Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!

Forum

Γενική συζήτηση => Γενικά => Μήνυμα ξεκίνησε από: underherfeet στις Ιουνίου 07, 2014, 01:40:59 μμ

Τίτλος: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουνίου 07, 2014, 01:40:59 μμ
Αποσπάσματα από έργα που μας άρεσαν, που μας ταξίδεψαν, που μας προβλημάτισαν... η/και κουβεντούλα πάνω σ'αυτά.

Ξεκινάω με Καραγάτση ,και ένα απόσπασμα απο το "Χαμένο νησί":

"Τριανταοκτώ χρονών.Πέρασαν τα νιάτα με τα όνειρα,κυλάει κι ο χρόνος που φέρνει τον μεστωμένο άντρα στο κατόφλι του χινόπωρου.Τα γερατιά; Είναι ακομη μακριά.Μα που είναι και τα νιάτα;Τι απομένει απο τη φλόγα της ψυχής, αυτή που φώτιζε τη ζωή με αντιφεγγίσματα πορφυρά;Τι κέρδισα, τι έχασα στο μεγάλο 38χρονο παζάρι της ζωής μου;
Και τότε είδα,και τότε ένιοσα...πως κύλησαν ανόητα τα χρόνια τα τριανταοχτώ, πως σπαταλήθηκαν δίχως λογισμό και κρίση, δίχως ηδονή και πίκρα, σε μια τελμάτωση ζωής καθημερινής, καθεωρινής, κουρντισμένης ωσαν ρολόι μ 'ελατήρια που δε λένε να σπάσουν ποτέ.Σπατάλησα τα κέρδητά μου δίχως να τα χαρώ. Κ'ήταν ζημιές τα κέρδη, κέρδη οι ζημιές,που ισοσκέλιζαν απελπιστικά όλα τα φύλα του μεγάλου βιβλίου...Καμιά μεταφορά εις νέον.Καμιά ανωμαλία στους λογαριασμούς.Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με το δράμι σ'οσους ήθελαν ν'αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος...
Τι κέρδισα;Τι χάρηκα; Τριγύρισα τις θάλασσες της γής,έσκισα πέλαγα κι ωκεανούς, είδα χώρες κι ακρογιάλια, αντίκρυσα ουρανούς κι αστέρια στις μακριές αγρύπνιες της γέφυρας,μίλησα με ανθρώπους, έσφιξα γυναίκες στην αγκαλιά μου, που μου ζήτησαν ένα κομάτι χρυσάφι για να στενάξουν όταν στέναζα. Μα τι κέρδισα; Τι χάρηκα; Ολ'αυτά, και θάλασες,και χώρες, κι άνθρωποι κι ουρανοί πέρασαν μπροστά στις νεκρωμένες μου αισθήσεις ωσάν εικόνες ξέμακρες,αδιάφορες, που δεν άφησαν τιποτε εντός μου, αφού  εντός μου δεν υπήρχε τίποτα.  Τριγύρισα χρόνια τριανταοχτώ τον άδειο εαυτό μου στον έρημο τον κόσμο,ξένος κι απόκοσμος, άχρωμος κι ουδέτερος,μηδέν, τίποτα.Μου ξέφυγε η πικρή γεύση της θάλασας,το αψύ άρωμα της στεριάς,το νόημα των ουρανών, το πάθος των ανθρώπων.Δε γεύτηκα τίποτα, γιατί δεν είχα εντός μου τίποτα.Τη ζωή, αντίθετ' απο την τροφή, μόνον ο χορτάτος την χορταίνει.Αυτός που βόυτηξε ως τα ρουθούνια μέσα στον βουρκωμένο αγιασμό των πόθων της.Αυτός που, γέρος πια,σκυμένος στο φως του λυχναριού με το λιγοστό το λάδι,κοιτάει να ταξινομήσει τα συντρίμια,τα κουρέλια, τ'ατίμητα σκουπίδια,που ξέσυρε μαζί της η ψυχή κ'η θύμηση ως το χείλος του τάφου.
Και γω, ήμουν γυμνός από ερείπια, άδειος από καταστροφές,με γλώσα κολημένη στο στεγνό, τον πεινασμένο ουρανίσκο.Διψασμένος κι άσιτος, ζωντανός κι αζώητος, πουλημένος στο μηδέν, χαραμισμένος στο τίποτα.Και καθώς ο ήλιος έγερνε και πήγαινε να βασιλέψει, ... είδα κι ένιοσα και κατάλαβα,πως του ανθρώπου το νυχτερινό σβύσιμο, δεν έχει αυγή να προσμένει, ούτε όρθρο ούτε ανατολή.Κ'είναι βαρύ το μακρύ σκοτάδι δίχως φορτίο μάταιης χαράς...

...Φόβος και αγωνία είχαν κυριέψει την ψυχή μου. Φόβος της ανέσπερης ζωής.Αγωνία του μάταιου θανάτου... Ηθελα να ζήσω...Ηθελα να σφυροκοπήσω τη ζωή μου στο αμόνι του καημού με τη βαριά του πόνου....Ηθελα να συναπαντήσω αυτό που θα'φερνε και τ'άλλα,αυτό που έιναι όλα τ'άλλα,και ηδονή κι οδύνη,και χαρά και πόνος,και γνώση κι ανοησία.Αυτό που είναι αιτία και πλήρωση, σκοπός και τέρμα,φτάσιμο και φυγή... Την αγάπη...
Ν'αγαπήσω... Οχι ν'αγαπηθώ,μα ν'αγαπήσω...
Τι μου πρόσφεραν οι γυναίκες που μ'αγκάλιαζαν με τρικυμισμένη ψυχή ,όταν εγώ τρυγούσα τη γλύκα τους με δόντια σφιχτά απο αδιαφορία;Τι ενιοσα εγω απο τις θύελες που γένησα με όργια γαλήνης;Τι κι αν μ'αγάπησαν;
Τ'αμέτοχα πάθη δεν μπορούν να ρυτιδώσουν το θολό καθρέφτη του στεκάμενου βάλτου...
Κοχλάζει μονάχα η ματαιότης κι εξατμίζεται αφήνοντας μέσα σου κενό καταθλιπτικότατο.Τι κι αν μ'αγάπησαν - αν μ'αγάπησαν-...Εγώ ζητάω την αγάπη...Εγώ ζητάω να σκορπίσω την ψυχή μου στους αντίθετους ανέμους, να φθαρώ στα αντίξοα ρέματα.Εγω γυρεύω να σπείρω τις αγωνίες μου για να θερίσω πικρίες.Εγώ θέλω τη στυφή χαρά που μόνο η συντριβή χαρίζει...Εγώ θέλω...
Δεν ξέρω τι θέλω...
"
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουνίου 07, 2014, 04:09:37 μμ
καφετζη μου...εισαι ο πρωτος....κι ο καλυτερος.... :thumbsup1:      let's flow a drop of spirit....


Την έβδομη μέρα της δημιουργίας

ήρθε μια γυναίκα

κρατώντας ένα κλουβί με καναρίνι

και το κρέμασε σ’ ένα ανθισμένο κλαδί του παραδείσου

ύστερα βάλθηκε να συγυρίζει

σκούπισε τα σκοτάδια από τα τζάμια τ’ ουρανού

τη λάσπη του κόσμου από τα υποδήματα των αγγέλων

έβαλε καπνό

στο ανοιγμένο πλευρό του άντρα

κι ένα περιδέραιο από δάκρυα

στο λαιμό της γυναίκας

τέλος μάζεψε όλες τις κραυγές των λουλουδιών

και τις ακούμπησε στα χείλη τους.

 

Η πρώτη φράση που ακούστηκε στον κόσμο

ήταν «σ’ αγαπώ».

Από τότε πέρασαν αιώνες σιωπής....



Κατερίνα Καριζώνη,    " Η πρώτη φράση " , Από τη συλλογή  " Τα παγώνια της μονής Βλατάδων "

 

 
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουνίου 20, 2014, 04:04:27 μμ
΄΄...Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ’ εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να ‘ρθει κι αυτό τ’ αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν’ αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.

Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν’ αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:

- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!

Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.

- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς...

Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:

- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...

Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.

Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει, δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς... ΄΄


απόσπασμα απο ΄΄Τα Χταποδάκια΄΄ του Μ.Καραγάτση
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουνίου 20, 2014, 06:38:07 μμ
Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και με γυαλιστερό, πολύχρωμο, υπέροχο φτέρωμα. Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλι και το ερωτεύτηκε.
Προσκάλεσε το πουλι να πεταξει μαζί της, και μαζι ταξίδεψαν, πέταξαν, σε μια τελεια αρμονία. Θαύμαζε προσκυνούσε και υμνούσε εκεινο το πουλι. Αλλά μετά σκέφτηκε, και αν θελει να πεταξει μακριά στα βουνα? Και φοβήθηκε φοβήθηκε ότι ποτε δεν θα ενιωθε ξανα το ιδιο για άλλο πουλακι. Τότε σκέφτηκε να βαλει μια παγίδα, όταν το πουλι ξανάρθει δεν θα ξαναφύγει ποτέ.
Το πουλί που ηταν και εκείνο ερωτευμενο μαζι της, επεστρεψε την επόμενη μέρα, επεσε στην παγιδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κοίταζε το πουλί κάθε μέρα.
Ηταν εκεί το αντίκειμενο του πόθου της και το εδειχνε στους φίλους της που της έλεγαν. «Τώρα έχεις όλα οσα θα ήθελες». Παρ όλα αυτά μια περίεργη μεταμόρφωση συνέβη, τωρα που είχε το πουλί και δεν χρειαζόταν πια να το κυνηγά, εχασε το ενδιαφέρον της. Το πουλί ανίκανο να πετάξει και να εκφράσει το αληθινο μήνυμα της ζωής του, αρχισε να μαραζώνει, και να χανει την λάμψη του, ασχήμηνε, και η γυναικα πια δεν του εδινε σημασία παρα το τάιζε και καθαριζε το κλουβί του.


Μια μέρα το πουλί πέθανε. Η γυναίκα ένιωσε απιστευτη στεναχωρια και το μονο που εκανε ήταν να το σκεφτεται. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, σκεφτόταν την μέρα που το ειχε πρωτοδεί, να πετά ελεύθερο αναμεσα στα σύννεφα.Αν είχε κοιτάξει πιο βαθιά μεσα της, θα καταλάβαινε ότι αυτό που την ελκυε στο πουλί ηταν η ελευθερία του, η ενεργεια που είχαν τα φτερα του εν κινήσει, όχι απλά το σωμα του. Χωρίς το πουλί, η ζωη της έχασε ολο της το νοημα, και ο θανατος ήρθε και της χτύπησε την πόρτα. «Γιατί ήρθες?» τον ρώτησε  «Για να μπορέσεις να πετάξεις για άλλη μια φορα μαζί του στον ουρανό» απαντησε ο θανατος. "Αν τον είχες αφήσει ελεύθερο, να ερχεται και να φεύγει, θα τον αγαπούσες και θα τον εκτιμούσες ακόμη περισσότερο, αλλα τώρα χρειαζεσαι εμένα για να τον ξαναβρείς"…
Απόσπασμα απο το βιβλίο "11 λεπτά" του Paulo Coelho
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουνίου 20, 2014, 06:43:20 μμ
 :wanker2: :wanker2: :wanker2:
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουνίου 20, 2014, 11:46:18 μμ
"..το να βρούμε αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα στη ζωή μας και να τραβήξουμε προς τα εκεί με θάρρος, ακλόνητη αποφασιστικότητα και επιμονή, είναι ο δρόμος όλων εκείνων που τολμούν να ζουν ευτυχισμένοι. Ως αντάλλαγμα για αυτή την προσπάθεια μας θα μας περιφρονήσουν, θα μας χλευάσουν και θα μας εξοστρακίσουν από τον κύκλο τους οι φίλοι και οι συγγενείς.
 
Αν επιμείνουμε όμως, αν αντέξουμε τη μοναξιά μας και μείνουμε αφοσιωμένοι σε αυτό που με τόση αγάπη αποφασίσαμε να κάνουμε, τότε θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε καινούριους φίλους και καινούριους συγγενείς, οι οποίοι ήδη συμμερίζονται τις αξίες και τα ιδανικά που έχουμε επιλέξει, κι ότι μαζί τους θα πετάξουμε πολύ πιο μακριά και πιο ψηλά από όσο μπορούμε να ονειρευτούμε...."
 
~ Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον, Richard Bac
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουνίου 21, 2014, 11:38:00 πμ
Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και με γυαλιστερό, πολύχρωμο, υπέροχο φτέρωμα. Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλι και το ερωτεύτηκε.
Προσκάλεσε το πουλι να πεταξει μαζί της, και μαζι ταξίδεψαν, πέταξαν, σε μια τελεια αρμονία. Θαύμαζε προσκυνούσε και υμνούσε εκεινο το πουλι. Αλλά μετά σκέφτηκε, και αν θελει να πεταξει μακριά στα βουνα? Και φοβήθηκε φοβήθηκε ότι ποτε δεν θα ενιωθε ξανα το ιδιο για άλλο πουλακι. Τότε σκέφτηκε να βαλει μια παγίδα, όταν το πουλι ξανάρθει δεν θα ξαναφύγει ποτέ.
Το πουλί που ηταν και εκείνο ερωτευμενο μαζι της, επεστρεψε την επόμενη μέρα, επεσε στην παγιδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κοίταζε το πουλί κάθε μέρα.
Ηταν εκεί το αντίκειμενο του πόθου της και το εδειχνε στους φίλους της που της έλεγαν. «Τώρα έχεις όλα οσα θα ήθελες». Παρ όλα αυτά μια περίεργη μεταμόρφωση συνέβη, τωρα που είχε το πουλί και δεν χρειαζόταν πια να το κυνηγά, εχασε το ενδιαφέρον της. Το πουλί ανίκανο να πετάξει και να εκφράσει το αληθινο μήνυμα της ζωής του, αρχισε να μαραζώνει, και να χανει την λάμψη του, ασχήμηνε, και η γυναικα πια δεν του εδινε σημασία παρα το τάιζε και καθαριζε το κλουβί του.


Μια μέρα το πουλί πέθανε. Η γυναίκα ένιωσε απιστευτη στεναχωρια και το μονο που εκανε ήταν να το σκεφτεται. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, σκεφτόταν την μέρα που το ειχε πρωτοδεί, να πετά ελεύθερο αναμεσα στα σύννεφα.Αν είχε κοιτάξει πιο βαθιά μεσα της, θα καταλάβαινε ότι αυτό που την ελκυε στο πουλί ηταν η ελευθερία του, η ενεργεια που είχαν τα φτερα του εν κινήσει, όχι απλά το σωμα του. Χωρίς το πουλί, η ζωη της έχασε ολο της το νοημα, και ο θανατος ήρθε και της χτύπησε την πόρτα. «Γιατί ήρθες?» τον ρώτησε  «Για να μπορέσεις να πετάξεις για άλλη μια φορα μαζί του στον ουρανό» απαντησε ο θανατος. "Αν τον είχες αφήσει ελεύθερο, να ερχεται και να φεύγει, θα τον αγαπούσες και θα τον εκτιμούσες ακόμη περισσότερο, αλλα τώρα χρειαζεσαι εμένα για να τον ξαναβρείς"…
Απόσπασμα απο το βιβλίο "11 λεπτά" του Paulo Coelho

Yπάρχει ενα παραδοσιακό Βάσκικο τραγούδι, που μιλάει για ένα mikr;o πουλί, πολύ όμορφο , με πολύχρωμα φτερά και υπέροχο κελάηδισμα.O ιδιοκτήτης του που το αγαπούσε πολύ, και σκέφτηκε για να μηι το χάσει να τουκοψει τα φτερά.
Ομως  τότε κατάλαβε πως το πουλί  δεν θα  ηταν πια το ίδιο...
Η Joan Baez το 'χει ερμηνεύσει συγκλονιστικά στο Μπιμπάο, το 1988...

http://www.youtube.com/watch?v=63GO1URJKOs (http://www.youtube.com/watch?v=63GO1URJKOs)

HEGOAK EBAKI BANIZKIO
NERIA IZANGO ZEN
EZ ZUEN ALDEGINGO
BAINAN, HONELA
EZ ZEN GEHIAGO TXORIA IZANGO
ETA NIK...TXORIA NUEN MAITE

THE BIRD WHICH IS A BIRD

IF I HAD CUT THE WINGS TO HER
SHE WOULD HAVE BEEN MINE
SHE WOULD NOT BE FLEES
BUT,THUS
SHE WOULD NOT HAVE BEEN ANYMORE A BIRD
AND ME...IT'S THE BIRD WHICH I LOVED



 Joan Baez - Txoria Txori Lyrics | MetroLyrics
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουνίου 21, 2014, 03:08:00 μμ
http://www.youtube.com/watch?v=iGR7YaOyg0k (http://www.youtube.com/watch?v=iGR7YaOyg0k)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουνίου 21, 2014, 03:22:47 μμ
Ούτε ορθοπεταλιά ούτε γλέντι ήταν η ζωή μου.
Ηταν ανάσκελα στο κύμα!
Έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή, ανάσκελα στο κύμα. Και κάπου κάπου να κουνάς το πόδι σου για να μη σπάσεις το κεφάλι σε κανά βράχο. Και να μη φοβάσαι. Αυτό ξεκίνησε από τη μικρή μου ηλικία, όταν δούλευα με τον πατέρα μου στους δρόμους. Μ' άρεσε να τσακώνομαι γιατί ήξερα πως στο τέλος θα γινόμουν φίλος μ' αυτόν που τσακωνόμουνα. Ακόμη κι αν ο άλλος είναι πιο δυνατός από σένα και έχει πιο πολλά προσόντα από σένα. Αν δει ότι δεν φοβάσαι, σε παραδέχεται κι αυτός, σε εκτιμάει. Σου λέει «έλα, πάμε μαζί να περπατήσουμε».
Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σ' ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς να ποντάρεις σε όλα. Όπως ποντάρεις ένα νούμερο στη ρουλέτα κι η μπίλια πέφτει αλλού το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα. Η ρουλέτα βασικά είναι άπιστη, άμα σου πέσει η μπίλια ενθουσιάζεσαι όπως και στη γυναίκα. Άμα δεν σου πέσει η μπίλια, άμα σε προδώσει, θυμώνεις μαζί της, τη βρίζεις, τη σκοτώνεις κιόλας άμα θες. Γυναίκες και ρουλέτα, σχεδόν το ίδιο πράγμα.
...Τα όνειρά μου τα έχω πραγματοποιήσει. Όνειρά μου σήμερα είναι η καθημερινή μου ζωή. Χαίρομαι που ξημερώνει, χαίρομαι που νυχτώνει. Πάντα από μικρό παιδί ήθελα να έρθει ένας καιρός που να μπορώ να δουλεύω όπου θέλω, όποτε θέλω και το συγγραφιλίκι μου το ‘φερε. Αλλά δεν θα μπορούσα να φτάσω σε τέτοια ηλικία, αν πριν δεν είχα δουλέψει στη θάλασσα..


Αποσπασμα απο το " Ο Χορος των Ροδων " του Α.Σουρουνη...κρατικο βραβειο λογοτεχνιας 1995
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουνίου 21, 2014, 08:53:29 μμ
Yπάρχει ενα παραδοσιακό Βάσκικο τραγούδι, που μιλάει για ένα mikr;o πουλί, πολύ όμορφο , με πολύχρωμα φτερά και υπέροχο κελάηδισμα.O ιδιοκτήτης του που το αγαπούσε πολύ, και σκέφτηκε για να μηι το χάσει να τουκοψει τα φτερά.
Ομως  τότε κατάλαβε πως το πουλί  δεν θα  ηταν πια το ίδιο...
Η Joan Baez το 'χει ερμηνεύσει συγκλονιστικά στο Μπιμπάο, το 1988...

http://www.youtube.com/watch?v=63GO1URJKOs (http://www.youtube.com/watch?v=63GO1URJKOs)

HEGOAK EBAKI BANIZKIO
NERIA IZANGO ZEN
EZ ZUEN ALDEGINGO
BAINAN, HONELA
EZ ZEN GEHIAGO TXORIA IZANGO
ETA NIK...TXORIA NUEN MAITE

THE BIRD WHICH IS A BIRD

IF I HAD CUT THE WINGS TO HER
SHE WOULD HAVE BEEN MINE
SHE WOULD NOT BE FLEES
BUT,THUS
SHE WOULD NOT HAVE BEEN ANYMORE A BIRD
AND ME...IT'S THE BIRD WHICH I LOVED



 Joan Baez - Txoria Txori Lyrics | MetroLyrics
πραγματικα  υπεροχο   :thumbsup1: :thumbsup1: :thumbsup1:    οπως  και η  ολη ιδεα  του  λογοτεχνικου  καφενειου. 
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουνίου 27, 2014, 12:21:14 πμ
ενα spot  απο  την μεταφορα σε ταινια της  "Ηλεκτρας"   του Σοφοκλη  ...γυριστηκε το  1974 απο τον Miklos Jancso

http://www.youtube.com/watch?v=8nWFXwgorXo (http://www.youtube.com/watch?v=8nWFXwgorXo)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουνίου 27, 2014, 09:23:21 πμ
«Όλοι θεωρούμε αδιανόητο το ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα, φανταζόμαστε ότι ο έρωτας μας είναι αυτό που έπρεπε να είναι, ότι χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν αυτοπροσώπος, σκυθρωπός κι αναμαλλιασμένος, παίζει το δικό του "Es muss sein" (=πρέπει) για τον μεγάλο έρωτα μας.
Ο Τόμας θυμόταν την παρατήρηση της Τερέζας για τον φίλο του Ζ. και διαπίστωνε ότι η ερωτική ιστορία της ζωής του δεν στηριζόταν πάνω στο "Es muss sein", αλλά μάλλον στο "Es konnte auch anders sein": θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά...»

Αλλά το εύθραυστο οικοδόμημα του έρωτα τους θα καταστρεφόταν μια και καλή, γιατί το οικοδόμημα στεκόταν στο ένα και μοναδικό υποστύλωμα της πίστης της και οι έρωτες είναι σαν τις αυτοκρατορίες: μόλις εξαφανίζεται η ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκαν, εξαφανίζονται και αυτοί μαζί της.

Ήθελε να γίνει ένα μαζί του. Έτσι τον διαβεβαίωνε πεισματικά, κοιτάζοντας τον μες στα μάτια, ότι δεν ένιωθε ηδονή, παρ' όλο που το χαλί ήταν μουσκεμένο απ' τον οργασμό της: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή». Μ' άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί.

Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ' άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη. Του διηγήθηκε: «Ήμουν θαμμένη. Από καιρό. Ερχόσουν να με δεις μια φορά την εβδομάδα. Χτυπούσες στον τάφο κι έβγαινα. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα χώματα.

«Έλεγες: "Δεν μπορείς να δεις τίποτα", και μου έβγαζες τα χώματα απ' τα μάτια.

»Σου απαντούσα: Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δε βλέπω. Έχω τρύπες στη θέση των ματιών".

»Μετά, έλειψες για πολύ καιρό και ήξερα ότι ήσουν με μια άλλη. Οι εβδομάδες περνούσαν και δεν ερχόσουν. Δεν κοιμόμουν πια καθόλου γιατί φοβόμουν μήπως έρθεις και δεν το καταλάβω. Μια μέρα, ήρθες επιτέλους και χτύπησες στον τάφο, άλλα ήμουν τόσο εξαντλημένη που είχα μείνει έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να κοιμηθώ, ώστε μόλις που βρήκα τη δύναμη ν' ανέβω και να συρθώ έξω. Όταν πια τα κατάφερα, εσύ έμοιαζες απογοητευμένος. Μου είπες ότι η όψη μου ήταν κακή. Ένιωθα πως δεν σου άρεσα, ότι τα μάγουλα μου ήταν σκαμμένα, ότι έκανα κινήσεις σπασμωδικές.

»Για να δικαιολογηθώ, σου είπα: "Συγχώρεσε με δεν έχω κοιμηθεί όλον αυτόν τον καιρό".

»Κι εσύ είπες με μια καθησυχαστική φωνή που όμως έμοιαζε ψεύτικη: "Βλέπεις, πρέπει να ξεκουραστείς. Θα έπρεπε να πάρεις ένα μήνα διακοπές".

»Και ήξερα καλά τι ήθελες να πεις μιλώντας για διακοπές! Ήξερα ότι ήθελες να μείνεις έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να με δεις επειδή θα ήσουν με μια άλλη. Έφυγες και ξανακατέβηκα στο βάθος του τάφου, και ήξερα ότι θα ήμουν ακόμα ένα μήνα χωρίς ύπνο, για να μην έρθεις και δεν το καταλάβω, κι ότι όταν θα ξαναρχόσουν, σ' ένα μήνα, θα ήμουν ακόμα πιο άσχημη και θα ήσουν ακόμα πιο απογοητευμένος».

Ποτέ του δεν είχε ακούσει τίποτα σπαρακτικότερο απ' τη διήγηση αυτή. Έσφιγγε την Τερέζα στην αγκαλιά του, αισθανόταν το κορμί της να τρέμει και νόμιζε ότι δεν είχε πια τη δύναμη να σηκώσει τον έρωτα τους.

Ο πλανήτης μπορούσε να συγκλονίζεται από τις εκρήξεις των βομβών, τη πατρίδα μπορούσε καθημερινά να τη λεηλατεί κι ένας καινούριος εισβολέας, όλοι οι κάτοικοι της συνοικίας μπορούσαν να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, όλα αυτά θα τα είχε υπομείνει πιο εύκολα απ' ό,τι θα τολμούσε να ομολογήσει στον εαυτό του. Αλλά η θλίψη ενός μονάχα ονείρου της Τερέζας τού ήταν ανυπόφορη».



 Μίλαν Κούντερα, «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι»
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουνίου 29, 2014, 06:39:57 μμ
Tα μάτια δεν καλοθωρού' στο μάκρεμα του τόπου,
          μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου·
     εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
          και σ' έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει.
     Tα μάτια, να'ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·         
          νύκτα και μέρα, τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
     Xίλια μάτιά'χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
          χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν.
     Mακρά'τον ο Pωτόκριτος από την Aρετούσα,
          τα μάτια που'χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα'.     
     Eθώρειεν την πού βρίσκουντο', ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
          μ' όλο που δεν την ήβλεπε, με μάτια, την ημέρα.

Αποσπασμα απο τον "Ερωτοκριτο" του Βιτσεντζου Κορναρου, στιχοι 1061-1072
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: Jon_X στις Ιουνίου 29, 2014, 09:56:41 μμ
Σύννεφα με παντελόνια (μέρος IV)
Ραντίζω το δρόμο με το αγίασμα του αίματός μου
τα λουλούδια στα πεζοδρόμια ασπάζονται τα ράκη των ρούχων μου
ο ήλιος θα χορέψει χιλιάδες φορές σαν τη κόρη του Ηρώδη γύρω από την υδρόγειο -
το κεφάλι του βαπτιστή
όταν τελειώσει ο χορός των ετών μου, ο χορός της παραχωρημένης ζωής μου
θα μείνει πίσω μια ατέλειωτη σειρά από κηλίδες αίματος
ως το κατώφλι του πατρικού μου σπιτιού
λερωμένος από το χώμα του τάφου μου θα συρθώ έξω από το χαντάκι του θανάτου
και ανεβάζοντας της φωνής μου τον τόνο θα πω :
Για άκου εδώ κύριε θεέ
δεν πλήττεις άραγε χωμένος εκεί μέσα στον πολτό των σύννεφων
να κάνεις κάθε μέρα γάμους και βαφτήσια ?
ας παίξουμε γαϊτανάκι γύρω από το δέντρο της γνώσης, της αρετής
και της κακίας με άλλα λόγια,
Εσύ ! Εσύ ο πανταχού παρών θα γεμίσεις τις ψωμιέρες
και ο Άγιος Πέτρος σέρνωντας το χορό θα αναστενάξει σα θυμηθεί τα νίατα του
θα γεμίσουμε Εύες και πάλι τον παράδεισο,
Πες το κι έγινε ! Απόψε κιόλας θα πάω στο μπουλεβάρδο Tverskoy
και θα φέρω τα ομορφότερα κορίτσια που είδες ποτέ,
Κουνάς τα καλοχτενισμένα μαλλιά σου ?
Κουνάς το κεφάλι σου και με αποδοκιμάζεις απο εκεί πάνω ?
Σιωπή..,
το σύμπαν κοιμάται έχοντας ακουμπήσει πάνω στο πέπλο του το τεράστιο αυτί του
γεμάτο από τα τσιμπούρια των άστρων"

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Εδώ μια ωραία απαγγελία από μια κομμένη σκηνή από την ταινία 'Φτηνά Τσιγάρα'

http://www.youtube.com/watch?v=9c668O07r40 (http://www.youtube.com/watch?v=9c668O07r40)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουλίου 01, 2014, 11:00:45 μμ
Ήταν κάποτε ένας άγγελος, που έπεσε στη γη."
 
(Μπα, κοινότυπη αρχή. Αποκλείεται να ξεκινήσω έτσι αυτό που θέλω να πω. Για πάμε αλλιώς.)
 
"Κάποτε, ένα κρύο βράδυ, βρήκα σ' ένα παγκάκι στην πλατεία, καθισμένο έναν άγγελο."
 
(Τώρα έχει πιο πολύ σασπένς. Αλλά και πάλι, νομίζω ότι έχω γράψει αρκετά κείμενα με παγκάκια και πλατείες. Κι αν πεις για κρύο, άλλο τίποτα. Μα, δεν υπάρχει λίγη έμπνευση ρε γαμώτο; Για πάμε πάλι.)
 
"Τον καιρό που οι άγγελοι έπεφταν στη γη, ένας έπεσε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου μου."
 
(Εντάξει. Το γελοιοποίησα. Και δεν ξέρω αν σκοτώνονται οι άγγελοι από την πτώση ή θα μου ζητά και τα ρέστα ο νόμος για αγγελοκτονία από αμέλεια.
 Λοιπόν, είναι δύσκολο σήμερα να ξεκινήσω την ιστορία. Δεν έχω οίστρο!
 Γελάω μόνος μου! Ωραία λέξη ο "οίστρος". Αν και μάλλον δεν είχα ποτέ οίστρο. Ψυχολογικά προβλήματα είχα. Τώρα δε που το ξανασκέφτομαι, ο οίστρος μάλλον είναι το ψυχολογικό πρόβλημα του δημιουργού. Όχι του Δημιουργού, με Δ κεφαλαίο, αυτός καλά την έχει, του μικρού δημιουργού, του ασήμαντου, αυτού που κομματιάζει την ψυχή του για να εκφράσει τον έρωτα με όποιον τρόπο μπορεί... Γιατί έρωτας είναι όλα, έρωτας ο πόνος, έρωτας η χαρά, έρωτας η αγάπη, έρωτας η ομορφιά, η μουσική, η τέχνη, έρωτας η γνώση, έρωτας η πίστη, η ελευθερία, έρωτας τα όνειρα, έρωτας ο έρωτας...
 Όλα είναι έρωτας. Και ο χειρότερος εχθρός αυτός που σου τον στερεί...
 Εντάξει. Τώρα που τα βρήκαμε φιλοσοφικά, πάμε άλλη μια προσπάθεια να γράψω την ιστορία.)
 
Κάποτε ένας άγγελος έκανε like σε μιαν ανάρτησή μου. Μου έκανε και δεύτερο, και τρίτο, άρχισε να μιλάει για μένα σε άλλους του σιναφιού του, άγγελοι κι αυτοί. 'Αρχισαν να μαζεύονται στις οθόνες τους, να κάνουν like και να γράφουν σχόλια, να λένε "πω πω, αυτός ο άνθρωπος γράφει αγγελικά" -αυτό το τελευταίο το έγραψα από εγωιστική ματαιοδοξία και μόνο, μπορεί να μην έλεγαν και τίποτα.
 
Ένα βράδυ ένας απ' αυτούς, μου έστειλε μέιλ. Λίγο καιρό αργότερα κι άλλος. Και τρίτος. Το πήραν συνήθεια κι έστελναν μέιλς με όμορφα λόγια, συγκινητικά. Κι απάντησα. Κι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα με τους αγγέλους. Και μην ακούτε τι σας λένε, ήταν σαν τους ανθρώπους κι αυτοί, ξανθοί, μελαχρινοί, ψηλοί, κοντοί, ακόμα υπήρχε κι ένας χοντρός που απορούσες πως άραγε μπορεί να πετάει, κι ένας αράπης άγγελος, που όλο χαμογελούσε και έλαμπαν τα λευκά του δόντια. Ναι φίλοι μου, οι άγγελοι δεν είναι ξανθοί, με μπούκλες καλοχτενισμένες και ολόλευκες κελεμπίες. Αυτά μας τα λένε από παιδιά, σαν ιστορίες, αυτοί που ποτέ τους δεν συνάντησαν αγγέλους.
 
Εγώ όμως συνάντησα. Λίγο καιρό μετά. Γιατί τι σημασία έχει να γνωριστείς με κάποιον στα κοινωνικά δίκτυα αν δεν βρεθείτε για καφέ μετά; Παρόλο που μου δήλωσε καθαρά ότι "εμείς οι άγγελοι δεν πίνουμε καφέ, διότι μας πειράζει στα νεύρα και οι φτερούγες μας δεν συντονίζονται μετά για να πετάξουμε", εντούτοις συναντηθήκαμε. Και τον αγάπησα. Όλους όσους συναντώ τους αγαπάω, όμως αυτόν τον αγάπησα λίγο παραπάνω. Ήταν ονειροπόλος, έλαμπε, γελούσε συνέχεια, δεν φοβόταν να αγκαλιάσει, να μοιραστεί, να σου εκφράσει την αγάπη του, τον έρωτά του, τα όνειρά του. Ήταν κι η ώρα περασμένη όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, πλακώσαμε και κάτι ρακόμελα, ήταν αναμενόμενο να γίνουμε φίλοι. Καλοί φίλοι, όχι από τους άλλους, που εύχονται μόνο στις γιορτές...
 
(Σημείωση: οι άγγελοι μπορεί να μην πίνουν καφέ, πίνουν όμως κανά ρακόμελο, είναι η κρυφή τους αμαρτία στη γη και το πρόσχημα να μάθουν τάχα μου τα μυστικά των ανθρώπων).
 
Που είχαμε μείνει; Α ναι. Στη συνάντηση με τον άγγελό μου. Τι να σας λέω, όλα πήγαιναν καλά, βρισκόμασταν σε μικρά μαγαζάκια της πόλης για ποτό και κουβέντα, στρίβαμε κανά τσιγάρο, μιλούσαμε για πολλά, για το μέλλον, για το παρελθόν. Βέβαια δεν τον άφηνα να μιλήσει πολύ για το δικό του παρελθόν γιατί άντε να να βρεις χρόνο τώρα να χωρέσεις τις ιστορίες του από γενέσεως του κόσμου... Κυρίως σε αυτές τις συναντήσεις μιλούσαμε για όσα μας είχαν πονέσει, και ξέρεις φίλε ψηφιακέ αναγνώστη, όταν μιλάς για αυτά που σε πονούν και τα μοιράζεσαι, θαρρείς και γλυκαίνουν περίεργα, και μικραίνουν, και χάνονται... Και μια διαπίστωση ακόμα: ναι, κι οι άγγελοι πονάνε.
 
Ο καιρός περνούσε. Και όλα έμοιαζαν ιδανικά. Είχα ξεχάσει ότι ο άγγελος είναι άγγελος, τον νόμιζα πια για άνθρωπο, του είχα μάθει δε να ντύνεται σαν εμάς, με τζινάκια και σταράκια παπούτσια, και κανά επώνυμο μπουφάν σε έντονο χρώμα για το εφέ. Και δεν τον ρώτησα ποτέ τι κάνει τις ώρες που δεν είμαστε μαζί, είχα ακούσει αυτά τα "πανταχού παρών" και θεωρούσα ότι μπορεί να είναι διακοπές σε μια θάλασσα τη μια στιγμή και την άλλη να παίζει μπιλιάρδο σε κάποιο καταγώγειο. Ήξερα ότι είχε και μια απροσδιόριστη αποστολή στη γη ή κάτι τέτοιο κουλό, ναι ρε παιδί μου, τέλος πάντων, δεν ήθελα να τον ενοχλώ.
 
Και μια μέρα τον πήρα τηλέφωνο και δεν απάντησε. Του έστειλα μέιλ, δεν ξέρω ποτέ αν το έλαβε. Του έκανα like στα κοινωνικά δίκτυα, δεν αντέδρασε. Του έγραψα και δυο τρία σχόλια, τα άφησε κι αυτά αναπάντητα. Δεν ήξερα αν πρέπει να ανησυχήσω, άλλωστε, αυτοί οι τύποι κάνουν και θαύματα και δεν παθαίνουν κάτι κακό. Όμως δεν μπορούσα να διαχειριστώ εύκολα την ξαφνική εξαφάνιση. Μέχρι που κατηγόρησα τον εαυτό μου ότι κάτι έκανα κακό, κάτι είπα και τον πλήγωσα, τον θύμωσα, έψαχνα να βρω νύχτες πολλές που έκανα λάθος. Κι ένα σωρό αναπάντητα "γιατί" με γέμιζαν, λίγο πριν κοιμηθώ το βράδυ, λίγο αφού ξυπνούσα το πρωί.
 
Γιατί είναι από αιώνες γραφτό, πως όσοι αγαπάς, έρχονται στο μυαλό σου λίγο πριν κοιμηθείς το βράδυ, λίγο αφού ξυπνήσεις το πρωί.
 
Πέρασε καιρός. Ο κόσμος τριγύρω άλλαζε ραγδαία. Μια μάχη η κάθε μέρα, ένας πόλεμος ιδεών, όπλων, θεωριών, για το ποιος θα κατακτήσει την ανθρωπότητα, ποιος θα αποκτήσει τους περισσότερους οπαδούς. Βλακείες. Άνθρωποι έψαχναν τρόπους να κάνουν τους ανθρώπους να τους ακολουθήσουν. Σκόνη γέμισαν οι πόλεις και βοές, βοές ασήμαντες, βλέπεις τίποτα δεν είναι σημαντικό όσο υπάρχει θάνατος, εκτός απ' την αιώνια αγάπη.
 
Από τον άγγελο, κανένα νέο. Είχα θυμώσει, είχα κλάψει, είχα πονέσει, (αυτά δεν τα έχω πει σε κανέναν να ξέρετε), μέχρι που έφτασα να προσευχηθώ ένα βράδυ μετά από χρόνια, να είναι καλά, κι αν μ' ακούει να δώσει ένα σημάδι ύπαρξης. Τίποτα όμως. Στο τέλος πείστηκα ότι δεν ήταν τόπος η γη για τους αγγέλους, ούτε φυσιολογικό ένας άνθρωπος σαν εμένα να κάνει παρέα με ένα τέτοιο πλάσμα, κι ότι όλα ήταν παιχνίδια του μυαλού μου μάλλον, ίσως μια ανωμαλία στη συμπαντική ισορροπία που έπρεπε να έχει αυτή τη φυσιολογική κατάληξη.
 
Και μια μέρα, την ώρα που άκουγα μουσική στ' ακουστικά, μόνος, δίχως να την μοιράζομαι, χτύπησε ο ήχος του μηνύματος στο κινητό μου. Κοίταξα, δεν υπήρχε αποστολέας. Το άνοιξα. Διάβασα.
 
"Είμαι δίπλα σου όποτε με χρειαστείς. Πάντα ήμουν. Απλά τώρα πια δεν με χρειάζεσαι..."
 
Όλη η αγάπη που του είχα με κατέκλυσε, κόντεψε να με πνίξει. Γελούσα. Ένιωσα ότι πλέον η αγάπη είχε γίνει απόλυτη ελευθερία, και για τους δυο.
 
Από τότε δεν τον ξαναέψαξα. Δεν ξαναπόνεσα στη σκέψη του. Κράτησα όμως το όνομά του για nick name...
 
Κι όποτε κατέβαινα στη θάλασσα, ήξερα ότι θα τον συναντήσω...
www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=uJE0GufdRvI (http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=uJE0GufdRvI)   Aγγελος Σπυρου
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουλίου 04, 2014, 06:45:39 πμ
Τα Κόκκινα Πέδιλα           
  (http://img155.imagevenue.com/loc585/th_438326546_k2524261_122_585lo.jpg) (http://img155.imagevenue.com/img.php?image=th_438326546_k2524261_122_585lo.jpg)
             
 
Το αδύνατο σημείο μου είναι τα δακρυσμένα μάτια.

Στην πόλη σήμερα, κατά τις 10:00. Ζέστη και υγρασία. Περπατώ βιαστικός. Τί λέω, σχεδόν τρέχω! Έχω ήδη αργήσει. Δεν προλαβαίνω να απολαύσω τη διαδρομή, να δω χρώματα, μουσικές, αρώματα, ιστορίες της κάθε γωνιάς.

Σε μια βιτρίνα με γυναικεία παπούτσια, σιμά στον προορισμό μου, στέκεται ένας παππούς. Έχει κολλήσει τα μάτια του μέσα στη βιτρίνα, προσπαθεί να διακρίνει. Δείχνει με το δάχτυλο. Καμπουριαστός, με θαλασσί πουκάμισο και γκρί παντελόνι, σαν εισπράκτορας του παρελθόντος και συλλέκτης αναμνήσεων του σήμερα. Με λίγα λευκά μαλλιά να τυλίγουν το κεφάλι του, καλοχτενισμένα. Με ένα ελαφρό τρέμουλο σε όλο του το κορμί. Στέκεται κολλημένος εκεί. Παράδοξη εικόνα που δε μπορεί να ξεφύγει απ' το βλέμμα σου. Στενεύω το βήμα μου, προσέχω περισσότερο να καταλάβω. Κοιτάει μια βιτρίνα με γυναικεία παπούτσια και με το δάχτυλό του δείχνει ένα ζευγάρι κόκκινα πέδιλα, γυαλιστερά...

"Τι άλλο θα δούμε" σκέφτομαι. Κάνω να προσπεράσω.
"Συγνώμη παιδί μου". Γυρίζω το κεφάλι. Τα χάνω. Μου μιλάει. "Πόσο λέει ότι κάνουν τα κόκκινα παπούτσια";

Φαίνεται θλιμμένος. Θα έλεγα δακρυσμένος. Τρέμει το δάχτυλό του καθώς κολλημένο στο τζάμι της βιτρίνας μου τα δείχνει. Κοιτάω.
"150 ευρώ παππού" αποκρίνομαι.

"Πατέρα, έλα, πάμε". Ένας συνομήλικός μου βγαίνει από το διπλανό φούρνο, έρχεται προς το μέρος του, τον πιάνει από το χέρι.
"Να τα πάρω στην κυρά" λέει με τρεμάμενη φωνή ο παππούς. Δεν ξεκολλάει το δάχτυλο από το τζάμι.
"Άλλη φορά πατέρα, πάμε τώρα" επαναλαμβάνει ο γιος και τον τραβάει από τον αγκώνα.

Ο παππούς ακολουθεί, ανήμπορος να επαναστατήσει. Τον βλέπω να κλαίει, να μουρμουρίζει κάτι. Παραξενεύομαι. Ο γιος του τον στηρίζει καθώς τα βήματά του είναι πολύ αργά και κοφτά. Τους παρακολουθώ για λίγο σκεφτικός. Στρίβουν στον πεζόδρομο, κάθονται σε ένα καφενεδάκι.Τελειώνω τη δουλειά που είχα πιο γρήγορα. Περνώντας από το καφενεδάκι τους βλέπω να κάθονται ακόμα. Ο παππούς απαρηγόρητος. Ο γιός να του μιλάει ήρεμα, να του εξηγεί. Μπαίνω στον πειρασμό, κάθομαι δίπλα. Παραγγέλνω έναν ελληνικό διπλό με μια μύτη ζάχαρη και λίγο γάλα. Κάθομαι δίπλα στο γιο. Ο παππούς κλαίει.

"Με ρώτησε πριν λίγο την τιμή των παπουτσιών" λέω σε μια στιγμή που βλέπω ότι δε μιλάνε, προς το γιό. Με κοιτάει. Χαμογελάει. Μου λέει την ιστορία, διστακτικά στην αρχή, ανοίγεται μετά, χαμηλόφωνα, να μην ακούει ο παππούς.

Ο κυρ-Αντρέας είναι 82 ετών. Πάσχει από πάρκινσον. Πριν 2 χρόνια έχασε τη γυναίκα του. Είχαν παντρευτεί στο τέλος της κατοχής, όταν αυτός ήταν 20 κι αυτή 17. Εκαναν 3 παιδιά. Ο Νίκος είναι ο μικρότερος γιος του, ο ανύπαντρος. Έζησαν μαζί 60 χρόνια. Εξήντα καλά χρόνια, γεμάτα αγάπη, έρωτα, στερήσεις, προβλήματα, χαρές, ευτυχία. Εξήντα ζωντανά κι αγαπημένα χρόνια που άλλοι θα ζήλευαν κι εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε. Κάθε που γύριζε από τη δουλειά ο κυρ-Αντρέας έφερνε στην "κυρά" του ένα λουλούδι, αγορασμένο ή κομμένο από κήπους όμορφους και πλούσιους, γεμάτο πάντα με χρώμα απ' την καρδιά του. Δε χώρισαν ποτέ, στις καλές και στις κακές μέρες. Μέχρι πριν 2 χρόνια κοιμούνταν ακόμα αγκαλιά τα βράδια. Της έφτιαχνε καφέ. Του έτριβε την πλάτη να χαλαρώσει. Στηρίζονταν ο ένας στον άλλο να περπατήσουν στη βόλτα την απογευματινή τους. Σαν γύριζαν σπίτι, χάνονταν στις συζητήσεις, στις μνήμες τους, σε όμορφα φτιαγμένα, παλιά άλμπουμ. Πόσο χρώμα μπορεί να κρύβει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, παλιά...

Ο κυρ-Αντρέας ήταν έμπορος. Πουλούσε υφάσματα. Η κυρά του δούλευε στο σπίτι. Παλιά μοδίστρα, αυτές που το είχαν μεράκι και τέχνη αυτό που έκαναν. Ήταν πάντα ντυμένος στην τρίχα. Το ίδιο κι η κυρά του. Δεν είναι ανάγκη να έχεις ακριβά ρούχα για να δείχνεις ωραίος. Μέχρι και τα γεράματά τους πρόσεχαν πολύ τον εαυτό τους, την εμφάνισή τους. Αυτό το έβλεπες ακόμα στον κυρ-Αντρέα. Πυκνά συχνά της αγόραζε δώρα: ρούχα, παπούτσια, αρώματα κι εκείνη σε αντάλλαγμα του έφτιαχνε μια πίτα, ένα γλυκό, του έραβε ένα μαξιλάρι με το μονόγραμμά του να το στολίζει.

Μέχρι πριν δύο χρόνια, που κοιμήθηκε μαζί της ένα βράδυ και το πρωί ξύπνησε μόνος...

"Τώρα κλαίει συχνά, του λείπει" μου λέει ο Νίκος, ο γιος που τον έχει έννοια περισσότερο. "Βγαίνουμε μαζί βόλτα, να ξεχνιέται. Έχει λίγο άνοια με την ηλικία, είναι και το πάρκινσον, πιστεύει ότι θα γυρίσει σπίτι και θα τη δει. Γιαυτό ψάχνει κάποιο δώρο να αγοράσει".
"Κοιτούσε KOKKINA ΠΕΔΙΛΑ   πριν λίγο" του λέω. Με κοιτάει. Χαμογελάει.
"Της τα είχε τάξει λίγες μέρες πριν την χάσουμε" λέει και το βλέμμα του βουρκώνει. "Της είχε πει ότι θα της πάρει κόκκινα πέδιλα, γυαλιστερά, και θα την πάει κάπου να χορέψουν".

Ένας κόμπος έχει κάτσει στο λαιμό μου. Σταματάει να μιλάει. Κοιτάει τον πατέρα του που είναι ακόμα δακρυσμένος.

"Πάμε ρε πατέρα" λέει και σηκώνεται. "Πάμε να πάρουμε τα πέδιλα που θέλεις"...

Σηκώνονται. Με αργές κινήσεις. Ο κυρ-Αντρέας με κοιτάει. Το βλέμμα του το γαλανό έχει φωτίσει τώρα. Μια ελπίδα ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Ο Νίκος τον κρατάει από τον αγκώνα γερά, μην πέσει. Κοφτά, μικρά βηματάκια, αργά.

"Να γράψω την ιστορία στο blog μου;" ρωτάω καθώς γυρίζουν να φύγουν.
"Δημοσιογράφος είσαι;" μου λέει. Γνέφω αρνητικά.
"Με παραξένεψες" συνεχίζει. "Το ενδιαφέρον σου εννοώ"."Έχω ένα αδύνατο σημείο" απαντάω. "Δε μπορώ να βλέπω ανθρώπους να κλαίνε".

Ο παππούς, ο κυρ-Ανδρέας, έκανε να σηκώσει για λίγο το τρεμάμενο χέρι του προς το μέρος μου. Έτσι μπορούσε μόνο να με χαιρετήσει.

"Στο καλό" μουρμούρισα. Απομακρύνθηκαν, έστριψαν.
Aγγελος Σπυρου
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουλίου 04, 2014, 08:59:45 πμ

"Παρόλο που ήταν κοντά στην τελειότητα και άντεχε την τελευταία του πληγή, τού φαινόταν πως αυτοί οι άθρωποι-παιδιά ήταν αδέλφια του, η ματαιοδοξία, η απληστία, και η γελοιότητα τους έχαναν για κείνον κάθε κωμικότητα, γίνονταν κατανοητές, γίνονταν αξιαγάπητες ακόμα και άξιες σεβασμού. Η τυφλή αγάπη μιας μητέρας για το παιδί της,η κουτή, τύφλή περηφάνια ενός φαντασμένου πατέρα για το μοναδικό του γιόκα, η τυφλή, άγρια επιδίωξη μιας νεαρής, φιλάρεσκης γυναίκας για στολίδια και θαυμαστικά αντρικά μάτια, όλα αυτά τα παιδιαρίσματα, όλες αυτές οι απλές, ανόητες, αλλά απίστευτα ισχυρές, απέραντα ζωντανές, οι παθιασμένες ορμές και απληστίες, δεν ήταν πια παιδιάστικες για τον Σιντάρτα΄ έβλεπε τους ανθρώπους να ζουν για αυτές, τους έβλεπε να κατορθώνουν απίστευτα επιτεύγματα χάρη σ'αυτές, να κάνουν ταξίδια, να διεξάγουν πολέμους, να υποφέρουν απέραντα, να υπομένουν απέραντα΄ και τους αγαπούσε γι'αυτό.Έβλεπε τη ζωή, το ζωντανό, το ακατάστρεπτο μέσα σ'όλες τις οδύνες τους, μέσα σ'όλες τις πράξεις τους...''
Έρμαν Έσσε, Σιντάρτα
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: kalson kalson στις Ιουλίου 04, 2014, 11:58:33 πμ
Ελλάδα, 1940. Όχι η Ελλάδα των ηλιόλουστων διακοπών, αλλά η Ελλάδα του Βορρά, της Μακεδονίας, των Βαλκανίων - και, πιο συγκεκριµένα, η Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτό το λιµάνι µε την αρχαία ιστορία, τις αποβάθρες και τους οίκους ανοχής, τα σκοτεινά σοκάκια και τα τουρκικά αρχοντικά, εκτυλίσσεται ένα αγωνιώδες πολιτικό δράµα. Στα βόρεια σύνορα, ο ελληνικός στρατός έχει αναχαιτίσει την επίθεση του Μουσσολίνι, απωθώντας τις ιταλικές µεραρχίες πίσω στην Αλβανία - κατάγοντας την πρώτη νίκη ενάντια σε µέλος του Άξονα, που έχει υποτάξει ήδη το µεγαλύτερο µέρος της Ευρώπης. Αλλά ο Αδόλφος Χίτλερ δε θα ανεχτεί τέτοια προσβολή: την άνοιξη θα εισβάλει στα Βαλκάνια, και το µόνο που µπορεί να κάνει ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι να παρακολουθεί και να περιµένει.

Στο επίκεντρο αυτού του δράµατος βρίσκεται ο Κωνσταντίνος -Κώστας- Ζαννής, υψηλόβαθµο στέλεχος της αστυνοµίας, επικεφαλής µιας υπηρεσίας που χειρίζεται πολιτικές υποθέσεις "ειδικού" ενδιαφέροντος. Και ενώ επίκειται η εισβολή των Ναζί, αρχίζει ο χορός των κατασκόπων - τουρκικό προξενείο, γερµανικές µυστικές υπηρεσίες, Βρετανοί...Την ίδια στιγµή, τα ερωτικά πάθη φουντώνουν στην πόλη. Ο Ζαννής δεν αποτελεί εξαίρεση· ζει τον έρωτα στην αγκαλιά µιας εκπατρισµένης Αγγλίδας, ιδιοκτήτριας σχολής µπαλέτου, µιας Ελληνίδας µε κάπως ιδιαίτερα γούστα και της συζύγου ενός ντόπιου βαθύπλουτου εφοπλιστή...

Από τη Θεσσαλονίκη στο Παρίσι, στο Βερολίνο και πάλι πίσω, οι "Κατάσκοποι των Βαλκανίων" είναι ένα καθηλωτικό µυθιστόρηµα για έναν άντρα που δοκιµάζει τα πάντα και ρισκάρει τα πάντα ορθώνοντας το ανάστηµά του στη µεγαλύτερη κτηνωδία που έχει γνωρίσει ο κόσµος.


Άλαν Φερστ
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουλίου 08, 2014, 09:50:11 πμ
 
  (http://img230.imagevenue.com/loc13/th_798819790_vivlio_les_evie_pride_123_13lo.jpg) (http://img230.imagevenue.com/img.php?image=798819790_vivlio_les_evie_pride_123_13lo.jpg)
                         Μετά από δύο ώρες έντονης γυμναστικής, μπήκα στη

σάουνα να χαλαρώσω και εκεί αντίκρισα μπροστά μου

μια γυναίκα, πολύ μικρότερη από εμένα, τυλιγμένη με

μια πετσέτα να απολαμβάνει τη μοναξιά και την ηρεμία

που της προσέφερε η καυτή θερμοκρασία. Της έριξα μια

κλεφτή ματιά και κάθισα απέναντί της.

Έκανε τάχα πως δεν με είχε προσέξει. Είχε γείρει πίσω

το κεφάλι και στήριζε το σώμα της με τα δύο της χέρια. Ο

ιδρώτας έσταζε από το λαιμό της και κάθε τόσο τον σκού-

πιζε με μια μικρή φούξια πετσέτα.

Σηκώθηκα, πήρα την ξύλινη κουτάλα και έριξα λίγο

νερό μέσα στον θερμαντήρα της σάουνας. Τη ρώτησα αν

την πειράζει και μου απάντησε με μια αρνητική κίνηση

του κεφαλιού της. Μετά από δέκα λεπτά βγήκαμε και οι

δύο από την καμπίνα και πήγαμε στις ντουζιέρες που

ήταν κοινές για όλες.

Βρεθήκαμε δίπλα-δίπλα κάνοντας ντους με κρύο νερό,

το οποίο είναι ιδανικό μετά από τη σάουνα. Ένιωθα μια

αναζωογόνηση και ταυτόχρονα μια χαλάρωση.

«Θες να σου τρίψω την πλάτη;» με ρώτησε με μια γλυ-

κιά φωνή.

Άνοιξα τα μάτια και την είδα να έχει έρθει μόλις μια

ανάσα από το πρόσωπό μου.

«Δεν είναι κακή ιδέα!» απάντησα και της έδωσα το

σφουγγάρι μου.

Έβαλε αρκετή ποσότητα αφρόλουτρου και άρχισε να

τρίβει την πλάτη μου με απαλές κινήσεις. Ρύθμισε το

νερό να είναι σε ανεκτική θερμοκρασία για το σώμα μου

και με έσπρωξε ελαφριά προς τον τοίχο ώστε να τρέχει

άφθονο το νερό πάνω μου.

Είχα χαλαρώσει ακόμα πιο πολύ και είχα αφεθεί στα

χέρια της, που κατεύθυναν το κορμί μου σε διάφορες στά-

σεις. Όλο μου το σώμα έκανε σπασμούς σε κάθε πέρασμά

της, ανάμεσα στους γλουτούς μου. Ανέβαινε προς τα

πάνω ψηλά και συνέχιζε μετά πάλι προς τα κάτω. Τώρα

πλέον δεν ένιωθα άλλο το σφουγγάρι, αλλά τα χέρια της.

Πρώτη φορά με άγγιζε γυναικείο χέρι εκεί… τόσο

χαμηλά. Στην αρχή ξαφνιάστηκα, όμως μου άρεσε και

παραδόθηκα στη μαγεία της στιγμής.

«Σε ενοχλεί;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Όχι, δεν με πειράζει, συνέχισε…» της είπα, ενώ από

μέσα μου παρακαλούσα να τη νιώσω παντού.

Ολόκληρο το κορμί μου μπήκε σε μια πρωτόγνωρη για

μένα διαδικασία.

Πλέον ένιωθα τα δάχτυλά της, να χαϊδεύουν την κλει-

τορίδα μου και πότε-πότε να μπαίνει το ένα μέσα μου ελα-

φρά. Καύλωσα τόσο πολύ που έσκυψα λίγο κι έτσι βρήκε

ευκαιρία να μπει πιο βαθιά μέσα μου. Με χάιδευε απαλά,

τόσο όμορφα, όσο δεν είχα νιώσει ποτέ με κανέναν. Ένιω-

θα τα υγρά μου να ξεχωρίζουν από το καυτό νερό που

έπεφτε πάνω μου με ορμή. Με είχε τρελάνει, δεν ήθελα

να σταματήσει…
Evie Pride   "ΛΕΣ;"
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουλίου 08, 2014, 10:38:14 μμ
Αν μονάχα μπορούσα να το περιορίσω σε μία μαλακία την ημέρα, ή να κρατήσω το όριο στις δύο, ή ακόμα και στις τρεις. Αλλά με την προοπτική του πρόωρου χαμού μου άρχισα να σπάω καινούργια ρεκόρ. Πριν από το φαϊ. Μετά το φαϊ. Την ώρα του φαγητού. Πετάγομαι από το τραπέζι κρατώντας την κοιλιά μου με ύφος τραγικό -ευκοιλιότητα, φωνάζω, έπαθα ευκοιλιότητα- και μόλις κλειδώνομαι στο μπάνιο, φοράω στο κεφάλι μια κιλότα που έχω κλέψει από τη σιφονιέρα της αδελφής μου και την κουβαλάω τυλιγμένη σ' ένα μαντίλι στην τσέπη μου.



Τόσο πολύ με ηλεκτρίζει η γεύση της βαμβακερής κιλότας -τόσο πολύ με ηλεκτρίζει η λέξη "κιλότα", που η τροχιά της εκσπερμάτωσής μου φτάνει σε νέα ύψη: φεύγοντας απ' την ψωλή μου σαν πύραυλος ξεκινάει κατευθείαν για τη λάμπα στο ταβάνι, όπου, προς μεγάλη μου έκπληξη και φρίκη, κάνει διάνα και μένει να κρέμεται. Πανικόβλητος την πρώτη στιγμή σκεπάζω το κεφάλι μου, περιμένοντας να εκραγεί το γυαλί, να ξεσπάσει πυρκαγιά -η καταστροφή, βλέπετε, δε βρίσκεται ποτέ μακριά απ' τη σκέψη μου. Έπειτα, όσο πιο αθόρυβα μπορώ, σκαρφαλώνω στο καλοριφέρ και σκουπίζω το ζεστό ασπράδι με χαρτί τουαλέτας.



Αρχίζω να ψάχνω ευσυνείδητα για την κουρτίνα, την μπανιέρα, τα πλακάκια, τις τέσσερις οδοντόβουρτσες -Θεός φυλάξοι!- και ακριβώς καθώς ετοιμάζομαι να ξεκλειδώσω την πόρτα, πιστεύοντας ότι έχω καλύψει τα ίχνη μου, η καρδιά μου κάνει βουτιά όταν βλέπω τι κρέμεται σαν μύξα στην άκρη του παπουτσιού μου. Είμαι ο Ρασκόλνικοφ της μαλακίας -τα γλιτσερά τεκμήρια βρίσκονται παντού!

Η νόσος του Πόρτνοϋ του Φίλιπ Ροθ
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουλίου 08, 2014, 11:01:12 μμ
Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας
τα στηθάκια
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ' των μηρών της την ασπράδα
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.

αποσπασμα απο την  Σερενατα του Λορκα
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: Jon_X στις Ιουλίου 08, 2014, 11:20:13 μμ
Αποσπάσματα από τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα: (ξεφύλι:α αυτά που είχα υπογραμμίσει με μολύβι - το κάνω πάτντα όταν διαβάζω:)

"Αθήνα η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου"

"Ένιωθα την ψυχή μου να μαραζώνει. Λαχτάρησα λιγάκι όνειρο, δυο πρέζες αμαρτία, πόθησα το απρόβλεπτο, διψούσα για λίγη ομορφιά, Σεζάν, Πικάσσο, Λεζέ,..."

"Στα τελευταία, έπιασε να μου φαίνεται παράδεισος ο κόσμος που αφήσαμε, εκεί που ο άνθρωπος εκμεταλεύεται τον άνθρωπο, αλλά που με τη δική σου θέληση μπορείς να γίνεις άγγελος ή σατανάς, ό,τι διαλέξεις."

"Από την κόλαση κανένας δε γύρισε αλώβητος"

Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: spyros74 στις Ιουλίου 09, 2014, 01:25:38 μμ
 ;)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουλίου 09, 2014, 03:23:55 μμ
Άνθρωποι εν πλω εις μητρικήν αγκάλην


Το πλοίον (ένα βαπόρι φορτηγό), πλέει προς τον προορισμόν του. Άνεμοι μέτριοι έως ισχυροί δροσίζουν το θερμό, καλοκαιριάτικο ταξείδι.
Μια γυναίκα, καθισμένη σε σκαμνί, ρεμβάζει στο κατάστρωμα, με ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Ένας επιβάτης, ευαίσθητος και οξυδερκής, καθήμενος επί ανακλίντρου, βλέπει, εντεύθεν της κουπαστής, την νέα γυναίκα με το βρέφος, και εκείθεν του κιγκλιδώματος, έχοντας πάντοτε την μάνα και το τέκνον της εντός του οπτικού πεδίου, βλέπει, συγχρόνως, την κυματίζουσα και αφρόεσσα επιφάνεια του πελάγους.
Δελφίνια στιλπνά βυθίζονται και αναδύονται από το ύδωρ. Το ατμόπλοιον λικνίζεται στο κύμα. Το βρέφος λικνίζεται στην μητρικήν αγκάλην. Ο επιβάτης παρατηρεί την μάνα και το βρέφος, και κάποτε αδημονεί, και κάποτε εφησυχάζει.
Ο ορίζων ανέρχεται. Ο ορίζων κατέρχεται. Και ότε μεν υπέρκειται και δεσπόζει, ότε δε κρύπτεται (για μια στιγμή) κάτω απ’ την γραμμή του καταστρώματος.
Ο άνεμος σφυρίζει στους ιστούς και εναρμονίζεται με τους τριγμούς των ξύλων.
Ο ήλιος λάμπει.
Η μάνα ρεμβάζει.
Αίφνης το βρέφος αρχίζει να ουρλιάζη και η μητέρα του (γυνή δολιχοκέφαλος), το ανασηκώνει, του ομιλεί, αλλά δεν ημπορεί να το ησυχάση.
Ο επιβάτης παρατηρεί την νέα γυναίκα και το βρέφος, και μία ελπίς γεννιέται στην καρδιά του… Υπάρχουν μαστοί σαν πορτοκάλλια. Υπάρχουν μαστοί που μοιάζουν με αχλάδια. Υπάρχουν μαστοί που μοιάζουν με ελπίδες.
Το βρέφος εξακολουθεί να ουρλιάζη. Ματαίως η μητέρα του προσπαθεί να το ησυχάση.
Η ελπίς του επιβάτου δυναμώνει.
Το βρέφος ολολύζει πιο πολύ.
Τέλος η μάνα του το αποφασίζει.
Βγάζει γοργά το ένα της βυζί, και δίνει την ρώγα του εις το παιδί της. Το βρέφος, με άμετρη λαχτάρα το αρπάζει, και με ηδονή το πιπιλίζει.
Ο επιβάτης στέκει απότομα στα πόδια του.
Ο ορίζων ανέρχεται.
Ο ορίζων κατέρχεται.
Αστραφτερά, στη θάλασσα, πηδούνε τα δελφίνια.
Το βρέφος πιπιλίζει με μανία. Η μάνα κοιτάζει το παιδί. Ο ήλιος λάμπει. Ο άνεμος μέλπει και σφυρίζει. Με άφατον ηδονήν το βρέφος πιπιλίζει.
Σιγά-σιγά, ο επιβάτης πλησιάζει από πίσω. έπειτα σκύβει, μονομιάς, επάνω απ’ την γυναίκα, και βγάζει το άλλο της βυζί.
Μια αναφώνησις ηχεί. Κανένας δεν ακούει. Ο επιβάτης σκύβει πιο πολύ, και παίρνει στο στόμα του την άλλη ρώγα. Δευτέρα αναφώνησις ηχεί. Μα ο επιβάτης εξακολουθεί.
Άλλη διαμαρτυρία δεν ακούεται. Γιατί να ακουσθή; Ο ήλιος λάμπει. Τα δελφίνια σκιρτούν. Υγρόν ψιμύθιον αφρού αναπηδά από το κύμα. Γιατί να διαμαρτυρηθή η νέα γυναίκα; Γιατί να μεμψιμοιρήση; Τρεις άνθρωποι τέρπονται. Κανένας δεν τους βλέπει.
Η μάνα αφήνεται και αναστενάζει.
Ο έρωτας είναι γλυκός.
Η ζωή ωραία.

Αντί επιλόγου

Το ίδιο βράδυ, η νεαρά γυνή, δέχθηκε στην καμπίνα της τον άγνωστον επιβάτη. Οσάκις ξυπνούσε το παιδί, το έπαιρνε στην αγκαλιά της. Ο άνδρας, όμως, δεν έφευγε. Γιατί να φύγη; Στην ηδονή υπάρχουν πολλαί στάσεις. Ο έρωτας είναι γλυκός. Η ζωή ωραία.

Ανδρέαs  Εμπειρίκοs
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: Jon_X στις Ιουλίου 09, 2014, 08:10:35 μμ
Απόσπασμα από το βιβλίο Βάρδια του Νίκου Καββαδία (εκδ. Άγρα) Βάρδια έκτη

¨Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το' χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω... Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ' το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του "Cyrenia", δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο. - Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το. - Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις; - Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη. - Θέλω τη θήκη μου. Ιουδήθ!... Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο...Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος. - Ατζαμή! Φίλησέ με. - Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου. - Την έχασες; Πού; - Στο Barbados...Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης. - Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω. - Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ' ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin. - Χάιδεψε. - Ιουδήθ... Με τι χέρια... .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ' ένα σπίτι στο Ικίκι...Εκεί ανάμεσα... Μαζί κι ένα ζαφείρι... ένα μεγάλο ζαφείρι. - Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν. - Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ' αλλάξαμε. - Κοίταξέ με μέ τα δικά του. - Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι. - Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι. - Ναι. - Πάμε. Κρυώνω. - Στάσου να σου πω ένα παραμύθι. - Δε θέλω. Πάμε. - Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι... - Το σκορπιό; - Eσένα. - Πάμε σου λέω. - Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα. - Λοιπόν... Μόνον ο γερο-Γιεχού δεν κοιμόταν. Διάβαζε δίπλα στη λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βιβλίο. Η πόρτα λύγισε στις κοντακιές. Ήμουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε... Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με μάτια κλεισμένα. - Κι οι δώδεκα; - Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Όμως απόψε... Όχι γιατί μ' αρέσεις. Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε. - Αύριο, στο Colombo. - Τώρα. - Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Έχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως... Ξέρεις.. Είμαι άρρωστος. - Δε με νοιάζει. - Άκου... Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα. - Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί. Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα. - Κάνε όπως θέλεις. Ό, τι βρεις κλέψε. Δείξε μού το μονάχα... Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin μπροστά σε τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς να με δούνε...¨

http://www.youtube.com/watch?v=shFl9C30Ln4 (http://www.youtube.com/watch?v=shFl9C30Ln4)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουλίου 21, 2014, 10:29:20 πμ
Ο Ουίνστον ανακάθισε και όρθωσε το σώμα του. Ρεύτηκε. Το τζιν του ανέβηκε στο στόμα.

Η προσοχή του ξανασυγκεντρώθηκε στη σελίδα. Πρόσεξε πως ενώ είχε ξεχαστεί ονειροπολώντας, ταυτόχρονα έγραφε μηχανικά. Και τα γράμματά του δεν ήταν πια αδέξια και σφιγμένα όπως πριν. Η πένα του είχε γλιστρήσει με ηδονή πάνω στο λείο χαρτί και είχε σχηματίσει μεγάλα, κεφαλαία, καθαρά γράμματα.

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ξανά και ξανά, γεμίζοντας μισή σελίδα.

Δεν μπόρεσε να κατανικήσει ένα αίσθημα πανικού. Ήταν παράλογο, αφού το να γράψει αυτές τις συγκεκριμένες λέξεις, δεν ήταν πιο επικίνδυνο από την αρχική πράξη ν' αρχίσει το ημερολόγιο ; αλλά για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να σκίσει τις γραμμένες σελίδες και να τα εγκαταλείψει όλα.

Παρ' όλα αυτά δεν το 'κανε, γιατί ήξερε πως ήταν άσκοπο. Είτε είχε γράψει ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ είτε όχι, δεν είχε σημασία. Είτε συνέχιζε είτε σταματούσε να γράφει το ημερολόγιο δεν είχε σημασία. Είχε διαπράξει - θα το είχε διαπράξει ακόμα κι αν δεν είχε πιάσει την πένα στα χέρια του - το βασικό έγκλημα που περιείχε όλα τ' άλλα μέσα του. Έγκλημα Σκέψης το έλεγαν. Το Έγκλημα Σκέψης δεν ήταν κάτι που μπορούσε να κρύψει κανείς για πάντα. Μπορούσες να ξεγελάσεις με επιτυχία για λίγο ακόμα και για χρόνια, αλλά αργά ή γρήγορα θα σ' έπιαναν.

Πάντα τη νύχτα , οι συλλήψεις γίνονταν πάντα τη νύχτα. Το ξαφνικό τίναγμα μεσ' τον ύπνο, το τραχύ χέρι που τράνταζε τον ώμο σου, τα φώτα να πέφτουν εκτυφλωτικά μεσ' τα μάτια σου, τα σκληρά πρόσωπα που περικύκλωναν το κρεβάτι σου. στις περισσότερες περιπτώσεις δε γινόταν δίκη, ούτε αναφέρονταν η σύλληψη. Οι άνθρωποι απλώς εξαφανίζονταν, πάντα μεσ' τη νύχτα. Τ' όνομά σου σβηνόταν από τους καταλόγους, κάθε στοιχείο για κάθε τι που είχες κάνει εξαλειφόταν, η κάποτε ύπαρξή σου δεν αναγνωριζόταν, και ξεχνιόταν. Είχες καταστραφεί, είχες εκμηδενιστεί : ΕΙΧΕΣ ΕΞΑΤΜΙΣΘΕΙ ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαν γι' αυτό.

Για μια στιγμή τον κατέλαβε ένα είδος υστερίας. Άρχισε να γράφει βιαστικά με ακατάστατα γράμματα :

Θα με σκοτώσουν δε με νοιάζει. Θα με τουφεκίσουν στο σβέρκο, δε με νοιάζει κάτω ο μεγάλος αδερφός πάντα σε τουφεκίζουν πίσω στο σβέρκο δε με νοιάζει κάτω ο μεγάλος αδερφός!

Έγειρε στη ράχη της καρέκλας του, λίγο ντροπιασμένος με τον εαυτό του, και άφησε την πένα. Την άλλη στιγμή αναπήδησε ταραγμένος. Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα.

1984 ,Τζωρτζ Οργουελ
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: underherfeet στις Ιουλίου 21, 2014, 10:35:13 πμ
Ο Ουίνστον έγραψε:

Δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση, και δεν θα αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν.

Αυτό σκέφτηκε, θα μπορούσε να 'ναι σχεδόν μια αντιγραφή από κάποιο βιβλίο του Κόμματος. Το Κόμμα, βέβαια, ισχυριζόταν πως είχε απελευθερώσει τους προλετάριους από τη σκλαβιά. Πριν από την επανάσταση, είχαν υποστεί φοβερή καταπίεση από τους καπιταλιστές. Τους άφηναν να πεθαίνουν από την πείνα, τους μαστίγωναν, έστελναν τις γυναίκες να δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία (άλλωστε ακόμη και τώρα οι γυναίκες δούλευαν στα ανθρακωρυχεία), πουλούσαν τα παιδιά τους στα εργοστάσια από έξι χρονών.
 Παράλληλα όμως μ' αυτά, πιστό στις αρχές της διπλής σκέψης το κόμμα δίδασκε ότι οι προλετάριοι ήταν από τη φύση τους κατώτερα όντα και ότι έπρεπε να κρατιούνται σε υποταγή σαν τα ζώα. Για να γίνεται αυτό, έπρεπε να εφαρμόζονται μερικοί απλοί κανόνες. Στην πραγματικότητα πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για τους προλετάριους. Δε χρειαζόταν να ξέρει κανείς πολλά γι' αυτούς.

Όσο συνέχιζαν να δουλεύουν, να γεννοβολούν, όλες οι άλλες δραστηριότητές τους δεν είχαν καμία σημασία. Αφημένοι στην τύχη τους , σαν τα αμολημένα κοπάδια στις πεδιάδες της Αργεντινής, είχαν ξαναγυρίσει σ' ένα τρόπο ζωής που τους φαινόταν φυσικός, πάνω στα πρότυπα των προγόνων τους. Γεννιόνταν, μεγάλωναν στους δρόμους, πήγαιναν στη δουλειά από τα δώδεκά τους χρόνια, περνούσαν μια σύντομη περίοδο ανθηρής ομορφιάς και σεξουαλικού πόθου, παντρεύονταν στα είκοσι, ήταν κιόλας μεσόκοποι στα τριάντα, και πέθαιναν συνήθως γύρω στα εξήντα τους.
Η βαριά δουλειά, η φροντίδα για το σπίτι και τα παιδιά, οι μικροπρεπείς καβγάδες με τους γείτονες, κινηματογράφος, ποδόσφαιρο, μπύρα και πάνω απ' όλα ο τζόγος, αποτελούσαν όλο κι όλο τον πνευματικό τους ορίζοντα.
 Δεν ήταν δύσκολο να τους ελέγχει το Κόμμα. Κυκλοφορούσαν διαρκώς ανάμεσά τους πράκτορες της Αστυνομίας της Σκέψης, διαδίδοντας ψεύτικες φήμες. Και σημείωναν και εξοστράκιζαν τα λιγοστά άτομα που έκριναν ότι μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα.
 Δεν έκαναν όμως καμιά προσπάθεια να τους μυήσουν στην ιδεολογία του Κόμματος. Το Κόμμα δεν ήθελε να έχουν οι προλετάριοι πολιτική συνείδηση.
 Ό,τι ζητούσε απ' αυτούς ήταν ένας πρωτόγονος πατριωτισμός τον οποίον μπορούσε να επικαλείται κάθε φορά που χρειαζόταν να τους κάνει να δεχθούν περισσότερες ώρες δουλειάς ή μειωμένο συσσίτιο. Ακόμα κι όταν ήταν δυσαρεστημένοι - πράγμα που γινόταν καμιά φορά - η δυσαρέσκειά τους δεν οδηγούσε πουθενά, γιατί μην έχοντας γενικές απόψεις, συγκεντρώνονταν μόνο σε ασήμαντες προσωπικές στεναχώριες. Τα σημαντικά πράγματα τους διέφευγαν.

 Οι περισσότεροι προλετάριοι δεν είχαν καν τηλεοθόνες σπίτι τους. Ακόμα και η ασφάλεια πολύ λίγο ανακατευόταν στις δουλειές τους. Υπήρχε ένα μεγάλο ποσοστό εγκληματικότητας στο Λονδίνο, ολόκληρο κράτος εν κράτει από κλέφτες, ληστές, πόρνες, λαθρέμπορους ναρκωτικών, και φυγόδικους κάθε λογής αλλ' αφού αυτά συνέβαιναν μεταξύ των προλετάριων, δεν είχαν σημασία. Στα θέματα ηθικής ήταν ελεύθεροι να ακολουθούν τον κώδικα των προγόνων τους. Ο σεξουαλικός πουριτανισμός του Κόμματος δεν επιβάλλονταν σ' αυτούς. Οι σεξουαλικές σχέσεις δεν τιμωρούνταν, το διαζύγιο επιτρεπόταν. Ακόμα και η θρησκευτική λατρεία θα επιτρεπόταν αν οι προλετάριοι έδειχναν κανένα σημάδι ότι τη χρειάζονταν ή την ήθελαν. Ήταν υπεράνω κάθε υποψίας. Όπως έλεγε και ένα σύνθημα του Κόμματος «τα ζώα και οι προλετάριοι είναι ελεύθεροι».

1984 Τζωρτζ Οργουελ
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουλίου 24, 2014, 12:08:34 πμ


Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’  ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει- ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμ’εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω. Μ’ ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ ακούς

Αποσπασμα απο "Το Μονόγραμμα" του Ελυτη
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουλίου 24, 2014, 12:10:31 πμ
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

"Μόνο γιατί μ'αγάπησες" της Μαρίας Πολυδούρη
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουλίου 24, 2014, 09:56:20 μμ
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.

      " Η Αγαπη " του Κωστα Ουρανη
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουλίου 24, 2014, 10:09:49 μμ
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της 'Αλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της 'Aμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

     " Μαραμπου "   Νικος Καββαδιας

http://www.youtube.com/watch?v=7jqunPIOL4E (http://www.youtube.com/watch?v=7jqunPIOL4E)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουλίου 25, 2014, 10:31:52 μμ
Τιμωρούμαστε για τις αρνήσεις μας. Κάθε παρόρμηση που πολεμάμε να καταπνίξουμε, μένει κρυμμένη και δουλεύει μέσα στο μυαλό και μας δηλητηριάζει. Το σώμα αμαρτάνει μια φορά και ξεμπερδεύει, γιατί η πράξη είναι ένας τρόπος εξαγνισμού. Δε μένει τιποτ’ άλλο παρά η ανάμνηση μιας απόλαυσης ή η πολυτέλεια της μεταμέλειας. Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν. Αν του αντισταθείς, η ψυχή σου θ’ αρρωστήσει απ΄τη λαχτάρα για τα πράγματα που η ίδια απαγόρευσε στον εαυτό της, απ’ την επιθυμία για όσα οι τερατώδεις νόμοι της έχουν κηρύξει τερατώδη και παράνομα. Κάποιος είπε ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα του κόσμου συντελούνται μέσα στο μυαλό. Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμου”.
 
Oscar Wilde, Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ – απόσπασμα
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Ιουλίου 27, 2014, 04:08:08 μμ
Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα ότι μού υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ΄ότι έχω ζήσει έως τώρα.
 
Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι πού κέρδισε μία σακούλα με καραμέλες,τίς πρώτες τίς έφαγε λαίμαργα,αλλά όταν παρατήρησε ότι τού απέμειναν λίγες άρχισε να τίς γεύεται με βαθειά απόλαυση.
 
Δέν έχω πιά χρόνο γιά ατέρμονες συζητήσεις,όπου συζητούνται καταστατικά,νόρμες,διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί,γνωρίζοντας ότι δέν θα καταλήξει κανείς πουθενά.Δέν έχω πιά χρόνο να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους πού παρά την χρονολογική τους ηλικία δέν έχουν μεγαλώσει.
 
Δέν έχω πιά χρόνο να λογομαχώ με μετριότητες.
 
Δέν θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρευλάνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.Δέν ανέχομαι τούς χειριστικούς και τούς καιροσκόπους.Με ενοχλεί η ζήλεια καί όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τούς ικανότερους και να οικειοποιηθούν την θέση τους,τό ταλέντο τους και τα επιτεύγματά τους.Μισώ να είμαι μάρτυρας πού γεννά η μάχη γιά ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα.
 
Οι άνθρωποι δέν συζητούν πιά γιά το περιεχόμενο.Μετά βίας γιά την επικεφαλίδα.
 
Ο χρόνος μου είναι λίγος γιά να συζήτώ γιά τούς τίτλους,τίς επικεφαλίδες.
 
Θέλω την ουσία,η ψυχή μου βιάζεται….
 
Μού μένουν λίγες καραμέλες στήν σακούλα.
 
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.
 
Πού μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
 
Πού δέν επαίρονται γιά τόν θρίαμβο τους.
 
Πού δέν θεωρούν τον εαυτό τους,εκλεκτό πρίν τήν ώρα τους.
 
Πού δέν αποφεύγουν τίς ευθύνες τους.
 
Πού υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
 
Καί πού τό μόνο πού επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια καί την ειλικρίνεια.
 
Το ουσιώδες είναι αυτό πού αξίζει τόν κόπο στήν ζωή.
 
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα πού ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά τών ανθρώπων
 
‘Ανθρωποι τούς οποίους τα σκληρά χτυπήματα τής ζωής,τούς δίδαξαν πώς μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στήν ψυχή.
 
Ναί βιάζομαι,αλλά μόνο γιά να ζήσω με τήν ένταση πού μόνο η ωριμότητα μπορεί να σού χαρίσει.
 
Σκοπεύω να μήν πάει χαμένη καμμία από τίς καραμέλες πού μού έχουν απομείνει….
 
Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιό νόστιμες απ΄όσες έχω ήδη φάει
Εύχομαι καί ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί μέ κάποιον τρόπο θα φτάσεις καί εσυ....


Ο Mário de Andrade (9 Οκτώβρη 1893 – 25 Φεβ. 1945), πλήρες όνομα Mário Raul de Morais Andrade, ήταν Βραζιλιάνος ποιητής, μυθιστοριογράφος, μουσικολόγος, ιστορικός, κριτικός τέχνης και φωτογράφος. Από τους ιδρυτές του βραζιλιάνικου μοντερνισμού, είχε μεγάλη επιρροή στη σύγχρονη βραζιλιάνικη λογοτεχνία ενώ ήταν επίσης  πρωτοπόρος στον τομέα της εθνομουσικολογίας
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Ιουλίου 27, 2014, 04:10:54 μμ
 :wanker2: :wanker2: :wanker2:
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Αυγούστου 02, 2014, 11:00:04 πμ
Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μήνας. Αυτός φέρνει μαθές τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια.
 Τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο, αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σ’ αυτόν θα κάνω την προσευχή μου. Όταν θέλω τίποτα, απ’ αυτόν θα το ζητώ. Κι αυτός θα το ζητήσει απ’ τον Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα…Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπό του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σ’ αυτό, και κάθε χρόνο τον περίμενα να ‘ρθει, να τρυγήσει τα αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει απ’ τα σταφύλια κρασί…
απόσπασμα από το Αναφορά στο Γκρέκο  Νίκος Καζαντζάκης
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Αυγούστου 02, 2014, 12:49:09 μμ
 Φτιαγμενοι  απο  αστερια 
Ο παππούς του ήταν από τους πρώτους αστρονόμους της Ελλάδας. Ευτυχώς γι’ αυτόν, έφυγε νωρίς για το εξωτερικό, πριν ακόμα αρχίσουν στο χωριό να τον κοροϊδεύουν για το χειροποίητο τηλεσκόπιο που είχε φτιάξει.
Ήταν αστρονόμος, αλλά το μεγάλο του πάθος ήταν η μουσική. Το πιάνο. Έβαζε δίσκους του Σοπέν να παίζουν όσο μελετούσε τον ουρανό και κρατούσε σημειώσεις. Στα κρεσέντα του Μότσαρτ άκουγε μια έκρηξη σουπερνόβα, ενώ στις εκλείψεις της σελήνης του άρεσε να παίζει -τι άλλο;-τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν. Κι εκεί που η σκιά της γης κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το φεγγάρι, αφήνοντας μόνο ένα φωτεινό δαχτυλίδι, άκουγε στ’ αυτιά του το στίχο του ΡίτσουΤο ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο…
Τι τυχερός που ήταν ο Γιώργος να έχει έναν τέτοιο παππού… Όταν ήταν πέντε χρόνων του χάρισε ένα τηλεσκόπιο και του είπε “Κάθε κομμάτι μας προήλθε από το θάνατο ενός αστεριού, είμαστε κι εμείς ένα κομμάτι του σύμπαντος”.
Τον μεγάλωσε μιλώντας του για τα αστέρια και τη μουσική, για το πώς το σύμπαν μεγαλώνει συνεχώς και πώς θα καταλήξει μια μέρα, πολλά πολλά χρόνια μακριά από μας, να πεθάνει, να σβήσει, όπως σβήνουμε το φως πριν κοιμηθούμε.
Ο παππούς του ήταν ένας αστρονόμος που αγαπούσε τη μουσική. Ο Γιώργος έγινε ένα μουσικός που αγαπούσε την αστρονομία. Δυστυχώς, δύο χρόνια πριν το πρώτο του ρεσιτάλ, ο παππούς του έχασε ολοκληρωτικά την ακοή του. Πήγε να τον δει να παίζει, αλλά μόνο τον είδε. Δεν μπόρεσε να τον ακούσει, όσο κι αν προσπάθησε.
Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, στην τελευταία έκλειψη που είδε ο παππούς του, ζήτησε από τον εγγονό του να του παίξει τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, κι ας μην μπορούσε να την ακούσει.
Κάθισε στο πιάνο ο Γιώργος και, μόλις η σελήνη άρχισε να μικραίνει, άρχισε να παίζει. Ξαφνικά, ο παππούς του βρήκε ξανά την ακοή του. Καθώς έβλεπε τα δάχτυλα του εγγονού του να πατάνε τα πλήκτρα, άκουγε νότες που τα αυτιά της μνήμης του μπορούσαν να μετατρέψουν στη γνώριμη μελωδία.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο…
Έτσι πορεύθηκε και ο παππούς του προς το θάνατο εκείνο το βράδυ. Την επόμενη μέρα, στην κηδεία του, ο Γιώργος συνειδητοποίησε για πρώτη φορά το νόημα μιας φράσης που του επαναλάμβανε συνεχώς ο παππούς του:
“Όταν στεναχωριέμαι, ξέρεις τι κάνω; Σκέφτομαι ότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι παρά μονάχα μια μικρή στιγμή στην απεραντοσύνη του χρόνου.”
Ο Γιώργος χαμογέλασε στον εαυτό του, σίγουρος ότι μπορούσε να τον δει ο παππούς του…

Read more http://stefivos.com/diigimata/ (http://stefivos.com/diigimata/)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: klv στις Αυγούστου 02, 2014, 07:44:39 μμ
 :clapping: :clapping: :clapping: :)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Αυγούστου 03, 2014, 11:21:17 πμ
Το παρελθόν και το μέλλον είναι πράγματα που δεν υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν.Υπάρχει μόνο το τώρα, το παρόν. Και για το μέλλον δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς σίγουροι. Δεν υπάρχει κι ούτε ξέρουμε αν θα έρθει. Ούτε και τι θα φέρει. Και συνήθως, όταν κάνουμε σχέδια, Κάποιος εκεί ψηλά γελάει...
 
Το παρελθόν, όμως, είναι κάτι το περίεργο. Δεν υπάρχει μεν, αλλά έχει αφήσει πάνω μας ανεξίτηλα τα σημάδια του, τα χνάρια του. Το παρελθόν μας έχει φέρει μέχρι το σήμερα, μας έχει κάνει αυτό που είμαστε. Έχει αφήσει στο σώμα και την ψυχή μας πολλά αόρατα τατουάζ. Καμιά φορά αναρωτιέται κανείς αν είναι ευλογία ή κατάρα να θυμάται... Να θυμάται τα πάντα. Μια μυρωδιά, ένα άγγιγμα, έναν καυγά, μια λέξη, ένα χάδι. Θυμόμαστε για να ξέρουμε ποιοι είμαστε, από που ερχόμαστε, για να μην γυρνάμε εδώ κι εκεί κούφιοι από αναμνήσεις, από τη γνώση του εαυτού μας.
 Η ζωή είναι μια σειρά αναρίθμητων συμπτώσεων, μια σειρά από σταυροδρόμια που μας βγάζουν σε μέρη άγνωστα. Τι είναι αυτό που μας κάνει να αποφασίζουμε ποιο δρόμο να πάρουμε; Κι αυτοί οι δρόμοι υπάρχουν και τους ανακαλύπτουμε, ή φτιάχνονται στη διαδρομή, καθώς προχωράμε;
 Η παράσταση, όμως, πρέπει να συνεχίζεται. Ο κάθε μας ρόλος πρέπει να παίζεται άψογα. Γιατί παίζεται μόνο μια φορά. Κι αν πέσεις πρέπει να σηκώνεσαι. Κι αν γελάς, πρέπει να γελάς με την καρδιά σου. Και αν κλαις, να κλαις με την ψυχή σου. Να χορεύεις σα να'ναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις. Να ονειρεύεσαι σαν να γεννήθηκες τώρα. Γιατί η παράσταση μας, παίζεται μόνο μια φορά. Και τίποτα δε μπορείς να διορθώσεις.
 

Απόσπασμα από το Βιβλίο ' Υπέροχα μόνοι', Πένυ Ραμαντάνη ,  Εκδόσεις 'Ταξιδευτής'
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: feetlover73 στις Αυγούστου 03, 2014, 11:54:11 πμ
Το παρελθόν και το μέλλον είναι πράγματα που δεν υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν.Υπάρχει μόνο το τώρα, το παρόν. Και για το μέλλον δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς σίγουροι. Δεν υπάρχει κι ούτε ξέρουμε αν θα έρθει. Ούτε και τι θα φέρει. Και συνήθως, όταν κάνουμε σχέδια, Κάποιος εκεί ψηλά γελάει...
 
Το παρελθόν, όμως, είναι κάτι το περίεργο. Δεν υπάρχει μεν, αλλά έχει αφήσει πάνω μας ανεξίτηλα τα σημάδια του, τα χνάρια του. Το παρελθόν μας έχει φέρει μέχρι το σήμερα, μας έχει κάνει αυτό που είμαστε. Έχει αφήσει στο σώμα και την ψυχή μας πολλά αόρατα τατουάζ. Καμιά φορά αναρωτιέται κανείς αν είναι ευλογία ή κατάρα να θυμάται... Να θυμάται τα πάντα. Μια μυρωδιά, ένα άγγιγμα, έναν καυγά, μια λέξη, ένα χάδι. Θυμόμαστε για να ξέρουμε ποιοι είμαστε, από που ερχόμαστε, για να μην γυρνάμε εδώ κι εκεί κούφιοι από αναμνήσεις, από τη γνώση του εαυτού μας.
 Η ζωή είναι μια σειρά αναρίθμητων συμπτώσεων, μια σειρά από σταυροδρόμια που μας βγάζουν σε μέρη άγνωστα. Τι είναι αυτό που μας κάνει να αποφασίζουμε ποιο δρόμο να πάρουμε; Κι αυτοί οι δρόμοι υπάρχουν και τους ανακαλύπτουμε, ή φτιάχνονται στη διαδρομή, καθώς προχωράμε;
 Η παράσταση, όμως, πρέπει να συνεχίζεται. Ο κάθε μας ρόλος πρέπει να παίζεται άψογα. Γιατί παίζεται μόνο μια φορά. Κι αν πέσεις πρέπει να σηκώνεσαι. Κι αν γελάς, πρέπει να γελάς με την καρδιά σου. Και αν κλαις, να κλαις με την ψυχή σου. Να χορεύεις σα να'ναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις. Να ονειρεύεσαι σαν να γεννήθηκες τώρα. Γιατί η παράσταση μας, παίζεται μόνο μια φορά. Και τίποτα δε μπορείς να διορθώσεις.
 

Απόσπασμα από το Βιβλίο ' Υπέροχα μόνοι', Πένυ Ραμαντάνη ,  Εκδόσεις 'Ταξιδευτής'

 :thumbsup1:  :thumbsup1:  :thumbsup1:
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: asterenia στις Αυγούστου 03, 2014, 06:21:51 μμ
Και να που φτάσαμε στις αρχές Αυγούστου με μια νότα μελαγχολίας αλλά και χαράς μαζί που το καλοκαιράκι αργεί ακόμα να τελειώσει. Πώς γίνεται αυτά τα δύο να πηγαίνουν μαζί; Δεν είμαι σίγουρη. Όπως σίγουροι δεν είμαστε σε κάθε βήμα που κάνουμε κάθε μέρα στην ζωή μας. Κάθε μέρα προσπαθούμε να απαντήσουμε σε ερωτήσεις με ένα ‘ναι’ ή ‘όχι’, καμιά φορά για να φτάσουμε σε απαντήσεις που μας απασχολούν και από καιρό ψάχνουμε την λύση τους. Πόσο διαφορετικά αποτελέσματα φέρνει το κάθε ένα όμως αν το σκεφτείς..Συνήθως το ‘ναι’ είναι εύκολο, σαν να βγαίνει πιο εύκολα από εκεί μέσα που είναι κρυμμένο. Ίσως δεν φέρει τόση σκέψη ή θάρρος που χρειάζεται να πεις για ένα ‘όχι’. Να ορθώσεις το ανάστημα σου και να αρνηθείς για όλα εκείνα που δεν σου ταιριάζουν και δεν σου προσφέρουν κάτι ή με εκείνα δεν είσαι ο εαυτός σου. Είναι δύσκολο κάποιες φορές να αντισταθείς στην μάζα, σε αυτό που κάνουν οι πολλοί.. Αλλά ευτυχώς, υπάρχουν αρκετοί που πάνε κόντρα σε αυτά που επιθυμούν οι άλλοι για εκείνους, που οι γύρω βλέπουν ως καλό αλλά μόνο η ψυχή του καθενός γνωρίζει. Χαίρομαι που είμαι σε αυτή την κατηγορία και έχω και άλλους δίπλα μου..Γιατί πως αλλιώς θα ήταν όμορφη η ζωή αν κάθε μέρα δεν ήσουν σίγουρος για το βήμα που έκανες, για την επιλογή, απόφαση που πήρες..Τα άγνωστα μονοπάτια παρόλο που είναι πιο δύσβατα λόγωτης δυσκολίας ότι για πρώτη φορά θα τα περπατήσεις, τόσο πιο γεμάτα ενθουσιασμό και αγωνία κρύβουν, κάνοντας την στιγμή να διαρκεί περισσότερο..Ίσως θέλω να καταλήξω στο ότι είναι καλύτερο να λέμε ‘ΝΑΙ στη ΖΩΗ’ ‘ΝΑΙ στη κάθε στιγμή που μας πάει ψηλότερα από το συνηθισμένο’ και ‘ΟΧΙ σε αυτό που μας μαυρίζει την ψυχή’ ΄ΟΧΙ σε ότι είναι ενάντια στον εαυτό μας’..αλλά όχι στο πάνω από τον εαυτό μας, γιατί αυτό πολλές φορές μας πάει ακόμα παραπέρα και βλέπουμε τα όρια μας, τι είμαστε ικανοί να κάνουμε..Πώς τώρα όλα αυτά μου ήρθαν πάλι, δεν ανησυχώ..είναι μέρος της αναζήτησης της ύπαρξης μας..Επιστρέφοντας λοιπόν από εκεί που ξεκίνησα, σκέφτομαι ότι έχουμε αρκετές μέρες ακόμα μέχρι το καλοκαιράκι να μπει σ’ένα φάκελο με αναμνήσεις από φωτογραφίες, παραλίες που περπατήσαμε, βουτιές που χαρήκαμε ψάχνοντας για αυτό το άγνωστο στο βάθος του βυθού, συζητήσεις και ερωτήματα που μένουν αναπάντητα κοιτάζοντας τα αστέρια ως οδηγό και όλες εκείνες οι μικρές στιγμές που σχηματίζουν ένα χαμόγελο καθώς τις θυμόμαστε πάλι..

Σας εύχομαι λοιπόν,καλή συνέχεια σε ότι κάνετε και μακάρι τα όνειρα και οι υποσχέσεις του φετινού καλοκαιριού να μην σβηστούν από τα κύματα..
http://asterismosaa.blogspot.gr/search?updated-max=2010-09-01T10:00:00%2B03:00&max-results=10&start=60&by-date=false (http://asterismosaa.blogspot.gr/search?updated-max=2010-09-01T10:00:00%2B03:00&max-results=10&start=60&by-date=false)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Δεκεμβρίου 10, 2014, 10:44:14 πμ
Έρωτας σαν βροχή....Όχι σαν καταιγίδα......σαν βροχή....Να φεύγει και να έρχεται.....Να δυναμώνει και να χαμηλώνει.....Να δροσίζει και να πνίγει......Ν`απορροφάται από τη γη,να χάνεται.....
Πως έζησα έτσι;Γιατί δέχτηκα κάτι μισό για μένα;Γιατί προσπάθησα να κρατήσω στις χούφτες μου κάτι,που ήξερα οτι θα μου δώσει μόνο μια ψευδαίσθηση δροσιάς και μετά θα μ`αφήσει πιο διψασμένη από πριν,με τα χείλη ξερά και την καρδιά στεγνή;
Πως μπόρεσα να δεχτώ να συμπληρώνω τη βροχή με τα δάκρυα μου,για κάτι που γνώριζα οτι ήταν μάταιο;
Είδα χιλιάδες ηλιοβασιλέματα μόνη μου,ο ήλιος βουτούσε στο τίποτα κι εγώ πνιγόμουν στη μοναξιά.....Άκουσα εκατοντάδες κεραυνούς και με φόβισαν λιγότερο από τη σιωπή της άδειας ζωής μου........
Μύρισα χιλιάδες λουλούδια,αλλά το άρωμα τους δεν πλημμύρισε την άοσμη ζωή που ο <<έρωτας σαν βροχή>>με καταδίκασε να ζήσω......
Γεύτηκα δεκάδες εδέσματα,αλλά μόνο πίκρα στα χείλη μου..............
Άγγιξα απαλά το κορμί του,κράτησα στη μνήμη της αφής μου κάθε πόντο του σώματος του και αγκάλιαζα μόνη μου τον εαυτό μου τις μοναχικές μου ώρες,με την ψευδαίσθηση πως ήταν εκείνος που με χάιδευε,έχοντας τον στα ακροδάχτυλα μου..... Γέλασα δυνατά στην αρχή της ζωής μου και συνέχισα να χαμογελώ από συνήθεια,χωρίς ποτέ τα μάτια μου να πάρουν χρώμα από τα χαμόγελα που ζωγραφίστηκαν στο πρόσωπο μου,αλλά δεν ζέσταναν την ψυχή μου........
Eκλαψα πολύ για δυό ζωές,από απελπισία,από λαχτάρα για κάποιον που ήρθε κοντά μου για να μου φέρει την επίγνωση ότι η ευτυχία είναι στιγμές....μόνο στιγμές......
Και οι περισσότερες κλεμένες......

Απο το βιβλιο της Λενας Μαντά
Ερωτας σαν βροχη
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: giorgos στις Δεκεμβρίου 10, 2014, 12:15:15 μμ
 :wanker2: :wanker2: :wanker2: :wanker2: :wanker2:
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Δεκεμβρίου 29, 2014, 08:31:33 πμ
Ίσως..
 Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε..
 Ίσως μεγαλύτερη σημασία.. έχουν αυτά που ΔΕΝ ζήσαμε..
 Οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι.. όλα τα «σ' αγαπώ»... που τσιγκουνευτήκαμε.. όλα τα σώματα... που αγγίξαμε...μόνο νοητά.. όλα τα χείλη.. που ονειρευτήκαμε.. αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε..
 Ίσως τα «Όχι» μας.. μας έκαναν αυτό που είμαστε.. όχι τα «Ναι» μας!!
 Κ.Καβάφης
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: Vivoula στις Δεκεμβρίου 29, 2014, 09:09:31 πμ
«Όταν αγαπάς,κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου».
Δεν είναι κακό αυτό.Αγαπάς για ν’αγαπάς κι όχι για να πάρεις ανταπόδοση,αυτό δεν είναι αγάπη.
Όταν ελπίζεις,κινδυνεύεις να πονέσεις και όταν δοκιμάζεις,κινδυνεύεις να αποτύχεις.
Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις,γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μη ρισκάρεις τίποτε...
Όποιος δε ρισκάρει τίποτε δεν κάνει τίποτε,δεν έχει τίποτε και δεν είναι τίποτε.Μπορεί ν’αποφεύγει τον πόνο και τη λύπη,αλλά δε μαθαίνει,δε νιώθει,δεν αλλάζει,δεν αναπτύσσεται,δεν ζει και δεν αγαπά.Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του.Έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του,την ατομική του ελευθερία.
Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι ελεύθερος.
Το να κρατάς κρυμμένο τον εαυτό σου,να τον χάνεις με τις αυτομειωτικές σου ιδέες,είναι θάνατος.Μην αφήσεις να σου συμβεί αυτό.Η μεγαλύτερη υποχρέωση σου είναι να γίνεις όλα όσα είσαι όχι μόνο για δικό σου όφελος,αλλά και για δικό μου.
                               
                                                                                                             Από το βιβλίο του Λέο Μπουσκάλια ''Να ζεις,να αγαπάς και να μαθαίνεις''

                                                                         
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Ιανουαρίου 28, 2015, 10:23:33 μμ
Οι στιγμές που αξίζουν ένα θάνατο, σε ξεγελούν γιατί δεν μπορείς να τις ερμηνεύσεις. Ίσως είναι μια συμπαντική συνάντηση, ίσως μια απλή εγκεφαλική χημική διεργασία. Κι αυτή η φύση τους που αγνοείς, που δυσκολεύεσαι να εξηγήσεις με καθ’όλα λογικά επιχειρήματα, είναι που σε κάνει υπηρέτη τους.
 Γιατί είναι εκείνες στις οποίες θα ανατρέξεις, όταν τα υπόλοιπα γύρω σου φωνάζουν «μη!».
 Εκείνες που θα κρατήσουν δυο ανθρώπους μαζί, υποταγμένους στη μεγαλειότητά τους.
 Μαγνήτης οι στιγμές. Μαγνήτης και δυνάστης. Μην κάνεις βήμα, μην ξεχάσεις και ξεχαστείς, μην υποτιμήσεις τη σπανιότητά τους. Μην προδώσεις το συναίσθημα που σου γέννησαν και η σκέψη τους στο υπενθυμίζει διαρκώς.
 
Οι στιγμές που αξίζουν ένα θάνατο, παλεύουν να χωρέσουν ολόκληρη ζωή στα δευτερόλεπτά τους. Ασφυκτιά ο χρόνος, σκάει, ωρύεται. Δεν τον χωράει το δωμάτιο, το παρόν, η αγκαλιά.
 
Θες να ξεριζώσεις δέρμα απ’τη λαχτάρα, να μη μυρίσουν ποτέ άλλο άρωμα τα ρουθούνια σου. Εξαρτάσαι από το άρωμα, από το δέρμα.
 Όλες οι αισθήσεις στο κόκκινο, το σώμα σε ολική αναισθησία, το μυαλό παραδιδόμενο.
 
Όχι δε μιλάμε για σεξ εδώ, δε μιλάμε καν για χάδι. Μιλάμε για παράλυση.
 Οι στιγμές που αξίζουν ένα θάνατο, σπάνε πλάκα μαζί του.
 Μπουκάρουν με αυθάδεια διευθυντική. Δε σε ρωτάνε αν θα περάσουν, απλώνουν τις ποδάρες τους στη φλοκάτη, σου σπάνε τα ποτήρια, ζητάνε τα ρέστα και σε αφήνουν ημιλιπόθυμο να κοιτάζεις το ταβάνι.
Μια σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα σε σένα και την αγάπη. Ότι έγινε κατανοητή, ότι την αισθάνθηκε κάθε κύτταρό σου, ότι την πίστεψε, ότι επένδυσε, ότι ήρθε για να μείνει.
 Οι στιγμές αποκτούν χαρακτήρα, προσωπικότητα, γίνονται παιδί κι απαιτούν φροντίδα, μνήμη, ενδιαφέρον, πίστη κι αφοσίωση.
 Βαρίδια στα πόδια. Βαρίδια που δε θες να αποχωριστείς. Να μείνεις στο κέντρο της σκηνής, να δεις το έργο ως το τέλος, να το μάθεις απ’έξω κι ανακατωτά.
 Και όταν για λίγο εκείνος φύγει, οι στιγμές γίνονται πουκάμισο που το φοράς και γιακάς που τον μυρίζεις. Δε χρειάζεσαι φωτογραφίες, διαπιστευτήρια, ενθύμια. Τις έχεις όλες μπροστά σου καθαρότατα.
 Οι στιγμές που αξίζουν ένα θάνατο είναι πάνω από έρωτες, καψούρες κι αγάπες.
 Δε χωράνε πόνο, οδυρμό και προσμονή. Είναι μια ξαφνική ατόφια ευτυχία, τόσο δύσκολα διαχειρίσιμη, τόσο ασυνήθιστη, που θες να την τραβήξεις απ’τη γωνία να την επιμηκύνεις όχι για να την καταχραστείς, αλλά για να προλάβεις να τη συνειδητοποιήσεις.
 Γιατί δεν τις χορταίνεις τις στιγμές. Και όσους θανάτους κι αν υποστείς για χάρη τους, με χαμόγελο και συγκατάβαση, άλλες τόσες ζωές δε θα έφταναν για να τις χορτάσεις.
 Οι στιγμές που αξίζουν ένα θάνατο, ζητάνε μια θέση στην αιωνιότητα. Και τους ανήκει δικαιωματικά
  της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ   ΚΕΧΑΓΙΑ
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Φεβρουαρίου 10, 2015, 07:46:29 πμ
Είναι το λίγο που μου αναλογεί. Από μια νύχτα ή το απόβραδο ή το ξημέρωμα. Από το βάζο με το μέλι λίγες κουταλιές. Ποτέ ολόκληρο. Είναι η πορεία ενός ποταμιού που δεν πότισε τα χωράφια σας. Τιμωρούσατε μια ολόκληρη ζωή, μια ζωή που παρέκκλινε από τα δικά σας στερεότυπα, που και εσείς δεν είστε υπεύθυνοι γι' αυτά. Καρφώθηκαν όμως στη συνείδησή σας, στον εγκέφαλό σας και με αυτά τα κριτήρια κρίνατε, επικρίνατε και καταδικάζατε. Και η ετυμηγορία, βαριά. Απομόνωση. Οι πιο καταδεκτικοί έδιναν αυτό το «λίγο» σαν παρηγοριά στην ψυχή τους ότι διαφέρουν από τη μάζα. Ότι πρόσφεραν και κατάφεραν να μεταδώσουν ένα χαμόγελο σε κάποιον που δεν ήταν αυτονόητο να το έχει. Έπρεπε να διεκδικήσει. Τι; Ένα χαμόγελο. Γιατί όχι το βάζο;

Ένα απαλό χτύπημα στον ώμο από ένα γυναικείο χέρι. «Ξέρεις, σε αποδέχομαι. Μπορεί να θέλεις να μου μοιάσεις, αλλά ποτέ δεν θα γίνεις σαν και μένα. Εγώ γεννήθηκα έτσι. Εσύ είσαι απομίμηση, ρέπλικα. Τι μπορείς να προσφέρεις, εκτός από ένα καλό πήδημα, που λόγω τρόπου ζωής μάλλον το κατέχεις καλύτερα από μένα;». Όλα αυτά σε ένα βλέμμα. Όχι πάντα, όχι από όλες. Αλλά πολλές φορές, από πολλά μάτια.
Πονηρές ματιές, δήθεν αγγίγματα απαλά μα τόσο χυδαία πολλές φορές από αντρικά χέρια. «Εσύ είσαι εύκολη. Έκανες το σεξ δουλειά σου, ζωή σου, καθημερινότητά σου, είσαι εύκολη. Μόνο αυτό ζητάς. Βάζω στοίχημα τα παπάρια μου, ότι κάτω από το παντελόνι φοράς κόκκινες ζαρτιέρες γιατί στην επόμενη γωνία δεν ξέρεις ποιος σε περιμένει. Ένοχες σκέψεις ευτελισμού, για απενεχοποίηση της επιθυμίας. Δεν μπαίνω καν στον κόπο να σου πω πως είναι βαμβακερό το εσώρουχό μου γιατί σιχάθηκα τις ζαρτιέρες που με ανάγκασες τόσα χρόνια να φορώ.
Είχες πρόσφορο έδαφος να με βρεις παντού, γυμνή, ευάλωτη, πολλές φορές φτιαγμένη γιατί δεν σε άντεχα. Δεν δεχόταν το δέρμα μου άλλα χέρια που δεν επιθυμούσα να με ακουμπήσουν. Αλλά είχες τη δύναμη. Το χρήμα. Την επιβίωσή μου στην τσέπη σου.
Κι εσύ που μ’ αγάπησες; Πού εισαι; Για πόσο; Για όσο κρατάει ένας έρωτας. Αυτό το χτυποκάρδι που με κάνει μοναδική στα μάτια σου... αλλά ως εκεί. Δεν έχει παραπέρα. Θέλεις παιδιά, οικογένεια. Δεν θέλεις κοινωνική κατακραυγή. Δεν θέλεις απομόνωση. Δεν θέλεις συρματοπλέγματα στη ζωή σου. Μα νομίζεις εγώ τα ήθελα; Τα ζήτησα; Μου τα επέβαλαν. Τα έκοβα με κάθε τρόπο, έσκιζα τα χέρια μου, τα μάτωνα, ξέφευγα για λίγο μα τα ξαναέβαζαν με πείσμα, πιο πολλά. Λες και κινδύνευαν από μένα. Δεν μπορούσα να τους κάνω κακό, αγαπημένε μου. Έναν καθρέφτη έβλεπαν στο πρόσωπό μου και δεν τους άρεσε το είδωλο. Πονούσε. Έκοβε σαν βαμβάκι...
Είσαι κι εσύ. Που είσαι ξεκάθαρος. Που ζητάς με παρρησία αυτό που επιθυμείς. «Θέλω μόνο το σώμα σου. Το υπέροχο σώμα σου. Τις καμπύλες σου. Το δέρμα σου. Τις τρύπες σου. Τις στιγμές σου να τις κάνω δικές μου. Τίποτα παραπάνω. Δεν θα με ξαναδείς. Θέλεις;».
Δεν ήθελα. Ποτέ. Μα το καθαρό με τραβούσε. Και το δύσκολο. Θα του δώσω κάτι παραπάνω, θα πάρω κάτι περισσότερο, ίσως κερδίσω. Όχι αυτό το λίγο... Αυτό το καθαρό, το κοφτερό, πονάει περισσότερο αλλά στο τέλος μένει μια εκτίμηση ότι είσαι απλά ένα κομμάτι κρέας και δεν αξίζεις κάτι παραπάνω. Γι' αυτόν...
Είναι ο φίλος, ο γνωστός, ο «κρυφός» που με αγκαλιάζει, λατρεύει τα μαλλιά μου, τα στήθια μου, γιατί θα ήθελε να τα είχε αυτός. Δικά του, πάνω του. Αυτός με μισεί. Μα δεν τον βάζω στη ζωή μου. Κάπου έμαθα να βάζω κι εγώ συρματοπλέγματα.
Είμαι κι εγώ στο τέλος. Χαμένη σ' έναν λαβύρινθο χωρίς Αριάδνη. Χωρίς μίτο. Ο δικός μου Μινώταυρος είμαι εγώ, που εσείς με τόση ευκολία «χτίσατε» και μάλιστα έχετε την απαίτηση να τον δεχτώ όπως είναι.
Έχω πολλές στροφές ακόμη σε αυτόν τον λαβύρινθο. Πολλά αδιέξοδα. Μα σας δίνω τον λόγο της τιμής μου, κάποια στιγμή θα βγω. Έστω και σερνόμενη... Θέλω τον χρόνο μου.
Aννα Κουρουπου.
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Μαρτίου 22, 2015, 12:26:20 μμ
Υπάρχουν μέρες που ξυπνάς με ένα χαμόγελο στα χείλη. Έτσι χωρίς λόγο. Ξυπνάς μες την τρελή χαρά και απορείς με τον εαυτό σου.
 Φτιάχνεις καφέ, βάζεις μουσική και σιγοτραγουδάς γιατί κάτι μέσα σου, σού λέει πως σήμερα θα είναι μια ωραία μέρα. Δεν το πολυσκοτίζεις. Δεν αναλύεις γιατί νιώθεις έτσι. Αφήνεσαι να δεις που θα σε βγάλει. Αρπάζεις τα κλειδιά σου και βγαίνεις να μοιράσεις τις πιο αυθόρμητες καλημέρες που είπες ποτέ.
 Ωραίες μέρες αυτές, γεμάτες ήλιο και φως. Σχεδόν ποτέ δεν τις περνάς μόνος. Η ευτυχία είναι συναίσθημα συντροφικό. Όσο πιο πολλοί τη βιώνουν, τόσο περισσότερο θεριέυει.
 Τη χαρά μας οι άνθρωποι πάντα τη μοιραζόμαστε λες και θέλουμε να επιβεβαιώσουμε στη ματιά του άλλου την ύπαρξή της. Γιατί έχει χρώματα κι αρώματα που θες παρέα για να τα δεις και να τα μυρίσεις.
 Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η χαρά περιγράφεται με χίλια χρώματα και η θλίψη με ένα. Η μία είναι κόκκινη, ροζ, πορτοκαλί. Η άλλη μαύρη. Πάντα μαύρη, άρα κακιά.
 Γιατί το μαύρο είναι κακό; Το μαύρο είναι η βάση όλων των χρωμάτων. Σε αυτό χρωστούν την ύπαρξή τους όλα τα υπόλοιπα «φαντεζί» χρωματάκια.
 
Να το αγαπάς το μαύρο. Να βλέπεις πίσω από αυτό. Να μάθεις να ανέχεσαι τον εαυτό σου και εκείνες τι άλλες μέρες, τις «μαύρες» . Αυτές που δεν έχεις διάθεση να σηκώσεις το πόδι σου από το στρώμα. Έτσι χωρίς λόγο. Ξυπνάς και τα βλέπεις όλα χάλια. Δεν σε νοιάζει το γιατί. Εσύ έτσι τα βλέπεις και σου είναι αρκετό.
 Μη βιαστείς να ξορκίσεις το κακό από πάνω σου. Μην κρυφτείς από τη μαυρίλα σου. Αφέσου να σε τυλίξει. Είναι μυστήρια όμορφες οι στιγμές που κανείς δε μπορεί να σε βγάλει από το καβούκι σου.
 Μια ξεχειλωμένη φόρμα, μια κουβέρτα κι ο εαυτός σου. Παρέα σου μόνο οι σκέψεις.
 Κι ας είναι πολλές, κι ας είναι φλύαρες, κι ας μη σ'αφήνουν σε ησυχία.
 Είναι ζόρικη παρέα το μυαλό σου. Το ξέρεις, γι'αυτό το αποφεύγεις. Το είχες ξεχάσει πως υπάρχει μες το κεφάλι σου. Ξαφνιάζεσαι που λειτουργεί. Καιρό τώρα το έχεις βάλει στον αυτόματο πιλότο κι έρχεται τώρα να σε ξεβολέψει.
 Μη φοβάσαι. Δεν θα σου πει τίποτα καινούριο. Πράγματα που ήξερες και είχες βάλει κάτω από το χαλί θα σου θυμίσει. Δικά σου σκουπίδια δεν είναι αυτά; Τσαντίζεσαι με την ανακάλυψη.
 Εσύ σήμερα δε θες να σκουπίσεις. Δε θες να κάνεις τίποτα. Θέλεις να κάτσεις και να κοιτάς με τις ώρες εκείνο το χνούδι δίπλα από το τραπεζάκι. Εκείνο το χνούδι θα είναι ο τράγος σου ο αποδιοπομπαίος για απόψε. Αύριο βλέπουμε.
 Το κοιτάς με τόσο θυμό που ορκίζεσαι πως διασπάται μπροστά στα μάτια σου σε χιλιάδες κόκκους σκόνης.
 Είναι η στιγμή που παίρνεις το ρίσκο και αποφασίζεις να κάνεις παρέα με τον εαυτό σου.
 Ξεκινάς επιφυλακτικά, όπως πάντα όταν γνωρίζεις κάποιον. Λύνεσαι όσο περνάει η ώρα. Λυτρώνεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι δεν είναι και τόσο άσχημος τελικά.
 Είχες άδικο που τον έντυνες σαν καρνάβαλο με χρώματα ζωηρά πάντα. Άλλο χρώμα για το πάθος, άλλο για την ελπίδα, άλλο για την υπομονή.
 Μαύρο δε του φόρεσες ποτέ. Το φοβόσουν. Κακώς τελικά. Το μαύρο κρύβει δύναμη. Του πάει το μαύρο.
http://www.pillowfights.gr/think_positive/item1576/%CE%9C%CE%B7%CE%BD_%CE%BA%CF%81%CF%8D%CE%B2%CE%B5%CF%83%CE%B1%CE%B9_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%B7_%CE%BC%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BB%CE%B1_%CF%83%CE%BF%CF%85 (http://www.pillowfights.gr/think_positive/item1576/%CE%9C%CE%B7%CE%BD_%CE%BA%CF%81%CF%8D%CE%B2%CE%B5%CF%83%CE%B1%CE%B9_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%B7_%CE%BC%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BB%CE%B1_%CF%83%CE%BF%CF%85)
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: alexandros70 στις Μαρτίου 22, 2015, 02:31:22 μμ
«Όταν αγαπάς,κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου».
Δεν είναι κακό αυτό.Αγαπάς για ν’αγαπάς κι όχι για να πάρεις ανταπόδοση,αυτό δεν είναι αγάπη.
Όταν ελπίζεις,κινδυνεύεις να πονέσεις και όταν δοκιμάζεις,κινδυνεύεις να αποτύχεις.
Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις,γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μη ρισκάρεις τίποτε...
Όποιος δε ρισκάρει τίποτε δεν κάνει τίποτε,δεν έχει τίποτε και δεν είναι τίποτε.Μπορεί ν’αποφεύγει τον πόνο και τη λύπη,αλλά δε μαθαίνει,δε νιώθει,δεν αλλάζει,δεν αναπτύσσεται,δεν ζει και δεν αγαπά.Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του.Έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του,την ατομική του ελευθερία.
Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι ελεύθερος.
Το να κρατάς κρυμμένο τον εαυτό σου,να τον χάνεις με τις αυτομειωτικές σου ιδέες,είναι θάνατος.Μην αφήσεις να σου συμβεί αυτό.Η μεγαλύτερη υποχρέωση σου είναι να γίνεις όλα όσα είσαι όχι μόνο για δικό σου όφελος,αλλά και για δικό μου.
                               
                                                                                                             Από το βιβλίο του Λέο Μπουσκάλια ''Να ζεις,να αγαπάς και να μαθαίνεις''

                                                                       

 


Πω πω ρε Βιβουλα καυλα ειναι το προφίλ σου ειδικά η φωτο του facesiting.... popopopo !!  :wanker2:

Και η υπογραφή σου ολα τα λεφτά. Άλλωστε τί ειναι όλα σε αυτη τη ζωή;; Ένα τίποτα. !
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Μαΐου 28, 2015, 09:21:02 μμ
«Η αγάπη δεν είναι στο διά ταύτα, είναι στο παρά ταύτα», κι αυτή είναι από τις πιο ωραίες, επαναστατικές κι ελπιδοφόρες φράσεις που έχω ακούσει ποτέ μου. Ανατρέπει αυτόματα τα λογικά αναμενόμενα, την επιφανειακή τάξη του κόσμου και του εαυτού, βγάζει τη γλώσσα στο φόβο, στους υπολογισμούς, εκτινάσσει την ανημποριά στη δύναμη.
Ανανεώνει.
Ναι, λοιπόν, τίποτα, τίποτα, τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει μια αγάπη που θέλει ν' αγαπήσει, μια ελευθερία που ποθεί να δραπετεύσει, μια περηφάνια που θέλει να σηκώσει ψηλά το μέτωπο, μια ευτυχία που θέλει να χαρεί.
Τίποτα!
Ο παλιάτσος και η Άνιμα
 Μ. Βαμβουνάκη
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Ιουνίου 07, 2015, 12:35:55 πμ
O έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά.Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου, Πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό.Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος…
Στη σωστή ερωτική ομιλία, το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. …
Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας.Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα..
Γκέμμα 
Δημήτρης Λιαντίνης
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: mfs656 στις Ιουνίου 07, 2015, 12:41:10 πμ
πόσο υπέροχο κείμενο απο έναν σύγχρονο φιλόσοφο, που δυστυχώς έφυγε νωρίς
κι είχε τόσα να δώσει...
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: lady in black στις Ιουνίου 08, 2015, 10:35:41 μμ
Δεν είναι στην απόσταση το κενό, ούτε στο από κοντά κοντά η παρουσία. Όλοι έχουμε βιώσει την απουσία παρόντων, την παρουσία νεκρών, πολλοί έχουμε συγκινηθεί μ'εκείνο το τραγουδάκι: "Οι δικοί μου ξένοι οι πιο μακρινοί είναι αυτοί που ζουν κοντά μου...."

Σιωπάς για να ακούγεσαι

Μάρω Βαμβουνάκη
Τίτλος: Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
Αποστολή από: manos-foititis στις Ιουνίου 08, 2015, 11:21:48 μμ
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Καβαφης....