Pierre Louys - Αφροδίτη - Αρχαία Ήθη (Μετάφραση: Γ. Τσουκαλάς)
http://en.wikipedia.org/wiki/Pierre_Lou%C3%BFshttp://en.wikipedia.org/wiki/Aphrodite:_m%C5%93urs_antiquesΑπόσπασμα 1.
''Στράφηκε ανάσκελα κι έσφιξε τα δάχτυλά της.
- Αν με λάτρευε κάποιος, μου φαίνεται πως θα χαιρόμουνα πολύ να τον κάνω να υποφέρει ώσπου να πεθάνει.
Εκείνοι που έρχονται σ' εμένα δεν είναι άξιοι για να κλάψουν. Κι έπειτα, το λάθος είναι δικό μου: Εγώ τους καλώ να 'ρθουν, πως θα μ' αγαπούσαν λοιπόν;
- Ποιο βραχιόλι σήμερα;
- Θα τα φορέσω όλα. Αλλ' άφησέ με. Δεν έχω ανάγκη από κανένα. Πήγαινε στα σκαλοπάτια της πόρτας κι αν έρθει κανείς, πες του πως είμαι με τον εραστή μου ένα σκλάβο μαύρο, που τον πληρώνω... Πήγαινε.
- Δε θα βγείς;
- Θα βγω μόνη μου. Θα ντυθώ μόνη μου. Δεν θα επιστρέψω. Πήγαινε. Πήγαινε...
Άφησε το ένα της πόδι ν' ακουμπήσει στο χαλί κι ανακλαδίστηκε για να σηκωθεί. Η Τζάλα είχε βγει σιγά.
Προχώρησε αργά μέσα από το δωμάτιο, με τα χέρια δεμένα γύρω από τον τράχηλο, νιώθοντας ηδονή που τα γυμνά της πόδια πατούσαν στο πλακόστρωτο κι ο ιδρώτας τους πάγωνε. Έπειτα μπήκε στο λουτρό της.
Ήτανε μια απόλαυση γι' αυτήν να κοιτάζεται μέσα από το νερό. Της φαινότανε πως έμοιζε μ' ένα μεγάλο φιλντισένιο κοχύλι, ανοιχτό πάνω σ' ένα βράχο. Η επιδερμίδα της γινότανε λεία και τέλεια. Οι γραμμές των ποδιών της μάκραιναν μέσα σ' ένα γαλάζιο φως. Η μέση της ήτανε πιο λυγερή. Δεν αναγνώριζε πια τα χέρια της. Η άνεση του κορμιού της ήτανε τόση, ώστε ανασηκωνότανε πάνω στα δυο της δάχτυλα, αφηνότανε για λίγο να κυματίζει και ξανάπεφτε μαλακά πάνω στο μάρμαρο, κάτω από το νερό που έφτανε ως το πηγούνι της. Το νερό έμπαινε μέσα στ' αυτιά της, γαργαλώντας την σαν φιλί.
Η ώρα του λουτρού ήταν εκείνη που η Χρύσις είχε αρχίσει να την λατρεύει. Όλα τα τμήματα του κορμιού της γίνονται, το ένα έπειτα από τ' άλλο, αντικείμενο τρυφερού θαυμασμού και κίνητρο χαδιού. Με τα μαλλιά της και τα στήθη της έκανε χίλια - δυο παιχνίδια.
Το δειλινό προχωρούσε: Ανασηκώθηκε μέσα στην πισίνα, βγήκε από το νερό και βάδισε προς την πόρτα. Τα ίχνη των ποδιών της έλαμπαν πάνω στην πέτρα. Τρεκλίζοντας και σαν εξαντλημένη, άνοιξε διάπλατα και στάθηκε, με το μπράτσο στηριγμένο στο χερούλι, έπειτα μπήκε μέσα και, κοντά στο κρεβάτι, όρθια και βρεγμένη, είπε στη σκλάβα:
- Σκούπισέ με.''
Απόσπασμα 2.
''Απλώθηκε σιωπή. Η σκλάβα σήκωσε τα χέρια της κι έσκυψε.
Η εταίρα εξακολούθησε:
Είναι σαν άνθος πορφύρας,
γεμάτο μέλι κι αρώματα.
Είναι σαν μια θαλασσινή ύδρα
ζωντανή και μαλακιά,
ανοιγμένη τη νύχτα.
Είναι η νοτισμένη σπηλιά, η πάντα ζεστή φωλιά,
το Άσυλο, όπου ο άντρας ξεκουράζεται,
καθώς βαδίζει προς το θάνατο.
Η σκλάβα, που είχε πέσει μπρούμυτα, μουρμούρισε:
- Είναι τρομαχτικό. Είναι η μορφή της Μέδουσας.
Η Χρύσις έβαλε το πόδι της πάνω στον τράχηλο της σκλάβας κι είπε τρέμοντας:
- Τζάλα...
Σιγά - σιγά, ήρθε η νύχτα. Αλλά το φεγγάρι ήτανε τόσο φωτεινό, ώστε το δωμάτιο γέμιζε από γαλάζια λάμψη.
Η Χρύσις, γυμνή, κοιτούσε το κορμί της, όπου οι ανταύγειες ήσαν ακίνητες κι όπου οι σκιές έπεφταν πολύ μαύρες.
Σηκώθηκε απότομα:
- Τζάλα πάψε! Νύχτωσε και δεν βγήκα ακόμα. Δεν θα υπάρχουν πια στο Εφταστάδιο, παρά ναύτες κοιμισμένοι. Πες μου, Τζάλα, είμαι όμορφη; Πες μου, Τζάλα, είμαι πιο όμορφη από άλλοτε, απόψε; Είμαι η πιο όμορφη γυναίκα της Αλεξάνδρειας, το ξέρεις; Δεν είναι αλήθεια πως θα μ' ακολουθήσει σαν σκυλί σε λίγο, εκείνος που θα κοιτάξω; Δεν είναι αλήθεια πως θα τον κάνω ό,τι θέλω, σκλάβο μου αν θελήσω, κι ότι μπορώ να περιμένω απ' οποιονδήποτε την πιο δουλική υπακοή; Ντύσε με Τζάλα.
Γύρω από τα μπράτσα της τυλίχτηκαν δυο ασημένια φίδια. Στα πόδια της έβαλε πέδιλα που δένονταν στις μελαχρινές γάμπες της με λωρίδες δερμάτινες, σταυρωτές. Θηλύκωσε μόνη της κάτω από τη ζεστή κοιλιά της μια παρθενική ζώνη. Στ' αυτιά της πέρασε μεγάλους χαλκάδες, στα δάχτυλά της δαχτυλίδια και σφραγιδόλιθους, στο λαιμό της τρία περιδέραια από χρυσούς φαλλούς, σκαλισμένα στην Πάφο από ιερόδουλες.
Κοιτάχτηκε λίγην ώρα, έτσι γυμνή, με τα κοσμήματά της. Έπειτα έβγαλε από το κιβώτιο, όπου το είχε διπλωμένο, ένα πλατύ, διάφανο ύφασμα από κίτρινο λινό και το τύλιξε γύρω της. Διαγώνιες πτυχές υπογράμμιζαν όσα φαίνονταν από το κορμί της, μέσα από το ελαφρύ ύφασμα. Ένας αγκώνας της έβγαινε κάτω από το σφιγμένο χιτώνα και τ' άλλο της μπράτσο, που το είχε αφήσει γυμνό, κρατούσε σηκωμένη τη μακριά ουρά, για να μη σέρνεται μέσα στη σκόνη.
Πήρε τη βεντάλια της, που ήταν από φτερά, και βγήκε με νωχέλεια.
Όρθια στο κατώφλι της σκάλας, με το χέρι ακουμπισμένο στον άσπρο τοίχο, η Τζάλα, μόνη, άφησε την εταίρα ν' απομακρυνθεί.
Βάδιζε αργά, σύριζα στα σπίτια, στον έρημο δρόμο, όπου έπεφτε το φως του φεγγαριού. Μια μικρή σκιά σπαρτάριζε πίσω από τα βήματά της.''
Απόσπασμα 3.
Η μικρή Κλεοπάτρα προσπαθούσε να φανεί όσο μπορούσε πιο ψηλή κι έπαιρνε το κεφάλι της μέσα στα χέρια, σαν βασίλισσα της Ασίας που δοκιμάζει μια τιάρα.
Η μεγάλη της αδερφή, που την άκουγε καθισμένη στο κρεβάτι με τα πόδια της συμαζεμένα, γονάτισε για να πάει κοντά της κι έβαλε τα δυο της χέρια πάνω στους ώμους της.
- Έχεις εραστή, Κλεοπάτρα;
Μιλούσε τώρα ντροπαλά, σχεδόν με σεβασμό.
Η μικρή απάντησε απότομα:
- Αν δεν πιστεύεις, κοίταξε.
Η Βερενίκη αναστέναξε:
- Και πότε τον βλέπεις;
- Τρεις φορές την ημέρα.
- Που;
- Θέλεις να σου το πω;
- Ναι.
Η Κλεοπάτρα την ρώτησε με τη σειρά της:
- Πως δεν ήξερες;
- Αγνοώ τα πάντα, ακόμα κι ό,τι γίνεται μέσα στο Παλάτι. Ο Δημήτριος είναι το μόνο θέμα που μ' ενδιαφέρει. Δεν σε επέβλεψα, είναι σφάλμα μου, παιδί μου.
- Επέβλεπέ με, αν θέλεις. Την ημέρα που δεν θα μπορώ πια να κάνω ό,τι θέλω, θα σκοτωθώ. Το ίδιο μου κάνει λοιπόν.
Η Βερενίκη απάντησε κουνώντας το κεφάλι:
- Είσαι ελεύθερη... Άλλωστε, θα ήτανε πολύ αργά για να μην είσαι πια... Μα... Πες μου χρυσή μου... Έχεις έναν εραστή... Και τον φυλάς;
- Έχω τον τρόπο μου να τον φυλάω.
- Ποιος σου τον έμαθε;
- Εγώ, μόνη μου. Αυτό το ξέρουμε από ένστικτο ή δεν το ξέρουμε ποτέ. Στα έξι μου χρόνια ήξερα πως θα φύλαγα αργότερα τον εραστή μου.
- Και δεν θέλεις να μου πεις;
- Ακολούθησέ με.
Η Βερενίκη σηκώθηκε αργά, έβαλε ένα χιτώνα, αέρισε τα βαριά της μαλλιά που κολλούσαν από τον ιδρώτα του κρεβατιού και βγήκανε κι οι δυο μαζί από το δωμάτιο.
Στην αρχή, η μικρή διέσχισε τον αντιθάλαμο και πήγε στο κρεβάτι, απ' όπου είχε σηκωθεί. Εκεί, κάτω από το στρώμα που ήταν από βύσσο, πήρε ένα κλειδί καινούργιο.
Έπειτα στράφηκε:
- Ακολούθησέ με. Είναι μακριά, είπε.
Στη μέση του αντιθάλαμου ανέβηκε μια σκάλα, ακολούθησε ένα μακρύ περιστύλιο, άνοιξε πόρτες, βάδισε πάνω στα χαλιά, στα πλακόστρωτα, στο χλωμό μάρμαρο και σε είκοσι μωσαϊκά σε είκοσι αίθουσες άδειες και σιωπηλές.
Ξανακατέβηκε μια σκάλα πέτρινη, πέρασε κατώφλια σκοτεινά, πόρτες που έτριζαν. Εδώ κι εκεί υπήρχαν πάνω σε ψάθες φρουροί κοιμισμένοι, με τις λόγχες τους στο χέρι. Πολλήν ώρα έπειτα, διέσχισε μια αυλή που τη φώτιζε τ' ολόγιομο φεγγάρι κι ο ίσκιος μιας φοινικιάς της χάιδεψε το μηρό.
Η Βερενίκη ακολουθούσε πάντοτε, τυλιγμένη στο γαλάζιο μανδύα της.
Τέλος, έφτασαν σε μια πόρτα χοντρή, ενισχυμένη με σίδερο, σαν κορμός πολεμιστή. Η Κλεοπάτρα γλίστρησε το κλειδί στην κλειδαριά, το γύρισε δυο φορές, έσπρωξε την πόρτα: Ένας άντρας, ένας γίγαντας μέσα στο σκοτάδι, σηκώθηκε στο βάθος της φυλακής του.
Η Βερενίκη κοίταξε συγκινημένη και, σκύβοντας, είπε σιγά:
- Εσύ είσαι, παιδί μου, που δεν ξέρεις ν' αγαπάς... Τουλάχιστον ακόμα... Είχα πολύ δίκιο που σου το είπα.
- Έρωτας με έρωτα, εγώ προτιμώ το δικό μου, είπε η μικρή. Αυτός εδώ τουλάχιστον δεν δίνει παρά την απόλαυση.
Έπειτα ολόρθη στο κατώφλι και χωρίς να προχωρήσει ούτε ένα βήμα, είπε στον άντρα, που στεκόταν όρθιος μέσα στο σκοτάδι:
- Έλα να φιλήσεις τα πόδια μου, γιέ σκύλου.
Κι όταν εκείνος το 'καμε, του φίλησε τα χείλη.''