Περαστική από τις γειτονιές της περιοχής που μένω, πέτυχα το εξής θέαμα που με έβαλε σε σκέψεις.
Κάποια είχε πετάξει αρκετά ζευγάρια παπούτσια, αλλά όχι μέσα στον κάδο, τα είχε τοποθετήσει
δίπλα σε αυτόν. Ζευγαρωμένα και τακτοποιημένα, το ένα δίπλα στο άλλο, στέκονταν λιγάκι θλιβερά μέσα στην παγωνιά
του χειμωνιάτικου πρωινού, νοτισμένα απ' την πάχνη. Στο μεταίχμιο, ανάμεσα στην παλιά τους ιδιοκτήτρια και σε όποια ίσως θα τα μάζευε σε λιγάκι.
Είναι ένα φαινόμενο συχνό τα τελευταία χρόνια, πράγματα που μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν να μην
πάνε κατευθείαν στον κάδο, και έχω δει αρκετούς ανθρώπους να παίρνουν διάφορα με αυτόν τον τρόπο, μία ανώνυμη φροντίδα, που τα κίνητρά της δε μπορείς να γνωρίζεις με ακρίβεια. Το κατάλληλο υλικό για φαντασία.
Και σκεφτόμουνα αυτά τα παπούτσια, από τον αμφιλεγόμενο και συγκυριακό ανθρωπισμό τακτοποιημένα στο πεζοδρόμιο,
με τις σόλες τους σκονισμένες ακόμη, το εσωτερικό τους σημαδεμένο από τα βήματα που τους έχουν χαράξει το σχήμα τους,
τα λεπτά τακούνια με τις άκρες τους φαγωμένες, τις μύτες τους λιγάκι θολές, λες και είναι κάπως μεθυσμένα τα καημενούλια, να περιμένουν αν κάποια θα τα δει, αν κάποια θα τα πάρει σπίτι ξανά. Τα άσπρα, παλιομοδίτικα και συντηρητικά, με το σεμνό τους τακουνάκι, ήταν λες και ανήκαν σε άλλη γυναίκα από την ίδια προφανώς που σε άλλο χρόνο φόρεσε το μαύρο ψηλό λουστρίνι. Τι άλλαξε στην ίδια γυναίκα και αποτυπώθηκε στο υλικό και στο χρώμα του? Τι σκεφτόταν όταν αγόραζε το ένα ζευγάρι και τι όταν φόραγε το άλλο?
Τι κύκλους κάνουν και τα πράγματα μαζί με τα σώματα σ'αυτές τις ανθρώπινες διαδρομές.