Πριν από λίγο μίλησα με τη δικιά μου στο τηλέφωνο. Είναι σε χωριό για λίγες μέρες.
Και μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό:
Το πρωί εκεί που μένει υπάρχει ένα ποταμάκι δίπλα στο δρόμο.
Εκεί περπατούσε.
Ξαφνικά (αν και Χειμώνας!) πετάγεται στα πόδια της ένα βατράχι μεγάλο.
Τρόμαξε και σιχάθηκε και άρχισε να το πατάει με μανία.
Αφού έκφρασα την έκπληξή μου, άρχισα τις ερωτήσεις (για ευνόητους λόγους!)
- Κι αυτό τι έκανε;
- Ούρλιαζε και προσπαθούσε να φύγει
- Και σου έφυγε;
- Σιγά, το προλάβαινα.
- Και τι έκανες δηλαδή;
- Το τσάκισα μέχρι που έμεινε σ' ένα μέρος και μετά το έλιωσα.
- Τι παπούτσια φορούσες;
- Τις μπότες μου. Έγιναν χάλια. (Πρόκειται για μαύρες με χοντρό δέρμα και χοντρό τακούνι).
- Δεν τις καθάρισες;
- Ναι, τις έδωσα στην Χριστίνα (μικρή της ξαδέλφη) και τις έπλυνε.
- Και γιατί στη Χριστίνα;
- Εγώ σιχαινόμουν και να τις πιάσω.
- Και δεν το λυπήθηκες μωρέ;
- Τι να λυπηθώ. Άσε που πονάει η δεξιά μου γάμπα τώρα.
- Πώς κι έτσι;
- Τις τελευταίες τις έριξα δυνατά με το τακούνι. Πίτα έγινε.
Τα αισθήματά μου είναι ανάμικτα. Να προβληματιστώ με τη σκληρότηά της ή να καυλώσω;