατί δε με σκοτώνεις;»
   Η γυναίκα τον χαστούκισε ξανά. Ο Κώστας ζαλίστηκε και πα¬ραπάτησε. Κάτι έτρεξε στον κρόταφο και στο μάγουλο του.
   «Δεν πρόσεξες τι σου είπα; Θέλω να βάλω στο χέρι την Υβόννη».
   «Νομίζεις ότι είσαι ο Τζένγκις Χαν ή ο Μέγας Αλέξαν¬δρος ή κάποιος σπουδαίος σαν αυτούς. Ξέρεις τι λένε για σένα; Ότι δεν είσαι παρά ένας ανισόρροπος. Ένας πρώην χαμηλόβαθμος αξιωματούχος με το σύνδρομο του Ναπολέοντα. Δεν είσαι στρατιώτης, Ιερώνυμε. Είσαι ένας κοινός εγκληματίας». Ο Κώστας χάρηκε που η φωνή του δεν πρόδωσε το φόβο του.
   Ο Ιερώνυμος χαμογέλασε. «Ευχαριστώ για την ψυχανάλυση».
   «Πες μου κάτι, Ιερώνυμε: αφού είσαι τόσο δεξιοτέχνης ε¬γκληματίας, γιατί μας άφησες να σκοτώσουμε τα πρωτοπαλίκαρά σου;»
   Ο Ιερώνυμος χαμογέλασε. «Δε σας άφησα να τον σκοτώσετε... σε έβαλα να τον σκοτώσετε. Κι αυτό επειδή πι¬στεύω ότι οι πιο πολλοί απ’ αυτούς συνεργαζόταν με τις Αμερικάνικες αρχές. Πι¬στεύω ότι σκόπευαν να με παραδώσουν στα χέρια τους. Δεν είμαι σί¬γουρος, αλλά νομίζω ότι αυτοί έδιναν τις πληροφορίες. Ήταν φιλό¬δοξοι και προδότες. Έπρεπε να τους ξεφορτωθώ και, ας πούμε, με διασκέδασε που το έκανες εσύ και η Υβόννη για λογαριασμό μου. Επιπλέον, ταίρια¬ζε με το παιχνίδι.»
   «Δε θα φτάσεις ποτέ ως την Υβόννη» είπε ο Κώστας.
   «Ω, μην ανησυχείς, ξέρουμε ήδη που βρίσκεται η αφέντρα σου. Στο μεταξύ, πες μου, ποιοι είναι οι κωδικοί που γνωρίζεις για τους λογαριασμούς της; Νομίζω πως έχουν περάσει κάποια χρήματα σ’ αυτούς που μου ανήκουν. Τους έχεις απομνημο¬νεύσει ή τους έχεις γραμμένους κάπου;»
   «Βγαίνοντας κλείσε την πόρτα» είπε ο Κώστας, ανήμπορος πλέον να συγκρατήσει το ρίγος του. «Κάνει ρεύμα».
   «Ω, δεν πρόκειται να σε αφήσω να πεθάνεις από το κρύο, Κώστα». Ο Ιερώνυμος έκανε νόημα στην άγνωστη γυναίκα, η οποία βγήκε για λίγο από το ψυγείο δίνοντάς του το όπλο της. Επέστρε¬ψε μ’ ένα μεγάλο κουβά. Ο Κώστας ίσα που πρόλαβε να αντιληφθεί ότι το περιεχόμενο του κουβά άχνιζε όταν τον χτύπησε. Ούρλιαξε καθώς το ζεματιστό νερό έπεφτε πάνω στο γυμνό δέρμα του. Έ¬νιωσε το πρόσωπο, τα χέρια, το στήθος του σαν να πήραν φωτιά και άρχισε να σφαδάζει πάνω στο σκονισμένο πάτωμα. Ο πόνος του καψίματος έμοιαζε να κρατάει μια αιωνιότητα. Στο τέλος κα-τέβασε τις παλάμες από το πρόσωπό του για να επιθεωρήσει τη ζη¬μιά. Κοίταξε τα χέρια και τα πόδια του, περιμένοντας να δει φουσκάλες και καψίματα. Δεν υπήρχαν. Στα σημεία όπου είχε πέσει το νερό το δέρμα είχε απλώς κοκκινίσει. Παρ’ όλ’ αυτά, ο πόνος δεν εννοούσε να σταματήσει. Ο Ιερώνυμος περίμενε για λίγο κα¬θώς ο Κώστας κείτονταν στο δάπεδο παίρνοντας βαθιές εισπνοές.
   «Είναι ένα κολπάκι που έμαθα πριν από χρόνια» του εξήγησε. «Το νερό ήταν απλώς ζεστό. Δεν προκαλεί βλάβη στο θύμα, αλλά αν το δέρμα έχει κρυώσει αρκετά προηγουμένως, σου δίνει την αίσθηση ότι σε έχει χτυπήσει οξύ». Η γυναίκα είχε φέρει ένα δεύτερο κουβά με νερό και περιέλουσε ξανά τον Κώστα. Εκείνος έ¬νιωσε ξανά πόνο, αλλά αυτή τη φορά λιγότερο έντονο και μόνο στα σημεία που δεν είχαν βραχεί προηγουμένως. Τώρα η ζέστη ή¬ταν σχεδόν ευπρόσδεκτη. «Βλέπεις;» είπε ο Ιερώνυμος. «Τώρα το συνήθισες». Η γυναίκα επέστρεψε με έναν τρίτο κουβά, τον οποίο έδωσε στον Ιερώνυμο.
   «Το κεντρικό νευρικό σύστημα μπερδεύεται πολύ εύκολα, ξέ¬ρεις. Δυσκολεύεται να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην υπερ¬βολική ζέστη και στο υπερβολικό κρύο». Και μ' αυτά τα λόγια ά¬δειασε πάνω του τον τρίτο κουβά.
   Αυτή τη φορά στον κόσμο του Κώστα προκλήθηκε μια έκρη¬ξη λευκού, πυρακτωμένου πόνου. Έβγαλε μια κραυγή όμοια με ουρλιαχτό ζώου, καθώς ένιωθε να διαπερνά κάθε νευρική του α¬πόληξη μια ηλεκτρική εκκένωση. Ένιωσε να βυθίζεται σ' ένα μαρτύριο δίχως τέλος. Τώρα, συλλογίστηκε, τώρα θα πεθάνω.
   Ο τελευταίος κουβάς ήταν γεμάτος παγωμένο νερό. Το. σοκ μετά το ζεστό νερό έκοψε την ανάσα του Κώστα, αφήνοντάς τον αναί¬σθητο για κάμποσα δευτερόλεπτα. Όταν συνήλθε, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κι ένας δυνατός πόνος διαπερνούσε το αριστερό μπράτσο και το στήθος του. Είχε ακούσει για ανθρώπους που εί¬χαν πεθάνει από καρδιακή προσβολή στο κρύο νερό της πισίνας μετά από παρατεταμένη παραμονή στη σάουνα. Αυτό που αισθα¬νόταν ήταν το ίδιο πράγμα, αλλά εκατό φορές εντονότερο. Ο πό¬νος μαλάκωσε, αλλά ήξερε ότι η καρδιά του πιθανότατα δε θα ά¬ντεχε άλλες τέτοιες έντονες αλλαγές θερμοκρασίας. Καταλάβαινε επίσης ότι η θερμοκρασία του σώματός του είχε μειωθεί ακόμα περισσότερο. Το μυαλό του είχε αρχίσει να θολώνει.
   Ο Ιερώνυμος στάθηκε από πάνω του. Εκείνος τον κοίταξε και, για μια στιγμή, είδε το παλιό του πρόσωπο και τα άσπρα μαλλιά. Ύστερα η ψευδαίσθηση χάθηκε. Τα μαλλιά του σκούρυναν και το πρόσωπο του άλλαξε γύρω από τα αναλλοίωτα μάτια. Ο Ιερώνυμος λύγισε τα γόνατα και τον άδραξε από τα μαλλιά, τραβώντας πίσω το κεφάλι του και υποχρεώνοντάς τον να τον κοιτάξει.
   «Πώς αισθάνεται κανείς όταν γίνεται κάποιος άλλος, Κώστα;» Τα ψυχρά μάτια του Ιερώνυμου έλαμπαν πάνω στο καινούριο πρόσωπό του. «Δεν είναι απελευθερωτικό; Για ένα διά¬στημα γίνεσαι όντως το άτομο που παριστάνεις ότι είσαι. Η Υβόννη τα παίρνει όλα πολύ στα σοβαρά, όπως εσύ. Εδώ πέρα πρόκειται α¬πλώς για δουλειά. Αλλά η Υβόννη είναι μια ανόητη. Γεμάτη ρομαντικά ιδανικά για το μέλλον της. Και, όπως εσύ, ανέλαβε προσωπικά να με βρει και να με σκοτώσει. Τα είχε όλα δικά της. Έζησε τη ζωή της μέσα από μένα. Και εγώ είμαι αυτός που θα την τελειώσω». Ο Ιερώνυμος άφησε τα μαλλιά του Κώστα και το κεφάλι του έπε¬σε μπροστά. «Ήθελες κι εσύ να με σκοτώσεις, έτσι δεν είναι, Κώστα; Το ήθελες τόσο πολύ, ώστε ήσουν έτοιμος να θυσιάσεις τη ζωή σου για να αφαιρέσεις τη δική μου. Αλλά ο αληθινός Κώστας δεν είχε τα κότσια, καλά δε λέω; Πρώτα έπρεπε να γίνεις κάποιος άλλος. Και χρειαζόσουν μια άλλη ταυτότητα, επειδή ήσουν υπερβολικά τσακισμένος και υπερβολικά φοβισμένος. Και έτσι έγινες σκλάβος της. Με κάποιο περίεργο τρόπο πήρες θάρρος. Όμως θα σου πω ένα πράγμα: ο παλιός Κώστας είχε δίκιο. Έπρεπε να παρα¬μείνεις φοβισμένος».
   «Πρέπει να κοιμηθώ...» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψιθυ¬ρίσει ο Κώστας.
   «Εντάξει» είπε ο Ιερώνυμος. Χαμογέλασε και η φωνή του έγι¬νε ξάφνου ζεστή και φιλική. «Θα σ' αφήσω να κοιμηθείς, Κώστα. Με κουβέρτες που θα σε κρατήσουν ζεστό. Εκεί έξω, μακριά από το ψυγείο, στα ζεστά. Προτού κοιμηθείς, θα σου δώσω να πιεις κάτι ζεστό. Δεν έχεις παρά μου δώσεις τους κωδικούς πρόσβασης ή να μου πεις πού εί¬ναι, κι εγώ θα σε βγάλω από δω και θα σε αφήσω να κοιμηθείς».
   Ο Κώστας συνειδητοποίησε ότι είχε σταματήσει να τρέμει. Άρχιζε να νιώθει πιο ζεστός. Να νυστάζει ακόμα πιο πολύ. Τα βλέφαρά του βάραιναν και έκλειναν σιγά σιγά. Θα εξαπατούσε τον Ιερώνυμο. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα όταν δέχτηκε ένα δυνατό χαστούκι.
   «Κώστα, μείνε ξύπνιος. Αν κοιμηθείς εδώ μέσα, θα πεθάνεις. Εκεί έξω... εκεί έξω θα μπορέσεις να κοιμηθείς και να ζήσεις. Πες μου τους κωδικούς».
   «Δεν τους θυμάμαι...» Τα μάτια του Κώστα άρχισαν να κλεί¬νουν ξανά. Ο Ιερώνυμος άρχισε να φωνάζει. Ένιωσε την μπότα της γυναίκας να συνθλίβει τα πλευρά του, αλ-λά ήταν πολύ νυσταγμένος και πολύ αποκομμένος από το σώμα του για να νιώσει πόνο.
   Ο Κώστας έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #93 στις: Μαΐου 21, 2012, 08:26:29 πμ »
Κεφάλαιο 39
Η κονσόλα στο γραφείο του γενικού γραμματέα κουδούνι¬σε. Η φωνή της Χέλγκα: «Συγνώμη που σας διακόπτω, αλ¬λά είναι και πάλι ο κύριος Σηφάκης».
   Ο Ματιέ Ζινσού στράφηκε προς τη γυναίκα που ήταν ύ¬πατος αρμοστής με αρμοδιότητα στους πρόσφυγες, μια πρώην Ιρλανδέζα πολιτικό που συνδύαζε την ενεργητικότη¬τα με σημαντικό ποσοστό φλυαρίας. Προς το παρόν, καβγάδιζε με το βοηθό γενικό γραμματέα με αρμοδιότητα στις ανθρωπιστικές υποθέσεις που διεξήγε γραφειοκρατικές μά¬χες με αλύγιστη και αντιανθρωπιστική ζέση. «Μαντάμ Μακέιμπ, λυπάμαι πάρα πολύ, αλλά πρόκειται για ένα επείγον τηλεφώνημα. Νομίζω πως έχω κατανοήσει τις ανησυχίες σας σχετικά με τις μομφές που εκφράζονται εναντίον σας από το Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων και πιστεύω ότι μπο¬ρούμε να τις αντιμετωπίσουμε αν συνεργαστούμε όλοι. Ζη¬τήστε από τη Χέλγκα να κανονίσει μια συνάντηση με όλους τους αρμοδίους». Σηκώθηκε και έγειρε το κεφάλι του, σε μια ευγενική έκφραση αποχαιρετισμού.
   Ύστερα σήκωσε το ακουστικό. «Παρακαλώ, περιμένετε να σας συνδέσω με τον κύριο Σηφάκη» είπε μια γυναικεία φωνή. Μερικά «κλικ» και ηλεκτρονικοί βόμβοι, και η φωνή του Πέτρου Σηφάκη ακούστηκε στο αυτί του. «Αγαπητέ Μα¬τιέ» άρχισε.
   «Αγαπητέ Πέτρο» απάντησε ο Ζινσού. «Η προθυμία σου να μελετήσεις έστω όσα συζητήσαμε αξίζει ανταμοιβή. Από τότε που οι Ροκφέλερ δώρισαν τη γη όπου υψώνεται σήμερα το συγκρότημα των Ηνωμένων Εθνών, κανένας άλ¬λος ιδιώτης δεν προσφέρθηκε να...»
   «Ναι, ναι» τον διέκοψε ο Σηφάκης. «Φοβάμαι όμως ότι δε θα δεχτώ την πρόσκλησή σου για δείπνο».
   «Μα γιατί;»
   «Έχω κάτι πιο τελετουργικό υπόψη μου. Ελπίζω να συμ¬φωνήσεις με την ιδέα μου. Δεν έχουμε μυστικά μεταξύ μας, έτσι δεν είναι; Η διαφάνεια υπήρξε πάντα πρωταρχική αξία του ΟΗΕ, σωστά;»
   «Ναι, βέβαια... Δηλαδή μέχρι ένα σημείο, Πέτρο».
   «Θα σου πω την πρότασή μου και θα μου πεις αν τη θε¬ωρείς παράλογη».
   «Παρακαλώ».
   «Ξέρω ότι θα γίνει μια συνάντηση της Γενικής Συνέλευ¬σης αυτή την Παρασκευή και ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά μου ήταν να μιλήσω σ’ αυτό το εξέχον σώμα. Ανόητη ματαιοδοξία;»
   «Όχι βέβαια» είπε βιαστικά ο Ζινσού. «Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι ιδιώτες έχουν μιλήσει...»
   «Αλλά κανένας δε θα μου στερούσε το δικαίωμα και το προνόμιο -νομίζω ότι μπορώ να το πω χωρίς το φόβο α¬ντιρρήσεων».
   «Μα και βέβαια».
   «Δεδομένου ότι θα είναι παρόντες πολλοί αρχηγοί κυ¬βερνήσεων, το επίπεδο της ασφάλειας θα είναι υψηλό. Μπορεί να με πεις παρανοϊκό, αλλά θεωρώ το γεγονός κα-θησυχαστικό. Αν είναι παρών ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, τότε θα υπάρχει και ένα απόσπασμα της Μυστι¬κής Υπηρεσίας. Όλα αυτά είναι πολύ καθησυχαστικά. Και πιθανότατα θα συνοδεύομαι από το δήμαρχο της Νέας Υόρ¬κης, που έτρεφε πάντα πολύ φιλικά αισθήματα για μένα».
   «Δηλαδή, μια εξαιρετικά δημόσια εμφάνιση, με κάλυψη απ' όλα τα μέσα ενημέρωσης» είπε ο Ζινσού. «Οφείλω να πω ότι είναι κάτι ασυνήθιστο για σένα. Το εντελώς αντίθετο από τη φήμη του ερημίτη που σε συνοδεύει».
   «Γι’ αυτό ακριβώς το προτείνω» είπε η φωνή. «Ξέρεις την πολιτική μου: Άφηνέ τους να αναρωτιούνται πάντα για σένα».
   «Και ο... ο διάλογός μας;» Η σύγχυση και η αγωνία πά¬λευαν μέσα του. Προσπάθησε να μην το δείξει.
   «Μην ανησυχείς. Θα διαπιστώσεις ότι δεν υπάρχουν πε¬ρισσότερο ιδιωτικές στιγμές από τις στιγμές που περνάμε μέσα σε αμέτρητο κόσμο».
   «Να πάψει ο διάβολος» φώναξε η Υβόννη όταν άκουσε την εγ¬γραφή του τελευταίου τηλεφωνήματος του Ιερώνυμου.
   «Τι θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά;» ρώτησε ο Ζιν¬σού, και η φωνή του φανέρωνε φόβο και μεμψιμοιρία.
   «Τίποτα. Αν επιμένατε πολύ, θα προκαλούσατε τις υπο¬ψίες του. Μιλάμε για έναν εντελώς παρανοϊκό άνθρωπο».
   «Και πώς σας φαίνεται το αίτημά του; Δεν είναι αινιγ¬ματικό;»
   «Όχι, ευρηματικό» απάντησε ωμά η Υβόννη. «Αυτός ο άνθρωπος ξέρει περισσότερες κινήσεις στη σκακιέρα από τον Κασπάρωφ».
   «Μα αν θέλατε να τον κάνετε να εμφανιστεί...»
   «Το σκέφτηκε και πήρε τα μέτρα του. Ξέρει ότι οι δυνά¬μεις που αντιμετωπίζει ανήκουν σε πολύ συγκεκριμένα κλι¬μάκια. Ξέρει ότι η Μυστική Υπηρεσία -η προσωπική φρου¬ρά προστασίας του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών- δε θα μάθαινε ποτέ το μεγάλο μυστικό. Χρησιμοποιεί τους δικούς μας ανθρώπους σαν ασπίδα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Θα ανέβει τη ράμπα του κτιρίου των Ηνωμένων Ε¬θνών με το δήμαρχο της Νέας Υόρκης στο πλευρό του. Ο¬ποιαδήποτε απόπειρα εναντίον της ζωής του θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή ενός πολύ γνωστού πολιτικού. Μπαίνει σε μια αρένα με δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, με πανέτοιμα α¬ποσπάσματα φρουρών που προστατεύουν ηγέτες κρατών απ' όλο τον κόσμο. Είναι σαν να έχει διαρκώς γύρω του έ¬να δυναμικό πεδίο. Αν κάποιος Αμερικανός πράκτορας προ-σπαθούσε να τον πυροβολήσει, η έρευνα που θα ακολου¬θούσε θα τίναζε το μυστικό στον αέρα. Όσο βρίσκεται στη Γενική Συνέλευση, δεν μπορούμε να τον αγγίξουμε. Δεν μπορούμε. Σκεφτείτε το. Θα περιβάλλεται συνεχώς από α¬μέτρητο κόσμο. Με δεδομένη τη γενναιοδωρία του απένα¬ντι σε όλα τα κράτη, όλοι θα το θεωρήσουν τιμή της διε¬θνούς κοινότητας να...»
   «Να καλωσορίσουν έναν άνθρωπο που φαίνεται να είναι ο φάρος των εθνών» ολοκλήρωσε ο Ζινσού μορφάζοντας.
   «Κλασικό κόλπο Ιερώνυμου. "Κρυμμένος σε περίοπτη θέση" ήταν μια από τις αγαπημένες φράσεις του. Έλεγε ότι, μερικές φορές, η καλύτερη κρυψώνα είναι μπροστά στα μά¬τια όλων».
   «Ουσιαστικά, αυτό είπε και σ’ εμένα» μονολόγησε ο Ζινσού. Κοίταξε την πένα στα χέρια του, προσπαθώντας να τη μετατρέψει σε τσιγάρο με τη δύναμη της σκέψης. «Και τώρα τι κάνουμε;»
   Η Υβόννη κατέβασε μια γουλιά χλιαρού καφέ. «Δεν ξέρω. Κρατάει τον άνθρωπό μου. Αυτό βέβαια λίγο απασχολεί κάποιους… Δεν ξέρω… Είτε θα σκεφτώ κάτι...»
   «Είτε;»
   Τα μάτια της ήταν σκληρά. «Είτε δε θα σκεφτώ». Βγήκε από το γραφείο του γενικού γραμματέα χωρίς άλλη λέξη, α¬φήνοντας το διπλωμάτη μόνο με τις σκέψεις του.
   Ο Ζινσού ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Στην πραγμα¬τικότητα, είχε κοιμηθεί ελάχιστα από τότε που ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών τον είχε ενημερώσει για την κρί¬ση -αφού ο ίδιος ο Πρόεδρος είχε δεχτεί απρόθυμα την πρόταση της Υβόννης να μιλήσει μαζί της. Ο Ζινσού είχε πάθει σοκ ακούγοντας τις λεπτομέρειες της κρίσης -και α¬κόμη δεν είχε συνέλθει. Πώς ήταν δυνατόν να φερθούν τό¬σο ανεύθυνα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής; Μόνο που δεν έφταιγαν οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά μια μικρή σπείρα προγραμματιστών. Σχεδιαστών, όπως θα έλε¬γε η Υβόννη. Το μυστικό είχε περάσει από τον έναν Πρόεδρο στον άλλο, σαν τους κωδικούς του πυρηνικού οπλοστα¬σίου της χώρας -και ήταν σχεδόν το ίδιο επικίνδυνο.
   Ο Ζινσού ήξερε προσωπικά περισσότερους αρχηγούς κρατών από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Ήξερε ότι ο Πρόεδρος υποτιμούσε τις αιματοχυσίες που θα ακολουθού¬σαν αν έβγαινε ποτέ στην επιφάνεια η αλήθεια για το Πρό¬γραμμα Μέμπιους. Φαντάστηκε τους πρωθυπουργούς, τους προέδρους, τους κυβερνήτες, τους γραμματείς των κομμά¬των, τους εμίρηδες και τους βασιλιάδες ενός πλανήτη που είχε εξαπατηθεί από μια χώρα. Η μεταπολεμική φιλία και η κατανόηση μεταξύ κρατών θα τινάζονταν στον αέρα. Σε ό¬λες τις προβληματικές περιοχές του κόσμου, οι συνθήκες, οι συμφωνίες και τα καταστατικά για την άρση των συ¬γκρούσεων θα ακυρώνονταν, θα ανακαλούνταν, επειδή ο συντάκτης τους θα είχε ξεμασκαρευτεί -όλοι θα γνώριζαν ότι ήταν ένας απατεώνας, ένας πράκτορας. Οι ειρηνευτικές συμφωνίες που είχε διαπραγματευτεί ο Πέτρος Σηφάκης; Θα ξεσχιζόταν μέσα σε λίγες ώρες με αμοιβαίες εκτοξεύσεις κατηγοριών. Κάθε πλευρά θα κατηγορούσε την άλλη ότι γνώριζε την αλήθεια από την αρχή. Μια συνθήκη που κάποτε φαινόταν αμερόληπτη τώρα θα ερμηνευόταν ως διακριτικά ευνοϊκή για τον εχθρό. Και αλλού;
   Η νομισματική κρίση σας στη Μαλαισία; Λυπάμαι πολύ, φίλε μου. Εμείς την προκαλέσαμε. Εκείνη η μικρή πτώση της στερλίνας, πριν από εφτά χρόνια, που ανάγκασε την οικονο¬μία της Βρετανίας να χάσει μερικές μονάδες ακαθάριστου εγ-χώριου προϊόντος; Ναι, επειδή εκμεταλλευτήκαμε την ευκαι¬ρία κάναμε την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Λυπόμαστε πο¬λύ, δεν ξέρουμε πού ήταν το μυαλό μας...
   Μια εποχή σχετικής ειρήνης και ευημερίας θα παραχω¬ρούσε τη θέση της σε μια εποχή χωρίς ειρήνη και χωρίς ευ¬ημερία. Και τι θα απογίνονταν τα γραφεία του Ιδρύματος Ελευθερίας σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο και στην Α¬νατολική Ευρώπη -που τώρα θα θεωρούνταν κέντρα επι¬χειρήσεων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών; Πολλές συνεργαζόμενες κυβερνήσεις δε θα επιβίωναν μετά από μια τέτοια ταπείνωση. Άλλες, για να διατηρήσουν την αξιοπι¬στία τους απέναντι στους πολίτες της χώρας τους, θα διέκο¬πταν κάθε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα χαρα-κτήριζαν τον πρώην σύμμαχο εχθρό τους. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις, ακόμη και εκείνες που δεν είχαν σχέση με το Ίδρυμα Ελευθερίας, θα δημεύονταν από τις κυβερνήσεις και τα περιουσιακά στοιχεία τους θα πάγωναν. Το παγκό¬σμιο εμπόριο θα δεχόταν ένα καίριο πλήγμα. Στο μεταξύ, οι πικρόχολοι και κατατρεγμένοι του πλανήτη θα είχαν μια αι¬τία πολέμου στα χέρια τους. Οι αδιαμόρφωτες υποψίες τους θα έβρισκαν έναν καταλύτη. Ανάμεσα στα επίσημα πολιτι¬κά κόμματα, αλλά και σε ευρύτερα κινήματα αντίστασης, οι αποκαλύψεις θα πρόσφεραν ένα πολεμικό σύνθημα ενά¬ντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η ενοποιημένη Ευρώπη θα ενωνόταν ολοκληρωτικά ενάντια σ' έναν κοινό εχθρό, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
   Ποιος θα μπορούσε να υπερασπιστεί τις Ηνωμένες Πο¬λιτείες; Ποιος θα σκεφτόταν να το κάνει; Μια χώρα που εί¬χε χειριστεί κρυφά τους μοχλούς των κυβερνήσεων σε όλο τον πλανήτη. Μια χώρα που τώρα θα γινόταν στόχος της α¬συγκράτητης οργής δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Ακόμη και οργανισμοί που ήταν αφιερωμένοι στη διεθνή συνεργα¬σία θα αντιμετώπιζαν την Ουάσιγκτον με καχυποψία. Ου¬σιαστικά, θα ήταν το τέλος των Ηνωμένων Εθνών, αν όχι άμεσα, σε μικρό χρονικό διάστημα, σε ένα κύμα διογκούμε¬νης κακοβουλίας και καχυποψίας. Κι αυτό θα σήμαινε έναν κόσμο γεμάτο προβλήματα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #94 στις: Μαΐου 21, 2012, 08:26:56 πμ »
Το διαμέρισμα του ξενοδοχείου που έμενε ήταν κομψό αλλά παράλληλα κοινότοπο. Όπως διαβεβαίωσαν την Υβόννη, θα ήταν ασφαλής εδώ στο καινούργιο ξενοδοχείο που την είχαν εγκαταστήσει. Εξίσου σημαντικό ήταν ότι θα είχε πρόσβαση στα πιο εξελιγμένα συστήματα τηλεπικοινωνιών -ανάμεσα τους, άμεση πρόσβαση στις εκτεταμένες τράπεζες δεδομέ¬νων που είχαν συγκεντρωθεί από όλες τις μυστικές υπηρε-σίες των Ηνωμένων Πολιτειών.
   Η Υβόννη καθόταν στο γραφείο και κοίταζε ένα κίτρινο σημειωματάριο. Τα μάτια της ήταν κα¬τακόκκινα από την έλλειψη ύπνου κι ένας πονοκέφαλος βα¬σάνιζε το κρανίο της. Είχε επικοινωνήσει χρησιμοποιώντας κρυπτογραφική συσκευή με τα υπόλοιπα μέλη του Προ¬γράμματος Μέμπιους. Κανένας δεν ήταν αισιόδοξος -ούτε προσποιούνταν ότι ήταν.
   Αν ο Σηφάκης στο συνέδριο, πώς θα το έκανε; Πόσες πιθανότητες είχαν να τους ειδοποιήσουν οι αρχές για την άφιξή του; Είχαν στείλει μια οδη¬γία σε όλα τα αστυνομικά τμήματα, σε όλη τη χώρα. Η οδηγία βέβαια έλεγε ότι, λόγω «αξιόπιστων απειλών» εναντίον της ζωής του Πέτρου Σηφάκη, ήταν απαραίτητο να αναφέρουν την οπτική επαφή μαζί του αμέσως σε μια ειδική τακτική ομάδα ασφαλείας που συ-ντόνιζε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και που ήταν αφιερωμένη στην προστασία ξένων προσωπικοτήτων.
   Η Υβόννη κοιτούσε το τηλέφωνο με μια αίσθηση ανησυχίας.
   Σχεδόν αμέσως μετά, σαν το τηλέφωνο να είχε ανταποκριθεί σε κάποιου είδους άλεσμα, χτύπησε σιγανά και ο σιγανός ήχος του κουδουνίσματος πρόσθεσε μια επιπλέον βαρύτητα στην κλήση. Σήκωσε το ακουστικό. Ήταν ο Πρόεδρος.
   «Άκου, Υβόννη, εξέτασα λεπτομερώς το θέμα. Σχετικά με την ομιλία του Ιερώνυμου στη Γενική Συνέλευ¬ση, μπορεί να αντιμετωπίσουμε ένα έμμεσο τελεσίγραφο».
   «Τι εννοείτε, κύριε Πρόεδρε;»
   «Όπως ξέρεις, ζήτησε τους κωδικούς ελέγχου ολόκλη¬ρου του συστήματος Έσελον και το απέφυγα».
   «Το αποφύγατε;»
   «Αρνήθηκα. Νομίζω πως το μήνυμα που μας στέλνει εί¬ναι ξεκάθαρο. Αν δεν πάρει αυτό που θέλει, θα εμφανιστεί στη Γενική Συνέλευση και θα προκαλέσει έκρηξη. Θα τα αποκαλύψει όλα, με όλο τον κόσμο να κρέμεται από το στόμα του. Είναι μια απλή υπόθεση, βέβαια, και μπορεί να πέφτουμε έξω, αλλά όσο περισσότερο το σκεφτόμαστε τό¬σο περισσότερο πιστεύουμε ότι πρόκειται για αξιόπιστη α¬πειλή».
   «Και λοιπόν;»
   «Ελπίζω να τον χτυπήσει κεραυνός πριν σηκωθεί για να μιλήσει στη συνέλευση».
   «Καλό σχέδιο».
   «Αν δε συμβεί κάτι τέτοιο, αποφάσισα να συναντηθώ μαζί του πιο πριν. Να υποχωρήσω. Να ικανοποιήσω τον πρώτο γύρο των απαιτήσεών του».
   «Είναι προγραμματισμένο να εμφανιστείτε στον ΟΗΕ;»
   «Το είχαμε αφήσει ασαφές. Ο υπουργός Εξωτερικών θα βρίσκεται εκεί, μαζί με τον πρεσβευτή μας στον ΟΗΕ, το μόνιμο αντιπρόσωπο, τον εμπορικό διαπραγματευτή και τα υπόλοιπα στρατιωτάκια που στέλνουμε πάντα. Ωστόσο, αν πρόκειται να... να διαπραγματευτούμε μαζί του, θα πρέπει να μιλήσει με εμένα. Είμαι ο μόνος που έχει την εξουσία και τη δικαιοδοσία να κάνει κάτι τέτοιο».
   «Θα εκθέσετε τον εαυτό σας σε κίνδυνο».
   «Υβόννη, έχω ήδη εκτεθεί σε κίνδυνο. Το ίδιο κι εσύ».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #95 στις: Μαΐου 22, 2012, 09:14:58 πμ »
Κεφάλαιο 40
Ο Κώστας ένιωσε ξανά χαμένος στο χρόνο. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα κοιμόταν ή ήταν αναίσθητος. Ίσως μερικά λεπτά, ίσως μερικές μέ¬ρες. Το πρώτο πράγμα που αισθάνθηκε καθώς ξυπνούσε ήταν ο πόνος στα πλευρά, στο πρόσωπο και κάτι σαν καυτό, τσουχτερό γαργάλημα στο γρατσουνισμένο δέρμα του. Ο Κώστας γαντζώθηκε στο αίσθημα του πόνου. Ήταν το μάθημα που του είχε διδάξει η Υβόννη: το να πονάς σημαίνει ότι ζεις.
   Όταν ξύπνησε εντελώς, διαπίστωσε ότι ήταν ξαπλωμένος στο στρώμα ενός μεταλλικού ράντζου. Τον είχαν ντύσει ξανά και τα ρούχα του μύριζαν μούχλα και σκόνη. Ήταν σκεπασμένος με κά¬μποσες κουβέρτες και είδε ότι εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ψυγείο κρεάτων. Αλλά όχι συνέχεια. Κάποια στιγμή θα πρέπει να τον είχαν βγάλει από εκεί μέσα για να τον ζεστάνουν, αποτρέπο¬ντας έτσι την περαιτέρω πτώση της θερμοκρασίας του σώματος του και το θάνατο από υποθερμία. Αυτό χρειαζόταν χρόνο και γνώσεις. Ο Κώστας σήκωσε τα μανίκια του παλτού και του φού-τερ. Βρήκε αυτό που αναζητούσε στο αριστερό μπράτσο του: ένα σημάδι από τρύπημα στη φλέβα. Το μυαλό του εξακο¬λουθούσε να δουλεύει αργά και το κεφάλι του σφυροκοπούσε, αλλά ήξερε τι σήμαινε αυτό. Πρέπει να του είχαν χορηγήσει ζε¬στό φυσιολογικό ορό και γλυκόζη για να αυξήσουν την εσωτερι¬κή θερμοκρασία του σώματος του και πιθανώς του είχαν φορέσει μάσκα οξυγόνου.
   Ο Κώστας ήξερε πως ήταν ήδη ξεγραμμένος. Και ότι, προτού πεθάνει, θα υπέφερε πολύ, τόσο επειδή θα το απολάμβανε ο Ιερώνυμος όσο και για τις πιθανές πληροφορίες που θα μπορούσε να του αποσπάσει. Αλλά ο Κώστας είχε πλήρη επίγνωση ότι όσα ήξε¬ρε δεν ήταν αρκετά για να τον κρατήσουν ζωντανό. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει ήταν να αποδράσει. Και να εμποδίσει τον Ιερώνυμο να νικήσει.
   Εξακολουθούσε να αισθάνεται παγωμένος ως το μεδούλι. Ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κουκουλώθηκε με τις βρο¬μερές κουβέρτες. Έβγαλε το γάντι του και κούνησε το γυμνό χέρι του στον αέρα. Η θερμοκρασία στο θάλαμο ήταν υποφερτή. Θα απαιτήθηκε πολύς χρόνος για να ζεσταθεί ο χώρος. Αν και δεν έ¬βλεπε γύρω της θερμαντικά σώματα, υποψιαζόταν ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν. Υπέθεσε ότι τον είχαν βγάλει κάποια στιγμή, φρόντισαν την υποθερμία του και τον κρά¬τησαν κοιμισμένο μέχρι να ανεβεί η θερμοκρασία στο ψυγείο.
   Τώρα πια δεν ήταν θάλαμος βασανιστηρίου, αλλά ένας απλός χώ¬ρος κράτησης. Για την ώρα.
    Ο Κώστας δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά ένιωσε μια ηλεκτρική εκκένωση να διαπερνά τα σπασμένα πλευρά του. Ψηλάφισε αδέ¬ξια το σώμα του κάτω από το φούτερ. Του είχαν επιδέσει το θώ¬ρακα. Ξάπλωσε ξανά στο ράντζο και έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας το ταβάνι με το γυμνό, αμείλικτο φως νέον.
   Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας ψηλός, σωματώδης άντρας κρατώντας ένα μπολ. Ο Κώστας δεν τον αναγνώρισε, αλλά η εμφάνισή του θύμιζε Ρώσο ή Ουκρανό. Τα μαλλιά του ήταν κοντο¬κουρεμένα και στη μύτη του υπήρχαν σημάδια από κάποιο παλιό σπάσιμο. Ο τύπος άφησε το μπολ δίπλα στο κρεβάτι του και βγή¬κε από το θάλαμο χωρίς να βγάλει άχνα. Ώστε υπήρχαν κι άλλοι τώρα. Ο Κώστας υπέθεσε ότι ο Ιερώνυμος είχε φύγει για να ασχο¬ληθεί με σοβαρότερες υποθέσεις. Σχημάτισε νοερά την εικόνα του φρουρού που του είχε φέρει το φαγητό. Θα τον ονομάσω Μυ¬ταρά, σκέφτηκε. Έφαγε τη σούπα. Ήταν πολύ ζεστή και του έκα¬ψε το στόμα, αλλά δεν τον ένοιαξε. Απόλαυσε την κάψα στο στή¬θος και στην κοιλιά του μέχρι την τελευταία μπουκιά.
   Είχε εκπλαγεί βλέποντας το κουτάλι μέσα στο μπολ. Όταν τε¬λείωσε το φαγητό, το έγλειψε και το έτριψε στο πέτρινο δάπεδο δίπλα στο ράντζο. Μετά από ένα δυο λεπτά δοκίμασε την κόψη του με το δάχτυλο του. Ναι, μπορούσε να το κάνει κοφτερό, να φτιάξει έτσι ένα όπλο. Ξήλωσε το στρίφωμα του στρώματος και έ¬κρυψε μέσα το κουτάλι. Ύστερα κουκουλώθηκε μέχρι τα μάτια για να γλιτώσει από το αμείλικτο φως νέον. Δεν μπορούσε να κοιμη¬θεί. Το κεφάλι του βούιζε καθώς σκεφτόταν, κατέστρωνε και απέρ¬ριπτε το ένα σχέδιο απόδρασης μετά το άλλο. Μπορεί να μην του έφερναν ξανά φαγητό εκείνη τη μέρα, αλλά αυτή ήταν η μοναδική του ευκαιρία να το σκάσει. Ακόμα και την εποχή που ήταν σε ε¬ξαιρετική φυσική κατάσταση, δε θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει το Μυταρά. Έπρεπε να τον αιφνιδιάσει και να τον σκοτώσει στα γρήγορα. Αν ακόνιζε το κουτάλι, θα κατόρθωνε ίσως να του κόψει την αρτηρία στο λαιμό. Δε θα του δινόταν δεύτερη ευκαιρία.
   Η πόρτα άνοιξε. Ο Κώστας καμώθηκε ότι κοιμόταν κάτω από την κουβέρτα. Άκουσε βαριά βήματα να πλησιάζουν. Δε θα του ριχνόταν τώρα. Χρειαζόταν τουλάχιστον μια μέρα για να ετοιμα¬στεί, για να ακονίσει το κουτάλι ώστε να είναι σε θέση να σκοτώ¬σει μ' αυτό. Η κουβέρτα τραβήχτηκε από το κεφάλι του. Ο Κώστας γύρισε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του και είδε το Μυταρά, που είχε μαζέψει το άδειο μπολ. Άπλωσε το χέρι του και κούνησε τα δάχτυλά του σαν να του έλεγε, «Φέρ’ το». Ο Κώστας πήρε ύφος α¬πορημένο. Ο τύπος επανέλαβε τη χειρονομία, κι αυτός σήκωσε τους ώμους. Ο Μυταράς αναστέναξε κουρασμένα, άφησε κάτω το μπολ και ξεκρέμασε το αυτόματο όπλο του. Το απασφάλισε, ό¬πλισε και κόλλησε την κάννη στο μάγουλο του Κώστα. Μετά ε¬πανέλαβε τη χειρονομία με το ελεύθερο χέρι του. Εκείνος έχωσε το χέρι του στην κρυψώνα που είχε φτιάξει στο στρώμα και τρά¬βηξε το κουτάλι. Το έδωσε στο Μυταρά μ’ ένα κυνικό χαμόγελο, κι εκείνος του το ανταπέδωσε σκίζοντας συγχρόνως το μέτωπο του με την κάννη του αυτομάτου.
   Ο Κώστας τον κοίταξε με μίσος, προσπαθώντας να διατηρήσει τις αισθήσεις του και νιώθοντας το αίμα να αναβλύζει από την πληγή και να κυλά στο πλάι του προσώπου του. Ήξεραν και οι δύο ότι ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά ο Μυταράς περιορίστηκε να τον κοιτάξει με απάθεια κι ύστερα έκανε μεταβολή και βγήκε παίρνοντας μαζί το μπολ και το κουτάλι. Μόλις έφυγε, το φως έ¬σβησε. Ο Κώστας θυμήθηκε ότι υπήρχε διακόπτης ακριβώς έξω α¬πό την πόρτα. Δέχτηκε με ευγνωμοσύνη το αναπάντεχο απόλυτο σκοτάδι. Θα μπορούσε να κοιμηθεί δίχως να κουκουλωθεί με τη βρομερή κουβέρτα. Ξάπλωσε ανάσκελα στο σκοτάδι και ορκί¬στηκε να μην αγγίξει την πληγή στο μέτωπο του.
   Κάτι του συνέβαινε. Ήταν λες και ο πόνος φούντωνε την απο¬φασιστικότητα και ακόνιζε το μυαλό του. Ένιωθε τη σκέψη του πιο φρέσκια, πιο διαυγή. Αυτό το αποκαλούσαν εξαγνισμό της σάρκας. Ο πόνος έγινε κάτι σαν αμυδρή υπόκρουση, ένας θόρυ¬βος στο βάθος. Όσο απομακρυνόταν απ' αυτόν, τόσο θα αποκο¬βόταν από το σώμα του. Ο Κώστας εστίασε όλη του την ενεργητι¬κότητα στις σκέψεις του. Πρέπει να υπήρχε κάποιος τρόπος για να γλιτώσει από όλα αυτά.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #96 στις: Μαΐου 22, 2012, 09:15:40 πμ »
Όταν ο Κώστας ξύπνησε, το φως ήταν αναμμένο. Ένιωσε    το σώμα του παγωμένο και μουδιασμένο. Τα ρίγη και οι πό¬νοι στο κορμί του συνδυάζονταν μεταξύ τους σαν έγχορδα που έ¬παιζαν, αλλά σε λίγο το τραύμα στο κεφά¬λι από το χτύπημα του όπλου του Μυταρά πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι είχαν ανοίξει ξανά την ψύξη, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν η αντίδραση του ορ-γανισμού του στην κακοποίηση που είχε υποστεί. Για τον Κώστα το κρύο δε σήμαινε πια θάνατο. Σήμαινε ότι μπορούσε ακόμα να αισθάνεται. Σήμαινε ότι ήταν ζωντανός.
   Όμως κατάφεραν να λυγίσουν το πνεύμα μου, συλλογίστηκε ήρεμα. Ήξερε ότι κάτι είχε αλλάξει στον τρόπο που σκεφτόταν, στον τρόπο που αισθανόταν. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, σκε¬φτόταν τον Κώστα σαν να ήταν κάποιος γνωστός του και όχι αυτή ο ίδιος. Ίσως ο Κώστας ήταν νεκρός, αλλά όποιος ή ό,τι είχε μείνει φαινόταν αποφασισμένο να επιβιώσει. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, μελανιασμένος και τσακισμένος μέσα σ’ έναν άδειο ψυκτικό θάλαμο, καταλάβαινε ότι η μόνη στρατηγική για να επι¬βιώσει ήταν να αποσπαστεί από το σάρκινο εαυτό του. Να συγκε¬ντρώσει το μυαλό του και να χρησιμοποιήσει όσες εσωτερικές δυ¬νάμεις τού απέμεναν για να σκεφτεί έναν τρόπο να σωθεί.
   Σηκώθηκε με κόπο, τυλίχτηκε με την κουβέρτα και προχώρη¬σε προς τη βαριά πόρτα του ψυκτικού θαλάμου. Κόλλησε το πλάι του κεφαλιού του στο κρύο ατσάλι, αλλά το πάχος της πόρτας έ¬πνιγε κάθε θόρυβο από το διπλανό δωμάτιο. Έκανε ένα γύρο στο θάλαμο, αναζητώντας κάτι που θα του χρησίμευε ως όπλο. Δεν υ¬πήρχε τίποτα. Αλλά ακόμα κι αν έβρισκε κάτι, αμφέβαλλε αν ένα αυτοσχέδιο όπλο θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει το Μυταρά και το όπλο του. Επέστρεψε στο στρώμα και κάθισε για να σκε¬φτεί την κατάσταση. Του έφερναν φαγητό. Αυτό σήμαινε ότι, για κάποιο λόγο, ο Ιερώνυμος ήθελε «να τον κρατήσει ζωντανό, αλλά μόνο για μερικές μέρες ακόμα. Άγγιξε αδέξια το καρούμπαλο στο κεφάλι του για να υπενθυμίσει στον εαυτό του πως, πέρα από το γεγονός ότι τον τάιζαν, οι δεσμοφύλακές του δεν ενδιαφέρονταν για την υγεία του. Ήταν όμηρος και δε θα μπορούσαν να τον κρα¬τάνε φυλακισμένο σε πιο κατάλληλο μέρος: δεν ήταν παρά ένα κομμάτι κρέας που το διατηρούσαν μέχρι να τους φανεί χρήσιμο.
   Το επόμενο γεύμα το έφερε η άγνωστη γυναίκα. Το μεθεπό¬μενο ο Μυταράς. Ίσως έκαναν βάρδιες. Αν ο Κώστας σκόπευε να δραπετεύσει, έπρεπε να το κάνει όταν θα τον φρουρούσε εκείνη η σκρόφα. Ήξερε ότι με το Μυταρά δεν είχε πιθανό¬τητες επιτυχίας. Ήξερε επίσης ότι, ακόμα και αν βρισκόταν σε πλήρη φόρμα, δεν ήταν βέβαιο αν θα κατάφερνε να αντιμετωπί¬σει την γυναίκα. Αλλά αν τον είχαν διδάξει κάτι τα χρόνια της θητείας του, αυτό ήταν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να σκοτώσει οποιονδήποτε. Το σημαντι¬κό δεν ήταν η δύναμη. Το σημαντικό ήταν η πρόθεση να σκοτώ¬σεις. Να μη γνωρίζεις όρια.
   Ο Κώστας ήξερε ότι ο Ιερώνυμος στο τέλος θα τον σκότωνε, α¬κόμα κι αν λογάριαζε να τον χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτι¬κό χαρτί. Όταν δε θα τον είχε ανάγκη, θα τον σκότωνε με έναν τρόπο που θα ταίριαζε στο διεστραμμένο αίσθημά του περί φυσι¬κής δικαιοσύνης. Θα ήταν ένας άσχημος, αργός και πολύ επώδυ¬νος θάνατος. Συλλογίστηκε ξανά τα σχέδιά του. Θα ξέφευγε από τον Ιερώνυμο και από τη μοίρα που του επιφύλασσε, είτε δραπε¬τεύοντας είτε πεθαίνοντας στην προσπάθεια να το σκάσει. Θα ε¬λευθερωνόταν είτε σωματικά είτε ψυχικά.
   Το σχέδιό του άρχιζε να παίρνει μορφή.
   Υπήρχε μια πιθανότητα ο Μυταράς ή η άλλη γυναίκα να ήταν μόνοι στο κτίριο. Ο Κώστας δεν είχε δει άλλο φύλακα. Όταν η γυναίκα ή ο Μυταράς του έφερναν φαγητό, δεν ακούγονταν απ' έξω άλλοι θό¬ρυβοι. Στη χειρότερη περίπτωση, ο Μυταράς έμενε έξω όταν η γυναίκα έμπαινε μέσα. Ο Κώστας έπαιξε ξανά και ξανά τα σε¬νάρια στο μυαλό του, αναλύοντας όλους τους πιθανούς τρόπους που θα μπορούσε να εξουδετερώσει τη γυναίκα. Αλλά θα ή¬ταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν σχεδόν όλα αυτά τα σε¬νάρια. Η γυναίκα ή ο Μυταράς θα περίμεναν από τον Κώστα να κρυφτεί πίσω από την πόρτα, να παραστήσει τον άρρωστο ή τον πεθαμένο ή να τους επιτεθεί απρόσμενα. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι απρόσμενο. Θα έπρεπε να ενερ¬γήσει όταν η γυναίκα θα έφερνε το γεύμα του. Ο Κώστας σκέφτηκε την τραγική ειρωνεία του γεγονότος ότι το φαγητό, το μόνο πράγ-μα που μέχρι πρόσφατα απέφευγε, τώρα του πρόσφερε τη μοναδι¬κή ευκαιρία να γλιτώσει. Και τότε άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό της η ιδέα.
   Υπολόγιζε ότι του έμεναν τέσσερις με πέντε ώρες μέχρι το ε¬πόμενο γεύμα. Ώρες που έπρεπε να εκμεταλλευτεί σωστά.
   Η καρδιά του Κώστα άρχισε να χτυπάει δυνατά μόλις άκουσε τη βαριά μπάρα της πόρτας του ψυκτικού θαλάμου. Όλα εξαρτιόνταν από το αν θα έφερνε το φαγητό Ο Μυταράς ή η γυναίκα. Όχι ότι αυτό που του έφερναν μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς φα¬γητό. Του έδιναν τροφή με ελάχιστες θερμίδες, έτσι ώστε να θο¬λώνει ο νους του και να καμφθεί η αντίστασή του. Η διατροφή του στα όρια της λιμοκτονίας σε συνδυασμό με το άναμμα και το σβή¬σιμο του φωτός σε άτακτα διαστήματα ήταν η τακτική τους για να τον κρατάνε αποπροσανατολισμένο. Η πόρτα άνοιξε. Δεν κοίταξε να δει ποιος ήταν. Την απόφαση να δράσει ή να μη δράσει, να σκοτώσει ή να μη σκοτώσει θα την υλοποιούσε την τελευταία στιγμή. Ήξερε τη ρουτίνα: αυτός που έφερνε το δίσκο τον άφηνε κατάχαμα έξω από την πόρτα και μετά στεκόταν λίγο παράμερα, σημαδεύοντας με το όπλο το θάλαμο και κατόπιν τον Κώστα.
   Ο Κώστας παρέμεινε γονατισμένος, κρατώντας την κοιλιά του και βαριανασαίνοντας.
   «Είμαι άρρωστος...» είπε, δίχως να σηκώσει το βλέμμα. Ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγει. Ήξερε πως ο Ιερώνυμος θα τους είχε δώσει αυστηρές εντολές να τον κρατήσουν ζωντανό μέχρι να πά¬ψει να τους είναι χρήσιμος. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν.
   «Τα φάρμακά μου...» βόγκηξε ο Κώστας. «Στο παλτό μου... σας παρακαλώ, βοηθήστε με». Δεν ήθελε να κλείσει η πόρτα, δεν ήθε¬λε ο φρουρός του να επικοινωνήσει με τον Ιερώνυμο για οδηγίες. Του παρουσίασε το πρόβλημα και συγχρόνως τη λύση. Ήλπιζε ό¬τι τα φάρμακα βρίσκονταν ακόμα στην τσέπη του παλτού του. Οι ταμπλέτες στο παλτό του ήταν τα αγχολυτικά που πάντα είχε μαζί του. Οι μπότες έμειναν ασάλευτες -η προσποιητή αρρώ¬στια είναι συνηθισμένο κόλπο. Έχοντας προβλέψει τις αμφιβολίες του φρουρού του, έφερε το χέρι στα χείλη του σαν να ετοιμαζόταν να κάνει εμετό. Έχωσε κρυφά τον παράμεσο στο στόμα και στο λαιμό του. Η αντίδραση ήταν ακαριαία. Ένας Θεός ήξερε πόσες ώρες είχαν περάσει από το τελευταίο πενιχρό γεύμα και το στο¬μάχι του ήταν σχεδόν άδειο, αλλά το λιγοστό περιεχόμενο του χύ¬θηκε ορμητικά στο δάπεδο του ψυκτικού θαλάμου σαν να ήταν πραγματικά άρρωστος. Ο Κώστας έπεσε στο πλάι με τα μάτια κλει¬στά. Άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν ξανά και μια μπότα τον κλότσησε μαλακά στα πλευρά. Ο Κώστας ήταν τόσο αποκομμένος από το σώμα του, που ούτε καν μόρφασε. Μεσολάβησαν μερικές στιγμές καθώς ο φρουρός υπολόγιζε το ρίσκο: πόσο επικίνδυνος θα μπορούσε να είναι ο κρατούμενος, ακόμα και αν είχε τις αισθή¬σεις του; Ύστερα ακούστηκε ο ήχος του όπλου που ξαναμπήκε στη θήκη του. Ο Κώστας ένιωσε δάχτυλα στο λαιμό του να με¬τρούν το σφυγμό.
   Και τότε ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του. Διάπλατα. Κάρφωσε το βλέμμα στο πρόσωπο της γυναίκας. Και είδε στα μά¬πα της τον τρόμο της συνειδητοποίησης ότι κοιτούσε κάτι που δεν ήταν πια ανθρώπινο πλάσμα.
Μέσα σ' εκείνες τις κρύες, σκοτεινές ώρες της απομόνωσης, ο Κώστας είχε καταλάβει ότι για να πετύχει η επίθεσή του χρειαζό¬ταν κάτι αιχμηρό. Είχε σκεφτεί να ακονίσει το κουτάλι, αλλά του το είχαν πάρει και, μαζί μ' αυτό, είχαν πάρει για λίγο τις ελπίδες του. Στη συνέχεια είχε συνειδητοποιήσει ότι διέθετε ήδη ένα αιχ¬μηρό όπλο. Μόνο που για να το χρησιμοποιήσει χρειάστηκε να ο¬δηγήσει τον εαυτό του πέρα από τα όρια του ανθρώπινου.
   Οι σταχτιοί τοίχοι ήταν πιτσιλισμένοι με αρτηριακό αίμα. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι προς τον Κώστα, νιώθοντας την απελ¬πισμένη ανάγκη να αγγίξει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα τη στιγ¬μή που πέθαινε. Η ποσότητα του αίματος που τιναζόταν από το λαιμό της μειώθηκε. Το τεντωμένο χέρι έπεσε στο βρόμικο πάτω¬μα. Ο Κώστας σηκώθηκε τρέμοντας και σκούπισε το αίμα από το στόμα και το πρόσωπο του με την ανάποδη του μανικιού του. Πήρε το αυτόματο από τη θήκη της γυναίκας, προσπαθώντας να μην κοιτάζει το πρόσωπο που είχε χάσει την ομορφιά του. Το πρόσωπο που ο ίδιος είχε καταστρέψει. Αλλά δεν αισθανόταν φρί¬κη. Ένιωθε και πάλι σαν να μην ήταν πραγματικός, σαν να παρα¬κολουθούσε απλώς τον εαυτό του. Βγήκε παραπατώντας από το θάλαμο, στρέφοντας ξέφρενα το αυτόματο της γυναίκας προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν υπήρχε κανείς. Ο Μυταράς δε φαινό¬ταν πουθενά. Ο Κώστας έστρεψε το βλέμμα του στο σημείο όπου ήταν στημένες οι οθόνες παρακολούθησης. Ήταν σκοτεινές. Τρά¬βηξε έξω συρτάρια, άνοιξε ντουλάπια, ώσπου βρήκε τρεις γεμι¬στήρες για το αυτόματο, καθώς και τα δύο όπλα που του είχαν πάρει. Στη γωνία είδε ένα καλάθι αχρήστων και το άδειασε φρε¬νιασμένα στο πάτωμα. Βρήκε ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς μου¬λιασμένο σε χυμένο καφέ, με ένα κομματάκι κρέας μέσα του. Το έχωσε στο στόμα του και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο, νιώθοντας την μπαγιάτικη γεύση του να ανακατεύεται στο στόμα του με τη γεύση του αίματος της γυναίκας.
   Ο Μυταράς μπήκε από την κεντρική είσοδο στο βάθος της μο¬νάδας κουβαλώντας ένα μεγάλο κουτί. Μόλις είδε τον Κώστα, πέ¬ταξε το κουτί και έχωσε το χέρι στο δερμάτινο τζάκετ του. Ο Κώστας προχώρησε σταθερά προς το μέρος του δίχως να βιάζεται. Ά¬κουσε κάμποσους πυροβολισμούς και ένιωσε το όπλο της γυναίκας να κλοτσάει στο τεντωμένο χέρι του. Ο Μυταράς έπεσε στα γόνατα, χτυπημένος στο στήθος και στο αριστερό πλευρό. Το χέρι του απομακρύνθηκε από το σακάκι και ο Κώστας τον πυροβό¬λησε ακόμα δύο φορές. Το όπλο του έπεσε με κρότο στο πάτωμα. Ο Κώστας το κλότσησε μακριά. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα πάνω του ανασαίνοντας με δυσκολία. Ο Κώστας ήξερε ότι τον είχε τραυ¬ματίσει σοβαρά και ότι, αν δε μεταφερόταν αμέσως σε νοσοκο¬μείο, θα πέθαινε. Υπέθεσε ότι κι εκείνος το ήξερε. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο Κώστας τον έσπρωξε ξανά στο πάτωμα με το πόδι του.
   «Πού θα γίνει η ανταλλαγή;» ρώτησε.
   «Ποια ανταλλαγή;» ρώτησε εκείνος παλεύοντας να πάρει ανάσα.
   Ο Κώστας χαμήλωσε το όπλο και πυροβόλησε ξανά. Εκείνος ούρλιαξε, καθώς το δεξί του γόνατο θρυμματιζόταν και το τζιν του ποτιζόταν από το σκουροκόκκινο αίμα.
   «Πρόκειται να με ανταλλάξουν με κάτι», είπε ο Κώστας διατη¬ρώντας την ηρεμία του. «Υποψιάζομαι ότι πρόκειται για τους κωδικούς του λογαριασμού της Υβόννης. Πού θα γίνει η συνάντηση;»
   «Άντε γαμήσου...»
   «Όχι» είπε κουρασμένα ο Κώστας. «Εσύ να πας να γαμηθείς». Έγειρε μπροστά και έστρεψε την κάννη στο μέτωπο του.
   «Θα γίνει η Γενική συνέλευση του ΟΗΕ. Εκεί θα πάει ο Ιερώνυμος. Εκεί θα γίνει και η συναλλαγή» είπε ο Μυταράς.
   «Θα είναι εκεί και η Υβόννη;»
   «Υποτίθεται ότι η Υβόννη θα ανταλλάξει τους κωδικούς μ' εσένα».
   «Ευχαριστώ» είπε ο Κώστας. «Αν δεν πας σε νοσοκομείο, θα πεθάνεις. Έχεις κινητό;»
   «Στην τσέπη μου».
   Ο Κώστας έχωσε την κάννη του όπλου στο μάγουλο του και έ¬ψαξε με το άλλο χέρι το δερμάτινο τζάκετ, ώσπου βρήκε το τηλέ¬φωνο και το έχωσε στη δική του τσέπη. Ύστερα, με όλη τη δύνα¬μη που του απέμενε και αγνοώντας τις εναγώνιες κραυγές του, τον έπιασε από το γιακά και τον έσυρε μέσα στον ψυκτικό θάλα¬μο. Τον απίθωσε δίπλα στο πτώμα της γυναίκας  και τον παράτησε εκεί.
   «Όπως είπα...» Ο Κώστας κοίταξε τον Ουκρανό με βλέμμα ψυ¬χρό καθώς έκλεινε την πόρτα του θαλάμου, «...εσύ να πας να γα¬μηθείς».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #97 στις: Μαΐου 22, 2012, 06:36:16 μμ »
Κεφάλαιο 41
Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Υβόννης ήταν κρεμασμένος στον τοίχο ο απαραίτητος ζωηρόχρωμος πίνακας αφηρημένης ζω¬γραφικής. Η Υβόννη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και τον παρατηρούσε σαν να μπορούσε να της προσφέρει τη γνώση ή τη δύναμη που θα την βοηθούσαν να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις της. Το κεφάλι της σφυροκοπούσε. Της είχε προκαλέσει κατά¬πληξη η ωμή υπεροψία του Ιερώνυμου, το θράσος του να την αρπάξει στη μέση ενός κοσμοπλημμυρισμένου δρόμου και να απαιτήσει από αυτήν να προδώσει όλα ό¬σα πίστευε.
   Σηκώθηκε και βγήκε από το ξενοδοχείο. Στα χέρια της κρατούσε μια σακούλα που μέσα της είχε ένα φάκελο ο οποίος με τη σειρά του περιείχε ό,τι της είχε ζητήσει ο Ιερώνυμος. Στάθηκε στη γωνία του ξενοδοχείου και παρακολουθούσε τα πλήθη ενός ανοργάνωτου χάους. Κοιτούσε το χάος δίχως να το βλέπει. Στο μυαλό της ξετυλίγονταν όλα τα πι¬θανά σενάρια. Αναρωτήθηκε, μάλιστα, αν θα πέθαινε εκεί. Αν ο Κώστας ήταν ήδη νεκρή και αν ο Ιερώνυμος θα την σκότωνε μόλις έπαιρνε στα χέρια του το φάκελο. Η Υβόννη έσφιξε πάνω της την πλαστική σακούλα.
   Η Υβόννη επιθεώρησε τα πρόσω¬πα γύρω της. Και τότε η Υβόννη, είδε τον ταχυδακτυλουργό. Καθώς η Υβόννη άνοιγε δρόμο μέσα στο πλήθος για να τον πλησιάσει, αντιλήφθηκε ακόμα έναν ταχυδακτυλουργό. Κατόπιν κι άλλο, κι άλλο. Ήταν πέντε... όχι, έξι, ανακατεμένοι μέσα στον κόσμο. Όλοι κοιτούσαν την Υβόννη. Εκείνη κοντοστάθηκε προσπαθώντας να κατα¬λάβει ποιος απ’ όλους ήταν ο Ιερώνυμος. Δύο από αυτούς κινήθηκαν προς το μέρος της. Η Υβόννη και οι δύο ταχυδακτυλουργοί στάθηκαν ακίνητοι, σαν νησί μέσα σε μια αθέατη θάλασ¬σα κόσμου.
   «Είπα ότι θα τον παραδώσω μόνο στον Ιερώνυμο» δήλωσε η Υβόννη. Κανένας από τους μασκοφόρους δε σάλεψε, αλλά η Υβόννη άκουσε τη φωνή του Ιερώνυμου.
   «Κι εγώ είπα ότι δε θα έπεφτα έτσι εύκολα σε παγίδα».
   Η Υβόννη γύρισε απότομα και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν ακόμα ταχυδακτυλουργό. Οι άλλοι δύο πλησίασαν πίσω της.
   «Τον έφερες;»
   «Έφερα φωτοτυπημένες τις σελίδες του πρωτοτύπου. Πού εί¬ναι ο Κώστας;» ρώτησε η Υβόννη.
   «Είναι ασφαλής. Θα τον αφήσω ελεύθερο μόλις επιστρέψω με το φάκελο».
   «Όχι, δε θα τον αφήσεις. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία μας. Εί¬πες ότι η ανταλλαγή θα γινόταν εδώ. Αν σε αφήσω να φύγεις με το φάκελο, θα τον σκοτώσεις. Αν δεν είναι ήδη νεκρός».
   «Έχεις δίκιο, Υβόννη, δεν τον έχω πια για να τον ανταλ¬λάξω. Αλλά δεν πειράζει, γιατί εσύ έφερες το φάκελο. Σ' ευχαρι¬στώ, Υβόννη, και αντίο».
   Ο Ιερώνυμος άρπαξε την Υβόννη από τον ώμο και την τράβη¬ξε κοντά στην ανέκφραστη μάσκα. Ένας α¬πό τους άλλους βούτηξε την τσάντα από το χέρι της. Με το ε¬λεύθερο χέρι του, ο Ιερώνυμος έμπηξε ένα μαχαίρι στην κοιλιά της Υβόννης. Η Υβόννη διπλώθηκε στα δύο προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
   Την ίδια στιγμή, ένα πλήθος από πράκτορες ξεχύθηκε από τα γύρω στενά. Ο Ιερώνυμος κοίταξε την Υβόννη και κα¬τόπιν το μαχαίρι που κρατούσε στο γαντοφορεμένο χέρι του. Στη συνέχεια το πέταξε και έτρεξε να εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος.
   «Κυνηγήστε τον!» φώναξε ο Κόλινς στους άντρες του, ενώ ο ί¬διος άνοιγε δρόμο για να φτάσει στο σημείο όπου ήταν πεσμένη η Υβόννη.
   Ο Κόλινς αγκάλιασε την Υβόννη από τους ώμους και την βοήθησε να σηκωθεί. «Είσαι καλά;»
   Η Υβόννη κοίταξε το τρυπημένο παλτό και το σακάκι της. «Απλώς μου κόπηκε η ανάσα».
   «Ευτυχώς που μάντεψες τι όπλο θα διάλεγε. Αν είχε φέρει πι¬στόλι, αυτό το γιλέκο που προστατεύει από μαχαιριές δε θα σε προφύλασσε ιδιαίτερα».
   «Πάμε» είπε η Υβόννη.
   Οι πράκτορες είχαν συλλάβει ήδη δύο μασκοφό¬ρους και τους είχαν κατεβάσει τη μάσκα. Η Υβόννη, ο Κόλινς και περίπου δέκα πράκτορες συνέχισαν να τρέχουν μέσα στον κόσμο.
   «Εκεί!» φώναξε ένας πράκτορας δείχνοντας μια σκοτεινή φι¬γούρα που ξεγλιστρούσε από το πλήθος.
   «Όχι... σταθείτε» φώναξε ο Κόλινς. «Είναι κι άλλος ένας ε¬κεί». Έδειξε μια δεύτερη μορφή που κατευθυνόταν προς το σιδη¬ροδρομικό σταθμό. «Κι άλλος ένας...» Ένας τρίτος ταχυδακτυλουργός με μάσκα που ά¬στραψε στο φως του ήλιου έστριβε προς τη μεριά τους, προτού τρέξει προς την πίσω πλευρά ενός καθεδρικού ναού.
   «Ας χωριστούμε για να τους κυνηγήσουμε» φώναξε η Υβόννη. «Θα χρειαστούν τρεις άντρες τουλάχιστον για τον καθένα. Είναι επικίνδυνοι. Κόλινς, εμείς θα ακολουθήσουμε αυτόν που πή¬γε προς την εκκλησία. Είσαι οπλισμένος;»
   Ο Κόλινς έβγαλε ένα αυτόματο Ζιγκ-Ζάουερ. Διέταξε έναν πράκτορα να τον ακολουθήσει και έ¬τρεξαν με την Υβόννη προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο τρί¬τος μασκοφόρος. Έφτασαν στη νότια πλευρά του καθεδρικού να¬ού και ξαφνικά βρέθηκαν μόνοι. Στάθηκαν να πάρουν ανάσα.
   «Δεν μπορεί να έστριψε από πίσω» παρατήρησε ο πράκτορας. «Δεν είχε το χρόνο».
   Η Υβόννη έγειρε πίσω το κεφάλι της για να κοιτάξει τον τε¬ράστιο όγκο της εκκλησίας που υψωνόταν προς τον ουρανό. Βρί¬σκονταν στη νότια πλευρά του ναού και μια σειρά από ογκώδεις πυργίσκοι, ο καθένας με έναν οβελίσκο στην κορυφή, πλαισίωναν το κεντρικό κλίτος του ναού σαν στρατιώτες. Τα μάτια του χαμή¬λωσαν στο επίπεδο του δρόμου και τότε είδε μια πλαϊνή πόρτα.
   «Είναι ανοιχτή η εκκλησία σήμερα;» ρώτησε.
   «Όχι για το κοινό» απάντησε ο Κόλινς.
   «Μπήκε μέσα» είπε η Υβόννη. «Ο ναός είναι από μόνος του ένα σταυροδρόμι. Προσπαθεί να μας ξεφύγει και να βγει από άλλη πλευρά. Πάμε!»
   Η βαριά πόρτα υποχώρησε και κατόπιν έκλεισε με θόρυβο πί¬σω τους. Ακριβώς μπροστά στην είσοδο, ένας άντρας ήταν πε¬σμένος πάνω στις πλάκες. Τα λευκά μαλλιά του ήταν ανακατεμέ¬να και ο ένας κρόταφος του ματωμένος.
   «Είστε καλά;» Ο Κόλινς έσκυψε πάνω από τον ηλικιωμένο άντρα.
   «Προσπάθησα να... να τον σταματήσω. Του είπα ότι η εκκλη¬σία ήταν κλειστή. Με χτύπησε...»
   «Μείνε μαζί του» διέταξε ο Κόλινς τον πράκτορα. «Κάλεσε ενισχύσεις από τον ασύρματο. Θέλω άντρες σε όλες τις εισόδους του ναού. Μάλλον είναι ένας από τα ανδρείκελα του Ιερώνυμου, αλλά καλύτερα να είμαστε σίγουροι».
   Η Υβόννη έβγαλε από τη θήκη το αυτόματό της. Προχώρη¬σαν στο κέντρο του διαδρόμου, περνώντας κάτω από το παράθυ¬ρο.
   «Τούτος ο χώρος έχει τις διαστάσεις γηπέδου ποδοσφαίρου» είπε στον Κόλινς. «Αυτό το κάθαρμα θα μπορούσε να κρύβεται ο¬πουδήποτε».
   «Έλεγξε τα στασίδια αριστερά. Εγώ θα κοιτάξω δεξιά».
   Προχώρησαν στο διάδρομο. Έφτασαν στη διασταύρωση με το ε¬γκάρσιο κλίτος του ναού και η Υβόννη κοίταξε το χώρο πίσω από το ιερό. Κάτι ακούστηκε στα αριστερά της.
   «Εκεί, πίσω από αυτό το παραβάν...» σφύριξε στον Κόλινς στρέφοντας το όπλο της. Ο Κόλινς την έπιασε από το μπράτσο.
   «Προς Θεού, μην πυροβολήσεις. Αυτό το παραβάν, όπως το αποκάλεσες, είναι ανεκτίμητης αξίας».
   «Το ίδιο και η ζωή μου». Η Υβόννη έδειξε πίσω από το τρί¬πτυχο παραβάν. «Εσύ πήγαινε από κει».
   Η Υβόννη συνέχισε να σημαδεύει το παραβάν και άρχισε να πλησιάζει αργά, έτοιμη να πυροβολήσει. Βεβαιώθηκε ότι ο Κόλινς είχε πάρει θέση και τότε χώθηκε απότομα από πίσω. Κάτι την χτύ¬πησε δυνατά και έπεσε στο πλάι. Άκουσε το όπλο της να σέρνεται στις πλάκες και ένιωσε στο μάγουλο της το άγγιγμα ενός ψυχρού μετάλλου. Σηκώνοντας το βλέμμα, αντίκρισε μια μάσκα.
   «Σήκω αμέσως και πέταξε το γαμημένο όπλο σου». Η Υβόννη αναγνώρισε την ήρεμη αλλά αποφασιστική φωνή του Κόλινς πίσω του. «Ειδάλλως θα φας μια σφαίρα στο κεφάλι».
   «Άφησέ με, αλλιώς θα την σκοτώσω» είπε ο μασκοφόρος. «Θα το κάνω».
   «Και τότε θα πεθάνεις» είπε ο Κόλινς. «Και κανένας δε θα βγει νικητής, Ιερώνυμε».
   Ο άντρας τράβηξε το αυτόματο όπλο από το πρόσωπο της Υβόννη και το ακούμπησε στις πλάκες. Σηκώθηκε και έβγαλε τη μάσκα. Ήταν μελαχρινός και πιο νέος από τον Ιερώνυμος.
   «Δεν είναι αυτός» είπε η Υβόννη.
   «Είσαι βέβαιος;» ρώτησε ο Κόλινς. Η Υβόννη σηκώθηκε με δυσκολία και μάζεψε το όπλο της. Στάθηκε δίπλα στον Κόλινς και το έστρεψε κι εκείνη εναντίον του άντρα.
   «Παραδώσου. Αμέσως!»
   «Έχεις δίκιο, Υβόννη. Δεν είμαι ο Ιερώνυμος. Εκείνος τώρα θα έχει ξεφύγει. Σου είπε ότι δε θα πιαστεί στην παγίδα».
   «Ποιος είσαι;»
   «Για σένα, δεν είμαι τίποτα».
   «Ένα τίποτα που είναι διατεθειμένο να πεθάνει ή να πάει φυ¬λακή προκειμένου να εξασφαλίσει στο αφεντικό του μερικά λε¬πτά για να το σκάσει;» ρώτησε η Υβόννη,
   «Ακόμα κι αυτό, αν χρειαστεί. Εξακολουθείς να έχεις μεσάνυ¬χτα για τον κώδικά μας, Υβόννη».
   «Έλα στο φως. Θέλω να δω καλά το πρόσωπο σου».
   Πίσω τους ακούστηκε θόρυβος και η Υβόννη γύρισε.
   «Κώστα;» ψέλλισε κοιτάζοντας σαστισμένη τη μορφή πίσω της. Ο Κώστας φορούσε φτηνά μαύρα ρούχα και φαινόταν τρομε¬ρά αδύνατος και χλομός, με πρόσωπο σκαμμένο, σχεδόν σταχτί. Στο μέτωπο του υπήρχε μια άσχημη, φουσκωμένη πληγή. Κρατού¬σε δύο αυτόματα και σημάδευε τον κακοποιό.
   «Αυτός είναι» είπε ο Κώστας. «Ο διάβολος βρίσκεται εδώ».
   «Μα αυτός δεν μοιάζει με τον Πέτρο Σηφάκη» είπε ο Κόλινς. «Ισχυρίζε¬ται ότι είναι απλώς ένα από τα τσιράκια του. Καλύτερα να μου παραδώσεις αυτά τα όπλα, Κώστα».
   «Τα μάτια του, Υβόννη. Κοίτα τα μάτια του. Αυτά δεν μπορούσε να τα αλλάξει».
   «Βγες από το σκοτάδι. Αμέσως». Η Υβόννη εξακολουθούσε να σημαδεύει με το όπλο της τον άντρα.
   Εκείνος χαμογέλασε και βγήκε στο φως. Ήταν πολύ νεότερος του Ιερώνυμου και πολύ μελαχρινός για να είναι ο Ιερώνυμος. Αλλά μόλις η Υβόννη αντίκρισε τα σμαραγδένια μάτια που έλαμπαν στο φως των ψηλών παραθύρων, τον αναγνώρισε. «Πίστευα ότι το νέο μου πρόσωπο θα σας ξεγελούσε, αλλά δυστυχώς ο Κώστας το έχει δει ήδη».
   Ο Κώστας έγνεψε καταφατικά.
   Ο Ιερώνυμος έφερε τα χέρια στο κεφάλι. «Είμαι κρατούμενος σας. Δε θα προβάλω αντίσταση».
   «Παραδίδεσαι έτσι εύκολα;» ρώτησε η Υβόννη. «Δεν το πι¬στεύω».
   «Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αποδράσει κανείς» είπε ο Ιερώνυμος, «όπως ανακάλυψε ήδη ο Κώστας. Βρήκαμε ό,τι α¬πέμεινε από τους φρουρούς σου, Κώστα. Η άμοιρη η Όλγα. Φαί¬νεται ότι το δάγκωμά σου είναι πιο δυνατό από το γάβγισμά σου. Εν πάση περιπτώσει, όπως είπα, υπάρχουν ένα σωρό τρόποι για να αποδράσει κανείς. Και γνωρίζω ότι το Ομοσπονδιακό Εγκλη¬ματολογικό Γραφείο σας θα θελήσει να διαπραγματευτεί μαζί μου τις πληροφορίες που έχω στην κατοχή μου. Στο κάτω κάτω της γραφής, τους έχω ήδη δώσει αρκετές».
   «Το ξέρω» είπε η Υβόννη.
   Ο Ιερώνυμος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Τι να πω; Και τώρα, αν δε σας πειράζει, περάστε μου χειροπέδες και οδηγήστε με σ’ ένα κελί. Υπάρχουν, φυσικά, πολλά στοιχεία εναντίον μου. Αναρωτιέμαι πόσο καιρό θα μπορέσετε να με κρατήσετε...» Ο Ιερώνυμος χαμογέλασε. «Βλέπεις, Υβόννη, πάλι θα ξεφύγω».
   «Όχι...» είπε ο Κώστας με σβησμένη φωνή. «Όχι όπως την προηγούμενη φορά».
   Η Υβόννη και ο Κόλινς δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Ο Κώστας πυροβόλησε και με τα δύο όπλα, πιέζοντας τη σκανδάλη μέ¬χρι να αδειάσει ο γεμιστήρας. Οι σφαίρες πέτυχαν τον Ιερώνυμο στο στήθος και στην κοιλιά και εκείνος πισωπάτησε τρεκλίζοντας ώσπου έπεσε στον τοίχο. Τα μάτια του θάμπωσαν και γλίστρησε στην πέτρινη επιφάνεια αφήνοντας πίσω του ένα ματωμένο λεκέ. Ο Κώστας άφησε τα όπλα να πέσουν. Την ίδια στιγμή, η Υβόννη είδε κάτι να χάνεται από το πρόσωπο του.
   Ακόμα και μέσα στο σοκ της, κατάλαβε ότι αυτό που τον ε¬γκατέλειψε δε θα επέστρεφε ποτέ πια.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #98 στις: Μαΐου 23, 2012, 08:21:19 πμ »
Κεφάλαιο 42
Ο Κώστας καθόταν με την Υβόννη δίπλα στο παράθυρο.
   Της κρατούσε το χέρι και την κοίταζε στα μάτια, αλλά εκεί¬νη είχε στραμμένο το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Πίσω α¬πό το τζάμι διακρίνονταν η μεγάλη τριγωνική έκταση με το γκαζόν και οι θάμνοι που πλαισίωναν τα όρια της βίλας της Υβόννης. Πίσω τους εκτει¬νόταν η θάλασσα, ο απόηχος της οποίας έφτανε μέχρι το δωμάτιο. Αλλά ο Κώστας ήξερε ότι στην πραγ¬ματικότητα η Υβόννη δεν πρόσεχε την υπέροχη αυτή θέα. Αλ¬λά ούτε ήξερε τι έβλεπε. Ίσως εκείνο το λιβάδι που είχε έρθει να τον συναντήσει γυμνή με το άλογο αιώνες πριν. Ίσως έναν κήπο ή κάποια αγαπημένη τοποθεσία από τα παιδικά της χρόνια. Ό,τι κι αν ήταν, μονάχα αυτή το έβλεπε.
   «Πρέπει να μιλήσουμε» της είπε. «Νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα».
   «Νόμιζα ότι το κάναμε ήδη» είπε εκείνη ανέκφραστα. «Του¬λάχιστον από τη δική σου πλευρά, όταν ήμασταν στο αεροπλάνο».
   Ο Κώστας έπαιζε συλλογισμένος με το μπουκάλι του πάνω στο τραπέζι.
   «Άκουσέ με, Υβόννη» της είπε μαλακά. «Εγώ ήξε¬ρα πάντα ποιος ήμουν».
   «Επομένως, ποιος είσαι;»
   «Είμαι ένας μυστικός πράκτορας που θέλει να σε υπηρετεί. Ακριβώς όπως ο φουκαράς ο υπηρέτης. Αυτός είμαι. Αυτό είμαι. Η δουλειά μου εί¬ναι να μπαίνω ανάμεσα στους κακούς και στους αθώους».
   «Σύμφωνα πάντα με ταμπέλες που τους βάζουν άνθρωποι σαν τον Κόλινς» είπε η Υβόννη.
   «Αυτό που δεν έχεις αντιληφθεί μέχρι τώρα εσύ για τον εαυτό σου» της είπε σαν να μην έδωσε σημασία στην διακοπή, «είναι ότι αυτό είναι κάτι παραπά¬νω από ένα επάγγελμα. Είσαι φτιαγμένη γι’ αυτή τη δουλειά, κι ας είναι συχνά δυσάρεστη και πάντοτε άχαρη. Σου αρέσει να πι¬στεύεις ότι είσαι ιστορικός ή μια απλή νοικοκυρά που βρέθηκε κατά λάθος σ’ αυτή τη δουλειά και που δεν σου ταιριάζει. Αλλά κάνεις λάθος, Υβόννη. Είτε βρήκες εσύ τη δουλειά είτε η δουλειά βρήκε εσένα, αυτό ήταν το πεπρωμένο σου».
   «Επομένως, προτείνεις να δεχτώ κι εγώ τη θέση που μας πρόσφεραν; Τη θέση σ' αυτό το Υπερτμήμα της CIA;»
   «Όχι ακριβώς. Είπα ότι θα βοηθήσουμε όπου αλλού μας χρεια¬στούν. Ότι θα δανείζουμε τις "ικανότητές" μας».
   «Και μ' εμάς τι γίνεται;» Η φωνή της Υβόννης ήταν ψυχρή και σκληρή. Ο Κώστας πήρε τα χέρια της στα δικά του.
   «Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω κι εγώ...»
   «Λοιπόν» είπε η Υβόννη. «Μάλλον δεν μπορεί να έχει κανείς τα πάντα». Σηκώθηκε όρθια. «Είσαι έτοιμος;»
   «Όσο έτοιμος είμαι πάντα» είπε ο Κώστας και σηκώθηκε και εκείνος.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #99 στις: Μαΐου 23, 2012, 08:22:10 πμ »
«Θέλω να σε ευχαριστήσω που ήρθες, Υβόννη» είπε ο Πρόεδρος, καθισμένος στην κεφαλή του οβάλ τραπεζιού. Οι λιγοστοί άνθρωποι που κάθονταν στο τραπέζι, κυρίως κορυφαία στελέχη και α¬ναλυτές από τις κυριότερες μυστικές υπηρεσίες της χώρας, είχαν έρθει χωριστά στο απλό αλλά χαριτωμένο κτίριο της 16ης Οδού, χρησιμοποιώντας την πλαϊνή είσοδο, στην ο¬ποία μπορούσε να φτάσει κάποιος από ένα ιδιωτικό δρομά¬κι -εγγύηση ότι οι αφίξεις και οι αναχωρήσεις δε θα γίνο¬νταν αντιληπτές. Δε θα υπήρχε καταγραφή ούτε σε μαγνη¬τόφωνο ούτε σε πρακτικά. Ήταν μια ακόμη συνάντηση που, επίσημα, δεν είχε γίνει ποτέ. «Το έθνος σού οφείλει έ¬να μεγάλο χρέος ευγνωμοσύνης που δε θα το πληροφορη¬θεί ποτέ. Εγώ, όμως, το ξέρω. Δε θα ξαφνιαστώ καθόλου αν τιμηθείς με ένα Αστέρι Διακεκριμένων Υπηρεσιών των Προξενικών Επιχειρήσεων».
   Η Υβόννη ανασήκωσε τους ώμους της. «Ίσως πρέπει να ασχοληθώ με το εμπόριο παλιοσίδερων».
   «Ήθελα όμως επίσης να ακούσεις μερικά καλά νέα, και μάλιστα από μένα. Χάρη σ' εσένα, φαίνεται ότι θα μπορέ¬σουμε να διασώσουμε το Πρόγραμμα Μέμπιους. Ο Κόλινς και οι υπόλοιποι μου το ανέλυσαν αρκετές φορές και οφεί¬λω να πω ότι φαίνεται όλο και καλύτερο».
   «Αλήθεια;» ρώτησε αδιάφορα η Υβόννη.
   «Δε δείχνεις να ξαφνιάζεσαι» είπε ο Πρόεδρος, κάπως στενοχωρημένος. «Φαίνεται ότι είχες προ¬βλέψει μια τέτοια πιθανότητα».
   «Όταν έχεις ζήσει με σχεδιαστές τόσα χρόνια όσα έζησα εγώ, δεν ξαφνιάζεσαι από το συνδυασμό της ευφυΐας και της ηλιθιότητάς τους».
   Ο Πρόεδρος κατσούφιασε, δυσαρεστημένος από το ύ¬φος της. «Σε πληροφορώ ότι αναφέρεσαι σε με¬ρικούς εξαιρετικούς ανθρώπους».
   «Ναι. Εξαιρετικά υπερόπτες». Η Υβόννη κούνησε με α¬πόγνωση το κεφάλι του. «Τέλος πάντων, ξεχάστε το».
   «Το ερώτημα είναι, πώς τολμάς να μιλάς έτσι στον Πρό¬εδρο;» ρώτησε ο Ντάγκλας Ολμπράιτ, ο υποδιευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας.
   «Το ερώτημα είναι πότε θα μάθετε, επιτέλους» αποκρί¬θηκε η Υβόννη.
   «Μάθαμε πολλά» είπε ο Ολμπράιτ. «Δεν πρόκειται να ξανακάνουμε το ίδιο λάθος».
   «Σωστά -τα λάθη θα είναι διαφορετικά».
   Ο υπουργός Εξωτερικών μίλησε. «Αν εγκαταλείπαμε το πρόγραμμα σ' αυτή τη φάση, θα ήταν σαν να πετούσαμε δεκάδες χιλιάδες ώρες εργασίας από το παράθυρο, όπως υ¬πογραμμίζει ο Κόλινς. Θα ήταν επίσης σαν να προσπαθού¬σαμε να καταστρέψουμε κάτι καλό. Ο κόσμος πιστεύει ότι ο Πέτρος Σηφάκης ζει ακόμη».
   «Μπορούμε να τον αναπλάσουμε, να τον αναδημιουρ¬γήσουμε, με μια σειρά πρόσθετων μέτρων ασφαλείας» είπε ο Ολμπράιτ, κοιτάζοντας ενθαρρυντικά τον υπουργό Εξω¬τερικών. «Υπάρχουν εκατοντάδες μέτρα που μπορούμε να πάρουμε για να μην αντιμετωπίσουμε ξανά μια περίπτωση Ιερώνυμου».
   «Δε σας πιστεύω» είπε η Υβόννη. «Πριν από λίγες μέ¬ρες συμφωνήσατε όλοι ότι ήταν ένα κολοσσιαίο λάθος. Έ¬νας λανθασμένος υπολογισμός, τόσο από πολιτική όσο και από ηθική πλευρά. Καταλάβατε -ή τουλάχιστον δείξατε ότι καταλάβατε- πως ένα σχέδιο βασισμένο στην εξαπάτηση όλου του κόσμου ήταν λογικό να πάει στραβά. Και με τρό¬πους με τους οποίους δε θα μπορούσαν ποτέ να προβλε¬φθούν».
   «Είχαμε πανικοβληθεί» απάντησε ο υπουργός Εξωτερι¬κών. «Δε σκεφτόμασταν λογικά. Φυσικά και θέλαμε να τα σταματήσουμε όλα. Ωστόσο, ο Κόλινς μας εξήγησε τα πά¬ντα ήρεμα, λογικά. Ένα νέο λάθος παραμένει απίθανο. Εί¬ναι σαν την ατομική ενέργεια -φυσικά και υπάρχει ο κίνδυ¬νος καταστροφικού δυστυχήματος. Κανένας από μας δεν το αρνείται. Αλλά τα πιθανά οφέλη για την ανθρωπότητα είναι ακόμη μεγαλύτερα». Καθώς μιλούσε, η φωνή του γινόταν πιο απαλή και πειστική: ο μεγάλος διπλωμάτης των συνε¬ντεύξεων Τύπου και των τηλεοπτικών εμφανίσεων. Δεν έ¬μοιαζε σχεδόν καθόλου με τον άνθρωπο που ήταν τόσο τρομοκρατημένος στο κρυφό σπίτι. «Αν γυρίσουμε την πλάτη μας στο πρόγραμμα για κάτι που δε συνέβη, είναι σαν να αρνούμαστε τις ευθύνες που έχουμε ως πολιτικοί η¬γέτες. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Είμαστε στην ίδια σελίδα;»
   «Δε διαβάζουμε καν το ίδιο βιβλίο!»
   «Σύνελθε» είπε απότομα ο Ολμπράιτ. «Γεγονός είναι ό¬τι τα οφείλουμε όλα σ' εσένα -χειρίστηκες άψογα την κα¬τάσταση. Εσύ είσαι εκείνη που έκανε τη διάσωση του προ-γράμματος δυνατή». Δε χρειαζόταν να αναφερθεί σε λεπτο¬μέρειες: ότι ο Ιερώνυμος είχε μεταφερθεί βιαστικά από τον Καθεδρικό ναό, τυλιγμένος με ένα σε¬ντόνι. «Ανακτή¬σαμε τον έλεγχο».
   «Αυτό ήταν το λάθος σας στο παρελθόν -το ότι νομίζατε πως είχατε τον έλεγχο». Η Υβόννη κούνησε με απόγνωση το κεφάλι της.
   «Σίγουρα έχουμε τον έλεγχο» είπε ο άνθρωπος της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας.
   «Αλλά ας μη χάνουμε την ουσία με λεπτομέρειες» είπε ο Πρόεδρος με ένα σφιγμένο χαμόγελο. «Η ουσία είναι ότι όλα βρίσκονται σε τάξη».
   «Και το Πρόγραμμα Μέμπιους άρχισε ξανά να λειτουρ¬γεί» είπε η Υβόννη.
   «Χάρη σ’ εσένα» είπε ο Πρόεδρος. Της έκλεισε το μάτι -δείγμα της χαρακτηριστικά φιλικής στάσης του.
   «Αλλά καλύτερα από πριν» πρόσθεσε ο Ολμπράιτ. «Χάρη σε όσα μάθαμε».
   «Καταλαβαίνεις, λοιπόν, τη λογική της θέσης μας» είπε ο υπουργός Εξωτερικών.
   Η Υβόννη κοίταξε τριγύρω για να δει αυτό που έβλεπε ο Πρόεδρος: τα αυτάρεσκα πρόσωπα των αντρών και γυ¬ναικών που είχαν συγκεντρωθεί στο Διεθνές Κέντρο Μερίντιαν -υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, κορυφαίοι αξιω¬ματούχοι και αναλυτές, μέλη μιας αμετάβλητης Ουάσι¬γκτον. Τα απομεινάρια του Προγράμματος Μέμπιους. Ήταν οι καλύτεροι και οι εξυπνότεροι -όπως πάντα. Από τα παι¬δικά τους χρόνια ανταμείβονταν με τους καλύτερους βαθ¬μούς σε διαγωνισμούς και τεστ• σε όλη τους τη ζωή, δέχο¬νταν τους επαίνους των ανωτέρων τους. Πίστευαν ότι δεν υπήρχε τίποτα μεγαλύτερο πέρα από τον εαυτό τους. Ήξε¬ραν ότι τα μέσα μπορούσαν να εκτιμηθούν μόνο ως τρόπος για την επίτευξη σκοπών. Ήταν πεπεισμένοι ότι οι πιθανό¬τητες θα μπορούσαν να προσδιοριστούν για κάθε άγνωστη μεταβλητή, ότι το κύμα της αβεβαιότητας μπορούσε να δα¬μαστεί σε πλαίσια απολύτως ελεγχόμενου ρίσκου.
   Και παρ’ ότι ο αριθμός τους είχε μειωθεί από απρόβλε¬πτες ιδιοτροπίες της ανθρώπινης φύσης, δεν είχαν μάθει τί¬ποτα.
   «Το παιχνίδι είναι δικό μου, το ίδιο κι οι κανόνες» είπε η Υβόννη. «Κύριοι, το Πρόγραμμα Μέμπιους τελείωσε».
   «Και ποιος έδωσε μια τέτοια εντολή;» είπε ειρωνικά ο Πρόεδρος.
   «Εσείς».
   «Τι σ' έπιασε, Υβόννη;» ρώτησε ο Πρόεδρος, ενώ το πρόσωπό του σκοτείνιαζε. «Δεν μπορώ να σε καταλάβω».
   «Πολλοί μου το έχουν πει». Η Υβόννη τον αντίκρισε α¬λύγιστη. «Ξέρετε τι λένε στην Ουάσιγκτον: Δεν υπάρχουν μόνιμοι σύμμαχοι, μόνο μόνιμα συμφέροντα. Αυτό το πρό¬γραμμα δεν το εκπονήσατε εσείς. Ήταν κάτι που το κληρο¬νομήσατε από τον προκάτοχό σας, που το κληρονόμησε α¬πό τον προκάτοχό του και τα λοιπά και τα λοιπά».
   «Αυτό ισχύει για πολλά πράγματα, από το αμυντικό μας πρόγραμμα μέχρι τη νομισματική πολιτική μας».
   «Σωστά. Οι ισόβιοι υπάλληλοι ασχολούνται με αυτά τα πράγματα -για κείνους, εσείς είστε περαστικός».
   «Είναι σημαντικό να έχεις μια μακροπρόθεσμη άποψη γύρω από αυτά τα πράγματα» απάντησε ο Πρόεδρος ανασηκώνοντας τους ώμους του.
   «Μια ερώτηση για σας. κύριε Πρόεδρε. Μόλις παραλά¬βατε και αποδεχτήκατε μια παράνομη προσωπική συνει¬σφορά 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων». Καθώς μιλούσε η Υβόννη, φαντάστηκε τον Κώστα να χαχανίζει στη βίλα τους, στην Ελλάδα. Ήταν από εκείνες τις τεράστιες κο¬μπίνες που τον ευχαριστούσαν όσο λίγα πράγματα στον κό-σμο. «Πώς θα το εξηγήσετε στο Κογκρέσο και στον αμερι¬κανικό λαό;»
   «Τι κουταμάρες είναι αυτές;»
   «Αναφέρομαι σ’ ένα τεράστιο σκάνδαλο της Ουάσι¬γκτον -δέκα φορές μεγαλύτερο από το Γουότεργκεϊτ. Η πο¬λιτική σταδιοδρομία σας μπορεί να τιναχτεί στον αέρα. Τη¬λεφωνήστε στον τραπεζίτη σας. Ένα εφταψήφιο ποσό κα¬τατέθηκε στον προσωπικό λογαριασμό σας από ένα λογα¬ριασμό του Πέτρου Σηφάκη στην τράπεζα Ιντερνάσιοναλ Νέδερλαντς Γκρουπ, Οι ψηφιακές υπογραφές δεν μπορούν να πλαστογραφηθούν -τουλάχιστον όχι εύκολα. Όπως δεί¬χνουν τα πράγματα, λοιπόν, είστε στο μισθολόγιο ενός ξέ¬νου πλουτοκράτη. Κάποιο καχύποπτο μέλος του αντίπαλου πολιτικού κόμματος μπορεί να αρχίσει να αναρωτιέται. Μπορεί να έχει σχέση με την υπογραφή σας στο νομοσχέ¬διο περί του τραπεζικού απορρήτου που θα ψηφιστεί την ε¬πόμενη βδομάδα. Μπορεί να έχει σχέση με ένα σωρό πράγ¬ματα -αρκετά, πάντως, ώστε να απασχολήσουν ένα δημό¬σιο κατήγορο για αρκετά χρόνια. Μπορώ να φανταστώ έ¬ναν τετράστηλο ή πεντάστηλο τίτλο στην Ουάσιγκτον Ποστ: Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΗ; ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ ΕΡΕΥΝΑ. Τέτοια πράγματα. Οι κίτρινες φυλλάδες θα βάλουν πιο φανταχτερούς τίτλους, όπως: Ε¬ΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟΣ. Ξέρετε δα πώς κάνουν τα μέσα ενημέρωσης: θα προκαλέσουν τόσο θόρυβο, ώστε δε θα μπορείτε να ακούσετε ούτε τη φωνή σας».
   «Αυτά είναι ανοησίες!» είπε ο Πρόεδρος ξεσπώντας.
   «Και θα το απολαύσουμε πολύ όταν σας δούμε να δίνε¬τε εξηγήσεις στο Κογκρέσο. Οι λεπτομέρειες θα φτάσουν με e-mail αύριο το πρωί στο υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς και στα αρμόδια μέλη της Βουλής και της Γερουσίας».
   «Μα ο Πέτρος Σηφάκης...»
   «Ο Σηφάκης; Αν ήμουν στη θέση σας, δε θα ήθελα να ε¬στιάσω την προσοχή του κόσμου πάνω του. Δε νομίζω ότι οποιοσδήποτε από σας θα κατορθώσει να διατηρήσει ακέ¬ραιη την υπόληψή του».
   «Θα αστειεύεσαι, βέβαια» είπε ο Πρόεδρος.
   «Τηλεφωνήστε στον τραπεζίτη σας» επανέλαβε η Υβόννη.
   Ο Πρόεδρος κοίταξε την Υβόννη. Το προσωπικό και το πολιτικό ένστικτο του τον είχαν βοηθήσει να αναρριχηθεί στο υψηλότερο αξίωμα της χώρας. Και τα ένστικτα του αυ¬τά τον πληροφορούσαν ότι η Υβόννη δεν μπλοφάριζε.
   «Κάνεις ένα τρομερό λάθος» είπε ο Πρόεδρος.
   «Μπορώ να το ανακαλέσω» είπε η Υβόννη. «Δεν είναι ακόμη πολύ αργά».
   «Ευχαριστώ».
   «Αλλά σύντομα θα είναι. Γι' αυτό πρέπει να αποφασίσε¬τε για το Μέμπιους».
   «Μα...»
   «Τηλεφωνήστε στον τραπεζίτη σας».
   Ο Πρόεδρος βγήκε από την αίθουσα. Πέρασαν λίγα λε¬πτά πριν γυρίσει στη θέση του.
   «Θεωρώ ότι αυτή η υπόθεση είναι άξια περιφρόνησης». Τα έντονα χαρακτηριστικά του ήταν κατα¬κόκκινα από την οργή. «Και είναι απαράδεκτο να γίνεται α¬πό σένα! Θεέ μου, υπηρέτησες της Προξενικές Επιχειρήσεις με απίστευτη αφοσίωση».
   «Και ανταμείφθηκα με μια εντολή τερματισμού για την προσφορά μου».
   «Τα έχουμε ξαναπεί». Ο Πρόεδρος σκυθρώπασε. «Αυ¬τό που προτείνεις ισοδυναμεί με εκβιασμό».
   «Ας μη χάνουμε την ουσία με λεπτομέρειες» είπε ξερά η Υβόννη.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #100 στις: Μαΐου 23, 2012, 08:22:43 πμ »
   Ο Πρόεδρος σηκώθηκε με πρόσωπο σφιγμένο, ανοιγο¬κλείνοντας βιαστικά τα μάτια του. Κάθισε ξανά, αμίλητος. Είχε εκμηδενίσει απείθαρχους αντιπάλους του στο παρελ¬θόν με τη δύναμη του λόγου του, είχε κατευθύνει τις δέ¬σμες της γοητείας του προς το μέρος δύσπιστων και διαφω¬νούντων και τους είχε πάρει με το μέρος του. Θα κατάφερ¬νε να τα βγάλει πέρα και τώρα.
   «Αφιέρωσα τη ζωή μου στην υπηρεσία των πολιτών» είπε στην Υβόννη, με τη σοβαρότητα και την ειλικρίνεια να δονούν τη βαρύτονη φωνή του. «Η ευημερία αυτής της χώρας είναι η ζωή μου. Θέλω να το καταλάβεις. Οι αποφά¬σεις που πάρθηκαν σε τούτη την αίθουσα δεν πάρθηκαν α¬περίσκεπτα ή κυνικά. Όταν με εξέλεξαν Πρόεδρο, ορκίστη¬κα να προστατεύσω και να υπερασπιστώ τούτη τη χώρα -έ-δωσα τον ίδιο όρκο που είχε δώσει ο πατέρας μου πριν από είκοσι χρόνια. Είναι μια υποχρέωση που την αντιμετωπίζω με απόλυτη σοβαρότητα...»
   Η Υβόννη χασμουρήθηκε.
   «Ντέρεκ» είπε ο Πρόεδρος και στράφηκε προς το διευ¬θυντή των Προξενικών Επιχειρήσεων και το μόνο άνθρωπο στο τραπέζι που δεν είχε ανοίξει το στόμα του μέχρι τώρα. «Μίλα στη δικιά σου. Δώσ’ της να καταλάβει».
   Ο υφυπουργός Ντέρεκ Κόλινς έβγαλε τα βαριά μαύρα γυαλιά του και έτριψε τα κοκκινισμένα αυλάκια που είχαν αφήσει στη γέφυρα της μύτης του. Είχε την έκφραση αν¬θρώπου έτοιμου να κάνει κάτι που πιθανότατα θα το μετά¬νιωνε. «Προσπάθησα να σας το πω... Δεν την ξέρετε αυτή την γυναίκα» είπε ο Κόλινς. «Κανείς σας δεν την ξέρει».
   «Ντέρεκ;» Το αίτημα του Προέδρου ήταν ξεκάθαρο.
   «Για να προστατεύσετε και να υπερασπιστείτε» επανέ¬λαβε ο Κόλινς. «Βαριά κουβέντα. Μεγάλο βάρος. Ένα ό¬μορφο ιδεώδες που μερικές φορές απαιτεί ορισμένα απαί¬σια πράγματα. Δύσκολος ο ύπνος τα βράδια, έτσι δεν εί¬ναι;» Κοίταξε την Υβόννη. «Μη γελιέστε -δεν υπάρχουν άγιοι σε τούτη την αίθουσα. Αλλά ας δείξουμε κάποιο σε¬βασμό στη βασική ιδέα της δημοκρατίας. Υπάρχει ένα άτομο σ' αυτή την αίθουσα που έφτασε μακριά χρησιμοποιώ¬ντας λίγα απομεινάρια κοινής λογικής και λίγη κοινή αξιο¬πρέπεια. Είναι σκληρό καρύδι όσο λί¬γοι -και, είτε συμφωνείτε μαζί του είτε όχι, στο τέλος της μέρας η επιλογή πρέπει να είναι δική του».
   «Ευχαριστώ, Ντέρεκ» είπε ο Πρόεδρος, σοβαρός αλλά ικανοποιημένος.
   «Αναφέρομαι στην Υβόννη», ολοκλήρωσε ο υφυ¬πουργός, αντικρίζοντας τον Πρόεδρο. «Και αν δεν κάνετε όπως λέει, κύριε Πρό¬εδρε, θα είστε περισσότερο ανόητος από τον πατέρα σας».
   «Υφυπουργέ Κόλινς» είπε απότομα ο Πρόεδρος, «θα δε¬χτώ ευχαρίστως την παραίτησή σας».
   «Κύριε Πρόεδρε» είπε με ήρεμο τόνο ο Κόλινς, «θα δε¬χτώ ευχαρίστως τη δική σας».
   Ο Πρόεδρος πάγωσε. «Υβόννη, που να σε πάρει ο διάβολος, δεν κατάλαβες τι έκανες;»
   Η Υβόννη κοίταξε το διευθυντή των Προξενικών Επι¬χειρήσεων. «Ενδιαφέρον τραγούδι από γεράκι» είπε με την υποψία ενός χαμόγελου.
   Ύστερα στράφηκε προς το μέρος του Προέδρου. «Ξέρε¬τε αυτό που λένε, "Εξετάστε την πηγή"; Η συμβουλή που ακούσατε αποκαλύπτει περισσότερο τις ανησυχίες των συμβούλων σας παρά τις δικές σας. Θα έπρεπε να σκέφτε¬στε με βάση την ευθυγράμμιση συμφερόντων. Αυτό ισχύει και για σας, κύριε υπουργέ». Κοίταξε τον υπουργό Εξωτε¬ρικών, που τώρα φαινόταν νευρικός, και στράφηκε ξανά προς τον Πρόεδρο. «Όπως είπα και πριν, για τους πε¬ρισσότερους ανθρώπους σε τούτη την αίθουσα είστε απλώς περαστικός. Βρίσκονται εδώ περισσότερα χρόνια από σας και θα εξακολουθούν να βρίσκονται μετά από σας. Τα άμε¬σα, προσωπικά συμφέροντά σας δε σημαίνουν τίποτα γι' αυτούς, θέλουν να κοιτάξετε μακροπρόθεσμα».
   Ο Πρόεδρος απέμεινε σιωπηλός για μισό λεπτό. Κατά βάθος ήταν πραγματιστής και συνήθιζε να παίρνει σκληρές, δύσκολες αποφάσεις από τις οποίες εξαρτιόταν η πολιτική επιβίωση του. Όλα τα άλλα έπαιζαν δεύτερο ρόλο μπροστά σε τούτη τη βασική αριθμητική. Το μέτωπό του γυάλιζε α¬πό τον ιδρώτα.
   Χαμογέλασε βεβιασμένα. «Υβόννη» είπε, «φοβάμαι ότι αυτή η συνάντηση ξεκίνησε άσχημα. Ειλικρινά, θέλω να α¬κούσω την άποψή σου».
   «Κύριε Πρόεδρε» διαμαρτυρήθηκε ο Ντάγκλας Ολ¬μπράιτ. «Είναι εντελώς παράτυπο. Τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές και...»
   «Εντάξει, Νταγκ. Γιατί δε μου λες ότι ξέρεις τον τρόπο να ανατρέψεις όσα έκανε η Υβόννη; Δεν άκουσα κα¬νέναν άλλο εδώ μέσα να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα».
   «Δεν υπάρχει σύγκριση!» φώναξε ο Ολμπράιτ. «Μιλάμε για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα αυτής της γεωπολιτι¬κής μονάδας, όχι για τη μεγαλύτερη δόξα της κυβέρνησης Κυβέρνησής σας! Δεν υπάρχει καμία σύγκριση! Το Μέμπιους είναι μεγαλύτερο απ' όλους εμάς. Υπάρχει μόνο μία σωστή απόφαση».
   «Και τι έχεις να πεις για το επικείμενο πολιτικό σκάν¬δαλο;»
   «Το έχω χεσμένο, κύριε Πρόεδρε» είπε χαμηλόφωνα ο Ολμπράιτ. «Συγνώμη, κύριε Πρόεδρε, αλλά έχετε αρκετές πιθανότητες να επιβιώσετε. Σε κάτι τέτοια ειδικεύεστε ε-σείς οι πολιτικοί, έτσι δεν είναι; Μειώστε τους φόρους, εξα¬πολύατε μια εκστρατεία καθωσπρεπισμού εναντίον του Χόλιγουντ, κηρύξτε τον πόλεμο στην Κολομβία -κάντε ό,τι λένε οι δημοσκοπήσεις. Οι Αμερικανοί συγκεντρώνονται σε ένα θέμα όπως και μια σκνίπα. Αλλά, κι ας μου συγχω¬ρήσετε το θάρρος, δεν μπορείτε να θυσιάσετε αυτό το πρό¬γραμμα στο βωμό της πολιτικής φιλοδοξίας».
   «Έχει πάντα ενδιαφέρον να σ' ακούω να λες τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω», είπε ο Πρόεδρος, σκύβοντας και σφίγγοντας τους χοντρούς ώμους του ανα¬λυτή. «Πιστεύω, όμως, ότι είπες αρκετά για σήμερα».
   «Σας παρακαλώ, κύριε Πρόεδρε...»
   «Βούλωσέ το» είπε ο Πρόεδρος. «Σκέφτομαι. Είμαι βυθισμένος σε σκέψεις, επανεκτιμώντας μια πολιτική σε προεδρικό επίπεδο».
   «Εγώ αναφέρομαι στις προοπτικές της αναδιαμόρφωσης των καθεστώτων όλου του κόσμου». Η φωνή του Ολμπράιτ υψώθηκε σε ένδειξη θιγμένης αξιοπρέπειας. «Εσείς αναφέ¬ρεστε απλώς στις πιθανότητες επανεκλογής σας».
   «Πολύ σωστά κατάλαβες. Πες με εγωιστή, αλλά μου α¬ρέσει το σενάριο όπου παραμένω Πρόεδρος». Στράφηκε προς το μέρος της Υβόννης. «Δικό σου το παιχνίδι, δικοί σου και οι κανόνες. Δεν έχω αντίρρηση».
   «Εξαιρετική επιλογή, κύριε Πρόεδρε» είπε ουδέτερα η Υβόννη.
   Ο Πρόεδρος της χάρισε ένα χαμόγελο που περιλάμ¬βανε εξουσία και ικεσία. «Και τώρα δώσε μου πίσω την α¬ναθεματισμένη την προεδρία μου».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Αδίστακτη ομορφιά
« Απάντηση #101 στις: Μαΐου 23, 2012, 08:36:17 πμ »
Επίλογος
Ο άντρας με τα καστανά, σαν καρφάκια μαλλιά ή¬ταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και εντελώς ακίνητος, με το του¬φέκι των εκατόν είκοσι εκατοστών ακουμπισμένο σε σά-κους άμμου εμπρός και πίσω. Οι σκιές του καμπαναριού τον έκαναν αόρατο από οποιαδήποτε απόσταση. Όταν άνοι¬ξε το μάτι του που δεν κοίταζε από το σκόπευτρο, η πόλη του Ντουμπρόβνικ φαινόταν παράξενα επίπεδη -στέγες με κόκκινα κεραμίδια σκορπισμένες μπροστά του σαν χρωμα¬τιστά κομμάτια από αρχαία κεραμικά. Κάτω από το καμπαναριό όπου βρισκόταν τις τελευταίες ώρες υπήρχε μια θάλασσα από πρόσωπα που απλωνόταν σε αρκετές εκα¬τοντάδες μέτρα μέχρι την ξύλινη εξέδρα που είχε στηθεί στο κέντρο της παλιάς πόλης του Ντουμπρόβνικ.
   Ήταν οι πιστοί, οι αφοσιωμένοι. Όλοι συνειδητοποιού¬σαν ότι ο Πάπας είχε αποφασίσει να ξεκινήσει την επίσκεψή του στην Κροατία απευθύνοντας ομιλία στο κοινό μιας πόλης που συμβόλιζε τον πόνο των κατοίκων της. Μολονό¬τι είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από την εποχή που ο γιουγκοσλαβικός στρατός είχε πολιορκήσει τούτο το λι¬μάνι της Αδριατικής, η ανάμνηση της επίθεσης παρέμενε ά-σβεστη στους κατοίκους της πόλης.
   Πολλοί από αυτούς κρατούσαν μικρές, πλαστικοποιημέ¬νες φωτογραφίες του αγαπημένου Ποντίφικα. Η δημοτικότητά του δεν οφειλόταν απλώς στο γεγονός ότι ήταν κάποιος που δε δίσταζε να προφέρει την αλήθεια αλλά και στην ολο¬φάνερη ακτινοβολία που τον περιέβαλλε. Είχε χάρισμα, αλ¬λά παράλληλα απέπνεε συμπόνια. Ήταν χαρακτηριστικό ότι δεν περιοριζόταν στο να αποκηρύσσει τη βία και την τρομο¬κρατία από την ασφάλεια του Βατικανού, αλλά τολμούσε να μεταφέρει το μήνυμα της ειρήνης στην καρδιά της διένεξης και των αυτονομιστικών τάσεων.
   Οι υ¬ποψίες της Υβόννης είχαν επιβεβαιωθεί πρόσφατα από τις επαφές της στην πρωτεύουσα Ζάγκρεμπ-, υπήρχε ένα προσεκτικά οργανωμένο σχεδίο δολοφονίας. Ένα πικρόχολο αυτονομιστικό κίνημα των Σέρβων της μειονότητας σκόπευε να εκδικηθεί για τα ι¬στορικά δεινά, δολοφονώντας τον άνθρωπο που αυτό το κυρίως καθολικό έθνος λάτρευε περισσότερο από κάθε άλ¬λον. Με τη συνωμοσία συμφωνούσε σιωπηρά και ένα δί¬κτυο εξτρεμιστών Κροατών εθνικιστών: φοβούνταν τις με¬ταρρυθμιστικές τάσεις του Ποντίφικα και αναζητούσαν μια ευκαιρία για να εκμηδενίσουν τις προδοτικές μειονότητες που είχαν ριζώσει ανάμεσά τους. Μετά από μια τόσο τερα-τώδη πρόκληση -και καμία πρόκληση δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη από τη δολοφονία ενός αγαπημένου Πάπα- τίποτα δε θα στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο τους. Πράγ¬ματι, ακόμη και απλοί πολίτες θα συμμετείχαν πρόθυμα σε μια αιματηρή επιχείρηση εξαγνισμού της Κροατίας.
   Όπως όλοι οι εξτρεμιστές, φυσικά, δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις συνέπειες των πράξεών τους πέρα αχό την άμεση επίτευξη των στόχων τους. Η δολοφονική ενέργεια των Σέρβων θα ξεπληρωνόταν στο δεκαπλάσιο με το αίμα των ομοφύλων τους. Ωστόσο, αυτές οι σφαγές θα ωθούσαν τη σερβική κυβέρνηση να παρέμβει βίαια: το Ντουμπρόβνικ και άλλες κροατικές πόλεις θα βομβαρδίζονταν και πάλι από σερβικές δυνάμεις, αναγκάζοντας την Κροατία να κη¬ρύξει τον πόλεμο ενάντια στους Σέρβους αντιπάλους της. Μια πυρκαγιά θα ξεσπούσε, για μια ακόμη φορά, σε τούτη την ασταθέστατη γωνιά της Ευρώπης -χωρίζοντας τις γει¬τονικές χώρες σε συμμάχους και αντιπάλους, με έσχατα α¬ποτελέσματα που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει. Μια παγκόσμια σύρραξη είχε προκληθεί κάποτε από μια δολοφονία στα Βαλκάνια• μπορεί να συνέβαινε ξανά.
Καθώς μια απαλή αύρα περνούσε ανάμεσα από τα με¬σαιωνικά κτίσματα της παλιάς πόλης, μια συνηθισμένη γυναίκα με κοντά μαλλιά -κανένας δε θα γύριζε να τον κοιτάξει δεύτερη φορά- συνέχισε να διασχίζει το δρόμο. «Τέσσερις μοίρες από τη διάμε¬σο» είπε χαμηλόφωνα. «Η πολυκατοικία στη μέση του δρόμου. Τελευταίος όροφος. Έχεις οπτική επαφή;»
    Ο άντρας άλλαξε ανεπαίσθητα τη θέση του και ρύθμισε το κιάλι που κρατούσε. Ο οπλοφόρος που και¬ροφυλακτούσε γέμισε το σκόπευτρό του. Το σημαδεμένο πρόσωπο ήταν γνώριμο από το αρχείο του: ο Μίλιτς Πάβλοβιτς. Όχι κάποιος από τους φανατικούς Σέρβους του Ντουμπρόβνικ, αλλά ένας έμπειρος και εξαιρετικά ικανός δολοφόνος που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
   Οι τρομοκράτες είχαν στείλει τον καλύτερο.
   Αλλά το ίδιο είχε κάνει και το Βατικανό, που ήθελε να εξουδετερώσει το δολοφόνο χωρίς να πληροφορηθεί ο κό¬σμος τι είχε συμβεί.
   Η προστασία υψηλών προσώπων ήταν μια περιστασια¬κή νέα απασχόληση της Υβόννη και του Κώστα. Και ή¬ταν μια επιχείρηση επίσης περιστασιακή. Όπως είχε τονίσει ο Κώστας, τα εκατομμύρια που παρέμεναν στο λογαριασμό της Υβόννης στα νησιά Κέιμαν ήταν δικά τους -αν δεν τα είχαν κερδίσει με το σπαθί τους, τότε ποιος τα είχε κερδίσει; Ωστόσο, όπως είχε πει και η Υβόννη, ήταν πολύ νέοι για να βγουν στη σύνταξη. Το είχε προσπαθήσει -είχε προσπα¬θήσει να το σκάσει από τον εαυτό της. Αλλά αυτή η λύση δεν ταίριαζε σ’ εκείνη -ούτε στον Κώστα. Η Υβόννη τώρα πια, το ήξε¬ρε. Είχε επαναστατήσει ενάντια στην υποκρισία, στην ασέ¬βεια των σχεδιαστών. Αλλά, για το καλύτερο ή για το χει¬ρότερο, κανένας από τους δυο δεν ήταν φτιαγμένος για μια ειρηνική ζωή. «Έχω περάσει από τη φάση του μικρού νη¬σιού στην Καραϊβική» είχε εξηγήσει η Υβόννη. «Τη βα¬ριέσαι πολύ γρήγορα». Τα μεγάλα χρηματικά αποθέματα σήμαιναν ότι θα διάλεγαν πολύ προσεκτικά τους πελάτες τους και ότι δεν υπήρχε λόγος να τσιγκουνεύονται τα επι¬χειρησιακά έξοδα.
   Τώρα ο Κώστας μίλησε χαμηλόφωνα, ξέροντας ότι το λεπτό μικρόφωνο μετέφερε τα λόγια του κατευθείαν στο α¬κουστικό της Υβόννης. «Να πάρει η οργή το αλεξίσφαιρο γιλέκο» είπε τεντώνοντας το σώμα του κάτω από τις στρώσεις του προστατευτικού Κέβλαρ. Πάντα έβρι¬σκε πολύ ζεστό το γιλέκο και διαμαρτυρόταν επειδή η Υβόννη επέμενε να το φορά. «Πες μου την αλήθεια -πι¬στεύεις ότι με παχαίνει;»
   «Περιμένεις να απαντήσω όσο έχεις σφαίρα στη θαλάμη;»
   Ο Κώστας βρήκε το κατάλληλο σημείο -με το κοντάκι πιεσμένο στο μάγουλο- καθώς ο σημαδεμένος δολοφόνος έ¬στηνε το δίποδό του και έχωνε το γεμιστήρα στο μακρύ του¬φέκι του.
   Ο Πάπας θα εμφανιζόταν σε λίγα λεπτά.   Η φωνή της Υβόννης στο αυτί του και πάλι: «Όλα καλά;»
   «Όλα πάνε ρολόι, αφέντρα» απάντησε εκείνος.
   «Πρόσεχε, εντάξει; θυμήσου ότι ο εφεδρικός ακροβολι¬στής βρίσκεται στην αποθήκη της θέσης Β. Αν σε μυρι¬στούν, βρίσκεσαι στο πεδίο βολής του».
   «Ελέγχω την κατάσταση» είπε εκείνος, πλημμυρισμένος από τη βαθιά, αυξανόμενη ηρεμία ενός τέλεια τοποθετημέ¬νου σκοπευτή.
   «Το ξέρω» είπε εκείνη. «Απλώς θέλω να προσέχεις».
   «Μην ανησυχείς, αφέντρα μου» είπε ο Κώστας. «Δεν θα σου στερούσα με τίποτα τη βραδινή σου διασκέδαση».

ΤΕΛΟΣ



Μερικά από τα βιβλία που χρειάστηκαν:
Αδίστακτη ομορφιά - Σούζαν Λιούις
Εντολή εξόντωσης - Ρομπερτ Λαντλαμ
Το κλειδί της Ζωής - Μαικλ Κορντυ
Το καρναβάλι του τρόμου - Κρεγκ Ρασσελ
Ο Σωσίας - Ντιν Κουντζ
Μύγαλη: Το δέρμα που κατοικώ -
Το μυστικό χειρόγραφο, Ο σύμβουλος, Ο άνθρωπος της εταιρίας
Ενας ξένος στην πόλη - Λι Τσαιλντ
Ο θεός ποταμος - Γουιλμπουρ Σμιθ
και αρκετά άλλα...
Ευχαριστώ όσους μπήκαν στον κόπο να το διαβάσουν...
Και όπως πάντα, παρόλο που δεν το ξέρει ότι την αναγορεύω εδώ, το αφιερώνω στη γυναίκα μου που μόνο επειδή τη γνώρισα, ζω μια ζωή καλύτερη απ' αυτή που ίσως να μου άξιζε...