Η Κυρία Στέλλα έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα είπε απλά: «Ζήτησα από την αδερφή μου να έρθεις γιατί σε χρειάζομαι το απόγευμα που θα έρθει μια φίλη μου για να μας διασκεδάσεις. Αλλά μιας και ήρθες τόσο νωρίς κάπου πρέπει να φανείς χρήσιμος. Θα αναλάβεις λοιπόν να πλύνεις τα εσώρουχά μου και να γυαλίσεις τα παπούτσια μου. Όλα τα παπούτσια μου. Θα τα καθαρίσεις με τη γλώσσα, από πάνω, από κάτω τις σόλες, θα πάρεις τσιμπούκι τα τακούνια και θα τα καθαρίσεις με τη γλώσσα κι από μέσα. Ύστερα θα πας να καθαρίσεις καλά την τουαλέτα, να λάμπει. Και τέλος θα πλύνεις στο χέρι όλα τα εσώρουχά μου. Αν μείνω ευχαριστημένη θα σε μαστιγώσω 30 φορές. Αν δεν μείνω ευχαριστημένη, θα σε μαστιγώσω μέχρι να σου ξεκολλήσω το δέρμα από τα κόκκαλα».
Ο δούλος ανατρίχιασε στην κουβέντα αυτή. Ήξερα καλά πως η Κυρία Στέλλα ήταν αληθινή σκύλα. Μικρή είχε πέσει θυμα βιασμού από δυο Αλβανούς που δούλευαν στο κτήμα του πατέρα της. Από τότε μισούσε τους άντρες παθολογικά. Όταν το κατήγγειλε στον πατέρα της και τους έπιασαν δεν τους πήγαν στην Αστυνομία. Το θέμα λύθηκε απο τους άντρες της οικογένειας και την ίδια.
Ήταν καλοκαίρι. Όταν τους έφεραν διέταξε να τους δέσουν, ολόγυμνους, ανάσκελα στο χώμα σε δυο πασάλους, μπηγμένους στην μέση του κτήματος, σε ένα σημείο που το έλουζε ο ήλιος όλη μέρα. Πήγε και φόρεσε την παντελόνα ιππασίας και τις ιππικές της μπότες. Διάλεξε τον αγαπημενο της χοντρο βούρδουλα, ειδικά κατασκευασμένο γι αυτήν απο διπλή περιπεπλεγμένη βοϊδόπουτσα.
Τους μαστίγωνε η ίδια όλη μέρα. Μία τον έναν, μία τον άλλον. Τα χτυπήματα έπεφταν βροχή και ούτε που την ένοιαζε που τους έδερνε. Στο πρόσωπο, στο στήθος και κυρίως στο πέος. Εκείνοι ούρλιαζαν και στριφογύριζαν, κάτι που έκανε ακόμα πιο επίπονη την διαδικασία γι αυτούς, αφού η πλάτη τους τριβόταν στο χώμα. Η νεαρή Κυρία συνειδητοποίησε ξαφνικά πως όλο αυτό που συνέβαινε την είχε κάνει να υγρανθεί χωρίς να το καταλάβει. Για μια στιγμή μονάχα σταμάτησε να τους δέρνει και άρχισε να χαϊδεύεται. Κατέβασε την παντελόνα της, κατέβασε την κιλότα της στάθηκε πάνω απο το πρόσωπό τους και άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της: "Τολμήσατε να με αγγίξετε με τα βρωμόχερά σας ρε κωλοΑλβανοί; Τολμήσαμε να σηκώσετε τα βρωμόχερά σας πάνω μου; Αυτό το μουνί θέλατε να γαμίσετε, ρε μούλοι; Αυτό το μουνί τώρα θα σας γαμίσει". Και μετα λόγια αυτά έχυσε πάνω τους, σπαρταρώντας. Αμέσως μετά άρχισε να τους κατουράει.
Όλοι όσοι ήσαν στο κτήμα υποχρεώθηκαν να περάσουν και να τους κατουρήσουν. Η νεαρή Κυρία Στέλλα υποχρέωσε ακόμα και τις αδερφές τους, και τις μανάδες τους να περάσουν και να τους κατουρήσουν. Και όλη μέρα έτσι εξελισσόταν. Οι μόνες στιγμές που δεν τους μαστίγωνε ήταν όταν τους κατουρούσαν. Και οι μόνες στιγμές που δεν τους κατουρούσαν, όταν τους μαστίγωνε. Κάποια στιγμή όταν κουράστηκε, έφυγε. Έδωσε εντολή να μην τους λύσουν ποτέ. Και δυο μέρες μετά πέθαναν.
Ως φοιτήτρια ξεφτίλιζε τους συμφοιτητές της, αλλά και τους καθηγητές της που έτρεχαν σαν σκυλάκια πίσω της. Ήταν άλλωστε πολύ όμορφη. Σαρανταπέντε χρόνων, σχεδόν 1.80, μεγαλόσωμη, γεμάτη καμπύλες. Δεν ήταν χοντρή, αλλά δεν ήταν κι αδύνατη. Είχε πολύ όμορφο πρόσωπο, βαριά χέρια και γεμάτα δάχτυλα. Όταν σε χαστούκιζε, σού ξεκολλούσε το κεφάλι. Μεγάλα πόδια, φορούσε 41 νούμερο παπούτσι. Η μεγάλη της αδυναμία ήταν η κόρη της, που ήταν φοιτήτρια στην Αγγλία και λέγεται πως ήταν ίδια και χειρότερη από τη μάνα της.
«Η Έλενα», συνέχισε η Κυρία Στέλλα «θα ελέγχει τι κάνεις και θα είναι υπεύθυνη για την απόδοση σου. Αν δεν μείνω ευχαριστημένη θα τιμωρηθεί και αυτή. Να ξέρεις πως έχει και αυτή απεριόριστα δικαιώματα πάνω σου. Και μην έχεις αμφιβολίες ότι θα τα εξασκήσει…».
Και με τα λόγια αυτά αποχώρησε.
Μόλις η Κυρία Στέλλα βγηκε από το δωμάτιο η υπηρέτρια τον πλησίασε: «Για όλη την υπόλοιπη μέρα σήμερα, το όνομά σου θα είναι “μαλάκας”. Όταν εγώ ή η Κυρία Στέλλα φωνάζουμε: “Μαλάκα τσακίσου”, θα τσακίζεσαι, κατάλαβες»;
«Μάλιστα».
«Ωραία! Και τώρα προχώρα! Όπως είσαι. Σούρνωντας»! Ξεκίνησε αλλά κοντοστάθηκε πριν κανει μισό βήμα:
«Α, και κάτι ακόμα. Όσο θα σέρνεσαι η γλώσσα σου να είναι έξω. Θέλω να γλύφεις το πάτωμα εκεί που πατάω…».
Όπως ήρθαν στο δωμάτιο έτσι βγήκαν. Μπροστά αυτή, με τα τακούνια της να γρατσουνάνε το πάτωμα, πίσω της ο μαλακας να σέρνεται με την γλώσσα έξω να το γλύφει. Ευτυχώς ήταν καθαρό, η σκόνη ελάχιστη. Κάποιες φορές γύριζε να τον κοιτάξει, καθώς σερνόταν. Χαμογελούσε ικανοποιημένη που επιτέλους είχε κάποιον να τον ξεφτιλίζει. Ο μαλάκας σκέφτηκε με βεβαιότητα πως είχε ήδη υγρανθεί.
Η υπηρέτρια τον οδήγησε στο βεστιάριο. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που είχε αξιοποιηθεί για την πλούσια συλλογή ρούχων της Κυρίας Στέλλας. Όλος ο χώρος δεξιά και μπροστά ήταν γεμάτος από ρούχα. Είχε τόσα πολλά που ήταν αδύνατον να τα είχε φορέσει περισσότερο από μια δυο φορές το καθένα. Η υπηρέτρια τον οδήγησε αριστερά εκεί που ήταν η παπουτσοθήκη. Όταν την άνοιξε τον μαλάκα τον έπιασε πονοκέφαλος. Ήταν περισσότερα από 250 παπούτσια εκεί. Όλων των ειδών: Γόβες, πέδιλα, μποτακια, μπότες, αθλητικά, πλατφόρμες, σανδάλια, παντόφλες.
«Σε περιμένει πολλή δουλειά», του είπε η υπηρέτρια μειδιώντας. «Αλλά θα στην κάνω πιο ευχάριστη». Και με τα λόγια αυτά έπιασε μια γόβα, με πολύ μακρύ και ψιλό τακούνι. Του την έδωσε και του είπε ξερά: «γλύψε το τακούνι». Ο μαλάκας ξεκίνησε να την γλύφει από τη σόλα. Τότε η υπηρέτρια τον κλώτσησε στο κεφάλι, οργισμένη: «είπα γλύψε το τακούνι, μαλάκα»!
Η κλωτσιά ήταν τόσο δυνατή που του έφυγε η γόβα από το χέρι. Την έπιασε ξανά και ξεκίνησε να ρουφάει το τακούνι: «Έτσι, σαν πούτσα να το ρουφάς, σαν καβλί. Να το απολαμβάνεις» τον ειρωνευόταν η υπηρέτρια. Ύστερα από ένα λεπτό τον σταμάτησε:
«Η ώρα της ηδονής τελείωσε. Δώστην μου και γονάτισε». Ο μαλακας έκανε ότι του είπε.
«Άνοιξε τον κόλο σου, με τα χέρια σου». Ο μαλακας υπάκουσε στην χυδαία εντολή. Τότε εκείνη έπιασε την γοβα κι έχωσε το τακούνι στον κόλο του. Ο δούλος βόγγηξε: «Σκασμός», είπε η υπηρέτρια. «Άμα βογγάς έτσι, με ένα τακούνι στον κόλο, τί θα κάνεις όταν θα σε γαμίσει η Κυρία; Το τακούνι είναι για να μην ξεχαστείς και κάθεσαι. Όλες τις δουλειές θα τις κάνεις στα τέσσερα. Και τώρα ξεκίνα. Σε μια ώρα να έχεις τελειώσει…». Και με τα λόγια αυτά έφυγε, αφήνοντάς τον να χάσκει, τα 250 τακτοποιημένα παπούτσια…
Φυσικά ήξεραν και οι δύο πως ήταν αδύνατον να γυαλίσει –και μάλιστα με τον συγκεκριμένο τρόπο- 250 ζευγάρια παπούτσια σε μια ώρα. Και φυσικά ήξεραν και οι δύο πως όλο αυτό ήταν απλώς μια αφορμή για να τιμωρηθεί. Για να του γδάρουν το τομάρι…