Συναντούνται δυο φίλοι μετά από πολλά χρόνια.
- Τι κάνεις ρε Γιώργο; Πώς περνάς;
- Αστα ρε φίλε, πέθανε ο πατέρας μου.
- Ο πατέρας σου; Ένας τόσο υγιής άνθρωπος; Πώς; Δε μπορώ να το πιστέψω. Για πες μου τι έγινε;
- Να μωρέ, είχε χαλάσει η λάμπα της κουζίνας και ανέβηκε στην καρέκλα να την αλλάξει ...Ξαφνικά όμως ήρθε το ρεύμα...
- Α,καλά, άσε μη μου πεις, κατάλαβα! Τον τίναξε το ρεύμα.
- Οχι! Έτσι όπως ήταν ζαλισμένος, έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του στην γώνια του τραπεζιού
- Α,καλά,άσε μη μου πεις, κατάλαβα! Έμεινε στον τόπο.
- Οχι! Έτσι όπως ήταν ζαλισμένος, πήγε και έχωσε το κεφάλι του μέσα στην τηλεόραση.
- Α, καλά, άσε μη μου πεις, κατάλαβα! Τον έκαψε ζωντανό η τηλεόραση!
- Οχι! Έτσι όπως πολύ ήταν ζαλισμένος πήγε και έπεσε μέσα στα τζάμια του μπαλκονιού.
- Α,καλά, άσε, μη μου πεις! Τον πετσόκοψαν τα τζάμια.
- Οχι!
- Ε, καλά τότε πως πέθανε;
- Τον πυροβόλησε η μάνα μου για να μη διαλύσει το σπίτι.
Μια γυναίκα απελπισμένη πάει στο γιατρό:
- Γιατρέ έχω ένα τεράστιο πρόβλημα, δεν με ικανοποιεί ο άντρας μου.
- Αυτό κυρία μου είναι σοβαρό... μήπως όμως θα έπρεπε να δοκιμάσετε και με κάποιον άλλο; Έναν εραστή μήπως;
- Γιατρέ μου, να σου πω την αλήθεια... έχω δοκιμάσει και με άλλον αλλά ούτε κι εκείνος με ικανοποιεί.
- Μήπως κυρία μου ήσασταν απλώς άτυχη, ίσως αν δοκιμάσετε και με κάποιον τρίτο;
- Γιατρέ μου και με τρίτο δοκίμασα και με τέταρτο και με πέμπτο... αλλά τίποτα.
- Ε τότε κυρία μου, έχετε σοβαρό πρόβλημα, είσαστε σοβαρά άρρωστη!
- Αυτό, αυτό το τελευταίο, γιατρέ, μπορείτε να το γράψετε σε ένα χαρτί, γιατί στην γειτονιά πουτάνα μ' ανεβάζουν, πουτάνα με κατεβάζουν.
Ένας τελειόφοιτος της Ψυχολογίας έπρεπε να κάνει μια εργασία για τα δυνατά συναισθήματα. Ο επιβλέπων καθηγητής του συνέστησε να αποφύγει τους ανθρώπους των πόλεων, πολλά λόγια και λίγη ουσία, και να ψάξει για πηγές στην ύπαιθρο. Μια και δυο, παίρνει τα βουνά και σ΄ ένα χωριό στην Πίνδο εντοπίζει ένα γεροντάκι που καθόταν μονάχο του.
- Γεια σου παππού... μπλα-μπλα-μπλα! θυμάσαι να μου πεις μια φορά που να σού ΄τυχε κάτι και να χάρηκες πολύ;
Ο γεράκος σκέφτεται, σκέφτεται...
- Μια φορά, πριν πολλά χρόνια ένας γείτονας έχασε ένα πρόβατο στο βουνό. Μαζευτήκαμε λοιπόν καμιά δεκαριά νομάτοι, βγήκαμε στο βουνό, βρήκαμε το πρόβατο, το πηδήξαμε, και το φέραμε πίσω.
Σκέφτεται ο φίλος μας ότι αυτό δεν μπαίνει στην εργασία, και αποφασίζει να ξαναδοκιμάσει.
- Ωραία. Μήπως θυμάσαι καμιά άλλη φορά, που να ΄γινε κάτι άλλο και να χάρηκες πολύ;
Ξανασκέφτεται ο γεράκος....
- Μια άλλη φορά, ένας άλλος γείτονας έχασε την κόρη του στο βουνό. Ε, μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά άντρες, βγήκαμε στο βουνό, ψάξαμε, τη βρήκαμε, την πηδήξαμε και τη φέραμε πίσω.
Πάλι σε λάθος κατεύθυνση ψάχνω, σκέφτεται. Ας αλλαξω θέμα.
- Ωραία, παππού... Τώρα να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Θυμάσαι να μου πεις αν σου έτυχε ποτέ τίποτα που να ντράπηκες πολύ;
Ο γεράκος πέφτει σε βαθιά περισυλλογή... Το βλέμμα χαμηλωμένο, ώσπου τελικά, με ύφος μεγάλης ενοχής λέει:
- Μια φορά χάθηκα στο βουνό...!!!
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο μεσημέρι. Ο ήλιος ήταν σχεδόν ανυπόφορος και το θερμόμετρο δεν έφτανε να μετρήσει τη θερμοκρασία. Κάπου εκεί μέσα στην κάψα, πάνω σε μία αχλαδιά, ο τζίτζικας την έχει αράξει και τραγουδάει γρατσουνώντας την κιθάρα του.
Κάτω από την αχλαδιά, ο Μέρμηγκας λουσμένος στον ιδρώτα, σπρώχνει με δυσκολία ένα κόκκο ρύζι.. Ο Τζίτζικας πάνω στο τραγούδι του, προσέχει τον Μέρμηγκα, και πάνω από το κλαδί του φωνάζει:
- Τι κάνεις εκεί καημένε; Είναι καλοκαίρι, χαρά θεού και εσύ δουλεύεις;
- Τι είναι αυτά που λες βρε Τζίτζικα, απαντάει ο Μέρμηγκας θιγμένος, ενώ εσύ τραγουδάς, εγώ φροντίζω για να μην πεινάσω το χειμώνα.
- Τι μου λες τώρα, απαντάει ο Τζίτζικας.. η ζωή είναι τραγούδι, διασκέδαση.. δεν χαλάω το καλοκαίρι μου...
- Καλά, λέγε ότι θες Τζίτζικα.. αλλά όταν έρθει ο Χειμώνας θα τα ξαναπούμε...
Πέρασε λοιπόν το καλοκαίρι, όπου ο Τζίτζικας κάθε μέρα τραγούδαγε, και ο Μέρμηγκας δούλευε. Οι πρώτες νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν. Το κρύο έγινε τσουχτερό, και ο αέρας παγωμένος. Μέσα στο σπίτι του Μέρμηγκα, το τζάκι ήταν αναμένο, οι αποθήκες γεμάτες, και η γυναίκα του, με τις παντόφλες και τον κότσο, έπλεκε πουλοβεράκια.
Κάποια στιγμή, χτυπάει η πόρτα. Πηγαίνει ο Μέρμηγκας να ανοίξει και αντικρύζει τον Τζίτζικα μέσα στα χιόνια. Στο background, βλέπει επίσης ένα SAAB 9000 CD με δύο μανούλια και με τα πέδιλα του σκι στην οροφή.
- Τι θες εσύ εδώ; ρωτάει ο Μέρμηγκας..
- Να, εγώ και τα κορίτσια λέμε να πάμε Παρνασσό για το Σαββατοκύριακο, και είπα μπας και ήθελες να έρθεις μαζί..
Ο Μέρμηγκας κοντοστέκεται λίγο.. εκείνη τη στιγμή ακούει την υστερική φωνή της γυναίκας του να του φωνάζει να φέρει ξύλα για το τζάκι..
- Θα το ήθελα πολύ βρε Τζίτζικα, λέει ο Μέρμηγκας, αλλά δεν μπορώ να έρθω.. η γυναίκα μου βλέπεις...
- Καλά Μέρμηγκα.. όπως νομίζεις, λέει ο Τζίτζικας και μπαίνει στο αμάξι..
Λίγο πριν μπει ο Μέρμηγκας στο σπίτι, κοντοστέκεται και φωνάζει στον Τζίτζικα..
- Καλή διασκέδαση, και αν πετύχεις πουθενά τον Αίσωπο,... πες του να πάει να γαμηθεί!
Ήταν τρεις φίλες, η Αννα, η Βαρβάρα και η Γωγώ.
Αυτές λοιπόν οι τρεις φίλες, πήγαιναν κάθε απόγευμα για καφέ.
Ένα απόγευμα λοιπόν λέει η Αννα:
- "Κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι μου συνέβη χθες. Ήρθε ο Ανδρέας αργά από την δουλειά του, κατασκοτωμένος από την κούραση και του λέω:
- "Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο κι έλα εδώ, να σε ξεκουράσω εγώ."
Kι έτσι έγινε. Mέχρι να βγει από το μπάνιο, εγώ είχα φορέσει ότι πιό πρόστυχο εσώρουχο είχα, στρινγκάκι ροζ με δαντέλα, και τον περίμενα. Μόλις βγήκε, του τραβάω την πετσέτα του, τα πιάνω και του λέω:
- "Mωρό μου, τι κρύα αρχίδια είναι αυτά που έχεις; Έλα εδώ να σου τα ζεστάνω εγώ."
Kι έγινε κορίτσια της τρελής μέχρι το πρωί!
- "Θα το δοκιμάσω κι εγώ", λέει η Βαρβάρα.
Την επόμενη μέρα λοιπόν, βρίσκονται πάλι οι τρεις φίλες και κατενθουσιασμένη η Βαρβάρα τους λέει:
- "Αννα είχες απόλυτο δίκιο. Έκανα ακριβώς το ίδιο και είχε... φοβερά αποτελέσματα. Ήρθε χθές ο Βασίλης από τη δουλειά, ψόφιος από την κούραση. Και του είπα:
- "Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο κι έλα εδώ σε εμένα να σε ξεκουράσω."
Mέχρι να βγει από το μπάνιο, φόρεσα ότι πιό πρόστυχο βρήκα μπροστά μου, κάτι ζαρτιέρες κόκκινες με κόκκινο κορδονάκι και μόλις βγαίνει από το μπάνιο, του τραβάω την πετσέτα, του τα πιάνω και του λέω:
- "Mωρό μου, τι κρύα αρχίδια είναι αυτά που έχεις; Έλα εδώ να σου τα ζεστάνω."
Kι έγινε της κόλασης μέχρι το πρωί.
Tότε, σκέφτηκε και η Γωγώ: - "Γιατί μόνο αυτές; Θα δοκιμάσω κι εγώ!"
Την επόμενη μέρα λοιπόν, θα ξαναβρίσκονταν οι τρείς φίλες. Η Γωγώ όμως είχε περιέργως αργήσει. Κάποια στιγμή, μετά από πάρα πολύ ώρα, έρχεται η Γωγώ, μαύρη από το ξύλο, γεμάτη μελανιές, γδαρσίματα και μαύρα μάτια.
- "Τι έπαθες καλέ;", τη ρωτάνε οι φίλες της.
- "Να, εχθές όταν ήρθε ο Γιάννης από την δουλειά, πεθαμένος από την κούραση, του λέω:
- "Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο και έλα μετά εδώ σε εμένα να σε ξεκουράσω."
Eν τω μεταξύ, φόρεσα ότι πιο πρόστυχο είχα στο σπίτι, μπότες στιλέτο, στρινγκ και διάφανο σουτιέν... (Σνιφ-σνιφ)
- "Ε, ωραία και μετά τι έγινε;"
- "Μόλις βγήκε από το μπάνιο, πάω κοντά του, του τραβάω την πετσέτα και του λέω:
- "Mωρό μου, γιατί έχεις ζεστά αρχίδια; O Aνδρέας και ο Bασίλης τα είχαν κρύα!!!"
Ήμουν εντελώς κενός σαν άνθρωπος πριν ΤΗΝ γνωρίσω. Το μόνο πράγμα που μου έδινε χαρά ήταν να βλέπω τον Oλυμπιακό να χάνει. Έχανε ; ήμουν ευτυχισμένος. Κέρδιζε ; Ήμουν δυστυχής. Αδειος. Τελείως άδειος από αληθινά συναισθήματα, αγάπη και ζωή. Ήθελα να το αλλάξω αυτό. Δεν μπορούσα όμως. Κάθε φορά που ξεκόλλαγα, μετά από λίγο ξαναγύριζα στα ίδια. Και ξαφνικά μπήκε ΕΚΕΙΝΗ στη ζωή μου. Ήταν μια οπτασία. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι. ΤΗΝ αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Η καρδιά μου γέμισε από τρυφερά συναισθήματα. Επιτέλους, τώρα πια δε με ένοιαζε το ποδόσφαιρο. Σκεφτόμουν μόνο ΕΚΕΙΝΗ. Όταν με κοίταζε ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει. Επιτέλους για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν γεμάτος από πραγματικά συναισθήματα. Ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα ποίημα για χάρη ΤΗΣ. Πως θα μπορούσα όμως ; Δεν είχα καμία σχέση με κάτι τέτοιο. Χμμμμμμ... Θα άφηνα την καρδιά μου να γράψει. Θα έκλεινα τα μάτια. Θα έπιανα το στυλό και η ψυχή θα οδηγούσε το χέρι μου. Και η τρυφερή ψυχή μίλησε. Αυθόρμητη και ελεύθερη. Τίποτε πια δε θα με γύριζε πίσω :
Βλέπω το σώμα σου που είναι κρίνο
Κι από τα μάτια σου το δάκρυ πίνω
Κι όλη η φύση ανθεί για μας......
...Γαμιέται ο θρύλος κι ο Πειραιάς
Γιατί ο Ηρακλής ήταν πάντα γυμνός και κρατούσε ρόπαλο;
Γιατί γαμούσε κι έδερνε!
Τι κάνει ένας σκατζόχοιρος πάνω σ' έναν άλλο;
Βελονισμό!
Τι ζυγίζει τέσσερις τόνους και σιγά- σιγά από γκρι γίνεται κόκκινο;
Ένας ελέφαντας που κρατάει την αναπνοή του!
Πως λέγεται ο Γαλάτης τραβεστί που κάνει πιάτσα;
Συγγρού- Φιξ!
Πως λέγεται το προφυλακτικό στην ορολογία της πίστας;;
-Αγάπη από νάυλον!