Η ιστορία, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι εντελώς φανταστικά. Το κείμενο θα γράφεται σε συνέχειες. Καλή ανάγνωση!
ΑΘΩΑ ΣΧΕΣΗ
Αφότου έκλεισα τα 18 και πέρασα στο πανεπιστήμιο, η ζωή μου άλλαξε δραστικά (προς το καλύτερο!), καθώς το ένα ευτυχές γεγονός συνέπεσε με το άλλο: Τον γάμο του χήρου πατέρα μου, 10 χρόνια μετά την απώλεια της λατρεμένης μου μητέρας, με την κυρία Σοφία, μια ευγενική και ευπαρουσίαστη γυναίκα, η οποία με γνώριζε από μικρό παιδί ως καλή φίλη της μαμάς και του πατέρα μου. Μέχρι τότε, για αρκετά χρόνια η ζωή στο σπίτι κυλούσε μίζερα, χωρίς την απαραίτητη μητρική (και νοικοκυρίστικη οφείλω να πω) φιγούρα. Η κυρία Σοφία ήταν διαζευγμένη και μοναχική για πάρα πολλά χρόνια, μεγαλώνοντας μόνη της την μονάκριβη κόρη της Ζωή, συνομήλική μου, καλή και επίσης ευγενική και καλοπροαίρετη κοπέλα, που έμελλε να γίνει η θετή μου αδερφή… και όχι μόνο!
Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή. Τη Ζωίτσα τη γνώριζα επίσης από μικρή, λόγω των σχέσεων των γονέων μας. Ήταν ένα γλυκό και χαριτωμένο κοριτσάκι, αρκετά ανεπτυγμένο για την ηλικία της ανέκαθεν, πάντοτε γλυκομίλητο και ευπροσήγορο, με μακριά μαύρα μαλλιά, καθαρό πρόσωπο, μεγάλα εκφραστικά μάτια πίσω από ένα ζευγάρι σοφιστικέ γυαλιά. Το χαρακτηριστικό που πάντοτε ήταν σήμα κατατεθέν της Ζωίτσας ήταν το πλούσιο στήθος της.. μόνιμο αντικείμενο φαντασιώσεων των αρρένων συμμαθητών της αλλά φυσικά και δικό μου! Η αλήθεια είναι ότι τα βυζάκια (σχήμα λόγου γιατί ήταν ΒΥΖΑΡΕΣ) της Ζωής τα τιμούσα ευλαβικά τις μακρές ώρες της αυτοϊκανοποίησής μου. Γενναία ποσότητα εφηβικού σπέρματος είχε ξοδευτεί για πάρτη τους, ιδίως μετά από κάποιο οικογενειακό τραπέζι ή πάρτυ που τύχαινε να παρευρεθούμε. Η Ζωή, όπως είπα, ήταν καλή κοπέλα, μάλιστα συχνά σου έδινε την εντύπωση πως ήταν αγαθή και είχε αυτό το στιλ του nerd. Όταν ο πατέρας μου έφερε τη μητέρα της σπίτι μας ως σύζυγό του και μητριά μου, ήρθε και η ίδια να ζήσει μαζί μας ως θετή μου αδερφή.. Ο πατέρας μου ήταν ένας αυστηρός και συντηρητικός άνδρας, που δούλευε αρκετές ώρες για να μη μας λείψει τίποτα. Η μητριά μου, η κυρία Σοφία, ήταν μια γυναίκα που επίσης δούλευε, ως καθηγήτρια σε σχολείο, και σε γενικές γραμμές ήταν μια παραδοσιακή, συγκαταβατική γυναίκα, που εξ αρχής με αντιμετώπισε σαν πραγματικό της παιδί. Εμφανισιακά, ήταν σαφές πως αυτή είχε κληροδοτήσει τα γονίδιά της στην κόρη της.. Ήταν ψηλή, διέθετε ωραίο κορμί και αρκετά γυμνασμένο για την ηλικία της (πλησίαζε στο κατώφλι των 50), ενώ επιβλητικό δέσποζε και το δικό της στήθος. Το πονηρεμένο μου μυαλό έκανε συχνά τη σκέψη, πως τα βυζιά της Σοφίας είχαν παίξει κάποιο ρόλο στην επιλογή του πατέρα μου να την παντρευτεί και έτσι να ενώσει τις δύο οικογένειες. Η συμβίωση της νέας μου οικογένειας ήταν από την αρχή ομαλή, όπως ανέμενα άλλωστε, με τον πατέρα μου να απουσιάζει πολλές ώρες από το σπίτι και συχνά να λείπει σε επαγγελματικά ταξίδια και εμένα να περνώ αρκετές ώρες με τη νέα μου «μητέρα» και «αδερφή», όταν δεν ήμουν στη σχολή ή σε κάποια έξοδο με φίλους. Η Ζωή τώρα, ήταν επίσης πρωτοετής σπουδάστρια, αρκετά επιμελής μάλιστα, και γρήγορα προσαρμόστηκε στα νέα οικογενειακά δεδομένα χωρίς προβλήματα..
Η σχέση μου με τη Ζωή ήταν μια χαρά, αλλά ενίοτε της έσπαγα τα νεύρα με την ακαταστασία μου και τα χοντροκομμένα αστεία μου. Πάντοτε μου άρεσε να πειράζω αυτήν την κοπέλα, να της τη «λέω» ή και να τη φέρνω σε δύσκολη θέση καμιά φορά με την εσκεμμένη αδιακρισία μου. Γνώριζα, από το όλο της στιλ και τη ζωή της, πως ήταν παρθένα, δεν είχε γευτεί ακόμα τις χαρές του έρωτα (όχι πως εγώ ήμουν καλύτερος, αφού το μέγιστο που είχα καταφέρει μέχρι τότε ήταν να χώσω ένα αδέξιο γλωσσόφιλο σε ένα «μπαζάκι» του σχολείου), αλλά παρίστανα πολλές φορές τον ανήξερο και της άνοιγα σεξουαλικές συζητήσεις τάχα μου για να μάθω για τις (ανύπαρκτες) εμπειρίες της, απολαμβάνοντας τη συστολή και την ντροπή που της προκαλούσαν! Εγώ, συνειδητά προσπαθούσα μέσα από την ελευθεροστομία και τη δήθεν άνεσή μου να κρύψω την απειρία μου στις γυναίκες (αυτό το έκανα απέναντι σε όλους) και αυτό με οδηγούσε πολλές φορές στο να προκαλώ τέτοιες συζητήσεις και να υποδύομαι κάτι διαφορετικό από τον πραγματικό μου εαυτό. Κατά τα άλλα, η αλήθεια είναι πως εκμεταλλευόμουν στο έπακρο την παρουσία δύο γυναικών στο σπίτι, προκειμένου να αποσπώ τις περιποιήσεις τους και να επωφελούμαι της νοικοκυροσύνης τους.
Μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να έδειχνα «μαλάκας», κακό παιδί και χύμα, αλλά κατά βάθος δεν ήμουνα, συνεπώς, από τη στιγμή που γίναμε οικογένεια με τη Ζωή, απώθησα τυχόν μύχιες σεξουαλικές σκέψεις και φαντασιώσεις που είχα για αυτήν κατά την περίοδο της εφηβείας και άρχισα να τη βλέπω σαν βιολογική μου αδερφή.. Αυτό θεωρούσα σωστό και ηθικό, αυτό θα ήθελε οπωσδήποτε και ο πατέρας μου, τον οποίον ανέκαθεν σεβόμουν βαθιά. Εκείνη την περίοδο, πάντως, οι καύλες μου είχαν χτυπήσει κόκκινο! Έψαχνα μανιωδώς για γκόμενα στο πανεπιστήμιο έχοντας φορτώσει τα μαθήματα στον κόκορα, αλλά χωρίς επιτυχία, διότι αν και καλός εμφανισιακά ήμουν άγαρμπος και έκανε μπαμ το ότι ήμουν αγάμητος και λιγούρι.. Ο μόνος τρόπος εκτόνωσης ήταν η μαλακία. Τα βράδια, αφού ο πατέρας μου (όταν δεν απουσίαζε), η μητριά μου η Σοφία και η κόρη της Ζωή, έπεφταν ανυποψίαστοι για ύπνο, εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, πετούσα τα ρούχα μου κατευθείαν και καθόμουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα του γραφείου μου με το πουλί στο χέρι.. Ήταν οι στιγμές της περιήγησής μου στα πορνοσάιτ του διαδικτύου, ποικίλης θεματολογίας, που κατά τη γνωστή «ιεροτελεστία» που είχα καθιερώσει σε καθημερινή βάση, κατέληγαν σε πολύωρο και ανελέητο αυνανισμό, που συχνά είχε ως συνέπεια το πρήξιμο της ευαίσθητης βαλάνου μου, και φυσικά τη βίαιη εκσπερμάτωση..
Ένα βράδυ, αφότου τα φώτα στο σπίτι έκλεισαν και άπαντες αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους για ύπνο, βρέθηκα ξανά στη γνωστή μου θέση, με το σκληρό καυλί μου στο χέρι. Είχα ξεκινήσει ήδη να το παίζω ρυθμικά απολαμβάνοντας ένα υπέροχο βιντεάκι με facesitting και εξαντλητικό γλειφομούνι.. Οι καύλα μου ήταν ανεξέλεγκτη, ως συνήθως, και προμηνυόταν ένας νέος «μαραθώνιος» μαλακίας. Η ένταση ήχου του υπολογιστή μου ήταν φυσικά χαμηλωμένη, για να μη γίνω αντιληπτός στα άλλα υπνοδωμάτια που βρίσκονταν κοντά στο δικό μου. Δεν είχε περάσει καλά- καλά ένα τέταρτο, όταν άκουσα έναν διακριτικό κτύπο στην πόρτα. Κοιτάζω αμέσως το ρολόι και ήταν περασμένες 12. «Μπα, ποιος είναι τέτοια ώρα και τι να θέλει στο δωμάτιο μου;» αναρωτήθηκα ακαριαία, ενώ αμέσως έλεγξα ενοχικά την ένταση του ήχου και πάλι, υπό το φόβο μήπως με είχαν καταλάβει.. Αφού έκλεισα βιαστικά την οθόνη, έσπευσα με αστραπιαίες κινήσεις να φορέσω το μποξεράκι και την κάτω φόρμα μου και αναψοκοκκινισμένος όπως ήμουνα, πλησίασα την πόρτα.
-«Ποιος είναι;» ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
-«Η Ζωή είμαι. Θα μου ανοίξεις λίγο σε παρακαλώ; Θέλω να σου πω κάτι..» απάντησε η κοριτσίστικη φωνή της «αδερφής» μου.
«Τι να θέλει τέτοια ώρα αυτή» αναρωτήθηκα σιωπηρά και αμέσως ξεκλείδωσα την πόρτα και της άνοιξα.
Ομολογουμένως το θέαμα που αντίκρυσα, δεν ήταν και το.. καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη στιγμή, που μετά βίας μπορούσα να συγκρατήσω τον όλορθο πούτσο μου να μην ξεπροβάλει ανυπόμονα από το πάνω μέρος της φόρμας.. Η Ζωή φορούσε ένα γυαλιστερό γαλάζιο νυχτικάκι, αρκετά κοντό, που έφτανε μέχρι τα μισά των μηρών της περίπου, ενώ το πάνω μέρος είχε τιραντάκια και άφηνε ανοιχτό μεγάλο μέρος της περιοχής του στήθους, κάτι που μου επέτρεπε να διακρίνω τα μεγάλα και κάτασπρα βυζιά της, χωρίς σουτιέν (!), που την έκαναν να φαντάζει σα τη σεξοβόμβα της τσόντας που είχα ξεκινήσει προ ολίγου να παρακολουθώ. Η αβυσσαλέα βυζοχαράδρα που πρόβαλε μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου και οι τεράστιες ρώγες που ευκρινώς διαγράφονταν κάτω από το ύφασμα του νυχτικακίου, έκαναν τον ήδη πάνσκληρο πούτσο μου να σκιρτήσει από τον αναπάντεχο ερωτικό συναγερμό.. Τα προσπερματικά υγρά ένιωθα σταδιακά να κατακλύζουν το μποξεράκι μου, ενώ ένας κόμπος τεστοστερόνης πίεζε το γυμνό μου στέρνο.
-«Τι θες τέτοια ώρα μικρή;;» τη ρώτησα με ύφος επιτηδευμένα ψύχραιμο, αλλά με το βλέμμα καθηλωμένο στα βυζιά της.
-«Θα σου πω μωρέ.. Αλλά γιατί είσαι τόσο ιδρωμένος και λαχανιασμένος;; Δεν είχες ξαπλώσει;» με ρώτησε η Ζωή με ύφος ειλικρινούς απορίας.. Εγώ κοκκινίζοντας ακόμα περισσότερο από ντροπή, συνειδητοποιώντας μάλιστα πως μάλλον είχα καρφωθεί να χαζεύω τις βυζάρες της της απάντησα βιαστικά:
- « Να εδώ μωρέ.. έκανα λίγο γυμναστική.. κάμψεις κτλ για να μη χάσω τη φόρμα μου.. σε λίγο θα την πέσω..» και πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου η αθώα «αδερφή» μου άπλωσε το απαλό της χέρι και μου έπιασε το δεξί μπράτσο για να διαπιστώσει την πρόοδό μου.
-« Μμμ.. μια χαρά τα πας αδερφούλη! Δεν είν’ κακό..» μου είπε χαμογελώντας και στη συνέχεια χάιδεψε για λίγα δευτερόλεπτα το χέρι μου με τις άκρες των δαχτύλων της, τα οποία ήταν βαμμένα σε ένα απαλό και διακριτικό γαλάζιο χρωματάκι που ταίριαζε αρμονικά με το χρώμα του ρούχου της. Το τυχαίο και αθώο της άγγιγμα έκανε τον πούτσο μου να ανταποκριθεί ξανά, απελευθερώνοντας εκ νέου ποσότητα υγρών.. Η αφόρητη καύλα της στιγμής, που ενίσχυε η εμφάνιση της αδερφής μου, με είχε στιγμιαία αποχαυνώσει.. Ωστόσο, αντιδρώντας με σθένος, περισυλλέγοντας όσα ψήγματα θέλησης και λογικής μου είχαν απομείνει, της είπα κάπως έντονα:
-« Εντάξει Ζωίτσα, το ξέρω πως καμαρώνεις για μένα.. Πες μου τώρα, τι θες μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα και δίνε του γιατί θέλω να ξεκουραστώ!» το ύφος μου έμοιαζε αποφασιστικό, αλλά η φωνή μου, επηρεασμένη από τον ανείπωτο σεξουαλικό μου ερεθισμό, δεν ξέρω πως ακριβώς ακούστηκε..
-« Εντάξει εντάξει, με συγχωρείς για την ενόχληση.. Ήθελα μόνο να σου ζητήσω μια χάρη για αύριο και φοβήθηκα μην το ξεχάσω το πρωί, πριν φύγω για τη σχολή.. Η μαμά θα αργήσει αύριο να γυρίσει από το σχολείο και μου ζήτησε να περάσω από το κατάστημα μιας φίλης της, να πάρω κάτι που παρήγγειλε, αλλά δεν θα προλάβει να το πάρει η ίδια, γιατί μετά το σχολείο έχει να μαγειρέψει και να κάνει και άλλες δουλειές στο σπίτι.. Εγώ όμως αύριο έχω φουλ πρόγραμμα στη σχολή και θα επιστρέψω βράδυ. Σου είναι εύκολο να περάσεις εσύ κάποια στιγμή και να το πάρεις;»
-« Θα μου χρωστάς χάρη όμως!» της απάντησα σαρκαστικά εγώ, θέλοντας να κόψω και τη συζήτηση διώχνοντάς την.
-« Πώς κάνεις έτσι βρε τεμπέλη.. Όλη μέρα αραχτός είσαι και μας έχεις στις υπηρεσίες σου.. Κάνε και συ κάτι.. δεν θα πάθεις τίποτα!» μου ανταπάντησε άμεσα εκείνη με διάθεση μάλλον ειρωνική. Και συνέχισε πιο γλυκά:
-« Κοίτα, από την πολλή ορθοστασία και το τρέξιμο στη σχολή και το σπίτι, τα ποδαράκια μου θα πετάξουν φλεβίτσες..», ενώ ταυτόχρονα σήκωσε το αριστερό της πόδι, άφησε κάτω την παντοφλίτσα της, και το προέτεινε προς το μέρος μου. Αντανακλαστικά τα βλέμμα μου έπεσε χαμηλά.. στις αλαβάστρινες γάμπες της και παραδόξως στα αρμονικά δαχτυλάκια του ποδιού της και στην τρυφερή πατούσα της. Η πολύ απλή αυτή κίνηση που έκανε, είχε μια απροσδόκητη επίπτωση στο άκρως ερεθισμένο πέος μου, που καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας της ενέκρινε υγρά και προετοιμαζόταν για τη μεγάλη έκρηξη.. Και να σου ξαφνικά, ο συνδυασμός βυζοχαράδρας, ρώγας και πανέμορφων ποδιών (που για πρώτη φορά πρόσεχα τόσο!) με οδήγησε στο μη αναστρέψιμο σημείο του οργασμού! Χωρίς καλά- καλά να το καταλάβω, και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες μου να αποφύγω το αναπόφευκτο, άρχισα να χύνω, έτσι απλά, μέσα στο μποξεράκι και τη φόρμα μου, μπροστά στα μάτια της ανυποψίαστης θετής μου αδερφής, απελευθερώνοντας μεγάλο όγκο σπέρματος, που μοιραία σχημάτισε μια μεγάλη ευδιάκριτη στάμπα, μια υγρή κηλίδα, στην επίμαχη περιοχή της φόρμας! Έτρεμα σύγκορμος φυσικά από τις πεϊκές συσπάσεις, έγειρα ελαφρώς προς τα μπρος, έσφιξα δόντια, έσμιξα φρύδια, έκανα το παν για να μην βογγήξω από την ηδονή.. Μεγάλες στάλες ιδρώτα έπεφταν από το μέτωπό μου και έκαναν τα μάτια μου να δακρύσουν. Πέρασαν λίγες στιγμές μαρτυρίου. Δεν ξέρω τι είχε καταλάβει η Ζωή ούτε τι σκεφτόταν. Διστακτικά την κοίταξα κατά πρόσωπο. Έδειχνε απορημένη και μπερδεμένη με την αντίδρασή μου. Το αθώο της βλέμμα δεν με άφηνε να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα. Με μια διερευνητική κίνηση κατέβασε προς τη μύτης της τα ωραία κοκκάλινα γυαλιά της και έριξε ένα βλέφαρο στην υγρή περιοχή της φόρμας ανάμεσα στα σκέλια μου. Αμέσως απέστρεψε τα μάτια της και εμφανώς αναστατωμένη, ίσως και σοκαρισμένη, γύρισε την πλάτη της και έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα.. Εγώ, μη μπορώντας να πιστέψω το ρεζιλίκι μου, κατέρρευσα και έπεσα στα γόνατα βαστώντας το κατακόκκινο και ντροπιασμένο μου πρόσωπο.. Πόσο μαλάκας ήμουν πια;;
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..