Τελικά την έκανα εγώ την πρώτη κίνηση
(Πολύς ελεύθερος χρόνος τον Αύγουστο
)
«Η νύχτα που πέρασε ήταν υπέροχη» ξανασκέφτηκε ο Γ. καθώς κοίταζε τα σύννεφα από το παράθυρο του ιδιωτικού του τζετ. Ξόδεψε χιλιάδες ευρώ αλλά άξιζαν μέχρι το τελευταίο λεπτό. Το γεύμα, η σαμπάνια, η σουίτα του ξενοδοχείου του Μονακό, το δαχτυλίδι που της έκανε δώρο. Αλλά αυτό που τον διασκέδαζε περισσότερο κόστιζε τα λιγότερα:οι χειροπέδες με τι οποίες την έδεσε στο κρεβάτι τα ξημερώματα και την άφησε μόνη της στο ξενοδοχείο. Χαμογέλασε σκεπτόμενος τις αντιδράσεις του προσωπικού αλλά και τις εξηγήσεις που αναγκαζόταν να δώσει αυτή. «Δεν πρέπει να είναι παραπονεμένη», σκέφτηκε, «το σεξ ήταν δυναμικό, το δαχτυλίδι ακριβό και, ίσως, αν δεν μου γκρινιάξει πολύ στο τηλέφωνο να δώσω μια μικρή ώθηση στην καριέρα της. Τι άλλο μπορεί να θέλει μια νεαρή, πανέμορφη, ανερχόμενη μοντέλα; Εξάλλου, μπορεί να με βάλει στις κακτήσεις της όπως θα κάνω και εγώ με την ίδια»
Για μια στιγμή ένιωσε λίγο ένοχος. Μήπως έπρεπε να είχε γίνει λίγο πιο γλυκός προς το τέλος; Μήπως θα έπρεπε να προσπαθήσει να τη δει διαφορετικά; Μπα... Δε είναι η μία, η ξεχωριστή που θα το άξιζε, δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Και εξάλλου δεν είχε χρόνο σήμερα το πρωί για να συνεχίσουν οτιδήποτε. Ειδικά σήμερα. Σήμερα ήταν 7 του μήνα. Και κάθε 7 έκανε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Έβλεπε τη γυναίκα που αγαπούσε, τη μόνη γυναίκα που αγάπησε ποτέ. Πολύ καιρό πριν γίνει ο αυτοδημιούργητος, πανίσχυρος επιχειρηματίας που παίζει με τις γυναίκες, όταν ήταν ένα ανήσυχος, μελετηρός έφηβος με γυαλιά και λαδωμένο μαλλί του έκλεψε την καρδιά. Και η ειρωνία της τύχης ήταν ήταν η μόνη γυναίκα που δεν του επέστρεψε αυτό το συναίσθημα. Παρά τη δύναμη, την εξουσία και τη γοητεία που είχε πλέον στα 35 του (ανέκαθεν ήταν εμφανίσιμος αλλά μία επέμβαση λέηζερ στα μάτια και αρκετά λεφτά σε ρούχα όπως και μια έντονη προσωπικότητα το αναδείκνυαν καλύτερα) αυτή πεισματικά τον έβλεπε εντελώς ψυχρά και αδιάφορα. Δεν κατάφερε να την κάνει να τον αγαπήσει σαν εφηβός και από τότε μπροστά της πάντα γινόταν έφηβος. Η εφηβεία ήταν χειρότερη περίοδος της ζωής του.
Η ρόδες του τζετ στρίγγλισαν με το που ακούμπησε τη γη και απότομα επανήλθε στην πραγματικότητα. Οι σκέψεις του τον είχαν απορροφήσει τόσο πού παρόλο που ρέμβαζε από το πάραθυρο δεν είχε αντιληφθεί καθόλου ότι είχε φτάσει στην Αθήνα. Ένιωσε σαν να ήταν έφηβος πεταλούδες στο στομάχι του από την αγωνία της συνάντησης. Κοίταξε το ρόλεξ του, η ώρα ήταν 7.07 το πρώι. «Σα να με κυνηγάει αυτός ο αριθμός», μονολόγησε, έκανε μια προσπάθεια να διώξει την ανησυχία και σηκώθηκε αποφασιστικά. Δεν έφτασε στην κορυφή χωρίς την ικανότητα να διατηρεί την αυτοκυριαρχία του. Κάποια λεπτά της ώρας μετά βρέθηκε στο πίσω κάθισμα μιας λίμο και μετά από μια σύντομη συζήτηση με τον οδηγό για τον προορισμό το αμάξι άρχισε να κινείται διασχίζοντας γρήγορα τους δρόμους της πόλης που μεγάλωσε.
Κοιτούσε έξω από το παράθυρο χωρίς να καταλαβαίνει τι βλέπει και ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του. Αναπόλησε τη «συμφωνία» που είχε κάνει εδώ και 2 χρόνια με τη Λ μετά από πολλά δικά του παρακάλια. Αυτός θα την επισκεπτόταν μια φορά το μήνα, να δει τι κάνει, να τη δει απλώς, να μιλήσουν λίγο, να της φιλήσει τα πόδια και να της πληρώσει το νοίκι. Η Λ ήταν από τα λίγα άτομα που ήξεραν τα πάντα για το πιο κρυφό φετίχ του με τα γυναικεία πόδια αλλά δεν της άρεσε. Ούτε και το εκμεταλλεύτηκε ποτέ. Η ανάγκη να μη μείνουν τα παιδιά της άστεγα λόγως της άθλιας οικονομικής της κατάστασης μετά το διαζύγιο την ανάγκασε να κάνει τη μέγιστη έκπτωση στην αξιοπρέπεια της και να δεχτεί τη βοήθεια που της πρόσφερε ο Γ με το αντάλλαγμα που της πρότεινε. Δεν ήθελε να φτάσει εκεί αλλά η κατάσταση ήταν άσχημη. Αν το επιθυμούσε, θα μπορούσε να είχε εκμαιεύσει πολλά χρήματα αλλά δεν το έκανε. Ένα κράμα σεβασμού στα χρόνια που γνωρίζονταν, αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας την εμπόδιζε. Ουσιαστικά ήταν αυτός ο οποίος πίεζε να γίνει ο ίδιος αντικείμενο εκμετάλλευσης. Με αυτές τις σκέψεις η ώρα κυλούσε και τα λίγα χιλιόμετρα διανυόνταν όσπου χτύπησε το κινητό του. Ήταν η γραμματέας του.
-Τι θες; Δε σου έχω πει ότι τέτοια μέρα δε θα με ενοχλείς;
-Ήταν η Λ κύριε.
-Ε? Και τι σου είπε
-Μου είπε ότι θέλει λεφτά και για το χαράτσι γιατί ο άντρας της δεν της πλήρωσε διατροφή και ότι αν δεν τα φέρετε δε θα φιλήσετε...παντούφλα
(Αυτό το είπε με απόλυτη σοβαρότητα γιατί φοβόταν να προκαλέσει την οργή του)
-Καλά...γεια. Οδηγέ, όπου δεις μηχάνημα τράπεζας σταμάτα να κατέβω.
Α ναι...ξανασκέφτηκε. Η Λ με τα χρόνια έγινε πιο κυνική και σκληρή. Η ζωή την έκανε έτσι. Δε θα του είχε μιλήσει ποτέ με αυτόν τον τρόπο όταν ήταν πιτσιρικάδες. Ακόμα και αν δεν τον αγαπούσε, τον σέβονταν.
Η ώρα ήταν 8.17 σύμφωνα με το ρόλεξ όταν η λίμο σταμάτησε μπροστά σε μια πολυκατοικία με σιδερένιες σκάλες σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας (που πάντως δεν ήταν υποβαθμισμένη όταν αυτός πήγαινε σχολείο). Ο Γ βγήκε έξω (με λίγα περισσότερα μετρητά πάνω του καθώς είχε προηγηθεί η στάση στο ΑΤΜ) ανέβηκε στον πρώτο όροφο και χτύπησε το κουδούνι. Την πόρτα άνοιξε μια γυναίκα 35 ετών, η Λ, με το μικρό της γιο στην αγκαλιά.Ο μεγάλος γιος της μάλλον είχε ήδη φύγει για το σχολείο.
-Α ήρθες.
-Καλημέρα
Χωρίς απάντηση του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς το σπίτι αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε την πλάτη της καθώς προχωρούσε. Φορούσε την ίδια γνωστή ρόμπα εδώ και 2 χρόνια. Ο Γ χαμήλωσε το βλέμμα του. Η Λ φορούσε επίσης τις ίδιες γνωστές ροζ παντόφλες ευτελούς αξίας που η ίδια ονόμαζε παντούφλες από αυτοσαρκασμό που κατάντησε νοικοκυρούλα ενώ ονειρευόταν να κάνει καριέρα. Τα πόδια της ήταν γυμνά μέσα στις παντόφλες και καθώς περπατούσε φαινόταν το πίσω μέρος από τις πατούσες της. Η ίδια μεγάλη καμάρα από το χορό που έκανε κάποτε, το ίδιο λευκό δέρμα, οι ίδιες ζάρες που τον είχαν υπνωτίσει όταν είχε κάτσει πριν 20 χρόνια στο πίσω θρανίο από το δικό της. Η θέα των πελμάτων της του έφερε πάλι τις πεταλούδες στο στομάχι και του θύμισε εκείνο το μεσημέρι του Σεπτέμβρη του 1993, όταν ήταν Α Λυκείου που τις πρωτοείδε. Γαλλικά έκαναν τότε και ήταν από τις λίγες φορές που ο καλός μαθητής Γ δεν είχε προσέξει ΓΡΙ από το μάθημα. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή του αν η Λ είχε αποφασίσει να φορέσει all star-ακια ή άλλο κλειστό παπούτσι αντί για σανδάλια;
«Πώς μπορεί με την παλιοζωή που κάνει και έχει σε τέτοια καλή κατάσταστη τα πόδια της» σκέφτηκε
Μπήκε μόνος του μέσα στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε μόνος του στην κουζίνα όπου έβραζαν όσπρια. Η Λ είχε πάει να αφήσει το μικρό στην κούνια του και μπήκε και αυτή μετά από λίγο στην κουζίνα.
-Τα έφερα όλα, είπε ο Γ ακουμπώντας χρήματα στο ψύγείο
-Οκ, απάντησε αδιάφορα. Άμα θες καφέ φτιάξε μόνος σου, εγώ έχω δουλειά να μαγειρέψω.
Έφτιαξε μόνος του ένα φραπέ και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων ενώ αυτή μαγείρευε και ο Γ παρατηρούσε το «χορό» που έκαναν τα πόδια της καθώς κινούνταν στην κουζίνα της, όσπου αυτή τον διέκοψε
-Πήγε 9.30.Τελείωσα με το φαγητό, πρέπει να πάω και να ψωνίσω. Θα σε ξεπροβοδίσω
-Μπορώ να σου φιλήσω το πόδι αυτήν την φορά;
-Όχι. Το φίλησες πρόσφατα, πριν 2 μήνες όταν δανείστηκα λεφτά για το αμάξι μου που χάλασε.
«Που κατάντησες» άκουσε μια φωνή μέσα του. «Εσύ που κάνει τρομερές μπίζνες να παζαρεύεις και να παρακαλάς να φιλήσεις τα πόδια της. Εσύ που μπορείς να έχεις όποια θες».
-Ναι και τώρα είναι το χαράτσι που πληρώνω
-Επιμένω, παντούφλα και μόνο και πολύ σου είναι. Άκους εκεί θα ζητάς πέλμα κάθε μήνα. Είπαμε από την αρχή, μόνο τις παντούφλες μου θα φιλάς και αν είμαι στις καλές μου, τα πόδια. Σου φαίνεται να είμαι στις καλές μου;
-Έλα ρε, ξέρω ότι είναι μαλάκας ο πρώην σου.
-Μη μου παίρνεις εμένα puppy face.
-Θα φιλήσω μόνο το πόδι που φαίνεται, δε θα χρειαστεί να βγάλεις την παντόφλα σου
-Καλά θα το σκεφτώ μέχρι την πόρτα αλλά τελευταία φορά για αυτή τη χρονιά. Και να ξέρεις σου κάνω μεγάλη χάρη
-Σε ευχαριστώ πολύ.
Ο Γ σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα
-Ε πού πας; Το ποτήρι έτσι θα μου το αφήσεις κακομαθημένε; Τράβα πλύντο
Η Λ κάθισε σταυροπόδι στο τραπέζι της κουζίνας και τον περίμενε να το πλύνει.
-Έχω πάρα πολύ καιρό να πλύνω ποτήρια. Από τότε που ήμουν φοιτητητής
-Ναι ε; Ήμουν και εγώ φοιτήτρια τότε. Βέβαια εμένα το τρώνε το πτυχίο μου τα ποντίκια στο πατάρι.
Λοιπόν αποφάσισα, θα κάνεις μια δουλειά να με ξεκουράσεις και εγώ θα σου επιτρέψω να κάνεις αυτό που ζητάς. Ρίξε ένα σφουγγάρισμα στο πάτωμα εδώ, έχει στο μπαλκονάκι της κουζίνας κουβά και σφουγγαρίστρα. Άμα είσαι σβέλτος δε θα σε δει η γειτονιά. Πάω να δω το μικρό μέσα.
Λίγα λεπτά αργότερα η Λ ξαναμπήκε στην κουζίνα
-Βρε βρε... Πεντακάθαρο το έκανες, είπε χαμογελώντας.
Ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε εκείνη τη μέρα. Για μια στιγμή το πρόσωπο της έλαμψε και του θύμισε την ελπιδοφόρα πιτσιρίκα που ήταν όταν πρωτογνωριστήκανε.
Μετά από αυτά οι 2 τους προχώρησαν προς την έξοδο του σπιτιού.Λίγο πριν το κατώφλι της πόρτας σταμάτησαν. Ο Γ γονάτισε μπροστά της, η Λ σήκωσε το πόδι της, ο Γ το έπιασε σα να πιάνει κάτι ιερό, στηρίζοντας το με τις 2 παλάμες του ενωμένες και φίλησε θερμά το δέρμα λίγο κάτω από τον αστράγαλο. 5 ώρες πριν φιλούσε τα χείλη μιας πολύ όμορφης γυναίκας και δεν του έκανε καμία αίσθηση και τώρα ένιωθε κύματα ευτυχίας που τα χείλη του ακουμπούσαν το πόδι μιας ξεπεσμένης 35αρας. Η Λ τον κοιτούσε απαθής.
-Άντε γεια, είπε η Λ ψυχρά. Τον άλλο μήνα. Μου τη δίνεις με το Βερσάτσε κουστούμι. Να αλλάξεις μάρκα.
-Γεια σου, είπε πνιχτά, άνοιξε την πόρτα και έφυγε προς το αμάξι.
«Ά ρε Γ γιατί να είσαι με τόσες πολλές και όμως τόσο μόνος»σκέφτηκε αυτή μέσα της.
«Που κατάντησες»μέσα η φωνή της αυτοκριτικής του πάλι. «Εσύ που όποια θές...»
«Ναι όποια, όχι όμως αυτήν» απάντησε μέσα του
Η πόρτα του αυτοκινήτου έκλεισε το ίδιο και η πόρτα του σπιτιού.
«Πάει και αυτό... Τώρα για να δούμε πώς θα βγάλουμε πολλά λεφτά και σήμερα». Η πρώτη σκέψη του
«Πάει και αυτό... Τώρα έχω και άλλες δουλειές και μετά θα με πάρει κλασσικά η μάνα μου τηλέφωνο να μου γκρινιάξει για αυτόν που παντρεύτηκα, γιατί δεν κάνω κατάσταση με το Γ που τον συμπαθεί και γιατί την πονάνε τα κόκαλά της». Η πρώτη σκέψη της.
Η ώρα ήταν 9.47.
Πάλι αυτό το 7.
.................................................................................................
Αφιερωμένο σε μια Λ, που αγαπώ πολύ