90
Πλησίαζε το ξημέρωμα και ο Μανόλης ακόμα περπατούσε, από τη μια επειδή είχε σταματήσει η βροχή κι από την άλλη επειδή δεν είχε βρει κανένα άσυλο της προκοπής στον δρόμο, μόνο δάσος. Έπειτα, κατά τις τέσσερις και μισή, προσπέρασε μια πινακίδα διάτρητη από σφαίρες που έγραφε: ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Δέκα λεπτά αργότερα, προσπέρασε και το λόγο ύπαρξης του οικισμού: ένα λατομείο, ένα τεράστιο νταμάρι στον γρανιτένιο βράχο με κάμποσες παράγκες, μπουλντόζες και ανατρεπόμενα στους πρόποδες της σκαμμένης πλαγιάς. Ο Μανόλης το σκέφτηκε προς στιγμήν να περάσει τη μέρα σε μια από τις παράγκες του εργοταξίου, αποφάσισε ότι θα έβρισκε σίγουρα κάτι καλύτερο παρακάτω και συνέχισε το δρόμο του. Ακόμη δεν είχε δει πουθενά πρόσφυγες, ούτε είχε ακούσει μουσική κοπαδιού, έστω και από πολύ μακριά. Θα μπορούσε να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη.
Δεν ήταν. Δέκα λεπτά αφότου άφησε πίσω του το λατομείο έφτασε στην κορυφή ενός λοφίσκου και είδε το χωριουδάκι κάτω. Στο έρημο πάρκινγκ του πρώτου κτηρίου που συνάντησε, δύο άνθρωποι των κινητών ατένιζαν ο ένας τον άλλο μπροστά από μια παμπάλαια, μίζερη αντλία που πρέπει να ήταν υπερσύγχρονη την εποχή του ‘40.
Στράφηκαν αργά προς το μέρος του όταν ο Μανόλης έριξε πάνω τους το φως του φακού του, αλλά αμέσως μετά γύρισαν πάλι και κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ήταν και οι δυο αρσενικοί. Ο ένας εικοσιπεντάρης, ο άλλος γύρω στα πενήντα. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν άνθρωποι των κινητών. Τα ρούχα τους ήταν βρομερά και τρισάθλια, σχεδόν κουρέλια, τα πρόσωπα τους γεμάτα πληγές και σημάδια. Ο νεαρός είχε στο δεξί του χέρι ένα μεγάλο έγκαυμα που έφτανε μέχρι τη μέση του μπράτσου. Το αριστερό μάτι του άλλου γυάλιζε από τα βάθη πρησμένης και μελανιασμένης σάρκας. Αλλά το σημαντικό δεν ήταν η όψη τους. Το σημαντικό ήταν αυτό που ένιωσε μέσα τον ο Μανόλης: την ίδια περίεργη αίσθηση ασφυξίας που είχαν νιώσει αυτός και ο Διευθυντής στο γραφείο του βενζινάδικου της BP στο Μαραθώνα, όπου είχαν πάει να πάρουν τα κλειδιά των δύο φορτηγών μεταφοράς υγραερίου. Την αίσθηση μιας τρομακτικής συγκέντρωσης κάποιας άγνωστης δύναμης.
Και ήταν ακόμα νύχτα. Με τέτοια βαριά συννεφιά, το φως της μέρας θα αργούσε πολύ να φανεί. Τι γύρευαν αυτοί οι δύο έξω νυχτιάτικα; Ο Μανόλης έσβησε το φακό του, τράβηξε το 45άρι και περίμενε να δει τι θα συνέβαινε. Για μερικά δευτερόλεπτα φάνηκε ότι δεν επρόκειτο να συμβεί τίποτα, ή ότι κάτι πήγε να συμβεί αλλά δεν συνέβη κι ότι εκείνη η περίεργη αίσθηση ασφυξίας ήταν το αποκορύφωμα. Ύστερα άκουσε ένα ψιλό κλαψούρισμα, σαν τον ήχο που αφήνει μια λάμα πριονιού όταν δονείται. Ο Μανόλης κοίταξε πάνω και είδε τα σύρματα του ηλεκτρικού που περνούσαν μπροστά από το κτήριο να κινούνται μπρος πίσω τόσο γρήγορα που δεν φαίνονταν πια.
«Φύ-γε!» Ήταν ο νεαρός και φάνηκε να ξερνάει τις συλλαβές από το στόμα του με τρομακτική προσπάθεια. Ο Μανόλης τινάχτηκε. Αν είχε το δάχτυλό του στη σκανδάλη του περιστρόφου, σίγουρα θα την είχε τραβήξει αντανακλαστικά. Αυτά δεν ήταν Αού και Ιιν, ήταν κανονικές συλλαβές. Νόμισε πως τις άκουσε και μέσα στο κεφάλι του, αλλά πολύ, πολύ αχνά. Σαν ηχώ που σβήνει.
«Εσύ!... Φύγε!» απάντησε ο πενηντάχρονος. Φορούσε φαρδιά βερμούδα με έναν τεράστιο λεκέ στον πισινό. Ή από λάσπη ή από σκατά. Έκανε κι αυτός τρομακτική προσπάθεια να μιλήσει, αλλά αυτή τη φορά ο Μανόλης δεν άκουσε καμιά ηχώ μέσα στο κεφάλι του. Κατά περίεργο τρόπο, αυτή ήταν η επιβεβαίωση ότι την είχε ακούσει την πρώτη φορά.
Οι δυο άντρες τον είχαν ξεχάσει εντελώς.
«Δικό μου!» είπε ο νεαρός, και ήταν πάλι σαν να ξέρασε τις λέξεις. Όντως τις είχε ξεράσει. Ολόκληρο το κορμί του συσπάστηκε βίαια από την προσπάθεια. Πίσω του, μια σειρά από παραθυράκια στο κτήριο έσκασαν προς τα έξω.
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Ο Μανόλης παρακολουθούσε μαγεμένος, έχοντας ξεχάσει την Άννα για πρώτη φορά. Ο πενηντάχρονος φαινόταν να σκέφτεται έντονα, να αγωνίζεται να καταφέρει κάτι, κι αυτό που υπέθεσε ο Μανόλης ότι αγωνιζόταν αυτός ο άντρας να κάνει ήταν το να εκφραστεί με τον τρόπο που το έκανε πριν η Ανάπλαση τού στερήσει την ικανότητα του λόγου.
Πάνω στη στέγη του κτηρίου, υπήρχε μια σειρήνα συναγερμού. Η σειρήνα πήρε μπρος μ' ένα σύντομο δυνατό ΓΟΥΙΝ, σαν να είχε δεχτεί ένα ξαφνικό κύμα ηλεκτρικής ενέργειας. Και τα φώτα της αρχαίας αντλίας -μπροστινοί προβολείς και πίσω φώτα- άναψαν ξαφνικά, φωτίζοντας τους δυο άντρες και ζωγραφίζοντας τις σκιές τους πάνω στην άσφαλτο.
«Σκατά! Είναι!» κατάφερε να αρθρώσει ο πενηντάχρονος. Έφτυνε τις λέξεις σαν κομμάτια κρέας που είχαν σκαλώσει στο λαιμό του και τον έπνιγαν.
«Φοη'γό μου!» σχεδόν ούρλιαξε ο νεαρός και ο Μανόλης άκουσε μέσα στο μυαλό του την ίδια φωνή να ψιθυρίζει, Το φορτηγό μου. Ήταν απλό τελικά. Αντί για πρινκλς, οι δυο άντρες τσακώνονταν για την παλιά πυροσβεστική αντλία. Μόνο που αυτό συνέβαινε νύχτα -προς το τέλος της νύχτας, ναι, αλλά ήταν ακόμα μαύρο σκοτάδι- και αυτοί οι δυο μιλούσαν σχεδόν κανονικά.
Διάβολε, μιλούσαν.
Απ' ό,τι φάνηκε όμως, οι πολλές κουβέντες είχαν τελειώσει. Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι του, όρμησε καταπάνω στον πενηντάχρονο και τον κουτούλησε στο στήθος. Ο πενηντάχρονος έπεσε ανάσκελα. Με τη φόρα που είχε πάρει, ο νεαρός παραπάτησε και έπεσε κάτω με τα γόνατα, «Γαμώτο!» ούρλιαξε.
«Φα την!» του φώναξε ο άλλος.
Σηκώθηκαν και οι δυο από κάτω και στάθηκαν πάλι αντιμέτωποι, δυο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Ο Μανόλης αισθανόταν το μίσος τους. Έβραζε μέσα στο κεφάλι του. Δημιουργούσε μια τρομακτική πίεση πίσω από τους βολβούς των ματιών του, έτοιμο να εκραγεί.
«Αυτό... φοη 'γό μου!» γρύλισε ο νεαρός. Και μέσα στο κεφάλι του Μανόλη ακούστηκε ξεκάθαρα: Αυτό το φορτηγό είναι δικό μου.
Ο πενηντάχρονος ρούφηξε αέρα με δύναμη. Με κινήσεις σαν νευρόσπαστο, τέντωσε το μεσαίο του δάχτυλο και το έδειξε στον νεαρό. «Πάρ' τον!» είπε με απόλυτη καθαρότητα.
Έσκυψαν τα κεφάλια τους και οι δυο και όρμησαν ο ένας στον άλλον. Τα κρανία τους συγκρούστηκαν με έναν υπόκωφο κρότο και ο Μανόλης μόρφασε. Αυτή τη φορά έσκασαν όλα τα τζάμια του κτηρίου. Η σειρήνα έβγαλε μια παρατεταμένη πολεμική κραυγή πριν σβήσει ξανά. Οι λαμπτήρες φθορισμού στο εσωτερικό του κτηρίου αναβόσβησαν, άναψαν κανονικά και λειτούργησαν για τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα με ρεύμα παράνοιας. Δυνατή μουσική ακούστηκε για λίγο: η Μπρίτνεϊ Σπίαρς πρόλαβε να πει τραγουδιστά «Ουπς!... Το Ξανάκανα». Δύο από τα σύρματα του ηλεκτρικού έσπασαν και έπεσαν στο έδαφος σε μικρή απόσταση από τα πόδια του Μανόλη, που τινάχτηκε προς τα πίσω έντρομος. Δεν πρέπει να είχαν ρεύμα, αδύνατον να είχαν ρεύμα, αλλά...
Ο πενηντάχρονος έπεσε στα γόνατα. Αίμα έτρεχε κι από τις δυο πλευρές του κεφαλιού του. «Το φορτηγό μου!» είπε καθαρά κι έπεσε αναίσθητος με τα μούτρα στο τσιμέντο.
Ο νεαρός στράφηκε προς τον Μανόλη σαν να τον έχριζε αυτόπτη μάρτυρα της νίκης του. Από τα βρόμικα, πατικωμένα μαλλιά του έτρεχε αίμα που κυλούσε ανάμεσα από τα μάτια του και σχημάτιζε δυο αυλάκια γύρω από τη μύτη και το στόμα. Ο Μανόλης είδε τα μάτια του και πάγωσε. Δεν ήταν απλανή. Ήταν παρανοϊκά. Και τότε κατάλαβε -μονομιάς, απόλυτα και χωρίς καμιά αμφιβολία ότι, αν αυτή ήταν η κατάληξη του κύκλου, δεν υπήρχε σωτηρία για την Άννα.
«Φοη 'γό μου!» τσίριξε ο νεαρός. «Φοη 'γό μου, φοη 'γό μου!» Η σειρήνα έβγαλε ένα σύντομο ουρλιαχτό σε κατιούσα κλίμακα, σαν να συμφωνούσε.
Ο Μανόλης τον πυροβόλησε και έβαλε το 45άρι στη θήκη του. Τι διάβολο, σκέφτηκε, δεν μπορούν να με στήσουν στο ικρίωμα δύο φορές. Παρ' όλα αυτά, έτρεμε σύγκορμος. Και αφού μπήκε σε ένα από τα δωμάτια του μοναδικού μοτέλ, στην πέρα άκρη του χωριού, παραβιάζοντας την πόρτα, του πήρε πολλή ώρα μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί. Στα όνειρα του, αντί για την Κουρελιάρα Ανδριάνα, τον επισκέφτηκε ο μικρός Γιαννάκης, ένα βρόμικο αγόρι με μάτια απλανή που του απάντησε «Άντε γαμήσου! Φοη 'γό μου!» όταν ο Μανόλης τον φώναξε με το όνομα του.
91
Ξύπνησε από το όνειρο πολύ πριν σκοτεινιάσει και ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί άλλο, αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο του. Και, αφού θα έβγαινε από το χωριό -μετά την ελάχιστη ώρα που θα του έπαιρνε να βγει από το χωριό-, να συνεχίσει με αυτοκίνητο. Δεν έβλεπε το λόγο να μην το κάνει. Ο δρόμος φαινόταν εντελώς άδειος και προφανώς είχε μείνει άδειος μετά την ομαδική σύγκρουση στη διασταύρωση. Απλώς δεν το είχε προσέξει με το σκοτάδι και τη βροχή.
Η Κουρελιάρα Ανδριάνα και η παρέα της άδειασαν το δρόμο, σκέφτηκε. Και βέβαια τον άδειασαν, αφού αυτός είναι ο κυλιόμενος διάδρομος. Για μένα άγουρα είναι ο κυλιόμενος διάδρομος που καταλήγει στο σφαγείο. Γιατί εγώ είμαι τελειωμένη υπόθεση. Απλώς θέλουν να μου κολλήσουν την ετικέτα ΕΚΛΕΙΣΕ και να με βάλουν στο αρχείο το συντομότερο δυνατόν. Κρίμα για την Ελένη και τους άλλους τρεις. Άραγε να έχουν βρει τους σωστούς πίσω δρόμους και να έφτασαν...
Οι σκέψεις του κόπηκαν απότομα με το που έφτασε στην κορυφή μιας μικρής ανηφοριάς. Σταματημένο στη μέση του δρόμου στο τέρμα της κατηφόρας ήταν ένα κίτρινο σχολικό λεωφορείο. Πάνω του ακουμπούσε μια κοπέλα. Θα την αναγνώριζε οπουδήποτε κι αν την έβλεπε. Ενώ στεκόταν κοκαλωμένος, σαν να μην πίστευε στα μάτια του, άλλος ένας άντρας εμφανίστηκε από τα πλάγια του σχολικού και βγήκε μπροστά. Είχε μακριά γκρίζα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Πίσω του ερχόταν μια νεαρή έγκυος. Το μπλουζάκι της ήταν γαλάζιο, χωρίς Χάρλεϊ-Ντάβιντσον, αλλά ήταν σίγουρα η Ντενίζ.
Η Ελένη τον είδε και τον φώναξε με το όνομα του. Η Ελένη άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Ο Μανόλης έτρεξε να την συναντήσει. Έσμιξαν γύρω στα τριάντα μέτρα μπροστά από το σχολικό λεωφορείο.
«Μανόλη!» φώναξε η Ελένη. Τσίριζε από χαρά. «Είσαι στ' αλήθεια εσύ!»
«Εγώ είμαι» την βεβαίωσε ο Μανόλης. Την σήκωσε στον αέρα και την φίλησε. Η Ελένη δεν ήταν η Άννα, αλλά καλή ήταν κι η Ελένη προς το παρόν. Την έσφιξε δυνατά κι ύστερα την άφησε κάτω και γονατίζοντας μπροστά της φίλησε τις δυο μεγάλες μπότες που είχαν αντικαταστήσει τα αθλητικά της παπούτσια.
«Είναι βρώμικες» της είπε.
«Όχι σάλια» του απάντησε εκείνη.
«Μη σε νοιάζει, ξέρω τη δουλειά μου».
Εκείνη γέλασε και τον έπιασε από τους ώμους βοηθώντας τον να σηκωθεί.
Ο Μανόλης κοίταξε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο και τους πελώριους μαύρους κύκλους της κούρασης γύρω από τα μάτια της. «Πώς στην ευχή του Θεού βρεθήκατε εδώ;»
Το πρόσωπο της Ελένης συννέφιασε. «Δεν μπορούσαμε... δηλαδή, ονειρευόμαστε... τέλος πάντων αυτό που θέλω να σου πω είναι πως τελικά δεν είχαμε καμιά επιλογή. Έλα κι εσύ στο μικρό μας κίτρινο αυτοκίνητο. Ο Ρέι λέει πως, αν ο δρόμος παραμείνει άδειος -που είμαι σίγουρη ότι θα παραμείνει-, θα είμαστε στην Έπαυλη με το ηλιοβασίλεμα, ακόμη και αν ταξιδεύουμε με πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Έχεις διαβάσει το Στοιχειωμένο Σπίτι στο Λόφο;»
Ο Μανόλης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του απορημένος. «Έχουμε δει την ταινία με την Άννα».
«Υπάρχει μια ατάκα που αντανακλά απόλυτα την παρούσα κατάσταση -"Τα ταξίδια τελειώνουν εκεί που σμίγουν οι αγαπημένοι". Φαίνεται πως τελικά θα γνωρίσω την παλιά σου αφέντρα».
Προχώρησαν προς το σχολικό λεωφορείο. Ο Νταν Χάρτγουικ πρόσφερε στον Μανόλη ένα κουτάκι καραμέλες. Το χέρι του δεν ήταν απόλυτα σταθερό. Όπως και η Ελένη, έτσι κι αυτός φαινόταν εξαντλημένος. Ο Μανόλης, νιώθοντας σαν να βρισκόταν σε όνειρο, πήρε μια. Τέλος του κόσμου ή όχι, ήταν περίεργα δυνατό.
«Ε, φίλε» είπε ο Ρέι. Καθόταν στο τιμόνι του σχολικού λεωφορείου, με το καπελάκι του Παναθηναϊκού φορεμένο ανάποδα κι ένα τσιγάρο να σιγοκαίει στο χέρι του. Ήταν χλομός και φαινόταν πολύ κουρασμένος. Κοιτούσε έξω από το παρμπρίζ, αλλά όχι τον Μανόλη.
«Γεια σου, Ρέι, είσαι οκέι;»
Ο Ρέι χαμογέλασε κουρασμένα. «Ναι, αν και το έχω ξανακούσει αυτό».
«Σίγουρα. Καμιά εκατοστή φορές. Θα σου έλεγα ότι χαίρομαι που σε βλέπω, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελες να το ακούσεις».
Ο Ρέι, πάντα κοιτώντας αφηρημένα έξω από το παράθυρο, απάντησε: «Εκεί πάνω πάντως στέκεται κάποια που εσύ σίγουρα δε θα ήθελες να δεις».
Ο Μανόλης κοίταξε. Κοίταξαν όλοι. Γύρω στα πεντακόσια μέτρα πιο πάνω, προς το βορρά, η λεωφόρος ανηφόριζε άλλον ένα λοφίσκο. Εκεί πάνω, με την μπλούζα του Ε.Μ.Π. θαμπή από τη λέρα, αλλά πάντα κόκκινη κόντρα στον γκρίζο απογευματινό ουρανό, στεκόταν και τους κοίταζε η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Γύρω της ήταν μαζεμένοι καμιά πενηνταριά άνθρωποι των κινητών. Τους είδε που κοίταζαν προς το μέρος της. Σήκωσε το χέρι και το κούνησε δυο φορές, με την κίνηση που κάνει κανείς για να καθαρίσει ένα παρμπρίζ. Μετά τους γύρισε την πλάτη και αποχώρησε, ενώ η ακολουθία της (το κοπαδάκι της, σκέφτηκε ο Μανόλης) μοιράστηκε στα δυο και την ακολούθησε σχηματίζοντας V. Σύντομα χάθηκαν από τα μάτια τους.
92
Λίγο παρακάτω στο δρόμο έκαναν στάση σε μια περιοχή για πικνίκ. Κανένας δεν πεινούσε και πολύ, αλλά ήταν μια ευκαιρία να κάνει ο Μανόλης τις ερωτήσεις που ήθελε. Ο Ρέι δεν έφαγε καθόλου. Κάθισε απλώς στην άκρη μιας χτιστής πέτρινης ψησταριάς και κάπνιζε αμίλητος. Δεν συμμετείχε στη συζήτηση. Του Μανόλη του φάνηκε εντελώς αποκαρδιωμένος.
«Νομίζουμε ότι έχουμε σταματήσει εδώ» είπε ο Νταν δείχνοντας γύρω τις φτέρες και τα φυλλοβόλα δέντρα με τα ζεστά φθινοπωρινά χρώματα που οριοθετούσαν την περιοχή του πικνίκ, το γάργαρο ρυάκι και το μικρό δασικό μονοπάτι που ξεκινούσε από εκεί, με μια ξύλινη επιγραφή να προειδοποιεί τους περιπατητές: ΑΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΤΕ ΠΑΡΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΧΑΡΤΗ! «Προφανώς, έχουμε σταματήσει εδώ, αφού...» Κοίταξε την Ελένη. «Εσύ πιστεύεις ότι έχουμε σταματήσει πραγματικά; Έχεις την πιο ξεκάθαρη αντίληψη από όλους μέχρι στιγμής».
«Ναι» απάντησε αμέσως η Ελένη. «Είναι πραγματικό».
«Μμμ» έκανε και ο Ρέι χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. «Είμαστε εδώ. Σίγουρα». Χτύπησε με την παλάμη του το πεζούλι της ψησταριάς και η βέρα του κουδούνισε καθώς χτύπησε πάνω στην πέτρα: τινκ-τινκ-τινκ. «Ετούτο είναι πραγματικότητα γιατί είμαστε πάλι όλοι μαζί. Αυτό ήθελαν».
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο Μανόλης.
«Ούτε κι εμείς -εντελώς» είπε ο Νταν.
«Είναι πολύ πιο ισχυροί απ' όσο μπορείς να φανταστείς» είπε η Ελένη. «Αυτό τουλάχιστον το έχω καταλάβει». Ο Μανόλης τον κοίταξε. Έδειχνε δέκα χρόνια μεγαλύτερη από την Ελένη που είχε γνωρίσει ο Μανόλης στη Αθήνα. «Έπαιξαν με το μυαλό μας. Άγρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρουμε».
«Φαίνεστε εξαντλημένοι, όλοι σας» απάντησε ο Μανόλης.
Η Ντενίζ γέλασε. «Ναι, ε; Είμαστε εξαντλημένοι, ειλικρινά. Όταν σε αφήσαμε, πήγαμε προς τα δυτικά. Περπατήσαμε μέχρι που άρχισε να φωτίζει από την ανατολή. Δεν είχε νόημα να πάρουμε αυτοκίνητο γιατί ο δρόμος ήταν ένα μαύρο χάλι. Άδειος για διακόσια μέτρα το πολύ και μετά...»
«Ξέρω. Βραχονησίδες» είπε ο Μανόλης.
«Ο Ρέι είπε ότι η κατάσταση θα έστρωνε αφού περνούσαμε και τα διόδια, αλλά αποφασίσαμε να σταματήσουμε για τη μέρα σε ένα μικρό ξενοδοχείο».
Σύμφωνα με την Ντενίζ, έφαγαν στην τραπεζαρία του μοτέλ, πράγμα που έκανε τον Μανόλη να απορήσει γιατί ήταν απόλυτα σίγουρος ότι το μικρό ξενοδοχείο που του περιέγραφε η Ντενίζ το ήξερε και επίσης ήξερε πολύ καλά πως δεν διέθετε τραπεζαρία. Ήταν το τυπικό στέκι πάνω στην Εθνική για παράνομα ζευγαράκια. Οι φήμες έλεγαν ότι οι μοναδικές ανέσεις που πρόσφερε ήταν το κρύο νερό στα ντους και οι καυτές πορνό βιντεοταινίες στα δωμάτια-κουτιά.
Η ιστορία έγινε ακόμη πιο παράξενη. Υπήρχε και ένα τζουκμπόξ γεμάτο καυτά κομμάτια (ανάμεσά τους και το «Hot Stuff» με την Ντόνα Σάμερ) και αντί να πάνε κατευθείαν στο κρεβάτι, το έριξαν στο χορό. Χόρεψαν με την ψυχή τους τουλάχιστον δυο τρεις ώρες. Και έπειτα, πριν πέσουν για ύπνο, έκαναν άλλο ένα τεράστιο τσιμπούσι. Και μετά απ' αυτό ξεράθηκαν επιτέλους στα κρεβάτια τους.
«Και ονειρευτήκαμε ότι περπατούσαμε» είπε ο Νταν. Η φωνή του είχε μια ανησυχητική νότα πίκρας και παραίτησης. Δεν ήταν ο ίδιος άντρας που είχε γνωρίσει ο Μανόλης πριν από δύο νύχτες, εκείνος που έλεγε Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μπορούμε να τους κρατήσουμε μακριά από το μυαλό μας όταν είμαστε ξύπνιοι και Μπορεί να τα καταφέρουμε, είναι πολύ πρώιμο στάδιο γι' αυτούς ακόμη. Τώρα γέλασε πικρά, χωρίς καμιά διάθεση. «Φίλε, πρέπει να το ονειρευτήκαμε, γιατί περπατούσαμε. Όλη μέρα. Περπατούσαμε συνέχεια».
«Όχι συνέχεια» είπε η Ελένη. «Εγώ ονειρεύτηκα ότι οδηγούσα...»
«Ναι, εσύ οδηγούσες» είπε ήρεμα η Ντενίζ. «Μόνο για καμιά ώρα το πολύ, αλλά οδήγησες. Τότε ήταν που ονειρευτήκαμε ότι κοιμόμασταν σ' εκείνο το μέρος. Στο μοτέλ Λυκόφως. Έτσι λεγόταν το μικρό ξενοδοχείο. Κι εγώ ονειρεύτηκα ότι πήγαινα με αυτοκίνητο. Ήταν σαν όνειρο μέσα σε όνειρο. Μόνο που εκείνο ήταν πραγματικό».
«Τα βλέπεις;» είπε ο Νταν χαμογελώντας στον Μανόλη. Ανακάτωσε τρυφερά τα πλούσια μαλλιά της Ελένης. «Μόνο η Ελένη το είχε πιάσει από την αρχή».
«Εικονική πραγματικότητα» είπε η Ελένη. «Αυτό ήταν. Σαν να ήμαστε μέσα σε ένα βιντεοπαιχνίδι. Σχεδόν. Και δεν ήταν και τόσο καλό». Κοίταξε προς το βορρά, προς την κατεύθυνση όπου είχε απομακρυνθεί η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Προς τη μεριά της Έπαυλης. «Θα βελτιωθεί όμως, αν αυτοί βελτιωθούν».
«Τα καθάρματα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα τη νύχτα» είπε ο Ρέι. «Πρέπει να πηγαίνουν για νάνι».
«Το ίδιο κάναμε κι εμείς στο τέλος εκείνης της μέρας» είπε ο Νταν. «Αυτός ήταν ο σκοπός τους. Να μας κουράσουν τόσο πολύ που να μην μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε όταν έπεσε η νύχτα και έχασαν τον έλεγχο. Σε όλη τη διάρκεια εκείνης της μέρας η Πρόεδρος της Ανδριάνας βρισκόταν πάντα κάπου κοντά, με συνοδεία ένα μεγαλούτσικο κοπάδι, και εξέπεμπαν το νοητικό δυναμικό πεδίο τους, δημιουργώντας την εικονική πραγματικότητα που λέει η Ελένη».
«Έτσι πρέπει να ήταν» συμφώνησε η Ντενίζ. Και όλα αυτά συνέβαιναν, υπολόγισε ο Μανόλης, όταν αυτός κοιμόταν στο σπιτάκι.
«Το να μας εξαντλήσουν σωματικά δεν ήταν ο μοναδικός τους στόχος» είπε η Ελένη. «Ούτε μόνο το να μας γυρίσουν προς το βορρά. Μας ήθελαν όλους μαζί».
Η συντροφιά των τεσσάρων είχε φτάσει τελικά σε ένα σαράβαλο μοτέλ πάνω στην Εθνική. Η αίσθηση αποπροσανατολισμού ήταν σχεδόν απόλυτη, είπε ο Νταν. Και η μουσική κοπαδιού που ακουγόταν όχι από πολύ μακριά δεν βοηθούσε καθόλου. Όλοι είχαν μια γενική αίσθηση για το τι τους είχε συμβεί, αλλά η Ελένη ήταν εκείνη που το είχε εκφράσει με λόγια, όπως ήταν επίσης εκείνη που είχε επισημάνει το προφανές: Η απόπειρα τους να δραπετεύσουν είχε αποτύχει. Ναι, θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν από το μοτέλ όπου είχαν βρεθεί και να ξεκινήσουν πάλι προς τα δυτικά, αλλά πόσο μακριά θα έφταναν αυτή τη φορά; Ήταν ήδη κατάκοποι. Και ακόμα χειρότερα, ήταν εντελώς αποκαρδιωμένοι. Η Ελένη είπε επίσης ότι δεν ήταν απίθανο οι άνθρωποι των κινητών να είχαν βάλει μερικούς φυσιολογικούς να κατασκοπεύουν τις κινήσεις τους τη νύχτα.
«Φάγαμε» είπε η Ντενίζ, «γιατί, εκτός από κουρασμένοι, ήμαστε και πεθαμένοι της πείνας. Ύστερα πέσαμε για ύπνο κανονικά και κοιμηθήκαμε μέχρι το άλλο πρωί».
«Εγώ ξύπνησα πρώτη» είπε η Ελένη. «Η Κουρελιάρα Ανδριάνα στεκόταν και περίμενε στην αυλή. Μου έκανε μια μικρή υπόκλιση και μου έδειξε το δρόμο». Ο Μανόλης θυμόταν πολύ καλά αυτή τη χειρονομία. Ο δρόμος είναι δικός σας. Εμπρός, πηγαίνετε. «Θα μπορούσα να την πυροβολήσω, φαντάζομαι, κρατούσα τον Σερ Σπίντι, αλλά σε τι θα ωφελούσε;»
Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτε.
Η συντροφιά των τεσσάρων είχε ξαναβγεί στο δρόμο, παίρνοντας αρχικά πάλι την Εθνική. Μετά από λίγο, είπε η Ελένη, είχαν αισθανθεί κάτι να τους τραβάει προς έναν μικρό δασικό δρόμο χωρίς όνομα, που έμοιαζε να έχει κατεύθυνση νοτιοανατολική.
«Καθόλου οράματα εκείνο το πρωί;» ρώτησε ο Μανόλης. «Ούτε όνειρα;»
«Τίποτε» απάντησε η Ελένη. «Ήξεραν ότι είχαμε πιάσει το νόημα. Τελικά, μπορούν να διαβάζουν τη σκέψη».
«Μας άκουσαν που φωνάζαμε βοήθεια» είπε ο Νταν πάντα στον ίδιο πικρό, παραιτημένο τόνο. «Ρέι, μήπως σου περισσεύει κάνα τσιγάρο; Το έχω κόψει, αλλά λέω να το ξαναρχίσω».
Ο Ρέι του πέταξε το πακέτο χωρίς να πει λέξη.
«Είναι σαν να σε τραβάει ένα χέρι, μόνο που το νιώθεις μέσα στο μυαλό σου» είπε η Ελένη. «Καθόλου ευχάριστο. Ενοχλητικό με έναν τρόπο που είναι αδύνατον να περιγράψω. Και μαζί μ' αυτό η αίσθηση ότι η Κουρελιάρα Ανδριάνα με το κοπάδι του κινούνταν παράλληλα μ' εμάς. Μερικές φορές βλέπαμε κάποιους από αυτούς ανάμεσα στα δέντρα- τις περισσότερες, όχι».
«Δηλαδή τώρα δεν κάνουν απλώς κοπάδι νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα» είπε ο Μανόλης.
«Όχι. Έχουν αλλάξει αυτά πια» είπε ο Νταν. «Η Ελένη έχει μια θεωρία, πολύ ενδιαφέρουσα και με κάποια στοιχεία που την υποστηρίζουν. Επιπλέον, εμείς είμαστε ειδική περίπτωση». Άναψε ένα τσιγάρο. Ρούφηξε. Έβηξε. «Να πάρει, ήξερα ότι υπήρχε λόγος που το είχα κόψει». Και μετά από μια ελάχιστη παύση: «Μπορούν να πετάνε, ξέρεις. Μετεωρίζονται. Τρομερά βολικός τρόπος μετακίνησης με τόσο πηγμένους δρόμους. Σαν να έχεις ένα μαγικό χαλί».
Γύρω στα δύο χιλιόμετρα πάνω στον φαινομενικά άσχετο δασικό δρόμο που ακολουθούσαν είχαν συναντήσει ένα σπιτάκι με ένα ημιφορτηγό παρκαρισμένο απέξω. Τα κλειδιά ήταν πάνω στη μηχανή. Οδήγησε ο Ρέι. Η Ελένη ταξίδεψε στην καρότσα. Κανείς δεν εξεπλάγη όταν ο δασικός δρόμος έστριψε τελικά προς τα βόρεια. Και λίγο πριν τελειώσει εκείνος ο δρόμος, το φωτάκι πλοήγησης μέσα στο μυαλό τους τούς έστειλε σε έναν άλλον και μετά σε τρίτο, που ήταν λίγο φαρδύτερος από μονοπάτι με ένα ψηλό χορταριασμένο σαμάρι στο κέντρο. Αυτός ο δρόμος κατέληξε σε ένα λασπότοπο, όπου το ημιφορτηγό κόλλησε, το παράτησαν και, μετά από μιας ώρας πορεία μέσα στις λάσπες, βγήκαν ξανά πάνω στην Εθνική.
«Εκεί ήταν δύο νεκροί» είπε η Ελένη. «Τρελοί των κινητών. Φρέσκοι. Δύο κολόνες του ηλεκτρικού σπασμένες, τα καλώδια κομμένα. Τα κοράκια έκαναν τσιμπούσι».
Ο Μανόλης σκέφτηκε να τους πει τι είχε δει εκεί που είχαν τσακωθεί δύο άλλοι τρελοί των κινητών, αλλά δεν το έκανε. Δεν έβλεπε να έχει σχέση με την τωρινή κατάσταση. Επιπλέον, υπήρχαν πάρα πολλοί που δεν μάλωναν μεταξύ τους κι αυτοί ήταν που είχαν εξαναγκάσει την Ελένη και τους άλλους να κινούνται παρά τη θέληση τους.
Η δύναμη αυτή όμως δεν τους είχε οδηγήσει στο κίτρινο σχολικό λεωφορείο. Το σχολικό το είχε ανακαλύψει ο Ρέι, εξερευνώντας το χώρο γύρω από το παντοπωλείο, την ώρα που οι άλλοι έπιναν αναψυκτικά από το ίδιο σπασμένο ψυγείο όπου είχε κάνει επιδρομή και ο Μανόλης. Ο Ρέι είχε δει το σχολικό λεωφορείο από ένα πίσω παράθυρο.
Μετά απ' αυτό είχαν κάνει μόνο μία στάση ακόμη. Άναψαν φωτιά για να μαγειρέψουν και να φάνε. Άλλαξαν και τα παπούτσια και τα ρούχα τους με καινούρια που είχαν πάρει από το Παντοπωλείο -τα παλιά τους είχαν μουλιάσει μετά τον περίπατο στις λάσπες (η Ελένη φορούσε τώρα ένα ασπρόμαυρο καρό ημίπαλτο, που φαινόταν εντελώς ακατάλληλο για τούτο τον καιρό, αλλά κρύωνε αρκετά, και ένα κασκόλ με πορτοκαλί και κόκκινα σχέδια περασμένο γύρω από το λαιμό της. Φορούσε ακόμα φούστα και μάλιστα κοντή, λίγο πιο μακριά από το ημίπαλτό της και ένα ζευγάρι μαύρες ζεστές μπότες με μεγάλες σόλες που έκρυβαν τα αδύνατα πόδια της –ο Μανόλης μπορούσε να δει από τα γυμνά πόδια της, μόνο ό,τι άφηνε η φούστα να φανεί και λίγο κάτω από τα γόνατα που άφηναν γυμνά οι τεράστιες μπότες της. Του είπε πως κράτησε και τα allstarάκια γιατί δεν ήθελε να τα αποχωριστεί.)- και ξεκουράστηκαν για καμιά ώρα. Φεύγοντας πρέπει να προσπέρασαν τον Μανόλη στο μοτέλ περίπου την ώρα που εκείνος ξυπνούσε, γιατί λίγο μετά εξαναγκάστηκαν να σταματήσουν.
«Και να 'μαστε!» είπε η Ελένη. «Η υπόθεση έκλεισε».
«Αυτό το πράγμα που μας πιέζει έχει φύγει από το κεφάλι μου τώρα» είπε η Ντενίζ. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι. Το χειρότερο ήταν την πρώτη μέρα, ξέρεις. Η Ελένη καταλάβαινε πιο καθαρά πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά νομίζω πως όλοι το ξέραμε ότι τα πράγματα δεν ήταν... ξέρεις, εντελώς φυσιολογικά».
«Ναι» είπε ο Ρέι τρίβοντας το σβέρκο του. «Ήταν σαν να είχαμε μπει σε ένα παιδικό παραμύθι όπου μιλάνε τα ζώα και τα πουλιά. Που λένε πράγματα όπως, "Είσαι καλά, μη φοβάσαι, δεν πειράζει αν πονάνε τα πόδια σου, είσαι φίνος". Φίνος -αυτό το έλεγαν στην Αμερική, όταν ήμουν μικρός. Τέλος πάντων, η κοπέλα το ήξερε, εγώ το ήξερα, νομίζω πως όλοι το ξέραμε, γαμώτο! Δε γίνεται να έχεις έστω και δύο γραμμάρια μυαλό και να πιστεύεις ότι ξέφυγες...»
«Εγώ το πίστεψα όσο άντεξα, επειδή ήθελα να το πιστεύω» είπε ο Νταν, «αλλά στην πραγματικότητα; Δεν είχαμε καμιά πιθανότητα. Άλλοι φυσιολογικοί ίσως να είχαν, αλλά όχι εμείς, οι δολοφόνοι κοπαδιών. Εμάς μας θέλουν οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από το τι τους συμβαίνει».
«Τι νομίζεις ότι έχουν στο νου τους για μας;» ρώτησε ο Μανόλης.
«Το θάνατο» απάντησε ο Ρέι, εντελώς αδιάφορα. «Θα μπορέσω επιτέλους να κοιμηθώ σαν άνθρωπος».
Το μυαλό του Μανόλη είχε σταθεί σε κάποια από τα πράγματα που άκουσε και τώρα πιάστηκε από αυτά. Στην αρχή της κουβέντας ο Νταν είχε πει ότι η γνωστή συμπεριφορά τους άλλαζε και ότι η Ελένη είχε μια θεωρία γι' αυτή την αλλαγή. Και μόλις τώρα είχε πει ανεξάρτητα από το τι τους συμβαίνει.
«Είδα δύο από αυτούς να πιάνονται στα χέρια εδώ παρακάτω» είπε τελικά ο Μανόλης στους άλλους.
«Α, ναι;» είπε αδιάφορα ο Νταν.
«Τη νύχτα» πρόσθεσε ο Μανόλης και τώρα τον κοίταξαν όλοι. «Μάλωναν για μια πυροσβεστική αντλία. Όπως μαλώνουν τα παιδιά για τα αυτοκινητάκια τους. Έπιασα κάτι ψιλά από το μυαλό του ενός, τηλεπαθητικά, αλλά μιλούσαν και οι δύο».
«Μιλούσαν;» ρώτησε δύσπιστα η Ντενίζ. «Με κανονικές λέξεις;»
«Με κανονικές λέξεις. Δεν ήταν πάντα καθαρές, αλλά ήταν σίγουρα λέξεις. Πόσους φρέσκους νεκρούς έχετε δει, παιδιά; Μόνο αυτούς τους δύο;»
«Πρέπει να είδαμε καμιά δεκαριά από τότε που ξυπνήσαμε εκεί όπου βρισκόμασταν πραγματικά» είπε ο Νταν. Κοίταξε τους άλλους για επιβεβαίωση και εκείνοι κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους. Ο Ρέι ανασήκωσε τους ώμους του κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Αλλά είναι δύσκολο να πω από τι είχαν πεθάνει. Ίσως να ήταν σε φάση επαναφόρτωσης -αυτό ταιριάζει στη θεωρία της Ελένης, αλλά η ομιλία δε φαίνεται να κολλάει. Μπορεί να ήταν απλώς πτώματα που δεν είχαν προλάβει τα κοπάδια να τα μαζέψουν. Η περισυλλογή των νεκρών δεν είναι στις προτεραιότητες τους αυτή τη στιγμή».
«Εμείς είμαστε η προτεραιότητα και πολύ σύντομα θα μας μετακινήσουν» είπε η Ελένη. «Δε νομίζω ότι θα μας κάνουν την τιμή να... ξέρετε, να μας παρουσιάσουν στο μεγάλο στάδιο πριν από αύριο, αλλά είμαι σίγουρη ότι μας θέλουν στην Έπαυλη σήμερα, πριν σκοτεινιάσει».
«Ελένη, ποια είναι η θεωρία σου;» ρώτησε ο Μανόλης.
«Νομίζω ότι υπήρχε ένα σκουλήκι στο αρχικό πρόγραμμα» είπε η Ελένη.
93
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο Μανόλης, «αλλά αυτό είναι επόμενο. Όσον αφορά τους υπολογιστές, είμαι σχεδόν αναλφάβητος».
«Ξέρεις όμως τι είναι το σκουλήκι στους υπολογιστές, έτσι;»
«Κάτι που μπαίνει στον υπολογιστή σου και σου ρημάζει τα προγράμματα;»
Η Ελένη γύρισε τα μάτια της προς τον ουρανό, αλλά του απάντησε, «Περίπου. Το σκουλήκι τρυπώνει και διαβρώνει τα αρχεία και τον σκληρό δίσκο σου όσο προχωράει. Αν μπει σε πράγματα που παίρνεις ή στέλνεις, ακόμη και σε συνημμένα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου -όπου πράγματι μπαίνει-, μπορεί να εξαπλωθεί και σαν ιός. Μερικές φορές τα σκουλήκια έχουν και μωρά. Το ίδιο το σκουλήκι είναι μια μετάλλαξη και μερικές φορές τα μωρά μεταλλάσσονται κι άλλο. Εντάξει;»
«Εντάξει».
«Η Ανάπλαση ήταν ένα πρόγραμμα που στάλθηκε μέσω μόντεμ -αυτός είναι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να γίνει. Και στέλνεται ακόμα μέσω μόντεμ. Μόνο που υπάρχει και ένα σκουλήκι εκεί μέσα και διαλύει το πρόγραμμα. Κάθε μέρα το αλλοιώνει όλο και περισσότερο. GIGO. Ξέρεις τι θα πει GIGO;»
«Εγώ δεν ξέρω ούτε πώς πάνε στην Καρδίτσα» είπε ο Μανόλης.
«Θα πει "Σκουπίδια μπαίνουν, σκουπίδια βγαίνουν". Από το Αγγλικό Garbage In, Garbage Out. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν σημεία μετατροπής, όπου οι άνθρωποι των κινητών αλλάζουν τους νορμάλ σε...»
Ο Μανόλης θυμήθηκε το όνειρο του. «Εδώ σε έχω ξεπεράσει».
«Μόνο που τώρα δέχονται το αλλοιωμένο πρόγραμμα. Κατάλαβες; Και μοιάζει λογικό, γιατί οι πιο φρέσκοι τρελοί των κινητών είναι αυτοί που χαλάνε πρώτοι. Πιάνονται στα χέρια, σαλτάρουν, ή πέφτουν νεκροί επιτόπου».
«Δεν έχεις αρκετά δεδομένα για να το υποστηρίξεις αυτό» απάντησε αμέσως ο Μανόλης. Σκεφτόταν πάλι την Άννα. Σκεφτόταν και εκείνο το παιδάκι που άφησε το σημείωμα στον πατέρα του.
Τα μάτια της Ελένης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έλαμπαν, τώρα σκοτείνιασαν λιγάκι. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια». Ύστερα τέντωσε πεισματάρικα το πιγούνι της. «Αλλά είναι λογικό. Αν η υπόθεση είναι σωστή -αν υπάρχει σκουλήκι, κάτι που εισχωρεί δραστικά, όλο και βαθύτερα στον αρχικό προγραμματισμό-, τότε είναι απόλυτα λογικό όσο και τα λατινικά που μιλάνε. Οι καινούριοι τρελοί των κινητών επαναφορτώνουν, αλλά τώρα έχουμε μια τρελή, ανώμαλη επαναφόρτωση. Παίρνουν την τηλεπάθεια, αλλά μπορούν ακόμη να μιλάνε. Είναι...»
«Ελένη, δεν μπορεί να βγει τέτοιο συμπέρασμα μόνο από τους δύο που είδα εγώ να...»
Η Ελένη δεν πρόσεχε καν τι της έλεγε. Τώρα ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Δε φτιάχνουν κοπάδια όπως οι άλλοι, όχι εντελώς, γιατί δε γίνεται σωστή εγκατάσταση της σχετικής εντολής. Αντίθετα... κοιμούνται αργά και ξυπνάνε νωρίς. Επανέρχονται στον αρχικό τύπο, στη μεταξύ τους επιθετικότητα. Και αν πράγματι χειροτερεύει... καταλαβαίνεις τώρα; Οι πιο καινούριοι θα είναι και οι πρώτοι που θα βγαίνουν προβληματικοί!»
«Είναι όπως στον Πόλεμο των Κόσμων» είπε ο Ρέι με ονειροπόλο ύφος.
«Αλήθεια;» είπε η Ντενίζ. «Εγώ δεν την είδα την ταινία. Μου φάνηκε πολύ τρομακτική».
«Οι εισβολείς σκοτώθηκαν από μικρόβια που ο δικός μας οργανισμός ανέχεται πολύ εύκολα» είπε ο Ρέι. «Δε θα ήταν θεία δίκη να πεθάνουν όλοι τους από ιό των υπολογιστών;»
«Εγώ θα προτιμούσα την επιθετικότητα» είπε ο Νταν. «Να σκοτωθούν μεταξύ τους σε μια μεγάλη, τελειωτική μάχη».
Ο Μανόλης σκεφτόταν ακόμη το μικρό παιδί το Γιάννη. Και την Άννα, αλλά κυρίως το Γιαννάκη. Το Γιαννάκη που είχε γράψει ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ, με μεγάλα κεφαλαία γράμματα και είχε υπογράψει με ολόκληρο το όνομα του, σάμπως αυτό να πρόσθετε κύρος στην ικεσία του.
«Δε θα μας ωφελήσει σε τίποτε» είπε ο Ρέι. «Εκτός αν είναι να γίνει απόψε». Σηκώθηκε και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει. «Σε λίγο θ' αρχίσουν να μας πιέζουν να προχωρήσουμε. Πάω εδώ πιο πάνω να κάνω την ανάγκη μου, όσο έχω ακόμα καιρό. Μη φύγετε και με ξεχάσετε».
«Και να φύγουμε, δεν πρόκειται να πάρουμε το σχολικό» είπε ο Μανόλης, ενώ ο Ρέι είχε μπει ήδη στο μονοπάτι του δάσους. «Έχεις τα κλειδιά στην τσέπη σου. Εύχομαι να σου βγουν όλα καλά, Ρέι».
«Εξυπνάδες του κώλου» απάντησε ο Ρέι και εξαφανίστηκε στο μονοπάτι.
«Τι θα μας κάνουν;» ρώτησε ο Μανόλης. «Έχει κανείς καμιά ιδέα;»
Η Ελένη ανασήκωσε τους ώμους της. «Θα είναι κάτι σαν κλειστό κύκλωμα τηλεοπτικής σύνδεσης, μόνο που θα συμμετέχουν πολλές διαφορετικές περιοχές της χώρας. Μπορεί και από όλο τον κόσμο. Το μέγεθος του σταδίου με κάνει να σκέφτομαι ότι...»
«Και τα λατινικά, βεβαίως» είπε ο Νταν. «Είναι ένα είδος lingua franca».
«Δηλαδή;» ρώτησε ο Μανόλης.
«Κοινή γλώσσα συνεννόησης» απάντησε η Ελένη.
«Τι τους χρειάζεται;» ρώτησε ο Μανόλης. «Αφού είναι τηλεπαθητικοί».
«Ναι, αλλά ακόμη σκέφτονται κυρίως με λέξεις» είπε η Ελένη.
«Τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Όπως και να 'χει, Μανόλη, αυτοί σκοπεύουν να μας εκτελέσουν. Αυτό πιστεύει η Ελένη, αυτό πιστεύει η Ντενίζ, αυτό πιστεύω εγώ» είπε ο Νταν.
«Ναι έτσι πιστεύω κι εγώ» είπε μελαγχολικά η Ντενίζ και χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της.
«Τα λατινικά είναι κάτι παραπάνω από lingua franca» είπε η Ελένη. «Είναι η γλώσσα της δικαιοσύνης και τους έχουμε δει να τη χρησιμοποιούν».
Ο Σταμάτης και ο Νίκος. Ναι. Ο Μανόλης ένευσε καταφατικά.
«Η Ελένη έχει και μια άλλη ιδέα, και νομίζω πως πρέπει να την ακούσεις, Μανόλη» είπε ο Νταν. «Για κάθε περίπτωση. Ελένη;»
Η Ελένη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν μπορώ».
Η Ντενίζ και ο Νταν Χάρτγουικ κοίταξαν ο ένας τον άλλον.
«Λοιπόν; Ας μου πει κάποιος από σας!» φώναξε ο Μανόλης. «Χριστέ μου!»
Το έκανε η Ελένη τελικά. «Επειδή είναι τηλεπαθητικοί, γνωρίζουν ποιοι είναι οι αγαπημένοι μας» είπε.
Ο Μανόλης έψαξε για κάποιο κακό νόημα, αλλά δεν το βρήκε. «Και λοιπόν;»
«Έχω έναν αδερφό» είπε ο Νταν. «Αν είναι ένας απ' αυτούς, θα γίνει ο εκτελεστής μου. Αν έχει δίκιο η Ελένη, εννοείται».
«Εμένα η αδερφή μου» είπε ο Νταν Χάρτγουικ.
«Εμένα ο κοσμήτορας της σχολής» είπε η Ελένη. Είχε χάσει το χρώμα της.
«Εμένα ο άντρας μου» είπε η Ντενίζ και την πήραν τα κλάματα. «Εκτός αν έχει πεθάνει. Παρακαλώ το Θεό να έχει πεθάνει».
Ο Μανόλης και πάλι δεν έπιασε αμέσως το νόημα. Ύστερα σκέφτηκε: Η Άννα; Η Άννα μου; Θυμήθηκε το χέρι της Κουρελιάρας Ανδριάνας πάνω από το κεφάλι του, θυμήθηκε τα λόγια της καταδίκης: «Αυτός ο άνδρας είναι παράφρονας». Και είδε την Άννα να έρχεται προς το μέρος του. Η Άννα, μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων θεατών που παρακολουθούσαν μέσω κλειστού κυκλώματος που το τροφοδοτούσε η ομαδική τηλεπάθεια.
Η Άννα χαμογελαστός. Με άδεια χέρια.
Οπλισμένη μόνο με τα δόντια του μυαλού της.
94
Τη σιωπή έσπασε ο Ρέι, παρ' όλο που δεν ήταν εκεί. «Ωχ, γαμώτο!» ακούστηκε η φωνή του από κάπου ψηλότερα στο δασικό μονοπάτι. «Χριστέ μου». Κι ύστερα: «Ε! Μανόλη!»
«Τι τρέχει;» του φώναξε ο Μανόλης.
«Εσύ τα ξέρεις αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι;» Ο Ρέι δεν ακουγόταν καθόλου χαρούμενος. Ο Μανόλης κοίταξε τους άλλους και εκείνοι κοίταξαν τον Μανόλη με απόλυτη απορία. Η Ελένη ανασήκωσε τους ώμους της και άνοιξε τα χέρια και για μια συγκινητική στιγμή φάνηκε σαν κανονική έφηβη και όχι σαν μια ακόμη πρόσφυγας στον Πόλεμο των Τηλεφώνων.
«Ε... ναι, ξέρω απ’ αυτά τα μέρη». Ο Μανόλης σηκώθηκε. «Τι πρόβλημα έχεις;»
«Άρα ξέρεις πώς είναι η τσουκνίδα, έτσι;»
Η Ντενίζ παραλίγο να βάλει τα γέλια, αλλά έκλεισε το στόμα της με τα δυο της χέρια.
«Ναι» απάντησε ο Μανόλης, αλλά δεν άντεξε να μη γελάσει λιγάκι. Ήξερε πώς ήταν αυτό το φυτό και τι προκαλούσαν.
«Τότε, ανέβα να ρίξεις μια ματιά» του φώναξε ο Ρέι, «αλλά έλα μόνος σου». Και σχεδόν αμέσως μετά: «Ντενίζ, δε χρειάζομαι τηλεπάθεια για να καταλάβω ότι γελάς».
Ο Μανόλης διέσχισε την περιοχή του πικνίκ, πέρασε και την πινακίδα που έγραφε ΑΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΤΕ ΠΑΡΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΧΑΡΤΗ! και προχώρησε παράλληλα με το όμορφο ποταμάκι. Το δάσος ήταν πανέμορφο αυτή την εποχή, όλες οι αποχρώσεις της φωτιάς κόντρα στο ζωηρό αναλλοίωτο πράσινο της φτέρης, και ο Μανόλης σκέφτηκε (όχι για πρώτη φορά) πως, αν ο άνθρωπος χρωστούσε στο Θεό ένα θάνατο, υπήρχαν και χειρότερες εποχές για να ξεπληρώσει το χρέος του. Περίμενε να βρει τον Ρέι με το παντελόνι ανοιχτό, ή και κατεβασμένο μέχρι τα γόνατα, αλλά ο Ρέι στεκόταν όρθιος πάνω σε ένα παχύ στρώμα από πευκοβελόνες και το παντελόνι του ήταν κουμπωμένο. Εκεί που βρισκόταν δεν υπήρχαν καθόλου αγριόχορτα, ούτε τσουκνίδες, ούτε τίποτε άλλο. Ήταν άσπρος σαν το πανί, άσπρος σαν πεθαμένος. Μόνο τα μάτια του είχαν λίγη ζωή.
Και γυάλιζαν παράξενα στο πρόσωπο του.
«Έλα εδώ» είπε ψιθυριστά, συνωμοτικά σαν κρατούμενος σε προαύλιο φυλακής. Ο Μανόλης μόλις που τον άκουσε πάνω από το κελάρυσμα του νερού. «Γρήγορα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο».
«Ρέι, τι διάβολο...»
«Απλώς άκου. Ο Νταν και η Ελένη παραείναι έξυπνοι. Και η πολλή σκέψη γίνεται εμπόδιο καμιά φορά. Η Ντενίζ είναι λίγο καλύτερη, αλλά αυτή είναι έγκυος. Δε γίνεται να βασιστείς σε έγκυο γυναίκα. Άρα απομένεις εσύ».
«Όλα καλά εκεί πάνω, παιδιά;» φώναξε η Ντενίζ. Ο Μανόλης, αν και σοκαρισμένος, άκουσε το γέλιο στη φωνή της.
«Ρέι, δεν ξέρω τι...»
«Και έτσι θα παραμείνει η κατάσταση. Απλώς άκου. Ό,τι σκατά κι αν θέλει η τύπισσα με την κόκκινη κουκούλα, δεν πρόκειται να γίνει αν δεν το αφήσεις να γίνει. Μόνο αυτό χρειάζεται να ξέρεις».
Ο Ρέι έβαλε το χέρι στην τσέπη του χακί παντελονιού του και έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο και ένα κομματάκι χαρτί. Το τηλέφωνο ήταν γκρίζο από τη λέρα, σαν να είχε περάσει όλη του τη ζωή σε χέρια εργάτη.
«Βάλ' το στην τσέπη σου. Όταν θα έρθει η ώρα, πάρε το νούμερο που είναι σ' αυτό το χαρτί. Θα καταλάβεις πότε να το κάνεις. Ελπίζω ότι εσύ θα καταλάβεις».
Ο Μανόλης πήρε το τηλέφωνο. Ή ταν ή επί τας. Το χαρτάκι του γλίστρησε από το χέρι.
«Πιάσ' το!» σφύριξε άγρια ο Ρέι.
Ο Μανόλης έσκυψε κι έπιασε από κάτω το χαρτάκι. Επάνω ήταν γραμμένος ένας δεκαψήφιος αριθμός. Τα πρώτα τρία ψηφία ήταν ο κωδικός κλήσης 210. «Ρέι, αυτοί διαβάζουν τη σκέψη! Αν έχω αυτό το...»
Το στόμα του Ρέι στράβωσε σε μια αποκρουστική παρωδία χαμόγελου. «Ναι!» ψιθύρισε. «Τσιμπολογάνε το μυαλό σου και βρίσκουν ότι σκέφτεσαι ένα γαμημένο κινητό! Τι άλλο σκεφτόμαστε όλοι μετά την 1η Οκτωβρίου; Όσοι από μας μπορούμε ακόμη να σκεφτόμαστε, κατάλαβες;»
Ο Μανόλης κοίταξε το βρόμικο, ταλαιπωρημένο κινητό.
«Βάλ' το στην τσέπη σου, γαμώτο!»
Δεν ήταν η ένταση της διαταγής που έκανε τον Μανόλη να υπακούσει. Ήταν η ένταση σ' εκείνο το απελπισμένο βλέμμα. Δοκίμασε να βάλει το κινητό και το χαρτάκι στην τσέπη του. Φορούσε μπλουτζίν και η τσέπη του ήταν πολύ πιο στενή από την πλαϊνή τσέπη του παντελονιού του Ρέι. Κοίταζε κάτω προσπαθώντας να χώσει το κινητό, όταν ο Ρέι άπλωσε ξαφνικά το χέρι του και του άρπαξε το 45άρι από τη θήκη της ζώνης. Όταν ο Μανόλης σήκωσε τα μάτια του, ο Ρέι είχε ήδη βάλει το περίστροφο κάτω από το πιγούνι του.
«Χάρη θα κάνεις στην Άννα, Μανόλη. Πίστεψε το. Δεν είναι ζωή αυτή».
«Ρέι, μη!»
«Η γυναίκα που υπηρετούσα, η Αλίκη. Η Αλίκη μου, η γυναίκα που αγαπούσα είναι νεκρή; Η αγαπημένη, νεκρή; Η ψυχή μου, νεκρή; Μετά απ’ αυτό τι ζωή; Ποια ζωή; Γιατί να ζει κανείς; Ποτέ δε φοβήθηκα το θάνατο. Έτρεμα όμως στην ιδέα πως κάποια μέρα θα έφευγα για πάντα, αφήνοντας πίσω μου εκείνη. Να όμως, που έφυγε εκείνη, και με άφησε μονάχο πάνω από ένα πρόχειρο τάφο, να ψιθυρίζω πως την αγαπώ στο χώμα, και να ορκίζομαι αιώνια αγάπη στον άνεμο, που παρασέρνει τα όνειρα και τις ψυχές στο διάβα του, που του δανείζεις τις σκέψεις σου και κείνος τις πάει στο φεγγάρι - αν δεν τις έχει ποτίσει πριν ο πόνος, όπως έχει ποτίσει τις δικές μου. Το κορμί μου θα είναι παραδομένο στη σκοτεινιά του Άδη, αλλά, Μανόλη, οι ψυχές που αγάπησαν λάμπουν σαν αιώνιοι φάροι σωτηρίας, ακόμη και μέσα στο πιο πνιγηρό σκοτάδι -θυμούνται, ξεχνούν, γελούν και δακρύζουν. Ω… θλιβερή χαρά να την αγαπήσω.
»Τι ζωή θα είναι Μανόλη αυτή που θα ζήσω; Θα είναι μια ζωή μισή, γεμάτη ελλείψεις. Όλο θα φεύγω. Θα φεύγω και θα την ψάχνω, στου κόσμου όλου τα ονειρικά, χαμένα ηλιοβασιλέματα. Θα την ψάχνω εκεί που θα ήθελα να είναι, εκεί που θα ήθελα να είναι μαζί με μένα. Αλλά, θα είναι αλλού, και τα τόσο μαγικά ηλιοβασιλέματα, θα φαντάζουν χλωμά, κουρασμένα απ’ τα αδηφάγα βλέμματα των ανθρώπων, λυπημένα για κείνους που αγάπησαν».
Ο Ρέι τράβηξε τη σκανδάλη. Η σφαίρα τίναξε στον αέρα όλο το επάνω μέρος του κεφαλιού του. Κοράκια ξεσηκώθηκαν μπουλούκι από τα δέντρα. Ο Μανόλης δεν είχε καν καταλάβει ότι φώλιαζαν εκεί και τώρα γέμισαν τον αέρα με τις κραυγές τους.
Για λίγες στιγμές, η δική του κραυγή σκέπασε ακόμη κι αυτές.
95
Μόλις είχαν αρχίσει να του σκάβουν έναν τάφο στο μαλακό, μαύρο χώμα του δάσους, κάτω από τις φτέρες, όταν οι άνθρωποι των κινητών μπήκαν ξανά στο μυαλό τους. Για τον Μανόλη ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε την ομαδική δύναμη. Ήταν σαν να σε σκουντούσε στην πλάτη ένα αόρατο χέρι. Με τη διαφορά ότι και η πλάτη και το χέρι βρίσκονταν μέσα στο κεφάλι σου. Χωρίς φωνή. Μόνο η ώθηση.
«Αφήστε μας να τελειώσουμε!» φώναξε κι αμέσως ακούστηκε να απαντάει στον εαυτό του με μια φωνή υψηλότερη σε συχνότητα που την αναγνώρισε αμέσως. «Όχι. Φύγετε. Τώρα».
«Σε πέντε λεπτά!» είπε ο Μανόλης.
Αυτή τη φορά η φωνή του κοπαδιού χρησιμοποίησε την Ντενίζ. «Φύγετε. Τώρα».
Η Ελένη έσπρωξε με μια κλοτσιά το κορμί του Ρέι, που κύλησε μέσα στην τρύπα -είχαν τυλίξει τα υπολείμματα του κεφαλιού του με ένα από τα καλύμματα των καθισμάτων του σχολικού-, και κλότσησε από πάνω λίγα χώματα. Ύστερα άρπαξε το κεφάλι του με τα δυο της χέρια, μορφάζοντας. «Εντάξει, εντάξει», είπε κι απάντησε αμέσως μετά στον εαυτό του: «Φύγετε. Τώρα».
Γύρισαν από το μονοπάτι στην περιοχή του πικνίκ. Μπροστά πήγαινε η Ελένη. Ήταν πολύ χλομή, αλλά όχι τόσο όσο ήταν ο Ρέι τα τελευταία λεπτά της ζωής του. Ούτε κατά διάνοια. Δεν είναι ζωή αυτή, ήταν τα τελευταία του λόγια.
Τρελοί των κινητών ήταν παραταγμένοι σε στάση ανάπαυσης κατά μήκος του δρόμου, σε μια γραμμή που εκτεινόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις του ορίζοντα για πεντακόσια μέτρα περίπου. Πρέπει να ήταν γύρω στους τετρακόσιους, υπολόγισε ο Μανόλης, αλλά δεν είδε ανάμεσα τους την Κουρελιάρα Ανδριάνα. Ίσως να είχε πάει μπροστά, να κάνει τις προετοιμασίες γιατί το σπίτι του είχε πολλά δωμάτια.
Όλα με τηλέφωνο, φυσικά.
Καθώς προχωρούσαν προς το σχολικό λεωφορείο είδαν τρεις από τους ανθρώπους των κινητών να αποχωρούν από την παράταξη. Οι δύο άρχισαν αμέσως να δαγκώνουν, να χτυπάνε και να ξεσκίζουν τα ρούχα ο ένας του άλλου, βγάζοντας κάτι άγρια γρυλίσματα που θα μπορούσαν να ήταν και λέξεις -ο Μανόλης νόμισε ότι άκουσε την έκφραση «κοπρο-σκυλο»-, αλλά ήταν μάλλον τυχαίοι συνδυασμοί συλλαβών. Ο τρίτος απλώς τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται βαδίζοντας πάνω στη διπλή γραμμή του δρόμου.
«Φύγε, στρατιώτη, έτσι μπράβο!» τσίριξε υστερικά η Ντενίζ. «Λιποτακτήστε όλοι!»
Μόνο που δεν το έκαναν, και πριν ο λιποτάκτης -αν ήταν αυτό- φτάσει στην πρώτη στροφή του δρόμου, που έπαιρνε νότια κατεύθυνση καν δεν φαινόταν πια, ένας μεγάλος στην ηλικία αλλά γεροδεμένος τύπος τέντωσε απλώς τα δυο του χέρια, άρπαξε το κεφάλι του πεζοπόρου και το έστριψε απότομα στο πλάι. Ο πεζοπόρος σωριάστηκε πάνω στην άσφαλτο.
«Ο Ρέι είχε τα κλειδιά» είπε ο Νταν με κουρασμένη φωνή. Η αλογοουρά του κόντευε να λυθεί και τα μαλλιά του έπεφταν πάνω στους ώμους του. «Κάποιος πρέπει να γυρίσει να...»
«Τα πήρα» είπε ο Μανόλης. «Θα οδηγήσω εγώ». Άνοιξε την πλαϊνή πόρτα του μικρού λεωφορείου νιώθοντας πάντα εκείνο το σκούντημα-σπρώξιμο σαν δυνατό σφυγμό μέσα στο κρανίο του.
Τα χέρια του ήταν λερωμένα από αίμα και χώματα. Αισθανόταν το κινητό να βαραίνει στην πλαϊνή τσέπη του παντελονιού του και έκανε μια περίεργη σκέψη: Μπορεί ο Αδάμ και η Εύα να είχαν πάρει μαζί τους και μερικά μήλα όταν διώχτηκαν από τον Παράδεισο. Έτσι, για να έχουν κάτι να μασουλίζουν στη μακριά πορεία τους μέχρι τα εφτακόσια τηλεοπτικά κανάλια και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους. «Μπείτε όλοι μέσα».
Η Ελένη του έριξε μια περίεργη ματιά. «Δεν είναι ανάγκη να είσαι τόσο κεφάτος».
«Γιατί όχι;» είπε ο Μανόλης χαμογελώντας πλατιά. Αναρωτήθηκε μήπως το χαμόγελο του ήταν σαν του Ρέι -ένας φριχτός επιθανάτιος μορφασμός. «Ανεβείτε, παρακαλώ. Επόμενη στάση, Έπαυλη Οχ-Τιλ».
Αλλά πριν προλάβουν να ανεβούν στο σχολικό, αναγκάστηκαν όλοι να πετάξουν τα όπλα τους.
Δεν ήρθε σαν τηλεπαθητική διαταγή, ούτε υποσκελίστηκε η θέληση τους από κάποια ισχυρότερη δύναμη. Ο Μανόλης ένιωσε το χέρι του να κατεβαίνει και να τραβάει το 45άρι από τη θήκη του. Δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι των κινητών ήταν ικανοί να κάνουν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι ακόμη. Αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε το κόλπο του εγγαστρίμυθου, αν δεν τους το επέτρεπαν. Αυτό που ένιωσε ο Μανόλης ήταν κάτι σαν φαγούρα, μια τρομερή, σχεδόν αφόρητη φαγούρα, κάπου μέσα στο κεφάλι του.
«Α, Παναγία μου!» φώναξε πνιχτά η Ντενίζ και πέταξε το μικρό 22άρι που φορούσε στη ζώνη της όσο μακρύτερα μπορούσε. Το όπλο προσγειώθηκε πάνω στο δρόμο. Ο Νταν πέταξε το δικό του πιστόλι πάνω στο άλλο και πρόσθεσε και το κυνηγετικό μαχαίρι του. Το μαχαίρι σύρθηκε με τη λάμα μπροστά μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου, αλλά κανένας από τους τρελούς των κινητών που στέκονταν παραταγμένοι εκεί δεν σάλεψε ούτε βλέφαρο. Η Ελένη πέταξε το πιστόλι της πάνω στο χώμα δίπλα στο σχολικό λεωφορείο. Ύστερα, κλαψουρίζοντας και μορφάζοντας, έχωσε το χέρι στο σακίδιο της και πέταξε και το άλλο πιστόλι που κουβαλούσε. Ο Μανόλη έριξε κι αυτός το 45άρι του κοντά στα άλλα όπλα δίπλα στο λεωφορείο. Μετά την Ανάπλαση, ήταν κακή τύχη για δύο ανθρώπους και δεν λυπήθηκε ιδιαίτερα που το αποχωρίστηκε.
«Ορίστε» είπε. Απευθύνθηκε στα επίμονα μάτια και στα βρόμικα πρόσωπα -πολλά από αυτά ήταν σακατεμένα- που τον παρακολουθούσαν από απέναντι, αλλά στο νου του είχε την εικόνα της Κουρελιάρας Ανδριάνας. «Αυτά ήταν όλα. Ικανοποιήθηκες τώρα;» Και απάντησε αμέσως στον εαυτό του: «Γιατί. Το. Έκανε;»
Ο Μανόλης ξεροκατάπιε. Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι των κινητών που ήθελαν να μάθουν. Ήταν και ο Νταν και οι υπόλοιποι. Η Ελένη έμοιαζε να έχει λουφάξει σαν να φοβόταν την απάντηση του Μανόλη έτσι όπως φοβάται ένα μικρό παιδάκι να διασχίσει μόνο του έναν μεγάλο δρόμο. Ένα δρόμο γεμάτο φορτηγά που τρέχουν.
«Είπε ότι ο δικός σας τρόπος δεν είναι ζωή» απάντησε ο Μανόλης. «Πήρε το όπλο μου και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα πριν προλάβω να τον σταματήσω».
Σιωπή, εκτός από τα κρωξίματα των κορακιών. Ύστερα μίλησε η Ελένη, άχρωμα, σε τόνο επίσημο. «Ο δικός μας τρόπος. Είναι ο μόνος τρόπος».
Ο επόμενος ήταν ο Νταν. Στον ίδιο τόνο. Εκτός από οργή δεν αισθάνονται τίποτε άλλο, σκέφτηκε ο Μανόλης. «Μπείτε. Στο αυτοκίνητο».
Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Ο Μανόλης κάθισε στο τιμόνι και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Ξεκίνησε με κατεύθυνση προς το βορρά. Δεν είχε ούτε ένα λεπτό που οδηγούσε όταν το μάτι του έπιασε κάποια κίνηση στα αριστερά του. Ήταν οι άνθρωποι των κινητών. Πήγαιναν βόρεια, πάνω στη βοηθητική λωρίδα του αυτοκινητόδρομου -πάνω από τη βοηθητική λωρίδα- σε ευθεία γραμμή, σαν να στέκονταν πάνω σε έναν ιμάντα μεταφοράς που έτρεχε γύρω στα δέκα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Έπειτα, αρκετά πιο μπροστά, εκεί όπου ο δρόμος ανηφόριζε σε ένα ύψωμα, σηκώθηκαν πολύ ψηλότερα φτάνοντας μέχρι τα πέντε μέτρα και σχηματίζοντας μια ανθρώπινη αψίδα πάνω στον μουντό γκρίζο ουρανό. Παρακολουθώντας τους τρελούς των κινητών να εξαφανίζονται πίσω από την κορυφή του λόφου, ήταν σαν να έβλεπες ανθρώπους στη σειρά να τρέχουν μαζί με την κορυφογραμμή ενός μεγάλου, αόρατου ωκεάνιου κύματος.
Κι έπειτα, η θαυμάσια συμμετρία έσπασε. Μια από τις μετέωρες μορφές έπεσε στην άκρη του δρόμου σαν πουλί χτυπημένο από βόλι από ύψος τουλάχιστον δύο μέτρων. Ήταν ένας άντρας ντυμένος με τα κουρέλια μιας αθλητικής φόρμας και στριφογύριζε μανιασμένα κλοτσώντας με το ένα του πόδι το χώμα και σέρνοντας το άλλο. Καθώς το λεωφορείο τον προσπερνούσε με σταθερή ταχύτητα είκοσι χιλιομέτρων την ώρα, ο Μανόλης είδε ότι το πρόσωπο του ήταν μια απαίσια γκριμάτσα οργής και ότι τα χείλη του σάλευαν αδιάκοπα καθώς ξερνούσε τους τελευταίους ήχους-λέξεις της ζωής του.
«Τώρα ξέρουμε» είπε ο Νταν. Είχε καθίσει μαζί με την Ντενίζ στη γαλαρία του λεωφορείου μπροστά από το χώρο των αποσκευών, όπου είχαν στοιβάξει όλοι τα σακίδια τους. «Από τους πρωτόγονους γεννήθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος, από τον σύγχρονο άνθρωπο γεννήθηκαν οι τρελοί των κινητών και από τους τρελούς των κινητών γεννήθηκαν οι ιπτάμενοι τηλεπαθητικοί. Κι εδώ ολοκληρώνεται η εξέλιξη του είδους» και εντελώς αναπάντεχα, και ανεξήγητα γέλασαν όλοι.
Σε λίγο χτυπιόνταν από τα γέλια -ακόμη και Ελένη, που δεν ήξερε με τι γελούσε-, ενώ το μικρό κίτρινο λεωφορείο αργοκυλούσε προς το βορρά με τους ανθρώπους των κινητών να το προσπερνάνε και να ανυψώνονται, να προσπερνάνε και να ανυψώνονται σαν να μην είχαν τελειωμό.
Αυτό είναι και το τέλος του δεύτερου μέρους.
Το τρίτο μέρος το γράφω τώρα και έχει μέχρι στιγμής 40 κεφάλαια. Θα είναι και το τελευταίο μέρος. Θα το ανεβάσω λίγο-λίγο μόλις τελειώσει.
Μου είναι αρκετά δύσκολο να γράφω στο σπίτι λόγω των παιδιών και γι αυτό το αργώ.
Ευχαριστώ όσους το διαβάζουν. Ελπίζω να το τελειώσω μέσα στο καλοκαίρι.
Φίλε addictionsla, στο τρίτο μέρος θα δεις πως συνδέετε η Ανάπλαση.....