Έκατσα για λίγο στο δωμάτιό μου σκεπτικός. Ήταν σαφές, πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Παραλίγο και η μητριά μου να με πάρει χαμπάρι και να γίνω τελείως ρεζίλι, αν δεν είχα γίνει ήδη. Φανταζόμουν τις ώριμες πατούσες της κολλημένες στη μάπα μου και κόντευα να χύσω στο βρακί μου, όπως δυστυχώς είχε συμβεί και το προηγούμενο βράδυ με τη θετή μου αδερφή που είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο την αδυναμία μου και με είχε ταπεινώσει χαϊδεύοντάς με στον μηρό με το πόδι της, μέχρι να εκραγώ.. Έπρεπε επειγόντως να ανασυνταχθώ και να ηρεμήσω. Εν τω μεταξύ η μύτη μου ακόμα πονούσε από την ακούσια κλωτσιά της Σοφίας, υπενθυμίζοντάς μου το ντροπιαστικό γεγονός που μόλις είχε προηγηθεί.. Και σε λίγο, επρόκειτο να κάτσω στο ίδιο τραπέζι με τις 2 γυναίκες για φαγητό, υπερνικώντας την αμηχανία και τη νευρικότητά μου, ξεπερνώντας όσα ατυχή είχαν λάβει χώρα. Αποφάσισα να το παίξω άνετος.. τρομάρα μου!
Πράγματι, μετά από λίγο η μητριά μου με προσκάλεσε στην κουζίνα για φαγητό. Η Ζωή είχε προφανώς επιστρέψει και αυτή, ενώ ο πατέρας μου θα αργούσε. Με αργά βήματα εξήλθα του δωματίου και βάδισα προς το τραπέζι της κουζίνας. Οι δυο γυναίκες ήταν ήδη καθιστές. Αφού είπα ένα ξερό «γεια», έκατσα σιωπηλός στη θέση μου, αντικριστά στη θετή μου αδερφή, παρατηρώντας το βλέμμα της ωστόσο.. ένα βλέμμα αλλιώτικο από άλλες φορές.. ένα βλέμμα κάπως υπεροπτικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση και ξιπασιά! Οπωσδήποτε οφειλόταν στα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας και στο ότι πίστευε πως «με έχει»..Τα κατάμαυρα εκφραστικά της μάτια έλαμπαν κάτω από τα σοφιστικέ γυαλιά της, ενώ λίγο πιο κάτω το αβυσσαλέο ντεκολτέ της σε αποπροσανατόλιζε με την πρώτη ματιά.. Ξεροκατάπια και απέστρεψα το βλέμμα μου αμέσως.
-« Γεια και σε σένα αδερφούλη! Γιατί είναι κόκκινη η μυτούλα σου;; Δεν πιστεύω να τις έφαγες από κανέναν..» με ρώτησε με περιπαιχτικό μάλλον ύφος. Πριν προλάβω να απαντήσω πετάχτηκε η μητριά μου:
-« Α εγώ φταίω Ζωίτσα! Για την κόκκινη μυτούλα του αδερφού σου φταίει.. η φτέρνα μου!!» της απάντησε, εξιστορώντας της στη συνέχεια αναλυτικά το αλλόκοτο συμβάν με κάποια συμπονετική διάθεση. Εγώ κατακόκκινος από ντροπή, έσκυψα το κεφάλι στο πιάτο μου και άρχισα να τρώω τον λαχταριστό μουσακά που είχε ετοιμάσει η Σοφία. Η φωνή της Ζωής όμως με επανέφερε αμέσως:
-« Μα τι βλάκας που είσαι πια.. Η μαμά θα μπορούσε να έχει σπάσει (!) τη φτέρνα της πάνω στη μυτόγκα σου!!! Μια ζωή άχρηστος..» μου απηύθυνε το λόγο με προσβλητικό τόνο.
-« Τι γλώσσα είναι αυτή δεσποινίς; Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι στον αδερφό σου;» τη διέκοψε αυστηρά η μητριά μου και την επέπληξε προς υπεράσπισή μου. Και συνέχισε προς εμένα:
-« Μην της δίνεις σημασία αγόρι μου. Τώρα τελευταία έχει γίνει αναιδής.. Αλλά, οι δουλειές της κουζίνας, που θα κάνει μετά το φαγητό, θα τη στρώσουν!»
-« Έλα τώρα βρε μανούλα! Μια πλακίτσα έκανα.. Ο αδερφός μου δεν με παρεξηγεί. Έτσι δεν είναι;» αμύνθηκε κατευθείαν η Ζωή, ενώ έκανε και μια κίνηση που με αιφνιδίασε. Τέντωσε το ένα της πόδι κάτω από το τραπέζι που καθόμασταν και τοποθέτησε απαλά την πατούσα της πάνω στο πόδι μου, στο καλάμι, υψώνοντάς την αργά και βασανιστικά μέχρι το τρεμάμενο γόνατό μου.. Προσπαθούσε και πάλι να με θέσει υπό τον έλεγχό της.. Σαν το κοριτσάκι που ανακαλύπτει ενθουσιωδώς ένα νέο παιχνίδι, έτσι και η θετή μου αδερφή, που δεν ήταν καθόλου κοριτσάκι αλλά γυναικάρα με τα όλα της, ήταν προφανώς ενθουσιασμένη με τη δύναμη που είχε ανακαλύψει πως ασκούσε πάνω μου, και ήταν εμφανώς διατεθειμένη να εξερευνήσει όλες τις προοπτικές που αυτή της έδινε! Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα παρακλητικά στα μάτια. Σιωπηρά την ικέτευα να σταματήσει.. Το στόμα μου είχε στεγνώσει. Η μητριά μου, χωρίς να έχει αντιληφθεί τις «υποτραπέζιες» διεργασίες, γύρισε σθεναρά προς το μέρος μου και με σκούντηξε αποφασιστικά:
-« Εντάξει, και συ παραείσαι συγκαταβατικός μαζί της! Από τη στιγμή που σε προσέβαλε, έχεις κάθε δικαίωμα να απαντήσεις! Δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσω..»
Δεν ήξερα τι να πω εκείνη τη στιγμή.. έτσι και αλλιώς με την πατούσα της Ζωής πάνω στο πόδι μου δεν μπορούσα να σκεφτώ και πολύ καθαρά.. Από τη μία ένιωθα τη βαθιά ανάγκη να υποταχτώ στη θετή μου αδερφή και να παραδεχτώ στη μητριά μου πως δεν την παρεξηγούσα και δεν με πείραζαν τα λόγια της. Από την άλλη, όφειλα να περισώσω την αξιοπρέπειά μου και να μην εκτεθώ στα μάτια της Σοφίας. Με εμφανές τρέμουλο και σαστιμάρα στη φωνή απάντησα ήπια:
-« Μ- μην μαλώνετε για μ-μένα.. Ση-σήμερα δεν είμαι και στα καλύτερά μου.. Με με συγχωρείς Σοφία.. πρέπει να πάω στο δωμάτιό μου..» Η φυγή ήταν η μόνη μου διέξοδος τη δεδομένη στιγμή. Και ας μου ήταν τόοοοσο δύσκολο να αποχωριστώ τη τρυφερή πατουσίτσα της 18χρονης «σκύλλας» που με βασάνιζε από απέναντι.. Ξεφυσώντας τραβήχτηκα με δύναμη προς τα πίσω και έκανα κίνηση να σηκωθώ από την καρέκλα. Η μητριά μου με παρατηρούσε με ένα απορημένο και διερευνητικό βλέμμα. Προφανώς ψυχανεμιζόταν ότι κάτι «παράξενο» συνέβαινε ανάμεσα σε μένα και τη Ζωή, αλλά αδυνατούσε να το προσδιορίσει για την ώρα.. Ωστόσο, πριν προλάβω να φύγω, η αδερφή μου με υπέβαλε σε μια ακόμα δοκιμασία.. Πέταξε στα μουλωχτά το πιρούνι που κρατούσε, κάτω στο πάτωμα, σχεδόν μπροστά στα πόδια της κάτω από το τραπέζι. Μόλις ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος της πτώσης, οι ματιές μας διασταυρώθηκαν ακαριαία. Τότε, με μια απίστευτη γλυκιά, επιτηδευμένη φωνούλα, μου ζήτησε να το σηκώσω και να της το αλλάξω με ένα καθαρό!
-« Ωχ, μου έπεσε! Πληζ αδερφούλη, σκύψε να το πάρεις, η μέση μου πονάει..» Στιγμιαία κοκκάλωσα. Και όχι μόνο εγώ.. ο πούτσος μου, λες και ήταν συνδεδεμένος με τα πόδια και τη φωνή της, ανταποκρίθηκε ζωηρά, φουσκώνοντας εντυπωσιακά την επίμαχη περιοχή της φόρμας που φορούσα. Η μητριά μου είχε μείνει άναυδη από το θράσος της κόρης της, αλλά και από τη δική μου, πρωτοφανή ομολογουμένως, συστολή. Αμέσως κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου, περιμένοντας την αντίδρασή μου! Εγώ, κατακόκκινος από ντροπή, εμφανώς σαστισμένος, δεν μπορούσα να της αντιταχθώ.. βασικά δεν ήθελα να της αντιταχθώ. Ξεροκατάπια έντονα από την αμηχανία.. Χωρίς να το σκεφτώ, έγνεψα καταφατικά στο αίτημά της, γονάτισα στο πάτωμα, μπουσούλισα λίγα εκατοστά κάτω από το τραπέζι και έπιασα το πιρούνι που βρισκόταν μπροστά της. Πριν προλάβω να το σηκώσω όμως, το γυμνό πόδι της αδερφής μου πάτησε δυνατά το χέρι μου και το ακινητοποίησε.. Προσπάθησα να το απελευθερώσω, αλλά μάταια.. Η θετή μου αδερφή το πατούσε με όλη της τη δύναμη.. Έτσι όπως ήμουν σκυμμένος πάνω από το τρυφερό κουντουπιέ της και τα αρμονικά δαχτυλάκια της, μέθυσα από τη διακριτική οσμή που ανέδιδαν.. Εκείνη τη στιγμή, κρατώντας το χέρι μου σε αιχμαλωσία με το ένα της πόδι, η Ζωή ύψωσε διακριτικά το άλλο και έφερε τα λαχταριστά της ποδοδάχτυλα στα χείλη μου.. Με το μεγάλο της δάχτυλο έπαιξε με αυτά και στη συνέχεια το βύθισε αργά μέσα στο στόμα μου.. Εγώ το ρούφηξα υπάκουα και ταπεινά, πλήρως παραδομένος στις ορέξεις της..
-« Μα καλά, τόση ώρα για να βρεις το πιρούνι;;» αναρωτήθηκε φωναχτά η αδερφή μου, λίγα δευτερόλεπτα μετά, τραβώντας απότομα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού που είχε χώσει στο στόμα μου..Παράλληλα άφησε ελεύθερο το χέρι μου που πατούσε με το άλλο της πόδι και έσκυψε κάτω από το τραπέζι, παριστάνοντας την απορημένη με την καθυστέρησή μου. Η μητριά μου έκανε το ίδιο με έκπληξη:
« Τι έχεις πάθει σήμερα βρε αγάπη μου; Άντε σήκω επιτέλους! Αφού αποφάσισες να κάνεις το χατίρι της κακομαθημένης, πήγαινε τώρα στο δωμάτιό σου να ησυχάσεις, γιατί δεν σε βλέπω καλά! Η αδερφή σου είναι ικανή να σε βάλει να καθαρίσεις ΕΣΥ την κουζίνα κακομοίρη!» Ακούγοντας τα λόγια των 2 γυναικών «ξύπνησα» και απότομα έκανα να σηκωθώ.. Φυσικά σακάτεψα και το κεφάλι μου στο τραπέζι και ζαλισμένος κινήθηκα προς την πόρτα, χωρίς να πω λέξη.. Ψέλλισα μόνο ένα αψυχολόγητο «συγγνώμη» και χάθηκα από την κουζίνα. Παραπατώντας στο δρόμο για το δωμάτιό μου, άκουσα τη μητριά μου να ρωτά με έκδηλο ενδιαφέρον τη Ζωή, τι μου συνέβαινε. Εκείνη απάντησε ψυχρά:
-« Μπα μια χαρά είναι. Δεν παθαίνει τίποτα αυτός. Απλώς ήρθε η ώρα, να αλλάξουν κάποια πράγματα εδώ μέσα..»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ