Ερωτικές ιστορίες / Απ: Femme Fatale - Η απόλυτη υποταγή - Κύκλος 1ος
« στις: Αυγούστου 14, 2010, 03:14:40 μμ »Οι πρώτες άχτιδες ήλιου έκαναν την εμφανισή τους και το λιγοστό φώς απο το παράθυρο του σαλονιού της Δανάης. Ήταν ένα παγερό Βρετανικό πρωινό σαν όλα τα άλλα. Η Δανάη αποκοιμισμένη στην πολυθρόνα της, ο Μάρκος μπρούμυτα στα πόδια της. Την όμορφη εικόνα αυτή διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου της Δανάης.
«Παρακαλώ»
«Καλημέρα αγάπη μου, ξύπνησες?»
«Καλημέρα. Ναί μόλις ξύπνησα»
«Πώς πήγε χτές? Που βρίσκεται τώρα?»
«Πολύ καλά πιστευω, καλύτερα απο όσο περίμενα, αυτή την στιγμή βρίσκεται μπρούμυτα στα πόδια μου αποκοιμισμένος»
«Πανέμορφα, προχωράμε στην δευτερη φάση του σχεδίου, θέλεις να στείλω τον Ιάσωνα τώρα να τον παραλάβει?»
«Αν και θα ήθελα λίγο χρόνο ακόμα μαζί του μετά το χτεσίνο....»
«Υπομονή γλυκεία μου, υπομονή...σε λίγες μέρες θα έχεις όσο χρόνο θές μαζί του...»
Λίγα λεπτά αργότερα ο Μάρκος άνοιξε τα μάτια του κουρνιασμένος στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου...το απόλυτο σκοτάδι...το στόμα του κλειστό με ταίνια, φορούσε κουκούλα και δεν έβλεπε τίποτα. «Τι στο διάολο γίνεται?» αναρωτήθηκε...Το μόνο που άκουγε ήταν ήχοι αυτοκινήτων...
«Φτάσαμε!» ακούστηκε μια ανδρική φωνή απο μπροστά. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και ο Μάρκος ολόγυμνός με τα χέρια δεμένα και την κουκούλα στο κεφάλι βγήκε απο το αυτοκίνητο. Τα γυμνά πέλματα των ποδιών του πατούσαν πάνω σε γρασίδι..η μυρωδιά και ο καθαρός αέρας μύριζαν τόσο όμορφα που ένιωσε ότι ήταν κάπου στην εξοχή. Ο Ιάσωνας λιγομίλητος έσπρωξε τον Μάρκο στην πλάτη...
«Εμπρός προχώρα λίγα μέτρα ακόμα μείνανε» Το γρασίδι στα πέλματα του Μάρκου έδωσε την θέση της σε μια πέτρινη πλάκα. «Πάλι πετρόχτιστα σοκάκια...έλεος» αναρωτήθηκε... Οι δυό άντρες προχωρήσανε μέχρι μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. «Από εδώ και μπρός συνεχίζεις μόνος σου..» είπε ο Ιάσωνας . Ο Μάρκος έκανε μερικά βήματα μπροστά και ξαφνικά άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω του. Η αδρεναλίνη είχε βαρέσει κόκκινο...το άγχος και η αγωνία του άγνωστου το είχε κάνει να υποφέρει. Στεκότανε αρκετή ώρα όρθιος ολόγυμνός μέσα στο κρύο, το μόνο που άκουγε ήταν οι ήχοι ζώων αριστερά και δεξιά. Δεν άντεξε άλλο...γονάτισε κουρνιάζοντας το κορμί του και περίμενε..Ξαφνικά ανάμεσα στην ησυχία και τους ήχους ζώων άκουσε ήχο τακουνιών να τον πλησιάζουν. Ήταν παρόμοιος ήχος με αυτόν που άκουγε χτές το βράδι στο σοκάκι έξω απο την pub, με την μόνη διαφορά ότι το περπάτημα ήταν διαφορετικό αυτή τη φορά. Δέν ήταν το περπάτημα της Δανάης, τα βήματα ήταν πιο βαρία με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και πιο γρήγορα...
«Καλώς όρισες ΣΚΛΑΒΕ» είπε μια καινούργια γυναικεία φώνη προτάσοντας το δεξί της πόδι μπροστά στο κεφάλι του Μάρκου...
«Πιστεύω ότι πρέπει να έχεις μάθει μέχρι τώρα πώς να χαιρετάς μια πραγματική ΑΦΕΝΤΡΑ σωστά?»
«Μάλιστα ΑΦΕΝΤΡΑ» αποκρίθηκε ο Μάρκος...Η μυρωδιά του δέρματος της μπότας της τον καθοδήγησε και σκύβοντας λίγο παρακάτω την φίλησε ηδονικά.
«Είμαι η ΑΦΕΝΤΡΑ Μαρίλια και έτσι απαιτώ να με αποκαλείς απο δώ και πέρα και για τίς επόμενες 24 ώρες που θα είμαστε μαζί..το κατάλαβες σκουλίκι?» είπε χώνοντας το μυτερό τακούνι της μπότας της με δύναμη πάνω στο χέρι του Μάρκου.
«Μάλιστα ΑΦΕΝΤΡΑ» απάντησε ο Μάρκος...
«Και τώρα θα πάρεις μια βαθειά ανάσα...θα σκύψεις να μυρίσεις τις μπότες μου..αυτή η μυρωδιά θέλω να χαραχτεί βαθειά μέσα σου...απαιτώ όποτε θα παρουσιάζεσαι μπροστά μου με κλειστά μάτια να αναγνωρίζεις την μυρώδια της ΑΦΕΝΤΡΑ σου»
Ο Μάρκος σκύβοντας πήρε μια βαθειά ανάσα...
«Εμπρός λοιπόν ακολούθα, αν χαθείς στον δρόμο πίσω μου θα σε φάνε οι λύκοι και τα τσακάλια εδώ που είμαστε»
Η Μαρίλια άρχισε να περπατάει αργά αργά στο πέτρινο δρομάκι με τον Μάρκο ακολουθόντας την μυρωδιά της να σέρνεται σαν βρωμόσκυλο πίσω απο τα πόδια της. Το δρομάκι ευτυχώς δεν ήταν μακρύ...οδηγούσε σε έναν ξύλινο αχυρώνα, δίπλα απο το σπίτι της Μαρίλιας. Η ΑΦΕΝΤΡΑ και ο σκλάβος της κατέφθασαν...
«Έχεις πάρει πρωίνο ΣΚΛΑΒΕ?» τον ρώτησε ειρωνικά η Μαρίλια
«Όχι ΑΦΕΝΤΡΑ μου» απάντησε ο Μάρκος.
Η Μαρίλια έσπρωξε με το πόδι της ένα μικρό μεταλλικό μπώλ προς το μέρος του Μάρκου. Το μπώλ περιείχε τα αποφάγιατης προηγούμενης μέρας. Με δύναμη βουτάει τον Μάρκο απο την κουκούλα και του χώνει το κεφάλι μέσα στο μπώλ και με το πόδι της του πίέζει την μούρη του μέσα στα αποφάγια.
«Ορίστε το πρωίνο σου ΣΚΛΑΒΕ! Απαιτώ να το καθαρίσεις όλο και να το γλείψεις σαν καλό κοπρόσκυλο που είσαι με την γλώσσα σου» Ο Μάρκος ήταν αρκετά πεινασμένος που έπεσε με τα μούτρα χωρίς να καταλάβει τί σκατά έτρωγε. Τελειώνοντας άρχισε να γλύφει το μπώλ με μανία προσπαθώντας να ικανοποιήσει την νέα του Αφεντικίνα.
«Έτσι μπράβο! Γλύφτο όλο βρωμόσκυλο. Διψάς?» Ο Μάρκος έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του. Η Μαρίλια έσπρωξε ένα δευτερο μπώλ με λίγο νερό μέσα προς τον Μάρκο. Στην κίνηση αυτή που έκανε το νερό χύθηκε σχεδόν έξω.
«Αχ τι κρίμα δεν έμεινε πολύ νερό μέσα...κάτσε να στο γεμίσω...» Με μια αργή κίνηση χαμήλωσε την λεκάνη της πάνω απο το μπώλ του Μάρκου ο οποίος δεν έβλεπε τίποτα με την κουκούλα. Με το ένα της δάχτυλο έκανε στο πλάι το κυλοτάκι που φόραγε και άρχισε να κατουράει μέσα στο μπώλ του Μάρκου
«Ορίστε ΣΚΛΑΒΕ, τώρα σου δίνω την άδεια να ξεδιψάσεις...σε περιμένει δύσκολη μέρα...»
Συνεχίζεται....