Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Δούλα για σπίτι  (Αναγνώστηκε 7596 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος geogou

  • Προχωρημένος
  • **
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 88
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2
  • -Έλαβε: 6
Απ: Δούλα για σπίτι
« Απάντηση #15 στις: Ιουλίου 08, 2017, 05:00:06 μμ »
Ευχαριστώ. Οι επόμενες συνέχειες θα είναι ακόμα πιο σκληρές. Επίσης προσπαθώ να ικανοποιώ όλα τα γούστα. Ουρολαγνεία, μαζοχισμό, ποδολαγνεία, εξευτελισμούς, κ.λπ.

Αποσυνδεδεμένος koke

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 694
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 580
  • -Έλαβε: 31
Απ: Δούλα για σπίτι
« Απάντηση #16 στις: Ιουλίου 09, 2017, 11:44:58 πμ »
βαλε αν μπορεις και πατημα στο λαιμο.... :clapping:
Ειμαι Money slave σε κοπελες απο Θεσσαλονικη....

Αποσυνδεδεμένος geogou

  • Προχωρημένος
  • **
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 88
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2
  • -Έλαβε: 6
Η ΔΟΥΛΑ (μέρος VΙΙ)
« Απάντηση #17 στις: Ιουλίου 10, 2017, 03:39:29 μμ »
Ο μαλάκας ξεκίνησε με ζήλο να καθαρίζει τα παπούτσια της Κυρίας Στέλλας. Είχε αποφασίσει πως -εφόσον δεν προλάβαινε να καθαρίσει όλα τα παπούτσια της Κυρίας Στέλλας κι εφόσον δεν θα γλύτωνε το ξύλο- θα μπορούσε, τουλάχιστον, να κάνει όσο καλύτερη δουλειά γινόταν και να το απολαύσει όσο περισσότερο μπορούσε. 
Ξεκίνησε με ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες. Έπιασε την πρώτη, έφερε στο στόμα το τακούνι κι άρχισε να το πιπώνει. Ύστερα ξεκίνησε να καθαρίζει το εσωτερικό μέρος της γόβας. Το μεθυστικό άρωμα της ποδαρίλας της Κυρίας Στέλλας χύθηκε στα ρουθούνια του. Πέρασε την γλώσσα του από όλα τα σημεία και στην συνέχεια έπιασε να γλύφει την σόλα. Ευτυχώς τα περισσότερα παπούτσια ήσαν σχετικά καθαρά καθώς η Κυρία Στέλλα είχε τόσα πολλά που σπάνια χρειαζόταν να φορέσει το ίδιο ζευγάρι δεύτερη φορά. Εκτ΄ςο αυτού ήταν προφανές πως άλλοι δούλοι φρόντιζαν τακτικά για να τις διατηρούν σε άριστη κατάσταση. Έτσι η δουλειά του τελείωνε σχετικά γρήγορα.

Κάποια στιγμή, λίγο πριν συμπληρωθεί το χρονικό πλαίσιο που του είχαν θέσει βρέθηκαν στα χέρια του οι ιππικές της μπότες. Μαύρες, γυαλιστερές, μύριζαν υπέροχα. Ο μαλάκας τις έστησε όρθιες και ξάπλωσε μπρούμυτα για να τις γλύψει. Οι μπότες αυτές ήταν οι μόνες που ήταν πραγματικά βρώμικες, λασπωμένες, με μια ξερή λάσπη στις σόλες και σκόνη επάνω τους. Ο μαλάκας ξεκίνησε με ζήλο την δουλειά. Έγλυψε καλά καλά την σκόνη πρώτα κι ύστερα καθάριζε, με την γλώσσα πάντα, την ξερή λάσπη. Την νότιζε καλά καλά με το σάλιο του, την ξεκολλούσε από την σόλα με την γλώσσα του και την κατάπινε! Είχε σχεδόν τελειώσει όταν η υπηρέτρια επέστρεψε.

«Τελείωσες;», τον ρώτησε χαμογελώντας ειρωνικά.
«Όχι Κυρία»
«Και τι έκανες; Τεμπέλιαζες; Αλλά δεν πειράζει, καλύτερα, θα μου φτιάξεις την μέρα. Τσακίσου ακολούθησέ με».
Το γνωστό σκηνικό επαναλήφθηκε. Η υπηρέτρια μπροστά, πίσω ο μαλάκας να σέρνεται στο πάτωμα με τη γλώσσα έξω να το γλύφει. Ο μαλάκας συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως η γλώσσα του είχε ξεραθεί. Απορώντας κι ό ίδιος με την τόλμη του σταμάτησε να σέρνεται και είπε:
«έχει ξεραθεί η γλώσσα μου, σας ικετεύω για λίγο νερό».

Η υπηρέτρια γύρισε να τον κοιτάξει. Στο πρόσωπό της αρχικά σχηματίστηκε η έκπληξη από το θράσος του μούλου. Ύστερα η οργή. Αλλά στο τέλος μαλάκωσε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της: «Νερό θέλει το πουλάκι μου; Να του δώσουμε, βεβαίως». Με τα λόγια αυτά, τον έπιασε από τα μαλλιά και με δύναμη ασύμβατη με τον σωματότυπό της τον έσυρε μέσα στην τουαλέτα.
Έπιασε το κεφάλι του, το έχωσε μέσα στην λεκάνη και του είπε: «Νερό ήθελες, ρε μούλε; Πιές νερό». Και με τα λόγια αυτά τράβηξε το καζανάκι που ξεκίνησε να κυλάει το νερό παντού στη λεκάνη. Ο μούλος τότε άρχισε να γλύφει σαν τρελός τα τοιχώματα της λεκάνης. Η υπηρέτρια οδηγούσε με το χέρι της το κεφάλι του τρίβοντάς το πάνω στα υγρά τοιχώματα. Όταν η ροη του νερού σταμάτησε η υπηρέτρια έσπρωξε πιο βαθιά το κεφάλι του μούλου, στην μικρή λίμνη που σχηματίζεται στην βάση της λεκάνης: «Πιές ρε μούλες νερό, πιές ρε μαλάκα να χορτάσεις, γιατί θα ξαναπιείς αύριο πάλι…».
Τον άφησε και έκανε μισό βήμα πίσω για να απολαύσει το θέαμα. Ήταν πράγματι διασκεδαστικό να βλέπεις έναν άνθρωπο με το πρόσωπο χωμένο στη λεκάνη να προσπαθεί να πιει νερό μέσα από την τουαλέτα: «είσαι πολύ τυχερός. Σε έφερα στην προσωπική και αποκλειστική τουαλέτα της Κυρίας Στέλλας. Κανείς άλλος δεν κατουράει ούτε χέζει σε αυτήν. Είσαι πολύ τυχερός…».

Ο μούλος κάποια στιγμή χόρτασε νερό και τραβήχτηκε. Η υπηρέτρια τότε του είπε:
«Ακολούθησέ με».
Πράγματι την ακολούθησε, όπως πάντα. Διέσχισαν ξανά το χολ, ύστερα την τραπεζαρία και βγήκαν στην βεράντα. «Για μία και μόνη φορά μπορείς να σηκωθείς και να έρχεσαι πίσω μου τρέχοντας», του είπε η υπηρέτρια αναγνωρίζοντας πως θα καθυστερούσαν αρκετά αν χρειαζόταν να τον περιμένει να σέρνεται στο χώμα. Και δεν είχε καμία όρεξη να περπατάει για ώρα στην ζέστη. Ο μούλος σηκώθηκε και άρχισε να την ακολουθεί τρέχοντας.

Η υπηρέτρια τον οδήγησε σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι, ένα υποστατικό, ξεχωριστό από το κυρίως σπίτι. Εκεί ήταν το πλυσταριό. Εκτός από το πλυντήριο υπήρχε και μία σκάφη μπηγμένη γερά στο χώμα. Δίπλα στην σκάφη σε μια γωνία ήταν ένα μικρό καλάθι. «Εκεί είναι τα άπλυτα εσώρουχα της Κυρίας Στέλλας. Πάρτα και πιάσε δουλειά. Θα τα πλένεις στο χέρι με πράσινο σαπούνι, μέσα στην σκάφη. Όταν τελειώσεις θα τα απλώσεις με προσοχή εδώ μέσα, στο σχοινί που κρέμεται εκεί…», του είπε κι έδειξε στην ανατολική πλευρά ένα κομμάτι πλαστικό σκοινί που ένωνε τους δύο τοίχους.

«Αν καταστρέψεις κάποιο από τα εσώρουχα μην με περιμένεις να γυρίσω, ούτε να απλώσεις τα εσώρουχα της Κυρίας. Καλύτερα να χρησιμοποιήσεις το σχοινί για να αυτοκτονήσεις. Θα είναι προτιμότερο από αυτό που θα σου κάνει η Κυρία…». Και γελώντας και τραγουδώντας αποχώρησε… 

Αποσυνδεδεμένος geogou

  • Προχωρημένος
  • **
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 88
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2
  • -Έλαβε: 6
Η ΔΟΥΛΑ (μέρος ΙΧ)
« Απάντηση #18 στις: Ιουλίου 12, 2017, 01:33:42 μμ »
Ύστερα από τόση ώρα με μαρτύρια, ξύλο, προσβολές, φτυσίματα, ύστερα από ένα ατέλειωτο όργιο πόνου, όταν η πόρτα στο πλυσταριό έκλεισε πίσω της και η δούλα έμεινε μόνη ένιωσε ξαφνικά ότι βρέθηκε στον παράδεισο. Μπροστά του απλώνονταν ένα μεγάλο κουτί με περισσότερα από 30 κιλοτάκια σε όλα τα σχέδια, τα χρώματα και τις ποιότητες. Μαύρα στριγκάκια, λευκά δαντελωτά μπόξερ, κόκκινα σατέν, μωβ τάνγκα, sexy κορσέδες και τοπάκια. Ένας ποταμός χρωμάτων και μια πανδαισία αρωμάτων. Έβαλε το κεφάλι του στο καλάθι των απλύτων και ρούφηξε όλες τις μυρωδιές. Έμεινε μεθυσμένος εκεί για 5-10 λεπτά. Ύστερα τα έπιασε ένα-ένα με το χέρι του και άρχισε να τα μυρίζει. Αλλά δεν του έφταναν. Πήρε και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο. Γέμισαν αρώματα τα ρουθούνια του. Μουνίλα, κατρουλίλα, σκατίλα. Στα λευκά διαγράφονταν έντονες και οι αποχρώσεις από τα «ζουμιά» της Κυρίας Στέλλας. Αποχρώσεις του κίτρινου, λεκέδες από τα υγρά Της, ίσως και από τα υγρά των γαμιάδων Της.

Η δούλα πέρασε την γλώσσα της αργά και ηδονικά πάνω από τα «σημάδια». Βάλθηκε να τα μουσκεύει με το σάλιο της, πριν προσπαθήσει να τα ρουφήξει με τη γλώσσα της. Αλλά ούτε αυτό του έφτανε. Διάλεξε τα πιο βρωμερά, τα πιο λερωμένα και μπούκωσε με αυτά το στόμα του. Σε μια δυο κιλότες μπορούσε να νιώσει τις ξεραμένες βρωμιές να ακίζουν την άκρη της γλώσσας του. ΤΟ γεγονός αυτό, το γεγονός ότι γευόταν τις βρωμιές της Κυρίας Στέλλας, τον ερέθισε.  Άρχισε να μουγκρίζει και να τρίβεται πάνω στο πάτωμα. Μυρίζοντας, καταπίνοντας, γλύφοντας ο οργασμός του δεν άργησε να έρθει, ύστερα και από τόσες ώρες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς. Όταν ήρθε η ώρα της κορύφωσης θα ούρλιαζε τόσο δυνατά που θα σήκωνε όλο το σπίτι στον αέρα, όμως στάθηκε τυχερός αφού τα εσώρουχα στο στόμα του έπνιξαν τις κραυγές του. Το πλούσιο σπέρμα του, ύστερα από εβδομάδες που είχε μείνει ..ανενεργός πλημμύρισε το πάτωμα.
Όταν τελείωσε έμεινε ακίνητος για μερικά λεπτά. Θα χρωστούσε πάντα ευγνωμοσύνη στην υπηρέτρια που τον είχε αφήσει μόνο του για τις λίγες στιγμές αυτές ηδονής. Τώρα ήξερε πως μπορούσε να αντέξει τα πάντα. Έσκυψε αμέσως στο πάτωμα κι έγλυψε το αλμυρό σπέρμα του. Τόσα χρόνια σκλάβος είχε υποχρεωθεί να γλείψει τόσες φορές το σπέρμα του, ή να καταπιει το σπέρμα κάποιου γαμιά της Κυράς του, που του φαινόταν πλέον απολύτως φυσιολογικό.

Ύστερα, ο μούλος ξεκίνησε να πιάσει δουλειά. Άνοιξε την βρύση στην μικρή μπανιέρα που ήταν δίπλα στην σκάφη και την ρύθμισε έτσι ώστε να τρέχει χλιαρό νερό. Όταν γέμισε κάπως έριξε μέσα τα εσώρουχα και τα άφησε για λίγο να μουλιάσουν. Τα άφησε για λίγα λεπτά και ύστερα ξεχώρισε τα σουτιέν και τα κούμπωσε. Πήρε ένα - ένα τα κιλοτάκια και τα μετάφερε στην σκάφη. Μετά πήρε ένα κομμάτι σαπούνι στο χέρι και άρχισε να τα τρίβει απαλά. Δεν έβαζε πολλή δύναμη στο τρίψιμο. Το μούλιασμα και η ισχυρή αλλά ευγενική δύναμη του πράσινου σαπουνιού έκαναν όλη την δουλειά. Πάντα ένα ένα τα έστυβε απαλά και τα κρεμούσε, όμορφα απλωμένα, στην σκιερή μεριά της απλώστρας.
Η ώρα είχε περάσει χωρίς να τα καταλάβει. Είχε τελειώσει το πλύσιμο όλων των εσωρούχων τα είχε απλώσει, και είχε κάτσει σε μια γωνιά περιμένοντας. Καθώς περίμενε κοίταζε τα απλωμένα εσώρουχα. Τα είχε καταφέρει περίφημα, δεν είχε χαλάσει ούτε ένα. Ένιωσε περήφανος, αλλά παραδόξως όχι απόλυτα ικανοποιημένος. Τα κοίταζε, τα ξανακοίταζε και μετά έκανε κάτι περίεργο. Σηκώθηκε, πλησίασε ένα απλωμένο σουτιέν, έπιασε το κούμπωμα και μια νευρική απότομη κίνηση το ξήλωσε. Ύστερα το πέταξε μέσα στην σκάφη.
Ήταν ώρα. Γιατί η υπηρέτρια μπήκε ξαφνικά μέσα, κοιτάζοντας τον πάντα με αυτό το σαρδόνιο βλέμμα, του στυλ «κοιτα έναν μαλάκα που βρήκαμε…».

Πλησίασε στα απλωμένα κιλοτάκια, τους έριξε ένα γρήγορο βλέμμα και είπε: «Μπράβο, ωραία δουλειά έκανες..». Έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε, χαμογέλασε σκληρά και πρόσθεσε: «Αλλά τι βλέπω εδώ; Πω πω! Το κατέστρεψες!». Και με τα λόγια αυτά, πήρε στα χέρια της το σουτιέν με το ξηλωμένο κούμπωμα και το έδειξε γελώντας στον μούλο: «μαλάκα μου ο θεός να σε λυπηθεί. Θα σε λιώσει η Κυρία…».
Ο μούλος ανατρίχιασε κι έσκυψε το κεφάλι χωρίς να πει τίποτα. Αν και μόλις είχε χύσει, ένιωσε να ερεθίζεται και πάλι στο άκουσμα των λόγων της υπηρέτριας. 
«Σήκω» του είπε εκείνη κρατώντας πάντα στο χέρι της το χαλασμένο σουτιέν. «Η Κυρία γύρισε με μια φίλη της και σε περιμένει να σε παρουσιάσει σε Αυτήν. Χαρές που θα κάνει με το σουτιέν της. χα χα χα χα χα. Δεν βλέπω την ώρα να τις το δείξω…».
Και αυτή την φορά του επέτρεψε να είναι όρθιος, αλλά τον έπιασε και άρχισε να τον τραβάει από το αυτί. «Μπρος μούλε, κουνήσου».

Βγηκαν και πάλι στον κήπο και κινήθηκαν προς το σπίτι. Τον έμπασε από την κουζίνα και του φώναξε:
«Πήγαινε να κάνεις μπάνιο γιατί βρωμάς. Έχεις τρία λεπτά. Πλύσου, αρωματίσου και λούσε τα μαλλιά σου…». Ύστερα βάλε το κολάρο –και του έδειξε ένα μικρό κολάρο ακουμπισμένο σε ένα μικρό τραπεζάκι. Σε τρία λεπτά έχω έρθει. Να είσαι καθαρός και στεγνός…».

Αποσυνδεδεμένος geogou

  • Προχωρημένος
  • **
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 88
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2
  • -Έλαβε: 6
Απ: Δούλα για σπίτι
« Απάντηση #19 στις: Ιουλίου 14, 2017, 11:07:04 πμ »
Η ΔΟΥΛΑ (μέρος Χ)
Έβγαλε όλα του τα ρούχα, τα δίπλωσε, τα άφησε στην άκρη και μπήκε κάτω από το ντους. Το δροσερό νερό τον ανακούφισε καθώς είχε λιώσει από την ζέστη τόσες ώρες κλεισμένος στο πλυσταριό, ενώ σερνάμενος στο πάτωμα είχε γεμίσει σκόνες.
Ωστόσο το σαπούνι τον έτσουξε. Οι πληγές από το μαστίγωμα δεν προλάβαιναν να κλείσουν, καθώς η Αφέντρα του τον έδερνε κάθε μέρα, κάποτε και δυο φορές τη μέρα: «Για όσα έκανες και για όσα δεν έκανες» του έλεγε γελώντας. Τον έδερνε ακόμα κι όταν τα έκανε όλα τέλεια, ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή τα έκανε όλα τέλεια: «Το γεγονός ότι δεν μου δίνεις αφορμές να σε σαπίσω με εκνευρίζει αφόρητα», του είχε πει μια φορά. «Τι μας το παίζεις, ο mr τελειος; Αλλά θα σε δέρνω έτσι κι αλλιώς, γιατί απλώς μου την σπάς και γιατί με καυλώνει, παλιομαλάκα…».

Έτσι οι πληγές του δεν έκλεινα ποτέ και τον έτσουζαν. Συχνά δεν μπορούσε να κοιμηθεί ανάσκελα γιατί η κυρά του τού είχε οργωσει την πλάτη και πλέον καθόταν σπάνια. Η κυρά του συνήθιζε να τον μαστιγώνει στον κόλο με σκληρές βέργες από μπαμπού και σταματούσε μόνο όταν έσπαγαν. Αν προσθέσει κανείς και τον καθημερινό βιασμό του γίνεται προφανές πως του ήταν πλέον αδύνατον να στέκεται καθιστός.
Τελείωσε γρήγορα το μπάνιο, στα 2,5 λεπτά και βγήκε. Σκουπίστηκε καλά, πήρε το κολάρο, το πέρασε στον λαιμό του κι έπεσε στα γόνατα με το κεφάλι στο πάτωμα και τα χέρια σε στάση ικεσίας. Έτσι τον βρήκε η υπηρέτρια όταν μπήκε μερικά δευερόλεπτα αργότερα: «Μάλιστα, στην ώρα σου, κάτι άρχισες να μαθαίνεις». Τον πλησίασε, πέρασε μιαν αλυσίδα στον κρίκο του κολάρου και τον τράβηξε με δύναμη: «προχώρα μαλάκα, στα τέσσερα».
Διέσχισαν και πάλι το χολ και ξαναμπήκαν στο μεγάλο σαλόνι. Δυο γυναίκες, η Κυρία Στέλλα και η φίλη Της συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Η υπηρέτρια άφησε το λουρί, πλησίασε τις δυο Κυρίας και γονάτισε μπροστά τους. Έσκυψε και φίλησε την μύτη από το δεξί παπούτσι κάθε Κυρίας και είπε: «ο δούλος Σας είναι έτοιμος για χρήση».
Η Κυρία Στέλλα άπλωσε το παπούτσι της ξανά, έσπρωξε ελαφρά την υπηρέτρια και τις είπε: «μπορείς να πηγαίνεις». Η υπηρέτρια, οπισθοχώρησε χωρίς να σηκωθεί, στα τέσσερα, και μόνο όταν απομακρύνθηκε από τις Κυρίες σηκώθηκε στα δύο της πόδια. Ξαφνικά η Κυρία Στέλλα την σταμάτησε: «Δεν μου είπες, πως τα πήγε με τις δουλειές;»
Η υπηρέτρια κοντοστάθηκε χαμήλωσε το κεφάλι και είπε: «Ο δούλος δεν γυάλισε ούτε τα μισά παπούτσια σας Κυρία. Και έσπασε ένα κούμπωμα στο σουτιέν Σας».
«Κατάλαβα! Πλήρης αποτυχία δηλαδή. Τελείως άχρηστος. Καλά θα λογαριαστούμε μαζί του μετά για όλα αυτά. Προηγείται η διασκέδαση. Εσύ εξαφανίσου τώρα», ξαναείπε στην υπηρέτρια. «Και μη νομίζεις πως θα την γλυτώσεις για τις δικές του μαλακίες. Μαζί θα την πληρώσετε».
Η υπηρέτρια έφυγε ρίχνοντας ένα βλέμμα γεμάτο μίσος στον δουλο που όλη αυτή την ώρα καθόταν ακίνητος με το μέτωπο στο πάτωμα.

«Εσύ, μαλάκα», είπε η Κυρία Στέλλα απευθυνόμενη στον δούλο. «Σήκω και στάσου μπροστά μας. Τα χέρια στην θέση του σκλάβου…».
Ο δούλος σηκώθηκε και στάθηκε γυμνός μπροστά στις δύο Γυναίκες, με τα χέρια πίσω απο την πλάτη στην θέση του σκλάβου.
«Τι είσαι εσύ;», τον ρώτησε
«Ο μαλάκας Σας» απάντησε εκείνος
Οι δυο Κυρίες γέλασαν: «Πόσο μαλάκας είσαι δηλαδή;»
«Πολύ μαλάκας Κυρία, ο πιο μεγάλος μαλάκας που έχετε γνωρίσει…».
«Σε φωνάζανε μαλάκα τα κορίτσια όταν ήσουν μικρός;»
«Όχι Κυρία αλλά μου φέρονταν σαν να είμαι μαλάκας. Καμία δεν δεχόταν να τα φτιάξει μαζί μου και με είχαν μόνο για να με στέλνουν για θελήματα ή για να τους αγοράζω πράγματα»
«Σε κάβλωνε αυτό, ότι σου φέρονταν έτσι;»
«Μάλιστα Κυρία».
Έγινε μια παύση λίγων δευτερολέπτων. Οι δυο Κυρίες κάτι είπαν χαμηλόφωνα
«Περπάτησε εδώ μπροστά μας», του ειπε η Κυρία Στέλλα. Εκείνος, με αργά, μικρά βήματα, περπάτησε μπροστά τους σχηματίζοντας έναν κυκλο μέχρι που ξαναβρέθηκε στο ίδιο σημείο. Εκεί σταμάτησε. «Κάνε έναν κύκλο. Αργά, πολύ αργά». Εκείνος υπάκουσε.
Οι δυο Κυρίες χάζευαν την σκαμμένη από το μαστίγιο πλάτη του: «Βλέπω η αδερφή σου του τις βρέχει κανονικά», μίλησε για πρώτη φορά η φίλη της Κυρίας.
«Α, μην το συζητάς. Τέτοιος άχρηστος που είναι, τέτοιος μαλάκας. Αλλά να δεις εγώ τι του ετοιμάζω για το σουτιέν που μου έσπασε». Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε τον δούλο ανάμεσα στα σκέλια του.
«Πώς σου φαίνεται το πουλί του;» ρώτησε η Κύρια τη φίλη Της.
«Το ποιο; Που ‘ν’ το;» απάντησε εκείνη κι έσκασαν στα γέλια, αντικρίζοντας το πραγματικά ζαρωμένο, άτριχο, θλιβερό πέος του. «Τουλάχιστον κολοτρυπίδα έχει;», ρώτησε η φίλη αναμεσα στα γέλια.
«Α, ενδιαφέρουσα ερώτηση! Θα δούμε! Γύρνα και σκύψε, μούλε», είπε η Κυρία Στέλλα, κοφτά, με σκληρό τόνο.
Εκείνος γύρισε 180 μοίρες κι έσκυψε.
«Σκύψε πιο κάτω, πιο πολύ. Κι άνοιξε τα πόδια σου».
Υπάκουσε αγκομαχώντας.
«Τώρα άνοιξε με τα χέρια σου τα κολομέρια σου. Άνοιξέ τα τέρμα να δούμε καλά την τρύπα σου».
Υπάκουσε στην χυδαία εντολή. Έπιασε τα κολομέρια του και τα άνοιξε τελείως.
Οι δυο φίλες σηκώθηκαν και τον πλησίασαν. Η Κυρία Στέλλα έστριψε προς το διπλανό τραπεζάκι, άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα ζευγάρι γάντια μιας χρήσης. Έδωσε το ένα στην φίλη της και κράτησε το δεύτερο:
«Έλα να παίξουμε με τον κόλο του λίγο», είπε χαμογελώντας
Φόρεσαν το γάντι στο χέρι και η Κυρία Στέλλα πλησίασε με το γαντοφορεμένο χέρι την τρύπα του. Την χάιδεψε απαλά έναν γύρω και ύστερα μαλακά έσπρωξε το δάχτυλο μέσα. Άρχισε να το βάζει και να το βγάζει με ήρεμες κινήσεις. Ο δούλος ένιωσε την ανασα του να κόβεται. Η Κυρία Στέλλα έπαιξε λίγο ακόμα με την κολοτρυπίδα του κι ύστερα τον παρέδωσε στην φίλη της.
Εκείνη έβαλε κατευθείαν τα δυο της δάχτυλα κι άρχισε να τα στρίβει μέσα στο κωλάντερο του δούλου. Ο δούλος μούγκρισε κι άκουσε την Κυρία Στέλλα να του φωνάζει αγριεμένη: Σκασμός! Ούτε δυο δάχτυλα δεν σου βάλανε και μουγκρίζεις… Να μην ακούσω κιχ».

Η φίλη της Κυρίας Στέλλας έβαλε τώρα τρία δάχτυλα και έτριβε το κωλάντερο. «Έχω μιαν ιδέα», είπε. «Θέλεις να του βάλουμε ένα μπουκάλι στον κώλο; Για να δουμε πόσο στενός είναι ο κώλος του, ή πόσο του τον έχει ανοίξει η αδερφή σου;»
«Υπέροχη ιδέα», είπε η Κυρία Στέλλα ενθουσιασμένη
«Λες να χωράει ένα μπουκάλι ο κώλος του;»
«Δεν με νοιάζει αν χωράει. Θα το χωρέσει επειδή το θέλω εγώ, μακάρι να του σκίσω τον κώλο στα δυο.» Η Κυρία πήρε το άδειο μπουκάλι του κρασιού, το γύρισε από την ανάποδη και το άλειψε με βαζελίνη.
«Σκύψε μπροστά και ακούμπησε το κεφάλι σου στο πάτωμα. Σήκωσε τον κώλο σου και άνοιξέ τον με τα χέρια σου. Τέρμα» είπε η Κυρία.

Ο μούλος έκανε ό,τι του είπε η Κυρία Στέλλα. Έσκυψε μπροστά, με το κεφάλι στο πάτωμα, και τέντωσε ψηλά τον κώλο του. Τον άνοιξε καλά με τα χέρια του και περίμενε. Τώρα δεν στηριζόταν πουθενά. Οι δυο Κυρίες, αφού του έβαλαν λίγη βαζελίνη και έπαιξαν με την κωλοτρυπίδα του όσο ήθελαν, άρχισαν να του χώνουν το μπουκάλι. Στην αρχή δεν έμπαινε, αλλά μετά, η Κυρία γύρισε το μπουκάλι με κυκλικές κινήσεις και του το έχωσε βιδωτά.
«Άντε. Περπάτα τώρα στα τέσσερα, σαν σκυλίτσα. Άντε μούλε» είπε η Κυρία και κροτάλισε τα δάχτυλά της.
Ο δούλος έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να περπατά αργά, με το μπουκάλι χωμένο βαθιά στον κώλο του. Σε κάθε κίνηση το ένιωθε μέσα του, κρύο, σκληρό και άκαμπτο. Το πέος του είχε όμως ζωηρέψει για τα καλά και η φίλη της Κυρίας του το παρατήρησε αμέσως: «καλε κοίτα έχει πούτσο τελικά…».
«Έλα, ξεκίνα να γαυγίζεις. Γαύγιζε σκύλα, να σε ακούω», τον πρόσταξε η Κυρία Στέλλα.
«Γαβ, γαβ, γαβ» άρχισε να κάνει ο μούλος. Οι δυο Κυρίες είχαν λυθεί στα γέλια. «Τώρα θέλω να κάνεις πως κάνουν οι σκυλίτσες όταν τις δέρνεις». Κι αμέσως έβγαλε ένα μικρό ιππικό μαστίγιο και τον μαστίγωσε στην πλάτη: «Κάααιιιι, κάιιιι, κάαααιιιι», ούρλιαξε ο μούλος μιμούμενος άψογα το ταλαιπωρημένο σκυλί.
«Ξέρεις, αγάπη τον σκύλο μου, τον αληθινό μου σκύλο, τον Αμόρ; Είναι ένας λύκος καθαρόαιμος…», ρώτησε η Κυρία Στέλλα την φίλη Της.
«Ναι φυσικά τον έχω δει. Πανέμορφος σκύλος!»
«Λέω να τον φέρω κάποια στιγμή εδώ να γαμίσει την σκυλίτσα αυτή. Ωραία ιδέα δεν θα ήταν;»
«Τέλεια ιδέα. Αλλά να με φωνάξεις να το δω live!».
«Εννοείται αγάπη μου. Ίσως φωνάξω και τα άλλα κορίτσια για το σόου… Εσύ τι λες σκυλίτσα; Θα ήθελες να σε γαμίσει ο Αμορ; Γαύγισε μία φορά αν θέλεις και δύο αν δεν θέλεις».
Ο τρομαγμένος σκλάβος γαύγισε δυο φορές.
«Α, δεν θέλεις δηλαδή. Καλά χεστήκαμε δηλαδή, σιγά μην σου πάρουμε και την άδεια…».

Αποσυνδεδεμένος geogou

  • Προχωρημένος
  • **
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 88
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2
  • -Έλαβε: 6
Η ΔΟΥΛΑ (μέρος XΙ)
« Απάντηση #20 στις: Ιουλίου 16, 2017, 07:38:31 μμ »
Όταν βαρέθηκαν να τον χαζεύουν η Κύρια τον έβαλε μπροστά στα πόδια τους και τον χρησιμοποίησαν και οι δύο σαν υποπόδιο. Κάπνιζαν και μιλούσαν μεταξύ τους για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή αργότερα, η φίλη της Κυρίας Στέλλας στράφηκε και κάτι τις είπε: Η Κυρία Στέλλα χαμογέλασε, κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της και σκούντηξε τον δούλο με τη μυτη της γόβας Της: «Ει, μούλε, ξύπνα, κοιμήθηκες;», γέλασε. Τον πρόσταξε να σταθεί στα γόνατα μπροστά τους. Εκείνος μετακινήθηκε και στάθηκε στα γόνατα. Το μπουκάλι ήταν πάντα στον κόλο του:
«Είπες ότι είσαι μεγάλος μαλάκας. Αλλά είσαι άξιος να γίνεις ο προσωπικός μας μαλάκας;».
«Είμαι ο μαλάκας της Κυρίας Πελαγίας», είπε εκείνος, αναφερόμενος στην αδερφή της Κυρίας Στέλλας. «Αν μου το επιτρέψει μπορώ να γίνω ο προσωπικός σας μαλακας.»
«Καλά καταρχήν να δούμε πόσο μαλάκας είσαι. Αν αξίζεις να είσαι ο μαλάκας της αδερφής μου κι αν αξίζεις να γίνεις και ο δικός μας μαλάκας… Εμπρός λοιπόν ξεκίνα να τον παίζεις.»

Ο μούλος αιφνιδιάστηκε. Κοιτούσε μία την Κυρία Στέλλα και μια την φίλη Της. Η Κυρία Στέλλα εκνευρίστηκε: «Εμπρός λοιπόν μούλε, ξεκίνα να τον παίζεις. Θέλω να σε δω να τραβάς μαλακία. Η φίλη μου είπε ότι δεν έχει ξαναδεί άντρα μαλάκα…». Και με τα λόγια αυτά άστραψε τρία χαστούκια στον μούλο. Τον χτύπησε όπως έπρεπε. Τρία κοφτά, γρήγορα δυνατά χτυπήματα: με την παλάμη, με την ανάστροφη και πάλι με την παλάμη. Είχε βαρύ χέρι, γεμάτο δαχτυλίδια. Το αποτύπωμα του χεριού της έμεινε στο πρόσωπό του.
Έπιασε το ζαρωμένο πέος του με το αριστερό χέρι και ξεκίνησε να το τραβάει: «Έχει δυο λεπτά για να χύσεις», του είπε η κυρία Στέλλα. «Έχεις δυο Θεές μπροστά σου και ο χρόνος αυτός, σού φτάνει και περισσεύει». Ο άμοιρος δούλος άρχισε να δίνει την μάχη με το χρόνο. Είχε πιάσει το πέος του με τα δυο δάχτυλα και το τραβούσε μπρος πισω. Οι δυο φίλες γελούσαν και τον ειρωνεύονταν: «Αντε, μαλάκα, δώστου μαλάκα». «δείξε μας πόσο μαλάκας είσαι, πόσο άξιος είσαι να γινεις ο μαλάκας μας…».
Οι βρισιές και το αίσθημα ταπείνωσης που τον περιέβαλε τον βοήθησαν να ερεθιστεί πολύ γρήγορα. Από την άλλη μεριά όμως, είχε μαλακιστεί μόλις πριν λίγο, στο πλυσταριό. Ήταν εντελώς αδύνατο να χύσει σε δυο λεπτά. Τα οποία πέρασαν και έκαναν την Κυρία Στέλλα να φουντώσει: «Ακόμα ρε άχρηστε να χύσεις. Παλιοξεφτίλα θα σε λιώσω».

Τον έπιασε από τα μαλλιά, τον σήκωσε ψηλά και τον κλώτσησε με δύναμη στα αρχίδια. Ούρλιαξε από τον πόνο. «Θα σε κάνω να μην ξαναχύσεις για ένα χρόνο παλιοαρχίδι που με ξεφτίλισες στην φίλη μου» του είπε. Τον έστησε στα γόνατα κι άρχισε να τον χαστουκίζει. Χτυπούσε με σύστημα: τρία χτυπήματα στη σειρά. Το κεφάλι του κινιόταν σαν άδειο τενεκεδάκι. Τα χοντρά δαχτυλίδια έσκισαν το χείλος του κι ένα χτύπημα τον βρήκε στην μύτη και την άνοιξε. Η Κυρία Στέλλα χαστούκιζε με δύναμη σαν να ήθελε να του ξεκολλήσει το κεφάλι. «Παφ, παφ, παφ». Τρία γρήγορα και κοφτά χτυπήματα. Λίγα δευτερόλεπτα για μιαν ανάσα και ξανά: «Παφ, παφ, παφ». Σε λίγο στο παιχνίδι μπήκε και η φίλη της Κυρίας Στέλλας. Εκείνη φόρεσε ένα δερμάτινο γάντι στο αριστερό της χέρι και ξεκίνησε. Οι δυο γυναίκες εναλλάσονταν στα χτυπήματα: «παφ, παφ, παφ». Μια δυο φορές έχασε την ισορροπία του, έπεσε κάτω και το γυάλινο μπουκάλι μετακινήθηκε πιο βαθιά, κάνοντας τον να ουρλιάξει.
Τον έδερναν πάνω απο μισή ώρα και σταμάτησαν μόνο όταν κουράστηκαν και πόνεσε το χέρι τους. Ο μούλος ένιωσε το κεφάλι του να έχει πρηστεί. Τελικά τον παράτησαν, ματωμένο και πρησμένο στο πάτωμα. Τον αγνοούσαν τελείως, παρεκτός, από κάποιες φορές μόνο που τον τρύπαγαν στα πλευρά με τα μυτερά τακούνια τους, ή του φώναζαν να στρέψει το κεφάλι προς το μέρος τους για να τον περιλούσουν με φτυσίματα. Κάποια στιγμή όλο το σώμα του είχε γεμίσει κοκκινίλες από τα τρυπήματα που του έκαναν τα τακούνια των δυο Γυναικών ενώ από το πρόσωπο του έσταζαν στο πάτωμα ροές από τα σάλια Τους. 

«Δεν του βγάζεις τώρα το μπουκάλι;» είπε η φίλη της Κυρίας. «Θέλω να τον γαμήσω.»
«Εννοείται αγάπη μου. Κάνε ό,τι γουστάρεις μαζί του. Είναι καλά εκπαιδευμένος».
Η Κυρία τράβηξε το μπουκάλι με μια κίνηση. Ο μούλος βόγκηξε. «Σκασμός, μαλάκα», του είπε. Τον αγριοκοίταξε και τον πρόσταξε να πάει στην τουαλέτα και να περιμένει γονατιστός, μπροστά στη λεκάνη, με το κεφάλι να ακουμπάει μέσα. Μετά από λίγο ήρθε η φίλη Της. Είχε γδυθεί και είχε φορέσει ένα τεράστιο dildo. Του έπιασε το κεφάλι από τα μαλλιά, το έστρεψε προς το μέρος της και του έχωσε το dildo βαθιά στο στόμα. Του γάμισε για λίγη ώρα το στόμα κι ύστερα τον γύρισε ξανά με το κεφάλι μέσα στη λεκάνη. Του ανασήκωσε τον κώλο και άρχισε να τον γαμάει από πίσω. Με κάθε κίνησή της, το κεφάλι του χτυπούσε μέσα στη λεκάνη: «Πάρτον δούλα, όλον μέσα. Σε σκίζω τώρα μούλε. Θα σου δωσω τον κώλο να τον φάς, ξεφτιλισμένε άντρα….». Στο μεταξύ η Κυρία Στέλλα είχε ακουμπήσει στον τοίχο, τους κοίταζε και γελούσε, γελούσε, γελούσε…

Η φίλη της Κυρίας τον γαμούσε σχεδόν ένα τέταρτο. Δεν σταμάτησε ούτε όταν τον άκουσε να βογγάει ούτε όταν είδε το αίμα να τρέχει ποτάμι από τον κόλο του. Του το είχε πει άλλωστε: «θα σε σακατέψω καριόλη, θα σε κάνω να μην μπορείς να κάτσεις ένα μήνα». Τελικά, σταμάτησε μόνο όταν κουράστηκε. Βγήκε από μέσα του και πρόσταξε: «μην κουνηθείς». Έμεινε ακίνητος. Ο κόλος του έκαιγε και ένιωθε τις ροές του αίματος να τρέχουν από τον κόλο στα πόδια.
Η φίλη της Κυρίας γύρισε στην Κυρία Στέλα και τις είπε: «Αγάπη φέρε μου το μαστίγιο». Η Κυρία Στέλλα πήγε στο δωμάτιό της και κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα τα μαστίγια. Τελικά διάλεξε ένα και τις το έφερε: «Μην τον λυπηθείς», τις είπε. «Δεν το έχω σκοπό», τις απάντησε.

Η φίλη της Κυρίας πήρε το μαστίγιο και στράφηκε στον δούλο: «Θα σε ακούω να μετράς. Καθαρά και δυνατά. Και μετά θα λες «ευχαριστώ πολύ Κυρία». Κι έριξε την πρώτη.
Τα είδε όλα. Το μαστίγιο τυλίχτηκε στο κορμί του από την δεξιά πλευρά. Οι ουρές έφτασαν στην κοιλιά του. Στο πρώτο κιόλας χτύπημα είχε καταλάβει ποιο μαστίγιο διάλεξε η Κυρία Στέλλα. Ήταν ένα σπάνιο, χειροποίητο κομμάτι που είχαν αγοράσει οι δυο αδερφές σε μια δημοπρασία στο ΟWK στην Τσεχία. Είχαν πάει εκεί για να περάσουν τα Χριστούγεννα πριν τρία χρόνια. Μεγάλη εμπειρία. Σε μια δημοπρασία, κάποια Κυρία έβγαλε ένα μαστίγιο, ένα nine tails από δέρμα ταύρου. Τίποτα ιδιαίτερο αν το έβλεπες χωρίς τις απολήξεις του. Γιατί αυτές κατέληγαν σε εννιά πολύ μικρά, σχεδόν αδιόρατα, αλλά ατσάλινα αγκίστρια. Που έμπαιναν μέσα στην σάρκα και την ξέσκιζαν. Οι δυο αδερφές το χρησιμοποιούσαν σπάνια στους σκλάβους τους. Αλλά όταν το χρησιμοποιούσαν αυτοί δεν το ξεχνούσαν ποτέ.

(Ακουμπισμένη στον τοίχο η Κυρία Στέλλα θυμήθηκε την πρώτη φορά που το χρησιμοποίησε. Ζούσε τότε στον 18ο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Παρίσι. Είχε νοικιάσει όλο το ρετιρέ –άλλωστε δεν πλήρωνε αυτή το ενοίκιο αλλά ένας σκλάβος της, πολύ πλούσιος και πολύ δουλοπρεπής. Την πρώτη φορά που ήρθε ο σκλάβος της στο σπίτι τον ρώτησε αν θυμάται σε ποιον όροφο είναι το διαμέρισμα. Ταραγμένος εκείνος από την προσμονή της συνάντησης με την Θεά του έκανε λάθος: «Στον 17ο νομίζω Κυρία».
«Λάθος, αλλά δεν πειράζει δεν θα το ξαναξεχάσεις», του είπε.
Λίγο αργότερα τον έδεσε και τον κρέμασε από το ταβάνι. Ίσα που ακουμπούσε στο πάτωμα.
Έβγαλε το τρομερό μαστίγιο με τα ατσαλένια αγκίστρια και ξεκίνησε να τον χτυπάει στο κουτεπιέ: «πρώτος όροφος»
Το επόμενο χτύπημα ήταν στους αστραγάλους: «δεύτερος όροφος»
Το άλλο στις κνήμες: «τρίτος όροφος». Το επόμενο στα γόνατα: «τέταρτος όροφος». Κάπως έτσι έφτασε στο τελευταίο χτύπημα: τον βρήκε στο μέτωπο και θριαμβευτικά φώναξε: «18ος όροφος».
Ύστερα τον έστριψε ανάποδα και ξεκίνησε από το πίσω μέρος του κεφαλιού: «18ος όροφος», στον σβέρκο «17ος όροφος», στους ώμους «16ος όροφος», στην πλάτη «15ος όροφος». Όταν ήρθε η ώρα για το ισόγειο, το χτύπημα ήταν στον αχίλλειο τένοντα. Η Κυρία Στέλλα δεν είχε αστοχήσει ούτε σε ένα χτύπημα, αλλά ο σκλάβος της δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει. Είχε λιποθυμήσει από ώρα…
).


Αποσυνδεδεμένος geogou

  • Προχωρημένος
  • **
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 88
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2
  • -Έλαβε: 6
Απ: Δούλα για σπίτι (μέρος 10o)
« Απάντηση #21 στις: Ιουλίου 19, 2017, 12:00:34 πμ »
Ποιος ξέρει ποια παράνοια, έκανε την Κυρία Στέλλα να διαλέξει αυτό το τρομερό φονικό όπλο εκείνη τη βραδιά.
«Ένα. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Η πρώτη τον βρήκε στο κεφάλι, πάνω στο αυτί και το αριστερό μάγουλο.
«Δύο. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Σκοτείνιασαν όλα.
«Τρία. Ευχαριστώ πολύ Κυρία»: Η τρίτη έσκισε όλη την πλάτη του.   
«Τέσσερα. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Ούτε υπολόγιζε ούτε πρόσεχε, ούτε ενδιαφερόταν που θα χτυπήσει. 
«Πέντε. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Τον έδερνε πια ανελέητα.
«Έξι. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Του ήταν αδύνατον να σταθεί ακίνητος πια.
«Επτά. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Άρχισε να κλαίει.
«Ο, ο, οοοο, οκτώ. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Άρχισε να ουρλιάζει:
«Ε, ε, ε, εεεεεννιάααααα. Έλεος Κυρία, λυπηθείτε με Κυρία, έλεος Κυρία». Άρχισε να ικετεύει. Γραπώνει τα χείλια της λεκάνης. Έχει γίνει πια η παρηγοριά του. Προσπαθεί να εξαφανιστεί μέσα της. Κάνει εμετό.
«Δέεεεκααααα, άααααα. Έλεοοοοος Κυρία, λυπηθείτε με… σας παρακαλώ, είναι πολύ, δεν μπορώ, δεν αντέχω».

Μα Εκείνη δεν έχει κανένα έλεος. Συνεχίζει αλύπητα. Δεν σταματάει. Εξακολουθεί να χτυπάει όπου βρει. Τα αγκίστρια πια χώνονται παντού. Στα πλευρά του, στην κοιλιά του, στην πλάτη του, στο μάγουλο. Ένα χώθηκε λίγο κάτω από το μάτι του. Ένα του έσκισε τα χείλια. Κι εκείνος πια δεν μετράει. Μόνο παρακαλάει. Έχει πια ξεχάσει και τον πληθυντικό:
«Σε παρακαλώ. Φτάνει. Δεν αντέχω άλλο. Με σκοτώνεις…».

Ύστερα απλώς σταμάτησε να μιλά. Άργησε, αλλά κατάλαβε ότι έπεσε στα νύχια μιας Γυναίκας που μισεί τους άντρες…
Είχε σταματήσει να μετρά, να ουρλιάζει, να κλαίει, να παρακαλά. Είχε δεχτεί πάνω από 30 χτυπήματα και από παντού, σε όλο το σώμα του έτρεχε αίμα. Κατάλαβε επίσης πως δεν είχε καταφέρει να κρατήσει τις σωματικές του ανάγκες. Τα ούρα του μαζί με τα κόπρανά του είχαν φύγει ανεξέλεγκτα και είχαν λερώσει το πάτωμα.

Η Κυρία Στέλλα τα είδε κι έκανε νόημα στην φίλη της να σταματήσει:
«Τι έχεις κάνει εκεί ρε γελοίε; Χέστηκες απάνω σου; Πως μου το έκανες έτσι το λουτρό; Ου να μου χαθείς ξεφτιλισμένε, ανίκανε. Ούτε να προσφέρεις μια χαρά στην Κυρά σου δεν είσαι άξιος. Άχρηστε! Βλάκα! Αλλά θα σου δείξω εγώ».
Τον έπιασε από το μαλλί και κόλλησε το κεφάλι του στην αηδιαστική λάσπη των σκατών και των ούρων: «Εμπρός γλύψτα! Γλύψε τα σκατά σου. Φάτα! Όλα, βρωμιάρη. Γλύψε, γλύψε. Μόνο γι αυτό είσαι άξιος, για να γλύφεις κάτουρα και σκατά από το πάτωμα. Ξεφτίλα…» φώναζε και του έτριβε το πρόσωπο πάνω τους, σαν σφουγαρόπανο. Εκείνος ανακουφισμένος που είχαν σταματήσουν να τον δέρνουν, έβγαλε γεμάτος ευγνωμοσύνη τη γλώσσα του κι άρχισε να γλύφει την παχιά αηδιαστική λάσπη. Η Κυρία Στέλλα του έτριψε για λίγο ακόμα το πρόσωπο και μετά απομακρύνθηκε με σιχασιά. Μαζί με την φίλη της κοίταζαν τον δούλο που έγλυφε τώρα πια με αληθινή λαχτάρα το πάτωμα κι έτρωγε τις ίδιες του τις ακαθαρσίες. Είχε ξαπλώσει στο πάτωμα και τριβόταν πάνω του. Οι δυο Κυρίες είδαν με έκπληξη πως το πέος του είχε μεγαλώσει πολύ και ο δούλος το έτριβε στο πάτωμα κάτω από μια ακατανίκητη, μάλλον πρωτόγονη και αυθόρμητη αντίδραση του κορμιού του. Σε δυο λεπτά είχε χύσει και μόνο τότε σταμάτησε να γλύφει το πάτωμα. Η Κυρία Στέλλα κούνησε αηδιασμένη το κεφάλι της:

«Τσακίσου να καθαρίσεις το μπάνιο. Να το σφουγγαρίσεις με χλωρίνη και να γίνουν όλα αστραφτερά. Ύστερα να μπεις να κάνεις μπάνιο να ξεβρωμίσεις. Και μετά να παρουσιαστείς μπροστά μας…». Και έφυγαν αφήνοντάς τον σχεδόν αναίσθητο από τους πόνους αλλά και την ηδονή…   

Αποσυνδεδεμένος snoupy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • afrates_patousitses
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 309
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 859
  • -Έλαβε: 61
Απ: Δούλα για σπίτι
« Απάντηση #22 στις: Ιουλίου 26, 2017, 01:30:43 μμ »
Respect αδερφέ! Πολύ δυνατή, μακάρι να ήσουν σεναριογράφος σε ταινίες πορνό  :wanker2: :wanker2:
Keep walking  :stiletto:

Αποσυνδεδεμένος Ibiza

  • Ο παλιός είναι αλλιώς
  • ***
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 134
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 7
  • -Έλαβε: 3
Απ: Δούλα για σπίτι
« Απάντηση #23 στις: Αυγούστου 24, 2017, 06:23:14 μμ »
η ιστορια τελειωσε;δεν εχει συνεχεια;