Μέρος 19ο
Ο Μάρκος κατέβαινε σιγά σιγά την σκάλα και με προσοχή να μην πέσει δεν έβλεπε τίποτα μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Όσο πλησίαζε το τέλος της σκάλας το σκοτάδι γινόταν όλο και λιγότερο, ήταν φανερό ότι απο κάπου έμπαινε έστω και ελάχιστο φώς.
Βρήθηκε μέσα στο αποθηκάκι όπως του είχε πει η Δανάη. Το αποθηκάκι είχε 2 πόρτες μια μικρή ξύλινη και μια μεταλίκη. Η δευτερή ήταν κλειδωμένη με ένα λουκέτο και έμοιαζε πολύ με την πόρτα που είχε δεί στο υπόγειο του σπιτιού που βρισκόντουσαν τα μπουντρούμια. Ο Μάρκος προχώρησε προς την ξύλινη και ανοιγοντάς την με προσοχή να μην κάνει θόρυβο βγήκε στον δρόμο. Η πόρτα αυτή τον είχε βγάλει ακριβώς στο σημείο που παρακολουθούσε το σπίτι πίσω απο τους σκουπιδοντενεκέδες.
Το στενάκι ήταν ήσυχο και έξω απο το σπίτι ήταν παρκαρισμένη η γνωστή μαυρή Mercedes. Το κρύο ήταν τσουχτερό και σχεδόν γυμνός όπως ήταν προχώρησε σιγά σιγά μέχρι το ποδήλατο που είχε αφήσει απ’έξω απο το σπίτι της Victoria πρίν τον πιάσουν. Μην έχοντας άλλη επιλογή το καβάλησε και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο μυαλό του στροβιλίζονταν συνεχώς τα λόγια του Ιάσωνα μέχρι που έφτασε σπίτι του.
Ο Μαρκός μπήκε μέσα και αφου έκανε μια βόλτα στο σπίτι να τσεκάρει ότι δεν ήταν κανείς έκλεισε πόρτες και παράθυρα, στην συνέχεια σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου του για πρώτη φορά μετά απο καιρό και κάλεσε έναν αριθμό.Υστερα απο μια μικρή αναμονή, στην άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
«British Airways εξυπηρέτηση πελατών παρακαλώ...»
«Καλησπέρα θα ήθελα να κάνω μια κράτηση εισιτηριού για Αθήνα το συντομότερο δυνατόν, πότε είναι η επόμενη πτήση?» είπε ο Μάρκος
«5:45 το πρώι σε 2:30 ώρες κύριε»
«Υπάρχουν κενές θέσεις?» ξαναρώτησε ο Μάρκος
«Μόνο business class κύριε, θα θέλατε να σας κρατήσω θέση?»
«Σας παρακαλώ ναι, το όνομα μου είναι Παναγόπουλος Μάρκος »
Στην συνέχεια βούτηξε δυο βαλίτσες και άρχισε να βάζει μέσα τα ρούχα του και ότι εβλέπε μπροστά του ακατάστατα. Ηξερε ότι τα χρονικά περιθώρια στενευάνε και η Victoria δεν θα αργούσε να καταλάβει την απουσία του και να βάλει λυτούς και δεμένους για να τον βρούνε. Αφού ετόιμασε τις βαλίτσες του άνοιξε ένα βιβλίο που βρισκόταν στην βιβλιοθήκη και πήρε όλες τις οικονομίες που είχε μαζέψει όλο αυτόν το καιρό μιας και φοβότανε με όλα αυτά που άκουσε να κάνει ανάληψη απο τον τράπεζικό του λογαριασμό, έβαλε το γερό κομπόδεμα στην τσέπη του και κάλεσε ταξί για το αεροδρόμιο.
20 λεπτά αργότερα ακούστηκε η κόρνα του ταξί...μέσα στην αναμπουμπόυλα της στιγμής άνοιξε την πόρτα και παρέδωσε τις βαλίτσες του στον ταξιτζή ενώ μάζεψε όλους τους φακέλους αλληλογραφίας που είχε αφήσει ο ταχυδρόμος κάτω απο την πόρτα του, κλειδώσε γρήγορα το σπίτι, επιβιβάστηκε στο ταξί, και οι 2 τους αναχωρήσαν για το αεροδρόμιο. Η αγωνία του είχε φτάσει το κατακόρυφο, θα προλάβαινε την πτήση? Η ώρα είχε πάει 4:00 και το αεροδρόμιο 20 λεπτά μακρυα. Ήξερε ότι θα ηρεμούσε και θα ήταν ασφαλής μόνο όταν θα ανέβαινε την σκάλα του αεροπλάνου. Κατά την διάρκεια της διαδρομής δεν αντάλαξε κουβέντα με τον οδηγό...τον περιεργαζόταν και είχε το νου του φοβούμενος μήπως είχε καμιά σχέση με το κλάμπ της Victoria, και έμπλεκε πουθενά σε νέες ιστορίες.
Το ταξί είχε αναπτύξει ταχύτητα και κατάπινε τα χιλιόμετρα ενα ένα μέχρι το αεροδρόμιο. Οι 2 Ανδρές φτάσαν στο αεροδρόμιο και αφού ο οδηγός τον βοήθησε με τις βαλίτσες, ο Μάρκος έφτασε στα εκδοτήρια των εισιτηρίων.
«Σας παρακαλώ» είπε με τρεμάμενη φωνή και λουσμένος απο ιδρώτα μες στο αγχός...
«’Εχω κάνει μια κράτηση στο όνομα Παναγόπουλος Μάρκος, η πτήση μου φεύγει σε μια ώρα για Αθήνα...»
Ο εκπρόσωπος της εταιρίας είχε σφίξει τα χείλια του σαν να τον προβλημάτιζε κάτι.
«Μου δίνετε το διαβατηριό σας παρακαλώ?» του απάντησε. Ο Μάρκος του το έδωσε αμέσως και τον ρώτησε.
«Συμβαίνει κάτι?»
«Μισό λεπτό να το τσεκάρω» του απάντησε ο εκπροσωπος της εταιρίας. Στην συνέχεια φώναξε τον προισταμενό του και οι 2 μαζί κοιτάζανε την όθόνη του υπολογιστή και συζητάγανε χαμηλόφωνα για λίγα λεπτά. Ο Μάρκος δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε τι είχε συμβεί ούτε που οφειλόταν αυτή η καθυστέρηση, ενώ τα λεπτά περνόυσαν δραματικά. Ο Μάρκος δεν άντεξε και ύψωσε τον τόνο της φωνής του απο την ένταση του.
«Θα μου πείτε τελοσπάντων τι συμβαίνει? Η ώρα περνά και θα χάσω την πτήση μου»
«Μήν φωνάζετε κύριε Παναγόπουλε θα σας εξυπηρετήσουμε το συντομότερο, ακολουθήστε με παρακαλώ»
Δυό κουστουμάτοι άνδρες γύρω στα 35 με ακουστικά στα αυτιά σαν πράκτορες του FBI στηθήκαν απο πίσω του πέρνοντας τις βαλίτσες του και με τον Μανατζέρ μπροστά οδήγησαν τον Μάρκο σε ένα γραφείο.
«’Οχι ρε πούστη μου» σκέφτηκε απο μέσα του ο Μάρκος,
«Δεν πρόλαβα, και εδώ οι άντρες της Victoria...πάει τέλειωσε»
Συνεχίζεται...