Μέρος 12ο
Στο στενάκι της οδού Brown απέναντι απο το πάρκο Holyrood του Εδιμβούργου, ένας νεαρός αντράς ξεπήδα μέσα στο σκοτάδι και με μεγάλη προσοχή φτάνει στην πόρτα ενός σπιτιού με τον αριθμό 22. Ήταν τόσο ήσυχα εκείνο το βράδι που και καρφίτσα να έπεφτε στο στενάκι θα ακουγόταν...Ο Μάρκος έσπρωξε την πόρτα του σπιτιού του προχωρώντας στο καθιστικό κλείνοντας όλα τα παράθυρα και τα φώτα όπως του είχε πει ο Ιάσωνας, αφήνοντας ένα μικρό φώς απο το πορτατίφ στο σαλόνι.
«σπίτι μου σπιτάκι μου συλλογίστηκε...και προχώρησε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να βάλει επάνω του κανένα ρούχο. Αφού περιποιήθηκε τις πλήγες του ξάπλωσε σαν ανθρώπος στον καναπέ του... μπας και κλείσει μάτι απο την ένταση των τελευταίων ημερών. «θεέ μου κόντεψα να ξεχάσω πόσο μαλακός είναι ένας καναπές...» ψυθίρισε κλείνοντας τα μάτια του...οι σκέψεις και τα γεγονότα των τελευταίων ημερών τριγυρνάγανε στο κεφάλι του μέχρι που δεν άντεξε και αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα ο Μάρκος σηκώθηκε με πόνους, αφού έφτιαξε έναν καφέ περιποιήθηκε ξανά τις πληγές και έριξε μια ματιά απο τα κλειστά παράθυρα τριγύρω στον δρόμο. Το δρόμακι της οδού Brown δεν είναι πολυσύχναστο ακόμα και κατά την διάρκεια της ημέρας. Λίγα μέτρα παραπέρα ακριβώς στην γωνία του δρόμου ήταν παρκαρισμένη μια μαύρη Mercedes με φιμέ τζάμια. Η καρδιά του άρχισε να χτύπα γρήγορα και πάλι, σίγουρα κάποιοι παρακολουθούσαν το σπίτι του όπως του είπε ο Ιάσωνας. Το μεσημέρι είχε πέρασει όμως και κανείς δεν είχε χτυπήσει την πόρτα του και οι ώρες περνούσαν. «Θα βγώ έξω, θα πάω μέχρι το εμπορικό κέντρο δεν αντέχω άλλο αυτή την αναμονή» σκέφτηκε «τουλάχιστον αν είμαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο δεν θα κινδυνεύω». Ο Μάρκος φόρεσε ένα τζήν παντελόνι, αθλητικά παπούτσια και ένα φούτερ με κουκούλα, φόρεσε και τα γυαλιά ηλίου, και ανοίγοντας την πίσω πόρτα της κουζίνας πήρε το ποδηλατό του και ξεχύθηκε στον δρόμο αποφασισμένος να μάθει την αλήθεια μόνος του. Πρώτη στάση στο εμπορικό κέντρο όπου αφού τσίμπησε κάτι πέρασε έξω απο το μαγαζί που δούλευε θέλοντας να βρεί τον μανατζέρ να τον ρωτήσει κάποια πράγματα. Αυτό που δεν του κόλλαγε του Μάρκου σε όλη την ιστόρια ήταν η ευκολία που τον απέλυσε ο Μανατζέρ, έκοβε το κεφάλι του ότι ήταν μπλεγμένος στην υπόθεση.Το μαγαζί ήταν όμως ήταν γεμάτο και όλοι τρέχανε σαν τρελοί σε κάποια φάση όμως ο μάνατζερ βγήκε για τσιγάρο και έρχεται προσωπό με προσωπό με τον Μάρκο.
«Καλησπέρα» είπε ο Μάρκος...και ο μάνατζερ τα έχασε σαν να είδε φάντασμα μπροστά του...
«Μμάρκόοο καλό μου παιδί τι κάνεις?» είπε τρευλίζοντας...
«Εγώ καλά είμαι εσύ γιατί κάνεις σαν να είδες φάντασμα μπροστά σου?» Ο μανατζέρ πάγωσε...
«Ξαφνιάστηκες που με είδες εε? Τα ξέρω όλα...έχω ήδη ενημερώσει την αστυνομία απο χτές το βράδι, αν λοιπόν θες να σώσεις το τομάρι σου ξεκίνα να ξερνάς ότι ξέρεις» είπε ο Μάρκος ρίχνοντας άδεια για να πιάσει γεμάτα...Τον Μάνατζερ τον έπιασε κρύος ιδρώτας και άρχισε να ρουφάει το τσιγάρο του αγχωτικά...και ξεροκαταπίνωντας είπε...
«Καλό μου παιδί...εγώ δεν έχω σχέση με τα παιχνίδια σας...Πρίν 1 εβδομάδα δέχτηκα τηλεφώνημα για μια παραγγελία μαύρες γόβες...η κοπέλα που μου μιλούσε στο τηλέφωνο μου προσέφερε τα τριπλά χρήματα με την προυπόθεση να παραδώσεις εσύ προσώπικα τα παπούτσια στον χώρο της. Καλό μου παιδί εγώ δεν φταίω σε τίποτα...»
«Καλά άστα αυτά...σου είπα τα ξέρω όλα, γιατί με απέλυσες? Μίλα...» είπε ο Μάρκος, Ο μανατζέρ τραυλίζοντας συνέχισε...
«δυό μέρες αργότερα η ίδια κυρία μου προσέφερε 10.000 λίρες για να βουλώσω το στόμα μου και να σε απολύσω άφου με είχε ενημερώσει για το σκηνικό που θα γινότανε με την κοκκινομάλα κοπέλα, Μάρκο παιδί μου εγώ δεν το ήθελα, της είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση γιατί είσαι ένας απο τους καλύτερους υπαλλήλους μας...με απέιλησε...μου ότι ο διευθύντης είναι γκομενός της (σημ. σκλάβος της) και ότι η θα σε έδιωχνα και θα έπερνα τα χρήματα η θα έχανα εγώ την δουλειά μου, έχω οικογένεια και παιδάκια, ποιός θα με έπερνε στα 52 μου για δουλειά? Δεν βλεπεις τι γίνεται γύρω μας?» Ο Μάρκος συγκίνήθηκε απο τα δάκρυα του Μαντζέρ αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Ήταν σίγουρος ότι του έλεγε την αλήθεια και είχε μάθει αυτό που ήθελε.
«Καλώς...δεν θα σε ανακατέψω στην υπόθεση..θέλω όμως το όνομα και την διέυθυνση του διευθυντή και το τηλέφωνο της κοπέλας που σε πήρε» είπε ο Μάρκος. Ο Μάνατζερ αφού πήγε για λίγο μέσα επέστρεψε 5 λεπτά αργότερα με αυτά που του ζήτησε ο Μάρκος.
«Μάρκο παιδί μου συγνώμη για όλα...και οτιδήποτε χρειαστείς εδώ είμαι». Ο Μάρκος αφού τον ευχαρίστησε πήρε το ποδηλατό του και έφυγε απο το εμπορικό κέντρο. Επόμενη στάση το σπίτι το σπίτι της Madame Victoria...
Έιχε σχεδόν σκοτεινιάσει, ο Μάρκος έφτασε στο πετρόχτιστο δρομάκι που βρίσκεται το σπίτι με την «Μαυρή πόρτα» άφησε το ποδηλατό του 200 μέτρα πιο πρίν και περπατώντας μέσα στην πυκνή σκιά χώρις να τον καταλάβουν κρύφτηκε πίσω απο τους σκουπιδοντενεκέδες απέναντι απο το σπίτι. Άρχισε να ψιχαλίζει...το σπίτι είχε ένα αχνό φώς όπως και το βράδι που το πρωτο-επισκέφτηκε για να παραδώσει τα παπούτσια. Λίγα λεπτά αργότερα ένα μαύρο τζιπάκι Range Rover σταματά απ’εξω. Οι πίσω πόρτες άνοιξαν και βγήκαν δυο ξανθές κοπέλες και ένας άντρας..στο λιγοστό φώς ο Μάρκος είδε την Μαρίλια με την Μαρία, ντυμένες με απλά ρούχα και αθλητικά παπούτσια και μπροστά τους δεμένος με χειροπέδες ο Ιάσωνας! Η Μαρία χτύπησε την πόρτα του σπιτιού...την πόρτα την άνοιξε μια άλλη γυναίκα μελαχρινή σχεδόν ολόγυμνη φορώντας ένα κολάρο στο λαιμό της...
«Εμπρός τσακίσου μέσα παλιομαλάκα» είπε η Μαρίλια στον Ιάσωνα σπρωχνοντάς τον με δύναμη, ο Ιάσωνας σκόνταψε στο πλατύσκαλο και έπεσε κάτω για να έρθει μια κλωτσιά απο την Μαρία αυτή την φορά...
«Απόψε θα φτύσεις αίμα γι αυτό που έκανες... H Madame Victoria είναι οργισμένη μαζί σου και δεν αστειέυεται όπως εμείς...» είπε η Μαρία. Η Πόρτα του σπιτιου έκλεισε με δύναμη, το τζίπ εξαφανίστηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και απόλυτη ησυχία απλώθηκε στο δρομάκι. Ο Μάρκος έκανε μια κίνηση να πλησιάσει το σπίτι, βρισκόταν σχεδόν έξω απο το παράθυρο του σαλονιού και κάνει την κίνηση να κρυφοκοιτάξει μέσα...
Συνεχίζεται...