14
« στις: Μαΐου 31, 2014, 03:51:08 μμ »
Με την Κάτια ήμασταν μαζί έξι μήνες. Ζούσαμε στο σπίτι της, ένα μικρό διαμέρισμα κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Στην αρχή, όταν ήμασταν στα ντουζένια μας, όλα ήταν τέλεια. Όλο αγκαλιές και φιλιά. Ήταν πολύ όμορφη. Όλα πάνω της ήταν τέλεια. Αλλά αυτό που πραγματικά με ξετρέλαινε ήταν τα πόδια της. Ίσια, μακρυά, με βελούδινο δέρμα. Μακρυά, καλοσχηματισμένα δάχτυλα και κάτι πέλματα μαλακά σαν μαξιλάρια. Απ' την αρχή είχα φροντίσει να της δείξω το πάθος μου για τα πόδια της. Ξάπλωνα ανάσκελα στο μεγάλο χαλί του σαλονιού προκαλώντάς την να με χαϊδέψει με το πόδι της. Κι αυτό το χάδι με ταξίδευε στον παράδεισο. Μη φανταστείτε ότι κι εκείνη έτρεφε λιγότερο θαυμασμό για μένα. Συνέχεια μου έλεγε πόσο γλυκός είμαι και πόσο τυχερή είναι που με έχει. Συχνά καλούσε και τις φίλες της να με δουν. Εκείνες με περιτριγύριζαν κάνοντας σχόλια όπως: “Καλέ τι κούκλος είναι αυτός; Πού τον βρήκες;”. Είμαι βλέπετε ξανθός και γαλανομάτης, κάτι που τρελαίνει πολλές γυναίκες. Ύστερα οι φίλες της με χάϊδευαν και έπαιζαν μαζί μου. Η Κάτια δεν ζήλευε καθόλου. Θεωρούσε ότι η ζήλεια κάνει τους ανθρώπους μικροπρεπείς. Για να το λέει κάτι θα ξέρει.
Μετά από λίγο καιρό άρχισαν τα προβλήματα. Η Κάτια έλειπε όλη μέρα στη δουλειά, είναι ασκούμενη δικηγόρος, κι εγώ καθόμουν μόνος στο σπίτι. Όταν γύριζε άρχιζε τη γκρίνια. Ότι είμαι όλη μέρα στον καναπέ και κάνω το σπίτι άνω κάτω και τέτοια. Η αλήθεια είναι ότι είμαι λίγο τεμπέλης, όσο για τη νοικοκυροσύνη δεν είναι απ' τα δυνατά μου σημεία. Δεν φταίω όμως εγώ, η φύση με έχει κάνει έτσι. Εγώ σε κάθε ευκαιρία τριβόμουν στα πόδια της και την καλούσα σε ερωτικά παιχνίδια. Τότε εκείνη μου έλεγε αυστηρά τη μία ότι πρέπει να σέβομαι την κούρασή της και την άλλη ότι είχε δουλειά. Ήταν φανερό ότι είχε χάσει τον ενθουσιασμό της για μένα. Στην αρχή με το που έμπαινε στο σπίτι το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πει “Γύρισα γλυκέ μου” και να με φιλήσει. Αυτό που με πλήγωνε περισσότερο ήταν ότι πολλές φορές έλεγε ότι με συντηρεί και ότι αν δεν υπήρχε εγώ θα ήμουν στο δρόμο. Λες και δεν ξέρει ότι δεν μπορώ να δουλέψω. Όταν το έλεγε αυτό πήγαινα στην κουζίνα, καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσα τον δρόμο. Πολλές ώρες γινόταν αυτό. Αργά το βράδυ ερχόταν η Κάτια, με χάϊδευε στο κεφάλι, μου έλεγε ότι δεν εννούσε αυτό που είπε και μου ζητούσε συγγνώμη. Εγώ την συγχωρούσα γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιως. Όταν αγαπάς η συγχώρεση είναι μονόδρομος. Ύστερα μ' έπαιρνε αγκαλιά, καθόμασταν στον καναπέ και βλέπαμε τηλεόραση.
Το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβε πόσο πολύ την αγαπούσα. Αν το καταλάβαινε, έστω και λίγο, δεν θα με πλήγωνε ποτέ. Σίγουρο επίσης είναι ότι δεν μπορούσε να έρθει στη θέση μου. Δεν είχα οικογένεια, δεν είχα φίλους, όλη μου η ζωή ήταν αυτή. Ίσως πάλι αυτό ήταν που κατέστρεψε τη σχέση μας. Ότι δηλαδή είχα κρεμαστεί πάνω της. Ο καιρός περνούσε και η ένταση γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Αυτό που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν όταν μια μέρα, κατά τη διάρκεια ενός καυγά, έσπασα ένα βάζο που είχε φέρει από ένα ταξίδι στο Παρίσι. Ακόμα δεν ξέρω αν το έκανα κατά λάθος ή επίτηδες. Εκείνη με χτύπησε, πραγματικά τρόμαξα πρώτη φορά την είδα να ασκεί βία, και με κλείδωσε στο μπαλκόνι. Κουλουριασμένος σε μια γωνιά του μπαλκονιού είχα να επιλέξω ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την περηφάνια, που είναι στη φύση μου, και στην αγάπη ή μάλλον αυτό που είχα στο μυαλο μου σαν αγάπη, μια σχέση δηλαδή που καρκινοβατούσε. Επέλεξα το πρώτο, κάτι που λίγες μέρες μετά θα μετάνιωνα.
Πέρασα στο διπλανό μπαλκόνι και με τη βοήθεια ενός σωλήνα κατέβηκα στον δρόμο. Η ζωή στον δρόμο δεν ήταν τελικά τόσο δύσκολη. Προσαρμόστηκα εύκολα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι μου έλειπε η Κάτια. Κάτι άλλο που δεν μπορώ στον δρόμο είναι κάτι νταήδες που μου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Όσο να 'ναι η ασφάλεια του σπιτιού είναι άλλο πράγμα. Είχα σκεφτεί πολλές φορές να γυρίσω αλλά φοβόμουν την αντίδραση της Κάτιας. Ότι θα μου έλεγε “Έφυγες χωρίς προειδοποίηση, τόσες μέρες δεν έδωσες σημεία ζωής και τώρα έρχεσαι και περιμένεις να σε δεχτώ; Είναι πολύ αργά” και θα μου έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα. Ήταν κι ο σκύλος της διπλανής που με είχε βάλει στο μάτι απ' την αρχή. Τα φοβάμαι τα σκυλιά. Είναι κι αυτό μέρος της φύσης μου μαζί με την τεμπελιά, την ανεξαρτησία και την περηφάνια. Τώρα λιάζομαι και ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου. Ίσως τον χειμώνα βρεθεί καμιά κοπέλα σαν την Κάτια που θα λιμπιστεί τα κάλη μου και θα με περιμαζέψει στο σπίτι της. Δύσκολοι καιροί για γάτους.