13
« στις: Μαΐου 22, 2012, 09:15:40 πμ »
Όταν ο Κώστας ξύπνησε, το φως ήταν αναμμένο. Ένιωσε το σώμα του παγωμένο και μουδιασμένο. Τα ρίγη και οι πό¬νοι στο κορμί του συνδυάζονταν μεταξύ τους σαν έγχορδα που έ¬παιζαν, αλλά σε λίγο το τραύμα στο κεφά¬λι από το χτύπημα του όπλου του Μυταρά πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι είχαν ανοίξει ξανά την ψύξη, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν η αντίδραση του ορ-γανισμού του στην κακοποίηση που είχε υποστεί. Για τον Κώστα το κρύο δε σήμαινε πια θάνατο. Σήμαινε ότι μπορούσε ακόμα να αισθάνεται. Σήμαινε ότι ήταν ζωντανός.
Όμως κατάφεραν να λυγίσουν το πνεύμα μου, συλλογίστηκε ήρεμα. Ήξερε ότι κάτι είχε αλλάξει στον τρόπο που σκεφτόταν, στον τρόπο που αισθανόταν. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, σκε¬φτόταν τον Κώστα σαν να ήταν κάποιος γνωστός του και όχι αυτή ο ίδιος. Ίσως ο Κώστας ήταν νεκρός, αλλά όποιος ή ό,τι είχε μείνει φαινόταν αποφασισμένο να επιβιώσει. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, μελανιασμένος και τσακισμένος μέσα σ’ έναν άδειο ψυκτικό θάλαμο, καταλάβαινε ότι η μόνη στρατηγική για να επι¬βιώσει ήταν να αποσπαστεί από το σάρκινο εαυτό του. Να συγκε¬ντρώσει το μυαλό του και να χρησιμοποιήσει όσες εσωτερικές δυ¬νάμεις τού απέμεναν για να σκεφτεί έναν τρόπο να σωθεί.
Σηκώθηκε με κόπο, τυλίχτηκε με την κουβέρτα και προχώρη¬σε προς τη βαριά πόρτα του ψυκτικού θαλάμου. Κόλλησε το πλάι του κεφαλιού του στο κρύο ατσάλι, αλλά το πάχος της πόρτας έ¬πνιγε κάθε θόρυβο από το διπλανό δωμάτιο. Έκανε ένα γύρο στο θάλαμο, αναζητώντας κάτι που θα του χρησίμευε ως όπλο. Δεν υ¬πήρχε τίποτα. Αλλά ακόμα κι αν έβρισκε κάτι, αμφέβαλλε αν ένα αυτοσχέδιο όπλο θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει το Μυταρά και το όπλο του. Επέστρεψε στο στρώμα και κάθισε για να σκε¬φτεί την κατάσταση. Του έφερναν φαγητό. Αυτό σήμαινε ότι, για κάποιο λόγο, ο Ιερώνυμος ήθελε «να τον κρατήσει ζωντανό, αλλά μόνο για μερικές μέρες ακόμα. Άγγιξε αδέξια το καρούμπαλο στο κεφάλι του για να υπενθυμίσει στον εαυτό του πως, πέρα από το γεγονός ότι τον τάιζαν, οι δεσμοφύλακές του δεν ενδιαφέρονταν για την υγεία του. Ήταν όμηρος και δε θα μπορούσαν να τον κρα¬τάνε φυλακισμένο σε πιο κατάλληλο μέρος: δεν ήταν παρά ένα κομμάτι κρέας που το διατηρούσαν μέχρι να τους φανεί χρήσιμο.
Το επόμενο γεύμα το έφερε η άγνωστη γυναίκα. Το μεθεπό¬μενο ο Μυταράς. Ίσως έκαναν βάρδιες. Αν ο Κώστας σκόπευε να δραπετεύσει, έπρεπε να το κάνει όταν θα τον φρουρούσε εκείνη η σκρόφα. Ήξερε ότι με το Μυταρά δεν είχε πιθανό¬τητες επιτυχίας. Ήξερε επίσης ότι, ακόμα και αν βρισκόταν σε πλήρη φόρμα, δεν ήταν βέβαιο αν θα κατάφερνε να αντιμετωπί¬σει την γυναίκα. Αλλά αν τον είχαν διδάξει κάτι τα χρόνια της θητείας του, αυτό ήταν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να σκοτώσει οποιονδήποτε. Το σημαντι¬κό δεν ήταν η δύναμη. Το σημαντικό ήταν η πρόθεση να σκοτώ¬σεις. Να μη γνωρίζεις όρια.
Ο Κώστας ήξερε ότι ο Ιερώνυμος στο τέλος θα τον σκότωνε, α¬κόμα κι αν λογάριαζε να τον χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτι¬κό χαρτί. Όταν δε θα τον είχε ανάγκη, θα τον σκότωνε με έναν τρόπο που θα ταίριαζε στο διεστραμμένο αίσθημά του περί φυσι¬κής δικαιοσύνης. Θα ήταν ένας άσχημος, αργός και πολύ επώδυ¬νος θάνατος. Συλλογίστηκε ξανά τα σχέδιά του. Θα ξέφευγε από τον Ιερώνυμο και από τη μοίρα που του επιφύλασσε, είτε δραπε¬τεύοντας είτε πεθαίνοντας στην προσπάθεια να το σκάσει. Θα ε¬λευθερωνόταν είτε σωματικά είτε ψυχικά.
Το σχέδιό του άρχιζε να παίρνει μορφή.
Υπήρχε μια πιθανότητα ο Μυταράς ή η άλλη γυναίκα να ήταν μόνοι στο κτίριο. Ο Κώστας δεν είχε δει άλλο φύλακα. Όταν η γυναίκα ή ο Μυταράς του έφερναν φαγητό, δεν ακούγονταν απ' έξω άλλοι θό¬ρυβοι. Στη χειρότερη περίπτωση, ο Μυταράς έμενε έξω όταν η γυναίκα έμπαινε μέσα. Ο Κώστας έπαιξε ξανά και ξανά τα σε¬νάρια στο μυαλό του, αναλύοντας όλους τους πιθανούς τρόπους που θα μπορούσε να εξουδετερώσει τη γυναίκα. Αλλά θα ή¬ταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν σχεδόν όλα αυτά τα σε¬νάρια. Η γυναίκα ή ο Μυταράς θα περίμεναν από τον Κώστα να κρυφτεί πίσω από την πόρτα, να παραστήσει τον άρρωστο ή τον πεθαμένο ή να τους επιτεθεί απρόσμενα. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι απρόσμενο. Θα έπρεπε να ενερ¬γήσει όταν η γυναίκα θα έφερνε το γεύμα του. Ο Κώστας σκέφτηκε την τραγική ειρωνεία του γεγονότος ότι το φαγητό, το μόνο πράγ-μα που μέχρι πρόσφατα απέφευγε, τώρα του πρόσφερε τη μοναδι¬κή ευκαιρία να γλιτώσει. Και τότε άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό της η ιδέα.
Υπολόγιζε ότι του έμεναν τέσσερις με πέντε ώρες μέχρι το ε¬πόμενο γεύμα. Ώρες που έπρεπε να εκμεταλλευτεί σωστά.
Η καρδιά του Κώστα άρχισε να χτυπάει δυνατά μόλις άκουσε τη βαριά μπάρα της πόρτας του ψυκτικού θαλάμου. Όλα εξαρτιόνταν από το αν θα έφερνε το φαγητό Ο Μυταράς ή η γυναίκα. Όχι ότι αυτό που του έφερναν μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς φα¬γητό. Του έδιναν τροφή με ελάχιστες θερμίδες, έτσι ώστε να θο¬λώνει ο νους του και να καμφθεί η αντίστασή του. Η διατροφή του στα όρια της λιμοκτονίας σε συνδυασμό με το άναμμα και το σβή¬σιμο του φωτός σε άτακτα διαστήματα ήταν η τακτική τους για να τον κρατάνε αποπροσανατολισμένο. Η πόρτα άνοιξε. Δεν κοίταξε να δει ποιος ήταν. Την απόφαση να δράσει ή να μη δράσει, να σκοτώσει ή να μη σκοτώσει θα την υλοποιούσε την τελευταία στιγμή. Ήξερε τη ρουτίνα: αυτός που έφερνε το δίσκο τον άφηνε κατάχαμα έξω από την πόρτα και μετά στεκόταν λίγο παράμερα, σημαδεύοντας με το όπλο το θάλαμο και κατόπιν τον Κώστα.
Ο Κώστας παρέμεινε γονατισμένος, κρατώντας την κοιλιά του και βαριανασαίνοντας.
«Είμαι άρρωστος...» είπε, δίχως να σηκώσει το βλέμμα. Ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγει. Ήξερε πως ο Ιερώνυμος θα τους είχε δώσει αυστηρές εντολές να τον κρατήσουν ζωντανό μέχρι να πά¬ψει να τους είναι χρήσιμος. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν.
«Τα φάρμακά μου...» βόγκηξε ο Κώστας. «Στο παλτό μου... σας παρακαλώ, βοηθήστε με». Δεν ήθελε να κλείσει η πόρτα, δεν ήθε¬λε ο φρουρός του να επικοινωνήσει με τον Ιερώνυμο για οδηγίες. Του παρουσίασε το πρόβλημα και συγχρόνως τη λύση. Ήλπιζε ό¬τι τα φάρμακα βρίσκονταν ακόμα στην τσέπη του παλτού του. Οι ταμπλέτες στο παλτό του ήταν τα αγχολυτικά που πάντα είχε μαζί του. Οι μπότες έμειναν ασάλευτες -η προσποιητή αρρώ¬στια είναι συνηθισμένο κόλπο. Έχοντας προβλέψει τις αμφιβολίες του φρουρού του, έφερε το χέρι στα χείλη του σαν να ετοιμαζόταν να κάνει εμετό. Έχωσε κρυφά τον παράμεσο στο στόμα και στο λαιμό του. Η αντίδραση ήταν ακαριαία. Ένας Θεός ήξερε πόσες ώρες είχαν περάσει από το τελευταίο πενιχρό γεύμα και το στο¬μάχι του ήταν σχεδόν άδειο, αλλά το λιγοστό περιεχόμενο του χύ¬θηκε ορμητικά στο δάπεδο του ψυκτικού θαλάμου σαν να ήταν πραγματικά άρρωστος. Ο Κώστας έπεσε στο πλάι με τα μάτια κλει¬στά. Άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν ξανά και μια μπότα τον κλότσησε μαλακά στα πλευρά. Ο Κώστας ήταν τόσο αποκομμένος από το σώμα του, που ούτε καν μόρφασε. Μεσολάβησαν μερικές στιγμές καθώς ο φρουρός υπολόγιζε το ρίσκο: πόσο επικίνδυνος θα μπορούσε να είναι ο κρατούμενος, ακόμα και αν είχε τις αισθή¬σεις του; Ύστερα ακούστηκε ο ήχος του όπλου που ξαναμπήκε στη θήκη του. Ο Κώστας ένιωσε δάχτυλα στο λαιμό του να με¬τρούν το σφυγμό.
Και τότε ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του. Διάπλατα. Κάρφωσε το βλέμμα στο πρόσωπο της γυναίκας. Και είδε στα μά¬πα της τον τρόμο της συνειδητοποίησης ότι κοιτούσε κάτι που δεν ήταν πια ανθρώπινο πλάσμα.
Μέσα σ' εκείνες τις κρύες, σκοτεινές ώρες της απομόνωσης, ο Κώστας είχε καταλάβει ότι για να πετύχει η επίθεσή του χρειαζό¬ταν κάτι αιχμηρό. Είχε σκεφτεί να ακονίσει το κουτάλι, αλλά του το είχαν πάρει και, μαζί μ' αυτό, είχαν πάρει για λίγο τις ελπίδες του. Στη συνέχεια είχε συνειδητοποιήσει ότι διέθετε ήδη ένα αιχ¬μηρό όπλο. Μόνο που για να το χρησιμοποιήσει χρειάστηκε να ο¬δηγήσει τον εαυτό του πέρα από τα όρια του ανθρώπινου.
Οι σταχτιοί τοίχοι ήταν πιτσιλισμένοι με αρτηριακό αίμα. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι προς τον Κώστα, νιώθοντας την απελ¬πισμένη ανάγκη να αγγίξει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα τη στιγ¬μή που πέθαινε. Η ποσότητα του αίματος που τιναζόταν από το λαιμό της μειώθηκε. Το τεντωμένο χέρι έπεσε στο βρόμικο πάτω¬μα. Ο Κώστας σηκώθηκε τρέμοντας και σκούπισε το αίμα από το στόμα και το πρόσωπο του με την ανάποδη του μανικιού του. Πήρε το αυτόματο από τη θήκη της γυναίκας, προσπαθώντας να μην κοιτάζει το πρόσωπο που είχε χάσει την ομορφιά του. Το πρόσωπο που ο ίδιος είχε καταστρέψει. Αλλά δεν αισθανόταν φρί¬κη. Ένιωθε και πάλι σαν να μην ήταν πραγματικός, σαν να παρα¬κολουθούσε απλώς τον εαυτό του. Βγήκε παραπατώντας από το θάλαμο, στρέφοντας ξέφρενα το αυτόματο της γυναίκας προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν υπήρχε κανείς. Ο Μυταράς δε φαινό¬ταν πουθενά. Ο Κώστας έστρεψε το βλέμμα του στο σημείο όπου ήταν στημένες οι οθόνες παρακολούθησης. Ήταν σκοτεινές. Τρά¬βηξε έξω συρτάρια, άνοιξε ντουλάπια, ώσπου βρήκε τρεις γεμι¬στήρες για το αυτόματο, καθώς και τα δύο όπλα που του είχαν πάρει. Στη γωνία είδε ένα καλάθι αχρήστων και το άδειασε φρε¬νιασμένα στο πάτωμα. Βρήκε ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς μου¬λιασμένο σε χυμένο καφέ, με ένα κομματάκι κρέας μέσα του. Το έχωσε στο στόμα του και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο, νιώθοντας την μπαγιάτικη γεύση του να ανακατεύεται στο στόμα του με τη γεύση του αίματος της γυναίκας.
Ο Μυταράς μπήκε από την κεντρική είσοδο στο βάθος της μο¬νάδας κουβαλώντας ένα μεγάλο κουτί. Μόλις είδε τον Κώστα, πέ¬ταξε το κουτί και έχωσε το χέρι στο δερμάτινο τζάκετ του. Ο Κώστας προχώρησε σταθερά προς το μέρος του δίχως να βιάζεται. Ά¬κουσε κάμποσους πυροβολισμούς και ένιωσε το όπλο της γυναίκας να κλοτσάει στο τεντωμένο χέρι του. Ο Μυταράς έπεσε στα γόνατα, χτυπημένος στο στήθος και στο αριστερό πλευρό. Το χέρι του απομακρύνθηκε από το σακάκι και ο Κώστας τον πυροβό¬λησε ακόμα δύο φορές. Το όπλο του έπεσε με κρότο στο πάτωμα. Ο Κώστας το κλότσησε μακριά. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα πάνω του ανασαίνοντας με δυσκολία. Ο Κώστας ήξερε ότι τον είχε τραυ¬ματίσει σοβαρά και ότι, αν δε μεταφερόταν αμέσως σε νοσοκο¬μείο, θα πέθαινε. Υπέθεσε ότι κι εκείνος το ήξερε. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο Κώστας τον έσπρωξε ξανά στο πάτωμα με το πόδι του.
«Πού θα γίνει η ανταλλαγή;» ρώτησε.
«Ποια ανταλλαγή;» ρώτησε εκείνος παλεύοντας να πάρει ανάσα.
Ο Κώστας χαμήλωσε το όπλο και πυροβόλησε ξανά. Εκείνος ούρλιαξε, καθώς το δεξί του γόνατο θρυμματιζόταν και το τζιν του ποτιζόταν από το σκουροκόκκινο αίμα.
«Πρόκειται να με ανταλλάξουν με κάτι», είπε ο Κώστας διατη¬ρώντας την ηρεμία του. «Υποψιάζομαι ότι πρόκειται για τους κωδικούς του λογαριασμού της Υβόννης. Πού θα γίνει η συνάντηση;»
«Άντε γαμήσου...»
«Όχι» είπε κουρασμένα ο Κώστας. «Εσύ να πας να γαμηθείς». Έγειρε μπροστά και έστρεψε την κάννη στο μέτωπο του.
«Θα γίνει η Γενική συνέλευση του ΟΗΕ. Εκεί θα πάει ο Ιερώνυμος. Εκεί θα γίνει και η συναλλαγή» είπε ο Μυταράς.
«Θα είναι εκεί και η Υβόννη;»
«Υποτίθεται ότι η Υβόννη θα ανταλλάξει τους κωδικούς μ' εσένα».
«Ευχαριστώ» είπε ο Κώστας. «Αν δεν πας σε νοσοκομείο, θα πεθάνεις. Έχεις κινητό;»
«Στην τσέπη μου».
Ο Κώστας έχωσε την κάννη του όπλου στο μάγουλο του και έ¬ψαξε με το άλλο χέρι το δερμάτινο τζάκετ, ώσπου βρήκε το τηλέ¬φωνο και το έχωσε στη δική του τσέπη. Ύστερα, με όλη τη δύνα¬μη που του απέμενε και αγνοώντας τις εναγώνιες κραυγές του, τον έπιασε από το γιακά και τον έσυρε μέσα στον ψυκτικό θάλα¬μο. Τον απίθωσε δίπλα στο πτώμα της γυναίκας και τον παράτησε εκεί.
«Όπως είπα...» Ο Κώστας κοίταξε τον Ουκρανό με βλέμμα ψυ¬χρό καθώς έκλεινε την πόρτα του θαλάμου, «...εσύ να πας να γα¬μηθείς».