Παιδιά συγνώμη που άργησε αλλά υπάρχει πρόβλημα χρόνου.
Η Λίνα βρήκε το αδύναμο σημείο μου – Μέρος 2ο
Το υπόλοιπο σαββατοκύριακο κύλισε ήρεμα χωρίς περιπέτειες και με την εικόνα των πανέμορφων ποδιών της κολλημένη στο μυαλό μου. Η ιδέα ότι με ήθελε να της περιποιούμαι τα πόδια της μου άρεσε πολύ και ανυπομονούσα για την επόμενη ιδιαίτερη συνάντησή μας.
Την Δευτέρα, λοιπόν, στο σχολείο χαιρετηθήκαμε και μιλήσαμε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Καθόμασταν στο θρανίο κατά την διάρκεια του μαθήματος και συνεχώς έριχνα κλεφτές ματιές στα πόδια της. Φορούσε τις μαύρες μπότες που με είχε διατάζει να καθαρίσω με την γλώσσα μου. Αμέσως στο μυαλό μου ήρθαν οι σκηνές όσων είχαν γίνει στο σπίτι της και μου σηκώθηκε. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβε αμέσως και άρχισε να μου χαϊδεύει τα αρχίδια λέγοντας:
- «Τι έχουμε εδώ; Για τι σηκώθηκες εσύ;»
- «Δεν μπορώ να βγάλω τα πόδια σου από το μυαλό μου. Τα σκέφτομαι συνέχεια και… καταλαβαίνεις.»
- «Α, ναι! Όμως μπορεί να σε δει κανείς έτσι «σηκωμένο» και να καταλάβει τίποτα. Δεν το θέλουμε εμείς αυτό, έτσι;»
Και ξαφνικά, από εκεί που η παλάμη της μάλαζε ερεθιστικά τα αρχίδια μου, άρχισε να τα σφίγγει με δύναμη. Ήθελα να φωνάξω από τον πόνο αλλά δεν έπρεπε. Κρατήθηκα και σιγά-σιγά η λαβή της χαλάρωνε χωρίς όμως να με αφήσει τελείως.
Στο υπόλοιπο μάθημα «με κρατούσε στο χέρι της», κυριολεκτικά. Περίμενα πότε θα χτυπήσει το κουδούνι ελπίζοντας πως θα με άφηνε και πράγματι όταν έφτασε αυτή η στιγμή ένιωσα το χέρι της να απομακρύνεται και να με αφήνει ελεύθερο να ανασάνω ξανά. Εκείνη μου χαμογέλασε μοχθηρά και μου είπε να περιμένω στην θέση μου. «Τι με περιμένει τώρα;» σκέφτηκα φοβισμένος καθώς βρισκόμασταν στο σχολείο και θα μπορούσε να μας δει ο οποιοσδήποτε ανά πάσσα στιγμή. Μετά από λίγο αφού άδειασε η τάξη ήρθε και κάθισε πάνω στο θρανίο ακριβώς μπροστά μου πατώντας και με τα δύο πόδια της τα μπαλάκια μου.
- «Εδώ μέσα θα κάνεις ότι σου λέω εγώ χωρίς αντιρρήσεις! Κατάλαβες;»
- «Μάλιστα.»
- «Μάλιστα Κυρία θα λες!». Είπε αυστηρά χαστουκίζοντάς με.
- «Μάλιστα κυρία.»
- «Πολύ ωραία!»
Στην συνέχεια άπλωσε τα πόδια της κατά μήκος του θρανίου και με διέταξε να γλύψω τις μπότες της. Εγώ δίστασα. Φοβόμουν μην με δει κανείς. Είχα παγώσει στην θέση μου και την κοίταζα σαν χάνος. Με ένα δεύτερο χαστούκι με επανέφερε στην πραγματικότητα.
- «Κάνε αυτό που σου λέω, τώρα!»
Η φωνή της ήταν τόσο αυστηρή και επιβλητική που με οδήγησε κατευθείαν στα πόδια της. Έβγαλα την γλώσσα μου έξω άρχισα να γεύομαι το πικρόγλυκο δέρμα των παπουτσιών της. Αφού τις γυάλισα, εκείνη κάθισε στην καρέκλα της και εμένα με τοποθέτησε γονατιστό στο πάτωμα μπροστά της. Το δεξί της πόδι βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια μου και σε τακτά χρονικά διαστήματα τιναζόταν προς τα πάνω χτυπώντας με στο ευαίσθητο σημείο μου. Το μαρτύριό μου τελείωσε με το χτύπημα του κουδουνιού, όταν με διέταξε να επιστρέψω στην καρέκλα μου. Η υπόλοιπη μέρα συνέχισε κάπως έτσι με την Λίνα να εκτονώνεται πάνω μου σε κάθε διάλειμα ή κατά την διάρκεια του μαθήματος.
Το κουδούνι του σχολάσματος χτύπησε και σηκωθήκαμε όλοι να ετοιμαστούμε. Ενώ σηκωνόμουν άκουσα την Λίνα να ψιθυρίζει: «Κάτσε κάτω».
Αμέσως υπάκουσα και περίμενα την νέα της εντολή. Χαιρέτησα τους φίλους μου, που συχνά φεύγαμε μαζί, λέγοντάς τους πως θα περιμένω την Λίνα. Αφού η τάξη άδειασε, αποφάσισε να μου αποκαλύψει το σχέδιό της.
- «Δεν πιστεύω να έχεις κανονίσει τίποτα γιατί σε χρειάζομαι στο σπίτι.»
- «Όχι κυρία, στις υπηρεσίες σας.»
Μίλησα βιαστικά χωρίς να σκεφτώ το διάβασμα που είχα, η τίποτα άλλο. Παρόλα αυτά η άμεση υπακοή μου την ενθουσίασε και ένα πλατύ, μοχθηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της.
Στην διάρκεια της διαδρομής μιλάγαμε σαν καλοί φίλοι σαν να μην υπήρξε τίποτα περίεργο μεταξύ μας. Γενικά δεν μπορούσα να καταλάβω πως σκεφτόταν. Αναλόγως με τον χώρο ή τον χρόνο άλλαζε τρομακτικά η συμπεριφορά της απέναντί μου. Όπως έγινε όταν φτάσαμε σπίτι της. Πριν ανοίξει την πόρτα για να μπούμε, μου έριξε μια γονατιά στα αρχίδια λέγοντάς μου: «Στα γόνατα, σκλάβε!». Αφού γονάτισα, άνοιξε την πόρτα, μπήκε και κάθισε στον καναπέ. Εγώ ακολούθησα περπατώντας στα τέσσερα.
- «Βγάλε μου τις μπότες να ξεκουραστούν λίγο τα ποδαράκια μου.»
- «Μάλιστα κυρία.»
Βγάζοντας τις μπότες της αποκαλύφθηκαν οι υπέροχες πατούσες της μέσα σε ένα ζευγάρι κοντά καλτσάκια (αυτά που φτάνουν μέχρι τον αστράγαλο), ενώ ταυτόχρονα ένιωσα το πέος μου να σηκώνεται.
- «Πως μυρίζουν;» ρώτησε με απαξιωτικό ύφος.
- «Υπέροχα» απάντησα μετά από μια μεγάλη εισπνοή.
Εκείνη ξέσπασε σε γέλια και τράβηξε τα πόδια της.
- «Πόσο πολύ θες να τα μυρίσεις;»
- «Πολύ κυρία, πάρα πολύ.»
- «Αφού βρωμάνε ρε ανώμαλε.»
- «Ναι άλλα μου αρέσει πολύ κυρία.»
Ξαναέβαλε τα γέλια και αφού με διέταξε να ξαπλώσω στο πάτωμα μπροστά της, ακούμπησε τις πατούσες της πάνω στο πρόσωπό μου, κάνοντάς με να τρελαθώ από την καύλα.
Έμεινα εκεί να αναπνέω το υπέροχο άρωμα των ποδιών της για αρκετή ώρα, όσο εκείνη χαλάρωνε στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση. Ξαφνικά την απόλαυσή μου διέκοψε η αυστηρή φωνή της.
- «Ωραία φτάνει τώρα.» είπε και άπλωσε τα πόδια της στον καναπέ. «Βγάλε μου τις κάλτσες και κάνε μου λίγο μασάζ στα ποδαράκια μου.» πρόσθεσε με νάζι τρίβοντας τις πατούσες της.
Έπιασα τις πατούσες της στα χέρια μου και τις έτριβα με τρομερή αφοσίωση και λαγνεία ενώ ταυτόχρονα πλησίαζα όλο και πιο πολύ το πρόσωπό μου για να κλέψω λίγο από την μυρωδιά και την γεύση τους. Μου έτρεχαν τα σάλια. Με είχανε τρελάνει. Χωρίς να σκεφτώ τίποτα παραπάνω έβαλα όλη την πατούσα της στο στόμα μου και η γλώσσα μου ταξίδευε γύρω-γύρω και ανάμεσα στα δαχτυλάκια της.
- «Τι κάνεις εκεί;» τόνισε την φράση της χαστουκίζοντάς με με την πατούσα της.
- «Συγνώμη κυρία, σκέφτηκα να σας κάνω μασάζ με την γλώσσα μου.»
- «Πήρες την άδειά μου;»
- «Όχι κυρία, συγνώμη.»
- «Θα σε συγχωρέσω αυτή την φορά επειδή μου άρεσε η ιδέα σου.»
- «Ευχαριστώ κυρία.» και συνέχισα το έργο μου.»
Για αρκετή ώρα έγλυφα με πάθος τις πατούσες της ενώ εκείνη έβλεπε τηλεόραση. Μετά από λίγο τράβηξε τα πόδια της και σηκώθηκε από τον καναπέ γιατί από ότι κατάλαβα είχε κι άλλα στο μυαλό της.
- Για έλα εδώ εσύ, ώρα να γελάσουμε λίγο.»
Ακολούθησα τις εντολές της και βρέθηκα γυμνός και δεμένος στο πάτωμα. Τι είχε στο μυαλό της άραγε; Η απάντηση ήρθε γρήγορα. Οι όμορφες πατούσες της, που τις λάτρευα, άρχισαν να με χτυπάνε αλύπητα στα αρχίδια. Φαινόταν να διασκέδασε με τον πόνο μου και τις κραυγές μου ενώ δεν αγνόησε και την στύση μου που ακόμα και μετά από τόσες κλωτσιές παρέμεινε αμετάβλητη.
- «Σου αρέσει μαλάκα, ε! Λοιπόν εγώ έχω μια δουλίτσα γι αυτό θα λείψω λίγο. Εσύ θα κάτσεις εδώ σαν καλό σκλαβάκι και θα με περιμένεις. Εντάξει;»
- «Ναι κυρία.»
Μου χαμογέλασε και ρίχνοντάς μου ένα τελευταίο χαστούκι στα αρχίδια πήγε στο δωμάτιό της να ντυθεί. Πριν φύγει πήρε ένα μαύρο διάφανο καλσόν, αρκετά βρώμικο όπως διαπίστωσα μετά, και το έχωσε στο στόμα μου ασφαλίζοντάς το με ταινία ενώ με ένα μέρος του τύλιξε να μάτια και την μύτη μου.
Περίμενα για αρκετή ώρα μόνος μου ξαπλωμένος στο πάτωμα. Η γεύση και η μυρωδιά από το καλσόν με είχαν κυριεύσει και μου κρατούσαν συντροφιά καθώς περίμενα. Ξαφνικά την μοναξιά μου έσπασε ο ήχος της πόρτας που άνοιξε. Άκουσα βήματα και καθώς το καλσόν δεν μου επέτρεπε να δω άρχισα να μουγκρίζω καλώντας την αφέντρα μου. Σαν απάντηση άκουσα ένα επιφώνημα τρόμου από μια άγνωστη γυναικεία φωνή και στην συνέχεια άρχισε να φωνάζει υστερικά.
Συνεχίζεται...