Κάθεται σταυροπόδι στον καναπέ που βρίσκεται δίπλα μου. Τα πόδια της είναι κυριολεκτικά στο πρόσωπό μου. Το τσόκαρο από το πόδι της που ταλαντώνεται πάνω κάτω καθώς κάθεται σταυροπόδι ακουμπά στην κυριολεξία το πρόσωπο μου. Είναι εμφανώς εκνευρισμένη. Παρά την δύσκολη θέση που βρίσκομαι εξακολουθώ να είμαι ερεθισμένος ίσως και εξαιτίας του ποδιού της που καθώς ακουμπάει στο πρόσωπό μου στέλνει στην μύτη μου το υπέροχο άρωμα των ποδιών της που έχει συνδυαστεί άψογα με το δέρμα από τα τσόκαρά της.
«Και τώρα; Εμπρός τι θα κάνεις τώρα; Δηλαδή τι θα έκανες αν δεν βρισκόμουν εδώ;» ρωτάει. Της εξηγώ με ντροπή αλλά αναγκαστικά το τι ακριβώς θα έκανα αφήνοντας την άναυδη.
«Δηλαδή μου λες ότι θα έχυνες χωρίς να μου το αναφέρεις; Αυτό κάνεις κάθε φορά που σε αφήνω ξεκλείδωτο και είσαι μόνος σου;»
«Συγνώμη» ήταν το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω αλλά από ότι φάνηκε δεν ήταν αρκετό.
«Λοιπόν από εδώ και πέρα θα είσαι μόνιμα κλειδωμένος.» είπε και έφυγε από κοντά μου.
Ήρθε μετά από λίγο με την αλυσίδα από το κολάρο μου, την συσκευή αγνότητας, και ένα σακουλάκι παγάκια. Έβαλε τα παγάκια στον σηκωμένο μου πούτσο για να τον ηρεμίσει και στην συνέχεια προσάρμοσε τη συσκευή. Πίστευα ότι η τιμωρία μου ήδη είχε επιβληθεί αλλά είχε αντίθετη άποψη.
«Θα μείνεις δεμένος χειροπόδαρα όλο το ΣΚ.» είπε.
Τραβώντας απότομα του κολάρο μου προσάρμοσε την μια άκρη της αλυσίδας. Την άλλη την άφησε προσωρινά ελεύθερη. Στην συνέχεια κάθισε και πάλι στον καναπέ. Κάνοντας dangling μπροστά από το πρόσωπο μου έριξε δήθεν τυχαία το τσόκαρό της.
Προσπάθησα να πλησιάσω και άλλο για να το γλύψω. Το κατάλαβε.
«Μην τολμήσεις να γλύψεις το τσόκαρό μου χωρίς την άδεια μου» είπε και εγώ αμέσως αποτραβήχτηκα.
«Έτσι μπράβο. Νομίζω σε έχω αφήσει πολύ λάσκα τώρα τελευταία, αλλά πίστεψε με αυτό θα αλλάξει.»
Σαν τιμωρημένο κουτάβι που προσπαθεί να κερδίσει και πάλι την εύνοια του αφεντικού του σύρθηκα πλάι στο πόδι της. Περίμενα ένα χάδι με το γυμνό της πόδι που ωστόσο δεν ήρθε ποτέ. Απεναντίας ένοιωσα την οργή της που δεν είχε κατευνάσει ακόμα καθώς με χτύπησε δυνατά με την πατούσα της στο πρόσωπο. Αποτραβήχτηκα και κούρνιασα πλάι στο τσόκαρό της που μύριζε υπέροχα περιμένοντας την όποια τιμωρία ή διαταγή. Δεν άργησε να έρθει.
«Γλύψε το εσωτερικό πάτο από το τσόκαρό μου» διέταξε ώστε να μην αφήσεις κανένα ίχνος βρωμιάς.
Άρχισα να γλύφω με μανία το εσωτερικό μέρος από το παπούτσι της. Κατά διαστήματα έβλεπα αν έχει φύγει όλη η βρωμιά από το σημείο που έγλειφα και συνέχιζα. Μόλις τελείωσα έπιασα το τσόκαρο με τα δόντια μου και το πλησίασα στο πόδι της.
«Είναι έτοιμο Κυρία» ψέλλισα.
Ικανοποιημένη από την δουλειά που έκανα, αν και δεν είπε τίποτα, πέταξε στα μούτρα μου και το άλλο τσόκαρο. «Και το άλλο» είπε και αμέσως έπιασα και πάλι δουλειά. Στο μεταξύ η γλώσσα μου είχε αρχίσει να ξυλιάζει. Φαίνεται ότι το κατάλαβε.
«Διψάς» με ρώτησε. «Ναι» απάντησα, αλλά αντί να μου δώσει νερό έριξε μερικές σταγόνες στο πάτωμα.
«Εμπρός μπορείς να πιείς» μου είπε και αμέσως σύρθηκα για να ρουφήξω τις σταγόνες. Μετά συνέχισα το γλείψιμο του παπουτσιού της. Μόλις τελείωσα και το δεύτερο τσόκαρο το πήρα με τα δόντια μου και το άφησα και πάλι στο πόδι της. Η γλώσσα μου είχε γίνει στεγνώσει ωστόσο δεν τόλμησα να ζητήσω νερό.
«Ωραία» είπε και αφού έπιασε την άκρη της αλυσίδας μου την έδεσε στο πόδι του καναπέ. Στην συνέχεια ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε.
Πρέπει να πέρασε τουλάχιστον ένα 2ωρο από την ώρα που κοιμήθηκε. Έγειρα το κεφάλι μου πάνω στα τσόκαρά της θαρρείς και ήταν μαξιλάρι και προσπάθησα να μην κάνω φασαρία και την ενοχλήσω. Στο μεταξύ τα χέρια μου και οι ώμοι μου πονούσαν αφάνταστα ενώ είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται κράμπες στα πόδια μου από την τόση ώρα ακινησίας. Κάθε φορά που ένοιωθα μια κράμπα προσπαθούσα να τεντώσω αντανακλαστικά τα πόδια μου ωστόσο έτσι όπως ήμουνα δεμένος δεν είχα αυτή τη δυνατότητα. Το μόνο που πετύχαινα ήταν να πιέζουν ακόμα περισσότερο οι χειροπέδες τους ταλαιπωρημένους μου καρπούς. Επιπλέον οι αλυσίδες κουδούνιζαν σε κάθε μου κίνηση και φοβόμουν να μη την ξυπνήσω. Μια δυνατή κράμπα με ανάγκασε να τιναχτώ ολόκληρος κάνοντας φασαρία και ξυπνώντας την Κυρία μου.
«Μα καλά δεν μπορείς να κάνεις λίγο ησυχία; Γιατί κουνιέσαι έτσι;» είπε. Της εξήγησα ότι έχω πιαστεί και ότι έχω κράμπες στα πόδια μου. Το μόνο που έκανε ήταν να γελάσει ειρωνικά.
«Αυτά παθαίνουν τα άτακτα κουταβάκια» είπε και έτριψε με την πατούσα της το μάγουλο μου. Συνέχισε ακουμπώντας με τα δάχτυλα του ποδιού της τα χείλη μου και στη συνέχεια το κολάρο μου. Έβαλε μέσα στην διχάλα των δύο δαχτύλων του ποδιού της την αλυσίδα μου και με τράβηξε προς το μέρος της. Σύρθηκα όσο γρηγορότερα μπορούσα. Έτσι όπως ήμουνα γυμνός τσίμπησε με τα δάχτυλα του ποδιού της τις ρώγες μου προκαλώντας τον ερεθισμό μου. Ο πούτσος μου κόντευε να σκάσει μέσα στην συσκευή αγνότητας. Κατάλαβε τον ερεθισμό μου και συνέχισε να με αγγίζει χαμηλότερα. Ακούμπησε την περιοχή γύρω από τον πούτσο μου και τα αρχίδια μου, όχι όμως τον κλειδωμένο μου πούτσο. Άνοιξα αντανακλαστικά τα πόδια μου για να δεχτώ το χάδι της. Γέλασε με σαρκασμό και τράβηξε το πόδι της. Ξάπλωσε στον καναπέ και συνέχισε να χουζουρεύει αγνοώντας με. Τον πόνο στα χέρια και τα πόδια από τις χειροπέδες και τις κράμπες αντικατέστησε προσωρινά ο πόνος στον πούτσο μου που είχε ερεθιστεί αφάνταστα. Μην μπορώντας να κάνω τίποτα έγειρα και πάλι το κεφάλι μου στα τσόκαρά της που με το άρωμα τους παρέτειναν τον έντονο ερεθισμό μου.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η Κυρία μου χάζευε τηλεόραση και χουζούρευε δίχως να μου δίνει καμία σημασία. Κάποια στιγμή σηκώθηκε από τον καναπέ. Πρέπει να πήγε στο μπάνιο και την κουζίνα και επέστεψε με ένα καφέ. Κάθισε και απόλαυσε τον καφέ της βλέποντας τις αγαπημένες της σειρές. Πλέον είχε βραδιάσει. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου και μόνο ο πόνος από τα δεσμά θύμιζαν πόσες ώρες ήμουνα δεμένος. Και ενώ είχα πέσει σε μια περίεργη απραξία μου πρότεινε τα πόδια. Η εντολή ήταν απλή: «Γλείψε».
Αμέσως άρχισα να γλύφω όσο καλύτερα μπορούσα. Έγλυψα πολύ σχολαστικά τις πατούσες της και μετά πέρασα την γλώσσα μου ανάμεσα από τα δάχτυλά της καθαρίζοντας και την παραμικρή υποψία βρωμιάς που θα μπορούσαν να έχουν. Συνέχισα για αρκετή ώρα δίνοντας πεταχτά φιλιά στο κουτουπιέ και τα δάχτυλα των ποδιών της που θύμιζαν μικρά κόκκινα ρουμπίνια έτσι όπως ήταν κατακόκκινα βαμμένα. Κάποια στιγμή με έσπρωξε με το πόδι της οπότε και σταμάτησα. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Επέστεψε με ένα μπολ με φαγητό και ένα μπολ με νερό. Τα άφησε μπροστά μου. «Έχεις μισή ώρα να φας και να πιείς. Το δείπνο τελειώνει μετά το μισάωρο για σένα. Και φρόντισε να μην χρειαστεί να πας στην τουαλέτα μέχρι αύριο το πρωί. Είσαι το κουτάβι μου και πρέπει να μάθεις να κρατιέσαι.» είπε και υπάκουσα αμέσως. Έφαγα λίγο από το φαγητό που μου έβαλε και ήπια λίγο νερό. Πράγματι μετά το μισάωρο πήρε τα μπολ από κοντά μου και τα πήγε στην κουζίνα. Ήταν η πρώτη φορά που μου συμπεριφερόταν με τέτοιο τρόπο και μπορώ να πω ότι μου κακοφάνηκε αλλά είχα εμπιστοσύνη στην κρίση της και στις επιλογές της. Μετά από λίγο έφυγε και πάλι. Επέστεψε με μια κολλητική ταινία και ένα ζευγάρι παλιές ψηλοτάκουνες γόβες της. Πλησίασε κοντά μου, πήρε την δερμάτινη γόβα της και την έφερε στην μύτη μου. Με διέταξε να πάρω βαθιές αναπνοές όπως και έκανα. Με ρώτησε αν μου αρέσει και έγνεψα θετικά. Με την ταινία έδεσε την γόβα της ώστε η μύτη και το στόμα μου να είναι στο εσωτερικό μέρος του παπουτσιού της. Απομακρύνθηκε από κοντά μου για να θαυμάσει το επίτευγμά της. Γέλασε με ειρωνεία. Στην συνέχεια έκλεισε τα φώτα και ξάπλωσε στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση. Είχε φτάσει αργά το βράδυ. «Καληνύχτα κουταβάκι μου» είπε και με την γόβα κολλημένη επάνω μου ψέλλισα και εγώ καληνύχτα. Με το φως της τηλεόρασης να πέφτει επάνω της είδα να βγάζει τα ρούχα της. Συνέχισε βγάζοντας και πετώντας τα εσώρουχά της προς το μέρος μου. Με το ένα της χέρι άρχισε να χαϊδεύει το στήθος της προκλητικά ενώ με το άλλο χάιδευε την κλειτορίδα της. Ένοιωθα σαν θηρίο στο κλουβί αλλά δυστυχώς τα δεσμά μου δεν μου επέτρεπαν να κάνω οτιδήποτε. Σύρθηκα κοντά της εκλιπαρώντας με το βλέμμα μου να βάλει τέλος στο μαρτύριο μου αλλά μάταια. Προσπάθησα να ηρεμίσω παίρνοντας βαθιές αναπνοές που ωστόσο έκαναν το μαρτύριο μου χειρότερο καθώς με κάθε ανάσα μου μύριζα το άρωμα των ποδιών της που είχε ποτιστεί με το δέρμα του παπουτσιού. Μετά από αρκετή ώρα και ενώ η Κυρία μου αποκοιμήθηκε γυμνή, υπέκυψα στην κούραση και την ταλαιπωρία που είχα βιώσει όλη τη μέρα. Άραγε τι με περιμένει αύριο αναρωτήθηκα και κοιμήθηκα.
(συνεχίζεται)