Οι γκέισες και η πορνείαΑκόμα και στην ίδια την Ιαπωνία παραμένει κάποια σύγχυση για τη φύση του επαγγέλματος της γκέισας. Στο δυτικό κόσμο, η γκέισα συχνά παρουσιάζεται σαν πόρνη πολυτελείας. Οι γκέισες έχουν σαν στόχο την ψυχαγωγία του πελάτη είτε απαγγέλλοντας στίχους είτε παίζοντας μουσικά όργανα ή συμμετέχοντας σε ελαφριά συζήτηση.
Κάποιες φορές υπάρχει φλερτ ή παιχνιδιάρικα υπονοούμενα, αλλά οι πελάτες γνωρίζουν ότι δεν περιμένουν κάτι παραπάνω.
H ξεκάθαρα ιαπωνική αυτή νοοτροπία υπαγορεύει ότι οι άνδρες διασκεδάζουν με την ψευδαίσθηση από κάτι που στην ουσία δεν υφίσταται. Οι γκέισες δεν πληρώνονται για να κάνουν σεξ με τους πελάτες.
Οι γκέισες πολύ συχνά ταυτίζονταν με τις oiran, εταίρες της παραδοσιακής υψηλής κοινωνίας. Όπως και οι γκέισες, οι oiran έχουν λευκό μακιγιάζ στο πρόσωπο και εξεζητημένο χτένισμα, αλλά ένας τρόπος διαχωρισμού είναι η ζώνη όμπι.
Οι oiran, ως ιερόδουλες, δένουν την όμπι μπροστά από το κιμονό, ώστε να έχουν μεγαλύτερη άνεση,
ενώ οι γκέισες τη δένουν πίσω με το συνηθισμένο τρόπο.
Κατά την περίοδο Έντο, η πορνεία στην Ιαπωνία ήταν νόμιμη και οι ιερόδουλες, όπως οι oiran, έπαιρναν άδεια από την κυβέρνηση. Αντιθέτως, απαγορευόταν αυστηρά στις γκέισες να κατέχουν αναγνωρισμένη άδεια πορνείας και τους απαγορεύτηκε επίσημα να κάνουν σεξ με τους πελάτες τους.
Κατά την περιόδο Κατοχής της Ιαπωνίας, πολλές πόρνες προβάλλονταν ως γκέισες στους Αμερικανούς στρατιώτες. Λόγω λανθασμένης προφοράς, έγιναν γνωστές ως geesha και έτσι μεταφέρθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες η εικόνα της γκέισας ως πόρνης.
GeeshaΟι Geesha ήταν ένας τύπος ιερόδουλων κυρίως κατά την περίοδο κατοχής της Ιαπωνίας, οι οποίες σχεδόν αποκλειστικά εξυπηρετούσαν τους Αμερικανούς στρατιώτες που βρίσκονταν σε βάσεις στην Ιαπωνία. Ο όρος πρόεκυψε από λανθασμένη προφορά της λέξης γκέισα. Οι κοπέλες φορούσαν κιμονό και μιμούνταν την εικόνα μιας κανονικής γκέισας, κατά συνέπεια οι Αμερικανοί, που δε γνώριζαν πολλά πράγματα από την ιαπωνική κουλτούρα, δεν έβλεπαν διαφορά ανάμεσα στις ιερόδουλες και τις πραγματικές γκέισες. Τελικά, ο όρος γενικεύτηκε για όλες τις πόρνες ή όσες δούλευαν σε νυχτερινά μαγαζιά ("mizu shobai") στην Ιαπωνία, ενώ ερευνητές εικάζουν ότι οι geesha ευθύνονται ως επί το πλείστον για τη λανθασμένη αντίληψη στη Δύση ότι οι γκέισες είναι πόρνες.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%AD%CE%B9%CF%83%CE%B1
"Στον δυτικό κόσμο θεωρούν, κακώς, τις γκέισες ως πόρνες. Στην πραγματικότητα, όμως, οι γκέισες είναι «απόγονοι» των γυναικών στις μεγάλες φεουδαρχικές αυλές του 17ου αιώνα, οι οποίες ασκούν ακόμη και σήμερα τις τέχνες του χορού, της μουσικής και του τραγουδιού και τέλος της ποίησης, μιας τέχνης δύσκολης καθώς έχει τυποποιηθεί και κωδικοποιηθεί από τον 18ο αιώνα στην Iαπωνία."
Γράφει o Christian Cessler
Ελληνική διασκευή Κώστας Κοκκορογιάννηςhttp://www.istoria.gr/jan03/4.htmThe Secret Lives Of Geisha Real Life Geishas Η σύγχρονη γκέισα
Οι σύγχρονες γκέισες διαμένουν ακόμη στα παραδοσιακά σπίτια οκίγια στις περιοχές χαναμάτσι, ειδικά κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους. Ο κομψός και πολυτελής κόσμος στον οποίο εισέρχεται μια γκέισα ονομάζεται karyūkai (花柳界 "ο κόσμος των λουλουδιών και των ιτιών"). Το Κυότο θεωρείται στις μέρες μας η πόλη με την ισχυρότερη παράδοση, ενώ χαναμάτσι υπάρχουν και στο Τόκυο.
Γκέισες παίζουν σαμισέν και παραδοσιακό ιαπωνικό φλάουτο.
Οι νέες κοπέλες που επιθυμούν να γίνουν γκέισες πλέον ξεκινούν την εκπαίδευσή τους μετά το λύκειο ή ακόμα και το πανεπιστήμιο. Μαθαίνουν ακόμη να παίζουν παραδοσιακά μουσικά όργανα, όπως το σαμισέν, το σακουχάτσι (φλάουτο από μπαμπού) και τύμπανα, παραδοσιακό χορό και τραγούδια της Ιαπωνίας, την "τελετουργία του τσαγιού", λογοτεχνία και ποίηση. Παρατηρώντας τις άλλες γκέισες και με τη βοήθεια της ιδιοκτήτριας του οίκου, οι μαθητευόμενες μαθαίνουν να επιλέγουν και να φορούν κιμονό και να συνδιαλέγονται με τους πελάτες.
Στη σύγχρονη Ιαπωνία, γκέισες και μάικο αποτελούν σπάνιο θέαμα εκτός των χαναμάτσι. Κατά τη δεκαετία του '20, υπήρχαν πάνω από 80.000 γκέισες, ενώ τώρα ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι γνωστός, αλλά υπολογίζεται στις 1.000 με 2.000. Στην παρακμή της παράδοσης έχουν οδηγήσει η νωθρή οικονομία, η πτώση του ενδιαφέροντος για τις παραδοσιακές τέχνες, ο εκλεκτικός κύκλος του karyūkai και τα έξοδα διασκέδασης από μια γκέισα.
Οι οϊράν Οι οϊράν γνώρισαν ακμή κατά την περίοδο Έντο, 1600 - 1868. Την εποχή εκείνη πέρασαν νόμοι που περιόρισαν τους οίκους ανοχής σε περιφραγμένες συνοικίες, σε κάποια απόσταση από το κέντρο της πόλης. Στις μεγάλες πόλεις αυτές ήταν: η Σιμαμπάρα στο Κυότο, η Σιμάτσι στην Οσάκα και η Γιοσιουάρα στο Έντο (σύγχρονο Τόκυο).
Αυτές εξελίχθηκαν γρήγορα σε μεγάλες, αυτάρκεις «Συνοικίες Απολαύσεων», που προσέφεραν όλα τα είδη διασκέδασης.
Μέσα στα όριά τους, η κοινωνική θέση μιας εταίρας δεν έπαιζε κανένα ρόλο, αλλά η ανέλιξη στην αυστηρή ιεραρχία γινόταν χάρις στη φυσική ομορφιά, το χαρακτήρα, τη μόρφωση και τη δεξιοτεχνία μιας κοπέλας στις τέχνες.
Με βάση τα κριτήρια αυτά οι κοπέλες χωρίζονταν σε οχτώ ιεραρχικές διαβαθμίσεις.
Μια γυναίκα μπορούσε να καταφύγει στην πορνεία για διάφορους λόγους, ακόμη και να πουληθεί από την ίδια της την οικογένεια για να ξεπληρωθούν χρέη.
Οι πόρνες είχαν ελάχιστες πιθανότητες να αφήσουν τη ζωή αυτή, πόσο μάλλον να ξεφύγουν. Οι περισσότερες που το έκαναν αιχμαλωτίζονταν και τιμωρούνταν αυστηρά.
Μετά τις 6 η ώρα κάθε απόγευμα, οι κοπέλες που βρίσκονταν χαμηλά στην ιεραρχία τοποθετούνταν πίσω από κιγλιδώματα στο ισόγειο του οίκου ανοχής, προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες.
Οι τελευταίοι στέκονταν μπροστά τους κι επέλεγαν μία. Αντίθετα οι ανώτερες ιεραρχικά, οι οϊράν, δεν είχαν επαφές με πελάτες πριν από την τρίτη επίσκεψη, η οποία είχε τελετουργικό χαρακτήρα όπως και οι δύο προηγούμενες.
Ανάμεσα στις οϊράν, εξέχουσα θέση κατείχαν
οι ταγιού (太夫 ή 大夫), η ανώτατη τάξη που μπορούσε να ανήκει μια παλλακίδα ή μια πόρνη, και μόνο αυτές θεωρούνταν κατάλληλες για να κρατήσουν συντροφιά σε έναν νταΐμιο, δηλαδή έναν φεουδάρχη. Αντίστοιχα, μόνο οι πλουσιότεροι και ανώτεροι κοινωνικά μπορούσαν να ελπίζουν πως θα γίνονταν πάτρωνές τους. Συχνά ο τρόπος διαβίωσής τους και ο τρόπος που τους απευθύνονταν οι υπηρέτες τους ήταν τόσο πολυτελής και εξεζητημένος, που μπορούσε εύκολα κανείς να τις περάσει για κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
Η Παλλακίδα Οι όροι παλλακή/παλλακίς και παλλακεία/παλλακία απαντούν ήδη στα ομηρικά κείμενα. Γενικά, στην αρχαία ελληνική γραμματεία η παλλακή διακρινόταν σημασιολογικά από την πόρνη και την ἑταίρα, ενώ ο όρος παλλακεία αναφερόταν στη συμβίωση ενός άντρα και μίας γυναίκας, που, όμως, δε συνδέονταν μεταξύ τους με γαμική σχέση. Υπό μια ειδικότερη έννοια, ο όρος παλλακή δήλωνε και την ιέρεια που "παλλακευόταν" για τελετουργικούς λόγους. Στο πλαίσιο της κλασικής γραμματείας, ο όρος παλλακή/παλλακίς απαντά μόλις 43 φορές τον 5ο αιώνα και 20 τον 4ο, σαφώς δηλαδή πιο σπάνια σε σχέση με τους όρους πόρνη και ἑταίρα. Παρόλο που έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις (σημιτικό ή ιρανικό δάνειο, συσχετισμός με τη λέξη πῶλος), η ετυμολογική προέλευση της λέξης παλλακή παραμένει άγνωστη.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%8A%CF%81%CE%AC%CE%BDhttp://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%B1