Ξύπνησα από το κινητό που χτυπούσε επίμονα. Δεν πρόλαβα να κοιτάξω καν ποιος καλούσε. Η Έλενα άνοιξε τα μάτια της και πετάχτηκε όρθια σαν να τη χτύπησε το ρεύμα.
Ε: “Σκατά! Τι ώρα είναι;”
Μ: “Μία και μισή. Έχεις αργήσει πολύ;”
Ε: “Ω ρε πούστη μου… Στις δύο το πολύ έπρεπε να είμαι μέσα στο αεροπλάνο!”
Μ: “Ξεκίνα να ετοιμάζεσαι. Θα προλάβουμε!”
Η Έλενα έτρεξε στο διάδρομο που είχαμε αφήσει τα πράγματά της . Άρχισε να ντύνεται πανικόβλητη και να φτιάχνει την αποσκευή για το ταξίδι όπως - όπως. Εγώ ετοίμασα δύο μάχιμα φραπεδάκια και ντύθηκα πρόχειρα με μία βερμούδα και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Μέσα σε πέντε λεπτά η Έλενα ήταν σχεδόν έτοιμη ενώ εγώ τακτοποιούσα κάπως καλύτερα τη βαλίτσα του ταξιδιού της για να χωρέσει περισσότερα πράγματα. Τότε την κοίταξα και ο χρόνος γύρισε πίσω…
Αν και μέσα στον πανικό, άβαφη και αγουροξυπνημένη, την είδα επιτέλους και πάλι με την στολή της αεροσυνοδού. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και απλά στάθηκα να τη χαζεύω σα βλάκας. Εκείνη παρά τη βιασύνη της ένιωσε κολακευμένη και με πλησίασε χαμογελώντας τρυφερά. Μου έδωσε ένα φιλί και φόρεσε βιαστικά τις γόβες της. Δεν έκανε όμως πάνω από τρία βήματα και σταμάτησε κοιτώντας με κατάπληκτη.
Ε: “Δεν το πιστεύω! Κολλάνε τα πόδια μου!!!”
Σήκωσα το μπλουζάκι μου και έριξα μια γρήγορη ματιά χαμηλά στην κοιλιά μου. Όπως τα πόδια της Έλενας έτσι και εγώ ήμουν γεμάτος από τα πρωινά ξεραμένα χύσια που ξεφλούδιζαν πάνω στο δέρμα μου και ανέδυαν εκείνη τη χαρακτηριστική βαριά οσμή. Σκάσαμε στα γέλια και αγκαλιαστήκαμε για μια τελευταία φορά πριν φύγουμε από το σπίτι.
Στον δρόμο η Έλενα βαφότανε και έφτιαχνε τα μαλλιά της ενώ κάθε τόσο τηλεφωνούσαν οι συνάδελφοί της από ανησυχία για την αργοπορία της. Στις δύο και πέντε φτάσαμε στις αναχωρήσεις και βγήκαμε έξω από το αυτοκίνητο βιαστικά. Όσο εκείνη έστρωνε τη στολή της χρησιμοποιώντας για καθρέφτη το τζάμι του συνοδηγού εγώ έβγαλα τα πράγματά της από το πορτπαγκάζ και έπειτα στάθηκα απέναντί της.
Μ: “Να προσέχεις…”
Είχα ξανά το χέρι πάνω στη καρδιά μου αλλά αυτή τη φορά δεν ήμουν ο τσακισμένος άνθρωπος που αποχαιρετούσε για πάντα την γυναίκα που τον συγκλόνισε. Η Έλενα όμως δεν είχε ξεχάσει. Ίσως και να την βάραινε ακόμα ο τρόπος που με άφησε εκείνη την Πρωτοχρονιά στο Ηράκλειο…
Ε: “Να με περιμένεις αύριο βράδυ. Σ’ αγαπάω πολύ.”
Έτσι απλά το είπε. Μου έδωσε ένα βιαστικό φιλί στο στόμα και έφυγε χωρίς καν να περιμένει απάντηση. Μέχρι να καταλάβω τι ακριβώς είχαν ακούσει τ’ αυτιά μου η Έλενα με γρήγορο βήμα περνούσε την κεντρική είσοδο των αναχωρήσεων και χανόταν στο πλήθος. Το «κι εγώ» που φώναξα ήταν αρκετά δυνατό για να με ακούσουν οι ταξιτζήδες τριγύρω και να με πάρουν στο ψιλό, όμως και αρκετά αργοπορημένο για να το ακούσει εκείνη που έπρεπε.
Μα πόσο μαλάκας θεέ μου…
Έψαξα τα πράγματά μου. Κινητό, τσιγάρα και πορτοφόλι. Ένιωσα μια γιγαντιαία παρόρμηση να ξαναβρεθώ κοντά της το συντομότερο δυνατό και ένας ήταν ο τρόπος για να το καταφέρω. Κατάλαβα ότι πλέον είχε φτάσει η στιγμή να κάνω τη μεγαλύτερη τρέλα της ζωής μου για μια γυναίκα. Και η γυναίκα αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την Έλενα.
Μπήκα στο πάρκινγκ μακράς διαρκείας με τις μπάντες. Παράτησα κάπου το σταρλετάκι και τρέχοντας έφτασα στο κτίριο του αεροδρομίου. Ρώτησα κάποιους τριγύρω και με τα πόδια στην πλάτη έφτασα στα γκισέ της Aegean.
M: “Λονδίνο τώρα! Και επιστροφή αύριο το απόγευμα!!!”
- “Σε λίγο ξεκινάει η επιβίβαση κύριε…”
Μ: “Υπάρχει θέση;”
- “Μισό λεπτό… Μάλιστα! Μία τελευταία και για τις δύο πτήσεις. Είναι στα 700 ευρώ κύριε…”
Δεν απάντησα. Της έδωσα μόνο την ταυτότητα και την χρεωστική κάρτα και περίμενα. Η κοπέλα με γρήγορες κινήσεις πέρασε την κάρτα και τα στοιχεία μου, τύπωσε την κράτηση και μου την έδωσε.
- “Γρήγορα κύριε!!!”
Τα πόδια μου έβγαλαν φτερά. Άφησα πίσω μου το τσεκ ιν και τον έλεγχο και συνέχισα να τρέχω σαν αφιονισμένος στους διαδρόμους του αεροδρομίου. Ήμουν και 700 ευρώ ελαφρύτερος αλλά δεν μου καιγότανε καρφί. Χαλάλι της… Όταν έφτασα στην πύλη η επιβίβαση σχεδόν τελείωνε και εγώ στήθηκα τελευταίος στην μικρή ουρά που είχε απομείνει. Περνώντας και τον έλεγχο της πύλης άρχισα να περπατάω στη φυσούνα και σύντομα την είδα στο βάθος να υποδέχεται πρώτη από το πλήρωμα τους τελευταίους επιβάτες της πτήσης. Έφτασα μπροστά της και εκείνη κοιτώντας επαγγελματικά και ρουτινιάρικα με καλησπέρισε με χαμόγελο χωρίς να συνειδητοποιεί ποιόν ακριβώς είχε απέναντί της.
Μ: “Κι εγώ…”
Ο αιφνιδιασμός μου είχε απόλυτη επιτυχία. Την άφησα πίσω μου σύξυλη να κοιτάζει την άδεια φυσούνα και προχώρησα περιχαρής στη θέση μου κάπου στη μέση του αεροπλάνου πλάι στον διάδρομο.
Μόλις ο κόσμος βολεύτηκε, οι αεροσυνοδοί άρχισαν να κόβουν βόλτες μπρος πίσω στο διάδρομο τηρώντας τα κλασικά πρωτόκολλα ασφαλείας και ελέγχοντας αποσκευές, ζώνες και εξόδους κινδύνου. Η Έλενα πέρασε από μπροστά μου βιαστικά, χωρίς να με κοιτάξει, με πρόσωπο αγριεμένο που φανέρωνε αναστάτωση και ίσως ενόχληση. Μέχρι να απογειωθούμε το ίδιο σκηνικό συνέβη αρκετές φορές και έτσι δεν άργησαν να με ζώσουν τα φίδια. Σκέφτηκα το πιο απλό που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μου είχε περάσει από το μυαλό πάνω στον ενθουσιασμό και στην τρέλα μου. Η Έλενα αγαπούσε τη δουλειά της και το να εκθέσω την προσωπική της ζωή στο περιβάλλον εργασίας της, ίσως ήταν ένα μοιραίο λάθος. Λούφαξα στη θέση μου σκύβοντας το κεφάλι και σκέπασα το μέτωπο με την παλάμη μου.
Η πτήση ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση και μετά από περίπου ένα μισάωρο οι αεροσυνοδοί άρχισαν να σερβίρουν καφέ και αναψυκτικά στους επιβάτες. Η Έλενα πλησίασε στη σειρά μου και αφού εξυπηρέτησε με ευγένεια και χαμόγελο όλους τους υπόλοιπους, έφτασε και σε εμένα. Χωρίς να με ρωτήσει γέμισε ένα ποτήρι με καφέ και κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια άπλωσε το χέρι της και μου το έδωσε. Κάτω από το ποτήρι όμως είχε προλάβει να βάλει διακριτικά ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί και μόλις βεβαιώθηκα ότι δεν είχε καταλάβει κανένας τίποτα από τους γύρω μου, το άνοιξα με προσοχή και το διάβασα.
«ΕΙΜΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΑΥΛΩΜΕΝΗ»
Γέλασα ανακουφισμένος. Τόση ώρα έβραζα στο ζουμί μου και σκεφτόμουν ένα σωρό μαλακίες ενώ η κοπέλα ήταν απλά μέσα στην καύλα και της ήταν δύσκολο να το διαχειριστεί μέσα σε όλον αυτό τον κόσμο. Την κοίταξα πιο προσεκτικά και όντως η γλώσσα του σώματος το επιβεβαίωνε με το παραπάνω. Άβολο βάδισμα, ξαναμμένο πρόσωπο και βλέμμα που σε σκότωνε ακαριαία. Μετά τον καφέ ακολούθησε το γεύμα και με τον ίδιο συνωμοτικό τρόπο παρέλαβα και το δεύτερο σημείωμα.
«ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΜΕ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΙΣ ΣΑ ΘΕΑ. ΘΑ ΜΑΣ ΑΚΟΥΣΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ»
Οι προσδοκίες μου και όχι μόνο χτύπησαν στον ουρανό της ατράκτου. Αν και ξεζουμισμένος, κατάκοπος και νυσταγμένος ένοιωσα και πάλι το σώμα μου σε πλήρη ετοιμότητα. Όλα έδειχναν πως αυτό που θ' ακολουθούσε τις επόμενες ώρες θα ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Και ανυπομονούσα να το ζήσω.
Λίγο πριν την προσγείωση η Έλενα άρχισε να βολτάρει στον διάδρομο σκορπίζοντας χαμόγελα στους επιβάτες και ρωτώντας τους τυπικά αν όλα ήταν εντάξει. Έφτασε μπροστά μου και σταμάτησε.
Ε: “Ελπίζω να έχετε άλλα ρούχα μαζί σας κύριε. Στο Λονδίνο αυτή τη στιγμή βρέχει και κάνει κρύο.”
Η αλήθεια είναι ότι δεν παρακολουθούσα ιδιαίτερα τι μου έλεγε και απαντούσα μονολεκτικά και κάπως συνεσταλμένα. Η Έλενα είχε ξεπεράσει το σοκ του αιφνιδιασμού και ήταν ξανά το γνωστό πειραχτήρι που τρελαινόταν να με προκαλεί και να με βλέπει να λιώνω μπροστά της. Είχε στηριχτεί στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος και είχε πετάξει τη μια της γόβα κάνοντας τρέλες με το ελευθερωμένο ποδαράκι της. Δεν ήμουν όμως ο μόνος που το παρατήρησε. Όλα τα βλέμματα των διπλανών μου είχαν πέσει χαμηλά στο διάδρομο και φυσικά η Έλενα δεν έδειχνε να ενοχλείται καθόλου.
Είχε αρπάξει το τακούνι της πεσμένης γόβας ανάμεσα στο μεγάλο και στο δεύτερο δάχτυλο και την έσερνε επιδεικτικά στο διάδρομο. Κάποια στιγμή τα δάχτυλά της άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν αισθησιακά στο τακούνι αναπαριστώντας τι άλλο... ένα footjob! Αν και την εμπόδιζε κάπως το καλσόν σε αυτή την κίνηση, τα μακριά δάχτυλα της Έλενας είχαν τέτοια ευλυγισία και επιδεξιότητα που μπορούσαν να αρπάξουν το οτιδήποτε και να το κάνουν παιχνιδάκι. Από τακούνι γόβας, μέχρι λεβιέ ταχυτήτων και ότι άλλο βάζει ο νους σας. Δεν ήταν όμως μόνο οι κινήσεις της που μου είχαν κόψει την ανάσα. Ορκίζομαι πως η βαριά μυρωδιά που έφτανε στη μύτη μου από το ποδαράκι της δεν ήταν μόνο ιδρώτας... Και μόνο στη σκέψη ότι στα ρουθούνια των ανυποψίαστων διπλανών μας έφταναν τα απότοκα της πρωινής ποδομαλακίας της Έλενας ένοιωθα τα λογικά μου να χάνονται. Ήταν τόσο ερεθιστικό το σκηνικό που προς στιγμήν σκέφτηκα να βουτήξω κάτω και να της φιλήσω τα πόδια μπροστά σε όλο το Airbus. Αν δεν κρατούσα τα δύο σημειώματα στα χέρια μου ίσως και να μην είχα συγκρατηθεί στο τέλος.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε σηκώθηκα από τους πρώτους και αφού δεν είχα ούτε καν χειραποσκευή προχώρησα γρήγορα προς την έξοδο χωρίς να καθυστερήσω. Έφτασα πρώτος και στην πόρτα περίμενε η Έλενα με μία ακόμα συνάδελφό της. Πριν προλάβουν να μαζευτούν κι άλλοι επιβάτες, η Έλενα μου έκανε νεύμα να την πλησιάσω.
Ε: “Περίμενε στην αποβάθρα 5 των τρένων. Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ.”
Η άλλη αεροσυνοδός έσκυψε το κεφάλι και χαμογέλασε πονηρά. Μέχρι να καταλάβω πως η Έλενα την είχε βάλει στο κόλπο, άρχισαν να στοιβάζονται πίσω μου οι υπόλοιποι επιβάτες, οπότε άφησα τις απορίες μου για αργότερα. Η πόρτα άνοιξε, η Έλενα με αποχαιρέτησε για την ώρα και έφυγα γρήγορα για να βρω το μέρος που είπε να την περιμένω.
Μόλις βγήκα από το υπόγειο τούνελ του αεροδρομίου και ανέβηκα στην αποβάθρα 5 των τρένων συνειδητοποίησα ότι την είχα πολύ άσχημα. Η Αθήνα μπορεί να είχε ήλιο και 35 βαθμούς όμως στο Λονδίνο έριχνε καρέκλες και έκανε ψόφο. Η Έλενα με είχε προειδοποιήσει κατά τη διάρκεια της πτήσης αλλά εγώ που μυαλό να καταλάβω τι ακριβώς μου έλεγε εκείνη την ώρα. Το χειρότερο ήταν ότι αυτή η αποβάθρα δεν είχε καν υπόστεγο και έτσι σε λίγα μόλις λεπτά τα καλοκαιρινά μου ρούχα είχαν γίνει μούσκεμα. Παραδίπλα μια παρέα σκανδιναβών γιάπηδων στην ηλικία μου, ντυμένοι στα ζεστά και κρατώντας ομπρέλες, γελούσαν μαζί μου και είχαν βγάλει τα κινητά τους τραβώντας φωτογραφίες. Ποιός ξέρει πόσα like θα μάζευαν στα μουρόχαβλα insta τους ποστάροντας ένα μουσκεμένο φουκαρά στα όρια της κατάρρευσης... Δεν είχα όρεξη να ασχοληθώ όμως. Είχε περάσει ένα τέταρτο και πλέον πονούσε ολόκληρο το κορμί μου. Το μόνο που ένιωθα ήταν απανωτά ρίγη να με διαπερνούν και αν η Έλενα δεν εμφανίζονταν σύντομα για να πάρουμε το τρένο, μπορεί και να λιποθυμούσα στη μέση της αποβάθρας.
Και τότε την άκουσα. Μπορούσα πια να διακρίνω τον ήχο από τα τακούνια της ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες γυναίκες. Βήμα γρήγορο, κοφτό και σίγουρο. Όλη η αποβάθρα γύρισε και την χάζευε, μαζί και η παρέα των γιάπηδων που κατά τ' άλλα εξακολουθούσαν να με δουλεύουνε μέσα στα μούτρα μου. Η Έλενα είχε χαράξει πορεία κατά πάνω μου και μόλις πλησίασε αρκετά άνοιξε τα χέρια της και με έσφιξε γερά στην αγκαλιά της. Είχε δει από μακριά τι συνέβαινε με τους δίπλα και γύρισε τσαμπουκαλεμένη το βλέμμα της επάνω τους.
Ε: “ΤΙ ΚΟΙΤΑΤΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ;”
Δε νομίζω να κατάλαβαν τι ακριβώς τους είπε. Έβαλαν όμως την ουρά στα σκέλια και απομακρύνθηκαν χωρίς να πουν λέξη. Γύρισε και με φίλησε στο στόμα παθιασμένα όμως έτσι όπως τουρτούριζα δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ αντίστοιχα . Έβγαλε το παλτό της, το ακούμπησε στην πλάτη μου και με σκέπασε όπως μπορούσε με το κορμί της για να με προστατέψει από την καταρρακτώδη βροχή που λίγο ακόμα και θα με είχε ξεκάνει.
Το τρένο ήρθε σε δύο λεπτά. Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε σε δυο διπλανές θέσεις με πλάτη στα παράθυρα. Έγειρα στον ώμο της. Η Έλενα χάιδευε τα μουσκεμένα μου μαλλιά και με φιλούσε τρυφερά στο κεφάλι. Υποθέτω φαινόμασταν σαν το πιο αταίριαστο ζευγάρι που κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα στο Λονδίνο των δέκα εκατομμυρίων ψυχών. Όντως το κοντράστ ήταν απόλυτο. Εκείνη μια ιπτάμενη μεσογειακή καλλονή που θα έκανε ολόκληρο τάγμα της βασιλικής φρουράς να γυρίσει το κεφάλι για πάρτι της και εγώ ένας κουρελής που αν κυκλοφορούσε μόνος στους φημισμένους δρόμους της πόλης, θα τον μάζευαν σε πέντε λεπτά το πολύ. Όλο το βαγόνι μας κοίταζε. Άλλοι απορημένοι, άλλοι καχύποπτοι και άλλοι ξινισμένοι. Μόνο μια γιαγιούλα που καθόταν ακριβώς απέναντι δε σταμάτησε να μας χαμογελά ούτε στιγμή και πότε πότε βούρκωνε συγκινημένη όσο μας κοιτούσε αγκαλιασμένους. Την παρατεταμένη σιωπή έσπασα με μία ερώτηση όλο παράπονο που με βασάνιζε για τέσσερα και βάλε χρόνια.
Μ: “Τι άλλο πρέπει να γίνει για να μου δώσεις το κινητό σου επιτέλους;”
Το γέλιο μας πλημμύρισε ολόκληρο το βαγόνι.
Επιτέλους ο κόσμος έστρεψε τις ματιές του αλλού και το τρένο συνέχισε το ταξίδι του για το κέντρο της πόλης τυλιγμένο μέσα στην πυκνή λονδρέζικη ομίχλη.