Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: ΑΛΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ  (Αναγνώστηκε 4060 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος xalu

  • Νέος
  • *
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 46
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 4
  • -Έλαβε: 1
ΑΛΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ
« στις: Μαΐου 10, 2016, 05:13:26 μμ »
Πριν κάποια χρόνια, είχα προστάρει, σε δύο συνέχειες την πραγματική ιστορία με τίτλο «ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΟΔΟΛΑΓΝΟΥ». Με έμπνευση τη μητέρα του φίλου μου, όπως περιγράφεται εκεί, έχω σκαρφιστεί την παρακάτω ψεύτικη ιστορία, με ψεύτικο όνομα της πρωταγωνίστριας, με ένα τρελό αλλά καυλωτικό σενάριο:

Ήταν μέσα Ιουλίου. Η Άννα με ένα ζευγάρι φίλων της,  είχαν κανονίσει να πάνε για μπάνιο. Η Άννα ξύπνησε με βαρύ κεφάλι, ύστερα από ένα ακόμα άσκοπο μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς. Αφού σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, χωρίς να ρίξει ούτε ένα ρούχο πάνω της, εντελώς τσίτσιδη, έτσι όπως ταβλιάστηκε την προηγούμενη νύχτα. Εκεί, περιμένοντας τους φίλους της να έρθουν να την πάρουν, αποφάσισε να βάψει κανά νύχι, γιατί είχε χαλάσει το πεντικιούρ της. Αμέσως, αράδιασε πάνω στο τραπέζι, όλα τα σύνεργα της περιποίησης των ποδιών της: Νυχοκόπτες, ψαλιδάκια, λίμες, ασετόν, βερνίκια, γυαλιστικά, κρέμες και άλλα. Άνοιξε 1 μπουκάλι μπύρα και ξεκίνησε την ιεροτελεστία του πεντικιούρ. Η Άννα απολάμβανε τη διαδικασία κατεβάζοντας με μεγάλες γουλιές τη μπυρίτσα της. Στην αρχή έβαλε τα πόδια της σε μία λεκάνη με ζεστό νερό, για ένα γερό μούλιασμα και μασάζ. Μετά έτριψε τις φτέρνες της και άλλες σκληρές επιφάνειες και αφαίρεσε πετσάκια και παρανυχίδες. Στο σημείο αυτό η Άννα είχε ήδη πιει το πρώτο μπουκάλι και άνοιξε το δεύτερο. Μετά ακολούθησε το λιμάρισμα των νυχιών, πάντα με προσοχή και χωρίς να τα κόψει καθόλου, αφού η Άννα τα θέλει πάντα να είναι μεγάλα και μακριά. Έπειτα έστρωσε τη βάση, για να βάλει από πάνω το χρώμα, μετά πέρασε από πάνω δύο χέρια σκούρο κόκκινο βερνίκι, έβαλε σχεδιάκια παντού και στο τέλος πέρασε από πάνω γυαλιστικό – σκληρυντικό για πιο μόνιμο αποτέλεσμα. Η Άννα, βλέποντάς τα ενθουσιάστηκε.
Εκείνη τη μέρα πήγαν σε ένα πολυσύχναστο μέρος, μία οργανωμένη παραλία με ξαπλώστρες, beach – bar, μουσική και νεολαία. Η Άννα φορούσε ένα τζιν σορτσάκι, μωβ σαγιονάρες, από πάνω ένα λεπτό άσπρο τιραντάκι κι από μέσα το μαγιώ της. Είχε πάρει μαζί της ένα πλαστικό ψυγειάκι με πάγο και μία 6άδα μπύρες. Στην αρχή, η Άννα και η φίλη της, ήπιανε από 3 κουτάκια η κάθε μία. Φάνηκε ότι δε θα συνεχίζανε, αλλά η Άννα πήγε στο μπαράκι κι έφερε άλλα 4 κουτάκια. – Εγώ δεν θέλω άλλη, για την ώρα, είπε η φίλη της. Η Άννα άλλο που δεν ήθελε. Έστω και πιο αργά απ’ ότι συνηθίζει, ήπιε και αυτή την 4άδα. Για λίγο ακόμα θα ήταν ήρεμη, κάνοντας ηλιοθεραπεία στην ξαπλώστρα. Λίγο αργότερα, άραξε προκλητικά στην ξαπλώστρα και ξεκίνησε να απλώνει λάδι στα πόδια της. Είχε χαλαρώσει το κορδόνι από το πάνω μέρος του μαγιώ της και το είχε κατεβάσει χαμηλά μέχρι το μέσο του στήθους της, σε σημείο που σχεδόν φαίνονταν οι ρώγες της. Άνοιξε διάπλατα τα πόδια της, έριξε το λάδι στα χέρια της και άρχισε να τρίβει αισθησιακά κάθε δάχτυλο, ένα προς ένα, κι ύστερα ολόκληρο το πέλμα. Όταν τελείωσε, έδειξε στη φίλη της τα πόδια της που γυάλιζαν από την κρέμα και το βερνίκι και τη ρώτησε: - Σου αρέσουν έτσι που γυαλίζουν οι ποδάρες μου; - Σούπερ, της απάντησε μονολεκτικά. Μετά από λίγη ωρίτσα, γύρισε και της λέει: - Έχω σκάσει απ’ τη ζέστη. Θα ανέβω πάνω στο beach – bar για καμιά μπυρίτσα. Έτσι, χωρίς να φορέσει το σορτσάκι της και χωρίς βάλει τις σαγιονάρες της, ξεκίνησε για πάνω.
Το μπαράκι απείχε γύρω στα 150 μέτρα από το μέρος που είχανε καθίσει, έπαιζε δυνατά μουσική, είχε πολύ νεολαία που οι περισσότεροι έκαναν κέφι και χόρευαν. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις 17:00, και το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Η Άννα την άραξε σε μία γωνία της μπάρας και αμέσως παρήγγειλε να πιει. – Φέρε μου 2 παγωμένες μπύρες, γιατί έχω λιώσει, είπε στο μπάρμαν. – Μικρά ή μεγάλα ποτήρια, ρώτησε αυτός. – Και το ρωτάς; Μεγάλα βέβαια! Και την πρώτη θα την πιω μονοκοπανιά! Έτσι η Άννα, ήπιε την πρώτη απνευστί και συνέχισε με τη δεύτερη. Δίπλα της, ήταν μια παρέα με 4 αγόρια και 3 κοπέλες, γύρω στα 20, που χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής. Μόλις η Άννα ήπιε την πρώτη μπύρα της χωρίς ανάσα, 1 παλικάρι έκανε το λάθος και της λέει, στον πληθυντικό: - Έτσι όπως την πίνετε, θα ζαλιστείτε. – Κατ’ αρχάς, μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Τι είμαι, καμία γριά; Δεύτερον, μη στεναχωριέσαι, γιατί όσο και να πιω εγώ αντέχω, είμαι γερό ποτήρι, δεν με πιάνει εύκολα. Εσείς που είστε πιτσιρίκια να προσέχετε! Τα παιδιά, που κατάλαβαν από την εμφάνιση και τις κουβέντες της Άννας ότι είχανε να κάνουνε με μία τελειωμένη αλκοολική, σκέφτηκαν να της κολλήσουν και να σπάσουν πλάκα μαζί της. Μάλιστα, το  παλικάρι που της πρωτομίλησε γύρισε και είπε στην παρέα: - Παιδιά, δε τη βλέπετε πως είναι; Μυρίζει μπύρα από χιλιόμετρα! Θα είναι καμιά μπεκροκανάτα, να κάτσουμε εδώ να την ποτίσουμε και να τρελαθούμε στο γέλιο. – Εσείς που ξέρετε να μας δείξετε πώς να πίνουμε, γύρισε και της είπε πονηρά. – Ρε άσε τους πληθυντικούς λέμε. Άννα να με λες. – Καλά Άννα, ό,τι πεις. Πες μας τι να κάνουμε. Η Άννα κατεβάζει καπάκι και την δεύτερη μπύρα και λέει στο μπάρμαν: - Λοιπόν, φέρε 2 μικρές και 2 μεγάλες μπύρες, να δείξω στα παιδιά πώς να πίνουνε. Όταν ήρθαν τα ποτήρια, η Άννα συνέχισε: - Λοιπόν, εγώ δε λέω να μη πίνετε. Είναι ωραίο το ποτό. Αλλά να πίνετε με μέτρο. - Πόσο, δηλαδή; - Να πίνετε μία μεγάλη μπύρα για αρχή. Και αμέσως έπιασε και κοπάνησε 1 μεγάλο ποτήρι. – Αλλιώς, καλύτερα να παίρνετε 2 μικρές μπύρες, αντί για 1 μεγάλη. Και, επιτόπου, πιάνει τα 2 μικρά ποτήρια και τα κατεβάζει! – Μόνο αν έχετε συνηθίσει και αντέχετε, να παίρνετε 2 μεγάλες. – Τότε επιτρέπεται; έκαναν τα πιτσιρίκια. – Τότε είναι εντάξει, τους λέει η Άννα και ήπιε και το δεύτερο μεγάλο ποτήρι. – Δε το ξαναπάμε άλλη μία φορά, να το καταλάβουμε καλύτερα; της λένε τα παιδιά. – Παιδί, φέρε μία από τα ίδια, φώναξε στο μπάρμαν και αμέσως ξεκίνησε να επαναλαμβάνει με στόμφο την όλη διαδικασία. Αφού τις ήπιες και αυτές και ήταν πλέον φανερό ότι είχε μεθύσει για τα καλά, γυρνάει και λέει, τραυλίζοντας και χασκογελώντας, στα παιδιά: - Τώρα έγινα σαφής;– Τώρα εντάξει, το καταλάβαμε πραγματικά. – Άιντε τότε, κεράστε 2 μπύρες για το μάθημα, τους είπε η Άννα. – Αν πιεις και τις 2 μονοκοπανιά έχει και 3η δώρο, πετάχτηκε μια κοπελιά από την παρέα. – Ρε, κωλώνει ρε η Άννα; Εγώ πίνω και το λέω!!! Τσάκισε άλλα 2 ποτήρια “άσπρο πάτο” και το επόμενο σχεδόν το ίδιο. Η κοιλιά της είχε φουσκώσει σα μπαλόνι και η μύτη της είχε γίνει… μπορντώ! Εν τω μεταξύ, τα παιδιά την τράβηξαν να χορέψει μαζί τους, αυτή παραπατούσε, γέλαγε σα χαζή και δε σταμάταγε να πίνει μπύρες ούτε δευτερόλεπτο! Η Άννα κοπανιόταν στο ρυθμό της μουσικής και τα βυζιά της κουνιόνταν συνέχεια πότε ρυθμικά και πότε ακανόνιστα. Ξαφνικά, ένα παιδί που ήταν στην παρέα, άρπαξε ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα και άρχισε να το χύνει ακατάπαυστα πάνω στο κεφάλι και στα βυζιά της Άννας, η οποία είχε ιδρώσει και φώναζε: - Να μου ζήσεις λεβέντη μου! Και είχα σκάσει απ’ τη ζέστη!
Σε μια στιγμή, την ανέβασαν πάνω στη μπάρα και αυτή συνέχιζε να χοροπηδάει ξυπόλητη και να κουνάει τις μπουτάρες και την κωλάρα της! – Βρέξτε με με μπύρα, ούρλιαξε η Άννα και αμέσως η παρέα με τα πιτσιρίκια άρχισε να την καταβρέχει από μακριά! – Έλα μανάρι μου, μας έχεις τρελάνει, της φώναζαν όλοι μαζί! – Να πεθάνει ο χάρος, έσκουζε η Άννα και έβγαλε και πέταξε το πάνω μέρος από το μαγιώ της, μένοντας ξώβυζη. – Τρέλανέ μας, Αννούλα, της έκαναν τα παιδιά και συνέχιζαν να της ρίχνουν μπύρα στο κορμί και το πρόσωπο.  – Βγάλτα όλα, όλα βγάλτα, τσίριζαν τα παιδιά από κάτω. Ένας από αυτούς, πήγε από πίσω της και της τράβηξε τη κιλότα της μέχρι τους αστραγάλους της. Η Άννα έβγαλε μια δυνατή κραυγή, την πήρε και την πέταξε στο πρόσωπο του μπάρμαν! Σε ένα δευτερόλεπτο, δύο αγόρια από την παρέα είχαν πάει δίπλα της, κοίταζαν τα γυμνά βυζιά της και την κοιλιά της, έπιασε ο καθένας από ένα πόδι και άρχισαν να τη χαϊδεύουν.  Τότε άρχισε να λέει δυνατά: - Τώρα δεν φοράω κιλότα! - Ψέματα λες, την πείραζαν τα παιδιά. – Α, ώστε δε με πιστεύετε, έκανε η Άννα, κι άνοιξε κι άλλο τα πόδια της, αφήνοντας σε γυμνή θέα το ξυρισμένο μουνί της. Και σα να μην έφτανε όλο αυτό, χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει, με το ένα χέρι της χούφτωνε τα βυζιά της και με το άλλο άρχισε να παίζει το μουνί της με ηδονή! Τα παιδιά είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια: - Άννα σταμάτα γιατί με τόσο που έχεις πιει σε βλέπω να μας κατουράς όλους! Πράγματι, μετά από λίγο, μέσα σε απόλυτο παροξυσμό, η Άννα έβγαλε 2-3 δυνατές κραυγές και άρχισε να κατουράει σα σιντριβάνι και να γεμίζει με κάτουρα όλο το μαγαζί! – Αχ, αχ, ααααααχ! Δεν αντέχω άλλο, μου φεύγουνε! Πάρτε τα! – Γεια σου Άννα κατρουλού, της φώναζαν τα κορίτσια. – Και κατρουλού είμαι και μπεκρού είμαι κι ό,τι θέλετε, γκάριζε η Άννα. Εν τω μεταξύ, ήταν τέτοια η σούρα της, που άρχιζε να επιδεικνύει το πεντικιούρ της, να τεντώνει τα δάχτυλά της, να λυγίζει τις πατούσες της και να χαζογελάει. Οι θαμώνες  του μαγαζιού, έσπαγαν πλάκα με το ρεζιλίκι της, την πείραζαν και της έδινα εντολές για να ποζάρει. – Άννα, τέντωσε τα δάχτυλα να φαίνονται ολόκληρα, δείξε μας τα νύχια σου, σκύψε να δούμε και τις πατούσες! Πολλοί περαστικοί, έβλεπαν από μακριά τα καμώματα της Άννας και κάθονταν έξω από το μαγαζί και χάζευαν τις βλακείες που έκανε. Ήταν σπάνιο, εξάλλου, το φαινόμενο να βλέπει κανείς σε ένα beach bar μία ώριμη γυναίκα εντελώς μεθυσμένη να ποζάρει τα πόδια της ολόγυμνη πάνω στη μπάρα και να μη σταματάει να πίνει ούτε δευτερόλεπτο.  Συνέχιζε, παράλληλα, να μπεκρολογάει, ενώ είχε απλώσει τα πόδια της σχεδόν πάνω στη μούρη των νεαρών παιδιών και άρχισε το κήρυγμα: - Ορίστε! Σας αφήνω να θαυμάσετε τα ποδάρια μου! Είδατε νυχάρες που έφτιαξε η Άννα; Τέτοια νύχια δεν έχει καμία, έτσι; Γυαλίζουν σα διαμάντια! Και οι δαχτυλάρες μου περιποιημένες, χωρίς κάλους, τίποτα. Πάνω στο μεθύσι της, πήρε  1 ακόμα ποτήρι μπύρα και αντί να το πιει, το άδειασε όλο στις πατούσες της: - Έτσι, να πιούνε και αυτά λίγο, τραύλισε. Μία κοπέλα γυρνάει και της λέει: - Σιγά Αννιώ, θα μεθύσουν και τα πόδια σου! – Έτσι πρέπει! Στουπί εγώ, στουπί και τα πόδια μου, απάντησε η Άννα.
Η Άννα ήταν σκνίπα στο μεθύσι και είχε γίνει θέαμα σε όλο το μαγαζί. Ξαφνικά, πηδάει από τον πάγκο, μπαίνει μέσα στο μπαρ, πάει κάτω από το μηχάνημα της μπύρας, τραβάει τη λαβή και άρχισε να πίνει από την κάνουλα! Σα να μην έφτανε όλο αυτό, γονατίζει κι άλλο και άρχισε να λούζεται με τη μπύρα που έτρεχε ασταμάτητα! – Παναγιά μου, αυτός είναι ο Παράδεισος, γι’ αυτά ζω εγώ, φώναζε η Άννα! Εκείνη τη στιγμή, έφτασε στο μπαράκι και η φίλη της, που είχε ανησυχήσει τόση ώρα που έλλειπε. Την είδε σ’  αυτή την έξαλλη κατάσταση, να λούζεται ολόγυμνη κάτω από το μηχάνημα της μπύρας και έσπευσε να την περιμαζέψει. Η Άννα, μόλις την είδε, έκανε σαν τρελή: - Μωρήηηηηηηηηη, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι σου λέωωωωω!! – Άννα, τι χάλια είναι αυτά; Ντύσου να φύγουμε! – Αφησέ με, είμαι μια χαρά, τραύλισε η Άννα. – Μα δεν ξέρεις τι κάνεις, έγινες στουπί. – Κάνω ό,τι μου γουστάρει, πίνω μέχρι να σκάσω!! Μετά από αυτά, 2 από τα παιδιά, έπιασαν ένα 5λιτρο βαρελάκι Heineken και το άδειασαν όλο πάνω στο κεφάλι, στην κοιλιά και στα βυζιά της Άννας, που ήταν ακόμα γονατισμένη μέσα στο μπαρ. Αυτή έσκουζε και ούρλιαζε: - Χύστε με παντού αγόρια μου, πνίξτε με στη μπύρα! Η γυναίκα είχε τρελαθεί. Είχε ιδρώσει, είχε κατακοκκινίσει, ήταν λουσμένη με μπύρα παντού, που την πασάλειβε με τα χέρια της σε όλο της το κορμί. Το στόμα της ήταν μονίμως ανοιχτό και η γλώσσα της κρεμασμένη έξω από αυτό.  Η Άννα είχε φτάσει στον έβδομο ουρανό με όλο το μαγαζί να ασχολείται τόση ώρα μαζί της. Αμέσως μετά το λούσιμο με το βαρελάκι, όλοι αρχίσαν να τη χειροκροτούνε και να της φωνάζουμε ότι είναι κάβλα. Κανείς δεν πίστευε ότι μια γυναίκα στην ηλικία της θα μπορούσε να προκαλέσει όλο αυτό το όργιο. Τελικά, με τη βοήθεια του μπάρμαν και των παιδιών, τη σήκωσαν και την τράβηξαν στην παραλία. Η όψη της ήταν άθλια, μεθυσμένη μέχρι αναισθησίας, ταλαιπωρημένη, κατακόκκινη και βρωμιάρα, η κοιλιά της ήταν πρησμένη από το ποτό σα μπαλόνι και η μπύρα να στάζει από παντού. Έτσι, με το... τρία, την πετάξανε στη θάλασσα για να πλυθεί.
Μετά από αρκετή ώρα που καθάρισε το κορμί της, την έβγαλαν έξω ολόγυμνη και την πέταξαν πάνω σε μία ξαπλώστρα να συνέλθει. Αφού κοιμόταν για λίγο, ξυπνούσε, σερνόταν με δυσκολία μέχρι τη θάλασσα και βουτούσε στο νερό για να δροσιστεί. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Με αυτά και με αυτά, η ώρα είχε φτάσει 22:00 και είχε βραδιάσει για τα καλά. Αποφάσισαν, λοιπόν, να φύγουνε. Έτσι, σαν σακί, την τύλιξαν βιαστικά σε μία πετσέτα, την έπιασαν και την έβαλαν στο αυτοκίνητο και γύρισαν σπίτι. Στο γυρισμό μέσα στο αυτοκίνητο ήταν λιπόθυμη στο κάθισμα του συνοδηγού και κοιμόταν με τα πόδια της ανοιχτά και απλωμένα πάνω στο ταμπλό, χωρίς να τη νοιάζει που όλοι στα διπλανά αυτοκίνητα χάζευαν με ευκολία το μουνί της.


Περιμένω τα σχόλιά σας!

Αποσυνδεδεμένος footslv

  • Νέος
  • *
  • Μηνύματα: 23
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 9
  • -Έλαβε: 14
Απ: ΑΛΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ
« Απάντηση #1 στις: Ιουλίου 21, 2016, 03:26:38 πμ »
Ο,τι πιο όμορφο έχω διαβάσει εδώ μέσα  :-*

Αποσυνδεδεμένος xalu

  • Νέος
  • *
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 46
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 4
  • -Έλαβε: 1
Απ: ΑΛΚΟΟΛΙΚΕΣ ΠΟΔΑΡΕΣ
« Απάντηση #2 στις: Αυγούστου 02, 2016, 05:41:45 μμ »
Χαιρομαι φιλε μου! Τι ηταν αυτο που σου αρεσε περισσοτερο στην ιστορια  μου; Γιατι εχω ετοιμασει 1-2 ιστοριες ακομα και μπορει να τις δημοσιευσω, αφου τις διορθωσω αφου διαβασω τις παρατηρησεις που θα κανετε...