δεν ξέρω ποιος ήρωας κάθισε και σκάναρε τον Mπαμπινιώτη αλλά εγώ έχω βρει το λεξικό του σε 2 μορφές (πολλά χρόνια αφού το ακριβοπλήρωσα). σε pdf σκαναρισμένο ή περασμένο από πρόγραμμα αναγνώρισης κειμένου, που έχει πολλά λάθη αλλά βοηθάει στα copy-paste
https://www.google.gr/search?q=%CE%9B%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CF%8C+%CE%9C%CF%80%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7+download&ie=utf-8&oe=utf-8&aq=t&rls=org.mozilla:el:official&client=firefox-aνήμα (το) {νήμ-ατος | -ατα. -άτων} 1. (α) επίμηκες υλικό με πολύ μικρή
διάμετρο, το οποίο εμφανίζει γενικά ευκαμψία και μικρότερη ή μεγαλύτερη
αντοχή ανάλογα μ ε το υλικό κατασκευής του και το οποίυ αποτελείται είτε από
φυσικές ίνες επεξεργασμένες και πλεγμένες μαζί είτε από τεχνητό υλικό: μεταξ ωτό/
βαμβ ακερό / νάι λον / ασημένι ο / δί κλωνο / μάλλιν ο / π ολύκλων ο ί χρωματιστό ~ | | ~
πλεξίματος συν. κλωστή, κλώσμα (β) αθλ. νήμα τερμ ατισμ ού η κλωστή ή η ταινία πυυ
τοποθετείται παράλληλα προς το έδαφος, σε ύψος ενάμισι μέτρου και κάθετα
προς τους διαδρόμους τρεξίμ ατος και την οποία σπάει (κόβει) ο δρομέας που
τερματίζει π ρώτος: μέχ ρι στιγμή ς στη σταδι οδρομί α του έχει κόψει πρώτος το ~ τρεις φ ορέ ς
σε μεγάλους αγώνες (έχ ει κερδίσει) | ( (μτφ.) κέρδι σε τη μ άχη π άνω στο ~ (ξεπ έρασε τ ους
ανταγωνι στές του την τελευταία στιγμή) (γ) νήμ α (τής) στάθμης η κλωστή στην
άκρη τής οποίας είναι δεμένο μικρό μεταλλικό βάρος (βαρίδι, ζύγι) και
χρησιμοποιείται στον έλεγχο τής καθετότητας των επιφανειών, ιδ. σε κτίσματα
ΣΥΝ. (καθημ.) αλφαδιά 2. ιιλ εκτρ. (α) η καθεμιά από τις λ επτότατες γραμμές, οι
οποίες εμφανίζονται κάθετα και ορι ζόντια στο κέντρο τής διόπτρας οργάνων
υψηλής ακρί βειας και χρησιμεύουν στον αυτόματο προσδιορισμό τών
αποστάσεων στην αστρονομία. την τοπογραφία κ.λπ. συν. σταυρόνημα,
νηματόσταυρος (β) το λεπτότατο σύρμα το οποίο έχει κατασκευαστεί από
δύστηκτο κράμα μετάλλων, ώστε να είναι θετικός αγωγός, και χρησιμοποιεί ται
στους ηλεκτρικούς λαμπτ ήρες πυ ρακτώσεως 3. βοτ. το μέρο ς τού στήμονα,πάνω στο οποίο βρίσκεται ο ανθήρας 4. (μτφ.) η συνέχεια, η σύνδεση που
παρουσιάζουν γεγονότα ή ιδέες: το - των σκέψε ων ‘ ran' ι δεών / τού ‘ λόγου / τής
επιχειρημ ατολογί ας / τού συλλογισμ ού || «οι απ άν θρωπες συν θήκε ς τής δουλει άς έ κοψαν
πρόωρα το - τής ζωή ς τού συ ντρόφ ου τη ς» (εφημ .) συν. συνοχή, αλληλουχία α ν ι.
αποσπάσματα- ΦΡ. (α) κρατώ τσ νήματα στα χέρια μου έχ ω γνώση ή έλεγχο τής
κατάστασης: η αστυνομί α κρατού σε στα χέ ρι α τη ς τα νήμ ατα τής υπ όθεσης συν. γνωρί ζω,
κατέχω, ελέγχω αντ. αγνοώ (β) κινώ τσ νήματα έχ ω υπό τον έλ εγχό μου την
κατάσταση, κατευθύνω τη δράση: αυτός π ον κιν ούσε π αρασκηνι ακά τα νήμ ατα ήταν ο
ιδι αίτε ρος γραμμ ατέ ας του συν. ελέγχω , κατευθύνω, κοντρολάρω αντ. υπακούω,
ακολουθώ (γ) ξετυλίγω το νήμα (μιας υπόθεσης) π αρουσιάζω τι ς διάφορες
πτυχές μι ας υ πόθεσης, την εξέλιξη μι ας ιστορίας κ.λπ .: μπ ροστά στους έκπ?.η κτους
ακροατέ ς άρχι σε ν α ξετν? αγει το νήμ α των πε ριπε τειών του 5. οδοντιατρικό νήμα
κηρίομένη ή μη κλωστή για τυν καθαρισμό τής περιοχής ανάμεσα στα δόντια. —
(υποκ.) νημοτάκι (το). [ΕΤΥΜ. < αρχ. νήμα < νέω « γνέθω, κλώθω» < I.E. *sne-
«γνέθω νήματα», πβ. σανσκρ. snayuri «περιτυλίγω», λατ. nere «γνώθω. κλώθω»,
nervus «νεύρο», μέσ. ιρλ. sniid «κλώθω», ουαλ. nyddn. Ομόρρ. νή-θω, νεϋ- ρο(ν)
(βλ.λ .). Ορισμένες μτφ. φρ. είναι μεταφρ. δάνεια, λ.χ . το νή μα το)ν σκέψεων (< αγγλ .
the thread of thoughts), κρατώ τα νήματα στα χέ ρι α μου (< αγγλ . have ali the strings
in my hands), κινώ τα νή ματα (< αγγλ. pull the strings)!, νημάτινος, -η, -ο 1.
αυτός που αποτελείται από νήματα: - καλώδι ο ι π λέγμ α ΣΥΝ. νηματώδης 2. αυ τός
που μοιάζει με νήμα: ο ~ ιστός τής αράχνης συν. νηματοειδής, νημάτιο (τυ) [
18771 {νηματί-υυ | -ων} 1. πολύ μικρό νήμα ΣΥΝ. κλω- στίτσα 2. ανατ. κάθε
είδους απόληξη οργάνου ή κυτταρωδών στοιχείων. που μοιάζει με νήμα:
οσφ ρητι κό / σπ ερμ ατικό / τε/.ι κό (η από ληξη τού νωτιαίου μυελού) ~.