Η παρακάτω ιστορία αποτελεί μια φαντασίωση και δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα. Περιέχει ποδολαγνική επαφή μεταξύ συγγενικών προσώπων και τίποτα παραπάνω που να αφορά το sex, συνεπώς κατά την γνώμη μου αυτό δεν αποτελεί αιμομειξία. Παρακαλώ όποιος βρίσκει την συγκεκριμένη ιστορία προσβλητική και κατά των αντιλήψεών του, να μην προχωρήσει στην ανάγνωσή της. Επίσης θα ήθελα να ξέρω αν θα θέλατε να συνεχιστεί η ιστορία ή όχι.
Οικογενειακή Υπόθεση
Ένα συνηθισμένο απόγευμα όπως όλα τα άλλα, γύρω στις 5 όπου μόλις είχα τελειώσει τα μαθήματα μου, πηγαίνω στο σαλόνι για να δω λίγη τηλεόραση. Ήμουν μόνος στο σπίτι καθώς η μητέρα μου ήταν στην δουλειά και ο πατέρας μου δεν έμενε μαζί μας. Μετά από λίγο βαρέθηκα και άρχισα να κάνω βόλτες στο σπίτι χωρίς ιδιαίτερο νόημα, μπας και σκοτώσω λίγο το χρόνο μου. Βέβαια σχεδόν αμέσως μου ήρθε μια πονηρή ιδέα και με οδήγησε κατευθείαν στο δωμάτιο της μητέρας μου. Άνοιξα την ντουλάπα και αντίκρισα αυτό που αναζητούσα. Τα παπούτσια της μητέρας μου που πάντα με «τραβούσαν» με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Κάθε μέρα όταν έλειπε στην δουλειά, έπαιρνα και από ένα διαφορετικό ζευγάρι και το χρησιμοποιούσα για να ικανοποιήσω τις ποδολαγνικές μου φαντασιώσεις. Ήμουν μόλις 14 χρονών και δεν είχα καθόλου εμπειρίες με κορίτσια. Μάλιστα φοβόμουν ή και ντρεπόμουν να έχω ερωτική σχέση με κορίτσια λόγω του φετίχ μου.
Εκείνη την μέρα λοιπόν διάλεξα ένα ζευγάρι πέδιλα με χαμηλό τακούνι (4-5 πόντοι περίπου) στο οποίο είχε σχηματιστεί το αποτύπωμα της πατούσα της από τον ιδρώτα. Τα τοποθέτησα στο πάτωμα και ξάπλωσα βάζοντας την μούρη μου πάνω τους. Πήρα βαθιές ανάσες εισπνέοντας το ελαφρύ άρωμα που είχαν κρατήσει. Στην συνέχεια με την γλώσσα μου ξεκίνησα να καθαρίζω τις εσωτερικές σόλες. Η γεύση ήταν αρκετά αλμυρή, και μερικές στιγμές δυσάρεστη, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Ένιωθα πως με αυτόν τον τρόπο υπηρετώ την μητέρα μου, έστω κι αν εκείνη δεν το γνωρίζει (δεν είχα δώσει σημάδια για να καταλάβει πως ήμουν ποδολάγνος). Έγλειφα με αφοσίωση και δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Άκουσα χτύπους από τακούνια στον διάδρομο και τον ήχο από τα κλειδιά στην πόρτα. Αμέσως έβαλα τα παπούτσια στην θέση τους και ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού, κάνοντας πως παρακολουθώ τηλεόραση. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η μητέρα μου. Φαινόταν κουρασμένη και αφού έκλεισε την πόρτα πίσω της, κάθισε στην πολυθρόνα απλώνοντας τα πόδια της στο τραπέζι, με τέτοιο τρόπο που οι μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες της με την μυτερή άκρη βρίσκονταν λίγα εκατοστά δίπλα από το πρόσωπό μου. Έτσι χωρίς να το θέλει, με ερέθισε ακόμα περισσότερο από όσο πριν που μύριζα τα παπούτσια της. Έπρεπε κάτι να κάνω. Για καιρό έψαχνα μια ευκαιρία να βρεθώ κοντά στα πόδια της, αλλά δεν είχα βρει μια καλή δικαιολογία. Και όταν σκέφτηκα να της προσφέρω ποδομασάζ, δεν είχα το θάρρος να της το πω.
«Αχ!» αναστέναξε η μητέρα μου και έτριψε τους αστραγάλους της με τα χέρια της. «Είχαμε πολλή δουλειά σήμερα στο γραφείο, και πολλά πήγαινε-έλα, και πονάνε τα πόδια μου.»
Εκεί δεν άντεξα. Πήρα την απόφαση να κάνω την κίνηση μου.
«Θες να σου κάνω μασάζ;» ρώτησα ντροπαλά.
«Θα το ήθελα πολύ αγάπη μου, αλλά φοράω τα παπούτσια όλη μέρα και αυτό το καλσόν από χθες και τα πόδια μου θα μυρίζουν.»
«Μπα δεν νομίζω.» είπα αποφασισμένος. Δεν έπρεπε να κάνω πίσω τώρα που βρήκα το θάρρος να κάνω την κίνησή μου.
«Ε, αφού σου λέω πως…» δεν την άφησα να ολοκληρώσει και βιάστηκα να της αφαιρέσω τις γόβες, ώστε να μην μπορεί να με σταματήσει. «Ε καλά, κάνε του κεφαλιού σου!» είπε και χαλάρωσε στην πολυθρόνα.
Μόλις έβγαλα τις γόβες αποκαλύφθηκαν οι υπέροχες, καλοσχηματισμένες πατούσες της, καλυμμένες με το μαύρο καλσόν που φορούσε, ενώ ταυτόχρονα ένα άρωμα ιδρώτα αναμειγμένο με το άρωμα των δερμάτινων παπουτσιών πλημύρισε τα ρουθούνια μου. Σάστισα κοιτάζοντας τις πατούσες της και μου έτρεχαν τα σάλια.
«Τι έγινε; Δεν σου είπα ότι θα βρώμαγαν;» είπε η μητέρα μου ειρωνικά νομίζοντας πως με πείραξε η μυρωδιά.
«Όχι, όχι, δεν…» είπα τρομαγμένος καθώς ξύπνησα απότομα από τον λήθαργο μου.
«Τι όχι βρε χαζέ.» είπε και έφερε την πατούσα της στο πρόσωπό της. «Μπλιαχ, καλέ αυτό βρωμάει!» είπε δυσανασχετώντας.
«Μπα, εμένα δεν με ενοχλεί πάντως.»
«Μην λες βλακείες!»
«Όχι, αλήθεια λέω.»
«Ναι καλά! Βάλε στην μούρη σου τα πόδια μου και κάτσε για 2 λεπτά, και πες μου μετά αν βρωμάνε ή όχι.» είπε προκλητικά.
«Οκ, στοίχημα. Μπορώ και 5, σιγά το πράγμα!» απάντησα ενθουσιασμένος εγώ.
Η μητέρα μου με κοίταξε απορημένη και σαστισμένη. Φάνηκε διστακτική στην αρχή, αλλά στην συνέχεια αποδέχτηκε το στοίχημα ελαφρώς τσαντισμένη καθώς ήθελε πάντα να έχει δίκιο.
«Εντάξει λοιπόν! Ξάπλωσε εδώ μπροστά στην πολυθρόνα με το κεφάλι σου ακριβώς κάτω από τα πόδια μου. Εγώ θα βάλω τις πατούσες μου στο πρόσωπό σου και θα αναπνέεις την ποδαρίλα μου (τόνισε την λέξη με ειρωνικό ύφος) για 5 ολόκληρα λεπτά. Αν δεν αντέξεις, που είναι και το πλέον βέβαιο, χτύπα παλαμάκια και θα πάρω τα πόδια μου. Χρόνο θα μετράω εγώ. Σύμφωνοι;»
«Εντάξει!» απάντησα ενθουσιασμένος και ξάπλωσα αμέσως μπροστά στην πολυθρόνα.
Εκείνη ακούμπησε τις ζεστές και ιδρωμένες πατούσες της στο πρόσωπό μου πιέζοντάς τες για να βεβαιωθεί πως αναπνέω μόνο το δικό της ποδο-άρωμα όπως μου άρεσε να το αποκαλώ. Ο χρόνος ξεκίνησε και το μεθυστικό άρωμα των ποδιών της άρχισε ήδη να με κυριεύει. Το άρωμα ήταν έντονο λόγω του πολυφορεμένου καλσόν που είχε μείνει κλειστό στις δερμάτινες γόβες για 8 ώρες. Βρισκόμουν στον παράδεισο, και παρακάλαγα να μην τελειώσουν ποτέ αυτά τα 5 λεπτά. Μετά από λίγο άκουσα την φωνή της που με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Πέρασε ένα λεπτό, πώς πάει, αντέχουμε;» ρώτησε ειρωνικά, γελώντας.
«Μμμ!» απάντησα με ένα μουγκρητό.
«Δεν νομίζω!» είπε ειρωνικά. «Ναι αλλά μην κλέβεις. Θέλω δυνατές εισπνοές. Να τις ακούω, να βεβαιωθώ ότι τηρείς τους κανόνες.»
«Μμμ!» απάντησα πάλι και άρχισα να παίρνω δυνατές «τζούρες».
Ήμουν αρκετά χαρούμενος που βρισκόμουν κάτω από τα πόδια της και εκείνη το έβλεπε σαν παιχνίδι. Είχα κλείσει τα μάτια και απολάμβανα αυτό που τόσο καιρό ήθελα, χωρίς εκείνη να το ξέρει. Ενώ λοιπόν εγώ είχα αποχαυνωθεί, χτύπησε το τηλέφωνο.
«Μην νομίζεις ότι την γλίτωσες!» είπε σαδιστικά. «Έχεις άλλα 3 λεπτά ακόμη. Συνέχισε όσο εγώ θα μιλάω στο τηλέφωνο.»
Συνέχισα απτόητος να μυρίζω τα ποδαράκια της όσο εκείνη άρχισε να μιλάει στο τηλέφωνο με την αδελφή της από ότι κατάλαβα.
Μιλάγανε για άσχετα θέματα που δεν με πολυενδιέφεραν ώσπου η μητέρα μου άρχισε να μιλά για την μέρα της στην δουλειά και συνέχισε λέγοντας:
«Ε, και μετά γύρισα σπίτι κουρασμένη και κάθισα αμέσως γιατί με πέθαιναν τα πόδια μου».
Παύση καθώς απάντησε η θεία μου.
«Όχι, όχι βρήκα λύση, προσφέρθηκε ο ανιψιός σου να μου κάνει ποδομασάζ.»
Παύση
«Ε, ναι! Αυτό του είπα κι εγώ, αλλά εκείνος επέμενε ότι δεν μυρίζουν. Μάλιστα ήταν και σίγουρος και έβαλε και στοίχημα.»
Παύση
«Ναι και τώρα τον έχω κάτω από τις πατούσες μου για να μάθει να ακούει άλλη φορά όταν του λέω κάτι.»
Παύση
«Έχει ακόμα άλλα 2 λεπτά. Αλλά δεν νομίζω να αντέξει, μάλλον έχει λιποθυμήσει από την ποδαρίλα.» είπε και έσκασε στα γέλια.
Η αλήθεια είναι πως όντως είχα «χάσει» όλες τις αισθήσεις μου και τις είχα παραδώσει στο ποδο-άρωμά της. Συνέχισαν την κουβέντα τους για αρκετά λεπτά χωρίς η μητέρα μου να μετρά πλέον τον χρόνο. Τελικά μετά από ένα δεκάλεπτο έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε το ρολόι.
«Ωχ, πως πέρασε έτσι η ώρα! Δεν πήρα χαμπάρι. Είσαι καλά εκεί κάτω;» είπε γελώντας και έτριψε τις πατούσες της στο πρόσωπό μου.
Η αίσθηση του νάιλον που χάιδευε το πρόσωπό μου ήταν υπέροχη και με επανέφερε στα λογικά μου.
«Ναι, ναι!» είπα προσπαθώντας να σηκωθώ.
«Καλά παιδί μου, χαζό είσαι; Κάθισες 15 ολόκληρα λεπτά και μύριζες τις πατούσες μου! Πως δεν έπαθες καμία ασφυξία!»
«Αφού σου είπα ότι δεν μου μύριζαν άσχημα. Α, και για να μην ξεχνιόμαστε, το κέρδισα το στοίχημα! Και με το παραπάνω.»
«Εντάξει, τι να πω, κάνε μου τώρα εκείνο το μασαζάκι που έλεγες» είπε και ακούμπησε το ένα πόδι στο τραπέζι και το άλλο το έφερε μπροστά στο πρόσωπό μου.
Έπιασα την πατούσα που βρισκόταν μπροστά μου και άρχισα να την μαλάζω με ευλάβεια και αφοσίωση. Έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό ώστε να μείνει ικανοποιημένη και να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία να της κάνω μασάζ. Ύστερα συνέχισα και με την άλλη πατούσα ώσπου με σταμάτησε η μητέρα μου.
«Ήταν πολύ ωραίο αγόρι μου, ευχαριστώ! Πήγε όμως 8 η ώρα και πρέπει να πάω να ετοιμάσω το φαγητό». Τότε σηκώθηκε και έβγαλε το καλσόν της αφήνοντας τις πατούσες και τα πόδια της γυμνά. «Λοιπόν εγώ πάω στην κουζίνα. Εσύ κάνε μου μια χάρη και πήγαινε αυτό στα άπλυτα. Δεν ξέρω τι λες εσύ αλλά αυτό βρωμάει.» είπε δίνοντας μου το καλσόν.
Πήρα το καλσόν από τα χέρια της και την είδα να πηγαίνει ξυπόλητη προς την κουζίνα. Πόσο μου άρεσε αυτό το θέαμα. Ευχόμουν να ήμουν το πάτωμα που πατούσε. Μόλις μπήκε στην κουζίνα και έκλεισε την πόρτα για να αρχίσει τις ετοιμασίες, βρήκα την ευκαιρία να χώσω το καλσόν στα μούτρα μου και να πάρω άλλη μια τζούρα από το «ναρκωτικό» μου. Πήγα στο μπάνιο και έβαλα το καλσόν στον κάδο των απλύτων και στην συνέχεια επέστρεψα στο σαλόνι όπου είδα ότι η μητέρα μου είχε ξεχάσει τις γόβες της στο σημείο διπλά από όπου είχα τοποθετήσει το κεφάλι μου και μύριζα τα πόδια της. Δεν έχασα χρόνο και αμέσως έπεσα στα τέσσερα και έχωσα το πρόσωπό μου μέσα στις γόβες της. Πήρα βαθιές ανάσες και αφού είχα ικανοποιήσει πλέον την αίσθηση της όσφρησης, θέλησα να ικανοποιήσω και την αίσθηση της γεύσης. Με την γλώσσα μου εξερεύνησα όλο το εσωτερικό των παπουτσιών καθαρίζοντας τον ιδρώτα από τα δερμάτινα τοιχώματα. Η γεύση ήταν ανάμεικτη. Αλμυρή από τον ιδρώτα αλλά γλυκιά από το δέρμα των παπουτσιών. Την απόλαυσή μου διέκοψε ο ήχος της πόρτας της κουζίνας που άνοιγε. Αμέσως σηκώθηκα και πήρα τις γόβες στα χέρια μου.
«Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε απορημένη η μητέρα μου.
«Εεε! Είδα ότι ξέχασες τις γόβες σου και είπα να τις πάω στην ντουλάπα σου.» είπα τρομαγμένος.
«Δεν πειράζει, δωσ’ τις μου, θα τις πάω εγώ.» είπε και τις πήρε από τα χέρια μου. «Γιατί είναι υγρές;» ρώτησε καθώς παρατήρησε πως γυάλιζαν από το σάλιο μου.
«Μάλλον από τον ιδρώτα θα είναι.» απάντησα φοβούμενος ότι με κατάλαβε.
Ευτυχώς δεν κατάλαβε κάτι και πήγε και φύλαξε τα παπούτσια της στη θέση τους. Στην συνέχεια γύρισε στην κουζίνα και σέρβιρε το φαγητό. Κατά την διάρκεια του φαγητού, η μητέρα μου σχολίαζε συνεχώς πως τα πόδια της είναι κουρασμένα λόγω της κούρασης από την δουλειά και κατέληγε πάντα στο ότι δεν μπορούσε να καταλάβει πως άντεξα τόση ώρα κάτω από τις πατούσες της. Με όλη αυτή την συζήτηση στο μυαλό μου προβαλλόταν συνέχεια η εικόνα των ποδιών της με αποτέλεσμα να μείνω σε μια επίπονη διέγερση. Τελειώνοντας το φαγητό κατέληξε πως θέλει να αλλάξει το χρώμα των νυχιών των ποδιών της.
«Τι χρώμα λες να τα κάνω;» ρώτησε τεντώνοντας το πόδι της στον αέρα προς το πρόσωπό μου.
Την στιγμή εκείνη πάγωσα και έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάω τις γυμνές πατούσες της. Οι σόλες της ήταν ελαφρώς σκονισμένες καθώς περπατούσε ξυπόλητη. Εκείνη την στιγμή το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να καθαρίσω τις πατούσες της με την γλώσσα μου.
«Ε! Ξύπνα, σου μιλάω.» είπε χτυπώντας με στο πρόσωπο με την πατούσα της. «Τι έγινε, τι σκεφτόσουν;» απόρησε όταν συνήλθα.
«Τα πόδια σου!» μου ξέφυγε χωρίς να το καταλάβω. «Ε, όχι, εννοούσα…»
«Τι εννοείς, ¨ τα πόδια μου¨;» ρώτησε με ένα έκπληκτο ύφος.
«Ήθελα να πω πως οι πατούσες σου έχουν σκονιστεί επειδή περπατούσες ξυπόλητη.»
«Ναι, το ξέρω, θα πάω τώρα σε λίγο να κάνω ένα μπανάκι πριν πάω για ύπνο.»
«Όχι, μη! Θα σου γλείψω εγώ τα πόδια μέχρι να καθαρίσουν.» είπα από μέσα μου αλλά ποτέ δεν θα τολμούσα να το ξεστομίσω. Έψαχνα ένα τρόπο για να ξαναβρεθώ κοντά στις πατούσες της, και τελικά το βρήκα.
«Μην ξεχνάς όμως, είχαμε βάλει και ένα στοίχημα. Δεν θα την γλιτώσεις τόσο εύκολα.»
«Ναι, σωστά! Αφού ήσουν τόσο χαζός και κάθισες τόση ώρα κάτω από τις βρώμικες πατούσες μου, σου αξίζει ένα έπαθλο. Πόσα θες;»
«Α, όχι! Δεν θέλω λεφτά. Περίμενε.» είπα και έτρεξα μέχρι το δωμάτιό της και πήρα την μάσκα ύπνου που χρησιμοποιούσε κάθε βράδυ. «Φόρα αυτό!» της είπα και έλα μαζί μου.
Αφού λοιπόν δεν έβλεπε τίποτα, την οδήγησα στο δωμάτιό της και την έβαλα να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Με το σεντόνι έδεσα τα πόδια της στο σίδερο που βρισκόταν στο κάτω μέρος του κρεβατιού ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί.
«Τι θα κάνεις;» ρώτησε γελώντας.
«Σκέφτηκα να σε τιμωρήσω λίγο αφού έχασες το στοίχημα.» είπα και με ένα φτερό άρχισα να της γαργαλάω τις πατούσες ενώ ταυτόχρονα είχα πλησιάσει το πρόσωπό μου ώστε να μπορώ να τις μυρίζω.
«Ναι καλά! Καλή τύχη με αυτό! Δεν γαργαλιέμαι καθόλου.»
«Καλά δεν πειράζει. Εγώ θα προσπαθήσω μέχρι να τα καταφέρω.» είπα και άλλαξα τακτική. Σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω την άκρη της γλώσσας μου για να την γαργαλήσω. Έτσι κι έγινε.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε καθώς κατάλαβε πως κάτι υγρό ακουμπά τις πατούσες της.
«Έβρεξα το φτερό για να γίνει πιο αποτελεσματικό.» είπα και συνέχισα να γλείφω τις πατούσες της με την άκρη της γλώσσας μου.
«Ναι, καλά! Περίμενε εσύ να τα καταφέρεις έτσι. Σε λίγο θα με πάρει και ο ύπνος.» απάντησε ειρωνικά.
Και τελικά, είχε δίκιο. Μετά από ένα δεκάλεπτο την είχε πάρει ο ύπνος για τα καλά. Σκέφτηκα λοιπόν πως αυτή ήταν η καλύτερή μου ευκαιρία για να γευτώ τις πατούσες της όπως ήθελα, καθώς νωρίτερα με την άκρη της γλώσσας μου δεν έπαιρνα όλη την γεύση που ήθελα. Έτσι λοιπόν πέρασα αρκετή ώρα στα πόδια της απολαμβάνοντας την γεύση τους η οποία ήταν αρκετά έντονη αφού δεν είχε προλάβει να κάνει μπάνιο. Μετά από αρκετή ώρα, τα πόδια της ήταν πλέον πεντακάθαρα από την περιποίησή μου, και η ώρα είχε πάει 12 το βράδυ. Έτσι λοιπόν την έλυσα και πήγα κι εγώ στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ.
Την άλλη μέρα το πρωί, ήταν Σάββατο, συνήθιζα να κοιμάμαι μέχρι αργά το μεσημέρι, εκμεταλλευόμενος το ότι δεν είχα σχολείο. Η μητέρα μου συνήθως ξύπναγε γύρω στις 11 για να κάνει τις δουλείες της (ούτε εκείνη δούλευε τα σαββατοκύριακα). Εκείνο το πρωινό όμως κάτι με έκανε να ξυπνήσω πολύ πιο νωρίς από ότι συνήθιζα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και το μυαλό μου έτρεξε κατευθείαν στα πόδια της. Σκέφτηκα πως αφού ακόμα κοιμάται θα μπορούσα να τα εκμεταλλευτώ λίγο ακόμα. Πήγα στο δωμάτιό της και γονάτισα μπροστά στην άκρη του κρεβατιού. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα και οι πατούσες της ήταν κάθετες στο κρεβάτι σταυρωμένες η δεξιά πάνω από την αριστερή. Ασυναίσθητα πλησίασα το πρόσωπό μου και τοποθέτησα την μύτη μου ανάμεσα στα δυο πρώτα δάχτυλα της δεξιάς πατούσας που βρισκόταν από πάνω. Εισέπνευσα βαθιά και το αγαπημένο μου άρωμα πλημμύρησε τα ρουθούνια μου. Βρέθηκα «παγιδευμένος» σε αυτή την θέση για αρκετά λεπτά ώσπου στο μυαλό μου ήρθε μια ιδέα. Ήθελα να δοκιμάσω κάτι που είχα ξεχάσει το προηγούμενο βράδυ. Τραβήχτηκα, πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα την προσπάθειά μου. Άνοιξα διάπλατα το στόμα μου και πίεσα το πρόσωπό μου προς τα κάτω, ώστε να χώσω την πατούσα της βαθιά μέσα στο στόμα μου. Τα κατάφερα, με λίγη δυσκολία, και στην συνέχεια άρχισα να ταξιδεύω με την γλώσσα μου γύρω-γύρω και ανάμεσα στα δαχτυλάκια της. Μετά άρχισα να κουνώ το κεφάλι μου πάνω-κάτω, ώστε η πατούσα της να μπαινοβγαίνει στο στόμα μου. Ήμουν τόσο αφηρημένος που δεν πρόσεχα καν αν έχει αρχίσει να ξυπνάει, γι’ αυτό και σοκαρίστηκα όταν ξαφνικά το αριστερό της πόδι έφυγε κάτω από το δεξί και ήρθε πάνω από το κεφάλι μου, πιέζοντάς το με αποτέλεσμα η δεξιά πατούσα της να χωθεί βαθύτερα στο στόμα μου. Εκείνη την στιγμή τρομοκρατήθηκα. Σκέφτηκα πως σιγά-σιγά αρχίζει και ξυπνάει και πως αν προσπαθήσω να κουνηθώ για να φύγω θα ξύπναγε και θα καταλάβαινε τι γινόταν. Αν όμως έμενα εκεί και με έπιανε όταν ξύπναγε, πάλι θα καταλάβαινε. Έμεινα λοιπόν εκεί, παγιδευμένος ανάμεσα στης πατούσες της, ελπίζοντας πως θα άλλαζε στάση για να ελευθερωθώ. Η ώρα περνούσε και εγώ φοβόμουν όλο και πιο πολύ. Δεν ήξερα πως θα αντιδράσει όταν καταλάβαινε τι συμβαίνει με εμένα και τα πόδια της. Ευτυχώς μετά από αρκετή ώρα άλλαξε στάση, και τράβηξε τα πόδια της ελευθερώνοντας το κεφάλι μου. Εγώ αμέσως ανακουφίστηκα όταν είδα πως ακόμα κοιμόταν και προσπάθησα να φύγω ήσυχα από το δωμάτιο. Φεύγοντας όμως δεν μπόρεσα να κρατηθώ και πήρα μαζί μου τις παντόφλες της. Πήγα στο δωμάτιο μου και άρχισα να τις γλύφω και να τις μυρίζω όταν μετά από ελάχιστα λεπτά σηκώθηκε η μητέρα μου και την άκουσα να ψάχνει τις παντόφλες της. Εγώ πήγα στο δωμάτιό της και έκανα πως δεν ξέρω τίποτα, και καλά για να δω τι γίνεται. Εκείνη καθόταν στο κρεβάτι με τα πόδια της ακουμπισμένα στο πάτωμα.
«Έχεις δει πουθενά τις παντόφλες μου;» με ρώτησε
«Όχι. Κάτσε να πάω να κοιτάξω στο σαλόνι μήπως τις έχεις ξεχάσει.» απάντησα όσο πιο φυσικά μπορούσα
Πήγα στο δωμάτιό μου, πήρα τις παντόφλες και επέστρεψα στο δωμάτιό της.
«Ορίστε, στο σαλόνι τις είχες ξεχάσει.» είπα και έσκυψα στα πόδια της, αφήνοντας τις παντόφλες μπροστά τους.
Εκείνη σηκώθηκε και ξεκίνησε να κάνει τις δουλειές του σπιτιού όσο εγώ καθόμουν στο δωμάτιό μου χαζεύοντας στο internet. Κατά τη μία ήρθε στο δωμάτιο μου ντυμένη με ένα μαύρο κολάν που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους, και από πάνω μια αθλητική ζακέτα.
«Θα πάω για τρέξιμο με την θεία σου και θα γυρίσουμε σε καμιά ωρίτσα για να φάμε» είπε και έφυγε.
Εγώ αμέσως άρχισα να σκέφτομαι πόσο ωραία θα μυρίζουν τα πόδια της μετά το τρέξιμο και έψαχνα να βρω τρόπο για να τα μυρίσω. Έτσι χωρίς να το καταλάβω πέρασε μια ώρα περίπου και η μητέρα μου μαζί με την αδελφή της γύρισαν σπίτι και ξάπλωσαν κουρασμένες στους καναπέδες. Το θέαμα που αντίκρισα ήταν τρομερό. Και οι δυο φορούσαν αθλητικά παπούτσια χωρίς να φοράνε κάλτσες. Στο μυαλό μου καρφώθηκε η επιθυμία να βάλω τις πατούσες τους στην μούρη μου και να τις μυρίζω και να τις γλείφω για πάντα.
«Πώς πήγε το τρέξιμο;» ρώτησα.
«Μια χαρά.» είπε η μητέρα μου.
«Ναι μια χαρά!» είπε και η θεία μου ειρωνικά καθώς δεν ήταν και τόσο αθλητικός τύπος. «Αν είχαμε και κάποιον να μας κάνει και ένα ποδομασάζ, τότε θα ήταν μια χαρά.»
«Και ποιος θες να σου κάνει μασάζ τώρα μωρέ που τα πόδια σου είναι ιδρωμένα και θα βρωμάνε.» της απάντησε η μητέρα μου πειράζοντάς την.
«Ο μικρός! Εσύ δεν μου είπες ότι την προηγούμενη φορά σου έκανε μασάζ και δεν τον πείραξε που βρώμαγαν τα πόδια σου;»
«Ναι ρε συ, αλλά τώρα γυρίσαμε από τρέξιμο και δεν φοράγαμε και κάλτσες και είναι πολύ χειρότερη η κατάσταση.» είπε η μητέρα μου γελώντας.
«Δεν νομίζω να με πειράξει.» είπα εγώ καθώς δεν ήθελα να χάσω αυτή την ευκαιρία.
«Άντε πάλι, τελικά είσαι πολύ ξεροκέφαλος. Λοιπόν θα κάνουμε πάλι το test που κάναμε και την προηγούμενη φορά, μόνο που τώρα θα βάλουμε και οι 2 τα πόδια μας στο πρόσωπό σου να δούμε αν μπορείς να αντέξεις την μυρωδιά τους για 5 λεπτά.»
«Εντάξει και ποιο θα είναι το στοίχημα;» είπα εγώ ενθουσιασμένος από την νέα πρόκληση.
Η μητέρα μου άρχισε να σκέφτεται αλλά την σιωπή διέκοψε γρήγορα η θεία μου η οποία, όντας λίγο παραπάνω σαδίστρια νομίζω, πρότεινε τους κανόνες.
«Λοιπόν άμα χάσεις, θα πρέπει να περιποιείσαι τα πόδια μας για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αν κερδίσεις τότε, δεν ξέρω ότι θες. Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι» απάντησα αμέσως γνωρίζοντας τι πρέπει να κάνω για να πάρω αυτό που θέλω.
Έτσι λοιπόν εγώ ξάπλωσα μπροστά τους ενώ εκείνες αφαίρεσαν τα παπούτσια τους και τοποθέτησαν τις μυρωδάτες πατούσες τους στο πρόσωπό μου. Άρχισαν να τις τρίβουν πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά, απλώνοντας τον ιδρώτα τους σε όλο μου το πρόσωπο. Εγώ εισέπνεα με δύναμη τα δυο διαφορετικά αρώματα που έφταναν στην μύτη μου, τα οποία ήταν αρκετά πιο έντονα από την πρώτη φορά που μύρισα τα πόδια της μητέρας μου. Απολάμβανα το αγαπημένο μου άρωμα ενώ ταυτόχρονα μου υπενθύμιζαν πόσο χρόνο έχω ακόμα, και φυσικά είχα υπ’ όψιν μου ότι πρέπει να χάσω για να με κάνουν να περιποιηθώ τα πόδια τους. Έτσι λοιπόν, ενώ είχαμε φτάσει στα μισά, άρχισα να μουγκρίζω προσποιούμενος ότι δεν μου άρεσε, μέχρι που στο τέλος σηκώθηκα και είπα ότι δεν άντεχα άλλο.
«Εμ! Όταν στα έλεγα εγώ δεν άκουγες.» είπε η μητέρα μου γελώντας.
«Να σε δω τώρα να μας κάνεις πεντικιούρ και μασάζ κάθε μέρα.» πρόσθεσε και η θεία μου επίσης γελώντας.
«Έλα μωρέ, για πλάκα το είπαμε, δεν ισχύει.» είπε η μητέρα μου.
«Γιατί; Άστα αυτά. Εγκατέλειψε 2 λεπτά νωρίτερα, οπότε 2 εβδομάδες θα μας περιποιείται τα πόδια όποτε του πούμε. Το στοίχημα είναι στοίχημα!» απάντησε η θεία μου αναπτερώνοντας το ηθικό μου.
«Καλά τότε, κάνε μας τώρα εκείνο το μασάζ που λέγαμε και μετά βλέπουμε.» πρόσθεσε η μητέρα μου και πρότεινε τα πόδια της.
Έπιασα τις πατούσες της στα χέρια μου και άρχισα να τις τρίβω με λατρεία, κρατώντας τες κοντά στο πρόσωπό μου ώστε να μπορώ να τις μυρίζω. Η μητέρα μου ξάπλωσε πίσω κλείνοντας τα μάτια της και απολάμβανε το μασάζ που της έκανα. Ταυτόχρονα η θεία μου, άπλωσε το πόδι της προς το πρόσωπό μου και έκλεισε την μύτη μου ανάμεσα στο μεγάλο και στο δεύτερο δάκτυλο του ποδιού της. Εγώ την κοίταξα να μου χαμογελάει σαδιστικά και να μου κάνει νόημα να μην μιλήσω. Κι έτσι συνέχισα να κάνω μασάζ και στα 2 πόδια της μητέρας μου με την θεία μου να έχει εγκλωβίσει την μύτη μου με την πατούσα της. Στην συνέχεια έκανα και στην θεία μου και μετά μου είπαν να πάω στο δωμάτιο μου για να μιλήσουν. Όμως εγώ δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ μακριά από τα πόδια τους. Το μυαλό μου είχε κολλήσει σε αυτά.