Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!

Forum

Sex, Fetish & BDSM => Ερωτικές ιστορίες => Μήνυμα ξεκίνησε από: geogou στις Ιουνίου 29, 2017, 11:45:12 μμ

Τίτλος: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: geogou στις Ιουνίου 29, 2017, 11:45:12 μμ
Η Κυρία του, του το είχε πει από το προηγούμενο βράδυ: «Αύριο το πρωί θα πας στην αδερφή μου. Χρειάζεται να κάνεις ορισμένες δουλειές στο σπίτι. Θα είσαι τύπος και υπογραμμός, όπως είσαι με μένα και καλύτερος. Αν με ντροπιάσεις, θα σε λιώσω. Και μετά θα σε διώξω. Συνεννοηθήκαμε;».
«Μάλιστα Κυρία», απάντησε.

Ήταν πολύ όμορφη η Κυρία, αλλά όταν γινόταν σκληρή ήταν ομορφότερη. Την γνώρισε πριν από έναν μήνα σε ένα μπαράκι. Ηταν μια γυναίκα με επιβλητική ομορφιά, πάνω από 1,70 αδύνατη περίπου στα εξήντα κιλά, μελαχρινή με πλούσια μακριά μαλλιά , όμορφο πλούσιο μπούστο και με μια καταπληκτική αδυναμία στα λεπτά , ψηλά τακούνια και στα μαύρα βαμμένα νύχια.

Εκείνη τον κατάλαβε τι μέρος του λόγου ήταν όταν τον είδε, από το διπλανό τραπέζι να κοιτάζει επίμονα τα πόδια της: Τις μακριές δεμένες γάμπες, τα τέλεια ολόλευκα δάχτυλα, που κατέληγαν στα πανάκριβα ψηλοτάκουνα Λουμποτιέν. Πέρασε από μπροστά του, τον κοιταξε κατάματα και κατευθύνθηκε στις τουαλέτες. Σε δυο λεπτά έφτασε κι αυτός: «Θες να γίνεις ο μαλάκας για τον οποίο θα λέω στις φίλες μου:, ήταν η μόνη κουβέντα που του είπε. «Θέλω» απάντησε κι εκείνος.

Από το πρώτο ίδιο εκείνο βράδυ έβαλε τους κανόνες. Τον οδήγησε σπίτι της κι εκεί τον μαστίγωσε μέχρι που λιποθύμησε, με ένα χοντρό κομμάτι λάστιχο ποτίσματος. Τον χτυπούσε όπου έβρισκε: στην πλάτη, στον κόλο, στο πρόσωπο, στην κοιλιά. Τον συνέφερε και τον μαστίγωσε ξανά μέχρι που ξαναλιποθύμησε. Τον συνέφερε για δεύτερη φορά και μετά τον γάμισε σκληρά. Είχε την αρχή πως πρέπει να φέρνεσαι με την απόλυτη σκληρότητα από την πρώτη στιγμή. «Έτσι ο άλλος ξέρει τι τον περιμένει. Αν μείνει, μένει για πάντα. Αν φύγει, δεν χάνεις τον χρόνο σου», του είχε πει.

Αλλά περισσότερο από όλα του άρεσε σε Αυτήν ο τρόπος που τον ταπείνωνε δημόσια. Όταν έβγαιναν έξω, δεν παράγγελνε ποτέ ο ίδιος. Παράγγελνε εκείνη για λογαριασμό του. Κάποιες φορές, όταν έβγαινε με τις φίλες της τον έπαιρνε μαζί της, «για τα θελήματα», όπως έλεγε. Καθόταν σε διαφορετικό τραπέζι από Εκείνη και τις φίλες της. Ξαφνικά τον φώναζε με ένα χτύπημα των δαχτύλων, ή απλώς καλώντας τον με το δάχτυλο και τον έστελνε για να πάρει τσιγάρα στο περίπτερο γι αυτήν ή για τις φίλες της. ή όταν τον πήγαινε να του ψωνίσει εσώρουχα –γιατί ξέχασαν να σας πω ότι στο σπίτι κυκλοφορούσε μόνο με γυναικεία εσώρουχα. Του έπαιρνε δυο τρία ακριβά, σε καλά μαγαζιά, για να απολαμβάνει κυρίως το βλέμμα των έκπληκτων πωλητριών και τα κρυφογελάκια τους. Αλλά αυτά που φορούσε συνήθως στο σπίτι, ήταν κάτι απλές γυναικείες κιλότες από τη λαική. Της άρεσε να του το λέει κιόλας: «Σιγά μην σου φοράμε και μεταξωτά. Για κιλότες είσαι και πολύ σου είναι».

Στο σπίτι έκανε όλες τις δουλειές αυτός, φυσικά. Τα πάντα. Αλλά από μίαν άποψη αποδείχτηκε λαχείο γιατί ήξερε να μαγειρεύει και πολύ καλά. Είχε λάβει μέρος μια φορά και στο Master Chef, είχε φτάσει μέχρι τα ημιτελικά. Αυτό το είχε εκτιμήσει δεόντως και το μοσχάρι ταρτάρ που τις έφτιαχνε ήταν το μόνο που την έκανε μερικές φορές να μαλακώνει.

Την αδερφή της την είχε δει μια φορά την περασμένη εβδομάδα. Η Κυρία του τον παίνευε για το ταρτάρ του και εκείνη είχε έρθει για να τον γνωρίσει από κοντά. Αποδείχτηκε εξ ίσου διεστραμμένη με την αδερφή της. Εκείνο το βράδυ θα το θυμόταν για όλη του την ζωή. Οι δυο αδερφές έπαιξαν ένα παιχνίδι. Κατούρησαν σε δυο ποτήρια κι εκείνος έπρεπε να ανακαλύψει ποιο κάτουρο ήταν της Κυρίας του. Μία στις δύο πιθανότητες είχε και απέτυχε –τόσο μαλάκας. Η Κυρά του έγινε έξαλλη. Τον σακάτεψε ξανά με το χοντρό λάστιχο ποτίσματος, ενώ η αδερφή της κυλιόταν στο πάτωμα από τα γέλια καθώς εκείνος ούρλιαζε.

(Συνεχίζεται)
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: koke στις Ιουνίου 30, 2017, 01:31:22 πμ
συνεχισε την απλα :-*
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: amkfootlover στις Ιουλίου 01, 2017, 04:05:41 μμ
H λεπτομέρεια του ταρταρ με έκανε να κλαψω!  :rofl: εκπληκτική πάντως....
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 01, 2017, 05:19:26 μμ
Αυτές οι λεπτομέρειες είναι που κάνουν πικάντικες τις ιστορίες
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: mic στις Ιουλίου 01, 2017, 08:16:19 μμ
Γαμιστερη! Συγγραφέας είσαι;
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 01, 2017, 09:58:32 μμ
χαχαχα. Όχι αλλά θέλω να γίνω.
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 01, 2017, 10:37:58 μμ
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε όπως πάντα στις 6.00. Η Κυρία του θα σηκωνόταν μία ώρα αργότερα για την δουλειά της, ήταν διευθύντρια σε ένα κεντρικό υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς. Είχε την φήμη πολύ σκληρού στελέχους. Σκύλα αληθινή. Η ηδονή της ήταν όταν έφτανε η ώρα που ανακοίνωνε σε κάποιον φουκαρά ότι το αίτημά του για ρύθμιση δεν γινόταν δεκτό και ότι η Τράπεζα κινεί τις διαδικασίες για να του πάρουν το σπίτι, ή την επιχείρηση. Η στιγμή που ο άνθρωπος απέναντί της κέρωνε και έβαζε τα κλάματα την είχε κάνει να χύσει δεκάδες φορές.
Πολύ συχνά, στις συνεστιάσεις που έκανε με τις φίλες της, διηγιόταν την μέρα της. Μια φορά διηγιόταν πως είχε πει ευθέως σε κάποιον ότι θα εξέταζε ξανά το αίτημά του αν την παρακαλούσε γονατιστός. «Τι θα έκανες για να σώσεις το σπίτι σου» είχε πει σε έναν χοντρό μεσήλικα ιδιωτικό υπάλληλο που είχε μείνει άνεργος.
«Ό,τι θέλετε, ό,τι μου πείτε». 
«Έλα, λοιπόν, παρακάλεσε με. Παρακάλα για να σου δώσω παράταση. Ικέτεψε στα γόνατα. Παρακάλα. Παρακάλα. Στα γόνατα…», διηγιόταν γελώντας το ίδιο βράδυ στις φίλες της. «Έπρεπε να τον δείτε», έλεγε λιγωμένη από τα γέλια. «Με εκείνη την χοντρή ηλίθια μούρη να με κοιτάζει με τα κουταβίσια μάτια του βουρκωμένα και να λέει: σας παρακαλώ Κυρία διευθυντρια, σας παρακαλώ, λυπηθείτε με λυπηθείτε τα παιδιά μου….». Και δώστου τα κακαριστά γέλια.

Ο δούλος τα θυμόταν όλα αυτά σχεδόν κάθε πρωί, λες και ήταν ένα απαραίτητο τελετουργικό της προετοιμασίας που έκανε. Σηκώθηκε κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του. Έβγαλε τα ρούχα του (η Κυρία του απαιτούσε να είναι πάντα γυμνός μέσα στο σπίτι, όταν έκανε δουλειές) και ξεκίνησε να ετοιμάζει το πρωινό της. Δύο αυγά μάτια, τοποθετημένα πάνω σε φρυγανισμένο ψωμί, με δυο φέτες μπέικον και τέσσερα ντοματίνια για συνοδεία. Ένα ποτήρι φρεσκοστυμένο χυμό πορτοκάλι. Δύο φέτες αλειμμένες με βούτυρο και μαρμελάδα πορτοκάλι που είχε φτιάξει ο ίδιος. Και φυσικά, διπλό εσπρέσο. Όλα ήταν έτοιμα στις 7 παρά πέντε. Τακτοποίησε προσεκτικά τα μαχαιροπίρουνα και τα σερβίτσια και περίμενε στην άκρη.

Πέντε λεπτά αργότερα, στις 7.00 άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπάει. Κι άρχισε το τελετουργικό. Ο δούλος τσακίστηκε να πάει στην τουαλέτα. Ξάπλωσε μπρούμυτα στο πλάι της λεκάνης, δίπλα στο καλάθι, με το κεφάλι να ακουμπά στο πάτωμα και ις παλάμες, ανοιχτές να κοιτάνε το ταβάνι. Περίμενε. Στα δύο περίπου λεπτά άκουσε το σύρσιμο από τις παντόφλες της. Εκείνη μπήκε μέσα, και στάθηκε μπροστά μου: «τσακίσου μούλε» είπε απλά. Ο Δούλος έβγαλε το κιλοτάκι της και το άφησε στην άκρη. Εκείνη άφησε το χρυσοκίτρινο ρυάκι της να πέφτει στην τουαλέτα σιγομουρμουρίζοντας. Ο δούλος αναρωτιόταν μέσα του: «Πώς θα θέλει σήμερα να καθαρίσει το μουνάκι της, με τη γλώσσα μου ή με χαρτί;». Η απορία του λύθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα:

«Έλα εδώ μούλε. Σε προτιμώ απο το κωλόχαρτο» είπε αυστηρά και άνοιξε τα πόδια της αποκαλύπτοντας ένα μουνάκι που γυάλιζε απο τα ούρα. «Έλα μούλε, σύρσου.  Έλα στην Κυρία σου να την καθαρίσεις…». Ο δούλος πλησίασε σε απόσταση αναπνοής το ροδαλό μουνάκι και άρχισα να το γλείφει και να ρουφά τις σταγονίτσες απο το πρωϊνό Της νέκταρ: «Έτσι μωρή σκύλα. Έτσι μωρή δούλα. Έτσι μωρή βρώμα: Χαχαχα για κωλόχαρτο και για σερβιέτα κάνεις μωρή καργιόλα» είπε και συμπλήρωσε: «Βρήκες την θέση που είσαι άξιος…». Κάποιες φορές την έγλειφε με τόση αφοσίωση γύρω γύρω στο μουνάκι της ρουφώντας τα πάντα, ενώ Εκείνη τον είχε εγκλωβισμένο ανάμεσα στα γυμνασμένα της πόδια υγρή απο τον ερεθισμό. Αναστέναζε και τον έσφιγγε πάνω στο λαχταριστό της μουνάκι: «Γλύψε με γαμιόλη... Έτσι φάτα όλα...», του έλεγε πριν τελειώσει σε μια θάλασσα υγρών πάνω στην γλώσσα του.
Αλλά τούτη την φορά κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Τον κλώτσησε με το πόδι και τον έριξε κάτω. Μπήκε στη ντουζιέρα και έκανε ένα γρήγορο ντους, ενώ εκείνος καθάριζε την τουαλέτα. Όταν βγήκε, τσακίστηκε να την σκουπίσει με μια μεγάλη χνουδωτή πετσέτα. Γονάτισε να τις σκουπίσει τα πόδια και να την βοηθήσει να φορέσει τα παντοφλάκια της και μετά το μαλακό μπουρνούζι. Εκείνη βγήκε από το μπάνιο κι εκείνος την ακολούθησε σέρνοντας. Του είχε απαγορέψει να περπατάει έστω και στα τέσσερα. Μόνο να σέρνεται ήταν επιτρεπτό.

(συνεχίζεται)
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: koke στις Ιουλίου 02, 2017, 12:08:46 πμ
η στιγμη στην Τραπεζα ηταν ολα τα λεφτα......απλα υπερτατη ταπεινωση του χοντρου :-*
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: Patousofilos στις Ιουλίου 03, 2017, 11:55:40 πμ
Πολύ ωραία ιστορία!!
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι (part III)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 03, 2017, 02:10:37 μμ
Έτσι, σέρνοντας πίσω από την Κυρά του και τις τακουνάτες παντόφλες Της, την ακολούθησε στην τραπεζαρία. Εκείνη κάθισε και άρχισε να τρώει, ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό που ήταν δίπλα στα πιάτα. Εκείνος στεκόταν πίσω Της, έτοιμος να Τις γεμίσει το ποτήρι νερό, ή να τσακιστεί να ικανοποιήσει κάποια επιθυμία Της. Όταν κάποια στιγμή η κυρά του τελικά τελείωσε το πρωινό Της, είχε μείνει ένα αυγό και μια φέτα μαρμελάδα. Όπως γινόταν συνήθως κάθε φορά που δεν είχε πολλή όρεξη, πήρε το πιάτο πέταξε στο πάτωμα το αυγό και την φέτα με την μαρμελάδα κι έφτυσε δυο τρεις φορές πάνω τους. «Έχεις την άδεια μου να πάρεις κι εσύ πρωινό», του είπε. Και λέγοντας αυτά απλώθηκε αναπαυτικά στην καρέκλα Της, έκανε σταυροπόδι, άναψε τσιγάρο και περίμενε χαμογελώντας σαρδόνια.

Ο δούλος αμέσως ξάπλωσε στο πάτωμα και σούρνοντας πλησίασε στα εδέσματα. Ο κρόκος είχε σπάσει και είχε αρχίσει να κυλάει στο πάτωμα. Έφαγε με το στόμα το ασπράδι, έγλυψε από το πάτωμα τον λιωμένο κρόκο ανακατεμένο με τις φτυσιές της Κυράς του και μετά, αφού έφαγε και την φέτα, έγλυψε από το πάτωμα όλα τα υπολείμματα. Σάλια, μαρμελάδες, ψίχουλα. Τα πάντα. Μετά σήκωσε το κεφάλι και περίμενε με το στόμα ανοιχτό. Η Κυρία του ήπιε τις δυο τελευταίες γουλιές καφέ, τις έφερε έναν δυο γύρους στο στόμα της και τις έφτυσε στο στόμα του δούλου Της.
"Έλα δεν έχεις παράπονο, ήπιες και τον καφέ σου", τον ειρωνεύτηκε. «Σας ευχαριστώ πολύ Κυρία», απάντησε ταπεινά και σύρθηκε προς τα πίσω για να τις κάνει χώρο να περάσει.

Με τον ίδιο τρόπο που έφτασαν στην τραπεζαρία, με τον ίδιο πήγαν ξανα στην κρεβατοκάμαρα. Μπροστά αυτή, πίσω εκείνος σερνάμενος. Ήταν η ώρα που θα την βοηθούσε να ντυθεί, μια από τις αγαπημένες του ασχολίες καθώς θα έβλεπε γυμνή την Θεά του. Εκείνη έφτασε στην ντουλάπα Της, την άνοιξε και κοίταξε τα ρούχα Της. Διάλεξε ένα κλασικό μαύρο ταγιέρ, με μεταξωτή, λευκή μπλούζα, τόσο λεπτή που ήταν σχεδόν διάφανη και τα άπλωσε όλα στο κρεβάτι. Ύστερα έβγαλε ένα ζευγάρι κόκκινα εσώρουχα και τα άπλωσε κι αυτά. Φορούσε πάντα κόκκινα ή έντονα χρωματιστά εσώρουχα, σε συνδυασμό με την λεπτή μεταξωτή μπλούζα γνωρίζοντας καλά πόσο θα αποπροσανατόλιζε τους πελάτες της η διαφάνειά τους. Τέλος διάλεξε τις κάλτσες που θα φορούσε, τις κόκκινες ζαρτιέρες κι ένα ζευγάρι μαύρα μποτάκια, με μυτερά τακούνια. Ύστερα, κροτάλισε τα δάχτυλά Της.

Ο μούλος σηκώθηκε κι έπιασε με προσοχή το μαλακό μπουρνούζι, που φορούσε όλη αυτή την ώρα η Κυρά του. Την βοήθησε να το βγάλει και το άφησε προσεχτικά στο κρεβάτι. Για άλλη μια φορά κόπηκε η ανάσα του στην θέα του άψογου γυμνασμένου κορμιού της: στους τέλειους γλουτούς, στις φιλήδονες γάμπες, στο άψογο λευκό κουτεπιέ, με τα αλαβάστρινα δαχτυλάκια, στην δεμένη μέση, στην φαρδιά πλάτη. Κι από μπροστά το άτριχο μουνάκι, που τόσες φορές είχε δει να στάζει από καύλα και ακόμα περισσότερες είχε υπηρετήσει, καθαρίζοντάς το: από κάτουρα, τους δικούς της γλυκούς χυμούς, αλλά και από το σπέρμα των γαμιάδων της. Και πάνω απ όλα το απίστευτο στήθος της. Γεμάτο. Βαρύ, αλλά στητό. Άσπρο, με σκούρες μακριές θηλές.

(Εκείνες οι θηλές τον είχαν στοιχειώσει. Κάποτε κατέληξαν άσχημα γι αυτόν. Μια φορά είχε τολμήσει να τις ακουμπήσει, δήθεν τυχαία, ενώ τις φορούσε το σουτιέν. Εκείνη σκοτείνιασε και γύρισε μην τολμώντας να πιστέψει τι έκανε. Σήκωσε το χέρι της και τον χαστούκισε μια φορά, με τόση δύναμη ώστε έπεσε κάτω: «Τι έκανες ρε μούλε, πως τόλμησες ρε σκουπίδι να με αγγίξεις; Για σένα τα έχω νομίζεις ρε ξεφτυλισμένε. Θα σε λιώσω». Τον έπιασε από το μαλλί και τον έστησε στα γόνατα. Άρχισε να τον χαστουκίζει, μία με την παλάμη Της μία με την ανάστροφη του χεριού Της. Φορούσε ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι BYZANCE από τον ΖΟLΟΤΑS με διπλά ρουμπίνια επάνω, ένα ροζ κι ένα γαλάζιο. Κόστιζε 10 χιλιάδες ευρώ και ήταν δώρο ενός πελάτη της που τον είχε εξυπηρετήσει με ένα δάνειο. Τον χτυπούσε τόσο δυνατά που οι πέτρες ξεκόλλησαν, αλλά ήταν τόσο λυσσασμένη που δεν σταμάτησε ούτε τότε. Τα χτυπήματα του έσκισαν τα χείλια, και του άνοιξαν την μύτη. Λυσσασμένη άρχισε να τον κλωτσάει όπου έβρισκε: Στην κοιλιά, στο πρόσωπο, στα αρχίδια. Και ούρλιαζε: «Μούλε, σκουπίδι, τι έκανες; Πως τόλμησες να με αγγίξεις με τα βρωμόχερά σου ρε τσόλι, ρε σίχαμα. Θα σε λιώσω. Τον έδειρε τόσο άσχημα που το πρόσωπο του πρήστηκε για μέρες. Εκείνη είχε ιδρώσει τόσο πολύ που αναγκάστηκε να μπει και πάλι για να κάνει ντους και τελικά ντύθηκε μόνη της, αφού εκείνος στεκόταν αιμόφυρτος στο πάτωμα και βογγούσε…).

(συνεχίζεται)
Τίτλος: Δούλα για σπίτι (μέρος ΙV)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 04, 2017, 06:28:48 μμ
Είχε ξεχαστεί αναθυμούμενος την σοκαριστική εκείνη μέρα. Από τη νιρβάνα του τον έβγαλε η Κυρά του, που γύρισε εκνευρισμένη και τον χαστούκισε: «Τι έπαθες; Θα περιμένω πολύ να μου κουμπώσεις το σουτιέν, ηλίθιε;».
«Συγνώμη Κυρία», τις είπε. Αμέσως έπιασε την κόπιτσα και την κούμπωσε, ενώ εκείνη τοπθέτησε το πλούσιο στήθος καλύτερα μέσα στο σουτιέν. Ύστερα γονάτισε και τις φόρεσε την δαντελένια κιλότα, φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από το μυρωδάτο, ροδαλό μουνάκι της που μοσχοβολούσε. Ίσα που κρατήθηκε να μην το φιλήσει –γεγονός που σίγουρα θα προκαλούσε την έκρηξη της κυράς του.

Μετά εκείνη κάθισε στο κρεβάτι και τον περίμενε να τις φορέσει τις κάλτσες. Ο μούλος γονάτισε μπροστά της, έβγαλε τις τακουνάτες παντόφλες και πέρασε με προσοχή, απαλά, πρώτα την μία και ύστερα την άλλη κάλτσα στα θεσπέσια πόδια της. Τις έστρωσε όμορφα και περίμενε. Εκείνη επιθεώρησε το αποτέλεσμα και του έγνεψε να συνεχίσει ικανοποιημένη. Μόνον τότε πήρε τις καλτσοδέτες και τις κούμπωσε πάνω στις κάλτσες και το εσώρουχο.

Είχε έρθει η σειρά να τις φορέσει την φούστα. Εκείνη στάθηκε και πάλι όρθια και σήκωσε το ένα πόδι, ενώ ακουμπούσε το χέρι Της στο κεφάλι του δούλου Της για να διατηρήσει την ισορροπία Της. Εκείνος, πάντα γονατιστός, πέρασε την φούστα από το ένα πόδι και μετά περίμενε να σηκώσει η Κυρά του και το άλλο. Τελικά την πέρασε και από τα δύο πόδια και άρχισε να την σηκώνει προς τα πάνω, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να σηκωθεί κι αυτός. Τελικά η κυρά Του γύρισε για να μπορέσει να την κουμπώσει και να τραβήξει το φερμουάρ. 

Η κυρά του ξανακάθισε τότε για να τις φορέσει τα παπούτσια. Ο μούλος πήγε στην ντουλάπα, την άνοιξε και κοίταξε ερωτηματικά την Αφέντρα του. «Τα μαύρα μποτάκια», του είπε ξερά εκείνη. Ο δούλος τα πήρε, με το στόμα και περπατώντας στα 4 σαν σκύλος τα έφερε και τα απίθωσε μπροστά της.
«Τα έχεις γυαλίσει καλά;» τον ρώτησε
«Μάλιστα Κυρία»
«Και τις σόλες;»
«Μάλιστα Κυρία»
Η Κυρία του απαιτούσε πάντα τα παπούτσια της να είναι άριστα γυαλισμένα. Όχι μόνο από πάνω αλλά και στις σόλες. Κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι, πριν ακόμα τα βγάλει, ο δούλος γονάτιζε μπροστά της και τα γυάλιζε με την γλώσσα του. Έγλυφε και τις σόλες και δεν ήταν λίγες οι φορές που η Κυρά του, για να σπάσει πλάκα, φρόντιζε να πατάει πάνω σε σκατά σκύλων. Διασκέδαζε να τον βλέπει να γλύφει τα σκυλόσκατα χωρίς να τολμά να αντιδράσει.

Τις φόρεσε τα μποτάκια, και πλέον είχε απομείνει μόνον το μεταξωτό διάφανο πουκάμισο. Ο δούλος σηκώθηκε το ξεκρέμασε από την κρεμάστρα και το πέρασε στα χέρια της Κυράς του. Ύστερα άρχισε να κουμπώνει τα κουμπιά ένα ένα. Όταν τελείωσε έκανε μερικά βήματα πίσω ενώ εκείνη στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να τσεκάρει το αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά ήταν ικανοποιημένη.

Πριν φύγει από το σπίτι γύρισε και του είπε:
«Συμμάζεψε γρήγορα την κουζίνα και τα πιατικά και στις δέκα να είσαι στο σπίτι της αδερφής μου. Θα την υπακούς όπως εμενα και καλύτερα. Τις έχω δώσει απεριόριστα δικαιώματα πάνω σου. Αυτό σημαίνει πως αν γουστάρει μπορεί να σε επιστρέψει σε μένα σακατεμένο. Και πίστεψέ με θα το κάνει αν δεν είσαι αρκετά υπάκουος…».

Ο δούλος δεν μπορούσε να ξέρει τότε πόσο προφητικά θα αποδεικνύονταν αυτά τα λόγια…
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: Patousofilos στις Ιουλίου 05, 2017, 10:53:11 πμ
Μπράβο!!

Συνέχισε!!
Τίτλος: Η ΔΟΥΛΑ (μέρος V)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 06, 2017, 12:22:38 πμ
Όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει ο δούλος ξεκίνησε να συμμαζεύει τα πράγματα στο δωμάτιο της Κυράς του, που όπως πάντα ήταν ανάστατο. Στο πάτωμα ήταν πεταμένη η κιλότα της και σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά τα ρούχα που φορούσε χτες. Τα μάζεψε όλα και κοντοστάθηκε για λίγο στην μεταξωτή, ροζ κιλότα. Την πήρε στο χέρι του. Την άγγιξε απαλά, την χάιδεψε και την έφερε κοντά στην μύτη του. Μύριζε έντονα μουνίλα και κάτουρα. Λίγο πιο κάτω στο σημείο που η κιλότα συναντιέται με τον κόλο υπήρχε μια σκούρα καφετιά σκιά. Ο δούλος την έτριψε στο πρόσωπό του και, με τα μάτια κλειστά, ρούφηξε τα τρία αρώματα: μουνίλα, κατρουλίλα και σκατίλα.

Ένιωσε το πέος του να μεγαλώνει. Για έναν παράξενο λόγο, η Κυρά του, αν και πραγματική σκύλα, δεν του είχε κλειδώσει ποτέ τον πούτσο. Τον άφηνε να εκτονώνεται όποτε ήθελε, αλλά ήταν και φορές που τις άρεσε να τον υποχρεώνει στην βασανιστική κατάσταση να μπορεί να τον παίξει, αλλά να του είναι απαγορευμένο. Τις άρεσε η ιδέα ότι όλο αυτό θα προέκυπτε από μια εκούσια απόφαση.
«Θα σε μαστιγώνω όσο συχνά θέλω εγώ, όσο δυνατά θέλω εγώ και για όση ώρα θέλω εγώ…», του είχε πει την πρώτη φορά που τον μαστίγωσε. «Θα χύνεις όποτε θέλω εγώ, όπως θέλω εγώ, όσο συχνά θέλω εγώ…», του είχε πει την πρώτη φορά που του επέτρεψε να χύσει. Φυσικά, και τα δύο αυτά τηρήθηκαν απαρέγκλιτα. Ο κίνδυνος να τον διώξει ήταν μεγάλος κι ο μούλος προτιμούσε να πεθανει παρά να χάσει την όμορφη Κυρά του.

Βγήκε από την ονειροπώλησή του ξαφνικά και μάζεψε τα υπόλοιπα πράγματα, ξέροντας πως δεν έπρεπε να αργήσει. Στις 10 ακριβώς έπρεπε να είναι στο σπίτι της Κυρίας Στέλλας, της αδερφής της Κυράς του. Ήξερε ότι η τιμωρία για κάθε λεπτό αργοπορίας θα ήταν ένα μαστίγωμα και ήδη ένιωθε την πλάτη του να καίει. Συμμάζεψε και την τραπεζαρία, έπλυνε τα πιάτα και ντύθηκε για να φύγει…

Το σπίτι της Κυρίας Στέλλας ήταν στην Φιλοθέη. Μία ανακαινισμένη μονοκατοικία 150 τ.μ. σε ένα οικόπεδο σχεδόν ένα στρέμμα με μεγάλο κήπο. Ο μούλος άνοιξε την αυλόπορτα και περπάτησε πάνω στον διάδρομο που έκοβε στην μέση το περιποιημένο γρασίδι. Αριστερά του εκτεινόταν μια μεγάλη πισίνα, στην άκρη της οποίας ήταν το τζακούζι. Δεξιά ήταν διάσπαρτοι οι καλοσχηματισμένοι βραχόκηποι και δύο κηπουροί περιποιόντουσαν τα λουλούδια.

Ο μούλος συνέχισε τον δρόμο του μέχρι που έφτασε στην είσοδο του σπιτιού. Χτύπησε το κουδούνι διακριτικά, μία φορά και αμέσως γονάτισε μπροστά στο μικρό χαλάκι της εισόδου. Ούτε δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, μια υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα.
«Α, εσύ είσαι», είπε η υπηρέτρια. «Κυρία, ήρθε ο δούλος της αδερφής σας…».
«Στείλτον μέσα», απάντησε μια βαριά βραχνή φωνή.
«Τσακίσου πέρνα μέσα. Όπως είσαι, στα τέσσερα» του είπε η υπηρέτρια με σκληρή φωνή.

Ο μούλος προχώρησε στα τέσσερα βιαστικά, αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε προς τα πού να κατευθυνθεί. Έκανε να σηκώσει το κεφάλι για να μιλήσει στην υπηρέτρια, αλλά δέχτηκε μια κλωτσιά από εκείνη που τον βρήκε στον κρόταφο: «εδώ μέσα δεν θα σηκώνεις το κεφάλι σου, αν θες να το κρατήσεις στην θέση του. Θα το έχεις χαμηλά, ένα με το πάτωμα. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα»
«Ωραία. Θα σε πάω τώρα στην Κυρία Στέλλα. Όταν πει να παρουσιαστείς μπροστά της θα την πλησιάσεις σούρνοντας με τα χέρια ανεστραμμένα να κοιτάνε το ταβάνι και θα φιλήσεις την άκρη του φουστανιού Της. Μόνο την άκρη, τίποτα άλλο. Στην συνέχεια με το βλέμμα μπροστά σου -ούτε πάνω ούτε κάτω, μπροστά σου- θα απλώσεις τα χέρια με την παλάμη να κοιτά προς τα πάνω, σε στάση ικετευτική και θα πεις: Αφέντρα Στέλλα Σας ικετεύω να με αποδεχτείτε για δούλο Σας. Κατάλαβες;».
«Μάλιστα»
«Ωραία! Και τώρα ακολούθησε με και να περπατάς γρήγορα».

Η υπηρέτρια κινήθηκε προς τα δεξιά με τον δούλο πίσω της να τρέχει να την προλάβει. Καθώς κινιόταν, με την άκρη του ματιού σχημάτιζε άποψη για τον χώρο και τα έπιπλα. Πέρασαν στο χολ, από το οποίο αριστερά και δεξιά άνοιγαν νέοι διάδρομοι. Πρόλαβε και είδε για λίγο το μπάνιο, που ήταν πολυτελέστατο, με μαρμάρινα είδη υγιεινής. Κατέληξαν στο σαλόνι. Εκεί η υπηρέτρια κοντοστάθηκε. Σταμάτησε κι εκείνος. Η υπηρέτρια γονάτισε κι αυτή ακούμπησε το μέτωπο της στο πάτωμα και είπε:
«Προσκυνώ το μεγαλείο Σας Κυρία. Σας έφερα τον δούλο της αδερφής Σας».
«Να παρουσιαστεί μπροστά μου».

Η υπηρέτρια σηκώθηκε κι έκανε νόημα στον δούλο. Αυτός ξεκίνησε να σέρνεται στο πάτωμα, με τα χέρια ανεστραμμένα, όπως ακριβώς του είχε πει η υπηρέτρια. Ήταν μια απόσταση περίπου 15 μέτρων μέχρι να πλησιάσει την Αφέντρα Στέλλα που καθόταν σε μια μπερζέρα. Έφτασε σε απόσταση αναπνοής από αυτήν και περίμενε. Εκείνη τότε μετακίνησε ελαφρά το δεξί της πόδι. Ο μούλος ακολούθησε το θρόισμα που έκανε το φουστάνι πάνω στο πόδι της Αφέντρας Στέλλας, έπιασε την άκρη του φουστανιού της και με σεβασμό, πολύ απαλά και προσεχτικά την έφερε στα χείλη του. Αμέσως σύρθηκε λίγο πίσω, άπλωσε τα χέρια σε στάση ικετευτική και είπε: «Αφέντρα Στέλλα Σας ικετεύω να με αποδεχτείτε για δούλο Σας». 

Τίτλος: Η ΔΟΥΛΑ (μέρος VΙ)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 08, 2017, 01:48:24 μμ
Η Κυρία Στέλλα έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα είπε απλά: «Ζήτησα από την αδερφή μου να έρθεις γιατί σε χρειάζομαι το απόγευμα που θα έρθει μια φίλη μου για να μας διασκεδάσεις. Αλλά μιας και ήρθες τόσο νωρίς κάπου πρέπει να φανείς χρήσιμος. Θα αναλάβεις λοιπόν να πλύνεις τα εσώρουχά μου και να γυαλίσεις τα παπούτσια μου. Όλα τα παπούτσια μου. Θα τα καθαρίσεις με τη γλώσσα, από πάνω, από κάτω τις σόλες, θα πάρεις τσιμπούκι τα τακούνια και θα τα καθαρίσεις με τη γλώσσα κι από μέσα. Ύστερα θα πας να καθαρίσεις καλά την τουαλέτα, να λάμπει. Και τέλος θα πλύνεις στο χέρι όλα τα εσώρουχά μου. Αν μείνω ευχαριστημένη θα σε μαστιγώσω 30 φορές. Αν δεν μείνω ευχαριστημένη, θα σε μαστιγώσω μέχρι να σου ξεκολλήσω το δέρμα από τα κόκκαλα».

Ο δούλος ανατρίχιασε στην κουβέντα αυτή. Ήξερα καλά πως η Κυρία Στέλλα ήταν αληθινή σκύλα. Μικρή είχε πέσει θυμα βιασμού από δυο Αλβανούς που δούλευαν στο κτήμα του πατέρα της. Από τότε μισούσε τους άντρες παθολογικά. Όταν το κατήγγειλε στον πατέρα της και τους έπιασαν δεν τους πήγαν στην Αστυνομία. Το θέμα λύθηκε απο τους άντρες της οικογένειας και την ίδια.
Ήταν καλοκαίρι. Όταν τους έφεραν διέταξε να τους δέσουν, ολόγυμνους, ανάσκελα στο χώμα σε δυο πασάλους, μπηγμένους στην μέση του κτήματος, σε ένα σημείο που το έλουζε ο ήλιος όλη μέρα. Πήγε και φόρεσε την παντελόνα ιππασίας και τις ιππικές της μπότες. Διάλεξε τον αγαπημενο της χοντρο βούρδουλα, ειδικά κατασκευασμένο γι αυτήν απο διπλή περιπεπλεγμένη βοϊδόπουτσα.
Τους μαστίγωνε η ίδια όλη μέρα. Μία τον έναν, μία τον άλλον. Τα χτυπήματα έπεφταν βροχή και ούτε που την ένοιαζε που τους έδερνε. Στο πρόσωπο, στο στήθος και κυρίως στο πέος. Εκείνοι ούρλιαζαν και στριφογύριζαν, κάτι που έκανε ακόμα πιο επίπονη την διαδικασία γι αυτούς, αφού η πλάτη τους τριβόταν στο χώμα. Η νεαρή Κυρία συνειδητοποίησε ξαφνικά πως όλο αυτό που συνέβαινε την είχε κάνει να υγρανθεί χωρίς να το καταλάβει. Για μια στιγμή μονάχα σταμάτησε να τους δέρνει και άρχισε να χαϊδεύεται. Κατέβασε την παντελόνα της, κατέβασε την κιλότα της στάθηκε πάνω απο το πρόσωπό τους και άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της: "Τολμήσατε να με αγγίξετε με τα βρωμόχερά σας ρε κωλοΑλβανοί; Τολμήσαμε να σηκώσετε τα βρωμόχερά σας πάνω μου; Αυτό το μουνί θέλατε να γαμίσετε, ρε μούλοι; Αυτό το μουνί τώρα θα σας γαμίσει". Και μετα λόγια αυτά έχυσε πάνω τους, σπαρταρώντας. Αμέσως μετά άρχισε να τους κατουράει.
Όλοι όσοι ήσαν στο κτήμα υποχρεώθηκαν να περάσουν και να τους κατουρήσουν. Η νεαρή Κυρία Στέλλα υποχρέωσε ακόμα και τις αδερφές τους, και τις μανάδες τους να περάσουν και να τους κατουρήσουν. Και όλη μέρα έτσι εξελισσόταν. Οι μόνες στιγμές που δεν τους μαστίγωνε ήταν όταν τους κατουρούσαν. Και οι μόνες στιγμές που δεν τους κατουρούσαν, όταν τους μαστίγωνε. Κάποια στιγμή όταν κουράστηκε, έφυγε. Έδωσε εντολή να μην τους λύσουν ποτέ. Και δυο μέρες μετά πέθαναν.

Ως φοιτήτρια ξεφτίλιζε τους συμφοιτητές της, αλλά και τους καθηγητές της που έτρεχαν σαν σκυλάκια πίσω της. Ήταν άλλωστε πολύ όμορφη. Σαρανταπέντε χρόνων, σχεδόν 1.80, μεγαλόσωμη, γεμάτη καμπύλες. Δεν ήταν χοντρή, αλλά δεν ήταν κι αδύνατη. Είχε πολύ όμορφο πρόσωπο, βαριά χέρια και γεμάτα δάχτυλα. Όταν σε χαστούκιζε, σού ξεκολλούσε το κεφάλι. Μεγάλα πόδια, φορούσε 41 νούμερο παπούτσι. Η μεγάλη της αδυναμία ήταν η κόρη της, που ήταν φοιτήτρια στην Αγγλία και λέγεται πως ήταν ίδια και χειρότερη από τη μάνα της.
«Η Έλενα», συνέχισε η Κυρία Στέλλα «θα ελέγχει τι κάνεις και θα είναι υπεύθυνη για την απόδοση σου. Αν δεν μείνω ευχαριστημένη θα τιμωρηθεί και αυτή. Να ξέρεις πως έχει και αυτή απεριόριστα δικαιώματα πάνω σου. Και μην έχεις αμφιβολίες ότι θα τα εξασκήσει…».
Και με τα λόγια αυτά αποχώρησε.

Μόλις η Κυρία Στέλλα βγηκε από το δωμάτιο η υπηρέτρια τον πλησίασε: «Για όλη την υπόλοιπη μέρα σήμερα, το όνομά σου θα είναι “μαλάκας”. Όταν εγώ ή η Κυρία Στέλλα φωνάζουμε: “Μαλάκα τσακίσου”, θα τσακίζεσαι, κατάλαβες»;
«Μάλιστα».
«Ωραία! Και τώρα προχώρα! Όπως είσαι. Σούρνωντας»! Ξεκίνησε αλλά κοντοστάθηκε πριν κανει μισό βήμα:
«Α, και κάτι ακόμα. Όσο θα σέρνεσαι η γλώσσα σου να είναι έξω. Θέλω να γλύφεις το πάτωμα εκεί που πατάω…».
Όπως ήρθαν στο δωμάτιο έτσι βγήκαν. Μπροστά αυτή, με τα τακούνια της να γρατσουνάνε το πάτωμα, πίσω της ο μαλακας να σέρνεται με την γλώσσα έξω να το γλύφει. Ευτυχώς ήταν καθαρό, η σκόνη ελάχιστη. Κάποιες φορές γύριζε να τον κοιτάξει, καθώς σερνόταν. Χαμογελούσε ικανοποιημένη που επιτέλους είχε κάποιον να τον ξεφτιλίζει. Ο μαλάκας σκέφτηκε με βεβαιότητα πως είχε ήδη υγρανθεί.

Η υπηρέτρια τον οδήγησε στο βεστιάριο. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που είχε αξιοποιηθεί για την πλούσια συλλογή ρούχων της Κυρίας Στέλλας. Όλος ο χώρος δεξιά και μπροστά ήταν γεμάτος από ρούχα. Είχε τόσα πολλά που ήταν αδύνατον να τα είχε φορέσει περισσότερο από μια δυο φορές το καθένα. Η υπηρέτρια τον οδήγησε αριστερά εκεί που ήταν η παπουτσοθήκη. Όταν την άνοιξε τον μαλάκα τον έπιασε πονοκέφαλος. Ήταν περισσότερα από 250 παπούτσια εκεί. Όλων των ειδών: Γόβες, πέδιλα, μποτακια, μπότες, αθλητικά, πλατφόρμες, σανδάλια, παντόφλες.

«Σε περιμένει πολλή δουλειά», του είπε η υπηρέτρια μειδιώντας. «Αλλά θα στην κάνω πιο ευχάριστη». Και με τα λόγια αυτά έπιασε μια γόβα, με πολύ μακρύ και ψιλό τακούνι. Του την έδωσε και του είπε ξερά: «γλύψε το τακούνι». Ο μαλάκας ξεκίνησε να την γλύφει από τη σόλα. Τότε η υπηρέτρια τον κλώτσησε στο κεφάλι, οργισμένη: «είπα γλύψε το τακούνι, μαλάκα»!
Η κλωτσιά ήταν τόσο δυνατή που του έφυγε η γόβα από το χέρι. Την έπιασε ξανά και ξεκίνησε να ρουφάει το τακούνι: «Έτσι, σαν πούτσα να το ρουφάς, σαν καβλί. Να το απολαμβάνεις» τον ειρωνευόταν η υπηρέτρια. Ύστερα από ένα λεπτό τον σταμάτησε:
«Η ώρα της ηδονής τελείωσε. Δώστην μου και γονάτισε». Ο μαλακας έκανε ότι του είπε.
«Άνοιξε τον κόλο σου, με τα χέρια σου». Ο μαλακας υπάκουσε στην χυδαία εντολή. Τότε εκείνη έπιασε την γοβα κι έχωσε το τακούνι στον κόλο του. Ο δούλος βόγγηξε: «Σκασμός», είπε η υπηρέτρια. «Άμα βογγάς έτσι, με ένα τακούνι στον κόλο, τί θα κάνεις όταν θα σε γαμίσει η Κυρία; Το τακούνι είναι για να μην ξεχαστείς και κάθεσαι. Όλες τις δουλειές θα τις κάνεις στα τέσσερα. Και τώρα ξεκίνα. Σε μια ώρα να έχεις τελειώσει…». Και με τα λόγια αυτά έφυγε, αφήνοντάς τον να χάσκει, τα 250 τακτοποιημένα παπούτσια…

Φυσικά ήξεραν και οι δύο πως ήταν αδύνατον να γυαλίσει –και μάλιστα με τον συγκεκριμένο τρόπο- 250 ζευγάρια παπούτσια σε μια ώρα. Και φυσικά ήξεραν και οι δύο πως όλο αυτό ήταν απλώς μια αφορμή για να τιμωρηθεί. Για να του γδάρουν το τομάρι…
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: koke στις Ιουλίου 08, 2017, 03:56:45 μμ
οσο παει γινεται κ πιο σκληρη η ιστορια σου......ειναι υπεροχη!!! :-*
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 08, 2017, 05:00:06 μμ
Ευχαριστώ. Οι επόμενες συνέχειες θα είναι ακόμα πιο σκληρές. Επίσης προσπαθώ να ικανοποιώ όλα τα γούστα. Ουρολαγνεία, μαζοχισμό, ποδολαγνεία, εξευτελισμούς, κ.λπ.
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: koke στις Ιουλίου 09, 2017, 11:44:58 πμ
βαλε αν μπορεις και πατημα στο λαιμο.... :clapping:
Τίτλος: Η ΔΟΥΛΑ (μέρος VΙΙ)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 10, 2017, 03:39:29 μμ
Ο μαλάκας ξεκίνησε με ζήλο να καθαρίζει τα παπούτσια της Κυρίας Στέλλας. Είχε αποφασίσει πως -εφόσον δεν προλάβαινε να καθαρίσει όλα τα παπούτσια της Κυρίας Στέλλας κι εφόσον δεν θα γλύτωνε το ξύλο- θα μπορούσε, τουλάχιστον, να κάνει όσο καλύτερη δουλειά γινόταν και να το απολαύσει όσο περισσότερο μπορούσε. 
Ξεκίνησε με ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες. Έπιασε την πρώτη, έφερε στο στόμα το τακούνι κι άρχισε να το πιπώνει. Ύστερα ξεκίνησε να καθαρίζει το εσωτερικό μέρος της γόβας. Το μεθυστικό άρωμα της ποδαρίλας της Κυρίας Στέλλας χύθηκε στα ρουθούνια του. Πέρασε την γλώσσα του από όλα τα σημεία και στην συνέχεια έπιασε να γλύφει την σόλα. Ευτυχώς τα περισσότερα παπούτσια ήσαν σχετικά καθαρά καθώς η Κυρία Στέλλα είχε τόσα πολλά που σπάνια χρειαζόταν να φορέσει το ίδιο ζευγάρι δεύτερη φορά. Εκτ΄ςο αυτού ήταν προφανές πως άλλοι δούλοι φρόντιζαν τακτικά για να τις διατηρούν σε άριστη κατάσταση. Έτσι η δουλειά του τελείωνε σχετικά γρήγορα.

Κάποια στιγμή, λίγο πριν συμπληρωθεί το χρονικό πλαίσιο που του είχαν θέσει βρέθηκαν στα χέρια του οι ιππικές της μπότες. Μαύρες, γυαλιστερές, μύριζαν υπέροχα. Ο μαλάκας τις έστησε όρθιες και ξάπλωσε μπρούμυτα για να τις γλύψει. Οι μπότες αυτές ήταν οι μόνες που ήταν πραγματικά βρώμικες, λασπωμένες, με μια ξερή λάσπη στις σόλες και σκόνη επάνω τους. Ο μαλάκας ξεκίνησε με ζήλο την δουλειά. Έγλυψε καλά καλά την σκόνη πρώτα κι ύστερα καθάριζε, με την γλώσσα πάντα, την ξερή λάσπη. Την νότιζε καλά καλά με το σάλιο του, την ξεκολλούσε από την σόλα με την γλώσσα του και την κατάπινε! Είχε σχεδόν τελειώσει όταν η υπηρέτρια επέστρεψε.

«Τελείωσες;», τον ρώτησε χαμογελώντας ειρωνικά.
«Όχι Κυρία»
«Και τι έκανες; Τεμπέλιαζες; Αλλά δεν πειράζει, καλύτερα, θα μου φτιάξεις την μέρα. Τσακίσου ακολούθησέ με».
Το γνωστό σκηνικό επαναλήφθηκε. Η υπηρέτρια μπροστά, πίσω ο μαλάκας να σέρνεται στο πάτωμα με τη γλώσσα έξω να το γλύφει. Ο μαλάκας συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως η γλώσσα του είχε ξεραθεί. Απορώντας κι ό ίδιος με την τόλμη του σταμάτησε να σέρνεται και είπε:
«έχει ξεραθεί η γλώσσα μου, σας ικετεύω για λίγο νερό».

Η υπηρέτρια γύρισε να τον κοιτάξει. Στο πρόσωπό της αρχικά σχηματίστηκε η έκπληξη από το θράσος του μούλου. Ύστερα η οργή. Αλλά στο τέλος μαλάκωσε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της: «Νερό θέλει το πουλάκι μου; Να του δώσουμε, βεβαίως». Με τα λόγια αυτά, τον έπιασε από τα μαλλιά και με δύναμη ασύμβατη με τον σωματότυπό της τον έσυρε μέσα στην τουαλέτα.
Έπιασε το κεφάλι του, το έχωσε μέσα στην λεκάνη και του είπε: «Νερό ήθελες, ρε μούλε; Πιές νερό». Και με τα λόγια αυτά τράβηξε το καζανάκι που ξεκίνησε να κυλάει το νερό παντού στη λεκάνη. Ο μούλος τότε άρχισε να γλύφει σαν τρελός τα τοιχώματα της λεκάνης. Η υπηρέτρια οδηγούσε με το χέρι της το κεφάλι του τρίβοντάς το πάνω στα υγρά τοιχώματα. Όταν η ροη του νερού σταμάτησε η υπηρέτρια έσπρωξε πιο βαθιά το κεφάλι του μούλου, στην μικρή λίμνη που σχηματίζεται στην βάση της λεκάνης: «Πιές ρε μούλες νερό, πιές ρε μαλάκα να χορτάσεις, γιατί θα ξαναπιείς αύριο πάλι…».
Τον άφησε και έκανε μισό βήμα πίσω για να απολαύσει το θέαμα. Ήταν πράγματι διασκεδαστικό να βλέπεις έναν άνθρωπο με το πρόσωπο χωμένο στη λεκάνη να προσπαθεί να πιει νερό μέσα από την τουαλέτα: «είσαι πολύ τυχερός. Σε έφερα στην προσωπική και αποκλειστική τουαλέτα της Κυρίας Στέλλας. Κανείς άλλος δεν κατουράει ούτε χέζει σε αυτήν. Είσαι πολύ τυχερός…».

Ο μούλος κάποια στιγμή χόρτασε νερό και τραβήχτηκε. Η υπηρέτρια τότε του είπε:
«Ακολούθησέ με».
Πράγματι την ακολούθησε, όπως πάντα. Διέσχισαν ξανά το χολ, ύστερα την τραπεζαρία και βγήκαν στην βεράντα. «Για μία και μόνη φορά μπορείς να σηκωθείς και να έρχεσαι πίσω μου τρέχοντας», του είπε η υπηρέτρια αναγνωρίζοντας πως θα καθυστερούσαν αρκετά αν χρειαζόταν να τον περιμένει να σέρνεται στο χώμα. Και δεν είχε καμία όρεξη να περπατάει για ώρα στην ζέστη. Ο μούλος σηκώθηκε και άρχισε να την ακολουθεί τρέχοντας.

Η υπηρέτρια τον οδήγησε σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι, ένα υποστατικό, ξεχωριστό από το κυρίως σπίτι. Εκεί ήταν το πλυσταριό. Εκτός από το πλυντήριο υπήρχε και μία σκάφη μπηγμένη γερά στο χώμα. Δίπλα στην σκάφη σε μια γωνία ήταν ένα μικρό καλάθι. «Εκεί είναι τα άπλυτα εσώρουχα της Κυρίας Στέλλας. Πάρτα και πιάσε δουλειά. Θα τα πλένεις στο χέρι με πράσινο σαπούνι, μέσα στην σκάφη. Όταν τελειώσεις θα τα απλώσεις με προσοχή εδώ μέσα, στο σχοινί που κρέμεται εκεί…», του είπε κι έδειξε στην ανατολική πλευρά ένα κομμάτι πλαστικό σκοινί που ένωνε τους δύο τοίχους.

«Αν καταστρέψεις κάποιο από τα εσώρουχα μην με περιμένεις να γυρίσω, ούτε να απλώσεις τα εσώρουχα της Κυρίας. Καλύτερα να χρησιμοποιήσεις το σχοινί για να αυτοκτονήσεις. Θα είναι προτιμότερο από αυτό που θα σου κάνει η Κυρία…». Και γελώντας και τραγουδώντας αποχώρησε… 
Τίτλος: Η ΔΟΥΛΑ (μέρος ΙΧ)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 12, 2017, 01:33:42 μμ
Ύστερα από τόση ώρα με μαρτύρια, ξύλο, προσβολές, φτυσίματα, ύστερα από ένα ατέλειωτο όργιο πόνου, όταν η πόρτα στο πλυσταριό έκλεισε πίσω της και η δούλα έμεινε μόνη ένιωσε ξαφνικά ότι βρέθηκε στον παράδεισο. Μπροστά του απλώνονταν ένα μεγάλο κουτί με περισσότερα από 30 κιλοτάκια σε όλα τα σχέδια, τα χρώματα και τις ποιότητες. Μαύρα στριγκάκια, λευκά δαντελωτά μπόξερ, κόκκινα σατέν, μωβ τάνγκα, sexy κορσέδες και τοπάκια. Ένας ποταμός χρωμάτων και μια πανδαισία αρωμάτων. Έβαλε το κεφάλι του στο καλάθι των απλύτων και ρούφηξε όλες τις μυρωδιές. Έμεινε μεθυσμένος εκεί για 5-10 λεπτά. Ύστερα τα έπιασε ένα-ένα με το χέρι του και άρχισε να τα μυρίζει. Αλλά δεν του έφταναν. Πήρε και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο. Γέμισαν αρώματα τα ρουθούνια του. Μουνίλα, κατρουλίλα, σκατίλα. Στα λευκά διαγράφονταν έντονες και οι αποχρώσεις από τα «ζουμιά» της Κυρίας Στέλλας. Αποχρώσεις του κίτρινου, λεκέδες από τα υγρά Της, ίσως και από τα υγρά των γαμιάδων Της.

Η δούλα πέρασε την γλώσσα της αργά και ηδονικά πάνω από τα «σημάδια». Βάλθηκε να τα μουσκεύει με το σάλιο της, πριν προσπαθήσει να τα ρουφήξει με τη γλώσσα της. Αλλά ούτε αυτό του έφτανε. Διάλεξε τα πιο βρωμερά, τα πιο λερωμένα και μπούκωσε με αυτά το στόμα του. Σε μια δυο κιλότες μπορούσε να νιώσει τις ξεραμένες βρωμιές να ακίζουν την άκρη της γλώσσας του. ΤΟ γεγονός αυτό, το γεγονός ότι γευόταν τις βρωμιές της Κυρίας Στέλλας, τον ερέθισε.  Άρχισε να μουγκρίζει και να τρίβεται πάνω στο πάτωμα. Μυρίζοντας, καταπίνοντας, γλύφοντας ο οργασμός του δεν άργησε να έρθει, ύστερα και από τόσες ώρες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς. Όταν ήρθε η ώρα της κορύφωσης θα ούρλιαζε τόσο δυνατά που θα σήκωνε όλο το σπίτι στον αέρα, όμως στάθηκε τυχερός αφού τα εσώρουχα στο στόμα του έπνιξαν τις κραυγές του. Το πλούσιο σπέρμα του, ύστερα από εβδομάδες που είχε μείνει ..ανενεργός πλημμύρισε το πάτωμα.
Όταν τελείωσε έμεινε ακίνητος για μερικά λεπτά. Θα χρωστούσε πάντα ευγνωμοσύνη στην υπηρέτρια που τον είχε αφήσει μόνο του για τις λίγες στιγμές αυτές ηδονής. Τώρα ήξερε πως μπορούσε να αντέξει τα πάντα. Έσκυψε αμέσως στο πάτωμα κι έγλυψε το αλμυρό σπέρμα του. Τόσα χρόνια σκλάβος είχε υποχρεωθεί να γλείψει τόσες φορές το σπέρμα του, ή να καταπιει το σπέρμα κάποιου γαμιά της Κυράς του, που του φαινόταν πλέον απολύτως φυσιολογικό.

Ύστερα, ο μούλος ξεκίνησε να πιάσει δουλειά. Άνοιξε την βρύση στην μικρή μπανιέρα που ήταν δίπλα στην σκάφη και την ρύθμισε έτσι ώστε να τρέχει χλιαρό νερό. Όταν γέμισε κάπως έριξε μέσα τα εσώρουχα και τα άφησε για λίγο να μουλιάσουν. Τα άφησε για λίγα λεπτά και ύστερα ξεχώρισε τα σουτιέν και τα κούμπωσε. Πήρε ένα - ένα τα κιλοτάκια και τα μετάφερε στην σκάφη. Μετά πήρε ένα κομμάτι σαπούνι στο χέρι και άρχισε να τα τρίβει απαλά. Δεν έβαζε πολλή δύναμη στο τρίψιμο. Το μούλιασμα και η ισχυρή αλλά ευγενική δύναμη του πράσινου σαπουνιού έκαναν όλη την δουλειά. Πάντα ένα ένα τα έστυβε απαλά και τα κρεμούσε, όμορφα απλωμένα, στην σκιερή μεριά της απλώστρας.
Η ώρα είχε περάσει χωρίς να τα καταλάβει. Είχε τελειώσει το πλύσιμο όλων των εσωρούχων τα είχε απλώσει, και είχε κάτσει σε μια γωνιά περιμένοντας. Καθώς περίμενε κοίταζε τα απλωμένα εσώρουχα. Τα είχε καταφέρει περίφημα, δεν είχε χαλάσει ούτε ένα. Ένιωσε περήφανος, αλλά παραδόξως όχι απόλυτα ικανοποιημένος. Τα κοίταζε, τα ξανακοίταζε και μετά έκανε κάτι περίεργο. Σηκώθηκε, πλησίασε ένα απλωμένο σουτιέν, έπιασε το κούμπωμα και μια νευρική απότομη κίνηση το ξήλωσε. Ύστερα το πέταξε μέσα στην σκάφη.
Ήταν ώρα. Γιατί η υπηρέτρια μπήκε ξαφνικά μέσα, κοιτάζοντας τον πάντα με αυτό το σαρδόνιο βλέμμα, του στυλ «κοιτα έναν μαλάκα που βρήκαμε…».

Πλησίασε στα απλωμένα κιλοτάκια, τους έριξε ένα γρήγορο βλέμμα και είπε: «Μπράβο, ωραία δουλειά έκανες..». Έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε, χαμογέλασε σκληρά και πρόσθεσε: «Αλλά τι βλέπω εδώ; Πω πω! Το κατέστρεψες!». Και με τα λόγια αυτά, πήρε στα χέρια της το σουτιέν με το ξηλωμένο κούμπωμα και το έδειξε γελώντας στον μούλο: «μαλάκα μου ο θεός να σε λυπηθεί. Θα σε λιώσει η Κυρία…».
Ο μούλος ανατρίχιασε κι έσκυψε το κεφάλι χωρίς να πει τίποτα. Αν και μόλις είχε χύσει, ένιωσε να ερεθίζεται και πάλι στο άκουσμα των λόγων της υπηρέτριας. 
«Σήκω» του είπε εκείνη κρατώντας πάντα στο χέρι της το χαλασμένο σουτιέν. «Η Κυρία γύρισε με μια φίλη της και σε περιμένει να σε παρουσιάσει σε Αυτήν. Χαρές που θα κάνει με το σουτιέν της. χα χα χα χα χα. Δεν βλέπω την ώρα να τις το δείξω…».
Και αυτή την φορά του επέτρεψε να είναι όρθιος, αλλά τον έπιασε και άρχισε να τον τραβάει από το αυτί. «Μπρος μούλε, κουνήσου».

Βγηκαν και πάλι στον κήπο και κινήθηκαν προς το σπίτι. Τον έμπασε από την κουζίνα και του φώναξε:
«Πήγαινε να κάνεις μπάνιο γιατί βρωμάς. Έχεις τρία λεπτά. Πλύσου, αρωματίσου και λούσε τα μαλλιά σου…». Ύστερα βάλε το κολάρο –και του έδειξε ένα μικρό κολάρο ακουμπισμένο σε ένα μικρό τραπεζάκι. Σε τρία λεπτά έχω έρθει. Να είσαι καθαρός και στεγνός…».
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 14, 2017, 11:07:04 πμ
Η ΔΟΥΛΑ (μέρος Χ)
Έβγαλε όλα του τα ρούχα, τα δίπλωσε, τα άφησε στην άκρη και μπήκε κάτω από το ντους. Το δροσερό νερό τον ανακούφισε καθώς είχε λιώσει από την ζέστη τόσες ώρες κλεισμένος στο πλυσταριό, ενώ σερνάμενος στο πάτωμα είχε γεμίσει σκόνες.
Ωστόσο το σαπούνι τον έτσουξε. Οι πληγές από το μαστίγωμα δεν προλάβαιναν να κλείσουν, καθώς η Αφέντρα του τον έδερνε κάθε μέρα, κάποτε και δυο φορές τη μέρα: «Για όσα έκανες και για όσα δεν έκανες» του έλεγε γελώντας. Τον έδερνε ακόμα κι όταν τα έκανε όλα τέλεια, ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή τα έκανε όλα τέλεια: «Το γεγονός ότι δεν μου δίνεις αφορμές να σε σαπίσω με εκνευρίζει αφόρητα», του είχε πει μια φορά. «Τι μας το παίζεις, ο mr τελειος; Αλλά θα σε δέρνω έτσι κι αλλιώς, γιατί απλώς μου την σπάς και γιατί με καυλώνει, παλιομαλάκα…».

Έτσι οι πληγές του δεν έκλεινα ποτέ και τον έτσουζαν. Συχνά δεν μπορούσε να κοιμηθεί ανάσκελα γιατί η κυρά του τού είχε οργωσει την πλάτη και πλέον καθόταν σπάνια. Η κυρά του συνήθιζε να τον μαστιγώνει στον κόλο με σκληρές βέργες από μπαμπού και σταματούσε μόνο όταν έσπαγαν. Αν προσθέσει κανείς και τον καθημερινό βιασμό του γίνεται προφανές πως του ήταν πλέον αδύνατον να στέκεται καθιστός.
Τελείωσε γρήγορα το μπάνιο, στα 2,5 λεπτά και βγήκε. Σκουπίστηκε καλά, πήρε το κολάρο, το πέρασε στον λαιμό του κι έπεσε στα γόνατα με το κεφάλι στο πάτωμα και τα χέρια σε στάση ικεσίας. Έτσι τον βρήκε η υπηρέτρια όταν μπήκε μερικά δευερόλεπτα αργότερα: «Μάλιστα, στην ώρα σου, κάτι άρχισες να μαθαίνεις». Τον πλησίασε, πέρασε μιαν αλυσίδα στον κρίκο του κολάρου και τον τράβηξε με δύναμη: «προχώρα μαλάκα, στα τέσσερα».
Διέσχισαν και πάλι το χολ και ξαναμπήκαν στο μεγάλο σαλόνι. Δυο γυναίκες, η Κυρία Στέλλα και η φίλη Της συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Η υπηρέτρια άφησε το λουρί, πλησίασε τις δυο Κυρίας και γονάτισε μπροστά τους. Έσκυψε και φίλησε την μύτη από το δεξί παπούτσι κάθε Κυρίας και είπε: «ο δούλος Σας είναι έτοιμος για χρήση».
Η Κυρία Στέλλα άπλωσε το παπούτσι της ξανά, έσπρωξε ελαφρά την υπηρέτρια και τις είπε: «μπορείς να πηγαίνεις». Η υπηρέτρια, οπισθοχώρησε χωρίς να σηκωθεί, στα τέσσερα, και μόνο όταν απομακρύνθηκε από τις Κυρίες σηκώθηκε στα δύο της πόδια. Ξαφνικά η Κυρία Στέλλα την σταμάτησε: «Δεν μου είπες, πως τα πήγε με τις δουλειές;»
Η υπηρέτρια κοντοστάθηκε χαμήλωσε το κεφάλι και είπε: «Ο δούλος δεν γυάλισε ούτε τα μισά παπούτσια σας Κυρία. Και έσπασε ένα κούμπωμα στο σουτιέν Σας».
«Κατάλαβα! Πλήρης αποτυχία δηλαδή. Τελείως άχρηστος. Καλά θα λογαριαστούμε μαζί του μετά για όλα αυτά. Προηγείται η διασκέδαση. Εσύ εξαφανίσου τώρα», ξαναείπε στην υπηρέτρια. «Και μη νομίζεις πως θα την γλυτώσεις για τις δικές του μαλακίες. Μαζί θα την πληρώσετε».
Η υπηρέτρια έφυγε ρίχνοντας ένα βλέμμα γεμάτο μίσος στον δουλο που όλη αυτή την ώρα καθόταν ακίνητος με το μέτωπο στο πάτωμα.

«Εσύ, μαλάκα», είπε η Κυρία Στέλλα απευθυνόμενη στον δούλο. «Σήκω και στάσου μπροστά μας. Τα χέρια στην θέση του σκλάβου…».
Ο δούλος σηκώθηκε και στάθηκε γυμνός μπροστά στις δύο Γυναίκες, με τα χέρια πίσω απο την πλάτη στην θέση του σκλάβου.
«Τι είσαι εσύ;», τον ρώτησε
«Ο μαλάκας Σας» απάντησε εκείνος
Οι δυο Κυρίες γέλασαν: «Πόσο μαλάκας είσαι δηλαδή;»
«Πολύ μαλάκας Κυρία, ο πιο μεγάλος μαλάκας που έχετε γνωρίσει…».
«Σε φωνάζανε μαλάκα τα κορίτσια όταν ήσουν μικρός;»
«Όχι Κυρία αλλά μου φέρονταν σαν να είμαι μαλάκας. Καμία δεν δεχόταν να τα φτιάξει μαζί μου και με είχαν μόνο για να με στέλνουν για θελήματα ή για να τους αγοράζω πράγματα»
«Σε κάβλωνε αυτό, ότι σου φέρονταν έτσι;»
«Μάλιστα Κυρία».
Έγινε μια παύση λίγων δευτερολέπτων. Οι δυο Κυρίες κάτι είπαν χαμηλόφωνα
«Περπάτησε εδώ μπροστά μας», του ειπε η Κυρία Στέλλα. Εκείνος, με αργά, μικρά βήματα, περπάτησε μπροστά τους σχηματίζοντας έναν κυκλο μέχρι που ξαναβρέθηκε στο ίδιο σημείο. Εκεί σταμάτησε. «Κάνε έναν κύκλο. Αργά, πολύ αργά». Εκείνος υπάκουσε.
Οι δυο Κυρίες χάζευαν την σκαμμένη από το μαστίγιο πλάτη του: «Βλέπω η αδερφή σου του τις βρέχει κανονικά», μίλησε για πρώτη φορά η φίλη της Κυρίας.
«Α, μην το συζητάς. Τέτοιος άχρηστος που είναι, τέτοιος μαλάκας. Αλλά να δεις εγώ τι του ετοιμάζω για το σουτιέν που μου έσπασε». Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε τον δούλο ανάμεσα στα σκέλια του.
«Πώς σου φαίνεται το πουλί του;» ρώτησε η Κύρια τη φίλη Της.
«Το ποιο; Που ‘ν’ το;» απάντησε εκείνη κι έσκασαν στα γέλια, αντικρίζοντας το πραγματικά ζαρωμένο, άτριχο, θλιβερό πέος του. «Τουλάχιστον κολοτρυπίδα έχει;», ρώτησε η φίλη αναμεσα στα γέλια.
«Α, ενδιαφέρουσα ερώτηση! Θα δούμε! Γύρνα και σκύψε, μούλε», είπε η Κυρία Στέλλα, κοφτά, με σκληρό τόνο.
Εκείνος γύρισε 180 μοίρες κι έσκυψε.
«Σκύψε πιο κάτω, πιο πολύ. Κι άνοιξε τα πόδια σου».
Υπάκουσε αγκομαχώντας.
«Τώρα άνοιξε με τα χέρια σου τα κολομέρια σου. Άνοιξέ τα τέρμα να δούμε καλά την τρύπα σου».
Υπάκουσε στην χυδαία εντολή. Έπιασε τα κολομέρια του και τα άνοιξε τελείως.
Οι δυο φίλες σηκώθηκαν και τον πλησίασαν. Η Κυρία Στέλλα έστριψε προς το διπλανό τραπεζάκι, άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα ζευγάρι γάντια μιας χρήσης. Έδωσε το ένα στην φίλη της και κράτησε το δεύτερο:
«Έλα να παίξουμε με τον κόλο του λίγο», είπε χαμογελώντας
Φόρεσαν το γάντι στο χέρι και η Κυρία Στέλλα πλησίασε με το γαντοφορεμένο χέρι την τρύπα του. Την χάιδεψε απαλά έναν γύρω και ύστερα μαλακά έσπρωξε το δάχτυλο μέσα. Άρχισε να το βάζει και να το βγάζει με ήρεμες κινήσεις. Ο δούλος ένιωσε την ανασα του να κόβεται. Η Κυρία Στέλλα έπαιξε λίγο ακόμα με την κολοτρυπίδα του κι ύστερα τον παρέδωσε στην φίλη της.
Εκείνη έβαλε κατευθείαν τα δυο της δάχτυλα κι άρχισε να τα στρίβει μέσα στο κωλάντερο του δούλου. Ο δούλος μούγκρισε κι άκουσε την Κυρία Στέλλα να του φωνάζει αγριεμένη: Σκασμός! Ούτε δυο δάχτυλα δεν σου βάλανε και μουγκρίζεις… Να μην ακούσω κιχ».

Η φίλη της Κυρίας Στέλλας έβαλε τώρα τρία δάχτυλα και έτριβε το κωλάντερο. «Έχω μιαν ιδέα», είπε. «Θέλεις να του βάλουμε ένα μπουκάλι στον κώλο; Για να δουμε πόσο στενός είναι ο κώλος του, ή πόσο του τον έχει ανοίξει η αδερφή σου;»
«Υπέροχη ιδέα», είπε η Κυρία Στέλλα ενθουσιασμένη
«Λες να χωράει ένα μπουκάλι ο κώλος του;»
«Δεν με νοιάζει αν χωράει. Θα το χωρέσει επειδή το θέλω εγώ, μακάρι να του σκίσω τον κώλο στα δυο.» Η Κυρία πήρε το άδειο μπουκάλι του κρασιού, το γύρισε από την ανάποδη και το άλειψε με βαζελίνη.
«Σκύψε μπροστά και ακούμπησε το κεφάλι σου στο πάτωμα. Σήκωσε τον κώλο σου και άνοιξέ τον με τα χέρια σου. Τέρμα» είπε η Κυρία.

Ο μούλος έκανε ό,τι του είπε η Κυρία Στέλλα. Έσκυψε μπροστά, με το κεφάλι στο πάτωμα, και τέντωσε ψηλά τον κώλο του. Τον άνοιξε καλά με τα χέρια του και περίμενε. Τώρα δεν στηριζόταν πουθενά. Οι δυο Κυρίες, αφού του έβαλαν λίγη βαζελίνη και έπαιξαν με την κωλοτρυπίδα του όσο ήθελαν, άρχισαν να του χώνουν το μπουκάλι. Στην αρχή δεν έμπαινε, αλλά μετά, η Κυρία γύρισε το μπουκάλι με κυκλικές κινήσεις και του το έχωσε βιδωτά.
«Άντε. Περπάτα τώρα στα τέσσερα, σαν σκυλίτσα. Άντε μούλε» είπε η Κυρία και κροτάλισε τα δάχτυλά της.
Ο δούλος έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να περπατά αργά, με το μπουκάλι χωμένο βαθιά στον κώλο του. Σε κάθε κίνηση το ένιωθε μέσα του, κρύο, σκληρό και άκαμπτο. Το πέος του είχε όμως ζωηρέψει για τα καλά και η φίλη της Κυρίας του το παρατήρησε αμέσως: «καλε κοίτα έχει πούτσο τελικά…».
«Έλα, ξεκίνα να γαυγίζεις. Γαύγιζε σκύλα, να σε ακούω», τον πρόσταξε η Κυρία Στέλλα.
«Γαβ, γαβ, γαβ» άρχισε να κάνει ο μούλος. Οι δυο Κυρίες είχαν λυθεί στα γέλια. «Τώρα θέλω να κάνεις πως κάνουν οι σκυλίτσες όταν τις δέρνεις». Κι αμέσως έβγαλε ένα μικρό ιππικό μαστίγιο και τον μαστίγωσε στην πλάτη: «Κάααιιιι, κάιιιι, κάαααιιιι», ούρλιαξε ο μούλος μιμούμενος άψογα το ταλαιπωρημένο σκυλί.
«Ξέρεις, αγάπη τον σκύλο μου, τον αληθινό μου σκύλο, τον Αμόρ; Είναι ένας λύκος καθαρόαιμος…», ρώτησε η Κυρία Στέλλα την φίλη Της.
«Ναι φυσικά τον έχω δει. Πανέμορφος σκύλος!»
«Λέω να τον φέρω κάποια στιγμή εδώ να γαμίσει την σκυλίτσα αυτή. Ωραία ιδέα δεν θα ήταν;»
«Τέλεια ιδέα. Αλλά να με φωνάξεις να το δω live!».
«Εννοείται αγάπη μου. Ίσως φωνάξω και τα άλλα κορίτσια για το σόου… Εσύ τι λες σκυλίτσα; Θα ήθελες να σε γαμίσει ο Αμορ; Γαύγισε μία φορά αν θέλεις και δύο αν δεν θέλεις».
Ο τρομαγμένος σκλάβος γαύγισε δυο φορές.
«Α, δεν θέλεις δηλαδή. Καλά χεστήκαμε δηλαδή, σιγά μην σου πάρουμε και την άδεια…».
Τίτλος: Η ΔΟΥΛΑ (μέρος XΙ)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 16, 2017, 07:38:31 μμ
Όταν βαρέθηκαν να τον χαζεύουν η Κύρια τον έβαλε μπροστά στα πόδια τους και τον χρησιμοποίησαν και οι δύο σαν υποπόδιο. Κάπνιζαν και μιλούσαν μεταξύ τους για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή αργότερα, η φίλη της Κυρίας Στέλλας στράφηκε και κάτι τις είπε: Η Κυρία Στέλλα χαμογέλασε, κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της και σκούντηξε τον δούλο με τη μυτη της γόβας Της: «Ει, μούλε, ξύπνα, κοιμήθηκες;», γέλασε. Τον πρόσταξε να σταθεί στα γόνατα μπροστά τους. Εκείνος μετακινήθηκε και στάθηκε στα γόνατα. Το μπουκάλι ήταν πάντα στον κόλο του:
«Είπες ότι είσαι μεγάλος μαλάκας. Αλλά είσαι άξιος να γίνεις ο προσωπικός μας μαλάκας;».
«Είμαι ο μαλάκας της Κυρίας Πελαγίας», είπε εκείνος, αναφερόμενος στην αδερφή της Κυρίας Στέλλας. «Αν μου το επιτρέψει μπορώ να γίνω ο προσωπικός σας μαλακας.»
«Καλά καταρχήν να δούμε πόσο μαλάκας είσαι. Αν αξίζεις να είσαι ο μαλάκας της αδερφής μου κι αν αξίζεις να γίνεις και ο δικός μας μαλάκας… Εμπρός λοιπόν ξεκίνα να τον παίζεις.»

Ο μούλος αιφνιδιάστηκε. Κοιτούσε μία την Κυρία Στέλλα και μια την φίλη Της. Η Κυρία Στέλλα εκνευρίστηκε: «Εμπρός λοιπόν μούλε, ξεκίνα να τον παίζεις. Θέλω να σε δω να τραβάς μαλακία. Η φίλη μου είπε ότι δεν έχει ξαναδεί άντρα μαλάκα…». Και με τα λόγια αυτά άστραψε τρία χαστούκια στον μούλο. Τον χτύπησε όπως έπρεπε. Τρία κοφτά, γρήγορα δυνατά χτυπήματα: με την παλάμη, με την ανάστροφη και πάλι με την παλάμη. Είχε βαρύ χέρι, γεμάτο δαχτυλίδια. Το αποτύπωμα του χεριού της έμεινε στο πρόσωπό του.
Έπιασε το ζαρωμένο πέος του με το αριστερό χέρι και ξεκίνησε να το τραβάει: «Έχει δυο λεπτά για να χύσεις», του είπε η κυρία Στέλλα. «Έχεις δυο Θεές μπροστά σου και ο χρόνος αυτός, σού φτάνει και περισσεύει». Ο άμοιρος δούλος άρχισε να δίνει την μάχη με το χρόνο. Είχε πιάσει το πέος του με τα δυο δάχτυλα και το τραβούσε μπρος πισω. Οι δυο φίλες γελούσαν και τον ειρωνεύονταν: «Αντε, μαλάκα, δώστου μαλάκα». «δείξε μας πόσο μαλάκας είσαι, πόσο άξιος είσαι να γινεις ο μαλάκας μας…».
Οι βρισιές και το αίσθημα ταπείνωσης που τον περιέβαλε τον βοήθησαν να ερεθιστεί πολύ γρήγορα. Από την άλλη μεριά όμως, είχε μαλακιστεί μόλις πριν λίγο, στο πλυσταριό. Ήταν εντελώς αδύνατο να χύσει σε δυο λεπτά. Τα οποία πέρασαν και έκαναν την Κυρία Στέλλα να φουντώσει: «Ακόμα ρε άχρηστε να χύσεις. Παλιοξεφτίλα θα σε λιώσω».

Τον έπιασε από τα μαλλιά, τον σήκωσε ψηλά και τον κλώτσησε με δύναμη στα αρχίδια. Ούρλιαξε από τον πόνο. «Θα σε κάνω να μην ξαναχύσεις για ένα χρόνο παλιοαρχίδι που με ξεφτίλισες στην φίλη μου» του είπε. Τον έστησε στα γόνατα κι άρχισε να τον χαστουκίζει. Χτυπούσε με σύστημα: τρία χτυπήματα στη σειρά. Το κεφάλι του κινιόταν σαν άδειο τενεκεδάκι. Τα χοντρά δαχτυλίδια έσκισαν το χείλος του κι ένα χτύπημα τον βρήκε στην μύτη και την άνοιξε. Η Κυρία Στέλλα χαστούκιζε με δύναμη σαν να ήθελε να του ξεκολλήσει το κεφάλι. «Παφ, παφ, παφ». Τρία γρήγορα και κοφτά χτυπήματα. Λίγα δευτερόλεπτα για μιαν ανάσα και ξανά: «Παφ, παφ, παφ». Σε λίγο στο παιχνίδι μπήκε και η φίλη της Κυρίας Στέλλας. Εκείνη φόρεσε ένα δερμάτινο γάντι στο αριστερό της χέρι και ξεκίνησε. Οι δυο γυναίκες εναλλάσονταν στα χτυπήματα: «παφ, παφ, παφ». Μια δυο φορές έχασε την ισορροπία του, έπεσε κάτω και το γυάλινο μπουκάλι μετακινήθηκε πιο βαθιά, κάνοντας τον να ουρλιάξει.
Τον έδερναν πάνω απο μισή ώρα και σταμάτησαν μόνο όταν κουράστηκαν και πόνεσε το χέρι τους. Ο μούλος ένιωσε το κεφάλι του να έχει πρηστεί. Τελικά τον παράτησαν, ματωμένο και πρησμένο στο πάτωμα. Τον αγνοούσαν τελείως, παρεκτός, από κάποιες φορές μόνο που τον τρύπαγαν στα πλευρά με τα μυτερά τακούνια τους, ή του φώναζαν να στρέψει το κεφάλι προς το μέρος τους για να τον περιλούσουν με φτυσίματα. Κάποια στιγμή όλο το σώμα του είχε γεμίσει κοκκινίλες από τα τρυπήματα που του έκαναν τα τακούνια των δυο Γυναικών ενώ από το πρόσωπο του έσταζαν στο πάτωμα ροές από τα σάλια Τους. 

«Δεν του βγάζεις τώρα το μπουκάλι;» είπε η φίλη της Κυρίας. «Θέλω να τον γαμήσω.»
«Εννοείται αγάπη μου. Κάνε ό,τι γουστάρεις μαζί του. Είναι καλά εκπαιδευμένος».
Η Κυρία τράβηξε το μπουκάλι με μια κίνηση. Ο μούλος βόγκηξε. «Σκασμός, μαλάκα», του είπε. Τον αγριοκοίταξε και τον πρόσταξε να πάει στην τουαλέτα και να περιμένει γονατιστός, μπροστά στη λεκάνη, με το κεφάλι να ακουμπάει μέσα. Μετά από λίγο ήρθε η φίλη Της. Είχε γδυθεί και είχε φορέσει ένα τεράστιο dildo. Του έπιασε το κεφάλι από τα μαλλιά, το έστρεψε προς το μέρος της και του έχωσε το dildo βαθιά στο στόμα. Του γάμισε για λίγη ώρα το στόμα κι ύστερα τον γύρισε ξανά με το κεφάλι μέσα στη λεκάνη. Του ανασήκωσε τον κώλο και άρχισε να τον γαμάει από πίσω. Με κάθε κίνησή της, το κεφάλι του χτυπούσε μέσα στη λεκάνη: «Πάρτον δούλα, όλον μέσα. Σε σκίζω τώρα μούλε. Θα σου δωσω τον κώλο να τον φάς, ξεφτιλισμένε άντρα….». Στο μεταξύ η Κυρία Στέλλα είχε ακουμπήσει στον τοίχο, τους κοίταζε και γελούσε, γελούσε, γελούσε…

Η φίλη της Κυρίας τον γαμούσε σχεδόν ένα τέταρτο. Δεν σταμάτησε ούτε όταν τον άκουσε να βογγάει ούτε όταν είδε το αίμα να τρέχει ποτάμι από τον κόλο του. Του το είχε πει άλλωστε: «θα σε σακατέψω καριόλη, θα σε κάνω να μην μπορείς να κάτσεις ένα μήνα». Τελικά, σταμάτησε μόνο όταν κουράστηκε. Βγήκε από μέσα του και πρόσταξε: «μην κουνηθείς». Έμεινε ακίνητος. Ο κόλος του έκαιγε και ένιωθε τις ροές του αίματος να τρέχουν από τον κόλο στα πόδια.
Η φίλη της Κυρίας γύρισε στην Κυρία Στέλα και τις είπε: «Αγάπη φέρε μου το μαστίγιο». Η Κυρία Στέλλα πήγε στο δωμάτιό της και κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα τα μαστίγια. Τελικά διάλεξε ένα και τις το έφερε: «Μην τον λυπηθείς», τις είπε. «Δεν το έχω σκοπό», τις απάντησε.

Η φίλη της Κυρίας πήρε το μαστίγιο και στράφηκε στον δούλο: «Θα σε ακούω να μετράς. Καθαρά και δυνατά. Και μετά θα λες «ευχαριστώ πολύ Κυρία». Κι έριξε την πρώτη.
Τα είδε όλα. Το μαστίγιο τυλίχτηκε στο κορμί του από την δεξιά πλευρά. Οι ουρές έφτασαν στην κοιλιά του. Στο πρώτο κιόλας χτύπημα είχε καταλάβει ποιο μαστίγιο διάλεξε η Κυρία Στέλλα. Ήταν ένα σπάνιο, χειροποίητο κομμάτι που είχαν αγοράσει οι δυο αδερφές σε μια δημοπρασία στο ΟWK στην Τσεχία. Είχαν πάει εκεί για να περάσουν τα Χριστούγεννα πριν τρία χρόνια. Μεγάλη εμπειρία. Σε μια δημοπρασία, κάποια Κυρία έβγαλε ένα μαστίγιο, ένα nine tails από δέρμα ταύρου. Τίποτα ιδιαίτερο αν το έβλεπες χωρίς τις απολήξεις του. Γιατί αυτές κατέληγαν σε εννιά πολύ μικρά, σχεδόν αδιόρατα, αλλά ατσάλινα αγκίστρια. Που έμπαιναν μέσα στην σάρκα και την ξέσκιζαν. Οι δυο αδερφές το χρησιμοποιούσαν σπάνια στους σκλάβους τους. Αλλά όταν το χρησιμοποιούσαν αυτοί δεν το ξεχνούσαν ποτέ.

(Ακουμπισμένη στον τοίχο η Κυρία Στέλλα θυμήθηκε την πρώτη φορά που το χρησιμοποίησε. Ζούσε τότε στον 18ο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Παρίσι. Είχε νοικιάσει όλο το ρετιρέ –άλλωστε δεν πλήρωνε αυτή το ενοίκιο αλλά ένας σκλάβος της, πολύ πλούσιος και πολύ δουλοπρεπής. Την πρώτη φορά που ήρθε ο σκλάβος της στο σπίτι τον ρώτησε αν θυμάται σε ποιον όροφο είναι το διαμέρισμα. Ταραγμένος εκείνος από την προσμονή της συνάντησης με την Θεά του έκανε λάθος: «Στον 17ο νομίζω Κυρία».
«Λάθος, αλλά δεν πειράζει δεν θα το ξαναξεχάσεις», του είπε.
Λίγο αργότερα τον έδεσε και τον κρέμασε από το ταβάνι. Ίσα που ακουμπούσε στο πάτωμα.
Έβγαλε το τρομερό μαστίγιο με τα ατσαλένια αγκίστρια και ξεκίνησε να τον χτυπάει στο κουτεπιέ: «πρώτος όροφος»
Το επόμενο χτύπημα ήταν στους αστραγάλους: «δεύτερος όροφος»
Το άλλο στις κνήμες: «τρίτος όροφος». Το επόμενο στα γόνατα: «τέταρτος όροφος». Κάπως έτσι έφτασε στο τελευταίο χτύπημα: τον βρήκε στο μέτωπο και θριαμβευτικά φώναξε: «18ος όροφος».
Ύστερα τον έστριψε ανάποδα και ξεκίνησε από το πίσω μέρος του κεφαλιού: «18ος όροφος», στον σβέρκο «17ος όροφος», στους ώμους «16ος όροφος», στην πλάτη «15ος όροφος». Όταν ήρθε η ώρα για το ισόγειο, το χτύπημα ήταν στον αχίλλειο τένοντα. Η Κυρία Στέλλα δεν είχε αστοχήσει ούτε σε ένα χτύπημα, αλλά ο σκλάβος της δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει. Είχε λιποθυμήσει από ώρα…
).

Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι (μέρος 10o)
Αποστολή από: geogou στις Ιουλίου 19, 2017, 12:00:34 πμ
Ποιος ξέρει ποια παράνοια, έκανε την Κυρία Στέλλα να διαλέξει αυτό το τρομερό φονικό όπλο εκείνη τη βραδιά.
«Ένα. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Η πρώτη τον βρήκε στο κεφάλι, πάνω στο αυτί και το αριστερό μάγουλο.
«Δύο. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Σκοτείνιασαν όλα.
«Τρία. Ευχαριστώ πολύ Κυρία»: Η τρίτη έσκισε όλη την πλάτη του.   
«Τέσσερα. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Ούτε υπολόγιζε ούτε πρόσεχε, ούτε ενδιαφερόταν που θα χτυπήσει. 
«Πέντε. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Τον έδερνε πια ανελέητα.
«Έξι. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Του ήταν αδύνατον να σταθεί ακίνητος πια.
«Επτά. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Άρχισε να κλαίει.
«Ο, ο, οοοο, οκτώ. Ευχαριστώ πολύ Κυρία». Άρχισε να ουρλιάζει:
«Ε, ε, ε, εεεεεννιάααααα. Έλεος Κυρία, λυπηθείτε με Κυρία, έλεος Κυρία». Άρχισε να ικετεύει. Γραπώνει τα χείλια της λεκάνης. Έχει γίνει πια η παρηγοριά του. Προσπαθεί να εξαφανιστεί μέσα της. Κάνει εμετό.
«Δέεεεκααααα, άααααα. Έλεοοοοος Κυρία, λυπηθείτε με… σας παρακαλώ, είναι πολύ, δεν μπορώ, δεν αντέχω».

Μα Εκείνη δεν έχει κανένα έλεος. Συνεχίζει αλύπητα. Δεν σταματάει. Εξακολουθεί να χτυπάει όπου βρει. Τα αγκίστρια πια χώνονται παντού. Στα πλευρά του, στην κοιλιά του, στην πλάτη του, στο μάγουλο. Ένα χώθηκε λίγο κάτω από το μάτι του. Ένα του έσκισε τα χείλια. Κι εκείνος πια δεν μετράει. Μόνο παρακαλάει. Έχει πια ξεχάσει και τον πληθυντικό:
«Σε παρακαλώ. Φτάνει. Δεν αντέχω άλλο. Με σκοτώνεις…».

Ύστερα απλώς σταμάτησε να μιλά. Άργησε, αλλά κατάλαβε ότι έπεσε στα νύχια μιας Γυναίκας που μισεί τους άντρες…
Είχε σταματήσει να μετρά, να ουρλιάζει, να κλαίει, να παρακαλά. Είχε δεχτεί πάνω από 30 χτυπήματα και από παντού, σε όλο το σώμα του έτρεχε αίμα. Κατάλαβε επίσης πως δεν είχε καταφέρει να κρατήσει τις σωματικές του ανάγκες. Τα ούρα του μαζί με τα κόπρανά του είχαν φύγει ανεξέλεγκτα και είχαν λερώσει το πάτωμα.

Η Κυρία Στέλλα τα είδε κι έκανε νόημα στην φίλη της να σταματήσει:
«Τι έχεις κάνει εκεί ρε γελοίε; Χέστηκες απάνω σου; Πως μου το έκανες έτσι το λουτρό; Ου να μου χαθείς ξεφτιλισμένε, ανίκανε. Ούτε να προσφέρεις μια χαρά στην Κυρά σου δεν είσαι άξιος. Άχρηστε! Βλάκα! Αλλά θα σου δείξω εγώ».
Τον έπιασε από το μαλλί και κόλλησε το κεφάλι του στην αηδιαστική λάσπη των σκατών και των ούρων: «Εμπρός γλύψτα! Γλύψε τα σκατά σου. Φάτα! Όλα, βρωμιάρη. Γλύψε, γλύψε. Μόνο γι αυτό είσαι άξιος, για να γλύφεις κάτουρα και σκατά από το πάτωμα. Ξεφτίλα…» φώναζε και του έτριβε το πρόσωπο πάνω τους, σαν σφουγαρόπανο. Εκείνος ανακουφισμένος που είχαν σταματήσουν να τον δέρνουν, έβγαλε γεμάτος ευγνωμοσύνη τη γλώσσα του κι άρχισε να γλύφει την παχιά αηδιαστική λάσπη. Η Κυρία Στέλλα του έτριψε για λίγο ακόμα το πρόσωπο και μετά απομακρύνθηκε με σιχασιά. Μαζί με την φίλη της κοίταζαν τον δούλο που έγλυφε τώρα πια με αληθινή λαχτάρα το πάτωμα κι έτρωγε τις ίδιες του τις ακαθαρσίες. Είχε ξαπλώσει στο πάτωμα και τριβόταν πάνω του. Οι δυο Κυρίες είδαν με έκπληξη πως το πέος του είχε μεγαλώσει πολύ και ο δούλος το έτριβε στο πάτωμα κάτω από μια ακατανίκητη, μάλλον πρωτόγονη και αυθόρμητη αντίδραση του κορμιού του. Σε δυο λεπτά είχε χύσει και μόνο τότε σταμάτησε να γλύφει το πάτωμα. Η Κυρία Στέλλα κούνησε αηδιασμένη το κεφάλι της:

«Τσακίσου να καθαρίσεις το μπάνιο. Να το σφουγγαρίσεις με χλωρίνη και να γίνουν όλα αστραφτερά. Ύστερα να μπεις να κάνεις μπάνιο να ξεβρωμίσεις. Και μετά να παρουσιαστείς μπροστά μας…». Και έφυγαν αφήνοντάς τον σχεδόν αναίσθητο από τους πόνους αλλά και την ηδονή…   
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: snoupy στις Ιουλίου 26, 2017, 01:30:43 μμ
Respect αδερφέ! Πολύ δυνατή, μακάρι να ήσουν σεναριογράφος σε ταινίες πορνό  :wanker2: :wanker2:
Keep walking  :stiletto:
Τίτλος: Απ: Δούλα για σπίτι
Αποστολή από: Ibiza στις Αυγούστου 24, 2017, 06:23:14 μμ
η ιστορια τελειωσε;δεν εχει συνεχεια;