Επανέρχομαι μετά τις διακοπές
Καλό χειμώνα να πω; ..... Όχι βέβαια...
Μέρος τρίτο
Έπαυλη
1
Μια ώρα αφότου άφησαν πίσω τους το παρκάκι του πικνίκ, όπου ο Ρέι είχε αυτοκτονήσει με το περίστροφο του Μανόλη, είδαν άλλους δυο ανθρώπους των κινητών.
«Χριστέ μου, ξέρω ότι είναι τρελοί των κινητών, αλλά και πάλι αρρωσταίνω μόνο που τους βλέπω» είπε η Ντενίζ.
Αυτό που έβλεπε η Ντενίζ ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα πεσμένοι στο χώμα στην άκρη του δρόμου. Είχαν πεθάνει ή αγκαλιασμένοι ή σε θανάσιμη συμπλοκή. Και τα αγκαλιάσματα δεν ήταν μέρος του τρόπου ζωής των ανθρώπων των κινητών. Στην πορεία τους προς το βορρά είχαν προσπεράσει ήδη καμιά δεκαριά πτώματα, απώλειες από το κοπάδι που είχε έρθει να τους πάρει, και είχαν δει διπλάσιους σε αριθμό να περιπλανιούνται σαν χαμένοι προς το νότο, άλλοτε μόνοι και άλλοτε ζευγάρια. Ένα από τα ζευγάρια, φανερά αποπροσανατολισμένο, είχε δοκιμάσει να κάνει ωτοστόπ στο σχολικό, έχοντας μπερδέψει την κατεύθυνση.
«Τι ωραία που θα ήταν αν έπεφταν όλοι και τσακίζονταν ή έπεφταν απλώς νεκροί πριν απ' αυτό που έχουν σχεδιάσει για μας αύριο» είπε η Ελένη.
«Μην κάνεις όνειρα» του είπε ο Νταν. «Σε κάθε νεκρό ή λιποτάκτη που βλέπουμε αντιστοιχούν άλλοι είκοσι ή και τριάντα που παραμένουν στο πρόγραμμα. Και ένας Θεός ξέρει πόσοι ακόμα μας περιμένουν στην Έπαυλη».
«Μην είσαι τόσο σίγουρος» είπε η Ελένη. «Ένας κοριός στο πρόγραμμα -ένα σκουλήκι- δεν είναι μικρό πράγμα. Μπορεί να αρχίσει σαν ασήμαντο προβληματάκι και ξαφνικά να κάνει ένα μπαμ και να καταρρεύσουν τα πάντα. Παίζω ένα παιχνίδι -το έπαιζα, εννοώ-, και ένας κακομοίρης στην Καλιφόρνια τσαντίστηκε τόσο πολύ επειδή έχανε συνέχεια, που έβαλε ένα σκουλήκι στο σύστημα και ξετίναξε όλους τους σέρβερ μέσα σε μια βδομάδα. Σχεδόν μισό εκατομμύριο παίκτες γύρισαν στο μηδέν εξαιτίας αυτού του βλαμμένου».
«Δεν έχουμε μια βδομάδα καιρό, Ελένη» είπε η Ντενίζ.
«Το ξέρω. Ξέρω ότι αυτοί δεν πρόκειται να τα παίξουν όλοι μαζί μέσα σε μια νύχτα... αλλά είναι πιθανό. Γι' αυτό εγώ δε θα πάψω να ελπίζω. Δε θέλω να καταλήξω σαν τον Ρέι. Αυτός έπαψε, ξέρεις... να ελπίζει». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Ελένης.
«Δεν πρόκειται να καταλήξεις σαν τον Ρέι» είπε ο Μανόλης. «Εσύ θα μεγαλώσεις και θα γίνεις η μεγαλύτερη αφέντρα. Το ξέχασες;».
«Δε θέλω -να γίνω η μεγαλύτερη αφέντρα όταν μεγαλώσω» είπε μουτρωμένη η Ελένη.
Η Ντενίζ φάνηκε να ονειροπολεί.
«Η κρεβατοκάμαρά μου στο σπίτι μου στην Αμερική είναι υπενδεδυμένη με καθρέφτες» είπε και όλοι την κοίταξαν παραξενεμένοι. «Καθώς μπαίνεις μέσα βλέπεις τον εαυτό σου να αντικατοπτρίζεται σε μια σειρά από καθρέφτες που είναι τοποθετημένοι στις πόρτες της μεγάλης ντουλάπας που εκτείνεται σε ολόκληρο τον τοίχο. Στα δεξιά βρίσκεται ένα τεράστιο κρεβάτι από σκαλιστό ξύλο με τέσσερις παραστάτες, περιστοιχισμένο από πλούσιες βαθυκόκκινες κουρτίνες. Το κρεβάτι το στρώνει πάντα ο Νταν με λινά σεντόνια καλοσιδερωμένα και λευκά και βάζει πάντα ένα ανοιχτόχρωμο χρυσό χράμι διπλωμένο στο κάτω μέρος του κρεβατιού.
»Στο δάπεδο, στα πόδια του κρεβατιού, υπάρχει ένα όμορφο παλιομοδίτικο σεντούκι, καλυμμένο με παλιό μαύρο δέρμα και περίτεχνα διακοσμημένο με σειρές από θαμπά μπρούτζινα καρφιά. Εκτός από μια πολυθρόνα και δύο κομοδίνα με τις λάμπες τους δεν υπάρχουν άλλα έπιπλα στο δωμάτιο.
»Το σεντούκι από μόνο του κοστίζει μια μικρή περιουσία. Μέσα σ’ αυτό υπάρχουν ατσάλινες χειροπέδες, μεταλλικά δεσμά, δερμάτινα λουριά και φίμωτρα, μαζί με αρκετές μάσκες».
Ο Νταν την αγκάλιασε: «Γιατί τα θυμάσαι όλα αυτά;»
Η Ντενίζ δεν του έδωσε σημασία. Μόνο κοίταξε την Ελένη σαν ο Νταν να μην την είχε διακόψει: «Αν με κάποιο τρόπο καταφέρουμε και γλιτώσουμε απ’ όλο αυτό, θα σου χαρίσω αυτό το σεντούκι» είπε στην Ελένη. «Θα σε βοηθήσω κι εγώ και θα γίνεις η καλύτερη αφέντρα».
Η Ελένη την κοίταξε και χαμογέλασε. Με την αναστροφή της παλάμης της σκούπισε το δάκρυ που είχε τρέξει στο μάγουλό της. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Ο Μανόλης θέλει να γυρίσει πάλι σε κείνη» ψιθύρισε στην Ντενίζ η Ελένη «Θέλει. Το καταλαβαίνεις; Ένας άντρας τόσο… τόσο μικρός… θέλει. Έχει επιθυμία».
«Έτσι είναι με όλους τους μικρούς. Οι μικρότεροι από εμάς διακατέχονται από τα εντονότερα πάθη. Είναι το οξύμωρο της αντρικής φύσης: τερατώδεις επιθυμίες, σε μικρούς υποδοχείς! Έχουμε χρόνο για λίγο μάθημα ιστορίας» είπε η Ντενίζ.
«Ιστορίας;» απόρησε η Ελένη.
«Ναι, λοιπόν άκου. Την ξέρεις την Ντολόρες;»
«Την Ντολόρες;»
«Ναι. Υπάρχει ένα ποίημα του Τσαρλς Αλττζερνον Σουίνμπερν με τίτλο Dolores, Notre-Dame des Sept Douleurs. Δηλαδή Ντολόρες των θλίψεων και των πόνων. Αποτελεί αναφορά στην Παρθένο Μαρία. Ο Σουίνμπερν ήταν ένας πολύ ριζοσπαστικός τύπος στα νιάτα το. Ήταν αμφιφυλόφιλος, αλκοολικός και οπαδός της ηδονής που προσφέρει η μαστίγωση, την οποία όπως πολλοί νέοι στην εποχή του, την ανακάλυψε στο σχολείο. Πολλοί σύγχρονοί του τον θεωρούσαν έκφυλο. Τα έργα του θεωρούνται ξεπερασμένα εδώ και πολύ καιρό, αλλά ορισμένες φορές αποκαλύπτουν το πνεύμα μιας ιδιοφυίας, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου».
Πότε γράφτηκε αυτό το ποίημα;» ρώτησε η Ελένη.
«Γράφτηκε το 1866 σε μια συλλογή, αλλά η Ντολόρες, ανατυπώθηκε σαν ξεχωριστό ποίημα και αργότερα».
«Ποια είναι η Ντολόρες;»
«Είναι μια όμορφη σκληρή και φιλήδονη παγανιστική θεά. Δεν διαθέτει καθόλου συμπόνια και ανθρωπισμό. Λέει στο ποίημα: Α, όμορφο παθιασμένο σώμα, που ποτέ δεν ένιωσε τον πόνο της καρδιάς, και την αποκαλεί Κυρά των μαρτυρίων μας, και Θανατηφόρα Ντολόρες, αλλά φυσικά απολαμβάνει τον πόνο του, όπως πιστεύω και κάθε σκλάβος, κυλιέται απόλυτα στο βούρκο του. Πιο κάτω ας πούμε, λέει: Ο πόνος έλιωσε σε δάκρυα και ήταν ηδονή, Ο Θάνατος αναμίχθηκε με το αίμα και τη ζωή.
»Η Ντολόρες, όπως μια σωστή αφέντρα, δεν γνωρίζει τι σημαίνει οίκτος. Είναι μια μοιραία γυναίκα. Αλλοίμονο στον άντρα που την ερωτεύεται».
«Ο Μανόλης δηλαδή απολαμβάνει τον πόνο του;»
«Έτσι είναι. Ο Μανόλης αγαπά την αφέντρα του παρά τα μαρτύρια που του υπέβαλε. Η αντρική φύση είναι διεστραμμένη, Ελένη. Ο Μανόλης είναι από τους άντρες που έχουν ερωτευτεί τη λάθος γυναίκα –μολονότι ξέρει πως είναι λάθος. Δεν έχει σημασία πόσες συμβουλές θα του δώσεις. Όσο περισσότερο τον πληγώνει η αφέντρα του, τόσο περισσότερο θα την αναζητά. Είναι σαν να θέλει τον πόνο».
«Και η Άννα το ξέρει αυτό και το απολαμβάνει. Ξέρει πως έρχεται πάντα πρώτη στις προτεραιότητες του σκλάβου της. Ο Μανόλης την έχει θεοποιήσει και θα έκανε τα πάντα για εκείνη. Η καλή, λογική, προσγειωμένη, Ελένη δεν θα κέρδιζε ποτέ τις υπηρεσίες και τη φροντίδα του, μολονότι είναι η πιο ιδανική αφέντρα γι’ αυτόν». Τα μάτια της είχαν δακρύσει. «Αν και ο ανόητος δεν το καταλαβαίνει».
«Υποτιμάς τον εαυτό σου, Ελένη» απάντησε η Ντενίζ. «Και δεν είναι καθόλου σωστό».
Μια έκφραση πόνου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της και, σταυρώνοντας τα χέρια σαν παιδάκι που κρατάει μούτρα, στράφηκε στο παράθυρο και εστίασε το βλέμμα της μακριά στο δρόμο. Ένιωθε σα να μην μπορούσε να πάρει ανάσα. Δεν μπορούσε να δει καθαρά. Ένιωσε το αίμα της να ανεβαίνει στο πρόσωπό της. Τα παράξενα χλομά μάτια της μισόκλεισαν. Φαντάστηκε το Μανόλη να παρασύρεται από ένα κύμα πάθους, όπως αυτό στον αχυρώνα και στο μοτέλ και να γίνεται σκλάβος στα μάγια της Άννας. Τον φαντάστηκε καθώς τον πλημμύριζαν η απόγνωση και η απελπισία. Τον φαντάστηκε ανήμπορο και απεγνωσμένο να περιμένει να την συναντήσει για να ριχτεί ξανά στα πόδια της.
Και μετά είδε και εκείνη. Θα τον τιμωρούσε που άφησε να της συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν θα τον λυπόταν. Θα ήταν ανελέητη μαζί του. Και εκείνος απλά θα αποδεχόταν την τιμωρία του σαν να μην του άξιζε τίποτα καλύτερο.
Της είχε πει πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Μαζί της γαμώτο, όχι με την Άννα. Όχι πια. Τώρα αναρωτιόταν αν ο Μανόλης της έλεγε ψέματα.
«Πάω στοίχημα ότι ο Μπιλ Γκέιτς είχε κινητό. Σίγουρα θα είχε καμιά δεκαριά» είπε η Ελένη ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής. Όρθωσε απότομα το κορμί της. «Ένα πράγμα που θα έδινα πολλά για να μάθω είναι πώς γίνεται να λειτουργούν ακόμα τόσο πολλές κεραίες της κινητής τηλεφωνίας, όταν δεν υπάρχει ρεύμα».
«Η FEMA» είπε ξερά ο Νταν.
Η Ελένη κοίταξε τον Νταν μ' ένα μικρό χαμόγελο. Ακόμη και ο Μανόλης έριξε μια ματιά από τον εσωτερικό καθρέφτη.
«Δεν κάνω πλάκα» είπε ο Νταν. «Μακάρι να έκανα. Διάβασα ένα άρθρο σχετικά μ' αυτό σε ένα περιοδικό, εκείνη τη μέρα που με είχε πάει η Ντενίζ στο γιατρό και περίμενα για εκείνη την αηδιαστική εξέταση που ο γιατρός φοράει ένα γάντι κι αρχίζει να ψηλαφεί...»
«Κάνε μου τη χάρη» είπε η Ντενίζ. «Είναι αρκετά άσχημα τα πράγματα ήδη, μπορείς να παραλείψεις τις λεπτομέρειες. Τι έγραφε το άρθρο;»
«Ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η FEMA, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών, ζήτησε και πήρε από το Κογκρέσο ένα κονδύλι -δε θυμάμαι πόσα εκατομμύρια ακριβώς, αλλά ήταν σε δεκάδες- για να εφοδιαστούν οι κεραίες της κινητής τηλεφωνίας σε όλη τη χώρα με γεννήτριες μακράς διαρκείας ώστε να είναι εξασφαλισμένη η δυνατότητα επικοινωνίας του έθνους σε περίπτωση συντονισμένων τρομοκρατικών επιθέσεων». Ο Νταν έκανε μια μικρή παύση. «Αυτό τουλάχιστον ισχύει για την Αμερική. Αν αυτό εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα, δεν ξέρω. Προφανώς όμως εφαρμόστηκε και μάλλον λειτούργησε το πράγμα» κατέληξε.
«Η FEMA» είπε ο Μανόλης. «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω».
«Εγώ θα έδινα πολλά να μάθω γιατί μπήκαν σε τόσο κόπο να μας μαζέψουν και να μας φέρουν εδώ πάνω συνοδεία» είπε ο Νταν.
«Και να σιγουρευτούν ότι κανένας από μας δε θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Ρέι» είπε η Ντενίζ. «Μην το ξεχνάμε κι αυτό». Σώπασε για λίγο. «Όχι πως θα το έκανα» συνέχισε. «Η αυτοκτονία είναι αμάρτημα. Ό,τι και να μου κάνουν εδώ, εγώ θα πάω στον παράδεισο μαζί με το μωρό μου. Το πιστεύω».
«Εμένα τα λατινικά είναι αυτό που μου φέρνει ανατριχίλες» είπε ο Νταν. «Ελένη, είναι δυνατόν να παίρνουν παλιό υλικό -υλικό από πριν την Ανάπλαση, εννοώ- και να το ενσωματώνουν στον καινούριο προγραμματισμό τους; Αν αυτό εξυπηρετεί τα... χμμμ, δεν ξέρω... τους μακροπρόθεσμους στόχους τους;»
«Υποθέτω, ναι» είπε η Ελένη. «Δεν ξέρω πραγματικά, γιατί δεν ξέρουμε τι είδους κωδικοποιημένες εντολές υπήρχαν στην Ανάπλαση. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας συνηθισμένος προγραμματισμός υπολογιστή. Αυτό δημιουργείται από μόνο του. Είναι οργανική διαδικασία. Όπως η μάθηση. Υποθέτω ότι είναι μάθηση. Μόνο που αυτοί μαθαίνουν όλοι μαζί, λόγω...»
«Λόγω της τηλεπάθειας» είπε ο Μανόλης.
«Ακριβώς» συμφώνησε η Ελένη. Φαινόταν προβληματισμένη.
«Γιατί σε ανατριχιάζουν τα λατινικά;» ρώτησε ο Μανόλης κοιτώντας τον Νταν από τον εσωτερικό καθρέφτη.
«Τα λατινικά είναι η γλώσσα της δικαιοσύνης, υποθέτω, μόνο που εμένα αυτό μου μοιάζει περισσότερο σαν εκδίκηση». Έσκυψε μπροστά. Πίσω από τα γυαλιά, τα μάτια του ήταν ανήσυχα και κουρασμένα. «Γιατί, ανεξάρτητα από τα λατινικά, αυτοί δεν μπορούν να σκεφτούν. Είμαι πεπεισμένος. Όχι ακόμη, έστω. Δε βασίζονται στη λογική σκέψη, αλλά σε ένα είδος αγελαίας νόησης που γεννήθηκε από την οργή».
«Ένσταση, κύριε Πρόεδρε, φροϊδικές υποθέσεις!» πετάχτηκε χαρωπά η Ελένη.
«Φρόιντ ή Λόρεντς, δεν ξέρω» είπε ο Νταν, «αλλά επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω. Το θεωρείτε απίθανο μια τέτοιου είδους οντότητα -μια τόσο οργισμένη οντότητα- να έχει μπερδέψει τη δικαιοσύνη με την εκδίκηση;»
«Έχει καμιά σημασία;» ρώτησε η Ελένη.
«Για μας μπορεί να έχει» είπε ο Νταν. «Σαν άνθρωπος που έχει μαθητεύσει πολύ πρόσφατα στις ολονυχτίες της Αμερικής, σας πληροφορώ ότι η εκδίκηση συνήθως πονάει περισσότερο».