Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Ατιτλο....  (Αναγνώστηκε 28098 φορές)

0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #105 στις: Ιουνίου 11, 2011, 03:14:44 μμ »
63
Το αύριο ήρθε με μια παράξενη ταχύτητα. Ξύπνησε ουρλιάζοντας, ή, μάλλον, έτσι νόμισε στην αρχή. Μόνο όταν γύρισε και κοίταξε σαν τρελός την Ελένη που κοιμόταν γαλήνια, ο Μανόλης πείστηκε ότι το ουρλιαχτό ήταν μόνο μέσα στο κεφάλι του. Μπορεί να του είχε ξεφύγει και κάποια μικρή κραυγή, αλλά προφανώς όχι τόσο δυνατή που να ξυπνήσει την κυρία του.
   Το δωμάτιο ήταν κάθε άλλο παρά σκοτεινό, αφού ήταν περασμένο μεσημέρι, αλλά θυμήθηκε πως είχε τραβήξει τις κουρτίνες προτού πλαγιάσει και το φως ήταν διάχυτο. Ο Μανόλης έμεινε για λίγο ακίνητος, ξαπλωμένος ανάσκελα. Ένιωθε το στόμα του ξερό σαν πριονίδι και την καρδιά του να σφυροκοπάει στο στήθος του και μέσα στα αυτιά του, όπου ο σφυγμός ακουγόταν σαν ποδοβολητό πάνω σε βελούδινο χαλί. Κατά τα άλλα το σπίτι ήταν απόλυτα σιωπηλό.
   Μπορεί να μην είχαν συνηθίσει ακόμη την αλλαγή από τη μέρα στη νύχτα, αλλά η χτεσινή νύχτα ήταν ιδιαίτερα εξαντλητική και εκείνη την ώρα δεν σάλευε τίποτε μέσα στο Περίπτερο. Έξω τιτίβισε ένα πουλάκι και κάπου πολύ μακριά -όχι στο Μαραθώνα, πιο μακριά- ένας επίμονος συναγερμός δεν έλεγε να το βάλει κάτω.
   Δίπλα του η Ελένη αναδεύτηκε στον ύπνο τη και γύρισε μπρούμυτα από την άλλη μεριά. Ο Μανόλης γύρισε και κοίταξε τις πατούσες της. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια από τις πατούσες της λες και τον είχαν υπνωτίσει. Από κλεφτές ματιές βρέθηκε πια να μυρίζει τα πόδια της χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Κάποια στιγμή το πρόσωπό του σχεδόν κόλλησε στην μία της πατούσα. Ακούμπησε απαλά πάνω της τα χείλη του και την ακούμπησε. Ένιωσε πως προσκυνούσε εικόνισμα. Αμέσως τραβήχτηκε γιατί ξαφνικά ένιωσε να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.

Είχε δει ποτέ του χειρότερο όνειρο; Μια φορά ίσως. Το ίδιο βράδυ που τον πουλήσει η μητέρα του στην Άννα, ο Μανόλης στην έπαυλη, είχε δει στον ύπνο του ότι είχε σηκώσει ένα μωρό από την κούνια του για να το αλλάξει και το παχουλό κορμάκι είχε διαλυθεί μέσα στα χέρια του σαν κακοφτιαγμένη πλαστική κούκλα. Αυτό το καταλάβαινε -ο φόβος μήπως τα κάνει θάλασσα σαν σκλάβος. Ένας φόβος που τον είχε ακόμη, όπως είχε διακρίνει πολύ σωστά ο Διευθυντής. Τι νόημα να έβγαζε από το σημερινό όνειρο όμως;
   Ό,τι και αν σήμαινε, ο Μανόλης δεν ήθελε να το χάσει και ήξερε από πείρα ότι έπρεπε να κάνει γρήγορα για να μη συμβεί αυτό.
   Στο δωμάτιο υπήρχε ένα μικρό γραφείο και στην πίσω τσέπη του μπλουτζίν που ο Μανόλη είχε πετάξει σωρό στα πόδια του κρεβατιού θυμόταν ότι είχε σκαλώσει ένα στυλό. Πήρε το στυλό, έφυγε από τα πόδια της Ελένης που κοιμόταν ακόμα, πήγε ως το γραφείο ξυπόλυτος, κάθισε και άνοιξε το συρτάρι μπροστά του. Βρήκε αυτό που ήλπιζε: ένα μικρό πακέτο κόλλες αλληλογραφίας με τυπωμένο στην κορυφή το οικόσημο της Ακαδημίας του Μαραθώνα και τη φράση «Ένα Νεαρό Μυαλό Είναι Ένα Φως Στο Σκοτάδι». Τράβηξε μία κόλλα και την έβαλε πάνω στο γραφείο. Το φως ήταν μουντό, αλλά αρκούσε. Πάτησε το κουμπί του στυλό και στάθηκε μια στιγμή για να φέρει στο νου του το όνειρο όσο πιο καθαρά μπορούσε.
   Αυτός, ο Διευθυντής, η Ελένη και ο Ιορδάνης ήταν παραταγμένοι στη σειρά στο κέντρο ενός γηπέδου. Δεν ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου, αλλά κάποιο άλλο είδος. Στο βάθος φαινόταν ο σκελετός κάποιας ψηλής κατασκευής που στην κορυφή της αναβόσβηνε ένα κόκκινο φως. Δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν, αλλά το γήπεδο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ανθρώπους που τους κοίταζαν, από ανθρώπους με κουρελιασμένα ρούχα και πληγές στα πρόσωπα, που ήξερε πολύ καλά τι ήταν. Αυτός και οι φίλοι του βρίσκονταν σε... κλουβιά; Όχι, ήταν πάνω σε εξέδρες. Οι οποίες ήταν κλουβιά έτσι κι αλλιώς κι ας μην είχαν κάγκελα. Ο Μανόλης δεν ήξερε πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά ήταν.
   Είχαν ήδη αρχίσει να του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες του ονείρου.
   Ο Διευθυντής ήταν ο πρώτος της σειράς. Η Ανδριάνα πήγε κοντά του, Δεν ήταν η Ανδριάνα που ήξερε, ήταν κάπως ιδιαίτερη, και ακούμπησε το χέρι της πάνω στο κεφάλι του. Ο Μανόλης δεν θυμόταν πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό η κάπως ιδιαίτερη Ανδριάνα, αφού ο Διευθυντής -όπως και η Ελένη και ο Ιορδάνης και ο ίδιος ο Μανόλης- στεκόταν πάνω σε εξέδρα, αλλά αυτό είχε κάνει. Ο Διευθυντής γονάτισε μπροστά της και φίλησε το γυμνό της πόδι.
   Και τότε το πλήθος -χιλιάδες άνθρωποι- είχε βροντοφωνάξει «ΜΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ!» με μια φωνή. Μετά η ιδιαίτερη Ανδριάνα είχε πάει στον Μανόλη και είχε κάνει ακριβώς το ίδιο. Ο Μανόλης γονάτισε και αυτός και φίλησε το πόδι της. Και μετά πάνω από το κεφάλι της Ελένης και του Ιορδάνη, για να γονατίσουν κι αυτοί με τη σειρά τους και να φιλήσουν το πόδι της. Και κάθε φορά η ανταπόκριση του πλήθους ήταν η ίδια: «ΜΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ!»
   Ούτε η Ανδριάνα -η τελετάρχης; Η διοργανώτρια;- ούτε οι άνθρωποι που παρακολουθούσαν δεν είχαν ανοίξει το στόμα τους κατά τη διάρκεια αυτής της τελετουργίας. Η κλήση-και-ανταπόκριση γίνονταν πάντα τηλεπαθητικά.
   Ύστερα ο Μανόλης άφησε ελεύθερο το δεξί του χέρι να σκεφτεί τα υπόλοιπα (το χέρι του και εκείνη την ιδιαίτερη γωνιά του μυαλού του που το κινούσε) και άρχισε να σχεδιάζει μια εικόνα στο χαρτί.
   Όλο το όνειρο ήταν φριχτό -η ψεύτικη κατηγορία, η καθήλωση στην εξέδρα-, αλλά τίποτε δεν ήταν τόσο φριχτό όσο η ιδιαίτερη Ανδριάνα που είχε σταθεί πάνω από τον καθένα τους χωριστά και τους είχε υποδείξει στο πλήθος, βάζοντας το χέρι της πάνω στο κεφάλι του καθενός σαν να ήταν ζώα για πούλημα σε επαρχιακή εμποροπανήγυρη.
   Ο Μανόλης σκέφτηκε πως αν κατάφερνε να συλλάβει τη μορφή αυτής της ιδιαίτερης Ανδριάνας στο χαρτί θα είχε απεικονίσει τον τρόμο. Η Ανδριάνα αυτή ήταν μαύρη- μια ασκητική μορφή με ωραίο κεφάλι και ψηλόλιγνο, σχεδόν κοκαλιάρικο σώμα. Τα μαλλιά της ήταν σαν ένα εφαρμοστό μαύρο σκουφί από κατσαρές μπούκλες, σκισμένο στο πλάι από μια βαθιά τριγωνική πληγή στο κρανίο της. Οι ώμοι της ήταν στενοί, οι γοφοί σχεδόν ανύπαρκτοι. Κάτω από το σκουφάκι των μαλλιών, ο Μανόλης σκιτσάρισε με αδρές γραμμές το ωραίο φαρδύ μέτωπο -μέτωπο διανοούμενης. Ύστερα το ασχήμυνε μαυρίζοντας το με άλλη μια βαθιά πληγή και σκιάζοντας την περιοχή όπου το κομμάτι του δέρματος που κρεμόταν έκρυβε εντελώς το ένα φρύδι. Το αριστερό μάγουλο ήταν σκισμένο, από δαγκωνιά ίσως, όπως και το κάτω χείλος από την ίδια πλευρά του προσώπου και της έδινε μια μόνιμη έκφραση κουρασμένης περιφρόνησης.
   Τα μάτια ήταν το μεγάλο πρόβλημα. Ο Μανόλης δεν μπορούσε να τα αποδώσει σωστά. Στο όνειρο του εκείνα τα μάτια είχαν πλήρη συνείδηση, αλλά ήταν νεκρά. Μετά από δυο τρεις άκαρπες προσπάθειες, τα παράτησε και καταπιάστηκε με την μπλούζα, πριν ξεχάσει τις λεπτομέρειες: ήταν ένα φαρδύ, κολεγιακό φούτερ με κουκούλα (ΚΟΚΚΙΝΟ, έγραψε δίπλα, μαζί με ένα βέλος), με άσπρα κεφαλαία γράμματα μπροστά στο στήθος. Η μπλούζα ήταν πολύ φαρδιά για ένα τόσο κοκαλιάρικο σώμα και όπως δίπλωνε έκρυβε τα γράμματα σχεδόν ως τη μέση, αλλά ο Μανόλης ήταν σίγουρος ότι έγραφε Ε.Μ.Π.
   Αυτό σχεδίαζε όταν άρχισε να ακούγεται από κάτω το κλάμα, ένας σιγανός θρήνος σαν μονότονο μουρμουρητό.

64
Ήταν ο Ιορδάνης. Ο Μανόλης το κατάλαβε αμέσως. Έριξε μια ματιά στην Ελένη καθώς φορούσε βιαστικά το μπλουτζίν του, και είδε πως άρχισε να σαλεύει. Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε που ντυνόταν. Σηκώθηκε και εκείνη και βγήκε πρώτη από το δωμάτιο, κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω της.
   Όταν μετά από λίγο βγήκε και ο Μανόλης από το δωμάτιο, η Ελένη, καθόταν στην κορυφή της σκάλας στο πρώτο πάτωμα και νανούριζε το αγόρι στην αγκαλιά της. Ο Ιορδάνης είχε κρύψει το πρόσωπο του πάνω στον ώμο της. Η Ελένη σήκωσε τα μάτια με το που άκουσε τα γυμνά πατήματα του Μανόλη στα σκαλιά και του μίλησε πριν προλάβει να ρωτήσει ο Μανόλης το αγόρι κάτι που μπορεί να το μετάνιωνε αργότερα: Έπαθε τίποτε ο Διευθυντής;
   «Είδε άσχημο όνειρο» ψιθύρισε η Ελένη.
   Ο Μανόλη είπε το πρώτο πράγμα που του κατέβηκε. Εκείνη τη στιγμή του φάνηκε τρομερά σημαντικό. «Είδες και εσύ;»
   Η Ελένη συνοφρυώθηκε. Ξυπόλυτη, με τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά και το πρόσωπο κόκκινο σαν να την είχε αρπάξει ο ήλιος μετά από μια ολόκληρη μέρα στη θάλασσα, έμοιαζε σαν εντεκάχρονη αδερφούλα του Ιορδάνη. «Τι; Όχι. Τον άκουσα να κλαίει στο διάδρομο. Είχα μισοξυπνήσει έτσι κι αλλιώς από κάποια δραστηριότητά σου και...»
   «Μια στιγμή» είπε ο Μανόλης. «Περίμενε εκεί, όπως είσαι».
   Ανέβηκε ξανά στον επάνω όροφο και πήρε το σκίτσο από το δωμάτιο του. Έτρεξε πίσω στη σκάλα. Ο Ιορδάνης γύρισε και τον κοίταξε σαστισμένος και φανερά τρομαγμένος όταν ο Μανόλης κάθισε δίπλα του στο σκαλοπάτι. Ούτε ίχνος από το παιδί-θαύμα των υπολογιστών. Αν η Ελένη φαινόταν σαν εντεκάχρονη με την αλογοουρά και το μακρύ μπλουζάκι της, ο Ιορδάνης έμοιαζε το πολύ εννιά.
   «Ιορδάνη» είπε ο Μανόλης. «Το όνειρο που είδες... τον εφιάλτη. Θυμάσαι τίποτε;»
   «Αρχίζει να χάνεται τώρα» απάντησε ο Ιορδάνης. «Μας είχαν στήσει σε κάτι εξέδρες. Μας κοίταζαν σαν να ήμαστε... δεν ξέρω, σαν άγρια ζώα... και έλεγαν...»
   «Ότι είμαστε παράφρονες» ο Μανόλης θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή αυτό που έλεγε η Ανδριάνα όταν τους ακουμπούσε στο κεφάλι και που δεν μπορούσε να θυμηθεί όταν έφτιαχνε το σκίτσο.
   Ο Ιορδάνης γούρλωσε τα μάτια του. «Ναι!»
   Ο Μανόλης έδειξε στον Ιορδάνη το σκίτσο του. «Μήπως ήταν αυτή η γυναίκα υπεύθυνη;»
   Ο Ιορδάνης δεν απάντησε. Δεν χρειάστηκε. Τραβήχτηκε απότομα μακριά από το σκίτσο και ζάρωσε στην αγκαλιά της Ελένης κρύβοντας πάλι το πρόσωπο του πάνω στον ώμο της.
   «Τι είναι;» ρώτησε η Ελένη ταραγμένη.
   Ο Μανόλης έφερε το σκίτσο μπροστά στα μάτια της Ελένης. «Εσένα σου λέει κάτι; Η γυναίκα των ονείρων σου μήπως;»
   Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της, αλλά πριν προλάβει να πει όχι ακούστηκε ένα δυνατό, παρατεταμένο τράνταγμα και μια σειρά από χτυπήματα στην έξω μεριά της κεντρικής πόρτας του Περιπτέρου. Η Ελένη ούρλιαξε. Ο Ιορδάνης κόλλησε πάνω της σαν να ήθελε να τρυπώσει μέσα της και ούρλιαξε κι αυτός.
   «Ωχ, τι σκατά...»
   Καινούρια τραντάγματα απέξω, πιο επίμονα, πιο δυνατά. Η Ελένη ούρλιαξε ξανά.
   «Τα όπλα!» φώναξε ο Μανόλη. «Τα όπλα».
   Για μερικές στιγμές έμειναν όλοι ακίνητοι σαν να είχαν παραλύσει πάνω στο κεφαλόσκαλο που το έλουζε ο απογευματινός ήλιος. Ύστερα ακούστηκε άλλο ένα από εκείνα τα παρατεταμένα, δυνατά τραντάγματα κι ήταν σαν να κροτάλιζαν ξερά κόκαλα. Ο Μανόλης καθώς έτρεξε, γλίστρησε με τις κάλτσες στο σκαλοπάτι και πιάστηκε από την κουπαστή της σκάλας για να μην πέσει. Η Ελένη έσπρωξε πέρα τον Ιορδάνη και έτρεξε κι αυτή στο δωμάτιο αφήνοντας το αγόρι μόνο, κουλουριασμένο γύρω από τον ξύλινο στύλο της κουπαστής, να κοιτάζει από την κορυφή της σκάλας το χολ κάτω με έντρομα, ορθάνοιχτα μάτια.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #106 στις: Ιουνίου 11, 2011, 11:44:27 μμ »
65
«Ήρεμα» είπε ο Μανόλης. «Ας ηρεμήσουμε όσο γίνεται, εντάξει;»
   Ο Μανόλης και η Ελένη στέκονταν στη βάση της σκάλας δύο λεπτά αφότου είχε ακουστεί το πρώτο από τα δυνατά τραντάγματα στην μπροστινή πόρτα. Ο Μανόλης κρατούσε το ρώσικο αυτόματο τουφέκι που δεν είχε δοκιμαστεί ακόμη και που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Σερ Σπίντι. Η Ελένη κρατούσε από ένα αυτόματο πιστόλι των εννιά χιλιοστών σε κάθε χέρι. Ο  Ιορδάνης είχε το 45άρι, μόνο που ο Ιορδάνης έμενε στην κορυφή της σκάλας κουλουριασμένος γύρω από το κάγκελο. Καλό αυτό, σκέφτηκε ο Μανόλης.
   Το απογευματινό φως που έμπαινε στο Περίπτερο ήταν πολύ πιο θαμπό απ' ό,τι θα έπρεπε κι αυτό σίγουρα δεν ήταν καθόλου καλό. Το φως ήταν θαμπό επειδή όλα τα παράθυρα του ισογείου ήταν γεμάτα από τρελούς των κινητών που στριμωγμένοι πάνω στα τζάμια κοίταζαν στο εσωτερικό. Δεκάδες, μπορεί και εκατοντάδες από εκείνα τα παράξενα κενά πρόσωπα, σημαδεμένα τα περισσότερα από τις μάχες που είχαν δώσει κι από τα τραύματα που είχαν αποκτήσει κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας αναρχίας.
   Ο Μανόλης είδε μάτια βγαλμένα, αυτιά κομμένα και δόντια να λείπουν, είδε μελανιές, πληγές, εγκαύματα και μαυρισμένες σάρκες να κρέμονται. Ήταν όλοι σιωπηλοί. Υπήρχε μια απόκοσμη αίσθηση απληστίας γύρω τους και ο αέρας είχε φορτιστεί πάλι από εκείνη την ασφυκτική πίεση που δημιουργούσε η συγκέντρωση μιας πανίσχυρης, με δυσκολία ελεγχόμενης δύναμης. Ο Μανόλης σχεδόν περίμενε να δει όπλα να ξεπετάγονται από τα χέρια τους και να πυροβολούν από μόνα τους.
   Εμάς, σκέφτηκε.
   «Τώρα ξέρω πώς αισθάνονται οι αστακοί μέσα στη γυάλινη δεξαμενή των εστιατορίων» είπε η Ελένη με σιγανή, σφιγμένη φωνή.
   «Ηρέμησε» επανέλαβε ο Μανόλης. «Ας τους αφήσουμε να κάνουν αυτοί την πρώτη κίνηση».
   Αλλά δεν υπήρξε πρώτη κίνηση. Υπήρξε μόνο ένα ακόμη από εκείνα τα παρατεταμένα τραντάγματα -ήχος που κάνει ένα βαρύ αντικείμενο όταν πέφτει από κάποιο ύψος σε σκληρό έδαφος, όπως φάνηκε στον Μανόλη- κι έπειτα οι μορφές στα παράθυρα αποτραβήχτηκαν σαν να είχε δοθεί ένα σύνθημα που μόνο εκείνες είχαν ακούσει. Υποχώρησαν μαζικά, σε τακτικές σειρές. Δεν ήταν η ώρα της μέρας που συνήθιζαν να σχηματίζουν κοπάδι, αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ήταν πλέον ολοφάνερο.
   Ο Μανόλης πήγε στο μεγάλο παράθυρο του καθιστικού κρατώντας το περίστροφο πάνω στο μηρό του. Η Ελένη τον ακολούθησε.
   Παρακολούθησαν και οι δύο τους τρελούς των κινητών (που δεν φαίνονταν πια καθόλου σαν τρελοί) να οπισθοχωρούν, βαδίζοντας ανάποδα με μια αλλόκοτη, ανατριχιαστική άνεση χωρίς να χάνει κανείς τους τον ελάχιστο ελεύθερο χώρο που διατηρούσε σε σχέση με τους διπλανούς του στη σειρά. Σταμάτησαν τελικά κάπου ανάμεσα στο Περίπτερο και στα καπνισμένα ερείπια του Γηπέδου, σαν στρατός κουρελιάρηδων παραταγμένος σε ένα πεδίο στρωμένο με ξερά φύλλα. Εκατοντάδες ζευγάρια όχι-εντελώς-κενά μάτια καρφώθηκαν επίμονα στην κατοικία του Διευθυντή.
   «Γιατί είναι μουντζουρωμένα τα χέρια και τα πόδια τους;» ρώτησε μια φοβισμένη φωνή. Γύρισαν και οι δύο και κοίταξαν. Ήταν ο Ιορδάνης.
   Ο Μανόλη δεν είχε προσέξει καν τις καπνιές στα χέρια των βουβών πλασμάτων εκεί έξω, αλλά πριν προλάβει να το πει, ο Ιορδάνης απάντησε μόνος του στην ερώτηση του. «Πήγαν να δουν, έτσι δεν είναι; Ναι. Πήγαν να δουν τι κάναμε στους φίλους τους. Και έχουν θυμώσει. Το αισθάνομαι. Εσείς δεν το αισθάνεστε;»
   Ο Μανόλης δεν ήθελε να πει ναι, αλλά φυσικά το αισθανόταν. Όλο εκείνο το βάρος, η τρομερή φόρτιση στον αέρα, η αίσθηση ότι όπου να 'ταν θα ξεσπούσε η καταιγίδα: όλα αυτά ήταν οργή. Σκέφτηκε το Ξανθό Ξωτικό που κατασπάραζε το λαιμό της κυρίας Αντρικό Κοστούμι και την ηλικιωμένη κυρία που είχε κερδίσει τη Μάχη του Σταθμού, εκείνη που είχε αποχωρήσει προς τον Εθνικό κήπο της Αθήνας με το αίμα να στάζει από τις άκρες των γκρίζων μαλλιών της. Τον γυμνό νεαρό που φορούσε μόνο ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και έτρεχε κρατώντας σε κάθε χέρι από μια κεραία αυτοκινήτου και καρφώνοντας τον αέρα. Τόση οργή ήταν δυνατόν να είχε εξαφανιστεί απλώς και μόνο επειδή όλοι αυτοί είχαν γίνει κοπάδι; Ε, όχι.
   «Εγώ το αισθάνομαι» είπε ο Μανόλης. «Όμως, Ιορδάνη, αν έχουν αποκτήσει ιδιαίτερες ψυχικές δυνάμεις, γιατί δε μας κάνουν να αυτοκτονήσουμε ή να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον;»
   «Ή να κάνουν να εκραγεί το μυαλό μας» είπε η Ελένη. Η φωνή της έτρεμε. «Το έχω δει σε μια παλιά ταινία».
   «Δεν ξέρω» είπε ο Ιορδάνης. Κοίταξε τον Μανόλη, «Πού είναι η Κουρελιάρα;;»

   «Έτσι την αποκαλείς;» Ο Μανόλης κοίταξε το σκίτσο, που το κρατούσε ακόμη στο χέρι του: το σκισμένο μάγουλο, το σκισμένο μανίκι της μπλούζας, το φαρδύ μπλουτζίν. Το «Κουρελιάρα» δεν ήταν καθόλου άσχημο όνομα για την ιδιαίτερη Ανδριάνα με την μπλούζα του Ε.Μ.Π.
   «Την λέω κακό μπελά, καλύτερα» είπε ο Ιορδάνης, με τσιριχτή φωνή. Κοίταξε πάλι έξω τους νεοφερμένους. Ήταν τουλάχιστον τριακόσιοι, μπορεί και τετρακόσιοι και είχαν καταφτάσει ένας Θεός ξέρει από ποιες γύρω πόλεις. Ο Ιορδάνης στράφηκε πάλι στον Μανόλη. «Την είδες;»
   «Μόνο στο όνειρο μου» είπε.
   «Για μένα είναι απλώς ένα σκίτσο σε ένα φύλλο χαρτί» είπε η Ελένη. «Δεν την είδα στον ύπνο μου, ούτε και βλέπω καμιά εκεί έξω με τέτοια μπλούζα. Τι γύρευαν στο γήπεδο; Δεν πιστεύω να πήγαν να αναγνωρίσουν τους νεκρούς». Έδειξε να της φαίνεται απίθανο αυτό που είπε. «Εξάλλου, δεν κάνει ακόμη τρομερή ζέστη εκεί μέσα; Πρέπει να κάνει».
   «Τι περιμένουν τώρα;» αναρωτήθηκε ο Ιορδάνης. «Αν είναι να μας απαγγείλουν κατηγορία ή να μας κάνουν να καρφώσουμε κουζινομάχαιρα ο ένας στον άλλον, τι περιμένουν;»
   Ο Μανόλης κατάλαβε ξαφνικά τι περίμεναν και πού ακριβώς βρισκόταν η Κουρελιάρα του Ιορδάνη -ήταν μια έκλαμψη. Κατευθύνθηκε προς την μπροστινή πόρτα.
   «Πού πας;» τον ρώτησε η Ελένη.
   «Να δω τι μας έχουν αφήσει» είπε ο Μανόλης.
   Έτρεξαν όλοι πίσω του. Η Ελένη τον έφτασε όταν ο Μανόλη είχε ήδη πιάσει το πόμολο. «Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα, Μανόλη».
   «Ίσως όχι, αλλά αυτό περιμένουν να κάνουμε. Και ξέρεις κάτι; Αν ήταν να μας σκοτώσουν, θα το είχαν κάνει ήδη».
   «Δίκιο έχει» είπε ο Ιορδάνης με σιγανή, αδύναμη φωνή.
   Ο Μανόλης άνοιξε την πόρτα. Η μακριά, στεγασμένη μπροστινή βεράντα του Περιπτέρου, με τα άνετα ψάθινα έπιπλα και με θέα σε όλη την Πλαγιά της Ακαδημίας ως κάτω στον κεντρικό δρόμο, ήταν ιδανική για ηλιόλουστα απογεύματα σαν κι αυτό, αλλά για τον Μανόλη ήταν το τελευταίο πράγμα που τον ενδιέφερε. Μπροστά από τα σκαλοπάτια της βεράντας τρελοί των κινητών στεκόταν σε σχηματισμό αιχμής βέλους: ένας μπροστά, δύο πίσω του, τρεις πίσω απ' αυτούς κι ύστερα τέσσερις, πέντε και έξι. Είκοσι ένας συνολικά. Ο μπροστινός ήταν η Κουρελιάρα από το όνειρο του Μανόλη, ήταν το σκίτσο του με σάρκα και οστά.
   Ήταν η Ανδριάνα. Ή τουλάχιστον της έμοιαζε. Δεν μπορεί να ήταν εκείνη. Εκτός αν κάτι είχε πάει τελείως λάθος μ’ αυτά που έκανε. Αν πράγματι ήταν η Ανδριάνα, τότε τι μπορούσε να έχει πάει στραβά;
   Τα άσπρα γράμματα στο στήθος της βρόμικης, σκισμένης κόκκινης μπλούζας έγραφαν πράγματι Ε.Μ.Π. Το σκισμένο αριστερό της μάγουλο είχε πιαστεί στο πλάι της μύτης με χοντροκομμένα ασπριδερά ράμματα που από το τράβηγμα είχαν ανοίξει δυο πληγές σε σχήμα δακρύων πάνω στο μαύρο δέρμα, που είχε επουλωθεί ακανόνιστα. Ουλές από σκισίματα υπήρχαν στα σημεία όπου είχαν τραβηχτεί και κοπεί ένα τρίτο και ένα τέταρτο ράμμα.
   Ο Μανόλης σκέφτηκε ότι το ράψιμο της πληγής πρέπει να είχε γίνει με πετονιά. Το σκισμένο κάτω χείλος που κρεμόταν ανοιχτό φανέρωνε μια οδοντοστοιχία πρόσφατα φροντισμένη από καλό ορθοδοντικό, όταν ο κόσμος ήταν λιγότερο άγριος.
   Μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένας ψηλός σωρός από μαυρισμένα, παραμορφωμένα αντικείμενα που είχε θάψει το χαλάκι για τα πόδια και απλωνόταν και προς τις δυο πλευρές της εισόδου. Θα μπορούσε να ήταν η καλλιτεχνική άποψη ενός μισότρελου γλύπτη.
   Ο Μανόλης χρειάστηκε μερικές στιγμές για να καταλάβει ότι αυτό που έβλεπε ήταν τα καμένα και λιωμένα απομεινάρια των «φορητών» που είχαν εγκαταστήσει στο Γήπεδο οι τρελοί των κινητών.
   Η Ελένη ούρλιαξε. Μερικά από τα λιωμένα μηχανήματα είχαν πέσει όταν άνοιξε την πόρτα ο Μανόλης και κάποιο αντικείμενο που πρέπει να ισορροπούσε στην κορυφή του σωρού είχε πέσει κι αυτό μαζί τους και τώρα βρισκόταν μισό στο χώμα και μισό στην άκρη του σωρού. Πριν προλάβει ο Μανόλης να τη σταματήσει, η Ελένη βγήκε μπροστά, πέταξε κάτω το ένα από τα αυτόματα πιστόλια και άρπαξε το αντικείμενο που είχε δει. Ήταν το αθλητικό παπουτσάκι. Το πήρε, έκανε πίσω και το κράτησε σφιχτά ανάμεσα στα στήθη της.
   Ο Μανόλης κοίταξε τον Ιορδάνη. Ο Ιορδάνης κοίταξε τον Μανόλη. Δεν είχαν τηλεπαθητικές ικανότητες, αλλά συνεννοήθηκαν απόλυτα. Και τώρα, τι γίνεται; ρωτούσαν τα μάτια του Ιορδάνη.
   Ο Μανόλης έστρεψε πάλι την προσοχή του στην Κουρελιάρα Ανδριάνα. Αναρωτήθηκε αν το αισθανόταν κανείς όταν διάβαζαν το μυαλό του και αν κάποιος διάβαζε το δικό του εκείνη τη στιγμή. Άπλωσε τα χέρια του στην Κουρελιάρα Ανδριάνα. Στο ένα κρατούσε ακόμη το περίστροφο, αλλά ούτε η Κουρελιάρα Ανδριάνα ούτε κανένας άλλος από την ομάδα της δεν έδειξε να αισθάνεται απειλή. Ο Μανόλης έστρεψε τις παλάμες του προς τα έξω: Τι θέλετε;
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα χαμογέλασε. Δεν είχε καμιά χαρά εκείνο το χαμόγελο. Ο Μανόλης νόμισε ότι διέκρινε θυμό στα σκούρα καστανά μάτια, αλλά και πάλι ήταν κάτι επιφανειακό. Τίποτε δεν σπίθιζε κάτω από την επιφάνεια, τίποτε που να μπορεί να προσδιορίσει σαν συναίσθημα. Ήταν σαν να έβλεπε μια κούκλα να του χαμογελάει.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τέντωσε το δάχτυλο της: Περίμενε. Και τότε, σαν να είχε δοθεί ένα σύνθημα, από την λεωφόρο κάτω ακούστηκαν μαζικά ουρλιαχτά. Ανθρώπινα ουρλιαχτά πόνου. Κι ανάμεσα τους κάτι άναρθρες ζωώδεις κραυγές. Όχι πολλές.
   «Τι κάνετε;» φώναξε η Ελένη. Βγήκε μπροστά σφίγγοντας ασυναίσθητα το αθλητικό παπουτσάκι στη χούφτα της. Έσφιγγε τόσο δυνατά, που οι φλέβες στο μπράτσο της είχαν πεταχτεί και φάνταζαν σαν μακριές, παχιές γραμμές ζωγραφισμένες πάνω στο δέρμα. «Τι κάνετε στους ανθρώπους εκεί κάτω;»
   Λες και υπάρχει αμφιβολία για το τι κάνουν, σκέφτηκε ο Μανόλης.
   Η Ελένη σήκωσε το χέρι με το οποίο κρατούσε ακόμη το όπλο. Ο Μανόλης άρπαξε το πιστόλι και το απέσπασε βίαια από τα δάχτυλα της, πριν προλάβει να τραβήξει τη σκανδάλη. Η Ελένη του ρίχτηκε με τα νύχια της.
   «Δώσ' το μου πίσω! Άκουσες; Δώσ' το μου, είπα!»
   Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της σκηνής, ο Ιορδάνη παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα, έντρομα μάτια και η Κουρελιάρα Ανδριάνα συνέχιζε να στέκεται στην κορυφή του βέλους χαμογελώντας με μια έκφραση όπου κάτω από το χαμόγελο υπήρχε οργή και κάτω από την οργή... απόλυτο κενό, απ' όσο μπορούσε να διακρίνει ο Μανόλης.
   Απόλυτο κενό.
   «Έτσι κι αλλιώς ήταν σηκωμένη η ασφάλεια» μουρμούρισε ο Μανόλης μονολογώντας. «Δόξα τω Θεώ». Στράφηκε στην Ελένη: «Θέλεις να σκοτωθούμε όλοι;»
   «Κι εσύ νομίζεις πως θα μας αφήσουν να φύγουμε;» Η Ελένη έκλαιγε τώρα τόσο δυνατά που ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβουν τι έλεγε. Κάτω στο λόφο, από τις δεντροστοιχίες της λεωφόρου που περνούσε μπροστά από την Ακαδημία του Μαραθώνα ακούγονταν κραυγές και ουρλιαχτά. Μια γυναίκα φώναξε Μη, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μη κι ύστερα η φωνή της έγινε ένα τρομερό
ουρλιαχτό πόνου.
   «Δεν ξέρω τι θα κάνουν μ' εμάς» είπε ο Μανόλης με φωνή που πάσχιζε να την κάνει να ακουστεί ψύχραιμη, «αλλά αν ήθελαν να μας σκοτώσουν θα το έκαναν. Κοίταξε τον, Ελένη -ό,τι συμβαίνει εκεί κάτω είναι για το χατίρι μας».
   Έπεσαν μερικοί πυροβολισμοί από κάποιους που προσπάθησαν να αμυνθούν, αλλά όχι πολλοί. Κυρίως ακούγονταν μόνο κραυγές πόνου, φρίκης και κατάπληξης, όλες από την περιοχή που συνόρευε με την Ακαδημία του Μαραθώνα, όπου είχε καεί το κοπάδι.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #107 στις: Ιουνίου 12, 2011, 05:54:10 μμ »
66
Η Κουρελιάρα Ανδριάνα σήκωσε τα δυο της χέρια και έδειξε την Ελένη και τον Μανόλη. Η Ελένη και ο Μανόλης κοιτάχτηκαν. Ύστερα η Κουρελιάρα Ανδριάνα τέντωσε τα χέρια της προς το μέρος τους και σήκωσε τις παλάμες της προς τον ουρανό κουνώντας τα δάχτυλά της κάνοντάς τους νόημα να πλησιάσουν.
   «Θέλει να πάμε εκεί» είπε η Ελένη. «Δεν μπορώ να πλησιάσω».
   «Δεν θα μας σκοτώσει» είπε ο Μανόλης αλλά δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Ακούστηκε όμως έτσι. Έκανε ένα βήμα μπροστά και η Ελένη τον ακολούθησε.
   «Μην πάτε» φώναξε πίσω τους ο Ιορδάνης.
   Ο Μανόλης γύρισε προς το μέρος του. «Καλύτερα να πας μέσα Ιορδάνη. Θα έρθουμε να σε βρούμε κι εμείς σε λίγο».
   Ο Ιορδάνης φάνηκε να διστάζει για λίγο, αλλά στο τέλος μπήκε μέσα στο σπίτι.
   Ο Μανόλης γύρισε και κοίταξε πάλι την Κουρελιάρα Ανδριάνα που δεν σταμάτησε να τους κάνει νόημα να πλησιάσουν. Όταν έφτασαν μπροστά της, τους έκανε νόημα πάλι με τα χέρια και τους έδειξε τα γυμνά της πόδια.
   Ο Μανόλης που κατάλαβε αμέσως γονάτισε μπροστά της. Η κουρελιάρα Ανδριάνα κοίταξε επίμονα την Ελένη και συνέχισε να της δείχνει τα πόδια της. Ο Μανόλης γύρισε και την κοίταξε. «Γονάτισε» της είπε απαλά. Η Ελένη έπεσε στα γόνατα σιγά-σιγά. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα, έσκυψε και τους κοίταξε στα μάτια. Μετά με τα χέρια της ακούμπησε τα πόδια της.
   «Νομίζω πως μας λέει να φιλήσουμε τα πόδια της» είπε ο Μανόλης. «Όμως δεν είμαι και σίγουρος. Τα έχω χαμένα».
   «Δεν πρόκειται να φιλήσω τα πόδια της» είπε η Ελένη.
   «Ελένη σκέψου τον Ιορδάνη» είπε ο Μανόλης.
   Η Ελένη άρχισε να σκύβει αργά και την ακολούθησε και ο Μανόλης. Τα χείλια τους άγγιξαν σχεδόν ταυτόχρονα τα γυμνά βρώμικα πόδια της. Μετά σήκωσαν αργά το κεφάλι τους. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα σήκωσε ξανά το δάχτυλό της και ξαφνικά τα ουρλιαχτά σταμάτησαν. Σίγουρα όλα αυτά δεν κράτησαν πάνω από δέκα λεπτά, αλλά μερικές φορές, σκέφτηκε ο Μανόλης, ο χρόνος είναι πολύ σχετικός. Στο Μανόλη και στην Ελένη φάνηκαν σαν ώρες. 
   Όταν έπαψαν τελικά οι κραυγές, η Ελένη έμεινε με το κεφάλι σκυφτό, γονατισμένη ακίνητη μπροστά στην Κουρελιάρα Ανδριάνα. Είχε αφήσει και τα δύο αυτόματα πάνω σε ένα τραπέζι δίπλα στην είσοδο, που προοριζόταν για χαρτοφύλακες και καπέλα. Ο Μανόλης της κρατούσε το χέρι και κοίταξε την Κουρελιάρα Ανδριάνα και τους ακόλουθούς της, που στέκονταν στην αρχή του μονοπατιού.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα έκανε ένα βήμα πίσω και ταυτόχρονα μια μικρή υπόκλιση, ανοίγοντας και τα δυο της χέρια στο πλάι σαν να έλεγε, Ευχαριστώ. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι της και άπλωσε το ένα χέρι μπροστά δείχνοντας προς την Πλαγιά της Ακαδημίας και τη λεωφόρο κάτω. Κάνοντας το, κοίταξε την Ελένη και το Μανόλη που ήταν γονατισμένοι μπροστά της, και μετά προς το άνοιγμα της πόρτας πίσω από το σωρό με τα λιωμένα ραδιοκασετόφωνα, που βρίσκονταν ο Ιορδάνης.
   Το νόημα της χειρονομίας της ήταν ξεκάθαρο για τον Μανόλη: Ο δρόμος είναι δικός σας. Εμπρός, πηγαίνετε.
   «Ίσως» είπε. «Στο μεταξύ ας ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Δεν αμφιβάλλω ότι μπορείς να μας ξεκάνεις αν θέλεις, έχεις την αριθμητική υπεροχή, αλλά το σίγουρο είναι πως κάποιος άλλος θα κάνει κουμάντο στη θέση σου αύριο. Γιατί εγώ προσωπικά θα φροντίσω να είσαι η πρώτη που θα πέσει».
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα έβαλε τα χέρια στα μάγουλα της και γούρλωσε τα μάτια της: Πω, πω! Οι άλλοι πίσω της έμειναν ανέκφραστοι σαν ρομπότ. Ο Μανόλης την κοίταξε για μερικές στιγμές ακόμη και σηκώθηκε όρθιος πιάνοντας από το μπράτσο και τραβώντας απαλά την Ελένη να σηκωθεί κι αυτή. Πήγαν πίσω και έκλεισαν ήσυχα την πόρτα.
   «Συγνώμη, γι’ αυτό που έγινε» είπε λυπημένος στην Ελένη.
   «Θα το έκανα Μανόλη, δεν φταις εσύ. Δεν μπορούσα απλώς να στέκομαι και να ακούω τα ουρλιαχτά τους».
   «Δεν έγινε και τίποτε» είπε ο Ιορδάνης. «Το καλό είναι ότι σου έφεραν πίσω το παπουτσάκι σου».
   Η Ελένη το κοίταξε. «Λες να μας βρήκαν απ' αυτό; Να μας μυρίστηκαν, έτσι όπως πιάνουν τα λαγωνικά τις μυρωδιές;»
   «Όχι» είπε ο Ιορδάνης. Είχε καθίσει σε μια πολυθρόνα με ψηλή ράχη δίπλα στην ομπρελοθήκη και φαινόταν πολύ μικρός, πολύ ταλαιπωρημένος και εξαντλημένος. «Είναι ένας τρόπος να σου πουν ότι σε ξέρουν. Και πως αυτή κάνει κουμάντο. Εγώ έτσι νομίζω».
   «Ελένη, δεν ξέρω πώς να στο πω αυτό . είναι πολύ παράξενο και για μένα» είπε ο Μανόλης.
   «Να μου πεις τι;» ρώτησε μπερδεμένη η Ελένη.
   «Αυτή -η Κουρελιάρα όπως την αποκαλεί ο Ιορδάνης- είναι…»
   «Ποια είναι; Την ξέρεις;» ρώτησε ο Ιορδάνης.
   «Δεν ξέρω πως και γιατί βρέθηκε σ’ αυτήν την κατάσταση, αλλά αυτή η Κουρελιάρα είναι η Ανδριάνα. «Πιστεύω πως με κάποιο τρόπο ήξερε ότι ήμαστε εμείς πριν έρθει καν εδώ. Το έμαθε από τα όνειρα μας, έτσι όπως μάθαμε κι εμείς το πρόσωπο της Κουρελιάρας Ανδριάνας από τα όνειρα μας».
   «Εγώ δεν...» άρχισε να λέει η Ελένη.
   «Θα έχεις νέα της όταν θα έρθει η ώρα, φαντάζομαι. Αν έχει κάτι άλλο να μας πει».
   «Αυτό, πάντως, δεν το καταλαβαίνω» είπε η Ελένη. Δεν ήθελε να συζητήσει μπροστά στον Ιορδάνη για την Ανδριάνα. Ούτε και ο Μανόλης θα ήθελε. Τουλάχιστον όχι αυτή τη στιγμή. Το είδε στο ικετευτικό του βλέμμα όταν της ανακοίνωνε το όνομα. Ο Ιορδάνης ίσως να πίστεψε πως ο Μανόλης απλά της είχε δώσει κάποιο όνομα μέσα στο όνειρό του. «Εμείς το κάναμε» συνέχισε να του λέει, «Κι αυτοί ξέρουν ότι εμείς το κάναμε, είμαι πεπεισμένη».
   «Ναι» είπε ο Μανόλης.
   «Τότε, γιατί να σκοτώσουν ένα τσούρμο αθώους πρόσφυγες όταν θα ήταν το ίδιο εύκολο -σχεδόν το ίδιο, έστω- να μπουκάρουν εδώ μέσα και να μας σκοτώσουν; Θέλω να πω, αντιλαμβάνομαι την έννοια "αντίποινα", αλλά δεν πιάνω το νόημα αυτής της...»
   Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, ο Ιορδάνης σηκώθηκε από την πολυθρόνα, κοίταξε γύρω του με μια έκφραση απορίας και ανησυχίας και ρώτησε δυνατά: «Πού είναι ο Διευθυντής;»

67
Μέχρι στιγμής το αγόρι δεν είχε προσέξει την απουσία του Διευθυντή. Ο Μανόλης και η Ελένη, περίμενε ότι σύντομα θα τον αναζητούσε και τότε θα άρχιζε η επόμενη άσχημη σκηνή εκείνης της φριχτής μέρας.
   «Δεν πρέπει με τίποτα να καταλάβει πως ξέρεις και εσύ» ψιθύρισε ο Μανόλης στην Ελένη και έφυγε τρέχοντας να προλάβει τον Ιορδάνη.
   Ο Μανόλης πρόφτασε τον Ιορδάνη, αλλά το αγόρι είχε φτάσει ήδη στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου. «Ιορδάνη, στάσου!»
   «Όχι» είπε ο Ιορδάνης. Το πρόσωπο του ήταν πιο χλομό και σοκαρισμένο από κάθε άλλη φορά. Τα πυκνά, σγουρά μαλλιά πετούσαν γύρω από το κεφάλι του και ο Μανόλης υπέθεσε ότι φαίνονταν έτσι επειδή χρειαζόταν κούρεμα, αλλά έμοιαζαν σαν να είχαν σηκωθεί όρθια από την ταραχή του. «Με όλη αυτή τη φασαρία θα έπρεπε να είχε έρθει, να είναι μαζί μας! Θα είχε έρθει, αν ήταν καλά». Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν. «Θυμάσαι πώς έτριβε το στήθος του; Κι αν δεν ήταν μόνο μια ξινίλα στο στομάχι;»
   «Ιορδάνη...»
   Ο Ιορδάνης δεν του έδωσε καμιά σημασία και ο Μανόλης ήταν σίγουρος πως το αγόρι είχε ξεχάσει και την Κουρελιάρα Ανδριάνα και τις ορδές του προς το παρόν. Ελευθερώθηκε από το χέρι του Μανόλη με ένα απότομο τίναγμα και έτρεξε στο διάδρομο φωνάζοντας, «Κύριε! Κύριε!» ενώ από τους τοίχους άλλοι Διευθυντές που έφταναν μέχρι και πίσω στον δέκατο ένατο αιώνα τον κοίταζαν αυστηρά μέσα από τα κάδρα τους.
   Ο Μανόλης κοίταξε προς τα κάτω στη σκάλα. Η Ελένη δεν θα μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια. Είχε καθίσει στο τελευταίο σκαλοπάτι με το κεφάλι σκυφτό και κοίταζε το αναθεματισμένο το παπουτσάκι της όπως κοίταζε ο Άμλετ το κρανίο του Γιόρικ.
   Ο Ιορδάνης άρχισε να τσιρίζει. Έβγαζε μια ψιλή, αδιάκοπη τσιρίδα που τρυπούσε το κρανίο του Μανόλη σαν ακόντιο. Ο Μανόλης είχε ριζώσει στην κορυφή της σκάλας, στην αρχή του διαδρόμου, όπου έμεινε τουλάχιστον τρία, ίσως και μέχρι εφτά δευτερόλεπτα καθηλωμένος από την εξής σκέψη: Δεν κάνει κανείς έτσι όταν βρει κάποιον νεκρό από καρδιακή προσβολή. Ο γέρος πρέπει να τα σκάτωσε τελικά με κάποιο τρόπο. Ίσως να πήρε λάθος χάπια. Είχε φτάσει στα μισά του διαδρόμου όταν ακούστηκε η Ελένη πίσω του που φώναξε: «Περίμενε», αλλά ο Μανόλης δεν στάθηκε.
   Η πόρτα που οδηγούσε στο μικρό διαμέρισμα του Διευθυντή στον πρώτο όροφο ήταν ανοιχτή: το γραφείο του με τα βιβλία και τον άχρηστο πια υπολογιστή, η κρεβατοκάμαρα του πίσω, με την πόρτα ανοιχτή για να μπαίνει άπλετο το φως του ήλιου. Ο Ιορδάνης στεκόταν μπροστά από το γραφείο. Ο Διευθυντής ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο του. Η πλάτη της περιστροφικής πολυθρόνας είχε γείρει προς τα πίσω από το βάρος του και ο Διευθυντής φαινόταν σαν να κοίταζε το ταβάνι με το ένα μάτι που του είχε απομείνει. Τα μακριά, αχτένιστα άσπρα μαλλιά του κρέμονταν πάνω από τη ράχη της πολυθρόνας.
   Του Μανόλη του θύμισε πιανίστα που μόλις έχει παίξει την τελευταία συγχορδία ενός πολύ δύσκολου κομματιού. Ο Μανόλης άκουσε την Ελένη να αφήνει μια πνιχτή κραυγή φρίκης, αλλά δεν έδωσε σημασία. Νιώθοντας σαν ξένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, πήγε ως το γραφείο και κοίταξε το κομμάτι χαρτί που ήταν αφημένο μπροστά στα χέρια του Διευθυντή. Αν και ήταν λεκιασμένο
από αίματα, έβγαζε εύκολα τα λόγια. Τα γράμματα του Διευθυντή ήταν στρωτά και καθαρά.

aliene geiteskrank
insano
elnebajos vansinnig fou
atamagaokashii gek dolzinnig
hullu
gila
meschuge nebun
dement

Ο Μανόλης εκτός από Ελληνικά δεν μιλούσε τίποτε άλλο εκτός από πολύ λίγα αγγλικά, αλλά κατάλαβε πολύ καλά τι ήταν αυτό και τι εννοούσε. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα ήθελε να φύγουν και ήξερε με κάποιο τρόπο ότι ο Διευθυντής ήταν πολύ γέρος και πολύ δύσκαμπτος από τα αρθριτικά για να πάει μαζί τους. Έτσι, ο Διευθυντής είχε αναγκαστεί να καθίσει στο γραφείο του και να γράψει τη λέξη παράφρων σε δεκατέσσερις διαφορετικές γλώσσες. Και, όταν τελείωσε, είχε αναγκαστεί να μπήξει τη μύτη της χοντρής πένας του στο δεξί του μάτι και ως πίσω βαθιά στον γέρικο, πανέξυπνο εγκέφαλο του.
   «Τον έβαλαν να σκοτωθεί μόνος του, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Ελένη με σπασμένη φωνή. Παρόλο που ο καθηγητής σκόπευε να αυτοκτονήσει, δεν περίμενε ποτέ πως θα έκανε κάτι τέτοιο. Θα το έκανε να φανεί σαν καρδιακή προσβολή. «Γιατί αυτόν και όχι εμάς; Γιατί αυτόν και όχι εμάς; Τι θέλουν;»
   Ο Μανόλης σκέφτηκε πώς είχε δείξει η Κουρελιάρα Ανδριάνα προς την λεωφόρο.
   Οι τρελοί των κινητών, που δεν ήταν πια και τόσο τρελοί, ή ήταν τρελοί με έναν καινούριο-θαυμαστό τρόπο, τους ήθελαν πάλι στο δρόμο. Πέρα απ' αυτό, δεν είχε ιδέα και ίσως αυτό να ήταν καλό. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι.
   Ίσως ήταν ευτύχημα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #108 στις: Ιουνίου 13, 2011, 09:17:12 πμ »
68
Σε ένα ντουλάπι, στο τέρμα του πίσω διαδρόμου, υπήρχαν έξι λευκά λινά τραπεζομάντιλα και ένα από αυτά χρησίμεψε για σάβανο του Διευθυντή. Η Ελένη προσφέρθηκε να το ράψει για να μην ανοίγει, αλλά ξέσπασε σε κρίση δακρύων όταν οι ικανότητες της στη βελόνα ή και η ίδια ίσως αποδείχτηκαν ανεπαρκείς για ένα έργο τόσο τελεσίδικο. Ανέλαβε ο Μανόλης, που τύλιξε σφιχτά τις άκρες του τραπεζομάντιλου, δίπλωσε τη ραφή και άρχισε να τη ράβει από πάνω με γρήγορες, σχεδόν επαγγελματικές βελονιές.
   «Εκτιμώ αφάνταστα αυτό που έκανες επάνω -εγώ δεν θα μπορούσα με τίποτε. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην καταρρεύσω» είπε η Ελένη.
   «Εντάξει» είπε ο Μανόλης. Κάπως έπρεπε να βγει εκείνη η πένα από το μάτι του Διευθυντή. Σε καμιά περίπτωση δεν θα τον άφηναν έτσι. Οπότε, το είχε αναλάβει αυτός, κοιτώντας στην απέναντι γωνία του δωματίου καθώς τραβούσε την πένα και πασχίζοντας να μη σκέφτεται τι έκανε, ή γιατί είχε σφηνώσει τόσο γερά το αναθεματισμένο κατασκεύασμα, και σε γενικές γραμμές είχε καταφέρει να μη σκέφτεται, αλλά η πένα είχε τρίξει όταν ξύθηκε πάνω στα οστά της κόγχης και, όταν ελευθερώθηκε τελικά, είχε ακουστεί ένα αηδιαστικό ρευστό πλοπ! σαν να ξεκόλλησε κάτι από τη μυτερή άκρη της και να έπεσε πάνω στα χαρτιά του γραφείου.
   Ο Μανόλης σκέφτηκε τότε ότι δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνους τους δυο ήχους, αλλά το καταραμένο πράγμα είχε ξεσφηνώσει επιτέλους και αυτό ήταν το μόνο σημαντικό.
   Έξω, περίπου χίλιοι τρελοί των κινητών στέκονταν στην πρασιά με το γρασίδι ανάμεσα στα ερείπια του γηπέδου που κάπνιζαν και στο Περίπτερο. Εκεί πέρασαν την περισσότερη ώρα του απογεύματος. Έπειτα, γύρω στις πέντε, σχημάτισαν αθόρυβα κοπάδι και κατευθύνθηκαν προς την πόλη του Μαραθώνα. Ο Μανόλης μετέφερε τη σαβανωμένη σορό του Διευθυντή στο ισόγειο από την πίσω σκάλα και την άφησε στη βεράντα. Μετά, οι τρεις επιζώντες μαζεύτηκαν στην κουζίνα και πήραν το γεύμα που είχαν καταλήξει να αποκαλούν πρωινό, ενώ οι σκιές της μέρας άρχιζαν να μακραίνουν στο προαύλιο.
   Αν και δεν το περίμεναν, ο Ιορδάνης έφαγε καλά. Τα μάγουλα του ήταν κόκκινα και η ομιλία του ζωηρή. Μιλούσε για αναμνήσεις από τη ζωή στην Ακαδημία του Μαραθώνα και για την επιρροή του Διευθυντή Λουκά στην καρδιά και στο μυαλό ενός δωδεκάχρονου φρικιού των υπολογιστών, που ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και δεν είχε ούτε ένα φίλο. Οι ζωηρές περιγραφές του αγοριού έκαναν τον Μανόλη να αισθάνεται όλο και πιο νευρικός και, όταν έπιασε το βλέμμα της Ελένης πάνω από το τραπέζι, κατάλαβε ότι κι εκείνη αισθάνονταν το ίδιο. Το μυαλό του Ιορδάνη κάλπαζε ανεξέλεγκτο, αλλά δεν ήξερε τι θα μπορούσαν να κάνουν γι' αυτό.
   Κάποια στιγμή, αφού είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, ο Μανόλης πρότεινε στον Ιορδάνη να πάει να ξεκουραστεί. Ο Ιορδάνης του απάντησε ότι θα πήγαινε, αφού θα έθαβαν πρώτα το Διευθυντή. Μπορούσαν να τον βάλουν στον κήπο, πίσω από το Περίπτερο, είπε. Τους είπε επίσης ότι ο Διευθυντής αποκαλούσε αυτή τη μικρή βραγιά με τα λαχανικά «κήπο της νίκης», αν και δεν είχε εξηγήσει ποτέ στον Ιορδάνη γιατί.
   «Είναι η ιδανική μεριά» δήλωσε ο Ιορδάνης μ' ένα πλατύ χαμόγελο. Τα μάγουλα του έμοιαζαν φλογισμένα. Τα μάτια του είχαν μεγάλους μαύρους κύκλους και άστραφταν από κάτι που θα μπορούσε να ήταν έμπνευση, κέφι, παράνοια, ή και τα τρία μαζί. «Εκτός από το ότι είναι πολύ αφράτο το χώμα, ήταν και η αγαπημένη του μεριά... εκτός σπιτιού, εννοώ. Λοιπόν, τι λέτε; Αυτοί έχουν φύγει, ακόμα δεν έμαθαν να βγαίνουν τη νύχτα, δεν άλλαξε αυτό, και έχουμε τα φανάρια του γκαζιού για να βλέπουμε να σκάψουμε. Τι λέτε;»
   Αφού το σκέφτηκε για λίγο, ο Μανόλης ρώτησε: «Υπάρχουν πουθενά φτυάρια;»
   «Στο υπόστεγο με τα σύνεργα της κηπουρικής! Δε θα χρειαστεί να πάμε ούτε ως το θερμοκήπιο» είπε ο Ιορδάνης... και γέλασε χαρωπά.
   «Ας το κάνουμε» είπε η Ελένη. «Ας τον θάψουμε να τελειώνουμε και μ' αυτό».
   «Ωραία! Ωραία!» φώναξε ανυπόμονα ο Ιορδάνης. Σηκώθηκε από την καρέκλα του κι άρχισε να βαδίζει πάνω κάτω στην κουζίνα. «Άντε, παιδιά, πάμε!» Λες και τους παρακινούσε να πάνε να παίξουν κυνηγητό.
   Έτσι, έσκαψαν έναν τάφο στο λαχανόκηπο του Διευθυντή πίσω από το Περίπτερο και τον έθαψαν ανάμεσα στις φασολιές και στις ντοματιές. Ο Μανόλης κατέβασε τη σαβανωμένη σορό στον μακρόστενο λάκκο που είχε βάθος περίπου ένα μέτρο. Είχε ζεσταθεί από το σκάψιμο και μόνο όταν σταμάτησε κατάλαβε πόσο κρύα ήταν η νύχτα. Είχε πέσει παγωνιά. Τα αστέρια έλαμπαν ψηλά, αλλά ένα πυκνό στρώμα ομίχλης αργοκυλούσε προς τα πάνω στην Πλαγιά. Η λεωφόρος είχε ήδη βουλιάξει στη συννεφένια άσπρη παλίρροια. Μόνο οι κορυφές από τις μυτερές στέγες των μεγάλων παλιών σπιτιών ξεπρόβαλλαν από τη θάλασσα της ομίχλης.
   «Μακάρι να ήξερε κάποιος από σας ένα καλό ποίημα», είπε ο Ιορδάνης. Τα μάγουλα του ήταν πιο κόκκινα από ποτέ, αλλά τα μάτια του είχαν χαθεί μέσα στους μαύρους κύκλους και έτρεμε από το κρύο, παρά τα δύο χοντρά πουλόβερ που φορούσε, το ένα πάνω από το άλλο. Η ανάσα του έβγαινε σε μικρά άσπρα συννεφάκια. «Ο Διευθυντής τρελαινόταν για ποίηση, μόνο με ποιήματα την έβρισκε πραγματικά. Ήταν...» Η φωνή του Ιορδάνη, που ήταν περίεργα ζωηρή και εύθυμη όλη νύχτα, έσπασε τελικά. «Ήταν εντελώς της παλιάς σχολής».
   Η Ελένη τον πήρε στην αγκαλιά της. Ο Ιορδάνης πάλεψε να της ξεφύγει κι ύστερα αφέθηκε.
   «Να σας πω τι θα κάνουμε» είπε ο Μανόλης. «Λέω να τον σκεπάσουμε πρώτα -να τον σκεπάσουμε καλά καλά, για να μην κρυώνει- και μετά να του πούμε ένα ποίημα. Συμφωνείτε όλοι;»
   «Αλήθεια, ξέρεις ένα ολόκληρο ποίημα;»
   «Αλήθεια» είπε ο Μανόλης.
   «Είσαι πολύ εντάξει, Μανόλη. Ευχαριστώ». Ο Ιορδάνης χαμογέλασε στον Μανόλη με μια έκφραση ευγνωμοσύνης που σου σπάραζε την καρδιά.
   Δεν τους πήρε πολλή ώρα να σκεπάσουν τον τάφο και ήταν σχετικά εύκολη δουλειά, αν και στο τέλος χρειάστηκε να τραβήξουν και λίγο χώμα από δίπλα για να φέρουν το έδαφος στο ίδιο επίπεδο. Όταν τελείωσαν, ο Μανόλης είχε ιδρώσει ξανά και ο ιδρώτας του μύριζε άσχημα. Είχε πολύ καιρό να κάνει ντους. Η Ελένη προσπάθησε να εμποδίσει τον Ιορδάνη να βοηθήσει, αλλά το αγόρι τής ξέφυγε και κόλλησε δίπλα του φτυαρίζοντας χώμα με τα γυμνά του χέρια μέσα στο λάκκο.
   Όταν ο Μανόλης τελείωσε οριστικά, έχοντας πατικώσει πια και το χώμα με την επίπεδη πλευρά του φτυαριού, τα μάτια του Ιορδάνη ήταν σαν γυάλινα από την εξάντληση και τρέκλιζε σαν μεθυσμένος έτοιμος να σωριαστεί. Παρ' όλα αυτά, κοίταξε τον Μανόλη. «Εμπρός. Μου το υποσχέθηκες». Ο Μανόλης σχεδόν περίμενε να τον ακούσει να προσθέτει απειλητικά, Αλλιώς θα σου φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι, σαν αδίστακτος πιστολέρο σε γουέστερν του Πέκινπα.
   Ο Μανόλης πήγε και στάθηκε στην κορυφή του τάφου. Θεώρησε ότι ήταν η κορυφή, αν και μέσα στην κούραση του δεν θα έπαιρνε όρκο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί καν αν το μικρό όνομα του Διευθυντή ήταν Λουκάς ή κάτι άλλο. Λωρίδες ομίχλης τυλίγονταν γύρω από τα πόδια του Μανόλη και μπλέκονταν ανάμεσα στις ξεραμένες φασολιές. Ο Μανόλης έβγαλε το κασκέτο του από το κεφάλι του και η Ελένη τον μιμήθηκε.
   «Έτσι μπράβο!» φώναξε ο Ιορδάνη. Ένα τρελό χασκόγελο ικανοποίησης. «Βγάζουμε όλοι το καπέλο! Βγάζουμε το καπέλο στο Διευθυντή!» Ο ίδιος δεν φορούσε τίποτε στο κεφάλι του, αλλά μιμήθηκε την κίνηση ανεξάρτητα. Έβγαλε ένα φανταστικό καπέλο και έκανε πως το πέταξε στον αέρα. Κι ο Μανόλης φοβήθηκε για άλλη μια φορά ότι το αγόρι είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.
«Και τώρα το ποίημα! Εμπρός, Μανόλη!»
   «Εντάξει, αλλά πρέπει να κάνεις ησυχία» του είπε ο Μανόλης. «Δείξε σεβασμό».
   Ο Ιορδάνης έφερε το δάχτυλο στα χείλη του για να του αποδείξει ότι είχε καταλάβει και ο Μανόλης είδε σ' εκείνα τα πονεμένα μάτια που κοίταζαν ορθάνοιχτα πάνω από το τεντωμένο δάχτυλο πως το αγόρι δεν είχε χάσει καθόλου τα λογικά του. Έναν πολύτιμο φίλο, ναι, αλλά όχι τα λογικά του.
   Η Ελένη περίμενε, περίεργη να ακούσει πώς θα συνέχιζε ο Μανόλης. Περίμενε ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ (ο Διευθυντής σίγουρα θα επιδοκίμαζε τον Σαίξπηρ). Εκείνο που δεν περίμενε με τίποτε ήταν αυτό που άρχισε να απαγγέλλει ο Μανόλης με χαμηλή, άριστα μελετημένη φωνή.
   «Μη μας στερήσεις το έλεος Σου, Κύριε. Είθε η αγάπη και η αλήθεια Σου να μας προστατεύουν αιώνια. Γιατί μας περιτριγυρίζουν αναρίθμητες δυσκολίες. Μας έχουν κυριέψει τα αμαρτήματα μας και δεν μπορούμε να δούμε το δρόμο μπροστά μας. Τα αμαρτήματα μας είναι περισσότερα κι από τις τρίχες της κεφαλής μας και η καρδιά μας δεν αντέχει το βάρος. Σώσε μας, Κύριε, Σε παρακαλούμε. Ω Κύριε, έλα και βοήθησε μας».
   Η Ελένη στεκόταν στα πόδια του τάφου και έκλαιγε. Κρατούσε το γούρι της, το αθλητικό παπουτσάκι, και έκλαιγε με πυκνά, σιγανά αναφιλητά.
   Ο Μανόλης άπλωσε το δεξί του χέρι πάνω από τον τάφο με την παλάμη προς τον ουρανό και λυγισμένες τις άκρες των δαχτύλων του. «Είθε αυτοί που επιβουλεύονται τις ζωές μας, αυτοί που πήραν ετούτη τη ζωή, να απολεσθούν μέσα στο όνειδος και στη σύγχυση. Είθε αυτοί που επιδιώκουν την καταστροφή μας να κατατροπωθούν και να εξευτελιστούν. Είθε αυτοί που μας χλευάζουν να φρικιάσουν από την ντροπή τους. Ιδού ο νεκρός, χους εκ της γης...»
   «Λυπάμαι, κύριε Διευθυντά!» έσκουξε ο Ιορδάνης με τρεμάμενη φωνή που έσπασε στο τέλος. «Λυπάμαι τόσο πολύ, είναι άδικο, κύριε, λυπάμαι πάρα πολύ που είστε νεκρός...» Τα μάτια του γύρισαν ανάποδα και σωριάστηκε πάνω στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Η ομίχλη άπλωσε αμέσως τις λαίμαργες γλώσσες της και άρχισε να τον τυλίγει.
   Ο Μανόλης έτρεξε, τον σήκωσε και ψηλάφισε το σφυγμό στο πλάι του λαιμού του. Ήταν δυνατός και σταθερός. «Απλώς λιποθύμησε».
   «Τι ήταν αυτό που έλεγες, Μανόλη;» ρώτησε η Ελένη.
   Ο Μανόλης ήρθε σε αμηχανία, σχεδόν κοκκίνισε. «Μια πολύ ελεύθερη απόδοση ενός ψαλμού. Ας τον πάμε καλύτερα μέσα να...»
   «Όχι» είπε η Ελένη. «Τελείωσε το, αν δεν είναι πολύ ακόμη. Είναι πολύ ωραίο. Είναι σαν βάλσαμο σε πληγή».
   Ο Μανόλης στράφηκε ξανά προς τον τάφο. «Ιδού ο νεκρός, χους εκ της γης και ιδού εμείς οι ζώντες, ενδεείς και πένητες. Κύριε, σπλαχνίσου μας. Διότι Εσύ είσαι ο προστάτης και η ελπίδα μας. Ω Κύριε, μην αργήσεις. Αμήν».
   «Αμήν» είπε η Ελένη.
   «Ας πάμε μέσα το παιδί» είπε ο Μανόλης. «Κάνει διαβολεμένο κρύο».
   «Αυτά σου τα έμαθε η Άννα;» τον ρώτησε η Ελένη.
   «Ναι, βέβαια» είπε ο Μανόλης σαρκαστικά. «Ας πάμε το παιδί στο κρεβάτι του. Πάω στοίχημα ότι θα κοιμηθεί ως τις τέσσερις το απόγευμα, κι όταν ξυπνήσει θα αισθάνεται πολύ καλύτερα».
   «Κι αν επιστρέψει η Ανδριάνα και δει ότι είμαστε ακόμα εδώ, ενώ μας είπε να φύγουμε;» ρώτησε η Ελένη.
   Καλή ερώτηση, σκέφτηκε ο Μανόλης, αλλά όχι απ' αυτές που χρειάζεται να τις σκεφτείς πολύ. Η Κουρελιάρα Ανδριάνας ή θα τους έδινε άλλη μια μέρα χάρη ή δεν θα τους έδινε. Καθώς ανέβαζε τον Ιορδάνη στον κρεβάτι του, ο Μανόλης διαπίστωσε ότι ήταν τόσο κουρασμένος που δεν τον ένοιαζε τι από τα δυο θα συνέβαινε.
   «Δεν είναι αυτή η Ανδριάνα» είπε ο Μανόλης.
   «Μα εσύ είπες…»
   «Ξέρω τι είπα. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Αυτή η κουρελιάρα είναι η Ανδριάνα, αλλά με κάποιο ανεξήγητο τρόπο δεν είναι. Σε ικετεύω, μείνε μ’ αυτή την εξήγηση γιατί και μένα μου έχει σαλέψει».
   Η Ελένη δεν είπε τίποτα.

69
Κατά τις τέσσερις το πρωί, η Ελένη είπε στον Μανόλη πως είναι νυσταγμένη, και του ζήτησε να την ακολουθήσει.
   Άκουσαν  άλλο ένα από εκείνα τα μαζικά βογκητά που η απόσταση τα έκανε να ακούγονται απόκοσμα σηκώθηκε στον αέρα από την κατεύθυνση της ανατολής. Τρεμούλιασε σαν μακρινό ουρλιαχτό λυκάνθρωπου σε παλιά ταινία φρίκης και, πάνω που άρχισε να σβήνει, ήρθε σαν απάντηση μια πολύ πιο δυνατή κραυγή από την πόλη του Μαραθώνα, όπου η Κουρελιάρα Ανδριάνα είχε οδηγήσει το καινούριο μεγαλύτερο κοπάδι της.
   Ούτε η κραυγή θανάτου ούτε η απάντηση από το Μαραθώνα δεν είχαν ξυπνήσει τον Ιορδάνη. Κάτι ήταν κι αυτό. Ο οδικός άτλαντας, τώρα με το εξώφυλλο ζαρωμένο και τις σελίδες να στρίβουν στις γωνίες, ήταν πάνω στο τραπεζάκι στο δωμάτιο του δωματίου τους. Ο Μανόλης τον ξεφύλλισε και είπε: «Αυτό πρέπει να ήταν από τα βορειοανατολικά του Μαραθώνα. Αναρωτιέμαι πόσους να ξέκαναν. Και πώς το έκαναν».
   Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της.
   «Ελπίζω να ήταν πολλοί» είπε η Ελένη μ' ένα μικρό, κακό χαμόγελο. «Ελπίζω να ήταν τουλάχιστον χίλιοι και να σιγοψήθηκαν. Θα φύγουμε αύριο βράδυ, τι λες; Αν μας αφήσει η Ανδριάνα να ζήσουμε σήμερα, νομίζω πως πρέπει. Εσύ συμφωνείς;»
   «Δε βλέπω άλλη επιλογή» είπε ο Μανόλης. «Αλλά, να σου πω κάτι; Αισθάνομαι σαν μοσχάρι που το πηγαίνουν στο σφαγείο. Μου φαίνεται σαν να μυρίζω το αίμα των αδερφών μου που σφάχτηκαν πριν από μένα».
   Η Ελένη είχε το ίδιο συναίσθημα, από το οποίο προέκυπτε το κοινό ερώτημα: Αν αυτοί είχαν στο ομαδικό μυαλό τους τη σφαγή, γιατί να μην το κάνουν εδώ; Θα μπορούσαν να το είχαν κάνει χτες το απόγευμα, αντί να τους αφήσουν τα λιωμένα ραδιοκασετόφωνα και το παπουτσάκι-γούρι της Ελένης έξω από την πόρτα.
   «Δεν νυστάζω» είπε η Ελένη. Αντέχεις άλλες δυο ώρες;»
   «Θα μπορούσα» είπε ο Μανόλης κάπως εύθυμα. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμιά διάθεση για ύπνο. Το σώμα του ήταν εξαντλημένο, αλλά το μυαλό του γύριζε, γύριζε και δεν έλεγε να σταματήσει. Και μόλις άρχιζε να ηρεμεί λιγάκι, τότε σκεφτόταν εκείνη την πένα που είχε τραβήξει από το μάτι του Διευθυντή. Το τρίψιμο του μετάλλου πάνω στο κόκαλο. «Γιατί ρωτάς;»
   «Γιατί, αν αποφασίσουν να μας σκοτώσουν απόψε, θα προτιμούσα να γίνει με τον δικό μου τρόπο παρά με τον δικό τους» είπε η Ελένη. «Τον είδα τον δικό τους και δε μου άρεσε».
   Ο Μανόλης σκέφτηκε πως, αν ο συλλογικός νους τον οποίο εκπροσωπούσε η Κουρελιάρα Ανδριάνα είχε κάνει το Διευθυντή να μπήξει μια πένα στο μάτι του, οι τρεις εναπομείναντες ένοικοι του Περιπτέρου ίσως να διαπίστωναν ότι η αυτοκτονία δεν ήταν πλέον μια από τις επιλογές τους. Αλλά αυτή δεν ήταν ιδέα για να την πει στην Ελένη. Έτσι, συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του.
   Ο Μανόλης κάρφωσε το βλέμμα του στην Ελένη και σκέφτηκε πόσο πολύ παραδομένος ήταν σε κείνη. Πόσο θα ήθελε να την γνωρίσει καλύτερα. Οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες. Και η Άννα... ποτέ δεν του είχε φανεί τόσο μακρινή.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #109 στις: Ιουνίου 13, 2011, 01:45:55 μμ »
70
Ο Μανόλης την άφησε να κάθετε στο κρεβάτι και εκείνος πήγε στο τραπεζάκι. Έβγαλε από το συρτάρι άλλο ένα χαρτί αλληλογραφίας με το λογότυπο της Ακαδημίας και έγραψε πάνω του.
   «Τι κάνεις;» τον ρώτησε η Ελένη.
   «Θα σου δείξω» της είπε και μετά από λίγο σηκώθηκε και πήγε και γονάτισε μπροστά της.
   Η Ελένη πήρε το χαρτί που της έδωσε και διάβασε.

Η ζωή μου βρίσκεται στα πόδια σου» της είπε «την έχω καταθέσει στις πατούσες σου. Μπορείς να με συνθλίψεις, όμορφα. Μπορείς έτσι γλυκά να την τελειώσεις. Πάτα τη, λιώσε τη, κομμάτιασε τη, κάνε τη να υποφέρει, όσο πιότερο άλλο, κάνε την επίπεδη, αχρήστευσε τη κι άφησε το δάκρυ μου, να κυλά στους αστραγάλους σου.
   Προσκυνώ γερμένος, τ’ ακροδάχτυλα σου. Σου χαρίζω ακόμα και την τελευταία ανάσα, καταθέτω τα όνειρά μου, στις μύτες των ποδιών σου, σε λευκές, του λείου δέρματός σου, αποχρώσεις.
   Μακάρι το όνομα και το πνεύμα σου να με ευεργετήσουν! Μπες μες το μυαλό μου και τη σκέψη μου, για όλη μου τη ζωή, και κάνε για χάρη μου ό,τι επιθυμεί η ψυχή σου.

   «Αυτό αν θέλεις θα είναι το συμβόλαιό μας. Και θα το τιμώ για όσο ζω» της είπε. Μετά έσκυψε και φίλησε τα παπούτσια της. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το πρόσωπό της. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.
   Κοιτούσε και πάλι το πρόσωπο της. Ήθελε να το βλέπει σε όλη του τη ζωή, θες από λαχτάρα, θες γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς μιας και τον είχαν εκμαυλίσει εκείνα τα μάτια που έμοιαζαν τόσο με μάτια παιδιού, παρόλο που στον Μανόλη φάνταζαν σαν να ήταν παλιότερα από την ίδια την πλάση. Ένιωσε ότι τα μάτια της τον κοίταζαν και για μια στιγμή απίστευτου τρόμου νόμισε ότι είχε τραβήξει την προσοχή ενός προσώπου στην ομίχλη. Γραπώθηκε από τα πόδια της, έχοντας την αίσθηση ότι τα πάντα γύρω του διαλύονταν, και τράβηξε το βλέμμα του από τα μάτια της.
   Τα μάτια της τον κοιτούσαν τώρα. Επίμονα. Σταθερά και αδιάκοπα τον κοιτούσε. Μέσα από την αλλόκοτη ομίχλη με τα πύρινα μάτια που απολάμβαναν ηδονικά το θέαμα κάτω, ενός σκλάβου που σπαρταρούσε από την ηδονή που του δημιουργούσε η αφέντρα του και μόνο που τον κοιτούσε.
   Καθώς ο κόσμος σκοτείνιαζε γύρω του, ένα δευτερόλεπτο πριν ο Μανόλης λιποθυμήσει, του πέρασε φευγαλέα από το νου η σκέψη ότι αυτό που τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του σπαρταρώντας, ήταν άγγιγμα του παπουτσιού της πάνω του. Ένιωθε τη νύχτα να τον σκεπάζει. Την ένιωθε να έρχεται όπως έρχεται η μάνα που ποτέ δεν είχε στον ύπνο του και να ρίχνει πάνω του ένα σεντόνι με άστρα κάθε ένα και ένα χαμένο του όνειρο. Κάθε άστρο, μια κρυφή του επιθυμία που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, σε κανέναν.
   Χιλιάδες επιθυμίες για υποταγή κρυμμένες στα σεντόνια. Αμέτρητες νύχτες χωμένος στις κουβέρτες να περνούν δεκάδες όνειρα, σαν τρένα κι εκείνος να μοιάζει μ’ έναν αστείο ταξιδιώτη που έβγαλε εισιτήριο σε λανθασμένο σταθμό.
   Έτσι ένιωθε και όσο ήταν σκλάβος της Άννας. Σαν να τον είχε υποτάξει το λάθος άτομο. Στα αστέρια που τον σκέπαζαν, έδινε ονόματα γυναικών. Τα βάπτισα Χριστίνα, Μαρία, Αγγελική, Ελένη, Αμαλία… Τους χάριζε κι από έναν κρίνο λευκό, αμόλυντο, παρθένο κι άσπιλο σαν την ελπίδα. Τους χάριζε την υποταγή του. Αυτό ήθελε: να υποταχθεί, όχι να τον υποτάξουν. Ονειρευόταν πως είχε την ελευθερία να επιλέξει και όχι να τον επιλέξουν.
   Τ’ αγαπούσε πολύ τα όνειρά του και τα έβλεπε έτσι απλά να χάνονται, το πρωινό. Πολλές βραδιές μιλούσε σα φίλος, με τον εαυτό του. Του έλεγε ιστορίες αλλόκοτες, ασύλληπτες, που δεν τις βάζει ο νους του ανθρώπου.
   Ονειρεύτηκε το πρωί να βγαίνει από την Ακαδημία και να παίρνει μαζί του, λίγα από ‘κείνα τα αστρόνειρα που φύλαγε στα σεντόνια. Όμως με το φως του πρωινού λιώσανε όλα τα όνειρα και δεν πρόλαβε να βάλει ούτε ένα στην τσέπη, για κολατσιό.

71
Το πρωί ξύπνησε από το χάδι των δαχτύλων του ποδιού της Ελένης στα χείλη του. Το πειρακτικό, διστακτικό άγγιγμα ξεκίνησε δειλά από το αυτί του και μετά αποκτώντας αυτοπεποίθηση, γλίστρησε προς το γυμνό λαιμό του. Με τα μάτια ερμητικά κλειστά και το μάγουλο κολλημένο στην πάνω μεριά του πέλματος του ποδιού της Ελένης, ο Μανόλης ήξερε πως έπρεπε να απολαύσει την τούτη τη στιγμή για όσο κρατούσε. Έτσι έμεινε ασάλευτος στην αγκαλιά του σκοταδιού που του πρόσφεραν τα σφαλισμένα μάτια του, αφιερώνοντας την προσοχή του στην προσπάθεια να διατηρήσει σταθερό το ρυθμό της αναπνοής του.
   Δεν άντεξε όμως και πάρα πολύ. Ανασήκωσε λιγάκι το κεφάλι και φίλησε το πόδι σαν είδος προσευχής ανοίγοντας τα μάτια του. Την είδε να του χαμογελάει.
   «Μείνε εδώ» της είπε. «Θα πάω εγώ να δω αν κοιμάται ο μικρός και να ρίξω μια ματιά έξω. Προσπάθησε πάλι να κοιμηθείς».
   Στις οχτώ το πρωί ο Μανόλης βρισκόταν καθισμένος σε ένα παγκάκι στον κήπο του Διευθυντή και έλεγε στον εαυτό του πως, αν δεν ήταν τόσο πολύ κουρασμένος, θα σήκωνε τον πισινό του από κει και θα έφτιαχνε στο γέρο έναν πρόχειρο σταυρό. Η πλάτη του τον πονούσε από τον ύπνο του στο σκληρό πάτωμα. Ήξερε πως ο πρόχειρος σταυρός δεν θα κρατούσε πολύ, αλλά του άξιζε του γερο-καθηγητή, αν μη τι άλλο, επειδή είχε φροντίσει τον τελευταίο μαθητή του. Το θέμα ήταν ότι δεν ήξερε αν μπορούσε να σηκωθεί από το παγκάκι.
   Σύντομα θα ήταν άλλη μια όμορφη κρύα φθινοπωρινή μέρα, μέρα για να μαζέψεις μήλα, να φτιάξεις μηλίτη και να περιποιηθείς την κυρία σου στην πίσω αυλή. Προς το παρόν η ομίχλη ήταν ακόμα πυκνή, αλλά ο πρωινός ήλιος έλαμπε δυνατά μέσα της, μεταμορφώνοντας το μικρόκοσμο που περιτριγύριζε τον Μανόλη σε ένα εκτυφλωτικό λευκό σύννεφο. Λεπτά σταγονίδια αιωρούνταν στον αέρα και αμέτρητα μικροσκοπικά ουράνια τόξα στριφογύριζαν μπροστά στα θολά από τη νύστα μάτια του Μανόλη.
   Κάτι κόκκινο πρόβαλε μέσα στην εκτυφλωτική λευκότητα. Για μια στιγμή η μπλούζα με την κουκούλα της Κουρελιάρας Ανδριάνας φάνηκε σαν να έπλεε στο κενό από μόνη της, αλλά όταν μπήκε στον κήπο και άρχισε να πλησιάζει τον Μανόλη εμφανίστηκε και το σκούρο πρόσωπο και τα χέρια της κατόχου της. Αυτό το πρωί, η κουκούλα ήταν σηκωμένη και τύλιγε το παραμορφωμένο χαμογελαστό πρόσωπο με τα νεκροζώντανα μάτια. Φαρδύ μέτωπο διανοούμενης που το χάραζε μια βαθιά κοψιά. Βρόμικο, φαρδύ μπλουτζίν με σκισμένες τσέπες, φορεμένο μια βδομάδα συνεχώς.
   Το 45άρι ήταν στη θήκη στο πλάι της ζώνης του. Ο Μανόλης ούτε που το άγγιξε. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα σταμάτησε γύρω στα τρία μέτρα μπροστά του. Πατούσε πάνω στον τάφο του Διευθυντή και ο Μανόλης σκέφτηκε ότι δεν πρέπει να ήταν τυχαίο. «Τι θέλεις;» ρώτησε την Κουρελιάρα Ανδριάνα και απάντησε αμέσως στον εαυτό του: «Να. Σου πω».
   Απέμεινε να κοιτάζει την Κουρελιάρα Ανδριάνα άφωνος από κατάπληξη.
   Αυτός περίμενε τηλεπάθεια ή τίποτε. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα χαμογέλασε, όσο ήταν δυνατόν να χαμογελάσει με σκισμένο κάτω χείλος, και άνοιξε τα χέρια της σαν να του έλεγε Παρακαλώ, δεν ήταν τίποτε φοβερό...
   «Πες ό,τι είναι να πεις, λοιπόν» της είπε ο Μανόλης και προσπάθησε να προετοιμαστεί για την επόμενη απαγωγή της φωνής του. Διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατον να προετοιμαστεί κανείς για κάτι τέτοιο. Ήταν σαν να ήσουν μια ξύλινη χαμογελαστή μαριονέτα καθισμένη στο γόνατο ενός εγγαστρίμυθου.
   «Φύγετε. Απόψε». Ο Μανόλης αυτοσυγκεντρώθηκε και είπε, «Πάψε, σταμάτα!»
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα περίμενε- η προσωποποίηση της υπομονής.
   «Νομίζω ότι μπορώ να σε σταματήσω, αν προσπαθήσω πολύ» της είπε ο Μανόλης. «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι θα τα καταφέρω».
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα περίμενε με ένα ύφος που έλεγε Έχεις να πεις κι άλλα;
   «Εμπρός, λέγε» της είπε ο Μανόλης κι ύστερα είπε: «Θα μπορούσα να φέρω. Κι άλλους. Ήρθα. Μόνη».
   Ο Μανόλης φαντάστηκε τη θέληση της Κουρελιάρας Ανδριάνας να ενώνεται με ενός ολόκληρου κοπαδιού και υποχώρησε.
   «Φύγετε. Απόψε. Βόρεια». Ο Μανόλης περίμενε και, όταν σιγουρεύτηκε ότι η Κουρελιάρα Ανδριάνα δεν χρειαζόταν άλλο τη φωνή του προς το παρόν, ρώτησε: «Πού; Γιατί;»
   Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν λόγια, αλλά μια εικόνα που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του από το πουθενά. Ήταν τόσο καθαρή που ο Μανόλης δεν ήξερε αν είχε παραισθήσεις ή αν η Κουρελιάρα Ανδριάνα την είχε καλέσει με κάποιο μαγικό τρόπο στη λαμπερή λευκή οθόνη της ομίχλης. Ήταν ατό που έγραφε στο δρόμο ΕΠΑΥΛΗ=ΟΧ-ΤΙΛ
   «Δεν το πιάνω» είπε.
   Αλλά η Κουρελιάρα Ανδριάνα είχε στρέψει ήδη το χέρι της προς τα πόδια της. Ο Μανόλης δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ένιωσε όχι να μην μπορεί αλλά να μην θέλει να αντισταθεί. Έπεσε στα γόνατα και μετά μπρούμυτα στο έδαφος. Ένιωσε τον εαυτό του να μπουσουλάει προς το μέρος της. Και μετά καθόλου απρόθυμα να αγκαλιάζει τους αστραγάλους της και να γλείφει τα πόδια της. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα τον άφησε για λίγο να συνεχίσει το έργο του και μετά απελευθερώθηκε από τη λαβή των χεριών του. Πισωπατώντας. Ο Μανόλης πεσμένος μπρούμυτα ανασήκωσε το κεφάλι του λίγο μόνο για να την δει να φεύγει. Είδε ξανά για μια στιγμή την κόκκινη μπλούζα με την κουκούλα να πλέει σαν ασώματη μέσα στην αστραφτερή ομίχλη κι ύστερα χάθηκε κι αυτή. Έμεινε πάλι μόνος με την ελάχιστη παρηγοριά ότι πήγαιναν βόρεια έτσι κι αλλιώς και ότι είχαν πάρει άλλη μια μέρα χάρη. Που σήμαινε ότι δεν υπήρχε λόγος να φυλάξουν σκοπιά. Αποφάσισε να πάει πάλι για ύπνο και να αφήσει και τους άλλους να κοιμηθούν όσο ήθελαν.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #110 στις: Ιουνίου 13, 2011, 11:39:06 μμ »
72
Ο Ιορδάνης ξύπνησε και ήταν καλά στα μυαλά του, αλλά έχοντας χάσει όλη εκείνη τη νευρική ζωντάνια και ευθυμία. Μασουλώντας ένα κουλούρι σκληρό σαν πέτρα άκουγε σχεδόν με απάθεια τον Μανόλη να διηγείται την πρωινή συνάντηση του με την Κουρελιάρα Ανδριάνα. Όταν τελείωσε ο Μανόλης, ο Ιορδάνης έπιασε τον οδικό άτλαντα και, αφού συμβουλεύτηκε τα περιεχόμενα πίσω, τον άνοιξε στη σελίδα της Εθνικής οδού. «Εδώ» είπε δείχνοντας μια μικρή πόλη. «Αν αυτά που είδατε γραμμένα στο δρόμο στα έδειξε με αυτή την παραίσθηση, έχω μια ιδέα τι μπορεί να εννοεί. Εδώ που σας δείχνω στον οδικό άτλαντα, είναι η έπαυλη κάποιας Ανδριάνας, σχεδόν πάνω στο σύνορα. Το θυμήθηκα γιατί περιγράφετε σε όλους τους χάρτες. Επίσης θυμήθηκα από το όνομα που έδωσες στην Κουρελιάρα. Κουρελιάρα Ανδριάνα δεν την είπες Και θυμήθηκα και το πρόσωπό της. Την έχω δει σε πολλά περιοδικά. Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως είναι αυτή η Ανδριάνα;». 
   «Αυτή είναι αλλά δεν θα έπαιρνα και όρκο» είπε ο Μανόλης.
   «Και τι σχέση μπορεί να έχει η Ανδριάνα μαζί σου;» τον ρώτησε ο Ιορδάνης.
   Ο Μανόλης δίστασε.
   «Νομίζω πως πρέπει να του εξηγήσουμε» είπε η Ελένη.
   Ο Μανόλης του εξήγησε.
   «Δηλαδή πιστεύεις πως πρέπει να πάμε στην έπαυλη για να σώσουμε την αφέντρα σου;» ρώτησε ο Ιορδάνης όταν ο Μανόλης τελείωσε με την αφήγησή του.
   «Όχι πια. Εννοώ δεν είναι ο λόγος αυτός πια» είπε ο Μανόλης.
   «Τότε ποιος ακριβώς πιστεύεις πως είναι ο λόγος;» ρώτησε η Ελένη τώρα.
   «Αν αυτή η Κουρελιάρα είναι η πραγματική Ανδριάνα, ίσως μας θέλει εκεί για να διορθώσουμε κάποια πράγματα».
   «Ποια πράγματα» ρώτησε με τη σειρά του ο Ιορδάνης.
   «Ίσως ό,τι δεν πήγε καλά με την επιχείρηση Ανάπλαση».
   «Και πως διάολο περιμένει από μας να το διορθώσουμε;» ρώτησε η Ελένη.
   «Δεν έχω ιδέα. Ίσως με τη βοήθεια του Ιορδάνη που είναι ο μικρός γκουρού των κομπιούτερ. Ίσως πάλι και να μην είναι αυτός ο λόγος».
   «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο» είπε η Ελένη.
   «Ίσως απλά θέλει να τελειώσει ένα πόλεμο» είπε ο Μανόλης.
   «Τι πόλεμο;» ρώτησε ο Ιορδάνης.
   «Αυτόν που ξεκινήσαμε εναντίον της εγώ και η Ελένη, όταν υπογράψαμε συμβόλαιο Αφέντρας-σκλάβου μεταξύ μας, και το επικυρώσαμε πετώντας το κινητό που επικοινωνούσε μαζί μας στο τζάκι της Ακαδημίας» είπε ο Μανόλης και κοίταξε την Ελένη.
   «Νομίζω πως ξέρω γιατί θέλει να πάμε εκεί» είπε ο Ιορδάνης. Το Έπαυλη Ίσον Όχι Τηλ είναι αίνιγμα για χαζούς, δε συμφωνείτε;»
   «Είναι νεκρή ζώνη, σωστά;» είπε ο Μανόλης. «Ούτε κεραίες κινητής τηλεφωνίας ούτε πυλώνες μικροκυμάτων».
   Ο Ιορδάνης του χάρισε ένα αχνό χαμόγελο. «Δεν υπάρχουν κεραίες κινητών τηλεφώνων ούτε ραδιοκύματα. Αρκετοί κάτοικοι θα έχουν δορυφορικά πιάτα, φαντάζομαι, αλλά κατά τα άλλα... μπίνγκο!»
   «Εγώ δεν το πιάνω» είπε η Ελένη. «Γιατί να θέλουν να μας στείλουν σε μια ζώνη ελεύθερη από κινητά, όπου λίγο πολύ δεν κινδυνεύει κανείς;»
   «Θα μπορούσες κάλλιστα να ρωτήσεις γιατί μας άφησαν αρχικά να ζήσουμε» της είπε ο Μανόλης.
   «Ίσως να θέλουν να μας μετατρέψουν σε ζωντανούς τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους και να μας χρησιμοποιήσουν για να βομβαρδίσουν αυτό ειδικά το σημείο» είπε ο Ιορδάνης. «Να ξεφορτωθούν και εμάς και αυτούς. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια».
   Το σκέφτηκαν για λίγο όλοι χωρίς να μιλάνε.
   «Πάμε και βλέπουμε» είπε η Ελένη, «αλλά εγώ δεν πρόκειται να βομβαρδίσω κανέναν».
   Ο Ιορδάνης την κοίταξε με βλοσυρό ύφος. «Είδες τι έκαναν στο Διευθυντή. Αν φτάσουν ως εκεί τα πράγματα, νομίζεις πως θα έχεις επιλογή;»


73
Υπήρχαν ακόμη παπούτσια στα περισσότερα κατώφλια απέναντι από την πύλη με τις δύο πέτρινες κολόνες της Ακαδημίας του Μαραθώνα, αλλά οι πόρτες αυτών των όμορφων σπιτιών ή ήταν ανοιχτές ή σπασμένες από τους μεντεσέδες τους. Κάποιοι από τους νεκρούς που είδαν να κείτονται πάνω στις πρασιές όταν ξανάρχισαν την πορεία προς το βορρά ήταν τρελοί των κινητών, αλλά οι περισσότεροι ήταν αθώοι πρόσφυγες που έτυχε να βρεθούν σε λάθος τόπο, λάθος στιγμή. Ήταν αυτοί που δεν φορούσαν παπούτσια, αν και δεν χρειαζόταν να κοιτάξεις τα πόδια τους για να τους ξεχωρίσεις. Τα πιο πολλά από αυτά τα αθώα θύματα είχαν κυριολεκτικά ξεσκιστεί σε κομμάτια.
   Λίγο παρακάτω από τη σχολή, όπου η λεωφόρος γινόταν και πάλι Εθνική Οδός, είχε γίνει πραγματικό μακελειό και στις δυο πλευρές του δρόμου σε μήκος περίπου ενός χιλιομέτρου. Η Ελένη περπατούσε με τα μάτια ερμητικά κλειστά και την οδηγούσε ο Μανόλης σαν να ήταν τυφλή. Ο Μανόλης προσφέρθηκε να κάνει το ίδιο για τον Ιορδάνη, αλλά εκείνος αρνήθηκε και συνέχισε να βαδίζει σταθερά πάνω στην κεντρική διαχωριστική γραμμή -ένα λιγνό αγόρι μ' ένα σακίδιο στην πλάτη και ένα θύσανο από καστανά σγουρά μαλλιά στο κεφάλι του. Μετά από μερικές επιφανειακές σκόρπιες ματιές δεξιά και αριστερά, στύλωσε μόνιμα το βλέμμα στα παπούτσια του.
   «Είναι εκατοντάδες», είπε σε κάποια στιγμή ο Μανόλης. Η ώρα ήταν οχτώ και είχε σκοτεινιάσει εντελώς, αλλά και πάλι έβλεπαν πολύ περισσότερα απ' όσα θα ήθελαν. Κουλουριασμένο γύρω από την πινακίδα του ΣΤΟΠ, σε μια διασταύρωση ήταν ένα κορίτσι με κόκκινο παντελόνι και μπλε ριγέ ναυτική μπλούζα. Δεν έδειχνε πάνω από εννιά χρονών και δεν φορούσε παπούτσια. Είκοσι μέτρα πιο πίσω έστεκε ορθάνοιχτη η πόρτα του σπιτιού απ' όπου πρέπει να την είχαν σύρει. «Εκατοντάδες. Ίσως δεν είναι τόσο πολλοί. Κάποιοι από το είδος μας ήταν οπλισμένοι. Σκότωσαν αρκετά απ' αυτά τα καθάρματα. Μαχαίρωσαν και αρκετούς. Είδα μέχρι και έναν με ένα βέλος να βγαίνει από το...»
   «Εμείς το προκαλέσαμε αυτό» είπε η Ελένη με κλειστά ακόμα τα μάτια. «Νομίζεις ότι υπάρχει ακόμα το είδος μας;»
   Την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα την πήραν τέσσερις ώρες αργότερα, όταν έκαναν στάση για γεύμα σε ένα παρκινγκ του αυτοκινητόδρομου με πανοραμική θέα. Ο Μανόλης υπέθεσε ότι το τοπίο θα ήταν σίγουρα γραφικό, αρκεί να έπαιρνες εδώ το γεύμα σου το μεσημέρι και όχι τα μεσάνυχτα, με μόνο φως δυο φαναράκια γκαζιού πάνω σε ένα από τα ξύλινα τραπέζια για πικνίκ.
   Είχαν φτάσει στο επιδόρπιο -μπαγιάτικα γεμιστά μπισκότα- όταν μια συντροφιά έξι ατόμων, μεσήλικες όλοι τους, εμφανίστηκε στο δρόμο. Τρεις από αυτούς έσπρωχναν καρότσια του σούπερ μάρκετ γεμάτα τρόφιμα και εφόδια και όλοι τους ήταν οπλισμένοι. Ήταν οι πρώτοι ταξιδιώτες που συναντούσαν από την ώρα που είχαν ξεκινήσει.
   «Ε!» τους φώναξε ο Μανόλης και κούνησε το χέρι του. «Έχει και δεύτερο τραπέζι εδώ, αν θέλετε να κάνετε μια στάση!»
   Στράφηκαν όλοι. Η μεγαλύτερη σε ηλικία από τις δύο γυναίκες της συντροφιάς, ο τύπος της καλής γιαγιάς, με απαλά κάτασπρα μαλλιά που έλαμπαν μέσα στη νύχτα, έκανε να σηκώσει το χέρι της να ανταποδώσει το χαιρετισμό. Και ξαφνικά σταμάτησε: «Αυτοί είναι» είπε ο ένας από τους άντρες και ήταν ξεκάθαρο το μίσος αλλά και ο φόβος στη φωνή του. «Η συμμορία του Μαραθώνα».
   «Στο διάβολο να πας, φίλε» φώναξε ένας άλλος. Συνέχισαν να περπατάνε, άνοιξαν μάλιστα και το βήμα τους, παρ' όλο που η γιαγιά με τα άσπρα μαλλιά πήγαινε κουτσαίνοντας και ο άντρας δίπλα της χρειάστηκε να τη βοηθήσει για να κάνει το γύρο ενός Σουμπαρού που είχε σφηνώσει στον πίσω προφυλακτήρα ενός εγκαταλειμμένου Χιουντάι.
   Η Ελένη πετάχτηκε πάνω ρίχνοντας ένα από τα φανάρια. Ο Μανόλης την άρπαξε από το μπράτσο για να τη συγκρατήσει. «Μην ασχολείσαι».
   Η Ελένη τον αγνόησε. «Εμείς τουλάχιστον κάναμε κάτι!» ούρλιαξε πίσω τους. «Εσείς τι κάνατε; Εσείς τι σκατά κάνατε;»
   «Να σου πω τι δεν κάναμε» της απάντησε ένας από τους άντρες. Η ομάδα είχε ήδη προσπεράσει τη στροφή του πάρκινγκ και κοίταζε πίσω του για να της μιλήσει. «Εμείς δε γίναμε αιτία να σκοτωθούν τόσοι νορμάλ. Είναι πολύ περισσότεροι αυτοί από μας, αν δεν το πρόσεξες...»
   «Βλακείες! Δεν ξέρετε αν είναι αλήθεια!» φώναξε ο Ιορδάνης. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε το αγόρι από την ώρα που είχαν βγει από τα όρια της πόλης του Μαραθώνα.
   «Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι» είπε ο άντρας, «αλλά αυτοί έχουν μεγάλη δύναμη και κάνουν ένα σωρό περίεργα. Αυτό σου το υπογράφω. Είπαν ότι θα μας αφήσουν ήσυχους, αρκεί εμείς ν' αφήσουμε ήσυχους αυτούς... και εσάς. Είπαμε εντάξει».
   «Αν πιστεύεις αυτά που σου λένε -ή που σου μεταφέρουν με τη σκέψη-, τότε είσαι ηλίθιος» είπε η Ελένη.
   Ο άντρας τής γύρισε την πλάτη, σήκωσε το χέρι του στον αέρα, το κούνησε με έναν τρόπο που ήταν μισό άντε-γαμήσου και μισό άντε-γεια, και δεν της απάντησε.
   Οι τρεις παρακολούθησαν τη συντροφιά με τα καροτσάκια μέχρι που τους έχασαν από τα μάτια τους κι έπειτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους πάνω από το ξύλινο τραπέζι, που ήταν χιλιοχαραγμένο από συνθήματα και αρχικά.
   «Λοιπόν, τώρα ξέρουμε» είπε ο Μανόλης. «Είμαστε περιθωριακοί».
   «Μπορεί και όχι, αν οι άνθρωποι των κινητών θέλουν να πάμε εκεί όπου πάνε και οι υπόλοιποι -πώς τους είπε;- νορμάλ» είπε ο Μανόλης. «Ίσως να είμαστε κάτι άλλο».
   «Τι;» τον ρώτησε η Ελένη.
   Ο Μανόλης είχε μια ιδέα, αλλά δεν ήθελε να την εκφράσει εκείνη τη στιγμή. Όχι μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. «Προς το παρόν μ' ενδιαφέρει περισσότερο η Έπαυλη» είπε. «Θέλω... είναι ανάγκη να δω αν μπορώ να κάνω κάτι εκεί».
   «Είναι μάλλον απίθανο να βρίσκεται ακόμη εκεί και μάλιστα ζωντανή» του είπε η Ελένη με ένα ίχνος ζήλιας στη φωνή της, που όσο κι αν προσπάθησε να το κρύψει, ο Μανόλης το κατάλαβε στη φωνή της.
   «Νόμιζα πως τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά» της είπε.
   «Όπως και να 'χει, είναι ένα μέρος που είμαστε αναγκασμένοι να πάμε» είπε αδιάφορα η Ελένη.
   Και μέχρι να φτάσουν εκεί και να τελειώσουν και μ' αυτό το κεφάλαιο, κανείς από τους τρεις τους, δεν ήθελε να καθίσει να σκεφτεί γιατί η Κουρελιάρα Ανδριάνα ήθελε να τους στείλει σε ένα μέρος ασφαλές, όταν οι άνθρωποι εδώ τους μισούσαν και τους φοβόνταν.
   Ή πώς γινόταν να είναι ασφαλές το Έπαυλη Οχ-Τιλ, εφόσον ήξεραν γι' αυτό οι άνθρωποι των κινητών.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #111 στις: Ιουνίου 14, 2011, 01:29:06 μμ »
74
Προχωρούσαν σιγά-σιγά προς τα ανατολικά, ένα δρόμο που διέσχιζε την Εθνική Οδό και θα τους έβγαζε σύμφωνα με τον οδικό άτλαντα στην Έπαυλη της Ανδριάνας αλλά δεν θα τα κατάφεραν να φτάσουν εκείνη τη νύχτα. Ο δρόμος έβγαζε σε μια πόλη που έμοιαζε να έχει γίνει στάχτη. Ο πυρήνας της πυρκαγιάς έκαιγε ακόμη, εκπέμποντας μια σχεδόν ραδιενεργή λάμψη.
   Ανέλαβε αρχηγός η Ελένη και τους οδήγησε μέσα από ένα μεγάλο ημικύκλιο παρακάμπτοντας τα πιο επικίνδυνα από τα καπνισμένα ερείπια. Αρκετές φορές είδαν το ΕΠΑΥΛΗ=ΟΧ-ΤΙΛ γραμμένο βιαστικά πάνω σε πεζοδρόμια και τοίχους και μια φορά με σπρέι, σε ένα από τα γραμματοκιβώτια των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
   «Αυτό συνεπάγεται πρόστιμο ένα δισεκατομμύριο δολάρια και ισόβια στον Κορυδαλλό», είπε ο Ιορδάνης με ένα μικρό χαμόγελο.
   Η παράκαμψη τους έβγαλε τελικά μέσα στο τεράστιο πάρκινγκ του Εμπορικού Κέντρου της πόλης. Πολύ πριν φτάσουν εκεί είχαν αρχίσει να ακούν, υπερενισχυμένη από μεγάφωνα, την ανάλατη μουσική ενός τζαζ κομματιού της Νιου Έιτζ, σε εκτελέσεις που ο Μανόλης αποκαλούσε μουσική για ψώνια. Το πάρκινγκ ήταν πνιγμένο σε σωρούς σκουπιδιών που σάπιζαν όσα αυτοκίνητα είχαν απομείνει ήταν βουλιαγμένα στα σκουπίδια ως το σασί. Το αεράκι που φυσούσε μετέφερε τη δυσωδία του τυμπανισμού και της σήψης των πτωμάτων.
   «Κάπου εδώ γύρω υπάρχει κοπάδι» σχολίασε ο Μανόλης.
   Ήταν στο νεκροταφείο, δίπλα στο εμπορικό κέντρο. Με βάση την πορεία τους, το παρέκαμπταν εντελώς πηγαίνοντας νότια και δυτικά, αλλά όταν βγήκαν από το πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου το πλησίασαν αρκετά ώστε να διακρίνουν τα κόκκινα φωτάκια των «φορητών» ανάμεσα στα δέντρα.
   «Γιατί να μην τους ξεκάνουμε κι αυτούς;» πρότεινε ξαφνικά η Ελένη. «Κάπου εδώ γύρω θα υπάρχει σίγουρα ένα βυτίο με προπάνιο».
   «Φύγαμε!» είπε ο Ιορδάνης. Σήκωσε τα δυο του χέρια σφιγμένα σε γροθιές και τα κούνησε πάνω από το κεφάλι του, δείχνοντας ζωντανός για πρώτη φορά απ' όταν είχε αφήσει το Περίπτερο. «Για το Διευθυντή!»
   «Νομίζω, όχι» είπε ο Μανόλης.
   «Φοβάσαι μήπως τσαντιστούν μαζί μας;» τον προκάλεσε ο Ιορδάνης.
   Τον Μανόλη δεν τον εξέπληξε το γεγονός πως ο μικρός πήρε κατά κάποιον τρόπο θέση υπέρ της τρελής ιδέας της Ελένης. Το να κάψουν άλλο ένα κοπάδι ήταν τρέλα, δεν υπήρχε αμφιβολία, κι όμως... Θα το έκανα ευχαρίστως, γιατί είναι η χειρότερη διασκευή που έχω ακούσει στη ζωή μου και μου τη βαράει να την ακούω, σκέφτηκε.
   «Έλα Ελένη» παρακάλεσε τώρα ο Ιορδάνης. «Σκλάβος σου είναι μην τον αφήνεις να παίρνει εκείνος πρωτοβουλίες».
   «Ηρέμισε μικρέ» του είπε η Ελένη. «Έχει δίκιο ο Μανόλης. Δεν είναι καλή ιδέα».
   Ο Μανόλης χαμογέλασε. «Δεν φοβάμαι μην τους τσαντίσουμε. Όχι αυτό» είπε ο Μανόλης. Φαινόταν σκεφτικός τώρα. «Βλέπεις αυτόν το δρόμο εκεί κάτω;» Έδειχνε μια λεωφόρο που περνούσε ανάμεσα από το νεκροταφείο και το εμπορικό κέντρο. Ήταν γεμάτη ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Σχεδόν όλα ήταν στραμμένα προς την αντίθετη κατεύθυνση από το εμπορικό κέντρο. Ο Μανόλης εύκολα φαντάστηκε όλα εκείνα τα αυτοκίνητα γεμάτα ανθρώπους που προσπαθούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους μετά την Ανάπλαση. Ανθρώπους που αγωνιούσαν να μάθουν τι συνέβαινε και αν οι οικογένειες τους ήταν καλά. Σίγουρα θα είχαν πιάσει τα τηλέφωνα των αυτοκινήτων τους ή τα κινητά τους χωρίς δεύτερη σκέψη.
   «Τι τρέχει μ' αυτόν το δρόμο;» ρώτησε ο Ιορδάνης.
   «Ας τον περπατήσουμε ως ένα σημείο» είπε ο Μανόλης. «Με πολλή προσοχή».
   «Τι είδες, Μανόλη;» ρώτησε η Ελένη.
   «Προτιμώ να μην το πω. Ίσως δεν είναι τίποτε. Μακριά από το πεζοδρόμιο. Μείνετε κάτω από τα δέντρα. Αυτή η συμφόρηση μπροστά είναι φοβερή. Θα υπάρχουν πτώματα».
   Υπήρχαν. Δεκάδες πτώματα επέστρεφαν σαπίζοντας στη μεγάλη αγκαλιά του σύμπαντος, πάνω στο κομμάτι του δρόμου που συνόρευε με το νεκροταφείο. Όταν έφτασαν στη δεντροστοιχία, το τραγούδι είχε παραχωρήσει τη θέση του σε μια γλυκανάλατη διασκευή του «I Left My Heart in San Francisco». Φαίνονταν πάλι τα κόκκινα φωτάκια των «φορητών». Ξαφνικά, η Ελένη είδε και κάτι άλλο και σταμάτησε. «Χριστέ μου» είπε ψιθυριστά. Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του.
   «Τι είναι;» ψιθύρισε ο Ιορδάνης. «Τι;»
   Η Ελένη δεν είπε τίποτε. Υπήρχαν άντρες με καραμπίνες που στέκονταν φρουροί στην περιφέρεια του νεκροταφείου. Ο Μανόλης έπιασε το κεφάλι του Ιορδάνη, το γύρισε προς τη σωστή κατεύθυνση και είδε τους ώμους του αγοριού να καμπουριάζουν απότομα.
   «Πάμε να φύγουμε» ψιθύρισε ο Ιορδάνης. «Αυτή η μυρωδιά με αηδιάζει».

75
Γύρω στα δέκα χιλιόμετρα βόρεια της πόλης (φαινόταν ακόμη η κόκκινη λάμψη να φουντώνει κάθε τόσο και να ξεθωριάζει μακριά στον ορίζοντα του νότου), βρήκαν άλλη μια περιοχή για πικνίκ δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Αυτή, εκτός από τραπέζια και πάγκους, είχε και μια μικρή πέτρινη ψησταριά.
   Ο Μανόλης και ο Ιορδάνης μάζεψαν ξερόκλαδα από γύρω και άναψαν τη μικρή φωτιά, όπου ζέσταναν τρεις μεγάλες κονσέρβες με «φασόλια για άστεγους», όπως τα ονόμασε η Ελένη. Ενώ έτρωγαν πέρασαν δύο συντροφιές πεζοπόρων από το δρόμο. Και οι δύο κοίταξαν- ούτε ένας, από καμιά απ' τις δυο συντροφιές, δεν τους μίλησε, ούτε τους χαιρέτησε.
   Όταν χόρτασε λιγάκι ο λύκος στο στομάχι του, ο Ιορδάνης είπε στον Μανόλη: «Και πώς τους είδες αυτούς τους τύπους από τόσο μακριά; Από το πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου! Θα έπρεπε να σε λένε Αετομάτη!»
   Ο Μανόλης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ήταν καθαρή τύχη. Συν η λάμψη της φωτιάς. Ξέρεις, τα αναμμένα κάρβουνα;»
   Ο Ιορδάνης ένευσε καταφατικά. Ήξερε. Όλοι ήξεραν τι εννοούσε ο Μανόλης.
   «Έτυχε να κοιτάξω προς το νεκροταφείο ακριβώς τη σωστή στιγμή και με τη σωστή γωνία και είδα την αναλαμπή στις κάννες των όπλων. Είπα στον εαυτό μου ότι δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτό που νόμιζα πως ήταν, ότι μάλλον ήταν κάποιο συρματόπλεγμα ή κάτι άλλο, αλλά...» Ο Μανόλης αναστέναξε, κοίταξε τα υπόλοιπα φασόλια του και τελικά τα έκανε στην άκρη. «Έτσι έγινε».
   «Ίσως ήταν τρελοί των κινητών» είπε ο Ιορδάνης χωρίς να το πιστεύει. Ο Μανόλης το διέκρινε στη φωνή του.
   «Οι τρελοί των κινητών δεν κάνουν τη νυχτερινή βάρδια» είπε η Ελένη.
   «Μπορεί να χρειάζονται λιγότερο ύπνο τώρα» είπε ο Ιορδάνης. «Μπορεί να είναι μέρος του προγραμματισμού τους».
   Ακούγοντας τον να μιλάει μ' αυτό τον τρόπο, σάμπως οι άνθρωποι των κινητών να ήταν ένα είδος οργανικών υπολογιστών σε διαδικασία φόρτωσης κάποιου προγράμματος, ο Μανόλης ανατρίχιασε.
   «Αυτοί δεν έχουν όπλα, Ιορδάνη» του είπε ο Μανόλης. «Δεν τα χρειάζονται».
   «Επομένως, τώρα έχουν κάποιους συνεργάτες που τους προσέχουν ενώ ξεκουράζονται για να στρώσει το δερματάκι τους» είπε η Ελένη. Πίσω από τον πικρό σαρκασμό, τα δάκρυα ήταν έτοιμα να ξεχειλίσουν. «Εύχομαι να σαπίσουν στην κόλαση».
   Ο Μανόλης δεν είπε τίποτε. Σκέφτηκε την παρέα που είχαν συναντήσει αρκετές ώρες νωρίτερα, τους ηλικιωμένους με τα καρότσια του σούπερ μάρκετ, και θυμήθηκε το μίσος και το φόβο στη φωνή του άντρα που τους είχε αποκαλέσει συμμορία του Μαραθώνα. Λες και έλεγε η 17 Νοέμβρη, σκέφτηκε. Κι ύστερα: Δεν τους σκέφτομαι πια σαν τρελούς των κινητών, αλλά σαν ανθρώπους των κινητών. Γιατί; Η σκέψη που ακολούθησε ήταν ακόμη πιο δυσάρεστη. Πότε ένας συνεργάτης του εχθρού παύει να είναι συνεργάτης του εχθρού; Η απάντηση ήταν, πίστευε, πως έπαυαν να θεωρούνται συνεργάτες του εχθρού όταν γίνονταν πλειοψηφία. Τότε, εκείνοι που δεν υπήρξαν συνεργάτες γίνονταν... Αν ήταν κανείς ρομαντικός, θα τους αποκαλούσε «περιθωριακούς». Αν δεν ήταν, θα τους αποκαλούσε φυγάδες. Ή απλώς εγκληματίες.
   Συνέχισαν το δρόμο τους ως ένα χωριό παρακάτω και διανυκτέρευσαν για τη μέρα σε ένα σαράβαλο μοτέλ που λεγόταν ο Άνεμος στα Πεύκα. Από κει είχαν ακόμα 12 χλμ. Δεν άφησαν τα παπούτσια τους έξω από το κατώφλι των δωματίων που διάλεξαν.
   Δεν χρειαζόταν πια.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #112 στις: Ιουνίου 14, 2011, 08:35:37 μμ »
76
Η πόρτα του δωματίου που κοιμόταν η Ελένη και ο Μανόλης άνοιξε σιγά και η Ελένη ξύπνησε. Είχε βάλει το Μανόλη να κοιμηθεί από την κάτω μεριά του κρεβατιού και εκείνη κοιμήθηκε με τα πόδια της πάνω του ώστε να ξεπρηστούν. Ο ποδαρόδρομος την είχε πεθάνει.
   Το κεφάλι του Ιορδάνη ξεπρόβαλε από τη μισάνοιχτη πόρτα.
   «Σε ξύπνησα;» ρώτησε σιγά.
   «Όχι» είπε σχεδόν ψέματα η Ελένη. Τράβηξε απαλά τα πόδια της από το πρόσωπο και το στήθος του Μανόλη για να μην τον ξυπνήσει και τα κατέβασε από το κρεβάτι. Ψαχούλεψε στα τυφλά τα παπούτσια της. Ο Ιορδάνης μπήκε μέσα πατώντας σχεδόν στις μύτες των ποδιών του και γονάτισε στα πόδια της Ελένης. Πήρε τα παπούτσια της στα χέρια του.
   «Μπορώ να το κάνω εγώ για σένα;»
   «Νομίζω πως μπορείς» του είπε και του πρότεινε πόδι της.
   Ο Μανόλης ξύπνησε αργά το απόγευμα, κουλουριασμένος σε εμβρυϊκή στάση, σφίγγοντας το λεπτό μαξιλάρι του μοτέλ. Βγήκε από το δωμάτιο του και είδε την Ελένη και τον Ιορδάνη να κάθονται στο ρείθρο ανάμεσα στο πάρκινγκ και τα δωμάτια. Η Ελένη είχε αγκαλιάσει τον Ιορδάνη από τους ώμους και το αγόρι ακουμπούσε το κεφάλι του στον ώμο της και είχε περάσει το χέρι του γύρω από τη μέση της. Τα μαλλιά του στέκονταν όρθια στο πίσω μέρος. Ο Μανόλης πήγε κοντά τους. Πιο κάτω, ο αυτοκινητόδρομος, εκτός από μια τρακαρισμένη μοτοσικλέτα και ένα φορτηγάκι της FedEx που ήταν παρατημένο πάνω στη διαχωριστική γραμμή με ανοιχτές τις πίσω πόρτες της καρότσας.
   Ο Μανόλης κάθισε δίπλα τους. «Είδατε...»
   «Το όνειρο» είπε ο Ιορδάνης χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από τον ώμο της Ελένη. «Εγώ είμαι αυτός που η Ανδριάνα αποκάλεσε το παιδί είναι παράφρων».
   «Κι εγώ είμαι η κοπέλα» είπε η Ελένη. «Μανόλη, υπάρχει κανένα τεράστιο ποδοσφαιρικό γήπεδο κοντά στην Έπαυλη; Γιατί, αν υπάρχει, εγώ δεν το πλησιάζω».
   Και οι τρεις είχαν δει το όνειρο πως βρίσκονταν σε μια εξέδρα σε ένα μεγάλο γήπεδο, όπως είχαν δει στην Ακαδημία και από κάτω τρελοί των κινητών, μόνο που αυτή τη φορά από κάτω ήταν και νορμάλ άνθρωποι. Πάνω στην εξέδρα ήταν μαζί τους ακόμα τρεις νορμάλ άνθρωποι. Ένας γέρος κύριος, με μακρύ ευγενικό πρόσωπο και γκρίζα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά, μια γυναίκα με μπλουζάκι Χάρλεϊ Νταβιντσον και κομμένα μανίκια και ένας πιο νεαρός με καπέλο του Παναθηναϊκού. Πάλι η Κουρελιάρα Ανδριάνα τους ακουμπούσε στα κεφάλια, αλλά αυτή τη φορά έλεγε: Αυτό το παιδί είναι παράφρων, Αυτή η γυναίκα είναι παραφρονούσα, αυτός ο άντρας είναι παράφρων. Και από κάτω το πλήθος φώναζε: Μην τους αγγίζεις.
   «Χωρίς να είμαι σίγουρος, νομίζω πως το μόνο που υπάρχει εκεί πάνω είναι ένα δημοτικό σχολείο» είπε ο Μανόλης. «Τα παιδιά του γυμνασίου πηγαίνουν με λεωφορείο στην κοντινή πόλη».
   «Είναι στάδιο σε εικονική πραγματικότητα» είπε ο Ιορδάνης.
   «Ε;» έκανε ο Μανόλης. «Εννοείς, όπως στα παιχνίδια στον υπολογιστή;»
   «Εννοώ, όπως στον υπολογιστή». Ο Ιορδάνης σήκωσε το κεφάλι του, αλλά συνέχισε να κοιτάζει μπροστά, τον έρημο δρόμο. «Δε με νοιάζει αυτό, ούτε που σκοτίστηκα. Αν δεν κάνει να μας αγγίξουν -οι άνθρωποι των κινητών, οι νορμάλ άνθρωποι—, ποιος θα μας αγγίξει;» Ο Μανόλης δεν είχε ξαναδεί τόσο πόνο σε μάτια ανήλικου παιδιού. «Ποιος;»
   Κανένας δεν απάντησε.
   «Θα μας αγγίξει η Κουρελιάρα Ανδριάνα;» συνέχισε ο Ιορδάνη και η φωνή του υψώθηκε κατά έναν δυο τόνους. «Θα μας αγγίξει μόνο η Κουρελιάρα Ανδριάνα; Μπορεί. Γιατί αυτή μας παρακολουθεί, την νιώθω που παρακολουθεί».
   «Υπερβάλλεις, Ιορδάνη» είπε ο Μανόλης, αλλά η ιδέα του αγοριού είχε μια περίεργη λογική. Αν τους είχε σταλεί ένα κοινό όνειρο -το όνειρο που όλοι είδαν με τις εξέδρες-, τότε, ίσως εκείνος τους παρακολουθούσε. Δεν μπορείς να στείλεις γράμμα αν δεν έχεις τη διεύθυνση.
   «Δε θέλω να πάω στο Έπαυλη» είπε η Ελένη. «Δε μ' ενδιαφέρει αν είναι ζώνη ελεύθερη από κινητά. Καλύτερα να πάω... στο Διάολο».
   «Εγώ θα πάω στην Έπαυλη ή στο Διάολο, ή οπουδήποτε» είπε ο Μανόλης. «Θα φτάσω με δυο νύχτες περπάτημα. Μακάρι να ερχόσαστε κι εσείς, παιδιά, αλλά δε θέλετε, ή δεν μπορείτε, καταλαβαίνω».
   «Ο άνθρωπος θέλει να κλείσει ένα κεφάλαιο» είπε η Ελένη με ένα μικρό σαρκαστικό τόνο στη φωνή της. Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της όμως ήταν γεμάτα συμπόνια. Έδειχνε να έχει παραδοθεί στη μοίρα της. Και έδειχνε να έχει παραδοθεί στο Μανόλη. «Ας το κλείσουμε. Και μετά, βλέπουμε τι θα κάνουμε. Εκτός αν έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα».
   Κανείς δεν είχε.

77
Συχνά ο δρόμος ήταν άδειος και προς τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας, κατά διαστήματα που έφταναν μέχρι και το μισό χιλιόμετρο, κι αυτό ενθάρρυνε τους «γκαζάκηδες». Ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσε ο Ιορδάνης για τους απερίσκεπτους αλήτες που τους προσπερνούσαν τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα, συνήθως στη μέση του δρόμου και με αναμμένους τους μεγάλους προβολείς του αυτοκινήτου.
   Ο Μανόλης και οι άλλοι έβλεπαν από μακριά τα φώτα να έρχονται και έτρεχαν γρήγορα στην άκρη του δρόμου, έξω και από τη βοηθητική λωρίδα, μέσα στους θάμνους και τα αγριόχορτα, ειδικά όταν είχαν εντοπίσει μπροστά σταματημένα ή τρακαρισμένα οχήματα.
   Αυτά ο Ιορδάνη τα αποκαλούσε «βραχάκια για γκαζάκηδες». Ο «γκαζάκιας» στο τιμόνι κατέβαινε το δρόμο με χίλια και μ' αυτούς που ήταν μέσα να τσιρίζουν ενθουσιασμένοι (και σχεδόν σίγουρα πιωμένοι). Αν υπήρχε μόνο ένα εμπόδιο, ένα μικρό «βραχάκι» μπροστά, ο οδηγός συνήθως επέλεγε να το παρακάμψει. Όταν ο δρόμος ήταν εντελώς μπλοκαρισμένος, και πάλι μπορεί να επέλεγε να προσπεράσει από γύρω, βγαίνοντας από το οδόστρωμα, αλλά συνήθως τόσο αυτός όσο και οι επιβάτες του θα παρατούσαν το όχημα τους επιτόπου και θα συνέχιζαν με τα πόδια μέχρι να βρουν κάποιο άλλο κατάλληλο όχημα για να «γκαζώσουν» -με άλλα λόγια, κάτι πολύ γρήγορο που θα τους έφτιαχνε.
   Ο Μανόλης φανταζόταν την πορεία των «γκαζάκηδων» σαν μια σειρά από απανωτές μαλακίες... αφού μαλάκες ήταν έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι «γκαζάκηδες», αλλά ήταν και μεγάλος μπελάς σε έναν κόσμο που είχε γίνει ένας μεγάλος μπελάς. Ο Σταμάτης δεν αποτελούσε εξαίρεση.
   Ήταν ο τέταρτος «γκαζάκιας» εκείνη την πρώτη νύχτα τους στο δρόμο και τους εντόπισε να στέκονται στην άκρη του δρόμου όταν τους έλουσαν οι προβολείς του αυτοκινήτου του. Εντόπισε την Ελένη. Έβγαλε το κεφάλι του από το ανοιχτό παράθυρο, με τα μαύρα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν προς τα πίσω, και της φώναξε «Πάρε μου μια πίπα, πουτανάκι!» καθώς περνούσε από μπροστά τους σαν βολίδα με μια Πόρσε Καγιέν. Οι συνεπιβάτες του ζητωκραύγαζαν και κουνούσαν τα χέρια από τα παράθυρα. Κάποιος φώναξε «Κι εμένα!» κι ακούστηκε σαν κραυγή απόλυτης έκστασης με προφορά χωριάτικη.
   «Ευγενέστατοι» ήταν το μόνο σχόλιο της Ελένη.
   «Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν...» άρχισε να λέει ο Ιορδάνης, αλλά πριν προλάβει να τους πει τι δεν είχαν μερικοί άνθρωποι, άκουσαν στρίγκλισμα ελαστικών από το σκοτάδι μπροστά τους, που το ακολούθησε ένα δυνατό υπόκωφο μπαμ και ήχος γυαλιού που σπάει.
   «Χριστέ μου -γαμώτο!» είπε ο Μανόλης κι άρχισε να τρέχει. Πριν κάνει ούτε είκοσι μέτρα, τον προσπέρασε σαν βολίδα η Ελένη. «Στάσου, μπορεί να είναι επικίνδυνοι!» της φώναξε.
   Η Ελένη σήκωσε ένα από τα αυτόματα πιστόλια για να το δει ο Μανόλης και συνέχισε να τρέχει. Σύντομα τον άφησε τόσο πίσω που ήταν αδύνατον να τη φτάσει.
   Ο Ιορδάνης πρόφτασε τον Μανόλη με κομμένη την ανάσα, αγκομαχούσε με κάθε βήμα.
   «Και... τι θα... κάνουμε... αν είναι βαριά... χτυπημένοι;» ρώτησε. «Θα καλέσουμε... ασθενοφόρο;»
   «Δεν ξέρω» είπε ο Μανόλης, αλλά σκέφτηκε πώς είχε σηκώσει η Ελένη το αυτόματο ψηλά. Ήξερε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #113 στις: Ιουνίου 15, 2011, 11:49:21 πμ »
78
Έφτασαν την Ελένη μετά τη στροφή του αυτοκινητόδρομου. Στεκόταν στο πίσω μέρος της Πόρσε. Το αυτοκίνητο ήταν πλαγιασμένο και οι αερόσακοι είχαν σκάσει. Δεν ήταν δύσκολο να δει κανείς τις λεπτομέρειες του ατυχήματος. Η Πόρσε είχε βγει με μεγάλη ταχύτητα από την κλειστή στροφή και είχε βρεθεί αντιμέτωπη με ένα βυτίο μεταφοράς γάλακτος παρατημένο στη μέση του δρόμου.
   Ο οδηγός της, μαλάκας ή όχι, είχε καταφέρει πολύ καλά να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση. Τώρα έκανε κύκλους γύρω από το στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο διώχνοντας τα μαλλιά του που του έπεφταν συνεχώς στο πρόσωπο. Αίμα έτρεχε από τη μύτη του κι από ένα βαθύ τραύμα στο μέτωπο.
   Ο Μανόλης πλησίασε την Πόρσε με τις σόλες των αθλητικών παπουτσιών του να τρίζουν πάνω σε θρυμματισμένα κρύσταλλα και κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο. Ήταν άδειο. Φώτισε το εσωτερικό με το φακό του και είδε αίματα μόνο στο τιμόνι, πουθενά αλλού. Οι επιβάτες ήταν αρκετά καλά ώστε να πεταχτούν από το τρακαρισμένο αυτοκίνητο και να την κοπανήσουν από αντανακλαστική αντίδραση, το πιθανότερο. Εκτός από έναν. Αυτός που είχε μείνει στο πλευρό του οδηγού ήταν ένας κακορίζικος δεκαοχτάχρονος, με έντονα σημάδια από ακμή, πεταχτά δόντια και μακριά, άλουστα κόκκινα μαλλιά.
   «Είσαι εντάξει;» ρωτούσε. «Σκατά! Έχεις αίματα, μεγάλε! Το κέρατο μου, νόμισα ότι σκοτωθήκαμε». Κι ύστερα στον Μανόλη: «Εσύ τι σκατά κοιτάς;»
   «Βούλωσέ το» του είπε ο Μανόλης -και, με δεδομένες τις περιστάσεις, μάλλον ευγενικά.
   Ο κοκκινομάλλης έδειξε τον Μανόλη και στράφηκε στο φίλο του που αιμορραγούσε από τη μύτη. «Είναι ένας απ' αυτούς, Σταμάτη! Είναι συμμορία!»
   «Βούλωσέ το, Νίκο», είπε ο Σταμάτης. Καθόλου ευγενικά. Ύστερα κοίταξε τον Μανόλη, την Ελένη και τον Ιορδάνη.
   «Να σου βάλω κάτι στο μέτωπο» του είπε η Ελένη. Είχε ξαναβάλει το όπλο της στη θήκη, είχε ξεκρεμάσει από τους ώμους της το σακίδιο και ψαχούλευε στο εσωτερικό του. «Έχω τσιρότα και γάζες. Έχω και οξυζενέ, που θα σε τσούξει λιγάκι, αλλά καλύτερα λίγο τσούξιμο παρά μια μόλυνση, έτσι;»
   «Με δεδομένο το πώς σε αποκάλεσε ο κύριος από δω περνώντας, είσαι καλύτερη χριστιανή ακόμη κι από ένα παπά» είπε ο Μανόλης. Είχε ξεκρεμάσει από τον ώμο του το αυτόματο τουφέκι και το κρατούσε από το λουρί του κοιτώντας σταθερά τον Σταμάτη και τον Νίκο.
   Ο Σταμάτης πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι πέντε. Τα μακριά μαλλιά του που θύμιζαν τραγουδιστή της ροκ είχαν μουσκέψει στο αίμα. Κοίταξε το βυτίο, ύστερα την Πόρσε και τέλος την Ελένη, που κρατούσε στο ένα χέρι μια γάζα και στο άλλο ένα μπουκαλάκι οξυζενέ.
   «Οι άλλοι τρεις την κοπάνησαν» έλεγε ο κοκκινομάλλης καλικάντζαρος. Φούσκωσε το δείγμα στήθους που διέθετε. «Εγώ όμως, βράχος! Ε, Σταμάτη; Το κέρατο μου, τρέχει πολύ αίμα, μεγάλε!»
   Η Ελένη μούσκεψε με οξυζενέ τη γάζα και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Σταμάτη. Εκείνος έκανε αυτόματα ένα βήμα πίσω. «Μη με πλησιάζεις. Είσαι σκέτο δηλητήριο».
   «Είναι αυτοί!» τσίριξε ο κοκκινομάλλης. «Αυτοί από τα όνειρα! Τι σου έλεγα;»
   «Μην πλησιάζεις» είπε ο Σταμάτης. «Γαμημένο παλιοθήλυκο. Μακριά. Όλοι σας».
   Ο Μανόλης αισθάνθηκε μια τρελή επιθυμία να τον πυροβολήσει και δεν απόρησε γι' αυτό. Ο Σταμάτης έμοιαζε και αντιδρούσε σαν επικίνδυνο σκυλί που έχει στριμωχτεί στη γωνία και γυμνώνει τα δόντια, έτοιμο να δαγκώσει -και τι κάνει κανείς με τα αγριεμένα σκυλιά, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος; Τα πυροβολεί και τα σκοτώνει. Φυσικά, σ' αυτή την περίπτωση υπήρχε κι άλλος τρόπος. Κι αφού η Ελένη ήταν ικανή να φερθεί σαν καλή Σαμαρείτισσα στο ρεμάλι που την είχε αποκαλέσει «πουτανάκι», υπέθετε ότι θα μπορούσε κι αυτός να συγκρατηθεί και να μην τον σκοτώσει σαν σκυλί. Άλλωστε, υπήρχε κάτι που ήθελε να μάθει προτού αφήσουν τους δυο νεαρούς ιππότες να συνεχίσουν το δρόμο τους.
   «Αυτά τα όνειρα» είπε. «Έχετε... υπάρχει... δεν ξέρω... κάτι, σαν πνεύμα-οδηγός στα όνειρα σας; Μια τύπισσα με κόκκινη μπλούζα με κουκούλα μήπως;»
   Ο Σταμάτης ανασήκωσε τους ώμους του. Έσκισε μια λωρίδα από το πουκάμισο του και σφούγγισε μ' αυτή τα αίματα από τη μύτη του. Είχε αρχίσει να συνέρχεται κάπως, να καταλαβαίνει τι ακριβώς είχε συμβεί. «Ναι, η Ανδριάνα. Ε, Νίκο;»
   Ο κοκκινομάλλης κούνησε ζωηρά το κεφάλι του. «Ναι, η Ανδριάνα. Η τύπισσα με την κόκκινη μπλούζα. Αλλά δεν είναι όνειρα. Άμα δεν ξέρετε, δεν κάνει να σας το πω. Είναι εκπομπές. Μεταδόσεις στον ύπνο μας. Αν δεν τις πιάνετε, είναι επειδή εσείς είστε σκέτο δηλητήριο. Ε, Σταμάτη;»
   «Τα σκατώσατε πολύ άσχημα, μάγκες» είπε ο Σταμάτης με βαριά φωνή και σκούπισε το μέτωπο του με το πανί. «Μη μας αγγίξετε».
   «Εμείς θα έχουμε το δικό μας μέρος» είπε ο Νίκος. «Έτσι δεν είναι, Σταμάτη; Πάνω σε μια έπαυλη, άμα θέλεις να ξέρεις. Όποιος δεν άρπαξε την Ανάπλαση, θα πάει να μείνει εκεί και οι άλλοι θα μας αφήσουν ήσυχους. Θα κυνηγάμε, θα ψαρεύουμε, θα ζούμε από τη γη. Η Ανδριάνα το λέει».
   «Κι εσύ την πιστεύεις;» ρώτησε η Ελένη, κατάπληκτη.
   Ο Σταμάτης της κούνησε απειλητικά το δάχτυλο του, που έτρεμε ελαφρά. «Κλείσε το στόμα σου, βρομοθήλυκο».
   «Εσύ να κλείσεις το δικό σου» του είπε ο Ιορδάνης. «Εμείς έχουμε τα όπλα».
   «Καλύτερα να μην το σκεφτείς να μας ρίξεις!» είπε ο Νίκος με στριγκή, διαπεραστική φωνή. «Ξέρεις τι θα σου κάνει η Ανδριάνα έτσι και μας ρίξεις, κωλόπαιδο;»
   «Τίποτα» είπε ο Μανόλης.
   «Δεν ξε...» άρχισε ο Σταμάτης, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο, ο Μανόλη έκανε ένα βήμα μπροστά και τον χτύπησε στο σαγόνι με το 45άρι. Το σκόπευτρο στην άκρη της κάννης άνοιξε μια καινούρια κοψιά στο πρόσωπο του Σταμάτη, αλλά ο Μανόλης σκέφτηκε ότι ίσως αυτό να αποδεικνυόταν τελικά πολύ πιο αποτελεσματικό γιατρικό από το οξυζενέ που είχε αρνηθεί ο Σταμάτης. Έκανε λάθος.
   Ο Σταμάτης έπεσε προς τα πίσω, πάνω στο σταματημένο φορτηγό, και κοίταξε τον Μανόλη με μάτια ορθάνοιχτα από κατάπληξη. Ο Νίκος έκανε αυθόρμητα ένα βήμα εμπρός. Η Ελένη σήκωσε το αυτόματο και τον σημάδεψε κουνώντας του μια φορά το κεφάλι, απαγορευτικά. Ο Νίκος μαζεύτηκε ξανά κι άρχισε να μασάει νευρικά τις άκρες των βρόμικων νυχιών του. Τα μάτια του, πάνω από το χέρι, ήταν ορθάνοιχτα και τρομαγμένα.
   «Φεύγουμε τώρα» είπε ο Μανόλης. «Θα σας συμβούλευα να μείνετε εδώ τουλάχιστον για μία ώρα ακόμα, γιατί, ειλικρινά, θα είναι καλύτερα για σας να μη συναντηθούμε ξανά. Σας κάνουμε δώρο τις ζωές σας. Αν σας ξαναδούμε, θα το πάρουμε πίσω». Οπισθοχώρησε προς τον Ιορδάνη και τους άλλους, με το βλέμμα του στυλωμένο στο κατάπληκτο, οργισμένο και καταματωμένο πρόσωπο του Σταμάτη. «Ένα τελευταίο πράγμα. Δεν ξέρω γιατί οι άνθρωποι των κινητών θέλουν να μαζέψουν όλους τους νορμάλ στην Έπαυλη, αλλά ξέρω τι σημαίνει συνήθως το μάντρωμα για τα γελάδια. Σκεφτείτε το λιγάκι κι αυτό την επόμενη φορά που θα σας μεταδώσουν τη νυχτερινή εκπομπή για τα καλά του μαντριού».
   «Άντε γαμήσου» του είπε ο Σταμάτης, αλλά κατέβασε πρώτος τα μάτια του.
   «Έλα, Μανόλη» είπε η Ελένη. «Πάμε να φύγουμε».
   «Φροντίστε να μη σας ξαναδούμε, Σταμάτη» είπε ο Μανόλης. Αλλά τους είδαν.

79
Ο Σταμάτης και ο Νίκος πρέπει να είχαν περάσει μπροστά τους με κάποιο τρόπο, ίσως παίρνοντας το ρίσκο να ταξιδέψουν και στη διάρκεια της μέρας, όταν ο Μανόλης, η Ελένη και ο Ιορδάνης κοιμούνταν στο μοτέλ. Το ζευγάρι μπορεί να είχε κοιμηθεί στο πάρκινγκ του αυτοκινητόδρομου, όπου ο Σταμάτης θα βρήκε το καινούριο μεταφορικό του ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά οχήματα που ήταν εγκαταλειμμένα εκεί. Δεν είχε πραγματική σημασία. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι οι δύο αλήτες πέρασαν μπροστά, τους περίμεναν να φτάσουν και τότε χτύπησαν.
   Ο Μανόλης ούτε που άκουσε το μουγκρητό μηχανής αυτοκινήτου που πλησίαζε ή το σχόλιο του Ιορδάνη -κι άλλος «γκαζάκιας». Πατούσε επιτέλους το χώμα της περιοχής της Έπαυλης και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πλησίαζαν στο τέλος του ταξιδιού τους. Ή στην αρχή.
   «Ο δρόμος είναι πολύ γεμάτος για κούρσα ταχύτητας» σχολίασε η Ελένη.
   Τραβήχτηκαν στο πλάι του δρόμου και οι τρεις, με το που φάνηκαν οι προβολείς του αυτοκινήτου στην κορυφή της ομαλής ανηφόρας που είχαν αφήσει πίσω τους. Ένα ημιφορτηγό είχε ανατραπεί πάνω στη διπλή γραμμή. Ο Μανόλης σκέφτηκε ότι ήταν πιθανό α πέσει πάνω του το αυτοκίνητο που ερχόταν, αλλά τα φώτα έστριψαν απότομα αριστερά αμέσως μόλις πρόβαλαν από την κορυφογραμμή του λόφου. Ο «γκαζάκιας» απέφυγε εύκολα το ημιφορτηγό βγαίνοντας στη βοηθητική λωρίδα για μερικά δευτερόλεπτα, πριν ξαναμπεί στο δρόμο κι ανοίξει ταχύτητα. Αργότερα, ο Μανόλης συμπέρανε ότι ο Σταμάτης και ο Νίκος πρέπει να είχαν ήδη δοκιμάσει αυτό το κομμάτι της πίστας, χαρτογραφώντας με προσοχή τα εμπόδια.
   Είχαν σταθεί και παρακολουθούσαν το αυτοκίνητο περιμένοντας να περάσει. Ο Μανόλης ήταν ο πρώτος προς τη μεριά του αυτοκινήτου και δίπλα του στεκόταν η Ελένη. Στα αριστερά της ήταν ο Ιορδάνη.
   «Πω, πω, σφαίρα έρχεται» είπε ο Ιορδάνης. Καμιά νότα ανησυχίας στη φωνή του- ένα απλό σχόλιο. Ούτε ο Μανόλης αισθάνθηκε καμιά ανησυχία. Κανένα κακό προαίσθημα για το τι θ' ακολουθούσε. Είχε ξεχάσει εντελώς τον Σταμάτη και τον Νίκο.
   Υπήρχε ένα αμάξι, κάποιο σπορ μοντέλο, MG ίσως, παρκαρισμένο μισό έξω μισό πάνω στο δρόμο, καμιά δεκαπενταριά μέτρα δυτικά από το σημείο όπου στέκονταν οι τρεις. Ο Νίκος, που οδηγούσε το αυτοκίνητο, έκοψε απότομα το τιμόνι για να το αποφύγει. Μια μικρή στραβοτιμονιά, που ίσως έγινε αιτία να χάσει ο Σταμάτης το στόχο του. Ίσως και όχι. Ίσως ο στόχος του να μην ήταν ο Μανόλη. Ίσως τον Ιορδάνη σκόπευε να χτυπήσει από την αρχή.
   Απόψε οι δύο αλήτες ταξίδευαν με μια κοινή Σεβρολέτ. Ο Σταμάτης είχε γονατίσει πάνω στο πίσω κάθισμα, είχε βγει ο μισός έξω από το παράθυρο και κρατούσε με τα δυο του χέρια ένα μισοκαμένο κούτσουρο γεμάτο ρόζους. Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, σαν κι αυτές στα μπαλόνια των κόμικς -Γιαχχχχχχ!-και πέταξε το ξύλο. Αυτό διέγραψε μια μικρή θανατηφόρα τροχιά στο σκοτάδι και βρήκε τον Ιορδάνη στο πλάι του κεφαλιού.
   Ο Μανόλης δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον ήχο της σύγκρουσης. Ο φακός που κρατούσε ο Ιορδάνης, φακός που τον έκανε εύκολο στόχο, όπως και τους υπόλοιπους, ξέφυγε από τα δάχτυλα του, που λύθηκαν απότομα, και έπεσε κάτω ζωγραφίζοντας έναν φωτεινό κώνο πάνω στην άσφαλτο, όπου μέσα του φαίνονταν πετραδάκια και ένα κομμάτι από το πίσω φανάρι αυτοκινήτου να λαμπυρίζει σαν ψεύτικο ρουμπίνι.
   Ο Μανόλης γονάτισε δίπλα στον Ιορδάνη φωνάζοντας το όνομα του, αλλά δεν άκουγε καν την ίδια του τη φωνή μέσα στην ξαφνική έκρηξη του Σερ Σπίντι, του αυτόματου που επιτέλους δοκιμάστηκε.
   Η νύχτα φωτίστηκε από τις απανωτές αστραπές που ξερνούσε η κάννη και στις αναλαμπές τους ο Μανόλης είδε αίμα να τρέχει στην αριστερή πλευρά του προσώπου του Ιορδάνη, είδε αίμα να τρέχει ποτάμι.
   Ύστερα η ριπή σταμάτησε. Η Ελένη άρχισε να ουρλιάζει, «Η κάννη σηκώθηκε, αδύνατον να την κρατήσω κάτω, άδειασα όλο το γαμημένο το -γεμιστήρα στον ουρανό» και ύστερα: «Τι έπαθε; Τον χτύπησε; Είναι καλά;» και ο Μανόλης σκέφτηκε πώς η Ελένη είχε προσφερθεί να καθαρίσει με οξυζενέ την πληγή στο μέτωπο του Σταμάτη και να την επιδέσει. Καλύτερα λίγο τσούξιμο, παρά μια μόλυνση, έτσι δεν είναι; είχε πει η Ελένη και τώρα αυτός έπρεπε να σταματήσει αμέσως την αιμορραγία στον Ιορδάνη. Να το κάνει τώρα. Έσκισε το μπουφάν που φορούσε κι ύστερα τη μπλούζα από κάτω. Θα την τύλιγε σφιχτά γύρω από το κεφάλι του σαν τουρμπάνι.
   Το φως του φακού που η Ελένη έριχνε σαν τρελή από δω κι από κει έπεσε πάνω στο μισοκαμένο ξύλο και πάγωσε. Πάνω στο ξύλο ήταν κολλημένα μυαλά και τρίχες. Η Ελένη το είδε κι άρχισε να ουρλιάζει. Ο Μανόλης, ασθμαίνοντας και λουσμένος στον ιδρώτα παρά το κρύο, τύλιγε γρήγορα την μπλούζα γύρω από το κεφάλι του αγοριού. Το αίμα τη μούσκεψε αμέσως. Τα χέρια του τα ένιωθε σαν να φορούσε πολύ ζεστά, υγρά γάντια. Τώρα το φως του φακού που έριχνε γύρω του η Ελένη έπεσε πάνω στον Ιορδάνη, με το κεφάλι του τυλιγμένο σε μια μπλούζα μέχρι τη μύτη, να θυμίζει φωτογραφία αιχμαλώτου μουσουλμάνων εξτρεμιστών στο Ιντερνέτ, με το μάγουλο του (ό,τι είχε απομείνει από το μάγουλο του) και το λαιμό βουτηγμένα στο αίμα, και άρχισε κι αυτός να ουρλιάζει.
   Βοηθήστε με, ήθελε να τους πει ο Μανόλης. Σταμάτα κι έλα να με βοηθήσεις. Αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Το μόνο που έκανε ήταν να πιέζει τη μουσκεμένη μπλούζα πάνω στο κεφάλι του αγοριού και να σκέφτεται ότι ο Ιορδάνης όταν τον πρωτογνώρισαν ήταν εντάξει, δεν είχε τίποτε, ήταν εντάξει.
   Τα χέρια του τινάζονταν σπασμωδικά και τα δάχτυλα σήκωναν μικρά σιντριβάνια από χώμα. Ας του φέρει κάποιος τον Διευθυντή, σκέφτηκε ο Μανόλης, αλλά ο Διευθυντής ήταν θαμμένος αρκετά χιλιόμετρα μακριά τους και ο Ιορδάνης, ήταν πεσμένος ανάσκελα. Χτυπημένος θανάσιμα στο κεφάλι από έναν αλήτη που είχε θελήσει να κλείσει ένα μικρό λογαριασμό. Λογαριασμό που ξεκίνησαν άλλοι.
   Τώρα τινάζονταν και τα πόδια του και ο Μανόλης ένιωθε ακόμη το αίμα του να αδειάζει, μέσα από την μπλούζα και πάνω στα χέρια του.
   Φτάσαμε, λοιπόν, στο τέλος του κόσμου, σκέφτηκε. Κοίταξε στον ουρανό και είδε τον αποσπερίτη.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #114 στις: Ιουνίου 16, 2011, 05:56:37 πμ »
80
Ο Ιορδάνης δεν έπεσε σε κώμα, αλλά ούτε και ξαναβρήκε ποτέ κανονικά τις αισθήσεις του. Η Ελένη κατάφερε να ελέγξει τον εαυτό της και βοήθησε να τον μεταφέρουν πάνω από το ανάχωμα του δρόμου. Εδώ υπήρχαν δέντρα. Ο Μανόλης θυμόταν ότι αυτός και η Άννα είχαν έρθει μια φορά και είχαν μαζέψει μήλα από δω.
   «Δεν κάνει να μετακινούμε κάποιον που έχει βαρύ τραύμα στο κεφάλι» είπε νευρικά η Ελένη, που ερχόταν πίσω από τον Μανόλη κουβαλώντας το σακίδιο της.
   «Αυτό είναι το τελευταίο που θα μπορούσε να μας απασχολήσει» της είπε ο Μανόλης. «Δεν πρόκειται να ζήσει, Ελένη. Όχι έτσι όπως είναι. Και δε νομίζω ότι θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε ούτε και στο νοσοκομείο». Είδε το πρόσωπο της Ελένης να ζαρώνει. «Λυπάμαι».
   Τον ξάπλωσε πάνω στο χορτάρι. Ο Μανόλης δοκίμασε να του δώσει νερό από ένα πλαστικό μπουκαλάκι με στόμιο και, όντως, ήπιε λίγο. Η Ελένη του έδωσε το παπουτσάκι, το Μωρουδίστικο Νάικ, το γούρι της, και το δέχτηκε και αυτό, το έσφιξε ελαφρά γεμίζοντας το αίματα. Ύστερα κάθισαν και περίμεναν να πεθάνει.
   Περίμεναν όλη τη νύχτα.
   Είχαν βάλει για μαξιλάρι ένα σακίδιο που το είχαν πάρει όταν ήταν σε μια άλλη ζωή. Σε μια ζωή καλύτερη. Το σακίδιο είχε ήδη μουλιάσει στο αίμα. Το ένα ακέραιο μάτι του Ιορδάνη έμενε σταθερά καρφωμένο στον ουρανό. Το αριστερό του χέρι ήταν ανοιχτό και ακίνητο πάνω στο γρασίδι. Το δεξί του χέρι έσφιγγε αδιάκοπα το αθλητικό παπουτσάκι της Ελένης.
   Έσφιγγε... και χαλάρωνε. Έσφιγγε... και χαλάρωνε.
   «Ιορδάνη;» είπε ο Μανόλης. «Μήπως διψάς; Θέλεις λίγο νερό;»
   Δεν του απάντησε.
   Αργότερα -μία παρά τέταρτο, με το ρολόι του Μανόλη- ρώτησε κάποιον αν μπορούσε να πάει να κολυμπήσει, και γέλασε. Ο ήχος του γέλιου του ήταν εντελώς φυσικός, αιφνιδιαστικός, και ξύπνησε την Ελένη που λαγοκοιμόταν. Είδε πώς ήταν ο Ιορδάνης κι έβαλε τα κλάματα. Πήγε παράμερα κι έκλαψε μόνη της. Όταν ο Μανόλης δοκίμασε να πάει κοντά της να την παρηγορήσει, η Ελένη του φώναξε ουρλιάζοντας να την αφήσει ήσυχο.
   Στις δύο και τέταρτο, μια μεγάλη συντροφιά από φυσιολογικούς πέρασε από το δρόμο κάτω. Είδαν πολλούς φακούς να χορεύουν στο σκοτάδι κι ο Μανόλης έτρεξε στην άκρη της χαμηλής πλαγιάς και τους φώναξε. «Μήπως υπάρχει γιατρός ανάμεσα σας;» ρώτησε χωρίς πολλές ελπίδες.
   Οι φακοί σταμάτησαν. Ακολούθησαν μουρμουρητά καθώς οι σκοτεινές σιλουέτες κάτω στο δρόμο το συζητούσαν μεταξύ τους και τελικά του απάντησε η φωνή μιας γυναίκας, μια ευχάριστη και γλυκιά φωνή. «Αφήστε μας ήσυχους. Είστε απαγορευμένοι».
   Η Ελένη πήγε κοντά στον Μανόλη στην κορυφή του αναχώματος.
   «"Και οι Λευίτες συνέχισαν το δρόμο τους από την άλλη πλευρά"» φώναξε στη γυναίκα. «Να πας να πηδηχτείς, κυρά μου».
   Πίσω τους, ο Ιορδάνης μίλησε ξαφνικά με δυνατή, καθαρή φωνή. «Θα τους κανονίσω εγώ αυτούς με το αυτοκίνητο. Όχι για χάρη δική σας, αλλά σαν προειδοποίηση για τους υπόλοιπους. Καταλαβαίνετε».
   Η Ελένη άρπαξε το χέρι του Μανόλη. Τα δάχτυλα του ήταν παγωμένα. «Χριστέ μου, μιλάει σαν να είναι εντελώς καλά».
   Ο Μανόλης έπιασε το χέρι της Ελένης μέσα στα δικά του και το κράτησε. «Δε μιλάει αυτή. Είναι η Κουρελιάρα Ανδριάνα που τον χρησιμοποιεί σαν... σαν μεγάφωνο».
   Τα μάτια της Ελένης φάνταζαν πελώρια μέσα στο σκοτάδι. «Κι εσύ πώς το ξέρεις;»
   «Το ξέρω» είπε ο Μανόλης.
   Κάτω στο δρόμο, οι φακοί άρχισαν να απομακρύνονται. Σύντομα θα χάνονταν και ο Μανόλης σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα έτσι.
   Ήταν δική τους υπόθεση, ιδιωτική.
   Στις τρεις και μισή, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, ο Ιορδάνης είπε: «Αχ, κύριε Διευθυντά, τι κρίμα! Μαράθηκαν τα τριαντάφυλλα, πάει ο κήπος». Ύστερα ο τόνος έγινε χαρωπός. «Λέτε να χιονίσει; Θα φτιάξουμε ένα κάστρο, θα φτιάξουμε ένα φύλλο, θα φτιάξουμε ένα πουλί, κι άλλο ένα πουλί, θα φτιάξουμε ένα χέρι, ένα μπλε χέρι, θα...» Σώπασε ήρεμα κοιτώντας τον ουρανό, όπου τα αστέρια μετρούσαν τις ώρες της νύχτας σαν ρολόι. Έκανε κρύο. Τον είχαν τυλίξει να είναι ζεστός. Η κάθε ανάσα του έβγαινε σαν λευκό συννεφάκι. Η αιμορραγία είχε σταματήσει επιτέλους. Η Ελένη κάθισε δίπλα του και χάιδευε το αριστερό του χέρι, εκείνο που ήταν ήδη νεκρό και που περίμενε το υπόλοιπο σώμα ν' ακολουθήσει.
   «Παίξε εκείνο το γρήγορο που μ' αρέσει» είπε ο Ιορδάνης.
   Στις πέντε παρά είκοσι είπε: «Είναι τα ωραιότερα ρούχα που είχα ποτέ». Ο Μανόλης και η Ελένη μαζεύτηκαν γύρω του. Ο Μανόλης πίστεψε ότι τον έχαναν.
   «Τι χρώμα έχουν, Ιορδάνη;» τον ρώτησε, χωρίς πραγματικά να περιμένει απάντηση, αλλά εκείνος του απάντησε.
   «Πράσινο».
   «Πού θα τα φορέσεις;»
   «Οι κύριοι και οι κυρίες να πάρουν τις θέσεις τους για την απονομή των πτυχίων» είπε ο Ιορδάνης. Το δεξί του χέρι συνέχιζε να σφίγγει και να ξεσφίγγει το παπουτσάκι, αλλά πολύ πιο αργά τώρα. Το αίμα στα πλάγια του προσώπου του είχε γίνει μια σκληρή, γυαλιστερή κρούστα, σαν να ήταν από σμάλτο.
   «Οι κύριοι και οι κυρίες να πάρουν τις θέσεις τους για την απονομή των πτυχίων, οι κύριοι κι οι κυρίες να πάρουν τις θέσεις τους».
   «Ναι, καλέ μου» είπε γλυκά ο Μανόλης. «Όλοι πήραν τις θέσεις τους».
   «Οι κύριοι και οι κυρίες να πάρουν τις θέσεις τους για την απονομή των πτυχίων» είπε ο Ιορδάνης.

Η πρώτη αχνή λωρίδα φωτός είχε αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα της ανατολής.
   «Μανόλη, έλα!» φώναξε η Ελένη. Η φωνή της ήταν γεμάτη αγωνία. «Γρήγορα!»
   Πήγε εκεί όπου ήταν η Ελένη. Το σώμα του Ιορδάνη ήταν αγκυλωμένο από έναν δυνατό σπασμό και η μέση του σχημάτιζε μια χαμηλή καμάρα που έτρεμε πάνω από το χορτάρι. Το μάτι του είχε γουρλώσει, τα χείλη του ήταν τραβηγμένα στις γωνίες. Ύστερα, μονομιάς χαλάρωσε ολόκληρος. Είπε ένα όνομα που δεν σήμαινε τίποτε γι' αυτούς -Χένρι- και έσφιξε το παπουτσάκι για τελευταία φορά. Τα δάχτυλα του άνοιξαν και το άφησε να πέσει. Ένας στεναγμός, μαζί κι ένα τελευταίο άσπρο συννεφάκι, πολύ αχνό, από τα μισάνοιχτα χείλη του.
   Η Ελένη κοίταξε τον Μανόλη. «Είναι...»
   «Ναι» είπε ο Μανόλης.
   Η Ελένη έβαλε τα κλάματα. Ο Μανόλης άφησε τον Ιορδάνη να κοιτάξει για λίγες στιγμές ακόμη τα άστρα που είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν κι ύστερα πέρασε την παλάμη του από το πρόσωπό του και του έκλεισε απαλά το μάτι.
   Δίπλα από το περιβόλι με τις μηλιές υπήρχε μια αγροικία. Στην αποθήκη βρήκαν φτυάρια. Τον έθαψαν κάτω από μια μηλιά, μαζί με το παπουτσάκι της Ελένης. Αυτό θα ήθελε κι εκείνος, συμφώνησαν οι δυο τους. Κατ' απαίτηση της Ελένης, ο Μανόλης απήγγειλε για άλλη μια φορά την προσευχή, αν και αυτή τη φορά δυσκολεύτηκε πολύ να τελειώσει. Ύστερα είπαν ο καθένας από κάτι που θυμόταν από τον Ιορδάνη.
   Στη διάρκεια αυτής της αυτοσχέδιας νεκρώσιμης τελετής, ένα κοπάδι άνθρωποι των κινητών -ένα μικρό- πέρασε από το δρόμο με κατεύθυνση προς το βορρά. Τους πρόσεξαν, αλλά δεν τους ενόχλησαν. Αυτό δεν εξέπληξε καθόλου τον Μανόλη. Ήταν παράφρονες, δεν έπρεπε να τους αγγίξει κανείς... πράγμα που ο Σταμάτης και ο Νίκος θα είχαν μάθει πια, για κακή τους τύχη.
   Κοιμήθηκαν στην αγροικία το μεγαλύτερο διάστημα της μέρας και μετά συνέχισαν προς την Έπαυλη. Ο Μανόλης δεν περίμενε πια να βρει την Άννα εκεί, αλλά δεν έκρυβε από τον εαυτό του πως ήθελε να βρει ένα μήνυμα από την Άννα. Μόνο να μάθαινε έστω ότι ήταν ζωντανή, ίσως βοηθούσε να λιγοστέψει αυτή η λύπη που τον είχε κυριέψει, μια θλίψη τόσο βαριά που την ένιωθε πάνω στις πλάτες του σαν μολυβένιο μανδύα.

81
Ο Μανόλης και η Ελένη -μια κατάχλομη και αμίλητη Ελένη, που απαντούσε μόνο αν της έκανες την ίδια ερώτηση για δεύτερη ή και τρίτη φορά- έφτασαν στη διασταύρωση της Εθνικής οδού με το Καπανδρίτι, το χωριό του οποίου ο δρόμος οδηγούσε στην Έπαυλη, λίγο μετά τα μεσάνυχτα μιας νύχτας με δυνατό άνεμο, τη δεύτερη εβδομάδα του Οκτώβρη. Ο Μανόλης σταμάτησε και κοίταζε σαν υπνωτισμένος την πινακίδα του STOP στη γωνία του δρόμου. Το ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ήταν γραμμένο με σπρέι πάνω στην πινακίδα.
   STOP... ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ.
   STOP... ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ. Δεν το έπιανε. Δεν ήταν θέμα νοήματος, αυτό ήταν ξεκάθαρο, ήταν ένα έξυπνο πολιτικό σύνθημα (αν κοίταζε κανείς θα έβρισκε το ίδιο σε όλες τις πινακίδες STOP της πόλης), αλλά η αδυναμία του μυαλού του να συλλάβει το πώς αυτό είχε παραμείνει το ίδιο, όταν όλος ο κόσμος είχε έρθει τα πάνω κάτω. Είχε την αίσθηση πως, αν κοίταζε με μεγάλη ένταση και αυτοσυγκέντρωση εκείνο το STOP... ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ, θα άνοιγε μπροστά του μια σκουληκότρυπα, ένα είδος χρονο-σήραγγας επιστημονικής φαντασίας, και θα έκανε βουτιά προς τα πίσω και όλα αυτά που είχαν γίνει θα ξεγίνονταν. Όλο αυτό το σκοτάδι.
   «Μανόλη» είπε η Ελένη. «Είσαι καλά;»
   «Αυτός είναι ο δρόμος για την Έπαυλη. Απέχει αρκετά χιλιόμετρα αλλά είμαστε κοντά» είπε ο Μανόλης σάμπως αυτό να εξηγούσε τα πάντα, και μετά, χωρίς να το έχει σκεφτεί από πριν, άρχισε να τρέχει.
   Η λεωφόρος μπροστά τους ήταν αδιέξοδο. Όλοι οι δρόμοι ήταν αδιέξοδα γιατί κατέληγαν στο λόφο που βρισκόταν η Έπαυλη, που στην πραγματικότητα ήταν μια απότομη, βραχώδης πλαγιά. Η περιοχή ήταν γεμάτη βελανιδιές και ο δρόμος πνιγμένος στα ξερά φύλλα που τρίβονταν κάτω από τα πόδια του. Υπήρχαν επίσης πολλά σταματημένα αυτοκίνητα και ανάμεσα τους δύο που είχαν κολλήσει μούρη με μούρη σε ένα ασφυκτικό μεταλλικό φιλί.
   «Πού πας;» άκουσε την Ελένη να φωνάζει πίσω του. Ο Μανόλης έπιασε τον τρόμο στη φωνή της, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει.
   Ο Μανόλη έτρεχε με ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα και το φως του φακού του έπεφτε τυχαία μπροστά του, αλλάζοντας συνεχώς κατευθύνσεις. Σε μια από τις τροχιές του συνάντησε το πρόσωπο της αστυνομικού που τους έσωσε στη Βασιλίσσης Σοφίας, μόνο και μόνο για να σκοτώσει το Διονύση και τον κύριο Γιώργο στο ξενοδοχείο. Ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, μισοθαμμένη κάτω από τα ξερά, πεσμένα φύλλα και της έλειπε εντελώς η μύτη.
   Όπως και για την Κουρελιάρα Ανδριάνα, έτσι και για την αστυνομικό, δεν μπορούσες να πάρεις όρκο πως ήταν αυτή. Ήταν σαν να ήταν κάποια σωσίας. Δεν ήθελε όμως να καθίσει και να το σκεφτεί.
   Δεν πρέπει να βρω την Άννα νεκρή. Αυτή η σκέψη σφυροκοπούσε στο μυαλό του Μανόλη ξανά και ξανά. Πρέπει να λυτρωθώ από κείνη. Δεν θα μπορώ να υπηρετήσω χωρίς τύψεις την Ελένη αν δεν με ελευθερώσει εκείνη. Δεν πρέπει να τη βρω νεκρή.
   Υπήρχε ένα Δημαρχείο, μπροστά από το Δημοτικό Πάρκο. Το πάρκινγκ ήταν σχεδόν άδειο, εκτός από τις θέσεις των υπαλλήλων, γιατί και οι δύο δρόμοι που κατέληγαν στο μεγάλο, λευκό κτίριο ήταν φρακαρισμένοι από σταματημένα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι είχαν φτάσει όσο πιο κοντά μπορούσαν και είχαν κάνει τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Για τους πολύ καθυστερημένους όπως ο Μανόλης και η Ελένη, ήταν μια αργή και δύσκολη πορεία. Δύο ολόκληρα τετράγωνα πριν από το Δημαρχείο, τα αυτοκίνητα γέμιζαν ακόμη και τις πρασιές των σπιτιών. Πέντ' έξι σπίτια είχαν γίνει στάχτη. Μερικά ερείπια κάπνιζαν ακόμη.
   Τα τυμπανισμένα πτώματα σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης που έβλεπαν γύρω τους στην αργή και γεμάτη εμπόδια πορεία τους προς το Δημαρχείο του Καπανδριτίου, ήταν εκατοντάδες. Τα κοράκια έκαναν καλή δουλειά μιάμιση βδομάδα τώρα.
   Το μυαλό του γύριζε συνέχεια στην αστυνομικό, που ήταν πεσμένος μπρούμυτα σ' ένα σωρό από φύλλα.
   Έφτασαν στο πάρκινγκ του Δημαρχείου. Στα αριστερά τους είδαν ένα ημιφορτηγό που είχε προσπαθήσει να περάσει από τα πλάγια και είχε καταλήξει να κολλήσει με τις πίσω ρόδες σε ένα λασπωμένο χαντάκι, μόλις πέντε μέτρα μακριά από την πολιτισμένη άσφαλτο. Στα δεξιά τους είδαν μια γυναίκα με σκισμένο το λαιμό, που τα πουλιά είχαν παραλλάξει τα χαρακτηριστικά της σε έναν αφηρημένο πίνακα από μαύρες τρύπες και ματωμένες λωρίδες. Στον ώμο της ήταν κρεμασμένη η τσάντα της.
   Οι δολοφόνοι δεν σκότωναν πια για λεφτά.
   Η Ελένη ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του Μανόλη κι εκείνος τινάχτηκε αλαφιασμένος. «Σταμάτα να σκέφτεσαι τι μπορεί να συνέβη» είπε η Ελένη.
   «Πώς το ήξερες...»
   «Δε χρειάζεται να μπορώ να διαβάζω τη σκέψη σου. Αν βρεις την Άννα -μάλλον δε θα την βρεις, αλλά αν την βρεις-, είμαι σίγουρη ότι θα σου δώσει την ελευθερία σου ώστε να μπορέσεις να με υπηρετήσεις. Αλλιώς... έχει καμιά σημασία; Για μένα τουλάχιστον όχι!»
   «Έχεις δίκιο, Ελένη, αλλά…»
   «Ξέρω» είπε η Ελένη. «Ξέρω». Κι αμέσως μετά αυστηρά: «Σταμάτα να την κοιτάζεις, δεν πρόκειται να σηκωθεί να περπατήσει».
   Ο Μανόλης την αγνόησε και συνέχισε να κοιτάζει σαν υπνωτισμένος το φαγωμένο πρόσωπο. «Οι άνθρωποι των κινητών άρχισαν να θάβουν τους δικούς τους νεκρούς αμέσως μόλις επανέκτησαν ένα στοιχειώδη προγραμματισμό» είπε. «Έστω και αν τους μάζευαν απλώς από κάτω από τις κερκίδες και τους πετούσαν στο βάλτο, έκαναν κάτι γι' αυτούς. Αλλά δε φρόντισαν τους δικούς μας. Τους έχουν αφήσει να σαπίζουν εκεί που βρίσκονται». Στράφηκε προς την Ελένη. «Ό,τι κι αν λένε, ό,τι και αν μας υπόσχονται, δεν πρέπει να τους εμπιστευτούμε» είπε με πάθος. «Δεν θα τους εμπιστευτούμε, εντάξει;»
   Η Ελένη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Συμφωνώ απόλυτα» είπε.
   Ο Μανόλης έδειξε με το κεφάλι του προς το Δημαρχείο, όπου δυο φώτα ασφαλείας λειτουργούσαν ακόμη με μπαταρίες μακράς διάρκειας, ρίχνοντας ένα άρρωστο, κιτρινιάρικο φως πάνω στα αυτοκίνητα των υπαλλήλων και στους σωρούς από πεσμένα φύλλα που είχε παρασύρει ο άνεμος στα πλευρά τους. «Πάμε μέσα να δούμε αν μας άφησαν κάτι φεύγοντας».
   «Ναι, ας το κάνουμε» είπε η Ελένη.
Βεβαιώθηκαν απόλυτα ότι το Δημαρχείο ήταν έρημο όταν είδαν αυτό που ήταν γραμμένο με κόκκινη μπογιά πάνω στη δίφυλλη κεντρική είσοδο. Στο κιτρινιάρικο φως των φώτων ασφαλείας, τα μεγάλα, λοξά γράμματα έμοιαζαν σαν ξεραμένο αίμα.
   ΕΠΑΥΛΗ=ΟΧ-ΤΙΛ
   «Πόσο μακριά είναι η Έπαυλη;» ρώτησε η Ελένη.
   «Όχι πολύ μακριά» είπε ο Μανόλης. «Θα πάω μέσα να ελέγξω. Εσύ δε χρειάζεται να μπεις αν δε θέλεις».
   «Όχι, θα έρθω μαζί σου», είπε η Ελένη, αλλά αναστέναξε σαν παιδί που έχει μπροστά του μια δύσκολη αγγαρεία.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #115 στις: Ιουνίου 16, 2011, 06:57:48 μμ »
82
Το Δημαρχείο μύριζε ακόμη από τα μαγειρέματα και τα ψησίματα που είχαν κάνει σε ψησταριές υγραερίου οι άνθρωποι που είχαν βρει καταφύγιο εκεί, τις μέρες μετά την Ανάπλαση. Έξω από τη μεγάλη κεντρική αίθουσα, στον μακρύ πίνακα ανακοινώσεων όπου συνήθως υπήρχαν αναγγελίες που αφορούσαν διάφορες τοπικές επιχειρήσεις ή καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και γεγονότα, τώρα κρέμονταν καμιά διακοσαριά σημειώματα. Ο Μανόλης, άρχισε να τα ψάχνει ένα-ένα, σχολαστικά, σαν μελετητής που πιστεύει ότι ανακάλυψε το Ευαγγέλιο της Μαρίας Μαγδαληνής.
   Η Ελένη πήγε στην αίθουσα συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου, η οποία ήταν γεμάτη από τα σκουπίδια των προσφύγων που προφανώς είχαν περάσει αρκετές νύχτες εκεί, περιμένοντας μια σωτηρία που δεν είχε έρθει ποτέ.
   Από τα σημειώματα του πίνακα ανακοινώσεων ο Μανόλης διαπίστωσε ότι οι πρόσφυγες είχαν φτάσει να πιστεύουν ότι μπορούσαν να ελπίζουν σε κάτι παραπάνω από μια απλή διάσωση. Πίστευαν πως η σωτηρία τους βρισκόταν στην Έπαυλη. Γιατί ειδικά εκεί, όταν όλη η περιοχή ήταν νεκρή ζώνη όσον αφορούσε τα σήματα της κινητής τηλεφωνίας; Τα σημειώματα στον πίνακα δεν το ξεκαθάριζαν. Οι περισσότεροι έδειχναν να θεωρούν ότι όποιοι τα διάβαζαν θα καταλάβαιναν χωρίς να πρέπει να τους το πουν ήταν ένα πράγμα που το ήξεραν ακόμα και οι χαζοί. Επίσης, ακόμη και στα πιο ψύχραιμα από τα σημειώματα, φαινόταν η προσπάθεια να κρατήσουν υπό έλεγχο τον τρόμο και την ελπίδα.
   Τα πιο πολλά ήταν εντελώς λακωνικά, του τύπου Πάρε το Δρόμο με τα Κίτρινα Τούβλα προς την Έπαυλη και τη σωτηρία, όσο πιο γρήγορα μπορείς.
   Κάπου στα τρία τέταρτα του μήκους του πίνακα, μισοκρυμμένη, είδε μια σελίδα με πλαγιαστό γραφικό χαρακτήρα που προφανώς ανήκε σε παιδί, και δεν έγραφε οδηγίες. Το τράβηξε από τον πίνακα προσέχοντας να μην το σκίσει.
   Αυτό το σημείωμα είχε και ημερομηνία: 3 Οκτωβρίου. Ήταν ανορθόγραφο αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Η αγωνία του παιδιού ήταν ολοφάνερη:

3 Οκτ
Αγαπημένε μου μπαμπά,
Ελπίζω ότι ζεις & θα το διαβάσεις αυτό. Εγώ & ο Μιχάλης τα καταφέραμε, αλλά τον Μάριο τον έπιασε ο Δημήτρης και τον σκότωσε νομίζω. Εγώ & ο Μιχάλης προλάβαμε και τρέξαμε. Νιώθω σαν να φταίω εγώ αλλά ο Μιχάλης μου λέει, δε φταις εσύ, ο Δημήτρης ήταν από τους Άλλους, πού να το ήξερες; Μπαμπά, υπάρχουν χειρότερα. Η μαμά είναι απ' αυτούς, την είδα σε ένα από τα «κοπάδια» σήμερα. (Έτσι τους λένε τώρα, κοπάδια.) Δε φαινόταν τόσο άσχημα όσο μερικοί άλλοι, αλλά ξέρω ότι αν πήγαινα κοντά της, ούτε που θα με γνώριζε και θα με σκότωνε αμέσως. ΑΝ ΤΗ ΔΕΙΣ ΜΗΝ ΞΕΓΕΛΑΣΊΕΙΣ. ΛΥΠΑΜΑΙ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ.
   Θα φύγουμε για την Έπαυλη (είναι πάνω στο βορρά) αύριο ή μεθαύριο, είναι η μαμά του Μιχάλη εδώ και μούρχετε να τον σκοτώσω, τόσο πολύ ζηλέβω. Μπαμπά μου, ξέρω ότι δεν έχεις κινητό και όλοι ξέρουν για την Έπαυλη, ότι είναι ασφαλές μέρος. Αν βρεις αυτό το σημείωμα, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ.
   Σ' αγαπάω με όλη μου την Καρδιά
   Ο γιος σου, Γιάννης Μανολόπουλος

Ο Μανόλης τα κατάφερνε καλά, μέχρι που έφτασε σ' εκείνο το Σ' αγαπάω με όλη μου την Καρδιά. Ακόμη και μ' αυτό μπορεί να τα έβγαζε πέρα αν δεν ήταν εκείνο το κεφαλαίο Κ. Φίλησε την υπογραφή του παιδιού, σαν να ήταν δικό του παιδί. Κοίταξε τον πίνακα ανακοινώσεων με μάτια που είχαν γίνει εντελώς αναξιόπιστα -τα είδε όλα διπλά, τριπλά κι ύστερα ράγισαν σε χίλια κομμάτια- κι έβγαλε μια βραχνή πονεμένη κραυγή σαν να τον σκότωναν. Η Ελένη έφτασε τρέχοντας.
   «Μανόλη, τι έπαθες;» είπε η Ελένη. «Τι είναι;» Είδε το χαρτί -μια κίτρινη σελίδα κομμένη από τετράδιο σπιράλ- και το τράβηξε μαλακά από το χέρι του Μανόλη. Το διάβασε γρήγορα.
   «Θα πάω στην Έπαυλη» είπε βραχνά ο Μανόλης.
   «Μανόλη, ίσως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα» είπε προσεκτικά η Ελένη. «Με δεδομένο αυτό που κάναμε στην Ακαδημία του Μαραθώνα».
   «Δε με νοιάζει. Εγώ θα πάω στην Έπαυλη. Θα πάω να βρω το παιδί».




83
Οι πρόσφυγες που είχαν βρει άσυλο στο Δημαρχείο του Καπανδριτίου είχαν αφήσει πίσω τους πολλά εφόδια όταν αποχώρησαν μαζικά για την Έπαυλη. Ο Μανόλης και η Ελένη έστησαν ένα γεύμα από σαλάτα κοτόπουλο σε κονσέρβα, με συνοδεία μπαγιάτικο ψωμί και φρουτοσαλάτα κονσέρβα για επιδόρπιο.
   Ο Μανόλης, άνοιξε άλλη μια κονσέρβα φρουτοσαλάτα και διάβασε το γράμμα του Γιάννη Μανολόπουλου για ένατη και μετά για δέκατη φορά. Ήδη το θυμόταν απέξω. Θυμόταν επίσης πολύ καθαρά το θάνατο του Ιορδάνη, αλλά τώρα του φαινόταν σαν να είχε συμβεί σε μια άλλη ζωή και σε μια διαφορετική εκδοχή του Μανόλη. Στο προηγούμενο προσχέδιο, σαν να λέμε.
   Τελείωσαν το γεύμα του και ο Μανόλης μάζεψε το γράμμα του Γιάννη.
   «Μανόλη» ξεκίνησε η Ελένη, «το σκέφτηκα και...»
   «Δε θέλεις να έρθεις μαζί μου. Απόλυτα κατανοητό».
   «Καταλαβαίνω, για την Άννα, αλλά...»
   «Είναι το μόνο που μου απέμεινε. Η Άννα...» Ο Μανόλης γέλασε. Ένα κοφτό, σκληρό γέλιο σαν βήχας. «Η Άννα. Τι ειρωνεία κι αυτή! Αν έπρεπε να διαλέξω από τις δυο σας, θα διάλεγα εκείνη».
   Ορίστε. Το είχε βγάλει από μέσα του. Σαν ψαροκόκαλο που του είχε σταθεί στο λαιμό και κόντευε να τον πνίξει. «Και ξέρεις πως αισθάνομαι γι' αυτό; Σαν να προσφέρθηκα να κάνω μια συμφωνία με το διάβολο και να επικοινώνησε ο διάβολος μαζί μου, αυτοπροσώπως».
   Η Ελένη δεν το σχολίασε. Και όταν μίλησε, διάλεξε προσεκτικά τις λέξεις, σαν να φοβόταν μήπως πυροδοτήσει άθελα της τον Μανόλη σαν κρυμμένη νάρκη. «Μας μισούν» είπε. «Στην αρχή μισούσαν τους πάντες και εξελίχθηκαν μισώντας εμάς ειδικά. Ό,τι και να συμβαίνει εκεί πάνω στην Έπαυλη, αν είναι δική τους ιδέα, δεν είναι για καλό».
   «Αν επαναφορτώνουν σε κάποιο ανώτερο επίπεδο, ίσως φτάσουν στο στάδιο του ζήσε-και-άσε-τους-άλλους-να-ζήσουν» είπε ο Μανόλης. Όλα αυτά που έλεγαν ήταν μάταια. Το ήξεραν και οι δυο. Έπρεπε να πάει.
   «Αμφιβάλλω» είπε η Ελένη. «Θυμάσαι εκείνο που λέγαμε, για τον κυλιόμενο διάδρομο που καταλήγει στο σφαγείο; Μανόλη, είμαστε νορμάλ κι αυτό είναι το πρώτο δεδομένο. Κάψαμε ένα από τα κοπάδια τους. Αυτό είναι το δεύτερο και το τρίτο σε συνδυασμό. Το "ζήσε και άσε τους να ζήσουν" δεν ισχύει για μας. Και πώς να ισχύει;» πρόσθεσε «Η Κουρελιάρα Ανδριάνα λέει ότι είμαστε παράφρονες».
   «Και ότι δεν πρέπει να μας αγγίξει κανείς» είπε ο Μανόλης. «Επομένως, δε θα έχω πρόβλημα, εντάξει;» Μετά απ' αυτό δεν έμεινε τίποτε άλλο να πουν.
84
Η Ελένη είχε αποφασίσει να τραβήξει δυτικά, αφήνοντας πίσω της την ΕΠΑΥΛΗ=ΟΧ-ΤΙΛ το συντομότερο δυνατόν. Έτριψε τα μάτια της με τις παλάμες κι ύστερα έσπρωξε με τα δάχτυλα τα μαλλιά της πίσω και πάνω από το μέτωπο. Ήταν μια κίνηση που ο Μανόλης γνώριζε πια πολύ καλά -έδειχνε ότι η Ελένη ήταν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Θα του έλειπε η Ελένη. Ευχήθηκε με όλη του την καρδιά να είχε η Ελένη μια ευκαιρία να προσπαθήσει να τον μεταπείσει.
   «Τα σχέδια σου μου θυμίζουν την τέταρτη πράξη του Ιουλίου Καίσαρα, του Σαίξπηρ», είπε η Ελένη. «Στην πέμπτη πράξη, σκοτώνονται όλοι με το σπαθί στο χέρι». Τώρα είχαν βγει στην λεωφόρο και άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα. Τα φώτα ασφαλείας στο κτίριο του Δημαρχείου μάκραιναν σιγά-σιγά πίσω τους. Στο βάθος του δρόμου, το μοναδικό κεντρικό φανάρι της πόλης, σβηστό, ταλαντευόταν πάνω από το δρόμο με το φύσημα του αέρα.
   «Μη γίνεσαι τόσο απαισιόδοξη» είπε ο Μανόλης. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ενοχληθεί -δεν ήθελε να χωρίσει τσαντισμένος με την μικρή αφέντρα του-, αλλά η απόφαση του δοκιμαζόταν σκληρά.
   «Συγνώμη, αλλά είμαι πολύ κουρασμένη για να σου κάνω χαρούλες» είπε η Ελένη. Σταμάτησε δίπλα σε μια πινακίδα. «Και -θέλεις να είμαι ειλικρινής;- πολύ στενοχωρημένη που σε χάνω».
   «Ελένη, με συγχωρείς».
   «Αν πίστευα ότι υπάρχει έστω και μία πιθανότητα στις πέντε να ζήσεις εσύ καλά κι εγώ καλύτερα... διάβολε, μία στις πενήντα... άσε, δεν πειράζει».
   «Ξέρεις τι έλεγε η Άννα;»
   «Λέγε!»
   «Έλεγε ότι το μυαλό λογαριάζει, αλλά το πνεύμα επιθυμεί και η καρδιά ξέρει αυτά που ξέρει».
   «Αμήν» είπε η Ελένη, πολύ γλυκά και σιγανά.
   Προχώρησαν ανατολικά. Μετά το πρώτο χιλιόμετρο τελείωσαν τα πεζοδρόμια και άρχισαν τα αγροκτήματα. Μετά το δεύτερο υπήρχε άλλο ένα σβηστό φανάρι και μια πινακίδα που ανήγγελλε τη διασταύρωση με το δρόμο της Έπαυλης. Στο σταυροδρόμι ήταν καθισμένοι τρεις άνθρωποι, κουκουλωμένοι με υπνόσακους ως το λαιμό. Ο Μανόλης αναγνώρισε τον έναν αμέσως μόλις έπεσε πάνω του το φως του φακού του: ένας γέρος κύριος, με μακρύ ευγενικό πρόσωπο και γκρίζα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Και το καπελάκι του Παναθηναϊκού που φορούσε ο νεαρός δίπλα του έμοιαζε γνώριμο. Ύστερα η Ελένη έριξε το φως του φακού της στο πρόσωπο της γυναίκας δίπλα στον κύριο Αλογοουρά και είπε: «Εσύ».
   Ο Μανόλης δεν μπορούσε να πει αν η γυναίκα φορούσε μπλουζάκι Χάρλεϊ-Ντάβιντσον με κομμένα τα μανίκια γιατί ο υπνόσακος τη σκέπαζε ως το λαιμό, αλλά αν δεν ήταν αυτή, θα έκοβε το κεφάλι του. Το ήξερε, έτσι όπως ήξερε και ότι ήταν έγκυος. Τους είχε δει και τους τρεις στον ύπνο του, στο μοτέλ δυο νύχτες πριν σκοτωθεί ο Ιορδάνης. Τους είχε δει στο όνειρο του στημένους πάνω στη μακριά εξέδρα στο κέντρο του γηπέδου, κάτω από τους προβολείς.
   Ο άντρας με τα γκρίζα μαλλιά σηκώθηκε όρθιος αφήνοντας τον υπνόσακο να γλιστρήσει στο χώμα. Είχαν τουφέκια μαζί με τα πράγματα τους και ο άντρας σήκωσε τα χέρια του για να δουν ότι ήταν άδεια. Η γυναίκα έκανε το ίδιο και όταν ο υπνόσακος έπεσε γύρω από τα πόδια της, δεν έμεινε καμιά αμφιβολία ότι ήταν έγκυος. Ο τύπος με το καπελάκι του Παναθηναϊκού ήταν γύρω στα σαράντα. Ψηλός. Σήκωσε κι αυτός τα χέρια του. Έμειναν και οι τρεις σ' αυτή τη στάση για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα ο γκριζομάλλης κύριος έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά με λεπτό μαύρο σκελετό από το τσεπάκι του ζαρωμένου πουκαμίσου του και τα φόρεσε.
   Δίπλα του η πινακίδα είχε δύο βέλη, που το ένα έδειχνε δυτικά και το άλλο βόρεια.
   «Μπα, μπα», είπε. «Η Πρόεδρος της Ανδριάνας είπε ότι θα περνούσατε από δω και να που περάσατε. Έξυπνος η Πρόεδρος της Ανδριάνας, αν και πολύ νεαρή για τόσο υψηλή θέση και, κατά τη γνώμη μου, θα την ωφελούσαν μερικές πλαστικές επεμβάσεις πριν αρχίσει τις επίσημες συναντήσεις με πιθανούς μεγάλους σπόνσορες».
   «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε ο Μανόλης.
   «Πάρε αυτό το φως από τα μάτια μου, νεαρέ, και θα σου απαντήσω ευχαρίστως».
   Ο Μανόλης και η Ελένη κατέβασαν τους φακούς τους. Ο Μανόλης ακούμπησε το χέρι στη λαβή του περιστρόφου.
   «Είμαι ο Ντανιέλ Χάρτγουικ από το Χάβερχιλ της Μασαχουσέτης» είπε ο γκριζομάλλης κύριος. «Η νεαρή κυρία είναι η Ντενίζ Λινκ, επίσης από το Χάβερχιλ. Ο κύριος στα δεξιά της είναι ο Ρέι Χουιζένγκα, από τη γειτονική πόλη του Γκρόουβλαντ, Είμαστε και η τρεις μετανάστες από την Ελλάδα και είχαμε επιστρέψει στα πάτρια για ολιγοήμερες διακοπές. Η κυρία Ντενίζ είναι αφέντρα μας».
   «Χάρηκα» είπε ο Ρέι Χουιζένγκα με μια μικρή υπόκλιση που ήταν αστεία, ευγενική και αμήχανη συνάμα. Ο Μανόλης τράβηξε το χέρι του από τη λαβή του περιστρόφου.
   «Αλλά τα ονόματα μας δεν έχουν πια σημασία» είπε ο Ντανιέλ Χάρτγουικ. «Αυτό που έχει σημασία είναι τι είμαστε, η μάλλον τι μας θεωρούν οι άνθρωποι των κινητών». Τους κοίταξε σοβαρά. «Είμαστε παράφρονες. Σαν κι εσάς».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #116 στις: Ιουνίου 17, 2011, 05:08:49 μμ »
85
Η Ντενίζ και ο Ρέι έβαλαν να μαγειρέψουν ένα πρόχειρο γεύμα σε ένα γκαζάκι υγραερίου -«Αυτά τα φασόλια κονσέρβα δεν είναι άσχημα, άμα τα βράσεις πολύυυυ», είπε ο Ρέι. Στο μεταξύ συζητούσαν, ή μάλλον μιλούσε κυρίως ο Νταν. Ξεκίνησε λέγοντας τους ότι η ώρα ήταν δύο και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα κι ότι στις τρεις αυτός και η «γενναία, μικρή συμμορία του» θα έβγαιναν ξανά στο δρόμο. Είπε ότι ήθελαν να καλύψουν όσο το δυνατόν περισσότερα χιλιόμετρα μέχρι το πρωί, πριν αρχίσουν να κυκλοφορούν ξανά οι άνθρωποι των κινητών.
   «Γιατί αυτοί δεν βγαίνουν τη νύχτα» είπε. «Τουλάχιστον έχουμε αυτό υπέρ μας προς το παρόν. Αργότερα, όταν θα έχει ολοκληρωθεί ο προγραμματισμός τους, ή θα κοντεύει να ολοκληρωθεί, ίσως...»
   «Πιστεύετε κι εσείς ότι αυτό συμβαίνει;» ρώτησε η Ελένη. Από τότε που είχε σκοτωθεί ο Ιορδάνης πρώτη φορά έδειχνε να ενδιαφέρεται για κάτι. Έπιασε το μπράτσο του Νταν. «Συμφωνείτε ότι φορτώνουν από την αρχή, όπως οι υπολογιστές όταν σβηστεί...»
   «Ο σκληρός τους δίσκος. Ναι» είπε ο Νταν σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο.
   «Είσαι... ήσουν επιστήμονας, ή κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Μανόλης.
   Ο Νταν χαμογέλασε. «Ήμουν ολόκληρο το Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Χάβερχιλ Αρτς & Τέκνικαλ», είπε. «Ακόμα και μετά που έγινα σκλάβος της Ντενίζ, μου επέτρεψε κρατήσω την πρωινή δουλειά μου. Αν έχει η Πρόεδρος της Ανδριάνας έναν χειρότερο εφιάλτη, αυτός είμαι εγώ».
   Ο Νταν Χάρτγουικ, η Ντενίζ Λινκ και ο Ρέι Χουιζένγκα είχαν εξολοθρεύσει όχι μόνο ένα κοπάδι, αλλά και δεύτερο. Το πρώτο στην πίσω αλάνα μιας μάντρας μεταχειρισμένων ανταλλακτικών αυτοκινήτων, όταν η ομάδα τους αριθμούσε ακόμη έξι μέλη και προσπαθούσαν να βρουν μια ασφαλή διέξοδο από την πόλη. Ήταν μόνο δυο μέρες μετά την Ανάπλαση, όταν οι άνθρωποι των κινητών ήταν ακόμα οι τρελοί των κινητών, σαστισμένοι και έτοιμοι να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, όπως και κάθε φυσιολογικό που έβρισκαν στο δρόμο τους. Εκείνο το πρώτο ήταν ένα μικρό κοπάδι, καμιά εκατοστή μόνο, και τους είχαν κάψει με βενζίνη.
   «Τη δεύτερη φορά, χρησιμοποιήσαμε δυναμίτη, από την αποθήκη ενός μεγάλου εργοταξίου. Στο μεταξύ είχαμε χάσει τους τρεις από την παρέα. Οι δύο έφυγαν για αλλού. Ο τρίτος... ο καημένος έπαθε καρδιακή προσβολή. Τέλος πάντων, ο Ρέι ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει το δυναμίτη, από την εποχή που δούλευε στα έργα οδοποιίας».
   Ο Ρέι, σκυμμένος πάνω από τη μικρή γκαζιέρα όπου ανακάτευε φασόλια με λουκάνικα, έκανε μια στράκα με τα δάχτυλα στον αέρα.
   «Μετά απ' αυτό» είπε ο Νταν, «αρχίσαμε να βλέπουμε παντού το σύνθημα Έπαυλη Οχ-Τιλ. Μας φάνηκε καλό, έτσι δεν είναι, Κυρία;»
   «Ω, ναι» είπε η Ντενίζ. «Φτου Ξελευθερία. Πηγαίναμε ήδη προς το βορρά, όπως κι εσείς, και, όταν αρχίσαμε να βλέπουμε τα συνθήματα, πηγαίναμε ακόμη πιο γρήγορα. Εγώ ήμουν η κατσούφα της παρέας γιατί έχασα την αδερφή μου και τον σκλάβο που θα γινόταν ο άντρας μου, με την Ανάπλαση. Αυτά τα καθάρματα φταίνε που το παιδί μου δε θα γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του». Κοίταξε το Μανόλη. «Ξέρουμε για την πρώτη σου Αφέντρα που την κρατάει η Ανδριάνα στην Έπαυλη» του είπε.
   Ο Μανόλης την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό.
   «Α, ναι» είπε ο Νταν παίρνοντας το πρώτο από τα πιάτα που άρχισε να μοιράζει ο Ρέι για να το προσφέρει τελετουργικά γονατισμένος στην Ντενίζ. Ο Μανόλης τον κοίταξε με ένα βλέμμα που ρωτούσε Πως μπορεί και κρατάει τα προσχήματα ακόμα. «Η Πρόεδρος της Ανδριάνας τα ξέρει όλα, τα βλέπει όλα, έχει φακέλους για όλα... ή έτσι θέλει να πιστέψουμε». Έκλεισε το μάτι στην Ελένη που είδε και εκείνη την έκπληξη στα μάτια του Μανόλη και κατάλαβε το βλέμμα Πως-κρατάει-τα-προσχήματα-ακόμα και η Ελένη του χαμογέλασε.
   «Εμένα μου τα εξήγησε ο Νταν» είπε η Ντενίζ. «Κάποια μικρή ομάδα τρομοκρατών -ή μερικοί εμπνευσμένοι ερασιτέχνες επιστήμονες που είχαν κάνει εργαστήριο το γκαράζ του σπιτιού τους- ενεργοποίησαν αυτό το πράγμα, αλλά δεν είχαν ιδέα σε τι θα κατέληγε. Οι τρελοί των κινητών απλώς παίζουν το ρόλο που τους δόθηκε. Δεν ήταν υπεύθυνοι όταν ήταν τρελοί και δεν είναι πραγματικά υπεύθυνοι για τις πράξεις τους ούτε και τώρα, γιατί...»
   «Γιατί είναι δέσμιοι ενός επιτακτικού ομαδικού ενστίκτου» είπε η Ελένη. «Όπως τα πουλιά όταν μεταναστεύουν».
   «Είναι ομαδικό ένστικτο, αλλά δεν έχει καμιά σχέση με μετανάστευση» είπε ο Ρέι και κάθισε κι αυτός κοντά τους με το πιάτο του. «Ο Νταν λέει ότι είναι καθαρό ένστικτο επιβίωσης. Νομίζω πως έχει δίκιο. Ό,τι κι αν είναι, εμείς καλά θα κάνουμε να βρούμε ένα μέρος να μη μας πάρει η μπόρα. Καταλάβατε;»
   «Τα όνειρα άρχισαν να μας έρχονται αφού είχαμε κάψει το πρώτο κοπάδι» είπε ο Νταν. «Πολύ ισχυρά όνειρα. Αυτός ο άνθρωπος είναι παράφρων. Μετά, αφού είχαμε ανατινάξει το πρώτο κοπάδι, η Πρόεδρος της Ανδριάνας μας επισκέφθηκε προσωπικά, με συνοδεία καμιά πεντακοσαριά από τους στενότερους φίλους του». Σώπασε κι άρχισε να τρώει με μικρές, γρήγορες κουταλιές.
   «Και άφησε στο κατώφλι σας ένα σωρό από λιωμένα "φορητά"» είπε ο Μανόλης.
   «Ήταν και μερικά λιωμένα» είπε η Ντενίζ. «Αλλά τα περισσότερα ήταν κομμάτια». Χαμογέλασε. Ήταν ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Το χάρηκα. Το γούστο τους στη μουσική είναι άθλιο».
   «Εσείς την λέτε Πρόεδρο της Ανδριάνας, εμείς τον λέμε Κουρελιάρα Ανδριάνα» είπε ο Μανόλης. Άφησε δίπλα το πιάτο του κι έπιασε το σακίδιό του. Ψαχούλεψε λίγο και έβγαλε από μέσα το σκίτσο που είχε κάνει ο Μανόλης τη μέρα που ο Διευθυντής είχε εξαναγκαστεί σε αυτοκτονία. Η Ντενίζ το κοίταξε με μάτια διάπλατα από θαυμασμό. Το πέρασε στον Ρέι Χουιζένγκα κι εκείνος σφύριξε.
   Ο Νταν πήρε το σκίτσο τελευταίος και κοίταξε τον Μανόλη με ανανεωμένο σεβασμό. «Εσύ το ζωγράφισες; Έχεις μεγάλο ταλέντο» είπε.
   «Γιατί της δώσατε αυτό το όνομα; Θέλω να πω γιατί Ανδριάνα;» ρώτησε ο Μανόλης και κοίταξε την Ελένη.
   «Δεν ξέρω» απάντησε ο Νταν «προφανώς μας πέρασε το όνομα με κάποιο είδος τηλεπάθειας, όπως και τα όνειρα».
   Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του και στράφηκε πάλι στον Νταν Χάρτγουικ. «Σου μίλησε; Η γυναίκα με την κόκκινη κουκούλα;»
   Ο Νταν κοίταξε την Ντενίζ κι εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Ο Ρέι επέστρεψε στη μικρή γκαζιέρα του -για να τη μαζέψει και να την πακετάρει- και ο Μανόλης κατάλαβε. «Μέσα από ποιον σας μίλησε;»
   «Από μένα» είπε ο Νταν. «Ήταν φριχτό. Το έζησες κι εσύ;»
   «Ναι. Μπορείς να το εμποδίσεις, αλλά όχι όταν θέλεις να μάθεις τι έχει στο μυαλό της. Το κάνει για επίδειξη δύναμης, τι νομίζεις;»
   «Προφανώς» απάντησε ο Νταν. «Αλλά δε νομίζω πως είναι μόνο αυτό. Νομίζω ότι δεν μπορούν να μιλήσουν. Μπορούν να αρθρώσουν και είμαι σίγουρος ότι σκέφτονται -αν και όχι με τον τρόπο που το έκαναν πριν, θα ήταν φοβερό λάθος να θεωρήσουμε ότι κάνουν ανθρώπινες σκέψεις-, αλλά δε νομίζω ότι είναι ικανοί να σχηματίσουν λέξεις».
   «Ακόμη» είπε η Ελένη.
   «Ακόμη» συμφώνησε ο Νταν. Κοίταξε το ρολόι του κι αυτό θύμισε στον Μανόλη να συμβουλευτεί κι αυτός το δικό του. Ήταν ήδη τρεις παρά τέταρτο.
   «Μας είπε να πάμε βόρεια» είπε ο Ρέι. «Μας υπέδειξε την Έπαυλη Οχ-Τιλ. Μας είπε ότι οι μέρες που καίγαμε κοπάδια τελείωσαν, γιατί τώρα έχουν βάλει φρουρούς...»
   «Ναι, είδαμε μερικούς» είπε ο Μανόλης.
   «Και σίγουρα θα είδατε και πολλά μηνύματα Έπαυλη Οχ-Τιλ».
   Ένευσαν και οι τρεις καταφατικά.
   «Λειτουργώντας καθαρά ως κοινωνιολόγος, άρχισα να αμφισβητώ αυτά τα συνθηματικά μηνύματα» είπε ο Νταν. «Όχι το πώς ξεκίνησαν είμαι βέβαιος ότι τα πρώτα Οχ-Τιλ γράφτηκαν αμέσως μετά την Ανάπλαση από επιζήσαντες που σκέφτηκαν ότι ένα τέτοιο μέρος, μια περιοχή χωρίς κάλυψη κινητής τηλεφωνίας, θα ήταν το ιδανικό μέρος επί γης. Εκείνο που αμφισβήτησα ήταν το πώς η ιδέα -και το συνθηματικό γκράφιτι- μπόρεσε να διαδοθεί τόσο γρήγορα σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, όπου όλες οι μορφές επικοινωνίας -με εξαίρεση τη διάδοση στόμα με στόμα έχουν εκλείψει. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, αν αποδεχτεί κανείς ότι μια καινούρια μορφή επικοινωνίας, διαθέσιμη μόνο σε μια συγκεκριμένη ομάδα, έχει μπει στην εικόνα».
   «Η τηλεπάθεια» είπε σχεδόν ψιθυριστά η Ελένη. «Αυτοί. Οι άνθρωποι των κινητών. Αυτοί θέλουν να μαζευτούμε όλοι στην Έπαυλη». Έστρεψε το τρομαγμένο βλέμμα της στον Μανόλη, «Τελικά είναι ένας κυλιόμενος διάδρομος προς το σφαγείο. Μανόλη, μην πας εκεί πάνω! Είναι όλα ιδέα της Κουρελιάρας Ανδριάνας! Όχι της Ανδριάνας που θέλει να διορθώσουμε κάτι».
   Πριν προλάβει ο Μανόλης να του απαντήσει, ο Νταν Χάρτγουικ μίλησε ξανά: «Για ποια Ανδριάνα μιλάτε; Τι πρέπει να διορθωθεί στην Έπαυλη;»
   Ο Μανόλης τους είπε για την Ανδριάνα. Η Ντενίζ κατάλαβε τα πάντα. Δεν μισούσε τους άντρες όπως η Ανδριάνα, αλλά όταν μιλούσε για άντρες, το έκανε σαν να μιλούσε για ανθρώπους που ανήκαν σε ένα κατώτερο είδος. Η ιδέα ότι μία γυναίκα θα μπορούσε να μοιραστεί τις ενδόμυχες σκέψεις της με έναν άντρα, η ιδέα ότι ένας άντρας θα μπορούσε να αγαπηθεί, να γίνει αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού, σεβασμού, να σε κερδίσει με τη σοφία, τη διαίσθηση και το χιούμορ του –όλα αυτά δεν μπορούσαν να χωρέσουν στο μυαλό της Ντενίζ.
   Τους πήρε αρκετή ώρα να συμπληρώσουν τα κομμάτια στο πάζλ που προσπαθούσαν να φτιάξουν ο Νταν και οι άλλοι δύο, που τους κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα. Στο τέλος κατέληξαν πως οι εκδοχές ήταν δύο: Ή που η Κουρελιάρα Ανδριάνα τους ήθελε όλους για ποιο λόγο στην Έπαυλη, ή πράγματι η Ανδριάνα, τους ήθελε εκεί για να διορθώσουν την κατάσταση. Σ’ αυτή τη δεύτερη πιθανότητα έβρισκαν ένα ψεγάδι. Μια απορία που τουλάχιστον προσωρινά δεν μπορούσε να απαντηθεί. Γιατί η Ανδριάνα να ήθελε εκεί όλους τους Νορμάλ;
   Ο Νταν μίλησε ύστερα από μια μικρή παύση.
   «Συγνώμη, αλλά πρέπει να κάνω γρήγορα, δυστυχώς» είπε. «Είναι κάτι που πρέπει να σας δείξω, κάτι που, για να είμαι ειλικρινής, η Πρόεδρος της Ανδριάνας απαίτησε να σας δείξω και...»
   «Σε όνειρο ή με προσωπική επαφή;» ρώτησε ο Μανόλης.
   «Στα όνειρα μας» είπε σιγανά η Ντενίζ. «Από τότε που κάψαμε το πρώτο κοπάδι, τον έχουμε δει μόνο μια φορά στην πραγματικότητα, και πάλι από μακριά».
   «Μας έλεγχε» είπε ο Ρέι. «Έτσι νομίζω».
   Ο Νταν περίμενε να τελειώσει η ψιλή κουβεντούλα. Όταν τελείωσε, πήρε αμέσως το λόγο. «Συμφωνήσαμε να κάνουμε αυτό που μας ζήτησε, εφόσον είναι πάνω στο δρόμο μας...»
   «Δηλαδή, πάμε όλοι βόρεια;» Αυτός που διέκοψε αυτή τη φορά ήταν ο Μανόλης.
   Ο Νταν, φανερά εκνευρισμένος τώρα, έριξε μια επιδεικτική ματιά στο ρολόι του. «Αν κοιτάξεις καλά την πινακίδα, θα δεις ότι δίνει δύο επιλογές. Εμείς σκοπεύουμε να πάμε δυτικά και όχι βόρεια».
   «Βόρεια; Με τίποτα» μουρμούρισε ο Ρέι. «Μπορεί να είμαι χαζός, αλλά τρελός δεν είμαι».
   «Αυτό που θα σας δείξω εξυπηρετεί περισσότερο τους δικούς μας σκοπούς απ' ό,τι τους δικούς τους» είπε ο Νταν. «Και, μια που τον αναφέραμε, η Πρόεδρος της Ανδριάνας -ή η Κουρελιάρα Ανδριάνα, αν προτιμάτε- έκανε λάθος που εμφανίστηκε προσωπικά. Ίσως μεγάλο λάθος. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα ψευδοπόδιο, το οποίο έχει δημιουργήσει ο ομαδικός νους, η ανώτερη νόηση του κοπαδιού, προκειμένου να συνδιαλλαγεί με τους συνηθισμένους φυσιολογικούς και τους μεμονωμένους παράφρονες φυσιολογικούς σαν κι εμάς. Η θεωρία μου είναι ότι τέτοιες ομαδικές νοήσεις υπάρχουν πια σ' ολόκληρο τον κόσμο και καθεμιά προβάλλει κι από ένα ψευδοπόδιο. Ίσως και παραπάνω από ένα. Μην κάνετε το λάθος να νομίσετε πως, όταν μιλάτε στην δική σας Κουρελιάρα Ανδριάνα, μιλάτε με ένα υπαρκτό πρόσωπο. Μιλάτε με το κοπάδι».
   «Δεν πάμε να μας δείξεις αυτό που είναι να μας δείξεις;» είπε ο Μανόλης. Έκανε προσπάθεια για να ακουστεί ήρεμος. Το μυαλό του έβραζε σαν καζάνι. Η μόνη καθαρή σκέψη εκεί μέσα ήταν πως, αν προλάβαινε να βρει την Άννα στην Έπαυλη και τον μικρό προτού μπει στην Έπαυλη -και σε ό,τι συνέβαινε εκεί-, ίσως είχε ακόμη μια ευκαιρία να τους σώσει. Η λογική τού δήλωνε απερίφραστα ότι ο μικρός Γιάννης πρέπει να ήταν ήδη στην Έπαυλη, αλλά μια άλλη φωνή (που δεν ήταν και εντελώς παράλογη) του έλεγε πως κάτι μπορεί να είχε καθυστερήσει τον Γιάννη και την παρέα με την οποία ταξίδευε. Ή να είχαν φοβηθεί και να σταμάτησαν. Ήταν πιθανό. Ήταν επίσης πιθανό, εκεί πάνω στην Έπαυλη να μη συνέβαινε τίποτε πιο φοβερό από έναν απλό και συνηθισμένο φυλετικό διαχωρισμό και οι άνθρωποι των κινητών να δημιουργούσαν απλώς ένα γκέτο για τους νορμάλ. Σε τελική ανάλυση, ίσχυε εκείνο που είχε πει εκείνος, επαναλαμβάνοντας το ρητό της Άννας: Άλλα λογαριάζει το μυαλό και άλλα επιθυμεί το πνεύμα.
   «Ελάτε από δω» είπε ο Νταν. «Δεν είναι μακριά». Άναψε ένα φακό και άρχισε να προχωράει στην άκρη του δρόμου, με κατεύθυνση βόρεια, κρατώντας το φως χαμηλά και μπροστά από τα πόδια του.
   «Δε θα έρθω μαζί σας» είπε η Ντενίζ. «Το έχω δει. Μία φορά φτάνει».
   «Υποτίθεται ότι έχει ως στόχο να σας ικανοποιήσει, κατά κάποιον τρόπο» είπε ο Νταν. «Φυσικά, θέλει επίσης να αποδείξει -τόσο στη δική μου μικρή ομάδα όσο και στη δική σας- ότι οι άνθρωποι των κινητών είναι τώρα οι ισχυροί, αυτοί που έχουν τη δύναμη στα χέρια τους, και ότι σ' αυτούς πρέπει να υπακούμε». Σταμάτησε. «Φτάσαμε. Στο συγκεκριμένο υπνό-γραμμα, η Πρόεδρος της Ανδριάνας φρόντισε να μας δείξει καθαρά το σκύλο, για να μην πάμε σε λάθος σπίτι». Το φως του φακού καρφώθηκε σε ένα μεταλλικό γραμματοκιβώτιο στην άκρη του δρόμου, που στην πλαϊνή πλευρά του είχε ζωγραφισμένο ένα κόλεϊ. «Λυπάμαι που θα το δει και η Ελένη αυτό, αλλά ίσως είναι καλύτερα να ξέρετε με τι έχετε να κάνετε». Σήκωσε το φακό του ψηλότερα. Ο Ρέι τον μιμήθηκε. Οι δυο φακοί φώτισαν την πρόσοψη ενός ξύλινου σπιτιού που στεκόταν στη μέση μιας μικροσκοπικής πρασιάς με γρασίδι.
   Ανάμεσα στην μπροστινή πόρτα και το παράθυρο του καθιστικού ήταν σταυρωμένος ο Σταμάτης. Φορούσε μόνο ένα ματωμένο εσώρουχο. Καρφιά, μεγάλα σαν πρόκες σιδηροτροχιάς, ξεφύτρωναν από τα χέρια, τα πόδια, τους αγκώνες και τα γόνατα του. Ίσως ήταν πρόκες σιδηροτροχιάς. Κάτω από τον Σταμάτη, καθιστός πάνω στο χορτάρι με τα πόδια ανοιχτά, ήταν ο Νίκος. Όπως η Ελένη, όταν την είχαν πρωτογνωρίσει, είχε έναν τεράστιο λεκέ από αίμα που απλωνόταν σαν πετσέτα φαγητού πάνω στο μπλουζάκι του, αλλά το αίμα δεν προερχόταν από τη μύτη του. Το τριγωνικό κομμάτι του γυαλιού με το οποίο είχε κόψει το λαιμό του αφού είχε σταυρώσει το σύντροφο του ήταν ακόμα μέσα στο χέρι του και λαμπύριζε.
   Από την άκρη μιας θηλιάς από σπάγκο που ήταν περασμένη γύρω από το λαιμό του Σταμάτη κρεμόταν ένα κομμάτι χαρτόνι όπου ήταν γραμμένες τρεις λέξεις με μαύρα κεφαλαία γράμματα:
JUSTITIA EST COMMODATUM.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #117 στις: Ιουνίου 18, 2011, 08:20:20 πμ »
86
«Σε περίπτωση που δεν ξέρετε λατινικά...» άρχισε να λέει ο Νταν Χάρτγουικ.
   «Θυμάμαι αρκετά από το σχολείο για να μπορώ να το διαβάσω» είπε η Ελένη. «"Η δικαιοσύνη αποδόθηκε". Επειδή σκότωσαν τον Ιορδάνη. Επειδή τόλμησαν να αγγίξουν έναν από τους απαγορευμένους».
   «Ακριβώς» είπε ο Νταν και έσβησε το φακό του. Ο Ρέι έκανε το ίδιο. «Αλλά χρησιμεύει και σαν προειδοποίηση σε άλλους. Επίσης, δεν τους σκότωσαν αυτοί, αν και θα μπορούσαν».
   «Το ξέρουμε» είπε ο Μανόλης. «Έκαναν αντίποινα στο Μαραθώνα όταν κάψαμε το κοπάδι τους».
   «Το ίδιο έκαναν και όταν κάψαμε εμείς ένα κοπάδι τους» είπε ο Ρέι. «Εκείνα τα ουρλιαχτά θα τα θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Ήταν φοβερό. Όπως κι ετούτο εδώ». Έδειξε προς τον σκοτεινό όγκο του σπιτιού. «Έβαλαν τον μικρό να σταυρώσει τον μεγάλο και έκαναν τον μεγάλο να μείνει ακίνητος. Κι όταν τελείωσε η δουλειά, έκαναν τον μικρό να κόψει το λαιμό του με το γυαλί».
   «Όπως έκαναν με το Διευθυντή» είπε η Ελένη και έπιασε το χέρι του Μανόλη.
   «Είναι η δύναμη του μυαλού τους» είπε ο Ρέι, «και ο Νταν πιστεύει ότι αυτή είναι που στέλνει όλους τους ανθρώπους στο βορρά, στην Έπαυλη -που έκανε ίσως κι εμάς να συνεχίσουμε προς τα βόρεια, κι ας είπαμε πως το κάναμε μόνο για να σας δείξουμε ετούτο εδώ και να σας πείσουμε να συνεχίσετε μαζί μας. Κατάλαβες;»
   «Σας είπε τίποτε η Κουρελιάρα Ανδριάνα για την Άννα που την κρατάει στην Έπαυλη;» ρώτησε ο Μανόλης.
   «Όχι, αλλά αν το είχε κάνει, είμαι σίγουρος πως θα μας έλεγε ότι είναι με τους άλλους νορμάλ κι ότι εσύ κι αυτή θα ξανασμίξετε και θα ζήσετε ευτυχισμένοι» απάντησε ο Νταν. «Ξέρεις, ξέχνα τα όνειρα με τις εξέδρες στα γήπεδα, όπου η Πρόεδρος της Ανδριάνας σε ανακηρύσσει παράφρονα μπροστά στα πλήθη που ζητωκραυγάζουν, εσύ δε θα καταλήξεις έτσι, αυτό το τέλος δεν κάνει για σένα. Είμαι βέβαιος πως έχεις ήδη φανταστεί όλα τα σενάρια με καλό τέλος, με πρώτο και καλύτερο αυτό όπου η Έπαυλη και ποιος ξέρει πόσες άλλες περιοχές όπου δεν πιάνουν τα κινητά γίνονται για τους φυσιολογικούς κάτι ανάλογο με τα καταφύγια άγριων ζώων, μέρη όπου όσοι δεν προσβλήθηκαν από την Ανάπλαση θα μπορέσουν να ζήσουν ανενόχλητοι. Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα αφήσουν πράγματι τους νορμάλ να ζήσουν ανενόχλητοι εκεί πάνω, πιστεύεις ότι θα συγχωρήσουν και τους ανθρώπους σαν κι εμάς; Τους δολοφόνους κοπαδιών;»
   Ο Μανόλης δεν είχε απάντηση σ' αυτό.
   Στα σκοτεινά, ο Νταν κοίταξε πάλι το ρολόι του. «Πήγε τρεις» είπε. «Ας γυρίσουμε πίσω. Η Ντενίζ θα περιμένει να μαζέψουμε τα πράγματα μας. Δεν της αρέσει να περιμένει. Έφτασε η στιγμή που θα πρέπει ή να χωριστούμε ή να συνεχίσουμε όλοι μαζί».
   Όταν λες να συνεχίσουμε όλοι μαζί, στην ουσία μου ζητάς να αποχωριστώ την Άννα, σκέφτηκε ο Μανόλης. Κι αυτό αποφάσισε πως δεν θα το έκανε ποτέ, εκτός αν διαπίστωνε ότι η Άννα ήταν νεκρή.
   Ή αλλαγμένη.
   «Και πώς ελπίζετε να φτάσετε δυτικά;» ρώτησε ο Μανόλης καθώς επέστρεφαν προς την πινακίδα της διασταύρωσης. «Οι νύχτες μπορεί να είναι ακόμα δικές μας, αλλά οι μέρες ανήκουν σ' αυτούς και είδατε τι είναι ικανοί να κάνουν».
   «Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μπορούμε να τους κρατήσουμε μακριά από το μυαλό μας όταν είμαστε ξύπνιοι» είπε ο Νταν. «Θέλει πολλή προσπάθεια, αλλά γίνεται. Θα κοιμόμαστε με βάρδιες, για ένα διάστημα τουλάχιστον. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν θα καταφέρουμε να βρισκόμαστε μακριά από τα κοπάδια».
   «Που σημαίνει να μπούμε σε δάση όσο το δυνατόν γρηγορότερα» είπε ο Ρέι. «Στα δάση, μακριά από τις κατοικημένες περιοχές». Έριξε το φακό του στην Ντενίζ, που ήταν μισοξαπλωμένη πάνω στους τυλιγμένους υπνόσακους. «Εντάξει, κυρία;»
   «Είμαι εντάξει» είπε η γυναίκα. «Μαζέψτε τα πράγματα και φεύγουμε».
   «Έχουμε πολύ καλούς χάρτες» είπε ο Νταν. «Και υπάρχουν σημεία όπου θα μπορέσουμε να κινηθούμε και με αυτοκίνητο. Ο Ρέι πιστεύει ότι αρκετοί αγροτικοί δρόμοι θα είναι σχεδόν άδειοι μέχρι και σε είκοσι χιλιόμετρα απόσταση». Γονάτισε στο ένα πόδι φόρεσε τα παπούτσια στα πόδια της Ντενίζ. Τα χάιδεψε και έκανε πως έδιωχνε τη σκόνη από πάνω τους.
   «Μπορείς να τα φιλήσεις αν θέλεις» του είπε η γυναίκα και ακούμπησε το πόδι της στο γόνατό του.
   Εκείνος έσκυψε και το φίλησε. Μετά φόρτωσε στην πλάτη του το ένα από τα δύο μεγάλα σακίδια, κοιτώντας τον Μανόλη με ένα μικρό, πικρό χαμόγελο. «Ξέρω ότι οι πιθανότητες δεν είναι πολλές. Δεν είμαι ανόητος, μη νομίζεις. Όμως, ξεκάναμε δύο από τα κοπάδια τους, σκοτώσαμε εκατοντάδες απ' αυτούς και δε θέλω να καταλήξω σ' εκείνες τις εξέδρες του γηπέδου».
   «Έχουμε και κάτι ακόμα υπέρ μας» είπε η Ελένη. Ο Μανόλης αναρωτήθηκε αν η Ελένη συνειδητοποίησε ότι είχε μόλις τοποθετηθεί στο στρατόπεδο του Χάρτγουικ. Προφανώς. Κάθε άλλο παρά χαζή ήταν. «Αυτοί μας θέλουν ζωντανούς».
   «Σωστά» είπε ο Νταν. «Μπορεί να τα καταφέρουμε. Αυτοί βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, Μανόλη -τώρα αρχίζουν να υφαίνουν τον ιστό τους και πάω στοίχημα ότι οι τρύπες είναι πολλές».
   «Διάβολε, ούτε τα ρούχα τους δεν έχουν αλλάξει ακόμα» είπε η Ντενίζ. Ο Μανόλης τη θαύμασε. Ήταν τουλάχιστον στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της και δεν το έβαζε κάτω με τίποτα.
   «Θα μπορούσαμε να ξεγλιστρήσουμε» είπε ο Νταν. «Θα προσπαθήσουμε να περάσουμε από τα σύνορα στην Αλβανία και από κει όπου μας βγάλει. Τέσσερις είναι καλύτερα από τρεις, αλλά πέντε είναι ακόμα καλύτερα από τέσσερις -τρεις να κοιμούνται, δύο να φυλάνε σκοπιά τη μέρα για να αποκρούουν την κακή τηλεπάθεια. Το μικρό μας κοπάδι. Λοιπόν, τι λες;»
   Ο Μανόλης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, αργά και αποφασιστικά. «Θα πάω να βρω την Άννα».
   «Σκέψου το καλά, Μανόλη» είπε ο Ρέι. «Σε παρακαλώ».
   «Άφησε τον, το έχει αποφασίσει» είπε η Ελένη. Αγκάλιασε τον Μανόλη και τον έσφιξε. «Ελπίζω να την βρεις. Ακόμη κι αν βρεις την Άννα όμως, εμάς μάλλον δε θα μας ξαναβρείς ποτέ».
   «Θα σας ξαναβρώ οπωσδήποτε» είπε ο Μανόλης. «Ιδιαίτερα εσένα κυρία. Μην σκίσεις το συμβόλαιο». Φίλησε την Ελένη στο μάγουλο και έκανε πίσω. «Θα δέσω έναν τηλεπαθητικό σαν αρνί κι από τα τέσσερα πόδια, θα τον φορτώσω στον ώμο μου και θα τον έχω για πυξίδα. Μπορεί την ίδια την Κουρελιάρα Ανδριάνα».
   «Μου έσωσες τη ζωή» του ψιθύρισε η Ελένη. Η ζεστή ανάσα της τον γαργάλησε στο αυτί. «Άφησέ με να σώσω κι εγώ τη δική σου. Έλα μαζί μας».
   «Δεν μπορώ, Ελένη. Πρέπει να πάω».
   Η Ελένη έκανε πίσω και τον κοίταξε. «Το ξέρω» είπε. «Το ξέρω πως πρέπει να πας». Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της. «Να πάρει η ευχή, είμαι άθλια στους αποχαιρετισμούς».
   Ο Μανόλης έμεινε κάτω από την πινακίδα της διασταύρωσης και παρακολούθησε τα φώτα τους να ξεμακραίνουν. Κρατούσε τα μάτια του σταθερά καρφωμένα στο φακό της Ελένης, που ήταν και η τελευταία που εξαφανίστηκε. Για μια δυο στιγμές έμεινε μόνο αυτός στην κορυφή του πρώτου λόφου προς τα δυτικά, μια μακρινή, μικρούλα σπίθα στο σκοτάδι, σάμπως να κοντοστάθηκε η Ελένη να ρίξει μια τελευταία ματιά πίσω της. Ύστερα χάθηκε κι αυτή η μικρούλα σπίθα και το σκοτάδι έγινε απόλυτο. Ο Μανόλης αναστέναξε -ένας τρεμάμενος στεναγμός όλο παράπονο- κι ύστερα φόρτωσε το σακίδιό του στον ώμο και ξεκίνησε να περπατάει με κατεύθυνση βόρεια.

87
Δεν υπήρχε λόγος να μην επιστρέψει σε μια πιο φυσιολογική ζωή και ν' αρχίσει να ταξιδεύει στη διάρκεια της μέρας. Ο Μανόλης ήξερε ότι οι άνθρωποι των κινητών δεν επρόκειτο να τον πειράξουν. Αφ' ενός ήταν απαγορευμένος, αφ' ετέρου τον ήθελαν στην Έπαυλη. Το πρόβλημα ήταν ότι είχε συνηθίσει τη νυχτερινή ζωή. Το μόνο που μου λείπει τώρα είναι ένα φέρετρο για να ξαπλώνω μέσα και ένας μαύρος μανδύας για να τυλίγομαι, σκέφτηκε.
   Η αυγή που ξημέρωσε παγερή και κόκκινη, η πρώτη αυγή μετά το χωρισμό του από την Ελένη, βρήκε τον Μανόλη στα περίχωρα της Αττικής. Υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι, που φαινόταν ζεστό και βολικό. Ο Μανόλης παραβίασε την κλειδαριά της πλαϊνής πόρτας και μπήκε μέσα. Ενθουσιάστηκε όταν βρήκε μια κουζίνα που έκαιγε με ξύλα και μια χειροκίνητη αντλία νερού. Βρήκε επίσης ένα μικρό κελάρι, καλά εφοδιασμένο, που δεν το είχε πειράξει κανείς. Γιόρτασε αυτή την ανακάλυψη με μια γαβάθα δημητριακά. Χρησιμοποίησε γάλα σκόνη, έριξε ίσαμε δέκα κουταλιές ζάχαρη και μια ολόκληρη χούφτα σταφίδες από πάνω.
   Στο κελάρι βρήκε επίσης αφυδατωμένα αυγά με μπέικον σε αεροστεγείς συσκευασίες, τοποθετημένες τακτικά στο ράφι σαν σειρά από βιβλία τσέπης. Μαγείρεψε μια από αυτές και γέμισε το σακίδιο του με τις υπόλοιπες. Το γεύμα ήταν πολύ καλύτερο απ' ό,τι περίμενε και μόλις αποσύρθηκε στο μικρό υπνοδωμάτιο, ο Μανόλης αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.

Μακριές τέντες είχαν στηθεί και από τις δυο πλευρές του αυτοκινητόδρομου. Δεν είχε αγροκτήματα, μικρές κωμοπόλεις και χωράφια, με ένα βενζινάδικο-παντοπωλείο κάθε είκοσι πέντε χιλιόμετρα, αλλά ένας αυτοκινητόδρομος κάπου έξω στην άγρια φύση. Πέρα από τα βαθιά χαντάκια στα πλάγια, πυκνό δάσος απλωνόταν κι από τις δυο πλευρές ως εκεί που έφτανε το μάτι. Άνθρωποι στέκονταν σε δυο μακριές ουρές που είχαν ανάμεσα τους τη διπλή διαχωριστική γραμμή του δρόμου.
   Δεξιά και αριστερά, διέταζε μια φωνή από τα μεγάφωνα. Δεξιά και αριστερά, σχηματίστε δύο γραμμές. Όταν ο Μανόλης πλησίασε αρκετά, βαδίζοντας πάνω στη διπλή διαχωριστική γραμμή του δρόμου, συνειδητοποίησε ότι η φωνή από τα μεγάφωνα υπήρχε μέσα στο κεφάλι του. Ήταν η φωνή της Κουρελιάρας Ανδριάνας. Μόνο που η Κουρελιάρα Ανδριάνα ήταν -πώς την είχε πει ο Νταν;- ήταν απλώς ένα ψευδοπόδιο. Κι αυτό που άκουγε ο Μανόλης ήταν η φωνή του κοπαδιού.
   Αριστερά και δεξιά, δύο γραμμές, έτσι μπράβο. Αυτό είναι.
   Πού βρίσκομαι; Γιατί δε με κοιτάζει κανένας, γιατί κανένας δε μου λέει «Ε, φίλε, μην πας να βγεις μπροστά, περίμενε τη σειρά σου»;
   Στην κορυφή, οι δύο γραμμές άνοιγαν σχηματίζοντας δύο τόξα με αντίθετη φορά, σαν έξοδοι από τον αυτοκινητόδρομο, η μία προς την τέντα στα αριστερά και η άλλη προς την τέντα δεξιά. Ήταν σαν εκείνες τις μακριές τέντες που στήνουν οι διοργανωτές δεξιώσεων πάνω από τους μεγάλους υπαίθριους μπουφέδες τα μεσημέρια με δυνατό ήλιο. Ο Μανόλης είδε ότι, πριν η κάθε ουρά φτάσει στην τέντα της, οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δέκα δώδεκα μικρότερες γραμμές. Έμοιαζαν με ανθρώπους που πήγαιναν να παρακολουθήσουν μια συναυλία και περίμεναν να τους κόψουν τα εισιτήρια για να μπουν και να πάρουν τις θέσεις τους.
   Στη μέση του δρόμου, στο σημείο όπου η διπλή γραμμή χωριζόταν ανοίγοντας και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά, φορώντας πάντα την ίδια λιωμένη κόκκινη κολεγιακή μπλούζα με την κουκούλα, στεκόταν η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Αριστερά και δεξιά, κυρίες και κύριοι. Το στόμα της κλειστό. Τηλεπάθεια, όλο μαγκιά, ενισχυμένη από τη δύναμη του κοπαδιού.
   Προχωρήστε. Όλοι θα έχετε μια ευκαιρία να τηλεφωνήσετε σε ένα αγαπημένο πρόσωπο της επιλογής σας πριν μπείτε στη ζώνη οχ-τιλ.
   Αυτό προκάλεσε στον Μανόλη ένα μικρό σοκ, αλλά το σοκ του γνωστού, όχι του αγνώστου -σαν την ατάκα από ένα καλό ανέκδοτο που έχεις ακούσει για πρώτη φορά πριν από δέκα είκοσι χρόνια. «Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε την Κουρελιάρα Ανδριάνα. «Τι κάνεις; Τι διάβολο συμβαίνει;»
   Αλλά η Κουρελιάρα Ανδριάνα δεν τον κοίταξε και ο Μανόλης ήξερε το γιατί. Γιατί αυτό ήταν το σημείο όπου ο δρόμος έμπαινε στην Έπαυλη και αυτός την επισκεπτόταν στο όνειρο του. Όσο για το τι συνέβαινε...
   Είναι τηλεφωνικό μπίνγκο, σκέφτηκε. Είναι τηλεφωνικό μπίνγκο και το παιχνίδι παίζεται κάτω απ' αυτές τις τέντες.
   Ας μην καθυστερούμε, κυρίες και κύριοι, μετέδωσε η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Μας μένουν δύο ώρες μέχρι τη δύση του ήλιου και θέλουμε να επεξεργαστούμε όσο περισσότερους από σας γίνεται πριν κλείσουμε για τη νύχτα.
   Να επεξεργαστούν.
  Ήταν όνειρο τελικά;
   Ο Μανόλης ακολούθησε τη γραμμή που άνοιγε προς την τέντα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, ξέροντας τι θα έβλεπε προτού το δει κανονικά με τα μάτια του. Μπροστά από κάθε μικρότερη ουρά στεκόταν και ένας από τους ανθρώπους των κινητών και θαυμαστές της τζαζ μουσικής. Αυτοί οι «επί της υποδοχής», ντυμένοι με βρομερά ρούχα και συχνά πολύ χειρότερα παραμορφωμένοι ακόμη και από την Κουρελιάρα Ανδριάνα, ύστερα από σκληρό αγώνα επιβίωσης έντεκα ημερών, κρατούσαν ο καθένας από ένα κινητό και το έδιναν στον πρώτο της ουράς όταν έφτανε μπροστά τους.
   Ο Μανόλης παρακολούθησε τον διπλανό του να παίρνει το τηλέφωνο, να πατάει τρία ψηφία και να το φέρνει με λαχτάρα στ' αυτί του. «Εμπρός;» είπε. «Έλα, μαμά; Μαμά; Μ' ακ...» Ύστερα σώπασε. Τα μάτια του άδειασαν και τα χαρακτηριστικά του κρέμασαν σαν να είχαν παραλύσει. Το κινητό κατέβηκε λίγο από το αυτί του. Ο τύπος που του είχε κάνει τη «διευκόλυνση» -αυτή ήταν η καλύτερη λέξη που μπόρεσε να σκεφτεί ο Μανόλης- πήρε πίσω το τηλέφωνο, έδωσε μια μικρή σπρωξιά στον άντρα για να προχωρήσει και κάλεσε τον επόμενο στη σειρά να έρθει μπροστά.
   Αριστερά και δεξιά, έλεγε η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Προχωρήστε.
   Ο τύπος που είχε τηλεφωνήσει στη μητέρα του βγήκε με βαριά, σερνόμενα βήματα από τη σκιά της τέντας. Πήγε και γονάτισε μπροστά στην Κουρελιάρα Ανδριάνα και σκύβοντας φίλησε τα πόδια της. Εκείνη τον έσπρωχνε με το πόδι της και εκείνος σηκωνόταν και έφευγε. Πέρα από την τέντα ο Μανόλης είδε εκατοντάδες ανθρώπους να περιφέρονται άσκοπα. Καμιά φορά κάποιος έμπαινε στο δρόμο του άλλου κι έπεφτε καμιά φάπα. Καμιά σχέση με τα προηγούμενα, όμως.
   Γιατί...
   Γιατί το σήμα έχει βελτιωθεί.
   Αριστερά και δεξιά, κυρίες και κύριοι, προχωρήστε, είστε πολλοί και πρέπει να τελειώνουμε πριν σκοτεινιάσει. Αφήστε τα προσκυνήματα για εκεί που πρέπει.
   Ο Μανόλης είδε την Άννα. Φορούσε μπλουτζίν και  μια μπλούζα και τις ίσιες μπότες που τόσο πολύ ο Μανόλης λάτρευε να περιποιέται. Είχε μόλις φτάσει στην κορυφή της ουράς, δυο θέσεις παρακάτω από κει που στεκόταν ο Μανόλης.
   Έκανε να τρέξει κοντά της, αλλά δεν μπορούσε να περάσει.
   «Κάνε στην άκρη!» φώναξε, αλλά, όπως ήταν φυσικό, ο άντρας που του έφραζε το δρόμο και που συνεχώς άλλαζε πόδι σαν να ήθελε επειγόντως να κατουρήσει δεν μπορούσε να τον ακούσει. Ήταν όνειρο και ο Μανόλης ήταν ένας νορμάλ -δεν είχε τηλεπαθητικές ικανότητες. Τρύπωσε ανάμεσα στον άντρα και σε μια γυναίκα που στεκόταν στην ουρά από πίσω του, πέρασε, και έκανε το ίδιο και στην επόμενη ουρά. Ήταν τόσο επικεντρωμένος στην Άννα που δεν κατάλαβε καν αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν υπόσταση. Έφτασε κοντά στην Άννα τη στιγμή που μια γυναίκα με το ένα της μάτι να λείπει, έδινε στην Άννα ένα κινητό Μοτορόλα.
   Πάρε το 100, είπε χωρίς να κινήσει τα χείλη της. Όλες οι κλήσεις γίνονται μέσω 911.
   «Μη, Άννα! Όχι!» φώναξε ο Μανόλης και άπλωσε το χέρι να του αρπάξει το κινητό, τη στιγμή που η Άννα άρχισε να πατάει τα νούμερα, σχηματίζοντας τον αριθμό που έπρεπε να καλεί όταν είχε πρόβλημα. «Μην πάρεις!»
   Η Άννα στράφηκε στο πλάι, σαν να ήθελε να κάνει το τηλεφώνημα της μακριά από το αδιάκριτο, απλανές μάτι της γυναίκας που την «διευκόλυνε», και ο Μανόλης αστόχησε. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να σταματήσει την Άννα. Όλα αυτά ήταν όνειρο.
   Η Άννα τελείωσε (δεν της πήρε πολύ να πατήσει τα τρία ψηφία), πάτησε το κουμπί της ΚΛΗΣΗΣ και έφερε το τηλέφωνο στ' αυτί της. «Ναι; Μανόλη; Μανόλη, εσύ είσαι; Μ' ακούς; Αν με ακούς, σε παρακαλώ, έλα να με πά...» Μισοστραμμένη όπως ήταν η Άννα, ο Μανόλης έβλεπε μόνο το ένα μάτι της, αλλά ένα φως αρκεί για να καταλάβει κανείς πότε κόβεται το ρεύμα. Οι ώμοι της Άννας κρέμασαν. Το τηλέφωνο γλίστρησε από το αυτί της. Η γυναίκα με το ένα μάτι της το άρπαξε με το βρόμικο χέρι της και της έδωσε μια άγαρμπη σπρωξιά στην πλάτη για να την κάνει να μπει στην Έπαυλη μαζί με όλους τους άλλους που είχαν έρθει εκεί για να είναι ασφαλείς. Ύστερα έκανε νόημα στον επόμενο της ουράς να προχωρήσει και να κάνει το τηλεφώνημα του.
   Η Άννα τσακωνόταν με έναν τύπο από την άλλη σειρά, για το ποιος θα φιλήσει πρώτος το πόδι της Κουρελιάρας Ανδριάνας. Εκείνη τους σήκωσε και τους δύο τραβώντας τους από τα μαλλιά και τους ξαπόστειλε.
   Αριστερά και δεξιά, σχηματίστε δύο σειρές, βροντοφώναξε η Κουρελιάρα Ανδριάνα μέσα στο κεφάλι του Μανόλη, που πετάχτηκε από τον ύπνο του ουρλιάζοντας το όνομα της Άννας μέσα στο μικρό σπιτάκι, όπου το γλυκό απογευματινό φως έμπαινε άπλετο από τα παράθυρα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #118 στις: Ιουνίου 18, 2011, 02:18:42 μμ »
88
Τα μεσάνυχτα είχε πιάσει μια κρύα, κακιά βροχή, σχεδόν χιονόνερο, που σου περόνιαζε τα κόκαλα. Άκουσε θόρυβο αυτοκινήτου πίσω του και βγήκε από το δρόμο. Όταν φάνηκαν οι προβολείς και φώτισαν τη νύχτα μεταμορφώνοντας τις ψιχάλες σε ασημένιες χαρακιές, είδε ότι ήταν τέσσερις. Δύο αυτοκίνητα που πήγαιναν δίπλα-δίπλα κάνοντας κόντρες μέσα στο σκοτάδι. Τρέλα. Ο Μανόλης στάθηκε πίσω από ένα κάδο απορριμμάτων, χωρίς να κρυφτεί ακριβώς, αλλά και χωρίς να κάνει ό,τι μπορούσε για να τον προσέξουν. Τους παρακολούθησε να περνάνε με ταχύτητα από μπροστά του, τινάζοντας λεπτά σιντριβάνια νερού από την άσφαλτο, σαν οπτασίες από έναν κόσμο χαμένο. Το ένα αμάξι τού φάνηκε σαν Κορβέτ, αν και ήταν αδύνατον να πει με σιγουριά έχοντας μόνο το μισοπεθαμένο φως ασφαλείας του πάρκινγκ του δρόμου στο οποίο είχε βρεθεί για να βλέπει. Τα αυτοκίνητα πέρασαν σαν βολίδες κάτω από το μοναδικό φανάρι ρύθμισης κυκλοφορίας (που κρεμόταν σβηστό, φυσικά), έγιναν τέσσερα μικρά κόκκινα σημαδάκια στο σκοτάδι και απομακρύνθηκαν μέχρι που χάθηκαν εντελώς.
   Τρέλα, σκέφτηκε ξανά ο Μανόλης. Κι έπειτα, ξαναβγαίνοντας στο δρόμο: Κοίτα ποιος μιλάει για τρέλα!
   Σωστά. Γιατί το όνειρο του με το τηλεφωνικό μπίνγκο δεν ήταν όνειρο, ή μάλλον δεν ήταν μόνο όνειρο. Ο Μανόλης ήταν σίγουρος γι' αυτό. Οι άνθρωποι των κινητών χρησιμοποιούσαν τις τηλεπαθητικές τους ικανότητες για να εντοπίζουν όσο περισσότερους δολοφόνους κοπαδιών μπορούσαν. Ήταν το μόνο λογικό. Μπορεί να είχαν πρόβλημα με ομάδες όπως αυτή του Νταν Χάρτγουικ, που προσπαθούσε να τους κρατήσει μακριά, αλλά με μεμονωμένους σαν αυτόν δεν πρέπει να δυσκολεύονταν καθόλου. Το θέμα ήταν ότι η τηλεπάθεια, κατά έναν μυστήριο τρόπο, ήταν σαν το τηλέφωνο -λειτουργούσε αμφίδρομα. Οπότε, αυτός ήταν... τι ακριβώς; Το φάντασμα στη συσκευή. Κάτι τέτοιο. Ενώ τον παρακολουθούσαν εκείνοι, μπορούσε κι αυτός να τους παρακολουθεί. Τουλάχιστον στον ύπνο του. Στα όνειρα του.
   Άραγε είχαν στηθεί πραγματικά περίπτερα στο σύνορο της Έπαυλης, όπου οι νορμάλ περίμεναν στην ουρά για να τους τινάξουν τα μυαλά στον αέρα; Ο Μανόλης πίστευε ότι υπήρχαν τέτοια σημεία ελέγχου, τόσο στην Έπαυλη όσο και σε άλλα μέρη σαν την Έπαυλη σε ολόκληρη την χώρα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Η κίνηση στα σύνορα πρέπει να είχε μειωθεί πια, αλλά τα σημεία ελέγχου εισόδου -τα σημεία αλλαγής- πρέπει να υπήρχαν ακόμη.
   Οι άνθρωποι των κινητών χρησιμοποιούσαν την ομαδική τηλεπάθεια για να δελεάσουν τους νορμάλ να πάνε εκεί. Να ονειρεύονται να πάνε εκεί. Άραγε αυτό έκανε τους ανθρώπους των κινητών πιο έξυπνους ή πιο πονηρούς; Όχι, εκτός αν θεωρούσες έξυπνη την αράχνη επειδή ύφαινε ιστό ή τον αλιγάτορα πονηρό επειδή έμενε ακίνητος και έμοιαζε με κούτσουρο.
   Συνεχίζοντας ευθεία προς το βορρά, πάνω στο δρόμο που θα τον έβγαζε στην Έπαυλη, ο Μανόλης σκέφτηκε ότι το τηλεπαθητικό σήμα που έστελναν οι άνθρωποι των κινητών πρέπει να περιείχε τουλάχιστον τρία ξεχωριστά μηνύματα.
   Έλα και θα είσαι ασφαλής -θα πάψεις να παλεύεις για την επιβίωση. Έλα και θα είσαι μαζί με άλλους του είδους σου, σε ένα μέρος μόνο δικό σας. Έλα και θα μπορέσεις να μιλήσεις στα αγαπημένα σου πρόσωπα.
   Έλα. Ο κοινός παρονομαστής. Και μόλις πλησίαζες, έπαυες να έχεις άλλη επιλογή. Η τηλεπάθεια και το όνειρο της ασφάλειας σε κυρίευαν ολοκληρωτικά. Έμπαινες στη γραμμή. Άκουγες την Κουρελιάρα Ανδριάνα που έλεγε προχωρήστε, όλοι θα κάνετε ένα τηλεφώνημα στους αγαπημένους σας, αλλά έχουμε πολλούς από σας να επεξεργαστούμε πριν δύσει ο ήλιος και βάλουμε να ακούσουμε την Μπέτι Μίντλερ στο «The Wind Beneath My Wings».
   Και πώς κατάφερναν να συνεχίζουν να επεξεργάζονται, όταν δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, όταν οι πόλεις είχαν γίνει στάχτη και ο πολιτισμός είχε βουλιάξει σε ένα βάλτο από αίμα; Πώς αντικαθιστούσαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων των κινητών που είχαν χαθεί με την αρχική έκρηξη και με τις καταστροφές των κοπαδιών που ακολούθησαν; Μπορούσαν να το συνεχίζουν επειδή η Ανάπλαση δεν είχε σταματήσει. Κάπου -σ' εκείνο το παράνομο εργαστήριο ή στο γκαράζ στην Έπαυλη της Ανδριάνας-, κάποιο μηχανηματάκι δούλευε ακόμη με μπαταρία και κάποιο μόντεμ εξακολουθούσε να εκπέμπει το τσιριχτό, παρανοϊκό σήμα του και να το στέλνει στους δορυφόρους που περιφέρονταν γύρω από τη Γη, ή στους πυλώνες μικροκυμάτων που την έσφιγγαν σαν ατσάλινο ζωνάρι. Και πού θα τηλεφωνούσες για να είσαι σίγουρος ότι η κλήση σου θα απαντιόταν, έστω και αν η φωνή που θα σου απαντούσε θα ήταν απλώς από αυτόματο τηλεφωνητή που δούλευε με μπαταρία;
   Στην αστυνομία, προφανώς. Στο 100.
   Κι αυτό είχε σχεδόν σίγουρα συμβεί ήδη στην Άννα.
   Ο Μανόλης το ήξερε. Ήταν ήδη πολύ αργά.
   Τότε, γιατί συνέχιζε να ανεβαίνει προς το βορρά μέσα στην κρύα βροχή και στο σκοτάδι; Μπροστά του -όχι πολύ μακριά- ήταν η Έπαυλη, και όταν θα έφτανε εκεί, οι μέρες που μπορούσε να διαβάζει τις πινακίδες του δρόμου θα τελείωναν οριστικά, άρα γιατί;
   Ήξερε το γιατί. Με την ίδια βεβαιότητα που ήξερε ότι αυτός ο αχνός κρότος στην απόσταση και το απότομο, μακρινό κορνάρισμα σήμαιναν ότι η κόντρα των δύο αυτοκινήτων που είχαν περάσει πριν από λίγο είχε τελειώσει άδοξα, τουλάχιστον για τον έναν από τους δύο οδηγούς. Συνέχιζε για εκείνο το σημείωμα που είχε βρει στον πίνακα ανακοινώσεων του δημαρχείου, πιασμένο μόνο από ένα κομματάκι σελοτέιπ, έτοιμο να ξεκολλήσει και να χαθεί. Το παιδί είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα: ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ.
   Αν ήταν πια πολύ αργά για να πάρει πίσω την Άννα, ίσως δεν ήταν πολύ αργά για να την βρει και να της πει ότι είχε προσπαθήσει. Ίσως κατάφερνε να διατηρήσει όση λογική τού χρειαζόταν απλώς για να κάνει μόνο αυτό και τίποτε άλλο, ακόμη κι αν τον είχαν αναγκάσει να χρησιμοποιήσει ένα από τα κινητά τους.
   Όσο για τις εξέδρες και τα πλήθη που παρακολουθούσαν... «Δεν υπάρχει γήπεδο ποδοσφαίρου στην Έπαυλη» μονολόγησε. Μέσα στο μυαλό του, ο Ιορδάνης του ψιθύρισε: Είναι ένα γήπεδο σε εικονική πραγματικότητα.
   Ο Μανόλης παραμέρισε αυτή τη σκέψη. Την εξόρισε από το μυαλό του. Είχε πάρει την απόφαση του. Ήταν τρέλα, φυσικά, αλλά ήταν ένας τρελός κόσμος και αυτός απλώς προσαρμοζόταν.

89
Στις τρεις παρά τέταρτο το πρωί, κατάκοπος και βρεγμένος, παρά το αδιάβροχο με την κουκούλα που είχε απαλλοτριώσει από το σπιτάκι, ο Μανόλης έφτασε στη διασταύρωση με το δρόμο που οδηγούσε στην Έπαυλη. Πάνω στο σταυροδρόμι υπήρχε ένα τεράστιο ομαδικό τρακάρισμα και η Κορβέτ που τον είχε προσπεράσει με μεγάλη ταχύτητα ήταν ένα από τα αυτοκίνητα του σωρού. Ο οδηγός κρεμόταν ο μισός έξω από το αριστερό μπροστινό παράθυρο, που είχε γίνει κυριολεκτικά φυσαρμόνικα, με το κεφάλι κάτω και τα χέρια να κρέμονται μπροστά. Κι όταν ο Μανόλης δοκίμασε να του ανασηκώσει το κεφάλι για να δει μήπως ο άνθρωπος ήταν ακόμα ζωντανός, το πάνω μισό του κορμιού έπεσε στο οδόστρωμα σέρνοντας πίσω του ένα μεγάλο ματωμένο κουβάρι από άντερα. Ο Μανόλης τινάχτηκε πίσω σαν τρελός, πιάστηκε από έναν τηλεφωνικό στύλο, πίεσε δυνατά το μέτωπο του πάνω στο τραχύ ξύλο και έκανε εμετό μέχρι που δεν του έμεινε τίποτε άλλο να βγάλει.
   Από την άλλη πλευρά της διασταύρωσης, εκεί όπου ξεκινούσε προς το βορρά και την Έπαυλη, υπήρχε ένα παντοπωλείο. Μια επιγραφή στη βιτρίνα του υποσχόταν ΝΤΟΠΙΑ ΣΠΙΤΙΚΑ ΓΛΥΚΑ -ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ - ΜΠΙΜΠΕΛΟ. Το μαγαζί φαινόταν και σπασμένο και λεηλατημένο, αλλά ήταν ένα καταφύγιο από τη βροχή κι από την αναπάντεχη φρίκη που μόλις είχε συναντήσει. Ο Μανόλης μπήκε μέσα και κάθισε με το κεφάλι σκυφτό, μέχρι που σταμάτησε να αισθάνεται ότι ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει.
   Υπήρχαν κι εδώ πτώματα, τα μύριζε, αλλά κάποιος τα είχε σκεπάσει με έναν μεγάλο μουσαμά, όλα εκτός από δύο στην πέρα γωνία, αλλά ευτυχώς αυτά τα δύο δεν ήταν διαμελισμένα. Το ψυγείο της μπίρας του μαγαζιού ήταν σπασμένο και άδειο, αλλά το μηχάνημα των αναψυκτικών ήταν απλώς σπασμένο. Ο Μανόλης πήρε ένα κουτάκι Κόκα Κόλα και το κατέβασε με μακριές, αργές γουλιές σταματώντας μόνο για να ρευτεί. Μετά από λίγο άρχισε να αισθάνεται κάπως καλύτερα.
   Του έλειπαν αφάνταστα η Ελένη. Ο άμοιρος ξεκοιλιασμένος εκεί έξω και ο άγνωστος που έκαναν κόντρες ήταν οι μόνοι ζωντανοί άνθρωποι που είχε συναντήσει εκείνη τη νύχτα. Δεν είχε συναντήσει ούτε μια συντροφιά οδοιπόρων και είχε περάσει τη νύχτα ολομόναχος με παρέα τις σκέψεις του. Μπορεί ο άσχημος καιρός να είχε αποθαρρύνει τους πρόσφυγες, ή μπορεί πλέον να ταξίδευαν μέρα. Δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν, αφού οι άνθρωποι των κινητών το είχαν γυρίσει από τις δολοφονίες στον προσηλυτισμό.
   Τότε συνειδητοποίησε ότι εκείνη τη νύχτα δεν είχε ακούσει καθόλου μουσική κοπαδιού, όπως την ονόμαζε η Ελένη. Μπορεί όλα τα κοπάδια να βρίσκονταν νότια, εκτός από το μεγάλο (ο Μανόλης υπέθετε ότι υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κοπάδι), που εκτελούσε τους Προσηλυτισμούς της Έπαυλης. Δεν τον ένοιαζε. Ακόμη και μόνος που ήταν, προτιμούσε τη ζωή χωρίς μουσική υπόκρουση.
   Αποφάσισε να περπατήσει για καμιά ώρα ακόμη το πολύ κι ύστερα να βρει κάπου να τρυπώσει. Αυτή η κρύα βροχή τον πέθαινε. Έφυγε από το παντοπωλείο αποφεύγοντας συστηματικά να ρίξει έστω και μια ματιά στη στραπατσαρισμένη Κορβέτ και στα ανθρώπινα απομεινάρια δίπλα της.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #119 στις: Ιουνίου 18, 2011, 06:33:59 μμ »
90
Πλησίαζε το ξημέρωμα και ο Μανόλης ακόμα περπατούσε, από τη μια επειδή είχε σταματήσει η βροχή κι από την άλλη επειδή δεν είχε βρει κανένα άσυλο της προκοπής στον δρόμο, μόνο δάσος. Έπειτα, κατά τις τέσσερις και μισή, προσπέρασε μια πινακίδα διάτρητη από σφαίρες που έγραφε: ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Δέκα λεπτά αργότερα, προσπέρασε και το λόγο ύπαρξης του οικισμού: ένα λατομείο, ένα τεράστιο νταμάρι στον γρανιτένιο βράχο με κάμποσες παράγκες, μπουλντόζες και ανατρεπόμενα στους πρόποδες της σκαμμένης πλαγιάς. Ο Μανόλης το σκέφτηκε προς στιγμήν να περάσει τη μέρα σε μια από τις παράγκες του εργοταξίου, αποφάσισε ότι θα έβρισκε σίγουρα κάτι καλύτερο παρακάτω και συνέχισε το δρόμο του. Ακόμη δεν είχε δει πουθενά πρόσφυγες, ούτε είχε ακούσει μουσική κοπαδιού, έστω και από πολύ μακριά. Θα μπορούσε να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη.
   Δεν ήταν. Δέκα λεπτά αφότου άφησε πίσω του το λατομείο έφτασε στην κορυφή ενός λοφίσκου και είδε το χωριουδάκι κάτω. Στο έρημο πάρκινγκ του πρώτου κτηρίου που συνάντησε, δύο άνθρωποι των κινητών ατένιζαν ο ένας τον άλλο μπροστά από μια παμπάλαια, μίζερη αντλία που πρέπει να ήταν υπερσύγχρονη την εποχή του ‘40.
   Στράφηκαν αργά προς το μέρος του όταν ο Μανόλης έριξε πάνω τους το φως του φακού του, αλλά αμέσως μετά γύρισαν πάλι και κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ήταν και οι δυο αρσενικοί. Ο ένας εικοσιπεντάρης, ο άλλος γύρω στα πενήντα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν άνθρωποι των κινητών. Τα ρούχα τους ήταν βρομερά και τρισάθλια, σχεδόν κουρέλια, τα πρόσωπα τους γεμάτα πληγές και σημάδια. Ο νεαρός είχε στο δεξί του χέρι ένα μεγάλο έγκαυμα που έφτανε μέχρι τη μέση του μπράτσου. Το αριστερό μάτι του άλλου γυάλιζε από τα βάθη πρησμένης και μελανιασμένης σάρκας. Αλλά το σημαντικό δεν ήταν η όψη τους. Το σημαντικό ήταν αυτό που ένιωσε μέσα τον ο Μανόλης: την ίδια περίεργη αίσθηση ασφυξίας που είχαν νιώσει αυτός και ο Διευθυντής στο γραφείο του βενζινάδικου της BP στο Μαραθώνα, όπου είχαν πάει να πάρουν τα κλειδιά των δύο φορτηγών μεταφοράς υγραερίου. Την αίσθηση μιας τρομακτικής συγκέντρωσης κάποιας άγνωστης δύναμης.
   Και ήταν ακόμα νύχτα. Με τέτοια βαριά συννεφιά, το φως της μέρας θα αργούσε πολύ να φανεί. Τι γύρευαν αυτοί οι δύο έξω νυχτιάτικα; Ο Μανόλης έσβησε το φακό του, τράβηξε το 45άρι και περίμενε να δει τι θα συνέβαινε. Για μερικά δευτερόλεπτα φάνηκε ότι δεν επρόκειτο να συμβεί τίποτα, ή ότι κάτι πήγε να συμβεί αλλά δεν συνέβη κι ότι εκείνη η περίεργη αίσθηση ασφυξίας ήταν το αποκορύφωμα. Ύστερα άκουσε ένα ψιλό κλαψούρισμα, σαν τον ήχο που αφήνει μια λάμα πριονιού όταν δονείται. Ο Μανόλης κοίταξε πάνω και είδε τα σύρματα του ηλεκτρικού που περνούσαν μπροστά από το κτήριο να κινούνται μπρος πίσω τόσο γρήγορα που δεν φαίνονταν πια.
   «Φύ-γε!» Ήταν ο νεαρός και φάνηκε να ξερνάει τις συλλαβές από το στόμα του με τρομακτική προσπάθεια. Ο Μανόλης τινάχτηκε. Αν είχε το δάχτυλό του στη σκανδάλη του περιστρόφου, σίγουρα θα την είχε τραβήξει αντανακλαστικά. Αυτά δεν ήταν Αού και Ιιν, ήταν κανονικές συλλαβές. Νόμισε πως τις άκουσε και μέσα στο κεφάλι του, αλλά πολύ, πολύ αχνά. Σαν ηχώ που σβήνει.
   «Εσύ!... Φύγε!» απάντησε ο πενηντάχρονος. Φορούσε φαρδιά βερμούδα με έναν τεράστιο λεκέ στον πισινό. Ή από λάσπη ή από σκατά. Έκανε κι αυτός τρομακτική προσπάθεια να μιλήσει, αλλά αυτή τη φορά ο Μανόλης δεν άκουσε καμιά ηχώ μέσα στο κεφάλι του. Κατά περίεργο τρόπο, αυτή ήταν η επιβεβαίωση ότι την είχε ακούσει την πρώτη φορά.
   Οι δυο άντρες τον είχαν ξεχάσει εντελώς.
   «Δικό μου!» είπε ο νεαρός, και ήταν πάλι σαν να ξέρασε τις λέξεις. Όντως τις είχε ξεράσει. Ολόκληρο το κορμί του συσπάστηκε βίαια από την προσπάθεια. Πίσω του, μια σειρά από παραθυράκια στο κτήριο έσκασαν προς τα έξω.
   Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Ο Μανόλης παρακολουθούσε μαγεμένος, έχοντας ξεχάσει την Άννα για πρώτη φορά. Ο πενηντάχρονος φαινόταν να σκέφτεται έντονα, να αγωνίζεται να καταφέρει κάτι, κι αυτό που υπέθεσε ο Μανόλης ότι αγωνιζόταν αυτός ο άντρας να κάνει ήταν το να εκφραστεί με τον τρόπο που το έκανε πριν η Ανάπλαση τού στερήσει την ικανότητα του λόγου.
    Πάνω στη στέγη του κτηρίου, υπήρχε μια σειρήνα συναγερμού. Η σειρήνα πήρε μπρος μ' ένα σύντομο δυνατό ΓΟΥΙΝ, σαν να είχε δεχτεί ένα ξαφνικό κύμα ηλεκτρικής ενέργειας. Και τα φώτα της αρχαίας αντλίας -μπροστινοί προβολείς και πίσω φώτα- άναψαν ξαφνικά, φωτίζοντας τους δυο άντρες και ζωγραφίζοντας τις σκιές τους πάνω στην άσφαλτο.
   «Σκατά! Είναι!» κατάφερε να αρθρώσει ο πενηντάχρονος. Έφτυνε τις λέξεις σαν κομμάτια κρέας που είχαν σκαλώσει στο λαιμό του και τον έπνιγαν.
   «Φοη'γό μου!» σχεδόν ούρλιαξε ο νεαρός και ο Μανόλης άκουσε μέσα στο μυαλό του την ίδια φωνή να ψιθυρίζει, Το φορτηγό μου. Ήταν απλό τελικά. Αντί για πρινκλς, οι δυο άντρες τσακώνονταν για την παλιά πυροσβεστική αντλία. Μόνο που αυτό συνέβαινε νύχτα -προς το τέλος της νύχτας, ναι, αλλά ήταν ακόμα μαύρο σκοτάδι- και αυτοί οι δυο μιλούσαν σχεδόν κανονικά.
   Διάβολε, μιλούσαν.
   Απ' ό,τι φάνηκε όμως, οι πολλές κουβέντες είχαν τελειώσει. Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι του, όρμησε καταπάνω στον πενηντάχρονο και τον κουτούλησε στο στήθος. Ο πενηντάχρονος έπεσε ανάσκελα. Με τη φόρα που είχε πάρει, ο νεαρός παραπάτησε και έπεσε κάτω με τα γόνατα, «Γαμώτο!» ούρλιαξε.
   «Φα την!» του φώναξε ο άλλος.
   Σηκώθηκαν και οι δυο από κάτω και στάθηκαν πάλι αντιμέτωποι, δυο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Ο Μανόλης αισθανόταν το μίσος τους. Έβραζε μέσα στο κεφάλι του. Δημιουργούσε μια τρομακτική πίεση πίσω από τους βολβούς των ματιών του, έτοιμο να εκραγεί.
   «Αυτό... φοη 'γό μου!» γρύλισε ο νεαρός. Και μέσα στο κεφάλι του Μανόλη ακούστηκε ξεκάθαρα: Αυτό το φορτηγό είναι δικό μου.
   Ο πενηντάχρονος ρούφηξε αέρα με δύναμη. Με κινήσεις σαν νευρόσπαστο, τέντωσε το μεσαίο του δάχτυλο και το έδειξε στον νεαρό. «Πάρ' τον!» είπε με απόλυτη καθαρότητα.
   Έσκυψαν τα κεφάλια τους και οι δυο και όρμησαν ο ένας στον άλλον. Τα κρανία τους συγκρούστηκαν με έναν υπόκωφο κρότο και ο Μανόλης μόρφασε. Αυτή τη φορά έσκασαν όλα τα τζάμια του κτηρίου. Η σειρήνα έβγαλε μια παρατεταμένη πολεμική κραυγή πριν σβήσει ξανά. Οι λαμπτήρες φθορισμού στο εσωτερικό του κτηρίου αναβόσβησαν, άναψαν κανονικά και λειτούργησαν για τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα με ρεύμα παράνοιας. Δυνατή μουσική ακούστηκε για λίγο: η Μπρίτνεϊ Σπίαρς πρόλαβε να πει τραγουδιστά «Ουπς!... Το Ξανάκανα». Δύο από τα σύρματα του ηλεκτρικού έσπασαν και έπεσαν στο έδαφος σε μικρή απόσταση από τα πόδια του Μανόλη, που τινάχτηκε προς τα πίσω έντρομος. Δεν πρέπει να είχαν ρεύμα, αδύνατον να είχαν ρεύμα, αλλά...
   Ο πενηντάχρονος έπεσε στα γόνατα. Αίμα έτρεχε κι από τις δυο πλευρές του κεφαλιού του. «Το φορτηγό μου!» είπε καθαρά κι έπεσε αναίσθητος με τα μούτρα στο τσιμέντο.
   Ο νεαρός στράφηκε προς τον Μανόλη σαν να τον έχριζε αυτόπτη μάρτυρα της νίκης του. Από τα βρόμικα, πατικωμένα μαλλιά του έτρεχε αίμα που κυλούσε ανάμεσα από τα μάτια του και σχημάτιζε δυο αυλάκια γύρω από τη μύτη και το στόμα. Ο Μανόλης είδε τα μάτια του και πάγωσε. Δεν ήταν απλανή. Ήταν παρανοϊκά. Και τότε κατάλαβε -μονομιάς, απόλυτα και χωρίς καμιά αμφιβολία ότι, αν αυτή ήταν η κατάληξη του κύκλου, δεν υπήρχε σωτηρία για την Άννα.
   «Φοη 'γό μου!» τσίριξε ο νεαρός. «Φοη 'γό μου, φοη 'γό μου!» Η σειρήνα έβγαλε ένα σύντομο ουρλιαχτό σε κατιούσα κλίμακα, σαν να συμφωνούσε.
   Ο Μανόλης τον πυροβόλησε και έβαλε το 45άρι στη θήκη του. Τι διάβολο, σκέφτηκε, δεν μπορούν να με στήσουν στο ικρίωμα δύο φορές. Παρ' όλα αυτά, έτρεμε σύγκορμος. Και αφού μπήκε σε ένα από τα δωμάτια του μοναδικού μοτέλ, στην πέρα άκρη του χωριού, παραβιάζοντας την πόρτα, του πήρε πολλή ώρα μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί. Στα όνειρα του, αντί για την Κουρελιάρα Ανδριάνα, τον επισκέφτηκε ο μικρός Γιαννάκης, ένα βρόμικο αγόρι με μάτια απλανή που του απάντησε «Άντε γαμήσου! Φοη 'γό μου!» όταν ο Μανόλης τον φώναξε με το όνομα του.

91
Ξύπνησε από το όνειρο πολύ πριν σκοτεινιάσει και ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί άλλο, αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο του. Και, αφού θα έβγαινε από το χωριό -μετά την ελάχιστη ώρα που θα του έπαιρνε να βγει από το χωριό-, να συνεχίσει με αυτοκίνητο. Δεν έβλεπε το λόγο να μην το κάνει. Ο δρόμος φαινόταν εντελώς άδειος και προφανώς είχε μείνει άδειος μετά την ομαδική σύγκρουση στη διασταύρωση. Απλώς δεν το είχε προσέξει με το σκοτάδι και τη βροχή.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα και η παρέα της άδειασαν το δρόμο, σκέφτηκε. Και βέβαια τον άδειασαν, αφού αυτός είναι ο κυλιόμενος διάδρομος. Για μένα άγουρα είναι ο κυλιόμενος διάδρομος που καταλήγει στο σφαγείο. Γιατί εγώ είμαι τελειωμένη υπόθεση. Απλώς θέλουν να μου κολλήσουν την ετικέτα ΕΚΛΕΙΣΕ και να με βάλουν στο αρχείο το συντομότερο δυνατόν. Κρίμα για την Ελένη και τους άλλους τρεις. Άραγε να έχουν βρει τους σωστούς πίσω δρόμους και να έφτασαν...
   Οι σκέψεις του κόπηκαν απότομα με το που έφτασε στην κορυφή μιας μικρής ανηφοριάς. Σταματημένο στη μέση του δρόμου στο τέρμα της κατηφόρας ήταν ένα κίτρινο σχολικό λεωφορείο. Πάνω του ακουμπούσε μια κοπέλα. Θα την αναγνώριζε οπουδήποτε κι αν την έβλεπε. Ενώ στεκόταν κοκαλωμένος, σαν να μην πίστευε στα μάτια του, άλλος ένας άντρας εμφανίστηκε από τα πλάγια του σχολικού και βγήκε μπροστά. Είχε μακριά γκρίζα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Πίσω του ερχόταν μια νεαρή έγκυος. Το μπλουζάκι της ήταν γαλάζιο, χωρίς Χάρλεϊ-Ντάβιντσον, αλλά ήταν σίγουρα η Ντενίζ.
   Η Ελένη τον είδε και τον φώναξε με το όνομα του. Η Ελένη άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Ο Μανόλης έτρεξε να την συναντήσει. Έσμιξαν γύρω στα τριάντα μέτρα μπροστά από το σχολικό λεωφορείο.
   «Μανόλη!» φώναξε η Ελένη. Τσίριζε από χαρά. «Είσαι στ' αλήθεια εσύ!»
   «Εγώ είμαι» την βεβαίωσε ο Μανόλης. Την σήκωσε στον αέρα και την φίλησε. Η Ελένη δεν ήταν η Άννα, αλλά καλή ήταν κι η Ελένη προς το παρόν. Την έσφιξε δυνατά κι ύστερα την άφησε κάτω και γονατίζοντας μπροστά της φίλησε τις δυο μεγάλες μπότες που είχαν αντικαταστήσει τα αθλητικά της παπούτσια.
   «Είναι βρώμικες» της είπε.
   «Όχι σάλια» του απάντησε εκείνη.
   «Μη σε νοιάζει, ξέρω τη δουλειά μου».
   Εκείνη γέλασε και τον έπιασε από τους ώμους βοηθώντας τον να σηκωθεί.
   Ο Μανόλης κοίταξε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο και τους πελώριους μαύρους κύκλους της κούρασης γύρω από τα μάτια της. «Πώς στην ευχή του Θεού βρεθήκατε εδώ;»
   Το πρόσωπο της Ελένης συννέφιασε. «Δεν μπορούσαμε... δηλαδή, ονειρευόμαστε... τέλος πάντων αυτό που θέλω να σου πω είναι πως τελικά δεν είχαμε καμιά επιλογή. Έλα κι εσύ στο μικρό μας κίτρινο αυτοκίνητο. Ο Ρέι λέει πως, αν ο δρόμος παραμείνει άδειος -που είμαι σίγουρη ότι θα παραμείνει-, θα είμαστε στην Έπαυλη με το ηλιοβασίλεμα, ακόμη και αν ταξιδεύουμε με πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Έχεις διαβάσει το Στοιχειωμένο Σπίτι στο Λόφο;»
   Ο Μανόλης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του απορημένος. «Έχουμε δει την ταινία με την Άννα».
   «Υπάρχει μια ατάκα που αντανακλά απόλυτα την παρούσα κατάσταση -"Τα ταξίδια τελειώνουν εκεί που σμίγουν οι αγαπημένοι". Φαίνεται πως τελικά θα γνωρίσω την παλιά σου αφέντρα».
   Προχώρησαν προς το σχολικό λεωφορείο. Ο Νταν Χάρτγουικ πρόσφερε στον Μανόλη ένα κουτάκι καραμέλες. Το χέρι του δεν ήταν απόλυτα σταθερό. Όπως και η Ελένη, έτσι κι αυτός φαινόταν εξαντλημένος. Ο Μανόλης, νιώθοντας σαν να βρισκόταν σε όνειρο, πήρε μια. Τέλος του κόσμου ή όχι, ήταν περίεργα δυνατό.
   «Ε, φίλε» είπε ο Ρέι. Καθόταν στο τιμόνι του σχολικού λεωφορείου, με το καπελάκι του Παναθηναϊκού φορεμένο ανάποδα κι ένα τσιγάρο να σιγοκαίει στο χέρι του. Ήταν χλομός και φαινόταν πολύ κουρασμένος. Κοιτούσε έξω από το παρμπρίζ, αλλά όχι τον Μανόλη.
   «Γεια σου, Ρέι, είσαι οκέι;»
   Ο Ρέι χαμογέλασε κουρασμένα. «Ναι, αν και το έχω ξανακούσει αυτό».
   «Σίγουρα. Καμιά εκατοστή φορές. Θα σου έλεγα ότι χαίρομαι που σε βλέπω, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελες να το ακούσεις».
   Ο Ρέι, πάντα κοιτώντας αφηρημένα έξω από το παράθυρο, απάντησε: «Εκεί πάνω πάντως στέκεται κάποια που εσύ σίγουρα δε θα ήθελες να δεις».
   Ο Μανόλης κοίταξε. Κοίταξαν όλοι. Γύρω στα πεντακόσια μέτρα πιο πάνω, προς το βορρά, η λεωφόρος ανηφόριζε άλλον ένα λοφίσκο. Εκεί πάνω, με την μπλούζα του Ε.Μ.Π. θαμπή από τη λέρα, αλλά πάντα κόκκινη κόντρα στον γκρίζο απογευματινό ουρανό, στεκόταν και τους κοίταζε η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Γύρω της ήταν μαζεμένοι καμιά πενηνταριά άνθρωποι των κινητών. Τους είδε που κοίταζαν προς το μέρος της. Σήκωσε το χέρι και το κούνησε δυο φορές, με την κίνηση που κάνει κανείς για να καθαρίσει ένα παρμπρίζ. Μετά τους γύρισε την πλάτη και αποχώρησε, ενώ η ακολουθία της (το κοπαδάκι της, σκέφτηκε ο Μανόλης) μοιράστηκε στα δυο και την ακολούθησε σχηματίζοντας V. Σύντομα χάθηκαν από τα μάτια τους.

92
Λίγο παρακάτω στο δρόμο έκαναν στάση σε μια περιοχή για πικνίκ. Κανένας δεν πεινούσε και πολύ, αλλά ήταν μια ευκαιρία να κάνει ο Μανόλης τις ερωτήσεις που ήθελε. Ο Ρέι δεν έφαγε καθόλου. Κάθισε απλώς στην άκρη μιας χτιστής πέτρινης ψησταριάς και κάπνιζε αμίλητος. Δεν συμμετείχε στη συζήτηση. Του Μανόλη του φάνηκε εντελώς αποκαρδιωμένος.
   «Νομίζουμε ότι έχουμε σταματήσει εδώ» είπε ο Νταν δείχνοντας γύρω τις φτέρες και τα φυλλοβόλα δέντρα με τα ζεστά φθινοπωρινά χρώματα που οριοθετούσαν την περιοχή του πικνίκ, το γάργαρο ρυάκι και το μικρό δασικό μονοπάτι που ξεκινούσε από εκεί, με μια ξύλινη επιγραφή να προειδοποιεί τους περιπατητές: ΑΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΤΕ ΠΑΡΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΧΑΡΤΗ! «Προφανώς, έχουμε σταματήσει εδώ, αφού...» Κοίταξε την Ελένη. «Εσύ πιστεύεις ότι έχουμε σταματήσει πραγματικά; Έχεις την πιο ξεκάθαρη αντίληψη από όλους μέχρι στιγμής».
   «Ναι» απάντησε αμέσως η Ελένη. «Είναι πραγματικό».
   «Μμμ» έκανε και ο Ρέι χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. «Είμαστε εδώ. Σίγουρα». Χτύπησε με την παλάμη του το πεζούλι της ψησταριάς και η βέρα του κουδούνισε καθώς χτύπησε πάνω στην πέτρα: τινκ-τινκ-τινκ. «Ετούτο είναι πραγματικότητα γιατί είμαστε πάλι όλοι μαζί. Αυτό ήθελαν».
   «Δεν καταλαβαίνω» είπε ο Μανόλης.
   «Ούτε κι εμείς -εντελώς» είπε ο Νταν.
   «Είναι πολύ πιο ισχυροί απ' όσο μπορείς να φανταστείς» είπε η Ελένη. «Αυτό τουλάχιστον το έχω καταλάβει». Ο Μανόλης τον κοίταξε. Έδειχνε δέκα χρόνια μεγαλύτερη από την Ελένη που είχε γνωρίσει ο Μανόλης στη Αθήνα. «Έπαιξαν με το μυαλό μας. Άγρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρουμε».
   «Φαίνεστε εξαντλημένοι, όλοι σας» απάντησε ο Μανόλης.
   Η Ντενίζ γέλασε. «Ναι, ε; Είμαστε εξαντλημένοι, ειλικρινά. Όταν σε αφήσαμε, πήγαμε προς τα δυτικά. Περπατήσαμε μέχρι που άρχισε να φωτίζει από την ανατολή. Δεν είχε νόημα να πάρουμε αυτοκίνητο γιατί ο δρόμος ήταν ένα μαύρο χάλι. Άδειος για διακόσια μέτρα το πολύ και μετά...»
   «Ξέρω. Βραχονησίδες» είπε ο Μανόλης.
   «Ο Ρέι είπε ότι η κατάσταση θα έστρωνε αφού περνούσαμε και τα διόδια, αλλά αποφασίσαμε να σταματήσουμε για τη μέρα σε ένα μικρό ξενοδοχείο».
   Σύμφωνα με την Ντενίζ, έφαγαν στην τραπεζαρία του μοτέλ, πράγμα που έκανε τον Μανόλη να απορήσει γιατί ήταν απόλυτα σίγουρος ότι το μικρό ξενοδοχείο που του περιέγραφε η Ντενίζ το ήξερε και επίσης ήξερε πολύ καλά πως δεν διέθετε τραπεζαρία. Ήταν το τυπικό στέκι πάνω στην Εθνική για παράνομα ζευγαράκια. Οι φήμες έλεγαν ότι οι μοναδικές ανέσεις που πρόσφερε ήταν το κρύο νερό στα ντους και οι καυτές πορνό βιντεοταινίες στα δωμάτια-κουτιά.
   Η ιστορία έγινε ακόμη πιο παράξενη. Υπήρχε και ένα τζουκμπόξ γεμάτο καυτά κομμάτια (ανάμεσά τους και το «Hot Stuff» με την Ντόνα Σάμερ) και αντί να πάνε κατευθείαν στο κρεβάτι, το έριξαν στο χορό. Χόρεψαν με την ψυχή τους τουλάχιστον δυο τρεις ώρες. Και έπειτα, πριν πέσουν για ύπνο, έκαναν άλλο ένα τεράστιο τσιμπούσι. Και μετά απ' αυτό ξεράθηκαν επιτέλους στα κρεβάτια τους.
   «Και ονειρευτήκαμε ότι περπατούσαμε» είπε ο Νταν. Η φωνή του είχε μια ανησυχητική νότα πίκρας και παραίτησης. Δεν ήταν ο ίδιος άντρας που είχε γνωρίσει ο Μανόλης πριν από δύο νύχτες, εκείνος που έλεγε Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μπορούμε να τους κρατήσουμε μακριά από το μυαλό μας όταν είμαστε ξύπνιοι και Μπορεί να τα καταφέρουμε, είναι πολύ πρώιμο στάδιο γι' αυτούς ακόμη. Τώρα γέλασε πικρά, χωρίς καμιά διάθεση. «Φίλε, πρέπει να το ονειρευτήκαμε, γιατί περπατούσαμε. Όλη μέρα. Περπατούσαμε συνέχεια».
   «Όχι συνέχεια» είπε η Ελένη. «Εγώ ονειρεύτηκα ότι οδηγούσα...»
   «Ναι, εσύ οδηγούσες» είπε ήρεμα η Ντενίζ. «Μόνο για καμιά ώρα το πολύ, αλλά οδήγησες. Τότε ήταν που ονειρευτήκαμε ότι κοιμόμασταν σ' εκείνο το μέρος. Στο μοτέλ Λυκόφως. Έτσι λεγόταν το μικρό ξενοδοχείο. Κι εγώ ονειρεύτηκα ότι πήγαινα με αυτοκίνητο. Ήταν σαν όνειρο μέσα σε όνειρο. Μόνο που εκείνο ήταν πραγματικό».
   «Τα βλέπεις;» είπε ο Νταν χαμογελώντας στον Μανόλη. Ανακάτωσε τρυφερά τα πλούσια μαλλιά της Ελένης. «Μόνο η Ελένη το είχε πιάσει από την αρχή».
   «Εικονική πραγματικότητα» είπε η Ελένη. «Αυτό ήταν. Σαν να ήμαστε μέσα σε ένα βιντεοπαιχνίδι. Σχεδόν. Και δεν ήταν και τόσο καλό». Κοίταξε προς το βορρά, προς την κατεύθυνση όπου είχε απομακρυνθεί η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Προς τη μεριά της Έπαυλης. «Θα βελτιωθεί όμως, αν αυτοί βελτιωθούν».
   «Τα καθάρματα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα τη νύχτα» είπε ο Ρέι. «Πρέπει να πηγαίνουν για νάνι».
   «Το ίδιο κάναμε κι εμείς στο τέλος εκείνης της μέρας» είπε ο Νταν. «Αυτός ήταν ο σκοπός τους. Να μας κουράσουν τόσο πολύ που να μην μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε όταν έπεσε η νύχτα και έχασαν τον έλεγχο. Σε όλη τη διάρκεια εκείνης της μέρας η Πρόεδρος της Ανδριάνας βρισκόταν πάντα κάπου κοντά, με συνοδεία ένα μεγαλούτσικο κοπάδι, και εξέπεμπαν το νοητικό δυναμικό πεδίο τους, δημιουργώντας την εικονική πραγματικότητα που λέει η Ελένη».
   «Έτσι πρέπει να ήταν» συμφώνησε η Ντενίζ. Και όλα αυτά συνέβαιναν, υπολόγισε ο Μανόλης, όταν αυτός κοιμόταν στο σπιτάκι.
   «Το να μας εξαντλήσουν σωματικά δεν ήταν ο μοναδικός τους στόχος» είπε η Ελένη. «Ούτε μόνο το να μας γυρίσουν προς το βορρά. Μας ήθελαν όλους μαζί».
   Η συντροφιά των τεσσάρων είχε φτάσει τελικά σε ένα σαράβαλο μοτέλ πάνω στην Εθνική. Η αίσθηση αποπροσανατολισμού ήταν σχεδόν απόλυτη, είπε ο Νταν. Και η μουσική κοπαδιού που ακουγόταν όχι από πολύ μακριά δεν βοηθούσε καθόλου. Όλοι είχαν μια γενική αίσθηση για το τι τους είχε συμβεί, αλλά η Ελένη ήταν εκείνη που το είχε εκφράσει με λόγια, όπως ήταν επίσης εκείνη που είχε επισημάνει το προφανές: Η απόπειρα τους να δραπετεύσουν είχε αποτύχει. Ναι, θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν από το μοτέλ όπου είχαν βρεθεί και να ξεκινήσουν πάλι προς τα δυτικά, αλλά πόσο μακριά θα έφταναν αυτή τη φορά; Ήταν ήδη κατάκοποι. Και ακόμα χειρότερα, ήταν εντελώς αποκαρδιωμένοι. Η Ελένη είπε επίσης ότι δεν ήταν απίθανο οι άνθρωποι των κινητών να είχαν βάλει μερικούς φυσιολογικούς να κατασκοπεύουν τις κινήσεις τους τη νύχτα.
   «Φάγαμε» είπε η Ντενίζ, «γιατί, εκτός από κουρασμένοι, ήμαστε και πεθαμένοι της πείνας. Ύστερα πέσαμε για ύπνο κανονικά και κοιμηθήκαμε μέχρι το άλλο πρωί».
   «Εγώ ξύπνησα πρώτη» είπε η Ελένη. «Η Κουρελιάρα Ανδριάνα στεκόταν και περίμενε στην αυλή. Μου έκανε μια μικρή υπόκλιση και μου έδειξε το δρόμο». Ο Μανόλης θυμόταν πολύ καλά αυτή τη χειρονομία. Ο δρόμος είναι δικός σας. Εμπρός, πηγαίνετε. «Θα μπορούσα να την πυροβολήσω, φαντάζομαι, κρατούσα τον Σερ Σπίντι, αλλά σε τι θα ωφελούσε;»
   Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτε.
   Η συντροφιά των τεσσάρων είχε ξαναβγεί στο δρόμο, παίρνοντας αρχικά πάλι την Εθνική. Μετά από λίγο, είπε η Ελένη, είχαν αισθανθεί κάτι να τους τραβάει προς έναν μικρό δασικό δρόμο χωρίς όνομα, που έμοιαζε να έχει κατεύθυνση νοτιοανατολική.
   «Καθόλου οράματα εκείνο το πρωί;» ρώτησε ο Μανόλης. «Ούτε όνειρα;»
   «Τίποτε» απάντησε η Ελένη. «Ήξεραν ότι είχαμε πιάσει το νόημα. Τελικά, μπορούν να διαβάζουν τη σκέψη».
   «Μας άκουσαν που φωνάζαμε βοήθεια» είπε ο Νταν πάντα στον ίδιο πικρό, παραιτημένο τόνο. «Ρέι, μήπως σου περισσεύει κάνα τσιγάρο; Το έχω κόψει, αλλά λέω να το ξαναρχίσω».
   Ο Ρέι του πέταξε το πακέτο χωρίς να πει λέξη.
   «Είναι σαν να σε τραβάει ένα χέρι, μόνο που το νιώθεις μέσα στο μυαλό σου» είπε η Ελένη. «Καθόλου ευχάριστο. Ενοχλητικό με έναν τρόπο που είναι αδύνατον να περιγράψω. Και μαζί μ' αυτό η αίσθηση ότι η Κουρελιάρα Ανδριάνα με το κοπάδι του κινούνταν παράλληλα μ' εμάς. Μερικές φορές βλέπαμε κάποιους από αυτούς ανάμεσα στα δέντρα- τις περισσότερες, όχι».
   «Δηλαδή τώρα δεν κάνουν απλώς κοπάδι νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα» είπε ο Μανόλης.
   «Όχι. Έχουν αλλάξει αυτά πια» είπε ο Νταν. «Η Ελένη έχει μια θεωρία, πολύ ενδιαφέρουσα και με κάποια στοιχεία που την υποστηρίζουν. Επιπλέον, εμείς είμαστε ειδική περίπτωση». Άναψε ένα τσιγάρο. Ρούφηξε. Έβηξε. «Να πάρει, ήξερα ότι υπήρχε λόγος που το είχα κόψει». Και μετά από μια ελάχιστη παύση: «Μπορούν να πετάνε, ξέρεις. Μετεωρίζονται. Τρομερά βολικός τρόπος μετακίνησης με τόσο πηγμένους δρόμους. Σαν να έχεις ένα μαγικό χαλί».
   Γύρω στα δύο χιλιόμετρα πάνω στον φαινομενικά άσχετο δασικό δρόμο που ακολουθούσαν είχαν συναντήσει ένα σπιτάκι με ένα ημιφορτηγό παρκαρισμένο απέξω. Τα κλειδιά ήταν πάνω στη μηχανή. Οδήγησε ο Ρέι. Η Ελένη ταξίδεψε στην καρότσα. Κανείς δεν εξεπλάγη όταν ο δασικός δρόμος έστριψε τελικά προς τα βόρεια. Και λίγο πριν τελειώσει εκείνος ο δρόμος, το φωτάκι πλοήγησης μέσα στο μυαλό τους τούς έστειλε σε έναν άλλον και μετά σε τρίτο, που ήταν λίγο φαρδύτερος από μονοπάτι με ένα ψηλό χορταριασμένο σαμάρι στο κέντρο. Αυτός ο δρόμος κατέληξε σε ένα λασπότοπο, όπου το ημιφορτηγό κόλλησε, το παράτησαν και, μετά από μιας ώρας πορεία μέσα στις λάσπες, βγήκαν ξανά πάνω στην Εθνική.
   «Εκεί ήταν δύο νεκροί» είπε η Ελένη. «Τρελοί των κινητών. Φρέσκοι. Δύο κολόνες του ηλεκτρικού σπασμένες, τα καλώδια κομμένα. Τα κοράκια έκαναν τσιμπούσι».
   Ο Μανόλης σκέφτηκε να τους πει τι είχε δει εκεί που είχαν τσακωθεί δύο άλλοι τρελοί των κινητών, αλλά δεν το έκανε. Δεν έβλεπε να έχει σχέση με την τωρινή κατάσταση. Επιπλέον, υπήρχαν πάρα πολλοί που δεν μάλωναν μεταξύ τους κι αυτοί ήταν που είχαν εξαναγκάσει την Ελένη και τους άλλους να κινούνται παρά τη θέληση τους.
   Η δύναμη αυτή όμως δεν τους είχε οδηγήσει στο κίτρινο σχολικό λεωφορείο. Το σχολικό το είχε ανακαλύψει ο Ρέι, εξερευνώντας το χώρο γύρω από το παντοπωλείο, την ώρα που οι άλλοι έπιναν αναψυκτικά από το ίδιο σπασμένο ψυγείο όπου είχε κάνει επιδρομή και ο Μανόλης. Ο Ρέι είχε δει το σχολικό λεωφορείο από ένα πίσω παράθυρο.
   Μετά απ' αυτό είχαν κάνει μόνο μία στάση ακόμη. Άναψαν φωτιά για να μαγειρέψουν και να φάνε. Άλλαξαν και τα παπούτσια και τα ρούχα τους με καινούρια που είχαν πάρει από το Παντοπωλείο -τα παλιά τους είχαν μουλιάσει μετά τον περίπατο στις λάσπες (η Ελένη φορούσε τώρα ένα ασπρόμαυρο καρό ημίπαλτο, που φαινόταν εντελώς ακατάλληλο για τούτο τον καιρό, αλλά κρύωνε αρκετά, και ένα κασκόλ με πορτοκαλί και κόκκινα σχέδια περασμένο γύρω από το λαιμό της. Φορούσε ακόμα φούστα και μάλιστα κοντή, λίγο πιο μακριά από το ημίπαλτό της και ένα ζευγάρι μαύρες ζεστές μπότες με μεγάλες σόλες που έκρυβαν τα αδύνατα πόδια της –ο Μανόλης μπορούσε να δει από τα γυμνά πόδια της, μόνο ό,τι άφηνε η φούστα να φανεί και λίγο κάτω από τα γόνατα που άφηναν γυμνά οι τεράστιες μπότες της. Του είπε πως κράτησε και τα allstarάκια γιατί δεν ήθελε να τα αποχωριστεί.)- και ξεκουράστηκαν για καμιά ώρα. Φεύγοντας πρέπει να προσπέρασαν τον Μανόλη στο μοτέλ περίπου την ώρα που εκείνος ξυπνούσε, γιατί λίγο μετά εξαναγκάστηκαν να σταματήσουν.
   «Και να 'μαστε!» είπε η Ελένη. «Η υπόθεση έκλεισε».
   «Αυτό το πράγμα που μας πιέζει έχει φύγει από το κεφάλι μου τώρα» είπε η Ντενίζ. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι. Το χειρότερο ήταν την πρώτη μέρα, ξέρεις. Η Ελένη καταλάβαινε πιο καθαρά πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά νομίζω πως όλοι το ξέραμε ότι τα πράγματα δεν ήταν... ξέρεις, εντελώς φυσιολογικά».
   «Ναι» είπε ο Ρέι τρίβοντας το σβέρκο του. «Ήταν σαν να είχαμε μπει σε ένα παιδικό παραμύθι όπου μιλάνε τα ζώα και τα πουλιά. Που λένε πράγματα όπως, "Είσαι καλά, μη φοβάσαι, δεν πειράζει αν πονάνε τα πόδια σου, είσαι φίνος". Φίνος -αυτό το έλεγαν στην Αμερική, όταν ήμουν μικρός. Τέλος πάντων, η κοπέλα το ήξερε, εγώ το ήξερα, νομίζω πως όλοι το ξέραμε, γαμώτο! Δε γίνεται να έχεις έστω και δύο γραμμάρια μυαλό και να πιστεύεις ότι ξέφυγες...»
   «Εγώ το πίστεψα όσο άντεξα, επειδή ήθελα να το πιστεύω» είπε ο Νταν, «αλλά στην πραγματικότητα; Δεν είχαμε καμιά πιθανότητα. Άλλοι φυσιολογικοί ίσως να είχαν, αλλά όχι εμείς, οι δολοφόνοι κοπαδιών. Εμάς μας θέλουν οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από το τι τους συμβαίνει».
   «Τι νομίζεις ότι έχουν στο νου τους για μας;» ρώτησε ο Μανόλης.
   «Το θάνατο» απάντησε ο Ρέι, εντελώς αδιάφορα. «Θα μπορέσω επιτέλους να κοιμηθώ σαν άνθρωπος».
   Το μυαλό του Μανόλη είχε σταθεί σε κάποια από τα πράγματα που άκουσε και τώρα πιάστηκε από αυτά. Στην αρχή της κουβέντας ο Νταν είχε πει ότι η γνωστή συμπεριφορά τους άλλαζε και ότι η Ελένη είχε μια θεωρία γι' αυτή την αλλαγή. Και μόλις τώρα είχε πει ανεξάρτητα από το τι τους συμβαίνει.
   «Είδα δύο από αυτούς να πιάνονται στα χέρια εδώ παρακάτω» είπε τελικά ο Μανόλης στους άλλους.
   «Α, ναι;» είπε αδιάφορα ο Νταν.
   «Τη νύχτα» πρόσθεσε ο Μανόλης και τώρα τον κοίταξαν όλοι. «Μάλωναν για μια πυροσβεστική αντλία. Όπως μαλώνουν τα παιδιά για τα αυτοκινητάκια τους. Έπιασα κάτι ψιλά από το μυαλό του ενός, τηλεπαθητικά, αλλά μιλούσαν και οι δύο».
   «Μιλούσαν;» ρώτησε δύσπιστα η Ντενίζ. «Με κανονικές λέξεις;»
   «Με κανονικές λέξεις. Δεν ήταν πάντα καθαρές, αλλά ήταν σίγουρα λέξεις. Πόσους φρέσκους νεκρούς έχετε δει, παιδιά; Μόνο αυτούς τους δύο;»
   «Πρέπει να είδαμε καμιά δεκαριά από τότε που ξυπνήσαμε εκεί όπου βρισκόμασταν πραγματικά» είπε ο Νταν. Κοίταξε τους άλλους για επιβεβαίωση και εκείνοι κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους. Ο Ρέι ανασήκωσε τους ώμους του κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Αλλά είναι δύσκολο να πω από τι είχαν πεθάνει. Ίσως να ήταν σε φάση επαναφόρτωσης -αυτό ταιριάζει στη θεωρία της Ελένης, αλλά η ομιλία δε φαίνεται να κολλάει. Μπορεί να ήταν απλώς πτώματα που δεν είχαν προλάβει τα κοπάδια να τα μαζέψουν. Η περισυλλογή των νεκρών δεν είναι στις προτεραιότητες τους αυτή τη στιγμή».
   «Εμείς είμαστε η προτεραιότητα και πολύ σύντομα θα μας μετακινήσουν» είπε η Ελένη. «Δε νομίζω ότι θα μας κάνουν την τιμή να... ξέρετε, να μας παρουσιάσουν στο μεγάλο στάδιο πριν από αύριο, αλλά είμαι σίγουρη ότι μας θέλουν στην Έπαυλη σήμερα, πριν σκοτεινιάσει».
   «Ελένη, ποια είναι η θεωρία σου;» ρώτησε ο Μανόλης.
   «Νομίζω ότι υπήρχε ένα σκουλήκι στο αρχικό πρόγραμμα» είπε η Ελένη.

93
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο Μανόλης, «αλλά αυτό είναι επόμενο. Όσον αφορά τους υπολογιστές, είμαι σχεδόν αναλφάβητος».
   «Ξέρεις όμως τι είναι το σκουλήκι στους υπολογιστές, έτσι;»
   «Κάτι που μπαίνει στον υπολογιστή σου και σου ρημάζει τα προγράμματα;»
   Η Ελένη γύρισε τα μάτια της προς τον ουρανό, αλλά του απάντησε, «Περίπου. Το σκουλήκι τρυπώνει και διαβρώνει τα αρχεία και τον σκληρό δίσκο σου όσο προχωράει. Αν μπει σε πράγματα που παίρνεις ή στέλνεις, ακόμη και σε συνημμένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου -όπου πράγματι μπαίνει-, μπορεί να εξαπλωθεί και σαν ιός. Μερικές φορές τα σκουλήκια έχουν και μωρά. Το ίδιο το σκουλήκι είναι μια μετάλλαξη και μερικές φορές τα μωρά μεταλλάσσονται κι άλλο. Εντάξει;»
   «Εντάξει».
   «Η Ανάπλαση ήταν ένα πρόγραμμα που στάλθηκε μέσω μόντεμ -αυτός είναι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να γίνει. Και στέλνεται ακόμα μέσω μόντεμ. Μόνο που υπάρχει και ένα σκουλήκι εκεί μέσα και διαλύει το πρόγραμμα. Κάθε μέρα το αλλοιώνει όλο και περισσότερο. GIGO. Ξέρεις τι θα πει GIGO;»
   «Εγώ δεν ξέρω ούτε πώς πάνε στην Καρδίτσα» είπε ο Μανόλης.
   «Θα πει "Σκουπίδια μπαίνουν, σκουπίδια βγαίνουν". Από το Αγγλικό Garbage In, Garbage Out. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν σημεία μετατροπής, όπου οι άνθρωποι των κινητών αλλάζουν τους νορμάλ σε...»
   Ο Μανόλης θυμήθηκε το όνειρο του. «Εδώ σε έχω ξεπεράσει».
   «Μόνο που τώρα δέχονται το αλλοιωμένο πρόγραμμα. Κατάλαβες; Και μοιάζει λογικό, γιατί οι πιο φρέσκοι τρελοί των κινητών είναι αυτοί που χαλάνε πρώτοι. Πιάνονται στα χέρια, σαλτάρουν, ή πέφτουν νεκροί επιτόπου».
   «Δεν έχεις αρκετά δεδομένα για να το υποστηρίξεις αυτό» απάντησε αμέσως ο Μανόλης. Σκεφτόταν πάλι την Άννα. Σκεφτόταν και εκείνο το παιδάκι που άφησε το σημείωμα στον πατέρα του.
   Τα μάτια της Ελένης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έλαμπαν, τώρα σκοτείνιασαν λιγάκι. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια». Ύστερα τέντωσε πεισματάρικα το πιγούνι της. «Αλλά είναι λογικό. Αν η υπόθεση είναι σωστή -αν υπάρχει σκουλήκι, κάτι που εισχωρεί δραστικά, όλο και βαθύτερα στον αρχικό προγραμματισμό-, τότε είναι απόλυτα λογικό όσο και τα λατινικά που μιλάνε. Οι καινούριοι τρελοί των κινητών επαναφορτώνουν, αλλά τώρα έχουμε μια τρελή, ανώμαλη επαναφόρτωση. Παίρνουν την τηλεπάθεια, αλλά μπορούν ακόμη να μιλάνε. Είναι...»
   «Ελένη, δεν μπορεί να βγει τέτοιο συμπέρασμα μόνο από τους δύο που είδα εγώ να...»
   Η Ελένη δεν πρόσεχε καν τι της έλεγε. Τώρα ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Δε φτιάχνουν κοπάδια όπως οι άλλοι, όχι εντελώς, γιατί δε γίνεται σωστή εγκατάσταση της σχετικής εντολής. Αντίθετα... κοιμούνται αργά και ξυπνάνε νωρίς. Επανέρχονται στον αρχικό τύπο, στη μεταξύ τους επιθετικότητα. Και αν πράγματι χειροτερεύει... καταλαβαίνεις τώρα; Οι πιο καινούριοι θα είναι και οι πρώτοι που θα βγαίνουν προβληματικοί!»
   «Είναι όπως στον Πόλεμο των Κόσμων» είπε ο Ρέι με ονειροπόλο ύφος.
   «Αλήθεια;» είπε η Ντενίζ. «Εγώ δεν την είδα την ταινία. Μου φάνηκε πολύ τρομακτική».
   «Οι εισβολείς σκοτώθηκαν από μικρόβια που ο δικός μας οργανισμός ανέχεται πολύ εύκολα» είπε ο Ρέι. «Δε θα ήταν θεία δίκη να πεθάνουν όλοι τους από ιό των υπολογιστών;»
   «Εγώ θα προτιμούσα την επιθετικότητα» είπε ο Νταν. «Να σκοτωθούν μεταξύ τους σε μια μεγάλη, τελειωτική μάχη».
   Ο Μανόλης σκεφτόταν ακόμη το μικρό παιδί το Γιάννη. Και την Άννα, αλλά κυρίως το Γιαννάκη. Το Γιαννάκη που είχε γράψει ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ, με μεγάλα κεφαλαία γράμματα και είχε υπογράψει με ολόκληρο το όνομα του, σάμπως αυτό να πρόσθετε κύρος στην ικεσία του.
   «Δε θα μας ωφελήσει σε τίποτε» είπε ο Ρέι. «Εκτός αν είναι να γίνει απόψε». Σηκώθηκε και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει. «Σε λίγο θ' αρχίσουν να μας πιέζουν να προχωρήσουμε. Πάω εδώ πιο πάνω να κάνω την ανάγκη μου, όσο έχω ακόμα καιρό. Μη φύγετε και με ξεχάσετε».
   «Και να φύγουμε, δεν πρόκειται να πάρουμε το σχολικό» είπε ο Μανόλης, ενώ ο Ρέι είχε μπει ήδη στο μονοπάτι του δάσους. «Έχεις τα κλειδιά στην τσέπη σου. Εύχομαι να σου βγουν όλα καλά, Ρέι».
   «Εξυπνάδες του κώλου» απάντησε ο Ρέι και εξαφανίστηκε στο μονοπάτι.
   «Τι θα μας κάνουν;» ρώτησε ο Μανόλης. «Έχει κανείς καμιά ιδέα;»
   Η Ελένη ανασήκωσε τους ώμους της. «Θα είναι κάτι σαν κλειστό κύκλωμα τηλεοπτικής σύνδεσης, μόνο που θα συμμετέχουν πολλές διαφορετικές περιοχές της χώρας. Μπορεί και από όλο τον κόσμο. Το μέγεθος του σταδίου με κάνει να σκέφτομαι ότι...»
   «Και τα λατινικά, βεβαίως» είπε ο Νταν. «Είναι ένα είδος lingua franca».
   «Δηλαδή;» ρώτησε ο Μανόλης.
   «Κοινή γλώσσα συνεννόησης» απάντησε η Ελένη.
   «Τι τους χρειάζεται;» ρώτησε ο Μανόλης. «Αφού είναι τηλεπαθητικοί».
   «Ναι, αλλά ακόμη σκέφτονται κυρίως με λέξεις» είπε η Ελένη.
   «Τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Όπως και να 'χει, Μανόλη, αυτοί σκοπεύουν να μας εκτελέσουν. Αυτό πιστεύει η Ελένη, αυτό πιστεύει η Ντενίζ, αυτό πιστεύω εγώ» είπε ο Νταν.
   «Ναι έτσι πιστεύω κι εγώ» είπε μελαγχολικά η Ντενίζ και χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της.
   «Τα λατινικά είναι κάτι παραπάνω από lingua franca» είπε η Ελένη. «Είναι η γλώσσα της δικαιοσύνης και τους έχουμε δει να τη χρησιμοποιούν».
   Ο Σταμάτης και ο Νίκος. Ναι. Ο Μανόλης ένευσε καταφατικά.
   «Η Ελένη έχει και μια άλλη ιδέα, και νομίζω πως πρέπει να την ακούσεις, Μανόλη» είπε ο Νταν. «Για κάθε περίπτωση. Ελένη;»
   Η Ελένη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν μπορώ».
   Η Ντενίζ και ο Νταν Χάρτγουικ κοίταξαν ο ένας τον άλλον.
   «Λοιπόν; Ας μου πει κάποιος από σας!» φώναξε ο Μανόλης. «Χριστέ μου!»
   Το έκανε η Ελένη τελικά. «Επειδή είναι τηλεπαθητικοί, γνωρίζουν ποιοι είναι οι αγαπημένοι μας» είπε.
   Ο Μανόλης έψαξε για κάποιο κακό νόημα, αλλά δεν το βρήκε. «Και λοιπόν;»
   «Έχω έναν αδερφό» είπε ο Νταν. «Αν είναι ένας απ' αυτούς, θα γίνει ο εκτελεστής μου. Αν έχει δίκιο η Ελένη, εννοείται».
   «Εμένα η αδερφή μου» είπε ο Νταν Χάρτγουικ.
   «Εμένα ο κοσμήτορας της σχολής» είπε η Ελένη. Είχε χάσει το χρώμα της.
   «Εμένα ο άντρας μου» είπε η Ντενίζ και την πήραν τα κλάματα. «Εκτός αν έχει πεθάνει. Παρακαλώ το Θεό να έχει πεθάνει».
   Ο Μανόλης και πάλι δεν έπιασε αμέσως το νόημα. Ύστερα σκέφτηκε: Η Άννα; Η Άννα μου; Θυμήθηκε το χέρι της Κουρελιάρας Ανδριάνας πάνω από το κεφάλι του, θυμήθηκε τα λόγια της καταδίκης: «Αυτός ο άνδρας είναι παράφρονας». Και είδε την Άννα να έρχεται προς το μέρος του. Η Άννα, μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων θεατών που παρακολουθούσαν μέσω κλειστού κυκλώματος που το τροφοδοτούσε η ομαδική τηλεπάθεια.
   Η Άννα χαμογελαστός. Με άδεια χέρια.
   Οπλισμένη μόνο με τα δόντια του μυαλού της.

94
Τη σιωπή έσπασε ο Ρέι, παρ' όλο που δεν ήταν εκεί. «Ωχ, γαμώτο!» ακούστηκε η φωνή του από κάπου ψηλότερα στο δασικό μονοπάτι. «Χριστέ μου». Κι ύστερα: «Ε! Μανόλη!»
   «Τι τρέχει;» του φώναξε ο Μανόλης.
   «Εσύ τα ξέρεις αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι;» Ο Ρέι δεν ακουγόταν καθόλου χαρούμενος. Ο Μανόλης κοίταξε τους άλλους και εκείνοι κοίταξαν τον Μανόλη με απόλυτη απορία. Η Ελένη ανασήκωσε τους ώμους της και άνοιξε τα χέρια και για μια συγκινητική στιγμή φάνηκε σαν κανονική έφηβη και όχι σαν μια ακόμη πρόσφυγας στον Πόλεμο των Τηλεφώνων.
   «Ε... ναι, ξέρω απ’ αυτά τα μέρη». Ο Μανόλης σηκώθηκε. «Τι πρόβλημα έχεις;»
   «Άρα ξέρεις πώς είναι η τσουκνίδα, έτσι;»
   Η Ντενίζ παραλίγο να βάλει τα γέλια, αλλά έκλεισε το στόμα της με τα δυο της χέρια.
   «Ναι» απάντησε ο Μανόλης, αλλά δεν άντεξε να μη γελάσει λιγάκι. Ήξερε πώς ήταν αυτό το φυτό και τι προκαλούσαν.
   «Τότε, ανέβα να ρίξεις μια ματιά» του φώναξε ο Ρέι, «αλλά έλα μόνος σου». Και σχεδόν αμέσως μετά: «Ντενίζ, δε χρειάζομαι τηλεπάθεια για να καταλάβω ότι γελάς».
   Ο Μανόλης διέσχισε την περιοχή του πικνίκ, πέρασε και την πινακίδα που έγραφε ΑΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΤΕ ΠΑΡΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΧΑΡΤΗ! και προχώρησε παράλληλα με το όμορφο ποταμάκι. Το δάσος ήταν πανέμορφο αυτή την εποχή, όλες οι αποχρώσεις της φωτιάς κόντρα στο ζωηρό αναλλοίωτο πράσινο της φτέρης, και ο Μανόλης σκέφτηκε (όχι για πρώτη φορά) πως, αν ο άνθρωπος χρωστούσε στο Θεό ένα θάνατο, υπήρχαν και χειρότερες εποχές για να ξεπληρώσει το χρέος του. Περίμενε να βρει τον Ρέι με το παντελόνι ανοιχτό, ή και κατεβασμένο μέχρι τα γόνατα, αλλά ο Ρέι στεκόταν όρθιος πάνω σε ένα παχύ στρώμα από πευκοβελόνες και το παντελόνι του ήταν κουμπωμένο. Εκεί που βρισκόταν δεν υπήρχαν καθόλου αγριόχορτα, ούτε τσουκνίδες, ούτε τίποτε άλλο. Ήταν άσπρος σαν το πανί, άσπρος σαν πεθαμένος. Μόνο τα μάτια του είχαν λίγη ζωή.
   Και γυάλιζαν παράξενα στο πρόσωπο του.
   «Έλα εδώ» είπε ψιθυριστά, συνωμοτικά σαν κρατούμενος σε προαύλιο φυλακής. Ο Μανόλης μόλις που τον άκουσε πάνω από το κελάρυσμα του νερού. «Γρήγορα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο».
   «Ρέι, τι διάβολο...»
   «Απλώς άκου. Ο Νταν και η Ελένη παραείναι έξυπνοι. Και η πολλή σκέψη γίνεται εμπόδιο καμιά φορά. Η Ντενίζ είναι λίγο καλύτερη, αλλά αυτή είναι έγκυος. Δε γίνεται να βασιστείς σε έγκυο γυναίκα. Άρα απομένεις εσύ».
   «Όλα καλά εκεί πάνω, παιδιά;» φώναξε η Ντενίζ. Ο Μανόλης, αν και σοκαρισμένος, άκουσε το γέλιο στη φωνή της.
   «Ρέι, δεν ξέρω τι...»
   «Και έτσι θα παραμείνει η κατάσταση. Απλώς άκου. Ό,τι σκατά κι αν θέλει η τύπισσα με την κόκκινη κουκούλα, δεν πρόκειται να γίνει αν δεν το αφήσεις να γίνει. Μόνο αυτό χρειάζεται να ξέρεις».
   Ο Ρέι έβαλε το χέρι στην τσέπη του χακί παντελονιού του και έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο και ένα κομματάκι χαρτί. Το τηλέφωνο ήταν γκρίζο από τη λέρα, σαν να είχε περάσει όλη του τη ζωή σε χέρια εργάτη.
   «Βάλ' το στην τσέπη σου. Όταν θα έρθει η ώρα, πάρε το νούμερο που είναι σ' αυτό το χαρτί. Θα καταλάβεις πότε να το κάνεις. Ελπίζω ότι εσύ θα καταλάβεις».
   Ο Μανόλης πήρε το τηλέφωνο. Ή ταν ή επί τας. Το χαρτάκι του γλίστρησε από το χέρι.
   «Πιάσ' το!» σφύριξε άγρια ο Ρέι.
   Ο Μανόλης έσκυψε κι έπιασε από κάτω το χαρτάκι. Επάνω ήταν γραμμένος ένας δεκαψήφιος αριθμός. Τα πρώτα τρία ψηφία ήταν ο κωδικός κλήσης 210. «Ρέι, αυτοί διαβάζουν τη σκέψη! Αν έχω αυτό το...»
   Το στόμα του Ρέι στράβωσε σε μια αποκρουστική παρωδία χαμόγελου. «Ναι!» ψιθύρισε. «Τσιμπολογάνε το μυαλό σου και βρίσκουν ότι σκέφτεσαι ένα γαμημένο κινητό! Τι άλλο σκεφτόμαστε όλοι μετά την 1η Οκτωβρίου; Όσοι από μας μπορούμε ακόμη να σκεφτόμαστε, κατάλαβες;»
   Ο Μανόλης κοίταξε το βρόμικο, ταλαιπωρημένο κινητό.
   «Βάλ' το στην τσέπη σου, γαμώτο!»
   Δεν ήταν η ένταση της διαταγής που έκανε τον Μανόλη να υπακούσει. Ήταν η ένταση σ' εκείνο το απελπισμένο βλέμμα. Δοκίμασε να βάλει το κινητό και το χαρτάκι στην τσέπη του. Φορούσε μπλουτζίν και η τσέπη του ήταν πολύ πιο στενή από την πλαϊνή τσέπη του παντελονιού του Ρέι. Κοίταζε κάτω προσπαθώντας να χώσει το κινητό, όταν ο Ρέι άπλωσε ξαφνικά το χέρι του και του άρπαξε το 45άρι από τη θήκη της ζώνης. Όταν ο Μανόλης σήκωσε τα μάτια του, ο Ρέι είχε ήδη βάλει το περίστροφο κάτω από το πιγούνι του.
   «Χάρη θα κάνεις στην Άννα, Μανόλη. Πίστεψε το. Δεν είναι ζωή αυτή».
   «Ρέι, μη!»
   «Η γυναίκα που υπηρετούσα, η Αλίκη. Η Αλίκη μου, η γυναίκα που αγαπούσα είναι νεκρή; Η αγαπημένη, νεκρή; Η ψυχή μου, νεκρή; Μετά απ’ αυτό τι ζωή; Ποια ζωή; Γιατί να ζει κανείς; Ποτέ δε φοβήθηκα το θάνατο. Έτρεμα όμως στην ιδέα πως κάποια μέρα θα έφευγα για πάντα, αφήνοντας πίσω μου εκείνη. Να όμως, που έφυγε εκείνη, και με άφησε μονάχο πάνω από ένα πρόχειρο τάφο, να ψιθυρίζω πως την αγαπώ στο χώμα, και να ορκίζομαι αιώνια αγάπη στον άνεμο, που παρασέρνει τα όνειρα και τις ψυχές στο διάβα του, που του δανείζεις τις σκέψεις σου και κείνος τις πάει στο φεγγάρι - αν δεν τις έχει ποτίσει πριν ο πόνος, όπως έχει ποτίσει τις δικές μου. Το κορμί μου θα είναι παραδομένο στη σκοτεινιά του Άδη, αλλά, Μανόλη, οι ψυχές που αγάπησαν λάμπουν σαν αιώνιοι φάροι σωτηρίας, ακόμη και μέσα στο πιο πνιγηρό σκοτάδι -θυμούνται, ξεχνούν, γελούν και δακρύζουν. Ω… θλιβερή χαρά να την αγαπήσω.
   »Τι ζωή θα είναι Μανόλη αυτή που θα ζήσω; Θα είναι μια ζωή μισή, γεμάτη ελλείψεις. Όλο θα φεύγω. Θα φεύγω και θα την ψάχνω, στου κόσμου όλου τα ονειρικά, χαμένα ηλιοβασιλέματα. Θα την ψάχνω εκεί που θα ήθελα να είναι, εκεί που θα ήθελα να είναι μαζί με μένα. Αλλά, θα είναι αλλού, και τα τόσο μαγικά ηλιοβασιλέματα, θα φαντάζουν χλωμά, κουρασμένα απ’ τα αδηφάγα βλέμματα των ανθρώπων, λυπημένα για κείνους που αγάπησαν».
   Ο Ρέι τράβηξε τη σκανδάλη. Η σφαίρα τίναξε στον αέρα όλο το επάνω μέρος του κεφαλιού του. Κοράκια ξεσηκώθηκαν μπουλούκι από τα δέντρα. Ο Μανόλης δεν είχε καν καταλάβει ότι φώλιαζαν εκεί και τώρα γέμισαν τον αέρα με τις κραυγές τους.
   Για λίγες στιγμές, η δική του κραυγή σκέπασε ακόμη κι αυτές.

95
Μόλις είχαν αρχίσει να του σκάβουν έναν τάφο στο μαλακό, μαύρο χώμα του δάσους, κάτω από τις φτέρες, όταν οι άνθρωποι των κινητών μπήκαν ξανά στο μυαλό τους. Για τον Μανόλη ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε την ομαδική δύναμη. Ήταν σαν να σε σκουντούσε στην πλάτη ένα αόρατο χέρι. Με τη διαφορά ότι και η πλάτη και το χέρι βρίσκονταν μέσα στο κεφάλι σου. Χωρίς φωνή. Μόνο η ώθηση.
   «Αφήστε μας να τελειώσουμε!» φώναξε κι αμέσως ακούστηκε να απαντάει στον εαυτό του με μια φωνή υψηλότερη σε συχνότητα που την αναγνώρισε αμέσως. «Όχι. Φύγετε. Τώρα».
   «Σε πέντε λεπτά!» είπε ο Μανόλης.
   Αυτή τη φορά η φωνή του κοπαδιού χρησιμοποίησε την Ντενίζ. «Φύγετε. Τώρα».
   Η Ελένη έσπρωξε με μια κλοτσιά το κορμί του Ρέι, που κύλησε μέσα στην τρύπα -είχαν τυλίξει τα υπολείμματα του κεφαλιού του με ένα από τα καλύμματα των καθισμάτων του σχολικού-, και κλότσησε από πάνω λίγα χώματα. Ύστερα άρπαξε το κεφάλι του με τα δυο της χέρια, μορφάζοντας. «Εντάξει, εντάξει», είπε κι απάντησε αμέσως μετά στον εαυτό του: «Φύγετε. Τώρα».
   Γύρισαν από το μονοπάτι στην περιοχή του πικνίκ. Μπροστά πήγαινε η Ελένη. Ήταν πολύ χλομή, αλλά όχι τόσο όσο ήταν ο Ρέι τα τελευταία λεπτά της ζωής του. Ούτε κατά διάνοια. Δεν είναι ζωή αυτή, ήταν τα τελευταία του λόγια.
   Τρελοί των κινητών ήταν παραταγμένοι σε στάση ανάπαυσης κατά μήκος του δρόμου, σε μια γραμμή που εκτεινόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις του ορίζοντα για πεντακόσια μέτρα περίπου. Πρέπει να ήταν γύρω στους τετρακόσιους, υπολόγισε ο Μανόλης, αλλά δεν είδε ανάμεσα τους την Κουρελιάρα Ανδριάνα. Ίσως να είχε πάει μπροστά, να κάνει τις προετοιμασίες γιατί το σπίτι του είχε πολλά δωμάτια.
   Όλα με τηλέφωνο, φυσικά.
   Καθώς προχωρούσαν προς το σχολικό λεωφορείο είδαν τρεις από τους ανθρώπους των κινητών να αποχωρούν από την παράταξη. Οι δύο άρχισαν αμέσως να δαγκώνουν, να χτυπάνε και να ξεσκίζουν τα ρούχα ο ένας του άλλου, βγάζοντας κάτι άγρια γρυλίσματα που θα μπορούσαν να ήταν και λέξεις -ο Μανόλης νόμισε ότι άκουσε την έκφραση «κοπρο-σκυλο»-, αλλά ήταν μάλλον τυχαίοι συνδυασμοί συλλαβών. Ο τρίτος απλώς τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται βαδίζοντας πάνω στη διπλή γραμμή του δρόμου.
   «Φύγε, στρατιώτη, έτσι μπράβο!» τσίριξε υστερικά η Ντενίζ. «Λιποτακτήστε όλοι!»
   Μόνο που δεν το έκαναν, και πριν ο λιποτάκτης -αν ήταν αυτό- φτάσει στην πρώτη στροφή του δρόμου, που έπαιρνε νότια κατεύθυνση καν δεν φαινόταν πια, ένας μεγάλος στην ηλικία αλλά γεροδεμένος τύπος τέντωσε απλώς τα δυο του χέρια, άρπαξε το κεφάλι του πεζοπόρου και το έστριψε απότομα στο πλάι. Ο πεζοπόρος σωριάστηκε πάνω στην άσφαλτο.
   «Ο Ρέι είχε τα κλειδιά» είπε ο Νταν με κουρασμένη φωνή. Η αλογοουρά του κόντευε να λυθεί και τα μαλλιά του έπεφταν πάνω στους ώμους του. «Κάποιος πρέπει να γυρίσει να...»
   «Τα πήρα» είπε ο Μανόλης. «Θα οδηγήσω εγώ». Άνοιξε την πλαϊνή πόρτα του μικρού λεωφορείου νιώθοντας πάντα εκείνο το σκούντημα-σπρώξιμο σαν δυνατό σφυγμό μέσα στο κρανίο του.
   Τα χέρια του ήταν λερωμένα από αίμα και χώματα. Αισθανόταν το κινητό να βαραίνει στην πλαϊνή τσέπη του παντελονιού του και έκανε μια περίεργη σκέψη: Μπορεί ο Αδάμ και η Εύα να είχαν πάρει μαζί τους και μερικά μήλα όταν διώχτηκαν από τον Παράδεισο. Έτσι, για να έχουν κάτι να μασουλίζουν στη μακριά πορεία τους μέχρι τα εφτακόσια τηλεοπτικά κανάλια και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους. «Μπείτε όλοι μέσα».
   Η Ελένη του έριξε μια περίεργη ματιά. «Δεν είναι ανάγκη να είσαι τόσο κεφάτος».
   «Γιατί όχι;» είπε ο Μανόλης χαμογελώντας πλατιά. Αναρωτήθηκε μήπως το χαμόγελο του ήταν σαν του Ρέι -ένας φριχτός επιθανάτιος μορφασμός. «Ανεβείτε, παρακαλώ. Επόμενη στάση, Έπαυλη Οχ-Τιλ».
   Αλλά πριν προλάβουν να ανεβούν στο σχολικό, αναγκάστηκαν όλοι να πετάξουν τα όπλα τους.
   Δεν ήρθε σαν τηλεπαθητική διαταγή, ούτε υποσκελίστηκε η θέληση τους από κάποια ισχυρότερη δύναμη. Ο Μανόλης ένιωσε το χέρι του να κατεβαίνει και να τραβάει το 45άρι από τη θήκη του. Δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι των κινητών ήταν ικανοί να κάνουν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι ακόμη. Αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε το κόλπο του εγγαστρίμυθου, αν δεν τους το επέτρεπαν. Αυτό που ένιωσε ο Μανόλης ήταν κάτι σαν φαγούρα, μια τρομερή, σχεδόν αφόρητη φαγούρα, κάπου μέσα στο κεφάλι του.
   «Α, Παναγία μου!» φώναξε πνιχτά η Ντενίζ και πέταξε το μικρό 22άρι που φορούσε στη ζώνη της όσο μακρύτερα μπορούσε. Το όπλο προσγειώθηκε πάνω στο δρόμο. Ο Νταν πέταξε το δικό του πιστόλι πάνω στο άλλο και πρόσθεσε και το κυνηγετικό μαχαίρι του. Το μαχαίρι σύρθηκε με τη λάμα μπροστά μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου, αλλά κανένας από τους τρελούς των κινητών που στέκονταν παραταγμένοι εκεί δεν σάλεψε ούτε βλέφαρο. Η Ελένη πέταξε το πιστόλι της πάνω στο χώμα δίπλα στο σχολικό λεωφορείο. Ύστερα, κλαψουρίζοντας και μορφάζοντας, έχωσε το χέρι στο σακίδιο της και πέταξε και το άλλο πιστόλι που κουβαλούσε. Ο Μανόλη έριξε κι αυτός το 45άρι του κοντά στα άλλα όπλα δίπλα στο λεωφορείο. Μετά την Ανάπλαση, ήταν κακή τύχη για δύο ανθρώπους και δεν λυπήθηκε ιδιαίτερα που το αποχωρίστηκε.
   «Ορίστε» είπε. Απευθύνθηκε στα επίμονα μάτια και στα βρόμικα πρόσωπα -πολλά από αυτά ήταν σακατεμένα- που τον παρακολουθούσαν από απέναντι, αλλά στο νου του είχε την εικόνα της Κουρελιάρας Ανδριάνας. «Αυτά ήταν όλα. Ικανοποιήθηκες τώρα;» Και απάντησε αμέσως στον εαυτό του: «Γιατί. Το. Έκανε;»
   Ο Μανόλης ξεροκατάπιε. Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι των κινητών που ήθελαν να μάθουν. Ήταν και ο Νταν και οι υπόλοιποι. Η Ελένη έμοιαζε να έχει λουφάξει σαν να φοβόταν την απάντηση του Μανόλη έτσι όπως φοβάται ένα μικρό παιδάκι να διασχίσει μόνο του έναν μεγάλο δρόμο. Ένα δρόμο γεμάτο φορτηγά που τρέχουν.
   «Είπε ότι ο δικός σας τρόπος δεν είναι ζωή» απάντησε ο Μανόλης. «Πήρε το όπλο μου και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα πριν προλάβω να τον σταματήσω».
   Σιωπή, εκτός από τα κρωξίματα των κορακιών. Ύστερα μίλησε η Ελένη, άχρωμα, σε τόνο επίσημο. «Ο δικός μας τρόπος. Είναι ο μόνος τρόπος».
   Ο επόμενος ήταν ο Νταν. Στον ίδιο τόνο. Εκτός από οργή δεν αισθάνονται τίποτε άλλο, σκέφτηκε ο Μανόλης. «Μπείτε. Στο αυτοκίνητο».
   Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Ο Μανόλης κάθισε στο τιμόνι και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Ξεκίνησε με κατεύθυνση προς το βορρά. Δεν είχε ούτε ένα λεπτό που οδηγούσε όταν το μάτι του έπιασε κάποια κίνηση στα αριστερά του. Ήταν οι άνθρωποι των κινητών. Πήγαιναν βόρεια, πάνω στη βοηθητική λωρίδα του αυτοκινητόδρομου -πάνω από τη βοηθητική λωρίδα- σε ευθεία γραμμή, σαν να στέκονταν πάνω σε έναν ιμάντα μεταφοράς που έτρεχε γύρω στα δέκα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Έπειτα, αρκετά πιο μπροστά, εκεί όπου ο δρόμος ανηφόριζε σε ένα ύψωμα, σηκώθηκαν πολύ ψηλότερα φτάνοντας μέχρι τα πέντε μέτρα και σχηματίζοντας μια ανθρώπινη αψίδα πάνω στον μουντό γκρίζο ουρανό. Παρακολουθώντας τους τρελούς των κινητών να εξαφανίζονται πίσω από την κορυφή του λόφου, ήταν σαν να έβλεπες ανθρώπους στη σειρά να τρέχουν μαζί με την κορυφογραμμή ενός μεγάλου, αόρατου ωκεάνιου κύματος.
   Κι έπειτα, η θαυμάσια συμμετρία έσπασε. Μια από τις μετέωρες μορφές έπεσε στην άκρη του δρόμου σαν πουλί χτυπημένο από βόλι από ύψος τουλάχιστον δύο μέτρων. Ήταν ένας άντρας ντυμένος με τα κουρέλια μιας αθλητικής φόρμας και στριφογύριζε μανιασμένα κλοτσώντας με το ένα του πόδι το χώμα και σέρνοντας το άλλο. Καθώς το λεωφορείο τον προσπερνούσε με σταθερή ταχύτητα είκοσι χιλιομέτρων την ώρα, ο Μανόλης είδε ότι το πρόσωπο του ήταν μια απαίσια γκριμάτσα οργής και ότι τα χείλη του σάλευαν αδιάκοπα καθώς ξερνούσε τους τελευταίους ήχους-λέξεις της ζωής του.
   «Τώρα ξέρουμε» είπε ο Νταν. Είχε καθίσει μαζί με την Ντενίζ στη γαλαρία του λεωφορείου μπροστά από το χώρο των αποσκευών, όπου είχαν στοιβάξει όλοι τα σακίδια τους. «Από τους πρωτόγονους γεννήθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος, από τον σύγχρονο άνθρωπο γεννήθηκαν οι τρελοί των κινητών και από τους τρελούς των κινητών γεννήθηκαν οι ιπτάμενοι τηλεπαθητικοί. Κι εδώ ολοκληρώνεται η εξέλιξη του είδους» και εντελώς αναπάντεχα, και ανεξήγητα γέλασαν όλοι.
   Σε λίγο χτυπιόνταν από τα γέλια -ακόμη και Ελένη, που δεν ήξερε με τι γελούσε-, ενώ το μικρό κίτρινο λεωφορείο αργοκυλούσε προς το βορρά με τους ανθρώπους των κινητών να το προσπερνάνε και να ανυψώνονται, να προσπερνάνε και να ανυψώνονται σαν να μην είχαν τελειωμό.



Αυτό είναι και το τέλος του δεύτερου μέρους.
Το τρίτο μέρος το γράφω τώρα και έχει μέχρι στιγμής 40 κεφάλαια. Θα είναι και το τελευταίο μέρος. Θα το ανεβάσω λίγο-λίγο μόλις τελειώσει.

Μου είναι αρκετά δύσκολο να γράφω στο σπίτι λόγω των παιδιών και γι αυτό το αργώ.

Ευχαριστώ όσους το διαβάζουν. Ελπίζω να το τελειώσω μέσα στο καλοκαίρι.


Φίλε addictionsla, στο τρίτο μέρος θα δεις πως συνδέετε η Ανάπλαση..... :)