Ευχαριστώ πολύ αλλά δεν θέλω να το εκδόσω.
Αν κάποιος θέλει να το διαβάσει θα το κάνει μόνο από δω μέσα ή από το άλλο site που το έχω ανεβάσει.
2ο μέρος από την Εκπαίδευση
Με κοίταζες εξεταστικά. Ήταν δύσκολο να πω τι σκεφτόσουν εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα με τίποτα σήμερα να αναμετρηθώ με την αξιοπρέπειά μου. Ήξερα πως μπορούσε να κερδίσει αυτή και ήθελα πάση θυσία να αποφύγω μια τέτοια μάχη. Αυτό που ήξερα εκείνη τη στιγμή είναι πως η ταπείνωσή μου αυτή μου πρόσφερε τόση ευτυχία, που δεν ήξερα καν αν μπορούσα να την αντέξω. Αν λιποτακτούσα εκείνο το βράδυ, υπήρχε κίνδυνος να βυθιστώ ξανά στο παλιό μου χάος. Ήταν σαν να έχω εθιστεί από την ταπείνωση και δεν ήθελα με τίποτα να δώσω τέλος σ’ αυτόν τον εθισμό. Η πρόκληση ταπείνωσης και εξευτελισμού από σένα, δούλευε σαν μαγνήτης που με ρουφούσε σαν ασήμαντη καρφίτσα. Η μνήμη της παραίσθησης με παίρνει στο κυνήγι σαν Ερινύα. Το κορμί μου απαιτούσε να κάνω τα πάντα για να έχει τη στερημένη του γαλήνη. Πρέπει να είμαι δυνατός σήμερα. Πρέπει να ανταπεξέλθω στα πάντα. Γιατί σ’ αγαπάω. Και η αγάπη μου για σένα σημάνει πως μου κόβετε η ανάσα από ένα βλέμμα σου και ζητάει εθελοντικά να υποταχθεί, σε ένα άγγιγμα ή σ’ ένα λόγο σου όχι από καθήκον αλλά από πόθο και λαχτάρα. Η αγάπη μου για σένα είναι έκσταση και ταπείνωση, άρνηση του εαυτού μου και ταύτισή του με τη θέλησή σου.
«Έλα» μου είπες και άρχισες να περπατάς προς το τζάκι.
Σηκώθηκα και σε ακολούθησα σέρνοντας τα βήματά μου. Κάθισες στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Στάθηκα αμήχανος μπροστά σου και χωρίς να καταλάβω γιατί έκανα μια βαθειά υπόκλιση μπροστά σου.
«Κυρία» είπα ξέπνοος σχεδόν με το στομάχι μου άνω-κάτω.
«Λοιπόν, πως σου φάνηκε η πρώτη σου νύχτα στο σπίτι;» μου είπες μετά από μια στιγμή σιωπής.
Δεν ξέρω γιατί αλλά η ερώτηση αυτή ακούστηκε λες και ήταν προορισμένη να με γεμίσει ντροπή, σαν να ήθελε να με ταπεινώσει. Ήταν λίγες οι φορές που είχα αισθανθεί κάτι τέτοιο από μέρους σου και ανατρίχιασα σχεδόν, από ευτυχία. Σε κοίταξα ταπεινά. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος όπως όταν βρίσκεται κανείς στην αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου. Πρέπει να είχα κοκκινίσει και λίγο. Κυρίως στ’ αφτιά.
«Τι να πω κυρία, ότι έγινε μου άρεσε πολύ».
«Ναι;»
«Αλλά να σκέφτομαι πως σε κάποια πράγματα θα πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο».
«Αλήθεια;»
Κάτι στον τόνο της φωνής σου με έκανε να σε κοιτάξω. Μου φάνηκε πως είδα ένα παιγνίδισμα στα μάτια σου, που όμως εξαφανίστηκε καθώς ανοιγόκλεισες τα βλέφαρά σου, ή απλά μπορεί εγώ να το φαντάστηκα.
Με κοίταξες σοβαρά.
«Σφαιρικά», είπες, μάλλον διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια σου, «είμαι της άποψης πως σήμερα ήσουν αρκούντως καλός».
Δεν είπα τίποτα, περίμενα τα δυσάρεστα.
«Έχω μόνο κάνα δυο παρατηρήσεις να σου κάνω. Όταν θα μου μιλάς, θα ήταν φρόνιμο να είσαι σίγουρος πως δεν με κοιτάς στα μάτια».
«Μάλιστα κυρία» απάντησα.
«Επίσης όταν μου μιλάς θα στέκεσαι στητός και να μην κουνάς το πόδι σου».
«Μάλιστα κυρία. Στητός».
«Πάντως γενικά η μέρα πέρασε πολύ καλά. Μπορείς να πας και να κάνεις ένα μπάνιο. Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια».
Θα προτιμούσα μετά το μπάνιο να συνεχίσουμε με ένα χορταστικό ύπνο, άλλα ήμουν τόσο ευγνώμων που δεν μου τα έψαλλε που έπεσα όπως ήμουν στα πόδια της και τα φίλησα. Σηκώθηκα πάλι όρθιος ύστερα απ’ αυτή την αυθόρμητη κίνηση.
«Πολύ καλά κυρία» είπα, κάνοντας άλλη μια υπόκλιση «θα το κάνω αμέσως, τώρα αμέσως».
Ω, πόσο πολύ εύκολο ήταν να συνηθίσει κανείς τις υποκλίσεις και τα τσακίσματα της μέσης. Αν μ’ έβγαζε κάποιος φωτογραφία εκείνη τη στιγμή θα έλεγες πως ήμουν υπηρέτης της από τα γεννοφάσκια μου.
Είναι φορές που με ερεθίζει η ιδέα ότι όπως ακριβώς υπάρχει ένας «τύπος» ανθρώπου από τη φύση του αντιδραστικός και άτακτος, υπάρχουν και άνθρωποι, που όπως φαντάζομαι είμαι κι εγώ, που έχουν γεννηθεί να υπηρετούν, οι –ας τους πούμε- κληρονομικά υπάκουοι ή κληρονομικά πειθήνιοι.
«Δεν μπορώ να δω μέσα στο μυαλό σου» είπες «αν μπορούσα να το κάνω θα μπορούσα να ξέρω μέχρι πιο σημείο φτάνει η τάση σου για υπακοή».
«Μα σου λέω και σου γράφω τα πάντα» απάντησα.
«Το εύχομαι» είπες «μόνο αν ξέρω τι σκέφτεσαι θα μπορώ να σε αξιολογήσω και να αξιο¬ποι¬ή¬σω με τον καλύτερο τρόπο τις ικανότητές σου».
«Εύχομαι να βρεις σε μένα τον τέλειο υπηρέτη, θα κάνω ότι μπορώ για να σε ικανοποιήσω και τα πάντα για να σε βλέπω ευτυχισμένη».
«Καλά, εντάξει, πήγαινε τώρα για μπάνιο και έλα πάλι πίσω. Μην αργήσεις».
Μόλις τελείωσα το μπάνιο δεν χρειάστηκε να σε αναζητήσω πολύ.
«Εδώ είμαι» φώναξες από την κουζίνα.
Φάνηκες σαν να είχες περιμένει αρκετή ώρα παρόλο που εγώ πίστευα πως δεν άργησα καθόλου. Καθόσουν σε μια καρέκλα, αλλά μόλις μπήκα μέσα σηκώθηκες όρθια.
«Α, ήρθες επιτέλους».
Το πρόσωπό σου ήταν λίγο χλωμό και είχες την όψη ανθρώπου που περιμένει ξάγρυπνος ενώ δεν θέλει.
«Να σου φτιάξω λίγο γάλα να πιεις;» σε ρώτησα.
Με άρπαξες από το μπράτσο.
«Το γάλα μπορεί να περιμένει» είπες και με φίλησες παρατεταμένα στο στόμα. Όταν Σες ήταν σαν να έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ήταν σαν κάποιος να ρούφηξε από το δωμάτιο όλο τον αέρα και δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Νομίζω πως κοκκίνισα από ευχαρίστηση και έκανα ένα βήμα μπροστά να σου ανταποδώσω το φιλί, αλλά εσύ είχες ήδη φύγει από κοντά μου.
«Κάθισε» διέταξες και μου έδειξες μια καρέκλα στη μέση της κουζίνας. Μάλλον την είχες βάλει μόνη σου εκεί, πριν βγω από το μπάνιο.
Αφού έκανα όπως με διέταξες, άρχισες να περπατάς πέρα δώθε μπροστά μου με τα χέρια πιασμένα πίσω σου. Μετά από δυο λεπτά Σες το βηματισμό και με κοίταξες κατάματα. Έσκυψα κάτω το κεφάλι αλλά εσύ με τράβηξες από το πηγούνι και με σήκωσες για να σε κοιτάξω.
«Για πες μου τώρα K» είπες με πολύ σοβαρό ύφος, «με εμπιστεύεσαι;»
«Κυρία τι εννοείτε;»
Δίστασες για λίγο και μετά μου είπες πιο ευγενικά: «Αυτό που θέλω να πω είναι… νομίζεις ότι θα μπορούσα να σου κάνω κακό;»
«Όχι κυρία» απάντησα και φυσικά το εννοούσα.
«Δηλαδή με εμπιστεύεσαι;»
«Μάλιστα!»
«Ωραία, και τώρα κλείσε τα μάτια σου σαν καλό αγοράκι».
«Και γιατί… για πιο λόγο κυρία;»
«K με εμπιστεύεσαι, ναι ή όχι;»
«Μάλιστα κυρία».
«Τότε κλείσε τα μάτια σου».
Τα έκλεισα.
Περπάτησες για λίγο γύρω μου. Το ρούχο σου θρόιζε στο μάρμαρο της κουζίνας σαν μεγάλος ψίθυρος. Ήσουν ξυπόλυτη και άκουγα τα πέλματά σου να χαϊδεύουν το πάτωμα. Μετά απότομα Σες κάπου στ’ αρισ¬τερά μου. Περίμενα χωρίς να ξέρω τι να περιμένω. Φανταζόμουν ότι εντε¬λώς ξαφνικά μπορεί να αισθανόμουν το άγγιγμά σου κάπου. Ένα χασ¬τούκι στο μάγουλο, ή την ανάσα σου στο πρόσωπό μου και τα δάχτυλά σου να τραβάνε πίσω τα μαλλιά μου, αλλά εσύ έμεινες μακριά μου και ύστερα από ένα λεπτό δυνατής σιωπής με διέταξες με άχρωμη φωνή: «Σήκω!»
Στάθηκα στα πόδια μου και περίμενα να μου πεις που να πάω, αλλά εσύ το μόνο που μου είπες ξανά με άχρωμη φωνή, ήταν: «Κάτσε!». κάθισα κάτω στην καρέκλα και νομίζοντας πως σε απογοήτευσα με κάποιο τρόπο, έκανα να ανοίξω τα μάτια μου.
«Κράτησε τα κλειστά!» φώναξες και μετά επανέλαβες ξερά: «Σήκω πάνω!». Έτσι κι έκανα. Και μετά ξανά: «Κάτσε κάτω!»
Ένας θεός ξέρει τι σκάρωνες. Συνέχισες με εκείνη την άχρωμη φωνή τα σήκω-κάτσε-σήκω-κάτσε. Εγώ ανεβοκατέβαινα μέχρι που την Πέμπτη φορά που το έκανα, δεν άντεξα άλλο, άνοιξα τα μάτια μου –ίσως λίγο ζαλισμένος κι αυτό το πρόσεξες- και παρακάλεσα.
«Σας παρακαλώ κυρία! Δεν αντέχω να συνεχίσω άλλο, γι αυτό μην μ’ αναγκάζετε, σας παρακαλώ!»
Με κοίταξες με ένα απλανές βλέμμα και κουνώντας το κεφάλι σου, μουρμούρισες κάτι σαν: «είναι φυσικό, το ήξερα», ανοιγόκλεισες τα μάτια σου και μου είπες λιγάκι νευριασμένα: «Πολύ καλά K. Μπορείς τώρα να μου φτιάξεις ένα γάλα!»
Εκείνη τη στιγμή έφυγες από το δωμάτιο χωρίς να μου ρίξεις ούτε ένα βλέμμα.
Είχες κλειστεί στο δωμάτιό μας. Έτσι σου έφερα εκεί το γάλα αμέσως μόλις έγινε. Χτύπησα την πόρτα κι όταν μπήκα σε βρήκα καθισμένη στο κρεβάτι μας. Έφτασα μπροστά σου με προσεκτικά βήματα. Δεν ήθελα να ρίξω ούτε μια σταγόνα από το γάλα, ούτε βέβαια να πέσω κάτω με το δίσκο. Γονάτισα μπροστά σου.
«Αυτό είναι για σας κυρία» είπα και σου έτεινα το δίσκο με το γάλα.
Με κοίταξες, μου χαμογέλασες και πήρες το ποτήρι από το δίσκο. Περίμενα εκεί γονατιστός να πιείς, αλλά εσύ ακούμπησες το ποτήρι στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι και γύρισες προς τα μένα σαν να περίμενες κάτι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι ήθελα να σου πω, αλλά χωρίς να το καταλάβω ξεστόμισα: «Κυρία για πριν… ήθελα να ζητήσω συγνώμη».
«Συγνώμη; Για πιο πράγμα;»
«Κυρία που δεν έκανα αυτό που θέλατε να κάνω. Σήκω πάνω, κάτσε κάτω. Δεν ξέρω τι με έπιασε και ζαλίστηκα. Ειλικρινά λυπάμαι!»
Κούνησες το κεφάλι σου.
«Δεν πειράζει K! Έκανες πολύ καλά».
«Αλήθεια κυρία; Αλήθεια το λέτε;»
«Αλήθεια. Όσο έκανες το έκανες πολύ καλά».
«Θέλετε να το ξαναπροσπαθήσουμε κυρία; Θέλω να πω… δεν με νοιάζει, μπορούμε να το κάνουμε ξανά αν θέλετε, στην κουζίνα ή και εδώ. Να φέρω μια καρέκλα;»
«Όχι αυτή τη στιγμή K! Ίσως κάποια άλλη μέρα».
«Είστε σίγουρη κυρία;»
«Ναι, νομίζω ότι θέλω να διαβάσω αυτά που μου έχεις γράψει τώρα» είπες και ανέβασες τα πόδια σου πάνω στο κρεβάτι. «Τι θα έλεγες όσο διαβάζω να φέρεις εδώ δίπλα μου όλα τα παπούτσια μου και να τα καθαρίσεις με τη γλώσσα σου».
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση κυρία» είπα και έκανα να σηκωθώ.
«Κι όταν τελειώσεις θα καθαρίσεις τις πατούσες μου που λερώθηκαν καθώς πάταγα στην κουζίνα» είπες και με κοίταξες με ένα βλοσυρό χαμόγελο.
Πήρες τα μάτια σου από πάνω μου και άνοιξες τα γραπτά μου. Άρχισες να διαβάζεις κι εγώ κολλημένος εκεί δίπλα σου γονατιστός, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω σου. Δεν ξέρω τι με έκανε να αργοπορήσω εκεί μπροστά σου. Μετά από ένα λεπτό, στράφηκες πάλι σε μένα χαμογελώντας με το ίδιο βλοσυρό χαμόγελο. Ένα χαστούκι άστραψε στο μάγουλό μου.
«Ξύπνα λοιπόν; Τι ακριβώς απ’ αυτά που είπα δεν κατάλαβες;»
Ένα όμορφο αφόρητο σοκ από το άγγιγμα των δαχτύλων σου στο μάγουλό μου. Ήταν σαν μια σπίθα να ξεκίνησε από το χέρι σου και να έφτασε μέχρι την καρδιά μου. Ούτε που ξέρω πως κρατήθηκα και δεν έπιασα το χέρι σου να το φιλήσω. Ούτε που ξέρω πως κρατήθηκα και δεν φώναξα από χαρά. Μόνο λαχάνιασα κι έπιασα το μάγουλό μου, αλλά κατάφερα και ξεπέρασα την ταραχή. Μέχρι τώρα κατάφερνα να κρατήσω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου, αλλά πρέπει να εξομολογηθώ πως καθώς σηκώθηκα να πάω να φέρω τα παπούτσια σου, μου ξέφυγαν κάποια δάκρυα συγκίνησης. Ακόμα αισθανόμουν το χέρι σου πάνω στο μάγουλό μου. Αν είχα την ευκαιρία θα το φιλούσα γεμάτος ευγνωμοσύνη.
3o μέρος από την εκπαίδευση
Δεν ήξερα τι να περιμένω από σένα. Τη μια στιγμή ήσουν καλή σαν χρυσάφι, την επόμενη μπορούσες να είσαι ανταριασμένη σαν άγρια θάλασσα και να μου βάζεις τις φωνές. Τότε ακριβώς, όταν σε συνήθιζα να κάνεις σα δυνάστης θεός, άλλαζες ξαφνικά και γινόσουν καλή και μιλώντας μου γλυκά, μου ζητούσες να κάνω πράγματα που δεν φαινόταν και πολύ απαραίτητα. Μου έλεγες να καθαρίσω ένα φρούτο και μετά μου έλεγες να το φάω εγώ, με έβαζες να γεμίσω έναν κουβά με νερό και να στον φέρω στον κήπο και μετά το έριχνες στις λάσπες. Αν σε ρωτούσα τι έχω κάνει λάθος και είσαι θυμωμένη, μου χαμογελούσες και μου έλεγες πως δεν είσαι θυμωμένη.
Πάντα έβαζα τα δυνατά μου για να σε ευχαριστήσω. Τον πρώτο μήνα, με διέταξες κάνα δυο φορές ακόμα να καθίσω στην καρέκλα στην κουζίνα, μου είπες να κλείσω τα μάτια και μετά πάλι άρχιζες εκείνο το άγνωστο παιχνίδι του σήκω-κάτσε, σήκω-κάτσε. Δεν καταλάβαινα το νόημά του και πήγαινα να σκάσω που δεν μου το εξηγούσες, αλλά συνέχιζα όσο μπορούσα, όσο με βαστούσαν τα πόδια μου. Τη δεύτερη φορά που μου το ζήτησες, ανεβοκατέβηκα δέκα φορές, αλλά δεν μπορούσα περισσότερο. Την τρίτη φορά άντεξα είκοσι έξι φορές αλλά την εικοστή έβδομη, έσπασα και σωριάστηκα στην καρέκλα σαν σπασμένο ξύλινο αλογάκι, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Πάντως έδειχνες να είσαι ευχαριστημένη και πάντα μου έλεγες ενθαρρυντικά πράγματα, όπως για παράδειγμα μετά το παιχνίδι: «Μπράβο K, είσαι καλό αγοράκι!» ή όταν καθάριζα καλά τα παπούτσια σου: «Μπράβο K, είσαι καλό σκυλάκι!», ενώ μετά με πρόσταζες να γυρίσω σε ότι δουλειά μου είχες αναθέσει. Θα έκανα τα πάντα για σένα, κυριολεκτικά τα πάντα, το μόνο που είχες να κάνεις, ήταν να το ζητήσεις. Αυτό ήταν κάτι που το εννοούσα και το ήξερες. Όμως ήθελες από μένα να στο λέω συνέχεια. Θα μπορούσα να ανταποκριθώ σε κάθε σου επιθυμία όσο ταπεινωτική κι αν είναι με απόλυτη υπακοή και με οποιαδήποτε εκδήλωση δουλοπρέπειας. Θα βάλω τα δυνατά μου ώστε να λες για μένα πως με διακρίνει μια υψηλού επιπέδου υπακοή. Αισθάνομαι πραγματικά υπηρέτης σου και πιστεύω πως δεν χρειάζεται να έχω στολή. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα έδινε μια νότα έπαρσης και χυδαιότητας. Αν πιστεύεις πως θα χρειαστώ στολή, ώστε και συ όταν με βλέ¬πεις να αναγνωρίζεις αυτό που είμαι και να μου φέρεσαι ανάλογα, τότε ευχαρίστως θα φορούσα ότι σου κάνει κέφι.
Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από εκείνη την πρώτη μέρα μετά το ταξίδι μου. Έγλειφα τα παπούτσια σου καθισμένος στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μας και έριχνα κλεφτές ματιές προς το μέρος σου καθώς σ’ έβλεπα να διαβάζεις αυτά που έχω γράψει, καθώς έκανα τις παραπάνω σκέψεις. Καταπιάστηκα πάλι με τα παπούτσια σου φανερά χαρούμενος που μου επέτρεπες να το κάνω ενώ είσαι παρούσα, φανερά ευγνώμων που μου επέτρεπες να ταπεινώνομαι μπροστά σου εξυπηρετώντας τις ανάγκες σου και πραγματικά ενθουσιασμένος που σε φρόντιζα. Ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω το νόημα που είχε το παιχνίδι σου του κάτσε-σήκω.
Έριξες κάτω τα χαρτιά με τα γραπτά μου και γύρισες προς το μέρος μου.
«Η δοκιμασία –και όχι παιχνίδι όπως το αποκαλείς- του κάτσε-σήκω, είναι βασικά μια άριστη ένδειξη του αν εσύ σαν υπηρέτης μου, έχεις ή όχι τη φυσική τάση προς υπακοή» είπες και νόμισα πως είχες διαβάσει τη σκέψη μου.
Παραλίγο να μου φύγει το παπούτσι σου από τα χέρια από τη σαστιμάρα.
«Η θέλησή σου είναι ισχυρότερη από τη δική μου. Θα εκτελούσα οτιδήποτε με διέταζες να κάνω χωρίς αντίρρηση» απάντησα.
«Εν πάση περιπτώσει τα πρώτα σου αποτελέσματα με τη δοκιμασία σου ήταν λιγάκι απογοητευτικά. Φυσικά δεν είσαι ακόμα προσαρμοσμένος στο νέο τρόπο ζωής σου, και ούτε είσαι συνηθισμένος να με υπηρετείς. Στην πράξη, γιατί στη φαντασία σου το κάνεις με το δικό σου τρόπο. Δεν είσαι εκπαιδευμένος να ανταποκρίνεσαι καθημερινά και χωρίς περιστροφές σε ό,τι μια κυρία θα μπορούσε να ζητήσει. Θα μάθεις όμως και στο τέλος θα συνηθίσεις να δέχεσαι συνέχεια διαταγές. Δεν είναι απαραίτητο πάντα να καταλαβαίνεις τη σκοπιμότητα των πραγμάτων που σε διατάζω να κάνεις. Ένα αληθινά πειθήνιο και υπάκουο μυαλό δεν ψάχνει το σκοπό, αλλά ακολουθεί τις οδηγίες που του δόθηκαν χωρίς να σταθεί να αναλύσει το πώς και το γιατί».
Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να εκτελέσω 40 επαναλήψεις σήκω-κάτσε και ίσως με τον καιρό να φτάσω και τις 50 αρκεί αυτό να σου έδινε χαρά. Θα τις εκτελούσα χωρίς ερωτήσεις και παράπονα. Θέλω να σου δείξω πως εκπαιδεύομαι και πως στην εκπαίδευσή μου υπάρχει σταθερή πρόοδος. Είναι σαν να προσπαθώ να βελτιώσω τον εαυτό μου σε επίπονες εξουθενωτικές πρόβες για τη μέρα που θα μου το ζητήσεις. Κι αν δεν το κάνω καλά δεν θα το βάλω ποτέ κάτω. Κάθε φορά που άκουγα ένα μπράβο από το στόμα σου, ένιωθα να ψηλώνω. Ήμουν δυνατός, ήμουν κάτι. Όχι κάτι σπουδαίο ή βαρυσήμαντο, όμως τολμούσα να κάνω όνειρα.
«Θα γίνω ο καλύτερος δούλος για σένα» έλεγα, πιο πολύ για να το πιστέψω εγώ ο ίδιος, όταν με έβαζες να κάνω το σήκω-κάτσε και συ γελούσες.
Τολμούσα έτσι να το σκάω από το παρόν και πίστευα πως βάζοντας με να κλείσω τα μάτια, θα έβρισκα τη δύναμη να κατακτήσω τον κόσμο. Αρκούσε μόνο να σηκωθώ και να καθίσω περισσότερες φορές απ’ όσο άντεχα, για να μπορέσω να ανοίξω μετά τα μάτια και να σε δω να μου χαμογελάς με εκείνο το ενθαρρυντικό σου χαμόγελο.
Πράγματι με μεγάλη ευχαρίστηση έχω την τιμή να αναφέρω μια άνευ προηγουμένου εκτέλεση 55 επαναλήψεων σήκω-κάτσε. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος -όπως είμαι σίγουρος κι εσύ, αφού το έβλεπα στο βλέμμα σου- είχα αποκαρδιωθεί πολύ με την πρόοδό μου και πράγματι είχα σχεδόν συνειδητοποιήσει πως δεν άντεχα παραπάνω και ήμουν ανεπίδεκτος μάθησης.
Αληθινά δεν περίμενα ότι θα έκανα κι έτσι με συγκίνηση σχεδόν και φυσικά με αρκετή προσπάθεια, μετά την 40ή, σηκώθηκα απαλά για μια ανήκουστη 41η! Κράτησα την αναπνοή μου και άντεξα έτσι για 14 ακόμα επαναλήψεις, και όταν παραιτήθηκα και ζήτησα ξέπνοα την άδειά σου να πάω να συνεχίσω τις δουλειές μου, παραλίγο να πέσω λιπόθυμος στο πάτωμα της κουζίνας.
«Τι ήταν αυτό που σε έκανε να έχεις τέτοια πρόοδο;»
Σήκωσα τους ώμους.
«Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, μόνο σκέφτηκα ότι αυτό θα σου έδινε ευχαρίστηση».
Μου επέτρεψες να συρθώ μπροστά σου και να τελειώσω μέσα στα ρούχα μου φιλώντας σου τα πόδια. Τα πόδια σου μύριζαν υπέροχα ένα άρωμα σαν από αγιόκλημα και το μόνο που μπορούσα να νιώσω τη στιγμή που ακουμπούσα τα χείλη μου αχόρταγα πάνω τους, ήταν ένα αίσθημα κατάνυξης πιστού την ώρα που ασπάζεται μια εικόνα, να με καταπίνει και να με παρασύρει μέσα του σαν κύμα. Ήμουν σε μεγάλη έκσταση. Η ταραχή μου ήταν τέτοι¬α που με έκανε και είχα φουντώσει.
Κι εσύ, παρόλο που δεν σε κοιτούσα, μέσα μου, σε έβλεπα να είσαι σαν λυχνοστάτης που είναι έτοιμος να φωτίσει μια ολόκληρη αίθουσα χορού.
Νιώθω μεγάλη εξάρτηση από σένα.
«Σε αγαπάω τόσο πολύ που θα έκανα τα πάντα για σένα!» έλεγα ανάμεσα στα φιλιά που έδινα στα γυμνά σου πόδια. «Θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα για την δικιά σου ευτυχία».
Δεν ξέρω πόση ώρα ακόμη, μετά που είχα τελειώσει, έμεινα να φιλώ τα πόδια σου. Όταν με έσπρωξες με το πόδι σου, ανασηκώθηκα και έμεινα πεσμένος στα γόνατα να σε κοιτάζω. Είχες φτάσει στο ζενίθ της λάμψης σου. Αν πριν έμοιαζες με λυχνοστάτη, τώρα ήσουν σαν αναμμένο κηροπήγιο. Η κουζίνα έμοιαζε με αίθουσα φωτισμένη από την προεδρεύουσα μεγαλειότητά σου, και γω μπροστά σου ένα απλό καντηλάκι του οποίου το φιτίλι σιγόκαιγε με το ζόρι. Έπιασα τον εαυτό μου να ονειροπολεί. Σε άκουγα μέσα στο μυαλό μου να μου δί¬νεις διαταγές που ίσως ποτέ να μην μου έδινες στην πραγματικότητα. Σε άκουγα να μου ζητάς να πέσω μπροστά στα πόδια σου και να καθαρίσω με τη γλώσσα μου το πάτωμα εκεί που πατάν τα πόδια σου ώστε να μην λερωθούν και την ίδια στιγμή εσύ να αιωρείσαι σαν αερικό λίγα εκατοστά από το πάτωμα. Και γω να σωριάζομαι κάτω σα λιπόθυμος μπροστά σου, σα λουλούδι κομμένο σύριζα, να κουβαριάζομαι για να καταφέρω να χώσω το κεφάλι μου κάτω από τα πέλματά σου…
«K, K!»
Ακούγοντάς σε να με καλείς σαν από κάπου μακριά, η καρδιά μου πήγε να σπάσει, τα μάτια της φαντασίας μου ανοίγουν διάπλατα και η ονειροπόληση που μάλλον κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα διακόπτεται. Δεν είναι δύσκολο να χαθείς μέσα στον εαυτό σου. Ένιωσα τις σκέψεις μου να γίνονται χίλια κομμάτια με το που ο ήχος της φωνής σου άγγιξε τα’ αφτιά μου. Σαν να άκουσα ένα θόρυβο που τον ταύτισα με τις θρυμματισμένες μου σκέψεις.
«Τι σκεφτόσουν;» ρώτησες και γω σου είπα τα πάντα προσπαθώντας να ακούγομαι φυσιολογικός. Η φωνή μου όμως έτρεμε.
«Το σορτσάκι σου έχει λερωθεί» μου είπες.
Είχες δίκιο, έτσι ήταν. Η έκρηξη του πόθου μου καθώς λάτρευα τα πόδια σου, είχε κάνει την εμφάνισή της στο σορτς που φορούσα. Προσπάθησα με τα χέρια μου, πιο πολύ να το κρύψω, κάνοντας τάχα πως προσπαθώ να το καθαρίσω. Ντρεπόμουν αρκετά.
«Θα το φροντίσεις άλλη ώρα αυτό» μου είπες, «για την ώρα έχω άλλα πράγματα που θέλω να μάθω!»
Οι άκρες των χειλιών σου γύρισαν προς τα πάνω σχηματίζοντας κάτι σαν χαμόγελο.
«Θες τόσο πολύ να το κάνεις αυτό;» με ρώτησες και το κεφάλι σου έγειρε ελαφρά στο πλάι.
«Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να κάνω πιο πολύ για να σου δείξω την εξάρτησή μου από σένα. Θα έγλειφα και τα πετάλια στο αυτοκίνητό σου για να μην λερώνουν τα παπούτσια σου όταν τα ακουμπάς. Τέσσερις μήνες στο πλοίο δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο, παρά τον εαυτό μου κι εσένα να συμπεριφερόμαστε όπως εδώ κι ένα μήνα από τότε που γύρισα. Σαν Κυρία και υπηρέτης. Όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που όσο κι αν τα θέλω, μοιάζω σαν να κυνηγάω χίμαιρες. Δεν νομίζω πως υπάρχει περίπτωση να γίνουν. Ίσως επειδή είναι μόνο της φαντασίας και μόνο εκεί πραγματοποιούνται. Συγνώμη για την ονειροπόληση πριν. Ειλικρινά!» είπα και τότε σε είδα να στηρίζεσαι στο τραπέζι της κουζίνας και να σηκώνεις το δεξί σου πόδι λίγα εκατοστά από το πάτωμα.
«Δεν μπορώ να αιωρηθώ όπως τα αερικά. Αυτό είναι μάλλον κάτι που θα μείνει στη σφαίρα της φαντασίας σου» είπες και τα χείλη σου σχημάτισαν ένα απίστευτο χαμόγελο.
Μου κόπηκε η ανάσα και τα μάτια μου μεγάλωσαν λες και κάποιος τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου. Πλησίασα μπουσουλώντας προς το μέρος σου κοντανασαίνοντας και Σα για λίγο. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τα σφυριά της κόλασης. Ήξερα όμως ότι έπρεπε να συνεχίσω. Κοιτούσες ευθεία μπροστά και λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη σου. Τα μάτια σου έμοιαζαν ξαφνικά να έχουν γίνει τεράστια και διάφανα. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως μπορούσα να δω τις σκέψεις σου να περνάνε μέσα από το μυαλό σου. Σε κοιτούσα γεμάτος ευγνωμοσύνη που μου ζητούσες να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν χόρταινα να σε θαυμάζω. Ήσουν υπέροχη.
Ακριβώς τότε έριξες το βλέμμα σου πάνω μου και με είδες να στέκομαι και να σε παρατηρώ.
«Θα περιμένω πολύ ακόμα;» ρώτησες υψώνοντας τον τόνο στη φωνή σου.
Σύρθηκα και έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το πόδι σου. Προσπαθούσα να χωθώ όλος κάτω από το πόδι σου και στριφογυρνούσα συνεχώς σαν σκυλί γεμάτο ψήλους. Εκείνη τη στιγμή είχαμε φύγει από το παρόν. Είχαμε δραπετεύσει από τους εαυτούς μας. Είχαμε συναντήσει την ελευθερία που ονειρευόμασταν. Το βλέμμα που μου έριξες, με παρέσυρε μακριά σαν δίνη. Τι να είχε μέσα της αυτή η ματιά; Αδιαφορία; Οίκτο; Μια ιδέα μίσος, ή περιφρόνηση; Αγάπη;
«Μπορείς να πας και να κάνεις ένα μπάνιο» είπες όταν θεώρησες πως τελείωσα τη δουλειά μου κάτω κι από τα δυο σου πόδια.
Δεν ήθελα με τίποτα να εγκαταλείψω τη θέση μου κάτω από τα πόδια σου, αλλά έπρεπε να κάνω όπως με πρόσταξες. Έκανα να σηκωθώ και να σταθώ στα πόδια μου αλλά το σώμα μου ήταν πολύ βαρύ. Λες και είχα γίνει ένα με το πάτωμα. Τελικά και με αρκετή δυσκολία τα κατάφερα.
«Θα σε περιμένω στο κρεβάτι. Θέλω να κοιμηθούμε αγκαλίτσα» είπες και πήγες να χωθείς κάτω από τα σεντόνια στο κρεβάτι μας.
Όταν τελείωσα το μπάνιο, ήρθα και σε βρήκα στο κρεβάτι. Το φως του κομοδίνου σου ήταν αναμμένο και διάβαζες κάποια χαρτιά που μάλλον θα ήταν γραπτά δικά μου. Σήκωσες το κεφάλι σου πάνω από τα χαρτιά και με κοίταξες με ένα βλέμμα γεμάτο προσδοκία και ένα ίχνος χαμόγελου να ζωγραφίζεται καθώς οι άκρες των χειλιών σου σηκώνονταν αμυδρά προς τα πάνω.
«Οι πατούσες μου είναι σκονισμένες επειδή πατούσα ξυπόλητη» είπες και έβαλες ξανά το κεφάλι σου μέσα στις σελίδες. Χωρίς να κοιτάζεις μου είπες: «Όταν τελειώσεις και πιστεύεις πως θα είναι καθαρές πες το μου να πέσουμε για ύπνο».
Έπεσα στα γόνατα κοιτάζοντας σε. Τώρα, με κοίταζες τόσο παγερά που είχε εξαφανιστεί σχεδόν και το χαρακτηριστικό γελάκι στις άκρες των όμορφων χειλιών σου. Σήκωσες το ένα σου φρύδι κοιτάζοντας με χωρίς ίχνος οίκτου. Δεν μίλησες ξανά. Η σιωπή που απλώθηκε στο δωμάτιο ήταν σχεδόν απόκοσμη. Το μόνο που ακούγονταν ήταν το πλατάγιασμα της γλώσσας μου στα πέλματά σου και κάπου κάπου, οι σελίδες που γύριζες όταν τέλειωνες. Λίγη ώρα μετά σήκωσα το κεφάλι μου από τα πόδια σου και έσπασα τη σιωπή.
«Νομίζω πως είναι καθαρά κυρία».
Δεν είπες τίποτα αλλά χτύπησες το χέρι σου στο στρώμα δίπλα σου χωρίς να σηκώσεις το κεφάλι σου από τις σελίδες, σαν να καλούσες ένα σκυλάκι να έρθει να καθίσει δίπλα σου. Ξάπλωσα δίπλα σου φίλησα το γυμνό σου ώμο και χάιδεψα την κοιλιά σου. Είχε φουσκώσει αρκετά μιας και διένυες τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης σου. Μιας εγκυμοσύνης που θα έφερνε στην αγκαλιά μας ένα δεύτερο μωράκι. Γύρισες να αφήσεις τις σελίδες στο κομοδίνο και να κλείσεις το φως και γω βρήκα την ευκαιρία να κολλήσω πίσω σου το σώμα μου. Μπήκα απαλά μέσα σου και σε φίλησα πίσω από το αφτί. Τίποτα δεν μπορούσε πια να μας κόψει. Υπήρχε μόνο φωτιά που έκαιγε μέσα μας και προσπαθούσαμε να τη σβήσουμε πάνω στα σεντόνια του κρεβατιού μας. Παλεύαμε λαίμαργα να γεμίσουμε γεύσεις, εικόνες, ήχους μεστούς, να χορτάσουμε ο ένας τον άλλο –αν ήταν δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο.
Όταν τελειώσαμε μείναμε αγκαλιασμένοι. Σε κοίταζα με ένα βλέμμα γεμάτο παράδοση.
«Συγνώμη που σε χαστούκισα την προηγούμενη φορά».
«Δεν θα έπρεπε να ζητάς συγνώμη. Μου άξιζε».
«Δεν σου αξίζει τέτοια μεταχείριση και το χέρι μου ξέφυγε».
«Δεν μπορώ να σου δώσω να καταλάβεις πόσο όμορφα ένιωσα εκείνη τη στιγμή της απόλυτης εξουσίας σου πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να πάρω το χέρι σου που με χτύπησες και να του δώσω φιλιά ευγνωμοσύνης».
Χαμογέλασες.
«Τότε την επόμενη φορά που θα σε χαστουκίσω θα σου απλώσω το χέρι μου και θα απαιτήσω να το κάνεις».
Σε φίλησα στο στόμα.
«Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας που φερόμαστε σαν υπηρέτης και κυρία» είπες. «Δεν ξέρω αν θέλω να συνεχίσω έτσι. Δεν ξέρω τι θα κάνω. Θα το σκεφτώ όμως για λίγο καιρό ακόμα. Μέχρι τότε θα συνεχίσεις να είσαι στην υπηρεσία μου».
Μου χαμογέλασες παιχνιδιάρικα.
«Θα έκανα τα πάντα κυρία για να σε πείσω να κρατήσει για πάντα αυτή η κατάσταση. Τα πάντα, ό,τι χρειαστεί».
«Εντάξει, εντάξει… τα έχεις ξαναπεί όλα αυτά».
Έκανες μια μικρή παύση.
«Θα το σκεφτώ αρκετά. Κοίταξε, δεν θέλω να κάνω κάτι που θα επηρεάσει την υγεία σου».
«Δεν θα σου ζητούσα ποτέ κάτι τέτοιο».
«Μου ζητάς να σε βάζω να γλείφεις βρωμιές που έχω στα παπούτσια μου…»
«Το έχω κάνει αρκετές φορές… κρυφά όταν λείπεις, δεν έχω πάθει τίποτα. Πιο πολύ ταπει¬νώνω τον εαυτό μου όταν το κάνω αυτό. Δεν καταλαβαίνεις πως αισθάνομαι όταν το κάνω αυτό. Ίσως να μην μπορώ να στο εξηγήσω καλύτερα». Σα λίγο και συ δεν μίλησες, έτσι εγώ συνέχισα. «Δεν θα στο ζητήσω ξανά αν δεν αισθάνεσαι άνετα μ’ αυτό, μα μη μου ζητάς να μην το σκέφτομαι και να μην το φαντάζομαι. Μου χει κολλήσει η ιδέα πως είμαι δού¬λος από τα γεννοφάσκια μου, πως γεννήθηκα να σου κάνω υποκλίσεις τεμενάδες και να σέρνομαι μπροστά σου. Όλες αυτές τις μέρες είναι σαν να δίνω εξετάσεις. Περιμένω με ανυπομονησία την ώρα που θα κοιμηθεί ο μικρός. Η καρδιά μου πάει να σπάσει όταν με κα¬λείς και μου δίνεις διαταγές. Είμαι σχεδόν στο χείλος της καταστροφής, σαν το αβγό στην άκρη του τραπεζιού που είναι έτοιμο να πέσει κάτω από στιγμή σε στιγμή. Συνέχεια περιμένω πως θα με φωνάξεις και θα μου πεις πως αυτό δεν θα συνεχιστεί άλλο και το χειρότερο είναι ότι αισθάνομαι πως αυτό μου αξίζει πραγματικά. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως θέλω να μεταμορφωθώ σε κούτσουρο ξερό για να μην έχω αισθήσεις, να μην πονάω άλλο. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο σκληρή τιμωρία για τα λάθη που έκανα στο παρελθόν, για τη δειλία μου να σου εξομολογηθώ, για το γεγονός πως σε έκανα να κλαις, για το ότι δεν είμαι ο σύζυγος που σου αξίζει. Δεν ξέρω καν αν έχω το δικαίωμα τόσο αργά, να σου ζητώ συγχώρεση. Ένα μήνα τώρα είναι σαν να ζω μέσα σε ένα λιβάδι κάπου στον παράδεισο λουσμένο στο φως. Μα δεν μπορώ να το απολαύσω. Συνέχεια έχω στο μυαλό μου την επικείμενη άρνησή σου, και βουλιάζω πάλι μέσα στην νύχτα, όπου το σκοτάδι ορμάει πάνω μου και με τυλίγει. Τα βράδια όταν κοιμάσαι μένω ξύπνιος απ’ αυτές τις σκέψεις, εξουθενωμένος, χλομός και αποβλακωμένος, σαν να είμαι ένα υπόλειμμα κεριού. Πιάνω τον εαυτό μου να τρομάζει τόσο μέχρι που δεν μπορώ πια να σκεφτώ και κατάκοπος ψυχικά αποκοιμιέμαι. Πιάνω τον εαυτό μου να ντρέπεται για όλα αυτά κι όλο λέω πως είναι παράλογο να ντρέπομαι για κάτι που είναι αδύνατον να αλλάξω».
Σα και σε κοίταξα χωρίς να πω τίποτε άλλο. Με κοίταξες στα μάτια με βλέμμα που έλαμπε. Με κοίταξες διαπεραστικά, ενώ χαμηλά στο στομάχι μου ένιωθα την ενέργεια να συσσωρεύεται και να στροβιλίζεται. Οι σκέψεις μας ταυτίστηκαν, κι όλως περιέργως μπορούσα να με δω μέσα από τα μάτια σου, ενώ ένιωθα την ταπείνωσή μου να γίνεται η έβδομη αίσθηση και να έχει οξυνθεί ιδιαιτέρως. Προσπαθούσα να δω τις προθέσεις σου. Έβλεπα συνέχεια με το μυαλό μου την άρνησή σου και αυτό με χτυπούσε κατάστηθα, σαν γροθιά στα σωθικά και μου έκοβε την ανάσα. Ήταν λες και η μοίρα μου βρισκόταν στα χέρια σου. Δεν είχες παρά να πεις μερικές κουβέντες, για να με συντρίψεις. Αντί απάντησης όμως εσύ, έχωσες το χέρι σου ανάμεσα στα πόδια μου και ψαχούλεψες.
«Θέλω πάλι» μου είπες.
«Είμαι δικός σου. Πάντα ήμουν δικός σου. Στο ορκίζομαι στη ζωή μου» είπα και ο όρκος μου έγινε λάδι που έπεσε στη φωτιά και η φωτιά θέριεψε τόσο που τα κορμιά μας καίγονταν.
Άγγιξα τα βλέφαρά σου, το ξαναμμένο σου πρόσωπο, έπειτα τα μπερδεμένα σου μαλλιά. Σκέφτηκα πόσο θα ήθελα να μην έχω ύλη, κορμί, βάρος, για να μπορέσω να εισβάλω μέσα σου σαν νερό, να γίνω ένα μαζί σου, να ανακατευτεί η ύλη μου με την ύλη σου. Μάταια όμως γιατί οι ζωντανοί δεν γλιτώνουν από την ευθύνη των κορμιών τους. Έτσι αφέθηκα να νιώσω αμυδρά την ένωση που ποθούσα, σαν θνητός, όσο μπορούσα με τη σάρκα μου. Συμβιβάστηκα να νιώσω την αγάπη στα όρια της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου χρόνου. Την ηδονή ακολουθούσε το πνιχτό γέλιο και ανάσες ευχαρίστησης όταν νιώθαμε πως ρουφούσαμε λαίμαργα στιγμές που θα μας συντρόφευαν στο άγνωστο ταξίδι της ζωής που θα ακλουθούσε. Παραδιδόμουν στο χωρίς συστολή άγγιγμά σου σε κάθε σημείο του σώματός μου, χωρίς αντίσταση, χωρίς αμφιβολίες. Ήμουν δέσμιος των μαγικών σου δαχτύλων που ταξίδευαν σε κάθε σημείο του σώματός μου. Δεν ήσουν άνθρωπος, ήσουν άνεμος, ήσουν έρωτας αληθινός, που ήρθες να μου χαρίσεις τα φιλιά σου στη νοτισμένη μου επιδερμίδα και να αφήσεις τα σημάδια σου στο κορμί και στην ψυχή μου.
Παροξυσμός κορμιών και ψυχών. Όλα ήταν τέλεια και σοφά εκείνες τις ώρες. Χαθήκαμε και οι δυο μέσα σε μια πρωτόγνωρη μέθη.
Τελευταίο μέρος της εκπαίδευσης
«Θα πάρουμε και ένα μαστίγιο» είπες όταν μείναμε αγκαλιά λίγο πριν κοιμηθείς.
Το βλέμμα σου χάθηκε μέσα στις χαραμάδες του ταβανιού.
«Θέλεις;» ρώτησα.
«Κάπως θα πρέπει να σε τιμωρώ αν είσαι άτακτος» είπες και έσκισες με το χέρι σου τον αέρα σαν να το είχες ήδη μαζί σου.
«Δεν θα είμαι» είπα.
«Το καλό που σου θέλω! Όμως θα πάρουμε ένα και θα το χρησιμοποιώ ακόμα κι αν δεν κάνεις τίποτα. Έτσι για να σε ταπεινώνω».
«Όπως θέλεις!» είπα.
«Επίσης…»
«Επίσης!» είπα και σε έκοψα.
«Ναι επίσης, αλλά μην με κόβεις. Βλέπεις; Είσαι άτακτος».
Γύρισες στο μέρος μου και με χαστούκισες. Ελπίζω να μην ξεπεράσω ποτέ το συναίσθημα ταπείνωσης, την έξαψη και την έκρηξη ευτυχίας που μου προκαλείς όταν με χαστουκίζεις.
«Αυτό για να μάθεις. Θα θεωρώ από δω και στο εξής αυτό εδώ το μάγουλο υπεύθυνο για τα σφάλματα του κεφαλιού. Και όταν θα έχω και το μαστίγιο, θα θεωρώ υπεύθυνο και τον πισινό σου. Και τώρα άκου. Επίσης θα πάρουμε χειροπέδες για να σε δένω στο κρεβάτι όταν θέλω να σου κάνω πράγματα που ίσως να μην θέλεις εσύ, τουλάχιστον την πρώτη φορά, και θα πάρουμε και μια μάσκα».
«Μάσκα;»
«Ναι, ίσως κάποια πράγματα που θα σε βάζω να κάνεις, θα μου βγαίνουν καλύτερα αν δεν βλέπω το πρόσωπό σου, τουλάχιστον στην αρχή».
«Δηλαδή;»
«Μου φέρνεις τη γόβα μου;»
Άνοιξα την ντουλάπα και στην έφερα.
«Βλέπεις αυτό το τακούνι;»
Το έβλεπα. Σου έγνεψα.
«Αυτό θα είναι το σκήπτρο μου. Δεν θα υπάρχει ούτε ένα μέρος πάνω στο σώμα σου που δεν θα μπορεί να εισχωρήσει…»
«Εννοείς…;»
«Ναι εννοώ! Γιατί δεν θα έκανες τα πάντα;»
«Ναι τα πάντα!»
«Και γιατί όχι αυτό;»
«Το έχω φανταστεί κι αυτό!»
«Ναι μου το έχεις γράψει. Από σένα θέλω μόνο να είσαι υπάκουος στα πάθη και τις ορέ¬ξεις αυτού που χειρίζεται το σκήπτρο. Δηλαδή στα δικά μου. Να ξέρεις θα υπάρχει μια συνηθισμένη διαδρομή που θα ξεκινάει από δω» είπες, βάζοντας το τακούνι στο στόμα μου «θα περνάει από δω» συνέχισες σέρνοντάς το πάνω στο στήθος μου «θα πηγαίνει εδώ» πίεσες μ’ αυτό τη ρώγα στο στήθος μου και με έκανες να πονέσω «θα κατεβαίνει εδώ» είπες και το έσυρες αφήνοντας μια αμυδρά κόκκινη γραμμή από το στήθος μέχρι το πέος μου που σχεδόν το κάρφωσες «και τέλος εδώ» είπες και σπρώχνοντάς με να γυρίσω μπρούμυτα άνοιξες τους γλουτούς μου και το ακούμπησες στην τρύπα μου.
Δεν έκανα καμία προσπάθεια να κουνηθώ. Το είχα πάρει απόφαση πως θα έκανα τα πάντα για να σε δω με εξευτελίζεις. Ήμουν δικός σου, σου ανήκα. Αν για σένα το τακούνι ήταν το σκήπτρο, τότε κι εγώ θα προσέφερα το σώμα μου –κάθε σημείο του σώματός μου- σαν βωμό να καις το θυμίαμά σου. Όποιο και ήταν το σημείο που θα προτιμούσες, ήξερα πως το άγγιγμά σου, θα προκαλούσε στιγμές διέγερσης, που θα με βύθιζαν σε ένα ντελίριο τόσο έντονο που θα μας χάριζε τις γλυκύτερες ηδονές που μπορούσαμε να ελπίζουμε από τη ζωή.
«Θα πάρουμε ότι θέλεις» είπα ξέπνοα, «μόνο κάνε ότι είναι να κάνεις».
«Παρακάλεσέ με!»
«Σε ικετεύω κάνε το!»
«Να κάνω τι;»
Άρχισες να με χαϊδεύεις με το τακούνι. Το πίεσες να μπει μέσα μου και Σες.
«Να το βάλεις μέσα μου, σε παρακαλώ, σε ικετεύω!»
Το έσπρωξες απαλά μέσα μου.
«Δ.. δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω» τραύλισα.
«Μην σφίγγεσαι, αφέσου ελεύθερος».
«Δε..δεεν… είναι το τακούνι σου αυτό» είπα λιγωμένος. Υπέφερα. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο. Αφού όμως ήθελες εσύ, εγώ θα έκανα τα πάντα να συνηθίσω. Η φύση θέλει να μας οδηγήσει στην ευτυχία μέσα από τον πόνο.
«Όχι!» είπες χαμογελώντας «είναι το δάχτυλό μου. Ας πούμε πως δεν είσαι ακόμα άξιος για το σκήπτρο μου» είπες.
«Με σκοτώνεις!»
Έκανες να το βγάλεις από μέσα μου.
«Σε ικετεύω, μην το βγάζεις, συνέχισε, μην σταματάς, σε παρακαλώ!» τριβόμουν μπρούμυτα όπως ήμουν πάνω στο στρώμα. «Δεν αντέχω άλλο, χάνομαι!».
Τελείωσα μέσα σε μια έκρηξη και έβγαλες το δάχτυλο από μέσα μου. Έμεινα με το κεφάλι κρυμμένο στο μαξιλάρι. Με τράβηξες απαλά από τα μαλλιά και δεν αντιστάθηκα. Με έσυρες με το κεφάλι να τρίβεται στα σεντόνια εκεί που είχε συντελεστεί η έκρηξη.
«Καθάρισέ τα με τη γλώσσα σου. Δεν θα αφήσεις σταγόνα. Από δω και στο εξής όταν τελειώνεις οπουδήποτε εκτός από μέσα μου θα το μαζεύεις όλο με τη γλώσσα, κατάλαβες;»
Με τα δάχτυλά σου πλεγμένα στα μαλλιά έσπρωχνες προς τα κάτω το κεφάλι μου οδηγώντας τη γλώσσα μου πάνω στο σεντόνι μέχρι που το καθάρισα όλο. Με γύρισες πάλι ανάσκελα. Τα μάτια μου κλείσανε.
«Ντρέπομαι!» είπα και το εννοούσα.
«Γιατί; Δεν σου άρεσε; Δεν ήταν όπως το φαντάστηκες;»
«Ήταν κάτι πολύ παραπάνω απ’ ότι έχω μέχρι τώρα φανταστεί. Ένιωσα πως θα σταματήσει η καρδιά μου να χτυπάει. Ένιωσα να εκμηδενίζομαι μπροστά στα μάτια σου και ταυτόχρονα να εξυψώνομαι στα ουράνια. Τίποτα στον κόσμο δεν ήταν πιο ωραίο. Αισθανόμουν… τρελαινόμουν… δεν ξέρω πια τι λέω… τι κάνω… είμαι σαν μεθυσμένος… ντρέπομαι όχι γιατί μου άρεσε, μα γιατί δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ που μου άρεσε. Θέλω να πετάμε μαζί από χαρά σε χαρά. Να βυθιστούμε μαζί σε μια θάλασσα ηδονών. Να κάνουμε το ποτήρι μας να ξεχειλίσει. Συγχώραμε A» είπα και κρύφτηκα τρέμοντας στην αγκαλιά σου, «σε λατρεύω τόσο πολύ. Ποτέ δεν θα βρεις κάποιον να είναι πιο υποτακτικός από μένα. Σου το υπόσχομαι. Θα κάνω ότι θέλεις. Θέλω να με μάθεις πως θέλεις να φέρομαι. Θέλω να ποδοπατήσεις όλες τις προκαταλήψεις μας, να θριαμβέψεις πάνω τους και να καταστρέψεις όλες τις αρχές που μας έχει φυτέψει η λογική. Να με αναγκάσεις να δώσω ξανά όρκο υπακοής και πίστης».
Χαμογέλασες.
«Θα αφήσουμε τη φαντασία μας όσο πιο ελεύθερη γίνεται. Θα την αφήσουμε να περιπλανηθεί δίνοντάς της ελευθερία να ξεπεράσει τα όρια που της επιβάλουν οι υποτιθέμενες υποχρεώσεις μας. Άλλωστε, οι πιο υπέροχες αισθήσεις πηγάζουν από τη φαντασία. Και τότε ο δρόμος που θα χαράζεται μπροστά μας θα μας οδηγήσει πολύ μακριά».
«Σου υπόσχομαι να μην επιτρέψω καθόλου αναστολές στον εαυτό μου. Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω να γκρεμίσουμε μαζί κάθε φραγμό. Είσαι γεννημένη να σε λατρεύουν και αυτό είναι που σκοπεύω να κάνω από δω και μπρος. Θα υποταχτώ στην πιο σταθερή παρόρμηση της καρδιάς μου και θα σε ικανοποιώ μέχρι να πεθάνω. Θα κάνω ότι μου ζητήσεις προκειμένου να με κρίνεις άξιο να δεχτώ τη διαδρομή του σκήπτρου σου» είπα.
«Για την ώρα θέλω κάτι από σένα. Θέλω να με πάρεις αγκαλίτσα μέχρι να κοιμηθώ».
Σε αγκάλιασα.
«Είστε ικανοποιημένη κυρία;» ρώτησα.
«Για πρώτη φορά πάρα πολύ».
«Θέλω να γίνω θύμα σου».
«Και τι θα με άφηνες να κάνω;»
«Τα πάντα… όλα… ότι θα με έκανε να καταντήσω το πιο άθλιο των πλασμάτων. Σε ικετεύω μη με λυπηθείς. Θέλω να με χρησιμοποιείς σαν αντικείμενο που υπηρετεί τις απολαύσεις σου, είτε τις συμμερίζομαι αυτές είτε όχι. Δεν με ενδιαφέρει αν θα νιώθω εγώ πόνο, ή ικανοποίηση. Η ικανοποίηση η δική μου θα είναι πως κατάφερα και σε ικανοποίησα. Θα σε παρακαλάω να μου προκαλείς πόνο αρκεί να ξέρω πως σου προσφέρω την ηδονή. Θα είσαι ο αφέντης σουλτάνος στο χαρέμι και εγώ θα τρέχω να σου χαρίσω ηδονή. Θα δίνεις διαταγές κι εγώ θα υπακούω χωρίς να έχω το δικαίωμα να σου ζητήσω το λόγο. Θα απολαμβάνεις να με βλέπεις να σέρνομαι στα πόδια σου. Θα με τιμωρείς για έλλειψη σεβασμού αν θα κρίνεις πως συμμετέχω κι εγώ στις απολαύσεις σου. Θα σέρνομαι στα πόδια σου μόνο και μόνο για να ακούσω από το στόμα σου έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης και θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος δούλος».
«Είσαι τρελός!» είπες χαμογελώντας, «πρόσεχε τι εύχεσαι, λένε, μπορεί να σου συμβεί!»
«Μη φοβάσαι, σήμερα μ’ ανέβασες στα ουράνια».
«Το πρόσεξα! Ήμουν κι εγώ μαζί σου εκεί πάνω».
«Δεν θέλω να κατέβω από κει. Δεν θέλω να κατέβουμε από κει πάνω».
«Μην ανησυχείς και δεν θα αφήσω εγώ να κατέβουμε. Χαίρομαι να διαπιστώνω πως έχουμε τις ίδιες διαθέσεις. Μην ανησυχείς. Σε διαβεβαιώνω πως δεν θα δείξω κανέναν οίκτο. Είμαι εντελώς αποφασισμένη, όχι μόνο να σε κάνω να ικανοποιήσεις τις προσδοκίες μου, αλλά να τις ξεπεράσεις κιόλας».
«Θα παραδοθώ στη μοίρα μου, δεν θέλω να με σώσει τίποτα. Δεν ξέρω και δεν έχω ιδέα τι θα μου κάνεις. Θα τα υπομείνω όλα όμως».
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να κοιμηθώ. Άκουγα την ανάσα σου να βγαίνει ρυθμική πάνω στο στήθος μου. Έκλεινα τα μάτια μα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβαινε. Ήσουν μια θεά και γω ο πιστός σου. Με είχες διαλέξει και σου ήμουν πιστός σαν κατοικίδιο. Κάθε μέρα ήταν και μια διασκεδαστική εμπειρία μαζί σου. Φανταζόμουν τώρα πως ζούσα στη μέση της ερήμου και είχε να βρέξει για μέρες. Προσευχόμουν σε σένα για λίγη βροχή, για μάνα εξ ουρανού. Γιατί έτσι έβλεπα τον τρόπο ζωής που σου ζητούσα για να μπορώ να ζήσω. Η ταπείνωση και ο εξευτελισμός μου σαν πράξη προς εσένα, ήταν η βροχή και η τροφή μου. Και συ αποφάσιζες να μη προσφέρεις στον πιστό σου αυτό που θέλει. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Όσο περισσότερο καθυστερούσες την βροχή, τόσο πιο πολύ θα σ’ αγαπούσε, όσο πιο πολύ αδιαφορούσες, τόσο πιο πολύ θα σε είχα ανάγκη. Και μάλλον θα ισχύει και το αντίστροφο. Θα με άφηνες να φτάσω ένα βήμα πριν το τέλος πριν μου σώσεις την ζωή. Και θα μου την έσωζες! Γιατί στην πραγματικότητα, νοιαζόσουν για το κατοικίδιό σου. Για την ώρα απλά απολάμβανες να βλέπεις τον πιστό σου να σε ικετεύει για να τον ταπεινώσεις. Ήξερες πως ο πιστός σου θα έκανε τα πάντα.
Ήταν σα να ζούσα σε ένα παράλληλο με την πραγματικότητα κόσμο. Προσπαθούσα να επεξεργαστώ όλα αυτά που συνέβαιναν στον παράλληλο αυτό κόσμο. Ένα κομμάτι του μυαλού μου ένοιωθε τη «μαγεία» του γεγονότος, ενώ ένα άλλο πάλι, ορθολογικό, πάλευε να βάλει σε κάποια τάξη όλα αυτά, να βρει κάποια λογική εξήγηση. Όμως, υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά μέσα μου, που μου έλεγε πως αυτή η «μαγεία», αυτή η «παραδοξότητα» που βίωνα, ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Ήταν κάτι σαν το επιστέγασμα των προσδοκιών μου όλα αυτά τα χρόνια.
Σε κοίταξα όπως κοιμόσουν. Ήμουν θύμα της γοητείας που μου ασκούσες. Ήμουν δικός σου. Ταμένος σε σένα στον ύπνο και στον ξύπνιο μου. Ορκισμένος δούλος της μορφής σου, της σάρκας σου που έβαζε φωτιά στα σεντόνια μου, είτε ξαπλώναμε μαζί, είτε ξάπλωνα μόνος μου, και με έκανε να μην μπορώ να κλείσω μάτι.
Ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου. Κοίταξα δίπλα μου μα εσύ έλειπες. Σηκώθηκα αργά. Με το που ακούμπησα το πόδι μου στο πάτωμα, το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει. Απέδωσα τη ζαλάδα στην εξάντληση της νύχτας και στην κούραση, ώσπου άρχισα να χάνω τα βήματά μου σαν να πετούσα. Άφησα τα βλέφαρα να κλείσουν για λίγο μήπως και συνέλθω. Ένοιωσα για λίγο πως χάνομαι στον οίστρο ενός χορού. Ήμουν μετέωρος εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στο παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον. Πως τόλμησα πάλι να ονειρευτώ; Πίστεψα για μια στιγμή πως είναι μια από εκείνες τις εμπειρίες, που κάποιοι άνθρωποι περιγράφουν σαν μεταφυσικές. Έτσι κάπως φαντάζομαι θα ήταν ο θάνατος. Το κορμί χάνει την αίσθηση ότι αγγίζει πράγματα και χώρους. Και τότε άρχισα να πέφτω, να πέφτω… προλάβαινα μόνο να σκεφτώ πως όπου να ‘ναι θα ξυπνήσω, όπως ακριβώς συμβαίνει και στους εφιάλτες: μετά προσγειώνεσαι σώος στο κρεβάτι σου. Μόλις άνοιξα πάλι τα βλέφαρα είχα συνέλθει λιγάκι αλλά το σκοτάδι υπήρχε ακόμα εκεί να με τυλίγει στις φασκιές του. Δεν ήξερα αν εξακολουθούσα να ζω στον εφιάλτη. Σε έψαξα δίπλα μου ψηλαφιστά, μα δεν σε βρήκα. Έπρεπε πάλι να σηκωθώ και να σε ψάξω μέσα στο σπίτι. Αυτή τη φορά τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα. Όταν σηκώθηκα δεν υπήρχαν οι ζαλάδες, οπότε μάλλον δεν ονειρευόμουνα. Σε έψαξα μέσα στο σπίτι. Δεν υπήρχε φως και έτσι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις φιγούρες των πραγμάτων. Παρόλο που ήταν θεοσκότεινα, μια μικρή λάμψη έβγαινε από το σαλόνι. Προχώρησα προς τη λάμψη. Τότε σε είδα. Έστρεψα το κεφάλι μου κάτω. Ήσουν απίστευτα τέλεια. Τα μάτια σου σα χρυσαφιά, ήταν η αιτία της λάμψης που είχε κατακλίσει το δωμάτιο. Τα μάτια μου θολώνανε από την οπτασία μπροστά μου. Αστραπιαία η αλήθεια έλαμψε μέσα μου. Δεν υπήρχα στα αλήθεια. Όλα ήταν κυμάνσεις της ενέργειας που δημιουργούσαν το καθετί, ακόμα και εμένα τον ίδιο. Όλα όσα νόμιζα για αληθινά, δεν ήταν παρά μία παραίσθηση, τα πάντα ήταν ένα όνειρο. Αυτή η συνειδητοποίηση με συγκλόνισε και με κατατρόμαξε μέχρι τα βάθη της ύπαρξής μου. Λίγο έλειψε να τρελαινόμουν, κι ένιωσα να βυθίζομαι στα μαύρα σκοτάδια της ανυπαρξίας, όταν ένα χέρι έπιασε στοργικά το δικό μου και με τράβηξε δυνατά πίσω στην πραγματικότητα. Σε είδα να στέκεσαι μπροστά μου, όμορφη όσο και στην πραγματικότητα που σε ήξερα, μόνο που τώρα η ύπαρξή σου δεν είχε τίποτα το υλικό, παρά έδινε την εντύπωση ότι ήταν φτιαγμένη από ατόφιο φως.
Ήσουν η δέσποινα των λογισμών μου, η Ιδεατή Αριάδνη που μου προσέφερες το μίτο για να βγω από τον λαβύρινθο. Τρόπος του λέγειν, βέβαια, μιας και άπαξ συνειδητοποιείς την ύπαρξή του λαβύρινθου αυτού, η μόνη φυσική επιλογή –επιλογή, τί ειρωνεία κρύβει αυτή η λέξη– είναι να χάνεσαι όλο και περισσότερο στα στενά δρομάκια του, μην ξέροντας τί θα συναντήσεις στην επόμενη στροφή. Ήμουν λοιπόν χαμένος μέσα στο λαβύρινθο των σκέψεών μου ακόμα και τώρα που ονειρευόμουν. Ήμουν σαν φάντασμα που βγήκε με το χάσιμο του φωτός και περιπλανιέται ζητώντας λύτρωση. Δεν ήξερα αν θα άντεχες τις αλήθειες που σου αποκάλυψα για μένα. Όχι, δεν θα τις άντεχες! Μία και μόνη ματιά στην αλήθεια είναι ικανή να σε τρελάνει, όπως έχει τρελάνει κι εμένα. Δεν θα έπρεπε να πάρω την ευθύνη να σου τη δείξω.
Σε κοιτάζω που έχεις σηκωθεί από την πολυθρόνα σου. Στο μυαλό μου έρχεται το ταξίδι. Το πρόσωπό σου, η φωνή σου, η αίσθηση του ότι κάποιος σε αγαπά όσο τον αγαπάς κι εσύ, ήταν πράγματα που είχα ξεχάσει όλον αυτόν τον καιρό. Ακόμα και ο ίδιος μου ο εαυτός δεν μου ήταν πια γνώριμος. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, ήταν εκείνη τη στιγμή σαν να συνειδητοποιούσα ότι με έπιασες στον ύπνο, απροετοίμαστο.
Προχωράς προς το μέρος μου. Μέσα μου μεγαλώνει όλο και περισσότερο η αίσθηση ότι βρίσκομαι σ’ ένα ονειρικό τοπίο με τη φαντασία μου, κι όχι σ’ ένα πραγματικό μέρος με το σώμα μου. Έχασα κάθε επαφή με το πού και το πότε βρισκόμουν, ακόμα και το ποιος ή¬μουν. Δεν είχε σημασία. Υπέροχα συναισθήματα με κατέκλυζαν, συναισθήματα αυτάρκειας, μία αίσθηση ότι κι ο κόσμος όλος να χανόταν, η ομορφιά που απέπνεες θα συνέχιζε να υπάρχει. Όλη μου η πορεία, από την στιγμή που γεννήθηκα μέχρι τώρα, φαινόταν να συνοψίζεται σε αυτήν εδώ την στιγμή, σαν να γεννήθηκα μόνο και μόνο για να βιώσω ό,τι βίωνα σ’ αυτό το συνονθύλευμα ονείρου και πραγματικότητας. Δεν είχα καμία συναίσθηση του βάρους του σώματός μου, κι αυτές οι ίδιες οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν κάπως περίεργα. Έβλεπα χωρίς να βλέπω και άκουγα χωρίς να ακούω, πιο πολύ είχα την εντύπωση ότι ήμουν ο ίδιος ένα μέρος της σκηνής γύρω μου, παρά το ότι βρισκόμουν σ’ ένα μέρος του κόσμου και της πραγματικότητας όπως την ήξερα μέχρι τώρα. Ένιωθα την ενέργεια να πάλλεται γύρω μου και μέσα μου, ενώ ένα υπέροχο φως πλημμύριζε το χώρο, γεμίζοντάς με συναισθήματα αγάπης και πληρώσεως. Πρόσεξα λίγο καλύτερα το χώρο που σε κανονικές συνθήκες θα ήταν το σαλόνι του σπιτιού μας στο Βοχαϊκό, και μου ήλθε η εντύπωση ότι δεν βρισκόμουν στον πλανήτη Γη, αλλά είχα περάσει κάποια άγνωστη κι αόρατη πύλη και βρέθηκα στα Ιλίσια Πεδία, στον Παράδεισο, όπως θέλεις πες τον.
Κι εσύ, ή η Ιδέα σου, με κοίταξε με συμπόνια και κατάλαβα πως το ότι δεν τρελάθηκα μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, το όφειλα σε σένα. Η παρουσία σου και μόνο μου έδινε δύναμη να αντέξω αυτή την φοβερή κατανόηση του μυστηρίου της Ύπαρξης. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι ποτέ πια η ζωή μου δεν θα ήταν η ίδια...
«Η σχέση μας είναι μαγική» μου είπες. «Γίναμε όμως πιο μοναχικοί. Ζεις μέσα σε παραληρήματα φαντασιώσεων και δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να κατανοή¬σουν τα παραληρήματά σου. Γνωρίζω ότι κάποια απ’ αυτά τα παραληρήματα πρέπει να τα κάνω πραγματικότητα, αν κι αυτό θα πρέπει να το κάνω με τρόπο που δεν θα έσπαγε την μαγική μας σχέση. Βλέπεις, στον κόσμο της ύλης, ο χρόνος ίσως φθείρει αυτό που δεν φθεί-ρεται στον τόπο των Ιδεών και της Φαντασίας».
Ξαπλώσαμε στο πάτωμα και γίναμε ένα. Η έξαψη ερχόταν κατά κύματα ως το λαιμό μου και με έπνιγε. Το περιβάλλον γύρω είχε πάρει μία κοκκινωπή απόχρωση. Η στιγμή ήταν τόσο υπέροχα μαγική. Ήταν σαν αυτή τη στιγμή κατά την οποία ο χρυσός δίσκος του ήλιου ενώνεται με το κυανό νερό της θάλασσας! Πόσες φορές αυτή η ένωση έγινε στο παρελθόν και πόσες φορές θα γίνει στο μέλλον; Σε ορισμένα ερωτήματα είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις.
Και τότε, ένας άλλος Ήλιος άναψε, η σκέψη η δική σου σαν Ιδεατή Δέσποινα ήταν το προσάναμμα γι’ αυτό, και ήταν δέκα φορές ισχυρότερος από αυτόν που έβλεπα με τα μάτια μου κάθε πρωί που ξυπνούσα.
Ξύπνησα ιδρωμένος με ένα χαμόγελο στα χείλη μου ζωγραφισμένο. Έφερα στο νου μου το χθεσινό όνειρο, και κάτι που λένε για τα όνειρα: τα όνειρα είναι η λαχτάρα του παρελθόντος και η επιθυμία του μέλλοντος. Είχα υποσχεθεί κάποτε στον εαυτό μου να μην ονειρευτεί ξανά. Όμως το μετάνιωσα σχεδόν αμέσως. Η ψυχή μου τότε έγινε σαν άδειο κουτί, μα συνέχισε να γελάει κάτω από μια επίφαση γέλιου για να μην υποφέρουν και οι άλλοι μαζί μου. Άρχισα σιγά-σιγά να χάνω τον εαυτό μου, ήταν σαν να έχω μια ζωή που δεν ήξερα τι να την κάνω. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς όνειρα. Άδειος χωρίς όνειρα τι θα γινόμουν; Η ζωή είναι ένας χορός, που άμα δεν μετράς τα βήματά του χάνεσαι, και μπορείς να μετράς τα βήματα του χορού αυτού μόνο όταν σκέφτεσαι. Και γω όταν έφυγα στο ταξίδι, δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι, ούτε να ονειρεύομαι. Και έτσι έκανα στην αρχή. Όμως συνειδητοποίησα, πως μόνο με το θάνατο σβήνει η σκέψη και το όνειρο. Αν σβήσουν αυτά νωρίτερα, τότε δεν είσαι άνθρωπος αλλά φάντασμα που περιπλανιέται αδιάκοπα. Κι αφού αποφάσισα πως φάντασμα δεν είμαι, άφησα τον εαυτό μου να ονειρεύεται και να σκέφτεται, όμως αυτά πονούσαν και με έκαναν να σωριάζομαι στο κρεβάτι και να κοιμάμαι με τις ώρες. Και όταν και αυτό δεν ήταν αρκετό, ερχόταν η σωτήρια μπουκάλα με το ουίσκι για να αναλάβει το καθήκον της λήθης.
Γιατί τα θυμάμαι πάλι όμως όλα αυτά; Πάει πια πέρασε αυτό. Το είχα αφήσει πίσω μου. Ήταν μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής μου. Αλλά πέρασε. Πάει. Τώρα ήμουν εδώ. Δίπλα σου. Δεν ήθελα πια όνειρα. Ή καλύτερα θα ήταν να πω, δεν ήθελα πια όνειρα που να μην μπορώ να τα μοιράζομαι μαζί σου. Κι εσύ ήσουν δίπλα μου. Ένα άπλωμα του χεριού μου μακριά. Μπορούσες να ορμήσεις με μια σκούπα μέσα στο μυαλό μου και να βάλεις τα πάντα σε τάξη. Νιώθω πολύ ευτυχισμένος σήμερα. Τόσο που φοβάμαι. Πάντα φοβάμαι όταν νιώθω ευτυχισμένος. Αλλά όχι, κάτι μέσα μου έλεγε πως εμείς οι δυο θα ζούσαμε το παραμύθι μας. Πως κάποια στιγμή θα υπερβαίναμε τα στενάχωρα όρια της λογικής, που φέρνει λογοκρισία και εγκράτεια.
Αναδεύτηκες και τεντώθηκες στο κρεβάτι. Σε φίλησα και πρότεινα να φτιάξω πρωινό. Έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι αλλά με τράβηξες πίσω.
«Στάσου μια στιγμή να βγάλουμε αυτό» είπες και τύλιξες τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου ξεκουμπώνοντας το λουράκι από μου.
«Γιατί;» ρώτησα.
«Δεν θέλω να σε δει κανείς μ’ αυτό».
Πλατς-πλατς, ακούστηκαν τα ποδαράκια του μικρού ξυπόλητα στο μάρμαρο καθώς ξύπνησε και ερχόταν να κουλουριαστεί ανάμεσά μας.
«Πάς να τον φέρεις; Το πρωινό μπορεί να περιμένει λιγάκι» είπες.
Βγήκα από το δωμάτιο και τον είδα να στέκετε μπροστά μου νυσταγμένος. Έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Τον φίλησα στο μάγουλο.
«Τι λες μικρέ, πάμε μέσα στη μαμά να της δώσουμε ένα φιλάκι;»
Μου έγνεψε χωρίς να μιλήσει και ήρθαμε στο κρεβάτι. Τον βάλαμε ανάμεσά μας και χουζούρεψε λίγη ώρα και μείς τον κοιτάζαμε με λατρεία.
Συνεχίζεται...