Τελικά η απουσία μας δεν πέρασε και τόσο απαρατήρητη. Δυστυχώς αυτό που φοβόμουν πριν λίγη ώρα έγινε πραγματικότητα και πλησιάζοντας στην πίστα, υπήρχε κόσμος που κοιτούσε στραβά και αδιάκριτα. Ο Στέλιος, η Ζωή και η κοριτσοπαρέα μας έριχναν έντονα και επικριτικά βλέμματα γεμάτα αποδοκιμασία. Ένιωσα τόσο αμήχανα που κοντοστάθηκα σαστισμένος για να αφήσω την Έλενα να προχωρήσει μόνη της. Εκείνο το κορίτσι όμως δεν καταλάβαινε Χριστό… Στάθηκε δίπλα μου, πέρασε το χέρι της κάτω από το μπράτσο μου και με έπιασε αγκαζέ. Έμειναν να μας κοιτάζουν σαν χάνοι.
Γύρισα, την κοίταξα και εκείνη μου χαμογέλασε.
Μ: Τον τσαμπουκά σου να είχα και τι στον κόσμο!
Μπήκαμε στην πίστα και αρχίσαμε να κοπανιόμαστε με ένταση και ενέργεια που θύμιζε καυλωμένα 15χρονα. Μέχρι το τέλος της βραδιάς ούτε που ασχοληθήκαμε ξανά με το πως κοιτούσαν οι άλλοι και απλά το χαρήκαμε σαν μην υπήρχε αύριο. Κάποια στιγμή η Ζωή δεν κρατήθηκε άλλο και παραμέρισε την Έλενα. Ξεκίνησαν μια συζήτηση που δεν μπορούσα να παρακολουθήσω και όσο η Έλενα διηγούταν, η Ζωή έκπληκτη είχε καλύψει το στόμα με την παλάμη της και κάθε τόσο αναφωνούσε «Απίστευτο!». Στο τέλος οι δύο φίλες αγκαλιάστηκαν και γύρισαν το βλέμμα τους πάνω μου χαμογελώντας. Η κάθε μια με το δικό της τρόπο...
Γύρω στις τέσσερις η μουσική σταμάτησε. Πλέον δεν κρατούσαμε ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα και αποχαιρετήσαμε τους νεόνυμφους μαζί λες και ήμασταν κανονικό ζευγάρι. Προχωρήσαμε προς το πάρκινγκ κάνοντας ανάλαφρη κουβέντα. Κρατούσε ακόμα τα πέδιλα στα χέρια και εγώ έριχνα κρυφές ματιές στα πόδια της που αν και ταλαιπωρημένα από τον χορό και την ξυπολισιά ακτινοβολούσαν ακόμα εκείνη την αρχοντική ομορφιά που τόσο με σκλάβωνε. Δώσαμε τους αριθμούς των αυτοκινήτων μας στους παρκαδόρους και περιμέναμε. Κοιταχτήκαμε κάπως αμήχανα και όπως συνήθως η Έλενα έκανε την αρχή.
Ε: “Πρέπει να πάω από το σπίτι να ετοιμάσω τα πράγματα. Αύριο το μεσημέρι στις τρεις πετάω για Λονδίνο και θα γυρίσω πίσω την Δευτέρα το απόγευμα.”
Δαγκώθηκα. Περίμενα ν' ακούσω πως θα κοιμόμασταν μαζί εκείνο το βράδυ και είχα κάθε λόγο να το πιστεύω μετά από όσα είχαν προηγηθεί. Παρόλα αυτά της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη για το πως θα χειριζόταν την κατάσταση και δεν μπορούσα παρά να δείξω κατανόηση για την απόφασή της.
Μ: “Όπως νομίζεις...Πότε θα σε ξαναδώ;”
Ε: “ Πίνδου 10, Αγία Παρασκευή. Το πολύ σε δύο ώρες θα είμαι εκεί!”
Έμεινα... Ήξερε τη διεύθυνση του σπιτιού μου χωρίς να της έχω πει τίποτα και τώρα έτσι απλά μου ανακοίνωσε ότι σε λίγη ώρα θα με συναντούσε εκεί. Χαμογέλασε πλατιά και μου έσκασε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Η θωρακισμένη μερσεντάρα της είχε αράξει με αναμμένη τη μηχανή μπροστά μας. Κάθισε στη θέση του οδηγού, άφησε τα πέδιλα δίπλα της και μου έκλεισε το μάτι μαγκιόρικα. Μάρσαρε και χάθηκε στο σκοτάδι…
Σε λίγο ήρθε και το καταϊδρωμένο σταρλετάκι που το είχαν παραχώσει πίσω από κάτι δέντρα για να μη χαλάει τη μόστρα της υποδοχής. Μπήκα μέσα και έφυγα με χίλια. Έφτασα στο σπίτι μου γύρω στις πέντε παρά τέταρτο και μπήκα μέσα σαν σίφουνας. Βρωμούσε εκείνη τη θανατερή εργένικη κλεισούρα αλλά από άποψη τακτικότητας ήταν σε ανθρώπινα επίπεδα. Αέρισα, σκούπισα τα βασικά, καθάρισα το μπάνιο και άλλαξα τα σεντόνια. Σε γενικές γραμμές ήμουν έτοιμος και έτσι πρόλαβα να κάνω και ένα γρήγορο ντουζάκι για να πάρω τα πάνω μου. Από στιγμή σε στιγμή η Έλενα θα έφτανε και έτσι είχα και το νου μου στο δρόμο για να κατέβω και να της ανοίξω.
Ενώ περίμενα στο μπαλκόνι για τη μερσεντάρα, ένα ταξί έστριψε στη γωνία του δρόμου και σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Από την πίσω πόρτα κατέβηκε μια ψηλή κοπέλα και ο ταρίφας βγήκε έξω να την βοηθήσει με τις αποσκευές. Ήταν η Έλενα, απλά ντυμένη με κοντό σορτσάκι, καλοκαιρινή ζακέτα και άσπρες σαγιονάρες. Κατέβηκα τρέχοντας να της ανοίξω και να την βοηθήσω με τα πράγματα. Όταν βγήκα έξω εκείνη περίμενε ακουμπισμένη στα μπαγκάζια της με σταυρωμένα τα χέρια, σαν να βρισκόταν σε θέση άμυνας. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που φάνηκε στα μάτια μου τόσο ευάλωτη και αναστατωμένη. Είχε όμως κάθε λόγο... Δίπλα της μία μικρή χειραποσκευή και δύο τεράστιες βαλίτσες φορτωμένες μέχρι τα μπούνια. Δεν άργησα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Η Έλενα τα είχε μαζέψει από το σπίτι της και είχε φύγει! Προσπάθησα να κρύψω τη συγκίνησή μου αλλά μάταια. Έτρεξα κατά πάνω της και την αγκάλιασα σφιχτά. Κατάλαβα από το αμήχανο βλέμμα της ότι είχε προετοιμαστεί για κάποιον άβολο διάλογο όμως εγώ δεν τη ρώτησα απολύτως τίποτα. Ούτε καν μίλησα. Μείναμε αγκαλιασμένοι στο ίδιο σημείο ώσπου άρχισε να χαράζει για τα καλά.
Μπήκαμε στο διαμέρισμα και άφησα τις βαλίτσες της στον στενό διάδρομο. Η ξενάγηση στα λιγοστά τετραγωνικά του σπιτιού μου δεν κράτησε πάνω από δύο λεπτά. Η Έλενα έδειχνε ενθουσιασμένη με την αδιάφορη τρύπα που νοίκιαζα και σε καμία περίπτωση δεν φαινόταν να λυπάται για την σπιταρώνα που άφησε πριν λίγη ώρα πίσω της.
Μ: “Αυτό είναι όλο κι όλο. Τίποτα σπουδαίο και ελπίζω προσωρινό.”
Ε: “Μια χαρά είναι!
Ένιωσα ότι το εννοούσε στ’ αλήθεια. Μπορεί όντως να είχε κουραστεί από τα άψυχα λούσα που της παρείχε o κατά τ’ άλλα πετυχημένος αλλά πλέον ξοφλημένος γάμος της και τώρα απλά να έψαχνε για ένα νέο διαφορετικό ξεκίνημα. Στη σκέψη και μόνο πως ήθελε να το κάνει μαζί μου, σκίρτησα από χαρά. Κάποια στιγμή όμως πήρε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε στα μάτια με σοβαρότητα. Όσο άβολο κι αν της ήταν, η κλάση της δεν της επέτρεπε να αποφεύγει για πολλή ώρα αυτή τη συζήτηση.
Ε: " Όταν σε είδα να χάνεσαι από τους καθρέφτες κατάλαβα μέσα μου ότι μια νύχτα δεν θα είναι αρκετή»
Μ: "Και πρόλαβες μέσα σε δύο ώρες να μαζέψεις όλα αυτά;"
Ε: "Τα περισσότερα είναι μαζεμένα εδώ και βδομάδες. Γι' αυτό σου λέω σκέψου το καλά. Μπορώ να βολευτώ προσωρινά σε κάποια φίλη μου μέχρι να τακτοποιηθώ κάπου πιο μόνιμα. Δε θέλω να σου γίνω…”
Δεν άντεξα ν' ακούσω περισσότερα. Την βούτηξα και έχωσα το στόμα μου βαθιά μέσα στο δικό της μέχρι να μου τελειώσει η ανάσα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου κατάλαβα ότι είχα κάνει αυτό που ακριβώς έπρεπε. Σταμάτησε την κουβέντα εκεί και με ευχαρίστησε με ένα βαθύ μουσκεμένο βλεφάρισμα.
Μ: “Μην το ξαναπείς... Έλα πάμε να ξαπλώσουμε. Αύριο πετάς και πρέπει να είσαι ξεκούραστη.”
Μπήκαμε στο υπνοδωμάτιο και αρχίσαμε να ξεντυνόμαστε ρίχνοντας ο ένας στον άλλο λοξές πονηρές ματιές. Η Έλενα τίναξε τις άσπρες σαγιονάρες της ελαφρώς προκλητικά και αφού έμεινε με τα εσώρουχα, ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τριβόταν ναζιάρικα στα σεντόνια και έβγαζε ένα απαλό σαγηνευτικό βογγητό όσο με περίμενε να ξαπλώσω δίπλα της.
Ε: “Και τι μπορεί να κάνει μια καλή φιλοξενούμενη για να ευχαριστήσει τον ευγενικό οικοδεσπότη της;”
Το είπε με σκανταλιάρικο ύφος που με άναψε, ωστόσο εμένα κάτι δεν μου άρεσε σε αυτό που άκουσα. Άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου και έπιασα τα δεύτερα κλειδιά του σπιτιού. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, τα άφησα πάνω στη τσάντα της που μόλις την είχε ακουμπήσει σε μία καρέκλα στη γωνία του δωματίου.
Μ: “Σε αυτό το σπίτι δεν είσαι φιλοξενούμενη. Για μένα είσαι κυρία με Κάπα κεφαλαίο.”
Κατεύνασε εμφανώς συγκινημένη. Είχα αρχίσει να την μαθαίνω πια. Η Έλενα μπορεί να ήταν μια περήφανη και δυναμική κοπέλα με απίστευτο τσαγανό , όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν αχάριστη και ακατάδεκτη. Ήταν όμως και τόσο πεισματάρα. Πανάθεμά την…
Ε: “Τιμή μου κύριε! Πάντως την πρώτη νύχτα στο σπίτι σου αποκλείεται να σε αφήσω παραπονεμένο…. Είμαι κορίτσι με αρχές εγώ!”
Όλα έδειχναν ότι δεν θα πέφταμε για ύπνο και τόσο γρήγορα. Πλάγιασα δίπλα της και εκείνη με κοιτούσε στα μάτια. Με εκείνες τις καστανές ματάρες της. Όσο κι αν προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς εκείνη, κάθε βράδυ αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που με συντρόφευε πριν βυθιστώ στον ύπνο. Οι καστανές ματάρες της. Και τώρα νάτες πάλι ολοζώντανες. Να με κοιτάνε...
Στεκόταν ξαπλωμένη στο πλάι, με τον αγκώνα της όρθιο στο μαξιλάρι και το κεφάλι γερμένο πάνω στην παλάμη της. Έτριβε διαολεμένα τα δαχτυλάκια των ποδιών της και απλά περίμενε την αντίδρασή μου. Το μποξεράκι μου δεν άργησε να με προδώσει. Εκείνη χαμογελώντας ακούμπησε το πόδι στην κοιλιά μου και σέρνοντας κάτω τα δάχτυλα με ξεβράκωσε με άνεση.
Το είχε ξανακάνει άλλωστε…