Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Ατιτλο....  (Αναγνώστηκε 28093 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος Anubis

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Αηδιασμένος
  • Μηνύματα: 2974
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 2572
  • -Έλαβε: 308
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #120 στις: Ιουνίου 19, 2011, 11:35:04 πμ »
Συνέχισέ το! Εγώ το διαβάζω καθημερινά.  :thumbsup1:
Η τιμή, τιμή δεν έχει.

Αποσυνδεδεμένος addictionsla

  • Νέος
  • *
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 14
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 4
  • -Έλαβε: 0
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #121 στις: Ιουνίου 29, 2011, 01:46:29 πμ »
Οπως και να χει χαιρομαι που βρισκουν ατομα σε αυτο το χωρο τη χαρα της δημιουργικης γραφης που οσο να'ναι ειναι και μια αυτοθεραπεια.
Αν και απολαμβανω την ιστορια σου θελω να σου κανω μια κριτικη.
Σιγουρα εχεις επιρρεαστει απο τον Κing μιας και επλασες αλλη μια δυστοπια θα προτιμουσα να ταν ολα καλα και απλα να κυριαρχουσαν οπως παντα οι γυναικες αλλα αυτη η Ανδριαννα(ανω του ανδρος) παραειναι φιλοδοξη ; ) το παραπονο μου ειναι πως παραμελησες το ξεκαθαρο στοιχειο του femdom και το  παραεβαλες με ρομαντικο τροπο -καθολου ασχημα αλλα ξεφυγες απο το πρωτο μερος.Καλη συνεχεια παντως στην ιστορια σου και γενικοτερα

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #122 στις: Ιουνίου 29, 2011, 07:10:29 μμ »
Έχεις δίκιο δεν είναι και τόσο femdom, αλλά μάλλον ούτε στις ερωτικές ιστορίες το κατατάσεις. Όπότε... ::)
Δε μου βγαίνει έτσι γιατί και γω δεν είμαι τόσο πολύ Femdom τύπος. Είμαι ο τύπος του Μανόλη των μοτέλ. Ο τύπος του Μανόλη στο σπίτι της Ελένης και πάει λέγοντας. Θα λεγα πως ο τύπος της γυναίκας που μου αρέσει είναι της Ελένηςπερισσότερο παρά της Ανδριάνας...

Αποσυνδεδεμένος Lia

  • *GF Pervert*
  • *****
  • Φύλο: Γυναίκα
  • Μηνύματα: 2745
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 15
  • -Έλαβε: 316
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #123 στις: Ιουνίου 30, 2011, 08:56:48 μμ »
παρα πολυ ενδιαφερον εχει η συνεχεια,με χαρισματικη γραφη  :)
μπραβο απο τις πιο ωραιες ιστοριες


Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #124 στις: Ιουλίου 18, 2011, 01:09:31 πμ »
Επανέρχομαι μετά τις διακοπές :'(
Καλό χειμώνα να πω; ..... Όχι βέβαια...

Μέρος τρίτο
Έπαυλη
1
Μια ώρα αφότου άφησαν πίσω τους το παρκάκι του πικνίκ, όπου ο Ρέι είχε αυτοκτονήσει με το περίστροφο του Μανόλη, είδαν άλλους δυο ανθρώπους των κινητών.
   «Χριστέ μου, ξέρω ότι είναι τρελοί των κινητών, αλλά και πάλι αρρωσταίνω μόνο που τους βλέπω» είπε η Ντενίζ.
   Αυτό που έβλεπε η Ντενίζ ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα πεσμένοι στο χώμα στην άκρη του δρόμου. Είχαν πεθάνει ή αγκαλιασμένοι ή σε θανάσιμη συμπλοκή. Και τα αγκαλιάσματα δεν ήταν μέρος του τρόπου ζωής των ανθρώπων των κινητών. Στην πορεία τους προς το βορρά είχαν προσπεράσει ήδη καμιά δεκαριά πτώματα, απώλειες από το κοπάδι που είχε έρθει να τους πάρει, και είχαν δει διπλάσιους σε αριθμό να περιπλανιούνται σαν χαμένοι προς το νότο, άλλοτε μόνοι και άλλοτε ζευγάρια. Ένα από τα ζευγάρια, φανερά αποπροσανατολισμένο, είχε δοκιμάσει να κάνει ωτοστόπ στο σχολικό, έχοντας μπερδέψει την κατεύθυνση.
   «Τι ωραία που θα ήταν αν έπεφταν όλοι και τσακίζονταν ή έπεφταν απλώς νεκροί πριν απ' αυτό που έχουν σχεδιάσει για μας αύριο» είπε η Ελένη.
   «Μην κάνεις όνειρα» του είπε ο Νταν. «Σε κάθε νεκρό ή λιποτάκτη που βλέπουμε αντιστοιχούν άλλοι είκοσι ή και τριάντα που παραμένουν στο πρόγραμμα. Και ένας Θεός ξέρει πόσοι ακόμα μας περιμένουν στην Έπαυλη».
   «Μην είσαι τόσο σίγουρος» είπε η Ελένη. «Ένας κοριός στο πρόγραμμα -ένα σκουλήκι- δεν είναι μικρό πράγμα. Μπορεί να αρχίσει σαν ασήμαντο προβληματάκι και ξαφνικά να κάνει ένα μπαμ και να καταρρεύσουν τα πάντα. Παίζω ένα παιχνίδι -το έπαιζα, εννοώ-, και ένας κακομοίρης στην Καλιφόρνια τσαντίστηκε τόσο πολύ επειδή έχανε συνέχεια, που έβαλε ένα σκουλήκι στο σύστημα και ξετίναξε όλους τους σέρβερ μέσα σε μια βδομάδα. Σχεδόν μισό εκατομμύριο παίκτες γύρισαν στο μηδέν εξαιτίας αυτού του βλαμμένου».
   «Δεν έχουμε μια βδομάδα καιρό, Ελένη» είπε η Ντενίζ.
   «Το ξέρω. Ξέρω ότι αυτοί δεν πρόκειται να τα παίξουν όλοι μαζί μέσα σε μια νύχτα... αλλά είναι πιθανό. Γι' αυτό εγώ δε θα πάψω να ελπίζω. Δε θέλω να καταλήξω σαν τον Ρέι. Αυτός έπαψε, ξέρεις... να ελπίζει». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Ελένης.
   «Δεν πρόκειται να καταλήξεις σαν τον Ρέι» είπε ο Μανόλης. «Εσύ θα μεγαλώσεις και θα γίνεις η μεγαλύτερη αφέντρα. Το ξέχασες;».
   «Δε θέλω -να γίνω η μεγαλύτερη αφέντρα όταν μεγαλώσω» είπε μουτρωμένη η Ελένη.
   Η Ντενίζ φάνηκε να ονειροπολεί.
   «Η κρεβατοκάμαρά μου στο σπίτι μου στην Αμερική είναι υπενδεδυμένη με καθρέφτες» είπε και όλοι την κοίταξαν παραξενεμένοι. «Καθώς μπαίνεις μέσα βλέπεις τον εαυτό σου να αντικατοπτρίζεται σε μια σειρά από καθρέφτες που είναι τοποθετημένοι στις πόρτες της μεγάλης ντουλάπας που εκτείνεται σε ολόκληρο τον τοίχο. Στα δεξιά βρίσκεται ένα τεράστιο κρεβάτι από σκαλιστό ξύλο με τέσσερις παραστάτες, περιστοιχισμένο από πλούσιες βαθυκόκκινες κουρτίνες. Το κρεβάτι το στρώνει πάντα ο Νταν με λινά σεντόνια καλοσιδερωμένα και λευκά και βάζει πάντα ένα ανοιχτόχρωμο χρυσό χράμι διπλωμένο στο κάτω μέρος του κρεβατιού.
   »Στο δάπεδο, στα πόδια του κρεβατιού, υπάρχει ένα όμορφο παλιομοδίτικο σεντούκι, καλυμμένο με παλιό μαύρο δέρμα και περίτεχνα διακοσμημένο με σειρές από θαμπά μπρούτζινα καρφιά. Εκτός από μια πολυθρόνα και δύο κομοδίνα με τις λάμπες τους δεν υπάρχουν άλλα έπιπλα στο δωμάτιο.
   »Το σεντούκι από μόνο του κοστίζει μια μικρή περιουσία. Μέσα σ’ αυτό υπάρχουν ατσάλινες χειροπέδες, μεταλλικά δεσμά, δερμάτινα λουριά και φίμωτρα, μαζί με αρκετές μάσκες».
   Ο Νταν την αγκάλιασε: «Γιατί τα θυμάσαι όλα αυτά;»
   Η Ντενίζ δεν του έδωσε σημασία. Μόνο κοίταξε την Ελένη σαν ο Νταν να μην την είχε διακόψει: «Αν με κάποιο τρόπο καταφέρουμε και γλιτώσουμε απ’ όλο αυτό, θα σου χαρίσω αυτό το σεντούκι» είπε στην Ελένη. «Θα σε βοηθήσω κι εγώ και θα γίνεις η καλύτερη αφέντρα».
   Η Ελένη την κοίταξε και χαμογέλασε. Με την αναστροφή της παλάμης της σκούπισε το δάκρυ που είχε τρέξει στο μάγουλό της. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
   «Ο Μανόλης θέλει να γυρίσει πάλι σε κείνη» ψιθύρισε στην Ντενίζ η Ελένη «Θέλει. Το καταλαβαίνεις; Ένας άντρας τόσο… τόσο μικρός… θέλει. Έχει επιθυμία».
   «Έτσι είναι με όλους τους μικρούς. Οι μικρότεροι από εμάς διακατέχονται από τα εντονότερα πάθη. Είναι το οξύμωρο της αντρικής φύσης: τερατώδεις επιθυμίες, σε μικρούς υποδοχείς! Έχουμε χρόνο για λίγο μάθημα ιστορίας» είπε η Ντενίζ.
   «Ιστορίας;» απόρησε η Ελένη.
   «Ναι, λοιπόν άκου. Την ξέρεις την Ντολόρες;»
   «Την Ντολόρες;»
   «Ναι. Υπάρχει ένα ποίημα του Τσαρλς Αλττζερνον Σουίνμπερν με τίτλο Dolores, Notre-Dame des Sept Douleurs. Δηλαδή Ντολόρες των θλίψεων και των πόνων. Αποτελεί αναφορά στην Παρθένο Μαρία. Ο Σουίνμπερν ήταν ένας πολύ ριζοσπαστικός τύπος στα νιάτα το. Ήταν αμφιφυλόφιλος, αλκοολικός και οπαδός της ηδονής που προσφέρει η μαστίγωση, την οποία όπως πολλοί νέοι στην εποχή του, την ανακάλυψε στο σχολείο. Πολλοί σύγχρονοί του τον θεωρούσαν έκφυλο. Τα έργα του θεωρούνται ξεπερασμένα εδώ και πολύ καιρό, αλλά ορισμένες φορές αποκαλύπτουν το πνεύμα μιας ιδιοφυίας, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου».
   Πότε γράφτηκε αυτό το ποίημα;» ρώτησε η Ελένη.
   «Γράφτηκε το 1866 σε μια συλλογή, αλλά η Ντολόρες, ανατυπώθηκε σαν ξεχωριστό ποίημα και αργότερα».
   «Ποια είναι η Ντολόρες;»
   «Είναι μια όμορφη σκληρή και φιλήδονη παγανιστική θεά. Δεν διαθέτει καθόλου συμπόνια και ανθρωπισμό. Λέει στο ποίημα: Α, όμορφο παθιασμένο σώμα, που ποτέ δεν ένιωσε τον πόνο της καρδιάς, και την αποκαλεί Κυρά των μαρτυρίων μας, και Θανατηφόρα Ντολόρες, αλλά φυσικά απολαμβάνει τον πόνο του, όπως πιστεύω και κάθε σκλάβος, κυλιέται απόλυτα στο βούρκο του. Πιο κάτω ας πούμε, λέει: Ο πόνος έλιωσε σε δάκρυα και ήταν ηδονή, Ο Θάνατος αναμίχθηκε με το αίμα και τη ζωή.
   »Η Ντολόρες, όπως μια σωστή αφέντρα, δεν γνωρίζει τι σημαίνει οίκτος. Είναι μια μοιραία γυναίκα. Αλλοίμονο στον άντρα που την ερωτεύεται».
   «Ο Μανόλης δηλαδή απολαμβάνει τον πόνο του;»
   «Έτσι είναι. Ο Μανόλης αγαπά την αφέντρα του παρά τα μαρτύρια που του υπέβαλε. Η αντρική φύση είναι διεστραμμένη, Ελένη. Ο Μανόλης είναι από τους άντρες που έχουν ερωτευτεί τη λάθος γυναίκα –μολονότι ξέρει πως είναι λάθος. Δεν έχει σημασία πόσες συμβουλές θα του δώσεις. Όσο περισσότερο τον πληγώνει η αφέντρα του, τόσο περισσότερο θα την αναζητά. Είναι σαν να θέλει τον πόνο».   
   «Και η Άννα το ξέρει αυτό και το απολαμβάνει. Ξέρει πως έρχεται πάντα πρώτη στις προτεραιότητες του σκλάβου της. Ο Μανόλης την έχει θεοποιήσει και θα έκανε τα πάντα για εκείνη. Η καλή, λογική, προσγειωμένη, Ελένη δεν θα κέρδιζε ποτέ τις υπηρεσίες και τη φροντίδα του, μολονότι είναι η πιο ιδανική αφέντρα γι’ αυτόν». Τα μάτια της είχαν δακρύσει. «Αν και ο ανόητος δεν το καταλαβαίνει».
   «Υποτιμάς τον εαυτό σου, Ελένη» απάντησε η Ντενίζ. «Και δεν είναι καθόλου σωστό».
   Μια έκφραση πόνου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της και, σταυρώνοντας τα χέρια σαν παιδάκι που κρατάει μούτρα, στράφηκε στο παράθυρο και εστίασε το βλέμμα της μακριά στο δρόμο. Ένιωθε σα να μην μπορούσε να πάρει ανάσα. Δεν μπορούσε να δει καθαρά. Ένιωσε το αίμα της να ανεβαίνει στο πρόσωπό της. Τα παράξενα χλομά μάτια της μισόκλεισαν. Φαντάστηκε το Μανόλη να παρασύρεται από ένα κύμα πάθους, όπως αυτό στον αχυρώνα και στο μοτέλ και να γίνεται σκλάβος στα μάγια της Άννας. Τον φαντάστηκε καθώς τον πλημμύριζαν η απόγνωση και η απελπισία. Τον φαντάστηκε ανήμπορο και απεγνωσμένο να περιμένει να την συναντήσει για να ριχτεί ξανά στα πόδια της.
   Και μετά είδε και εκείνη. Θα τον τιμωρούσε που άφησε να της συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν θα τον λυπόταν. Θα ήταν ανελέητη μαζί του. Και εκείνος απλά θα αποδεχόταν την τιμωρία του σαν να μην του άξιζε τίποτα καλύτερο.
   Της είχε πει πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Μαζί της γαμώτο, όχι με την Άννα. Όχι πια. Τώρα αναρωτιόταν αν ο Μανόλης της έλεγε ψέματα.
   
«Πάω στοίχημα ότι ο Μπιλ Γκέιτς είχε κινητό. Σίγουρα θα είχε καμιά δεκαριά» είπε η Ελένη ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής. Όρθωσε απότομα το κορμί της. «Ένα πράγμα που θα έδινα πολλά για να μάθω είναι πώς γίνεται να λειτουργούν ακόμα τόσο πολλές κεραίες της κινητής τηλεφωνίας, όταν δεν υπάρχει ρεύμα».
   «Η FEMA» είπε ξερά ο Νταν.
    Η Ελένη κοίταξε τον Νταν μ' ένα μικρό χαμόγελο. Ακόμη και ο Μανόλης έριξε μια ματιά από τον εσωτερικό καθρέφτη.
   «Δεν κάνω πλάκα» είπε ο Νταν. «Μακάρι να έκανα. Διάβασα ένα άρθρο σχετικά μ' αυτό σε ένα περιοδικό, εκείνη τη μέρα που με είχε πάει η Ντενίζ στο γιατρό και περίμενα για εκείνη την αηδιαστική εξέταση που ο γιατρός φοράει ένα γάντι κι αρχίζει να ψηλαφεί...»
   «Κάνε μου τη χάρη» είπε η Ντενίζ. «Είναι αρκετά άσχημα τα πράγματα ήδη, μπορείς να παραλείψεις τις λεπτομέρειες. Τι έγραφε το άρθρο;»
   «Ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η FEMA, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών, ζήτησε και πήρε από το Κογκρέσο ένα κονδύλι -δε θυμάμαι πόσα εκατομμύρια ακριβώς, αλλά ήταν σε δεκάδες- για να εφοδιαστούν οι κεραίες της κινητής τηλεφωνίας σε όλη τη χώρα με γεννήτριες μακράς διαρκείας ώστε να είναι εξασφαλισμένη η δυνατότητα επικοινωνίας του έθνους σε περίπτωση συντονισμένων τρομοκρατικών επιθέσεων». Ο Νταν έκανε μια μικρή παύση. «Αυτό τουλάχιστον ισχύει για την Αμερική. Αν αυτό εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα, δεν ξέρω. Προφανώς όμως εφαρμόστηκε και μάλλον λειτούργησε το πράγμα» κατέληξε.
   «Η FEMA» είπε ο Μανόλης. «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω».
   «Εγώ θα έδινα πολλά να μάθω γιατί μπήκαν σε τόσο κόπο να μας μαζέψουν και να μας φέρουν εδώ πάνω συνοδεία» είπε ο Νταν.
   «Και να σιγουρευτούν ότι κανένας από μας δε θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Ρέι» είπε η Ντενίζ. «Μην το ξεχνάμε κι αυτό». Σώπασε για λίγο. «Όχι πως θα το έκανα» συνέχισε. «Η αυτοκτονία είναι αμάρτημα. Ό,τι και να μου κάνουν εδώ, εγώ θα πάω στον παράδεισο μαζί με το μωρό μου. Το πιστεύω».
   «Εμένα τα λατινικά είναι αυτό που μου φέρνει ανατριχίλες» είπε ο Νταν. «Ελένη, είναι δυνατόν να παίρνουν παλιό υλικό -υλικό από πριν την Ανάπλαση, εννοώ- και να το ενσωματώνουν στον καινούριο προγραμματισμό τους; Αν αυτό εξυπηρετεί τα... χμμμ, δεν ξέρω... τους μακροπρόθεσμους στόχους τους;»
   «Υποθέτω, ναι» είπε η Ελένη. «Δεν ξέρω πραγματικά, γιατί δεν ξέρουμε τι είδους κωδικοποιημένες εντολές υπήρχαν στην Ανάπλαση. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας συνηθισμένος προγραμματισμός υπολογιστή. Αυτό δημιουργείται από μόνο του. Είναι οργανική διαδικασία. Όπως η μάθηση. Υποθέτω ότι είναι μάθηση. Μόνο που αυτοί μαθαίνουν όλοι μαζί, λόγω...»
   «Λόγω της τηλεπάθειας» είπε ο Μανόλης.
   «Ακριβώς» συμφώνησε η Ελένη. Φαινόταν προβληματισμένη.
   «Γιατί σε ανατριχιάζουν τα λατινικά;» ρώτησε ο Μανόλης κοιτώντας τον Νταν από τον εσωτερικό καθρέφτη.
   «Τα λατινικά είναι η γλώσσα της δικαιοσύνης, υποθέτω, μόνο που εμένα αυτό μου μοιάζει περισσότερο σαν εκδίκηση». Έσκυψε μπροστά. Πίσω από τα γυαλιά, τα μάτια του ήταν ανήσυχα και κουρασμένα. «Γιατί, ανεξάρτητα από τα λατινικά, αυτοί δεν μπορούν να σκεφτούν. Είμαι πεπεισμένος. Όχι ακόμη, έστω. Δε βασίζονται στη λογική σκέψη, αλλά σε ένα είδος αγελαίας νόησης που γεννήθηκε από την οργή».
   «Ένσταση, κύριε Πρόεδρε, φροϊδικές υποθέσεις!» πετάχτηκε χαρωπά η Ελένη.
   «Φρόιντ ή Λόρεντς, δεν ξέρω» είπε ο Νταν, «αλλά επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω. Το θεωρείτε απίθανο μια τέτοιου είδους οντότητα -μια τόσο οργισμένη οντότητα- να έχει μπερδέψει τη δικαιοσύνη με την εκδίκηση;»
   «Έχει καμιά σημασία;» ρώτησε η Ελένη.
   «Για μας μπορεί να έχει» είπε ο Νταν. «Σαν άνθρωπος που έχει μαθητεύσει πολύ πρόσφατα στις ολονυχτίες της Αμερικής, σας πληροφορώ ότι η εκδίκηση συνήθως πονάει περισσότερο».


Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #125 στις: Ιουλίου 18, 2011, 09:06:26 μμ »
2
Λίγο μετά απ' αυτόν το διάλογο, έφτασαν σε ένα μέρος που ο Μανόλης το αναγνώρισε αμέσως. Γεγονός που του έφερε ταραχή, γιατί δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ του σ' εκείνα τα μέρη, παρά μόνο μία φορά, στο όνειρο του για τη μαζική μετατροπή.
   Πάνω στο δρόμο ήταν γραμμένο με φαρδιές πινελιές από πράσινη μπογιά: ΕΠΑΥΛΗ=ΟΧ-ΤΙΛ. Το φορτηγάκι πέρασε πάνω από το σύνθημα με πενήντα χιλιόμετρα την ώρα, ενώ στα αριστερά του δρόμου οι άνθρωποι των κινητών συνέχιζαν τη μεγαλόπρεπη, απόκοσμη πομπή τους πάνω στον αόρατο ιμάντα μεταφοράς.
   Δεν ήταν όνειρο, σκέφτηκε ο Μανόλης. Κοίταξε τα σκουπίδια που είχαν σκαλώσει στους θάμνους στην άκρη του δρόμου, τα άδεια κουτάκια μπίρας και αναψυκτικών στο χαντάκι. Σακουλάκια με τσιπς, Ντορίτος ακούγονταν να τρίζουν κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου. Οι φυσιολογικοί στάθηκαν και περίμεναν εδώ, σε διπλή ουρά, τρώγοντας σνακς, πίνοντας αναψυκτικά, νιώθοντας εκείνη την περίεργη φαγούρα μέσα στο κεφάλι τους, την αίσθηση ενός νοερού χεριού να τους σπρώχνει από την πλάτη και περιμένοντας τη σειρά τους για να τηλεφωνήσουν στα αγαπημένα τους πρόσωπα που είχαν χάσει με την Ανάπλαση. Στάθηκαν εδώ στην ουρά ακούγοντας την Κουρελιάρα Ανδριάνα να τους λέει, «Αριστερά και δεξιά, δύο σειρές, έτσι μπράβο, αυτό είναι, ας προχωρήσουμε, έχουμε πάρα πολλούς από σας να επεξεργαστούμε πριν σκοτεινιάσει».
   Στο βάθος του δρόμου τα δέντρα αραίωναν και από τις δυο πλευρές. Αυτό που ήταν κάποτε πολύτιμος βοσκότοπος για τα γελάδια και τα πρόβατα κάποιου καημένου αγρότη είχε απογυμνωθεί σε σκέτο χώμα από το πέρασμα αμέτρητων ποδιών. Ήταν σαν να είχε γίνει εκεί μια συναυλία ροκ. Η μία από τις τέντες είχε πετάξει -την είχε πάρει ο αέρας- και η άλλη είχε σκαλώσει σε κάτι δέντρα και πλατάγιζε με τον άνεμο, μοιάζοντας με μακριά καφετιά γλώσσα στο μουντό γκρίζο φως της μέρας που τέλειωνε.
   «Το είδα στον ύπνο μου αυτό το μέρος» είπε η Ελένη. Η φωνή της ήταν σφιγμένη.
   «Αλήθεια; Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Μανόλης.
   «Όλοι οι νορμάλ ακολουθούσαν τα συνθήματα Έπαυλη ίσον όχι τηλέφωνο και έφταναν εδώ» είπε η Ελένη. «Ήταν σαν να έμπαιναν στο παραβάν για να ψηφίσουν, έτσι δεν ήταν, Μανόλη;»
   «Κάπως έτσι» είπε ο Μανόλης. «Κάπως σαν παραβάν, ναι».
   «Είχαν μεγάλα χαρτοκιβώτια γεμάτα με κινητά» συνέχισε η Ελένη. Αυτή τη λεπτομέρεια ο Μανόλης δεν τη θυμόταν, αλλά δεν αμφέβαλλε. «Σωρούς από κινητά. Και οι νορμάλ έκαναν από ένα τηλεφώνημα ο καθένας με τη σειρά του. Για κακή τους τύχη».
   «Πότε τα ονειρεύτηκες αυτά, Ελένη;» ρώτησε η Ντενίζ.
   «Χτες βράδυ». Η Ελένη συνάντησε τα μάτια του Μανόλη στον εσωτερικό καθρέφτη. «Το ήξεραν ότι δε θα μιλούσαν πραγματικά μ' αυτούς που ήθελαν να μιλήσουν. Κατά βάθος το ήξεραν. Αλλά
δέχονταν το τηλεφώνημα. Έπαιρναν το κινητό, το έβαζαν στο αυτί τους και άκουγαν. Οι περισσότεροι δεν αντιδρούσαν καν. Γιατί, Μανόλη;»
   «Γιατί είχαν κουραστεί να αντιστέκονται, φαντάζομαι» είπε ο Μανόλης. «Είχαν κουραστεί να είναι διαφορετικοί».
   Τώρα είχαν προσπεράσει το ποδοπατημένο λιβάδι όπου ήταν στημένες οι τέντες. Μπροστά τους έβλεπαν μια διακλάδωση. Οι άνθρωποι των κινητών έστριβαν πάνω σ' αυτόν το δρόμο και εξαφανίζονταν σε ένα άνοιγμα μέσα στο δάσος. Πάνω από τις κορυφές των δέντρων, σε ενάμισι  χιλιόμετρο απόσταση, πρόβαλλε μια τεράστια έκταση πολλών στρεμμάτων με ένα ταμπλό στην είσοδο που τους ενημέρωνε πως πρόκειται για χωματερή.
   Κάτω από το ταμπλό στεκόταν Η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Σήκωσε ψηλά το ένα του χέρι κάνοντας τους σήμα σαν τροχονόμος να σταματήσουν.
   Ω Θεέ μου, σκέφτηκε ο Μανόλης και σταμάτησε το σχολικό στην άκρη του δρόμου δίπλα στην Κουρελιάρα Ανδριάνα. Τα μάτια της, που ο Μανόλης δεν είχε καταφέρει να τα αποδώσει στο σκίτσο που είχε κάνει στο Μαραθώνα, ήταν θολά και γεμάτα μοχθηρή περιέργεια. Ο Μανόλης σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατον να συμβαίνουν αυτά τα δύο ταυτόχρονα, αλλά έτσι ήταν. Τη μια στιγμή η κυρίαρχη εντύπωση ήταν το γυάλινο βλέμμα ενός νεκρού. Την επόμενη ήταν εκείνη η αλλόκοτα δυσάρεστη ζωντάνια.
   Δεν είναι δυνατόν να θέλει να έρθει μαζί μας.
   Αλλά αυτό φαίνεται πως ήθελε η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Τέντωσε μπροστά τα χέρια της δείχνοντας την πόρτα με τις παλάμες της ενωμένες και μετά τις άνοιξε. Η χειρονομία της ήταν ωραία -σαν να έλεγε πέταξε το πουλί-, αλλά τα χέρια της ήταν μαύρα από τη βρόμα και το μικρό δάχτυλο του αριστερού κρεμόταν σπασμένο σε δύο διαφορετικά σημεία.
   Αυτοί είναι οι καινούριοι άνθρωποι, σκέφτηκε ο Μανόλης. Τηλεπαθητικοί που δεν πλένονται.
   «Μην την αφήσεις να μπει» είπε η Ντενίζ. Η φωνή της έτρεμε.
   Ο Μανόλης, που είχε δει ότι η μετακίνηση ανθρώπων των κινητών με τον αόρατο ιμάντα μεταφοράς στο πλάι του δρόμου είχε σταματήσει, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
   Πες πως τσιμπολογάνε το μυαλό σου και βλέπουν ότι σκέφτεσαι ένα κινητό, είχε πει ο Ρέι -σχεδόν απαξιωτικά. Και λοιπόν; Τι άλλο σκεφτόμαστε όλοι μετά την 1η Οκτωβρίου; Ελπίζω να έχεις δίκιο, Ρέι, σκέφτηκε ο Μανόλης, γιατί απομένει μιάμιση ώρα μέχρι να σκοτεινιάσει. Μιάμιση ώρα τουλάχιστον.
   Τράβηξε το χερούλι που άνοιγε την πόρτα και η Κουρελιάρα Ανδριάνα ανέβηκε στο αυτοκίνητο, με το σκισμένο κάτω χείλος της μόνιμα κρεμασμένο σε ένα λοξό χαμόγελο περιφρόνησης. Ήταν απίστευτα αδύνατη. Η λερή κόκκινη μπλούζα κρεμόταν πάνω της σαν σακί. Κανένας από τους νορμάλ μέσα στο αυτοκίνητο δεν ήταν ιδιαίτερα καθαρός -η υγιεινή είχε πάψει να είναι προτεραιότητα από την 1η Οκτωβρίου και μετά-, αλλά η Κουρελιάρα Ανδριάνα ανέδιδε μια μυρωδιά απλυσιάς τόσο βαριά, που του Μανόλη δάκρυσαν τα μάτια του. Μύριζε σαν πικάντικο τυρί που ωριμάζει σε ένα κλειστό και πολύ ζεστό δωμάτιο.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα κάθισε στη θέση δίπλα στην πόρτα, αυτή που ήταν απέναντι από τη θέση του οδηγού, και κοίταξε τον Μανόλη. Στα θαμπά σαν νεκρά μάτια της σπίθισε πάλι εκείνη η παράξενη μοχθηρή περιέργεια.
   Κι ύστερα μίλησε ο Νταν, με τσιριχτή, οργισμένη φωνή.
   «Τι θέλεις από μας; Έχεις τον κόσμο όλο, όπως κι αν είναι -από εμάς τι θέλεις;»
   Το πετσοκομμένο στόμα της Κουρελιάρας Ανδριάνας σχημάτισε τη λέξη την ίδια στιγμή που ακούστηκε να βγαίνει από τα χείλη της Ελένης.
   «Σύντομα θα δείτε». Τέντωσε το χέρι της δείχνοντας με το δάχτυλο το δρόμο μπροστά: Ξεκίνα.
   Μόλις το σχολικό άρχισε πάλι να κινείται, άρχισαν πάλι να κινούνται και οι άνθρωποι των κινητών. Μερικοί είχαν αποχωρήσει από την παράταξη και είχαν πιαστεί στα χέρια και, από τον εξωτερικό καθρέφτη, ο Μανόλης είδε κάποιους άλλους να έχουν κάνει μεταβολή και να κατευθύνονται προς τον αυτοκινητόδρομο πίσω.
   «Χάνεις στρατιώτες» είπε ο Μανόλης.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα δεν του απάντησε εκ μέρους του κοπαδιού. Τα μάτια της, τη μια νεκρά, την άλλη περίεργα, την άλλη και τα δυο μαζί, έμειναν στυλωμένα στο πρόσωπο του Μανόλη, που σχεδόν ένιωθε εκείνη τη ματιά να σέρνεται σαν αράχνη πάνω στο δέρμα του. Τα χέρια της Κουρελιάρας Ανδριάνας έμεναν ακίνητα πάνω στο βρόμικο μπλουτζίν της. Ύστερα χαμογέλασε σκληρά. Ίσως αυτό να αρκούσε σαν απάντηση. Είχε δίκιο ο Νταν. Για κάθε καινούριο τρελό που χανόταν -που «τα έπαιζε», κατά την Ελένη-, υπήρχαν μπόλικοι άλλοι. Αλλά ο Μανόλης δεν είχε φανταστεί τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό το μπόλικοι ως τη στιγμή που βγήκαν από το δάσος, μισή άρα αργότερα, και πέρασαν κάτω από την ξύλινη αψίδα που έγραφε ΧΩΜΑΤΕΡΉ: ΑΝΟΙΧΤΑ ΟΛΟ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #126 στις: Ιουλίου 19, 2011, 06:20:41 μμ »
3
«Θεέ μου» είπε ο Νταν.
   Η Ντενίζ εξέφρασε καλύτερα αυτό που αισθάνθηκε ο Μανόλης: Άφησε μια μικρή κραυγή.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα, καθισμένη στο πρώτο κάθισμα στην απέναντι πλευρά του στενού διαδρόμου, κοιτούσε επίμονα τον Μανόλη με το απλανές βλέμμα ενός πολύ κουτού μοχθηρού παιδιού που ετοιμάζεται να κόψει τα φτερά μιας μύγας. Σ' αρέσει; έμοιαζε να λέει το χαμόγελο της. Είναι το κάτι άλλο, έτσι; Όλη η συμμορία εδώ! Φυσικά, ένα τέτοιο χαμόγελο μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε. Όπως, παραδείγματος χάρη, Ξέρω τι έχεις μέσα στην τσέπη σου.
   Το βλέμμα της Κουρελιάρας Ανδριάνας τον τρόμαζε. Αισθανόταν σαν έντομα
να τρέχουν στη ράχη του, και τα γόνατά του έτρεμαν. Ανέπνεε πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως. Ήθελε να φύγει από εδώ. Δεν ήθελε να μπει μέσα στη χωματερή. Το βλέμμα της Κουρελιάρας Ανδριάνας τώρα ήταν σαν να του έλεγε Να είσαι φρόνιμος, και θα σου δώσω σοκολάτα μετά. Εντάξει, μικρέ;
   Το βλέμμα της ήταν σαν ένα χέρι που τον είχε πιάσει δυνατά το σβέρκο, σα να φοβόταν ότι ο Μανόλης μπορεί να της ξέφευγε. Δεν πίστευε βέβαια ότι θα του έδινε σοκολάτα. Και δεν ήθελε τη σοκολάτα της: ήθελε να τον αφήσουν να φύγει να πάει να βρει την Άννα. Το μόνο που ήθελε αυτή τη στιγμή, είναι να ήταν κοντά της.
   Μετά την αψίδα υπήρχε ένα είδος κεντρικού διαδρόμου και μια σειρά από τέντες. Ο Μανόλης δεν μπόρεσε να καταλάβει πόσες τέντες ήταν στημένες, αλλά αρκετές τις είχε πάρει ο αέρας όπως κι εκείνες στα σημεία ελέγχου εισόδου δώδεκα χιλιόμετρα πιο πίσω. Μόνο πέντ' έξι από αυτές στέκονταν ακόμη στη θέση τους και οι πλευρές τους φούσκωναν με το απογευματινό αεράκι.
   Πολύ μέσα στη χωματερή υπήρχε ένα λευκό κτίριο με κόκκινο περίγραμμα, μακρύ ίσαμε δέκα αχυρώνες στη σειρά. Στις πλευρές του και σε όλο το μήκος είχαν στοιβαχτεί σκουπίδια.
   Ελληνικές σημαίες που κυμάτιζαν με το αεράκι ήταν στερεωμένες ανά τρία μέτρα σ' αυτόν το φτηνό, χωριάτικο διάκοσμο. Το κτίριο έφερε την επιγραφή ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΑΝΔΡΙΑΝΑΣ σε ζωηρό μπλε χρώμα.
   Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν τράβηξε την προσοχή τους. Δίπλα στο λευκό κτήριο υπήρχε μια μεγάλη ανοιχτή έκταση πολλών στρεμμάτων. Ο Μανόλης γνώριζε για τη χωματερή της Ανδριάνας απ’ αυτά που του είχε πει η Άννα. Υπήρχε κάποιος ονόματι Νικόλας σκλάβος της Ανδριάνας και πλάσμα της Νέας Ράτσας, ο οποίος ήταν ο άρχοντας της χωματερής.
   Ο Νικόλας φάνηκε να περπατά πάνω στα αναχώματα που ξεδιπλώνονταν ανάμεσα και γύρω από τις λίμνες αποβλήτων και σκουπιδιών φορώντας ένα τζιν παντελόνι και λαστιχένιες γαλότσες πάνω απ’ αυτό που έφταναν ως τους μηρούς. Παρόλο το κρύο κυκλοφορούσε γυμνός από τη μέση και πάνω, χωρίς να φοβάται μην αρρωστήσει. Οι «αρρώστιες» που τον κατέτρεχαν ήταν η αποξένωση, η μοναξιά και μια έντονη συναίσθηση ότι ήταν σκλάβος.
   Τα σκουπίδια έρχονταν στη χωματερή σε ένα ατέλειωτο καραβάνι φορτηγών με ηλεκτρονικούς βραχίονες, που τα άδειαζαν συμπιεσμένα σε μορφή κύβων μέσα στους λάκκους της χωματερής που άχνιζαν.
   Η Άννα του είχε μιλήσει για τους αστικούς θρύλους κάθε μεγαλούπολης που μιλούσαν για το συνήθειο των ανθρώπων του οργανωμένου εγκλήματος να αδειάζουν όλους τους μάρτυρες και τους ανεπιθύμητους ενοχλητικούς στις διάφορες χωματερές μιας και πολλοί απ’ αυτούς που δούλευαν σ’ αυτές, ελέγχονταν από τις συμμορίες.
   Στα γεμάτα αποσυντεθειμένα σκουπίδια βάθη των λάκκων της εταιρείας διαχείρισης απορριμμάτων της Ανδριάνας πράγματι αναπαύονταν άδοξα θαμμένα χιλιάδες πτώματα, πολλά από τα οποία θύμιζαν ανθρώπινα όντα που είχαν μεταφερθεί εκεί μυστικά για τα περαιτέρω.
   Όλοι όσοι δούλευαν εκεί ήταν μέλη της Νέας Ράτσας. Όλοι αναφέρονταν στο Νικόλα και εκείνος με τη σειρά του στην Ανδριάνα. Η Ανδριάνα είχε φροντίσει να εμπλουτίσει τα γονίδιά του κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του, με την προσθήκη ορισμένων γονιδίων από σκύλους, προικίζοντάς τον με μια όσφρηση κατά το ήμισυ ευαίσθητη όσο εκείνη ενός σκύλου, που σήμαινε τη δυνατότητα να οσφραίνεται μια ολόκληρη γκάμα από μυρωδιές χίλιες φορές πιο έντονα απ’ ότι ένας κανονικός άνθρωπος.
     Ελάχιστες μυρωδιές προκαλούσαν αποστροφή στους σκύλους. Για τα συμπαθητικά τετράποδα οι περισσότερες οσμές είναι ευχάριστες, και σχεδόν όλες είναι ενδιαφέρουσες. Ε, το ίδιο συνέβαινε και στο Νικόλα.
   Αυτό το δώρο όσφρησης καθιστούσε μια κατ’ αρχήν απαίσια δουλειά περίπου ευχάριστη απασχόληση. Αν και ο Μανόλης είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως η Ανδριάνα ήταν μια σκληρή θεά, αν όχι εντελώς άκαρδη, η Άννα του είχε πει πως αυτό το δώρο αποτελούσε απόδειξη πως στο βάθος ίσως να μην ήταν και τόσο άσπλαχνη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τα δημιουργήματά της.
   Ο χώρος ήταν γεμάτος ασφυκτικά με ανθρώπους των κινητών. Στέκονταν όρθιοι κολλητά ο ένας δίπλα, στον άλλον, ώμο με ώμο, και είχαν στρέψει όλοι τα πρόσωπα τους και παρακολουθούσαν την άφιξη του κίτρινου σχολικού.
   Όποια μικρή ελπίδα να βρει την Άννα και το μικρό Γιάννη μπορεί να έτρεφε ο Μανόλης χάθηκε εκείνη τη στιγμή. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι πρέπει να υπήρχαν ίσαμε πέντε χιλιάδες άνθρωποι στριμωγμένοι. Έπειτα είδε ότι είχαν απλωθεί και στον τεράστιο χώρο του πάρκινγκ για τα φορτηγά, μια έκταση από γρασίδι δίπλα από τον κυρίως χώρο της χωματερής, και αναθεώρησε τους υπολογισμούς του. Οχτώ χιλιάδες. Οχτώ χιλιάδες τουλάχιστον.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα, μέσα στο σχολικό λεωφορείο, χαμογέλασε στον Μανόλη και τα δόντια της πετάχτηκαν από το σκισμένο κάτω χείλος. Σ' αρέσει; έμοιαζε να τον ρωτάει εκείνο το χαμόγελο και ο Μανόλης χρειάστηκε να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι ο καθένας μπορούσε να διαβάσει ό,τι ήθελε σε ένα τέτοιο χαμόγελο.
   «Λοιπόν, τι παίζει απόψε; Τζαζ;» Αυτός ήταν ο Νταν. Προσπαθούσε να αστειευτεί και ο Μανόλης του έβγαζε το καπέλο γι' αυτό, αλλά ακουγόταν φοβισμένος.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα κοιτούσε ακόμη τον Μανόλη και ανάμεσα στα φρύδια της άρχισε να σχηματίζεται μια ελαφριά ρυτίδα, σαν κάτι να την προβλημάτιζε.
   Ο Μανόλης οδήγησε αργά το σχολικό στο κέντρο του διαδρόμου και το σιωπηλό πλήθος από πίσω. Υπήρχαν κι άλλα πτώματα εδώ. Του θύμισαν τους σωρούς από ψόφια έντομα που βρίσκεις καμιά φορά πάνω στα περβάζια όταν πιάσει απότομο κρύο. Συγκεντρώθηκε στην προσπάθεια να κρατάει τα χέρια του χαλαρά στο τιμόνι. Δεν ήθελε να δει η Κουρελιάρα Ανδριάνα τους κόμπους των δαχτύλων του να ασπρίζουν από το σφίξιμο.
   Πήγαινε αργά. Αργά και ήρεμα. Απλώς σε κοιτάζει. Όσο για το κινητό, τι άλλο σκέφτονται όλοι μετά την 1η Οκτωβρίου;
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα σήκωσε πάλι το χέρι της και έδειξε με το βρόμικο παραμορφωμένο δάχτυλο της τον Μανόλη. «Εσύ. Όχι. Τηλέφωνο» είπε ο Μανόλης με την άλλη φωνή. «Παράφρονας».
   «Καλά, εντάξει. Εγώ-όχι-τηλέφωνο, εμείς-όχι-τηλέφωνο, εμείς εδώ στο σχολικό είμαστε όλοι απαράδεκτοι» είπε ο Μανόλης. «Αλλά εσύ θα το κανονίσεις, έτσι;»
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα χαμογέλασε, σαν να συμφωνούσε μ' αυτό... αλλά η μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της δεν έφυγε. Σαν κάτι να την προβλημάτιζε ακόμη. Κάτι που πηγαινοερχόταν και στριφογύριζε μέσα στο μυαλό του Μανόλη.
   Ο Μανόλης έριξε μια ματιά στον εσωτερικό καθρέφτη καθώς πλησίαζαν στο τέρμα του δρόμου. «Ελένη, θέλεις να μάθεις τι είναι αυτή η χωματερή;» είπε.
   «Να με συγχωρείς, Μανόλη, αλλά ξεθύμανε το ενδιαφέρον μου» είπε η Ελένη. «Με εντυπωσίασε το μέγεθος της επιτροπής υποδοχής».
   «Όχι, έχει πολύ ενδιαφέρον» επέμεινε ο Μανόλης κάπως πιεστικά.
   «Εντάξει, τι είναι;» ρώτησε η Ελένη. Ο Θεός να την έχει καλά. Περίεργη μέχρι τέλους.
   «Η χωματερή αυτή ανήκει στην Ανδριάνα» είπε ο Μανόλης. «Είναι η τυπική επαρχιακή χωματερή στην οποία ξεφορτώνεται η Ανδριάνα τους ενοχλητικούς, εδώ που θα θαφτεί το ανθρώπινο γένος και τη θέση του θα πάρει η Νέα Ράτσα... εδώ είναι ο χώρος όπου θα θάψουν και εμάς, απ' ό,τι δείχνουν τα πράγματα».
   Έριξε μια ματιά στην Κουρελιάρα Ανδριάνα, αλλά η Κουρελιάρα Ανδριάνα ούτε το αρνήθηκε ούτε το επιβεβαίωσε. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα απλώς χαμογέλασε. Η μικρή κάθετη ρυτίδα είχε εξαφανιστεί από το μέτωπο της.
   «Μανόλη, πρόσεχε» είπε η Ντενίζ, με απότομη, συγκρατημένη φωνή.
   Ο Μανόλης στράφηκε πάλι μπροστά κι αμέσως πάτησε απότομα το φρένο. Μια γριά γυναίκα με μολυσμένες πληγές και στα δυο της πόδια ξεχώρισε τρεκλίζοντας από το ακίνητο, σιωπηλό πλήθος. Παραπάτησε πάνω σε διάφορα σκουπίδια που ήταν αφημένα εκεί χωρίς να έχουν μαζευτεί ακόμη από την ημέρα της Ανάπλασης και έτρεξε, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, καταπάνω στο σχολικό. Με το που έφτασε άρχισε να χτυπάει το παρμπρίζ με τα βρόμικα, παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια της. Στο πρόσωπο της ο Μανόλης δεν είδε εκείνη την κενή έκφραση που είχε συνδέσει με τους ανθρώπους των κινητών, αλλά τον τρόμο της απόλυτης σύγχυσης. Και ήταν κάτι γνώριμο. Ποιος είσαι εσύ; είχε ρωτήσει το Καστανό Ξωτικό. Το Καστανό Ξωτικό, που δεν είχε δεχτεί απευθείας την Ανάπλαση. Ποια είμαι εγώ;
   Εννέα άνθρωποι των κινητών κινήθηκαν σε τακτικό σχηματισμό τετραγώνου εναντίον της γυναίκας. Ο Μανόλης έβλεπε το πρόσωπο της σε απόσταση μόλις ενός μέτρου από το δικό του. Είδε το στόμα της να ανοιγοκλείνει και άκουσε καθαρά τέσσερις λέξεις, και με τα αυτιά και μέσα στο μυαλό του: «Πάρτε με μαζί σας».
   Δε θα σου αρέσει εκεί που πάμε, καλή μου κυρία, σκέφτηκε ο Μανόλης.
   Ύστερα την άρπαξαν οι άνθρωποι των κινητών για να την επαναφέρουν στις γραμμές τους. Η γυναίκα τιναζόταν για να τους ξεφύγει, αλλά εκείνοι ήταν ανένδοτοι. Ο Μανόλης πρόλαβε να δει για τελευταία φορά τα μάτια της και σκέφτηκε ότι ήταν τα μάτια μιας γυναίκας που θα ήταν πολύ τυχερή αν βρισκόταν στο καθαρτήριο. Αλλά μάλλον βρισκόταν στην κόλαση.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα σήκωσε για άλλη μια φορά το χέρι της με το δάχτυλο τεντωμένο να δείχνει μπροστά: Ξεκίνα.
   Το χέρι της γριάς είχε αφήσει ένα αποτύπωμα, πολύ αχνό αλλά ορατό, πάνω στο παρμπρίζ. Κοιτώντας μέσα από αυτό, ο Μανόλης ξεκίνησε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #127 στις: Ιουλίου 20, 2011, 04:50:32 μμ »
4
Έφτασαν στο τέρμα του κεντρικού διαδρόμου. Ο Μανόλης έκανε να στρίψει αριστερά, αλλά η Κουρελιάρα Ανδριάνα κούνησε πάνω κάτω τα χέρια του στον αέρα με τις παλάμες προς τα κάτω. Ο Μανόλης σταμάτησε. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα σηκώθηκε και στράφηκε προς την πόρτα. Ο Μανόλης τράβηξε το λεβιέ. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα κατέβηκε από το σχολικό, γύρισε προς τη μεριά του Μανόλη και έκανε μια μικρή, γρήγορη υπόκλιση.
   «Τι κάνει τώρα;» ρώτησε η Ντενίζ. Δεν μπορούσε να την δει από εκεί που καθόταν. Κανένας τους δεν την έβλεπε.
   «Θέλει να κατεβούμε» είπε ο Μανόλης. Σηκώθηκε. Αισθάνθηκε το κινητό που του είχε δώσει ο Ρέι να βαραίνει μέσα στην πλαϊνή τσέπη του. Αν κοίταζε εκεί θα το έβλεπε να διαγράφεται κάτω από το μπλουτζίν στο πάνω μέρος του μηρού του. Τράβηξε το μπλουζάκι του προσπαθώντας να το σκεπάσει. Ένα κινητό. Και λοιπόν; Όλοι τα κινητά σκέφτονται αυτό τον καιρό.
   «Θα κατεβούμε;» ρώτησε η Ελένη. Ήταν τρομαγμένη.
   «Δεν έχουμε και πολλές επιλογές» είπε ο Μανόλης. «Ελάτε, παιδιά, πάμε στο πανηγύρι».

5
Η Ανδριάνα άφησε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χείλος της μπανιέρας και έκλεισε τις βρύσες. Η μπανιέρα κόντευε σχεδόν να ξεχειλίσει. Έκανε βιαστικά τα μαλλιά της ένα κότσο και τα στερέωσε με μια κοκάλινη φουρκέτα στην κορυφή του κεφαλιού της. Αφήνοντας το μπουρνούζι της να πέσει στα πλακάκια του δαπέδου, δοκίμασε το νερό με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της. Ατμός έβγαινε από την υγρή επιφάνεια και το νερό ήταν καυτό –όπως ακριβώς της άρεσε, αφρώδες και μυρωδάτο χάρη σε κάτι που είχε ρίξει μέσα ο υπηρέτης της.
   Μπήκε στη μπανιέρα και βυθίστηκε αργά στο νερό, κλείνοντας τα μάτια καθώς γλιστρούσε μέχρι που το νερό τύλιξε το λαιμό της, αγγίζοντας το πιγούνι της. Ένιωθε όμορφα και έμεινε με τα μάτια κλειστά, προσπαθώντας να ξεχάσει τα πράγματα που πήγαν στραβά μετά την Ανάπλαση.
   Άνοιξε τα μάτια της και έπιασε το τηλεκοντρόλ ανοίγοντας την τηλεόραση που είχε απέναντί της. Άφησε το τηλεκοντρόλ και έπιασε το ποτήρι με το κρασί. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καθώς περίμενε να ανοίξει η τηλεόραση. Κοίταξε τα δάχτυλα των ποδιών της που ξεμυτούσαν από τον άσπρο αφρό στην άλλη άκρη της μπανιέρας. Το σκούρο βερνίκι είχε αρχίσει να ξεφτίζει στα νύχια, που έμοιαζαν σαν να ήταν κάτι ξένο και παράταιρο από τον υπόλοιπο εαυτό της, πράγμα που μαρτυρούσε πολλά για το πώς ένιωθε αυτές τις στιγμές.
   Στιγμές σαν κι αυτή που όλα φαίνονταν εξωπραγματικά, και περίμενε να ξυπνήσει και να διαπιστώσει πως όσα είχαν συμβεί ήταν ένας εφιάλτης και τίποτα περισσότερο.
   Η οθόνη υψηλής ευκρίνειας άνοιξε αργά μπροστά στα μάτια της και ο Νικόλας, ο επιστάτης της χωματερής με την σκυλίσια όσφρηση, φάνηκε μπροστά της καθώς τον κατέγραφαν οι κάμερες που ήταν τοποθετημένες σε διάφορα σημεία της χωματερής.
   Έκανε βόλτες στα αναχώματα που ήταν αρκετά φαρδιά ώστε να χωρούν τη διέλευση ενός σκουπιδιάρικου. Παρατηρούσε τα απορριμματοφόρα έτσι όπως άδειαζαν το φορτίο τους στην άλλη άκρη της περιμέτρου του ανατολικού λάκκου, κάπου στα διακόσια μέτρα απόσταση από το σημείο που στεκόταν ο Νικόλας και αριστερά του. Αυτό που άδειαζε όμως το απορριμματοφόρο δεν ήταν σκουπίδια αλλά πτώματα. Πτώματα ανθρώπων των κινητών και νορμάλ ανθρώπων. Ο λάκκος που το ύψος του έφτανε το ύψος μιας δεκαόροφης πολυκατοικίας, είχε γεμίσει με απορρίμματα μέσα σε λίγες μέρες μέχρι το ένα τρίτο.
   Τεράστιες μπουλντόζες κινούνταν πάνω στα πτώματα και φτυάριζαν τις σωρούς τους έτσι ώστε να στρώνουν και να απλώνονται σε όλη τη διάμετρο του λάκκου.
   Η Ανδριάνα φώναξε τον υπηρέτη που την περίμενε έξω από το μπάνιο και εκείνος μπήκε μέσα και γονάτισε δίπλα της.
   «Τα νύχια των ποδιών μου θέλουν πάλι βάψιμο» του είπε και εκείνος έτρεξε χωρίς δεύτερη κουβέντα και πήρε ένα σετ για το βάψιμο των νυχιών που είχε μέσα σε ένα ντουλάπι στο μπάνιο και κάθισε στην γονατιστός στην κάτω μεριά της μπανιέρας. Η Ανδριάνα έβγαλε το πόδι της από το νερό και εκείνος ξεκίνησε να βγάζει με ασετόν το παλιό βερνίκι.
   Η Ανδριάνα άναψε ένα πούρο με αργές σχεδόν τελετουργικές κινήσεις και ήπιε άλλη μια γουλιά από το κρασί της. Φύσηξε αργά τον καπνό και κάρφωσε το βλέμμα στον υπηρέτη της. 
   Στην οθόνη μπροστά της φαινόταν ο Νικόλας και δεξιά του εκτίνονταν ο δυτικός λάκκος της χωματερής που ήταν λίγο πιο γεμάτος απ’ ότι αυτός στον οποίο άδειαζαν τα πτώματα. Αυτός καθώς και δύο άλλοι λάκκοι στα νότια της χωματερής που είχαν γεμίσει και είχαν σκεπαστεί με χώμα, ήταν γεμάτοι με απορρίμματα και απόβλητα. Σωληνώσεις απ’ όπου κάποτε περνούσαν και εξανεμιζόταν τα αέρια του μεθανίου σημάδευαν τα λοφάκια που τώρα πια είχαν χορταριάσει.
   Έπρεπε να βρει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί του. Το σχολικό λεωφορείο που μετέφερε τον Μανόλη και την ομάδα του, έπρεπε να φτάσει στην έπαυλη. Η σωσίας του εαυτού της που είχε δημιουργήσει μέσα σε μια από τις δεξαμενές δημιουργίας, και που ο Μανόλης είχε ονομάσει Κουρελιάρα Ανδριάνα, είχε τραβήξει το δικό της δρόμο. Δούλευε ανεξάρτητα τώρα πια.
   Κοίταξε τον Νικόλα μέσα στην οθόνη. Οι άνθρωποι των κινητών είτε δεν του έδιναν σημασία, είτε τον άφηναν στην ησυχία του για να τακτοποιεί τα πτώματα. Τώρα κοιτούσε επίμονα προς τη μεριά του δυτικού λάκκου. Ένα κοπάδι τετράπαχα κοράκια που το μαύρο φτέρωμά τους γυάλιζε στιλπνό καθώς κολάτσιζαν του καλού καιρού ανάμεσα στους σωρούς τα σκουπίδια. Αίφνης το κοπάδι τινάχτηκε σκιαγμένο στον αέρα και άρχισε να πετά. Το κοπάδι πέταξε προς το μέρος του Νικόλα, ύστερα πήρε ύψος και χάθηκε προς τη μεριά του ήλιου.
   Περίπου στα πενήντα μέτρα από το σημείο που έστεκε ο Νικόλας πάνω στο ανάχωμα, ένα τμήμα από το σωρό των σκουπιδιών φάνηκε να σείεται και ύστερα να φουσκώνει και να κυλάει στο πλάι σαν κύμα, λες και κάτι τεράστιο σάλευε από κάτω του.
   Η Ανδριάνα σκέφτηκε πως θα είναι κάποιο κοπάδι αρουραίων που κινούνταν ομαδικά κάτω από τη σκουπιδόμαζα.
   Τον τελευταίο καιρό πριν την Ανάπλαση, ο Νικόλας της είχε αναφέρει πως πεντ’ έξι φορές είχε παρατηρήσει ρυθμικές και παλμικές κινήσεις και στους δύο λάκκους, όχι σαν κι αυτές που προκαλούνταν καθώς οι μάζες των σκουπιδιών ανάλογα φούσκωναν είτε κάθονταν, και σχετίζονταν με τη διόγκωση και τον εξαερισμό των θυλάκων μεθανίου.
   Μόλις το προηγούμενο βράδυ, τις είχε αναφέρει, πως από τον ανατολικό λάκκο είχαν ακουστεί να βγαίνουν περίεργοι ήχοι, κάτι σαν φωνές, κάτι σαν κραυγές πλασμάτων που υπέφεραν. Ο Νικόλας και οι δικοί του, κατόπιν εντολής της, είχαν πάει, κρατώντας φακούς στα χέρια, να δουν από πού βγαίνουν αυτοί οι ήχοι, μάταια όμως γιατί εκεί που ακούγονταν να βγαίνουν από ένα σημείο, την άλλη στιγμή ήταν σαν να βγαίνουν από κάποιο άλλο, μέχρι που σταμάτησαν εντελώς.
   Τώρα το παλλόμενο κομμάτι στο σωρό των σκουπιδιών έμεινε αίφνης ακίνητο.
   Α, αρουραίοι, σίγουρα πράγματα…
   Περιέργως ωστόσο, η Ανδριάνα είδε τον Νικόλα να κατεβαίνει την πλαγιά του αναχώματος και να μπαίνει στον γεμάτο πτώματα ανατολικό λάκκο.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #128 στις: Ιουλίου 22, 2011, 10:12:49 πμ »
6
 Η Κουρελιάρα Ανδριάνα τους οδήγησε προς το σιωπηλό πλήθος, που άνοιξε μπροστά τους αφήνοντας έναν στενό διάδρομο -ένα πέρασμα σαν λαιμό. Ο Μανόλης και οι άλλοι διέσχισαν ένα πάρκινγκ γεμάτο απορριμματοφόρα. Ύστερα τους κατάπιε το πλήθος.
   Η διαδρομή έμοιαζε ατέλειωτη. Η μυρωδιά ήταν σχεδόν αφόρητη, δυνατή και αποπνικτική, παρ' όλο που το φρέσκο αεράκι παράσερνε το επιφανειακό στρώμα της προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Μανόλης αισθανόταν τα πόδια του να κινούνται, έβλεπε μπροστά του την κόκκινη μπλούζα με την κουκούλα της Κουρελιάρας Ανδριάνας, αλλά η διπλή πόρτα δεν έμοιαζε να πλησιάζει. Μύριζε απλυσιά και αίμα, ούρα και ακαθαρσίες. Μύριζε σαπισμένα τραύματα, καμένες σάρκες και πυόρροια, σαν χαλασμένο αυγό. Μύριζε υγρά ρούχα που σάπιζαν πάνω σε σώματα. Μύριζε και κάτι άλλο -κάτι καινούριο. Θα ήταν πολύ εύκολο να πει κανείς ότι ήταν η μυρωδιά της τρέλας.
   Νομίζω ότι είναι η μυρωδιά της τηλεπάθειας, σκέφτηκε ο Μανόλης. Αν είναι αυτό, δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι, μας πέφτει πάρα πολύ. Καίει τον εγκέφαλο με κάποιο τρόπο, έτσι όπως το πολύ ισχυρό ρεύμα μπορεί να κάψει το ηλεκτρικό σύστημα του αυτοκινήτου, ή...
   «Βοηθήστε με να την κρατήσω!» φώναξε η Ελένη πίσω του. «Βοηθήστε με, λιποθυμάει!»
   Ο Μανόλης στράφηκε και είδε ότι η Ντενίζ είχε πέσει στα τέσσερα. Η Ελένη ήταν κι αυτή στα τέσσερα δίπλα της, είχε περάσει το ένα χέρι της γύρω από το λαιμό της, αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της. Ο Νταν δεν μπορούσε να βγει μπροστά να βοηθήσει. Ο διάδρομος που άνοιγε μέσα στην ανθρώπινη μάζα ήταν πολύ στενός για να κινηθεί γρήγορα. Η Ντενίζ σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια της συνάντησαν στιγμιαία τα μάτια του Μανόλη. Το βλέμμα της έδειχνε απόλυτη σύγχυση, ήταν τα μάτια ενός ευνουχισμένου ταύρου που τον έσερναν. Ξέρασε ένα λεπτό ρυάκι χολής στο χορτάρι και το κεφάλι της κρέμασε ξανά. Τα μαλλιά έπεσαν γύρω από το πρόσωπο της σαν κουρτίνα.
   «Βοηθήστε με!» φώναξε πάλι η Ελένη. Άρχισε να κλαίει.
   Ο Μανόλης γύρισε προς τα πίσω κι άρχισε να παραμερίζει με αγκωνιές τους ανθρώπους των κινητών για να φτάσει γρήγορα κοντά στην Ντενίζ. «Κάντε στην άκρη!» τους φώναζε. «Στην άκρη, είναι έγκυος! Ηλίθιοι, δε βλέπετε ότι είναι έγκ...»
   Την αναγνώρισε από την μπλούζα. Την άσπρη μεταξωτή μπλούζα με τον ψηλό λαιμό. Τώρα η άσπρη μπλούζα της μητέρας του ήταν μαύρη από τη βρόμα σε κάποιες μεριές και καφετιά από το ξεραμένο αίμα σε άλλες. Ήταν σκισμένη κάτω από τη μασχάλη. Δε φαινόταν τόσο άσχημα όσο άλλοι, αλλά δεν φαινόταν ούτε καλά. Σίγουρα δεν ήταν η ίδια μητέρα που τον είχε πουλήσει ένα μεσημέρι στην Άννα. Τα σκούρα ξανθά μαλλιά της κρέμονταν σε λεπτά, βρόμικα τσουλούφια. Το πρόσωπο της είχε πληγές σε διάφορα σημεία και το ένα αυτί της ήταν μισοσκισμένο. Στη θέση του κομματιού που έλειπε ήταν μια μαύρη τρύπα γεμάτη πηγμένο αίμα στο πλάι του κεφαλιού της. Υπολείμματα από κάτι σκουρόχρωμο που είχε φάει έμεναν κολλημένα στις γωνίες των χειλιών της. Τον κοίταξε, χωρίς να τον βλέπει, μ' εκείνο το βλακώδες μισό χαμόγελο που είχαν όλοι αυτοί μερικές φορές.
   «Μανόλη, βοήθησε με!» φώναξε κλαίγοντας η Ελένη.
   Ο Μανόλης επέστρεψε απότομα στην πραγματικότητα. Η μητέρα του δεν ήταν εκεί, αυτό έπρεπε να θυμάται. Η μητέρα του δεν υπήρχε πουθενά εδώ και δύο βδομάδες. Η μητέρα του είχε πάψει να υπάρχει από την ημέρα που τον είχε πουλήσει.
   «Κάνε στην άκρη, σκύλα» φώναξε ο Μανόλης. Έσπρωξε πέρα το πλάσμα που ήταν άλλοτε η μάνα του και πήρε τη θέση της. «Η γυναίκα είναι έγκυος, κάνε μου χώρο να τη βοηθήσω». Έσκυψε, πέρασε το άλλο χέρι της Ντενίζ γύρω από το λαιμό του και τη σήκωσε όρθια.
   «Προχώρα» είπε στην Ελένη. «Άφησε εμένα. Την κρατάω».
   Η Ελένη κράτησε το χέρι της Ντενίζ όσο χρειάστηκε για να πάρει τη θέση του ο Μανόλης, που κουβάλησε την Ντενίζ στα υπόλοιπα εκατό μέτρα μέχρι την πόρτα του μεγάλου κτηρίου, όπου στεκόταν και τους περίμενε η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Στο μεταξύ η Ντενίζ είχε αρχίσει να συνέρχεται και να μουρμουρίζει ότι μπορούσε να την αφήσει, θα περπατούσε μόνη της, ήταν εντάξει τώρα, αλλά ο Μανόλης δεν την άφησε. Γιατί αν την άφηνε μπορεί να κοίταζε πίσω, τη μάνα του. Και δεν ήθελε.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα χαμογέλασε στον Μανόλη κι αυτή τη φορά το χαμόγελο ήταν λίγο πιο συγκεκριμένο. Σαν να μοιράζονταν οι δυο τους ένα αστείο.
   Μάλλον δεν ήταν αυτό, γιατί η Κουρελιάρα Ανδριάνα έκανε μια χειρονομία που στον παλιό κόσμο θα ήταν πολύ οικεία, αλλά που τώρα φάνταζε αλλόκοτη και εκτός τόπου: το δεξί χέρι γροθιά στο πλάι του κεφαλιού, με τον αντίχειρα τεντωμένο πάνω στο αυτί και το μικρό δάχτυλο μπροστά στο στόμα. Η μίμηση του τηλεφώνου.
   «Όχι-τηλέφωνο-εσύ» είπε η Ντενίζ και αμέσως μετά, με τη δική της φωνή: «Μην το κάνεις αυτό, το σιχαίνομαι!»
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα δεν της έδωσε καμιά σημασία. Συνέχισε να κρατάει το χέρι του δίπλα στο αυτί, με τον αντίχειρα τεντωμένο και το μικρό δάχτυλο μπροστά στο στόμα κοιτώντας επίμονα τον Μανόλη. Ο Μανόλης νόμισε για μια στιγμή ότι κοίταξε και την τσέπη του, όπου είχε κρυμμένο το κινητό. Ύστερα η Ντενίζ επανέλαβε: «Όχι-τηλέφωνο-εσύ». Η Κουρελιάρα Ανδριάνα μιμήθηκε το ανθρώπινο γέλιο, μια έντονη γκριμάτσα χωρίς ήχο που το σκισμένο κάτω χείλος της την έκανε αποτρόπαιη. Ο Μανόλης ένιωσε το ομαδικό βλέμμα του κοπαδιού σαν φυσικό βάρος πάνω στην πλάτη του.
   Έφτασαν στη μεγάλη πόρτα του κτηρίου. Πάνω από την πόρτα μια επιγραφή, προειδοποιούσε αυστηρά: ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ/ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΠΟΘΗΚΗ. Ύστερα η μεγάλη διπλή πόρτα του κτηρίου άνοιξε από μόνη της. Οι μυρωδιές που ξεχύθηκαν από το εσωτερικό, έστω και αχνές, φαντάσματα αρωμάτων άλλων εποχών, ήταν ένα μικρό αντίδοτο στη δυσωδία του κοπαδιού. Και επίσης, δεν ήταν εντελώς σκοτεινά εκεί μέσα. Τα φώτα ασφαλείας που λειτουργούσαν με μπαταρίες ήταν πολύ πεσμένα μεν, αλλά δεν είχαν σβήσει ακόμη. Ο Μανόλης το βρήκε εκπληκτικό αυτό, ήταν σαν να είχαν κρατηθεί ειδικά για την υποδοχή τους, αν και ήταν απίθανο κάτι τέτοιο. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα, από την άλλη, δεν εξηγούσε τίποτε. Χαμογελούσε μόνο και τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα.
   «Μετά χαράς, σίχαμα» της είπε ο Νταν. «Ντενίζ, είσαι σίγουρη ότι μπορείς να περπατήσεις μόνη σου;»
   «Ναι. Έχω μόνο μια δουλίτσα να κάνω πρώτα». Η Ντενίζ πήρε βαθιά ανάσα και έφτυσε την Κουρελιάρα Ανδριάνα στο πρόσωπο. «Πάρε να το 'χεις, σκυλομούρα».
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα δεν είπε τίποτε. Μόνο χαμογελούσε στον Μανόλη. Σαν να μοιράζονταν ένα αστείο που ήξεραν μόνο εκείνοι.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #129 στις: Ιουλίου 25, 2011, 10:15:14 πμ »
7
Η Ανδριάνα δεν άφησε τον υπηρέτη να τελειώσει με το βάψιμο των νυχιών της. Είχε προλάβει όμως να τα ξεβάψει. Τράβηξε με το πόδι της το αλυσιδάκι του πώματος για να φύγει το νερό και βγήκε από την μπανιέρα. Όταν ο υπηρέτης πήγε να την σκουπίσει με την πετσέτα, εκείνη του την πήρε από τα χέρια της και το έκανε μόνη της προς μεγάλη έκπληξη του υπηρέτη.
   Είχε σκεφτεί ένα τρόπο να ειδοποιήσει το Νικόλα και ήθελε να εφαρμόσει αμέσως τη σκέψη της.
   Η Ανδριάνα πέρασε από το σαλόνι με τον υπηρέτη να τρέχει από πίσω της. Κοντοστάθηκε και κοίταξε τριγύρω το δωμάτιο. Η Ανδριάνα ένιωσε να ζαλίζεται. Στην αρχή δεν συνειδητοποίησε το γιατί, αλλά μετά το κατάλαβε. Είχε φέρει ασυναίσθητα τη συζήτηση που είχε με την Άννα την τελευταία φορά που βρέθηκαν σε τούτο το σπίτι. Μπορούσε να αισθανθεί σχεδόν την παρουσία της. Μπορούσε να φανταστεί τα διαπεραστικά της μάτια όταν της είπε αυτά που κατέστρεψαν τα πάντα.
   Προσπαθώντας να απελευθερωθεί από τις αναμνήσεις, η Ανδριάνα έκανε να πάει προς το μυστικό εργαστήριο, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το βλέμμα της Άννας στη φαντασία της την είχε καθηλώσει.
   «Συμβαίνει κάτι;» Ο υπηρέτης την πλησίασε στο σημείο που στεκόταν.
   «Όχι, τίποτα. Απλώς ένιωσα λιγάκι παράξενα».
   Ήξερε πως δεν είχε ακουστεί καθόλου πειστική, αλλά ο υπηρέτης την είχε πιάσει στον ύπνο. Το πέρασμά της από το σαλόνι, της είχε για κάποιο λόγο κουρελιάσει τα νεύρα. Η Ανδριάνα ένιωσε πράγματι παράξενα. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει διάθεση να μιλήσει στον υπηρέτη της. Ο τρόπος που την κοιτούσε ήταν προκλητικός, σχεδόν υπερβολικά οικείος. Για μια στιγμή τον είδε ως άντρα και όχι σαν υπηρέτη όπως έπρεπε και σκέφτηκε πόσο χαριτωμένος ήταν. Για μια στιγμή η Ανδριάνα ένιωσε εκτεθειμένη. Είχε την εντύπωση πως ο υπηρέτης διάβαζε τις σκέψεις της, έβλεπε τις αδυναμίες της. Μετά θύμισε στον εαυτό της το λόγο για τον οποίο αποφάσισε να διακόψει το μπάνιο της και την περιποίηση των νυχιών της.
   Αντλώντας δύναμη από την ψυχή της διέσχισε το σαλόνι και πατώντας τον διακόπτη άνοιξε την πόρτα του μυστικού εργαστηρίου. 
   Όταν μετά από λίγο έφτασε στο μυστικό εργαστήριο, είδε μπροστά της τις δύο δεξαμενές δημιουργίας που ενώνονταν μεταξύ τους με καλώδια. Στη μία υπήρχε το νεκρό σώμα της Άννας, και στην άλλη το σώμα της Άννας δύο που περίμενε να πάρει πνοή ζωής από τη δημιουργό του. Η Άννα δύο ήταν μια αναπλασμένη αντιγραφή του πλάσματος Άννα που είχε δει η φίλη της να αναδύεται από το κεχριμπαρένιο υγρό. Μέσα στη δεξαμενή έπαιρνε σκέψεις και βιώματα της πραγματικής Άννας.
   Σύμφωνα με το μήνυμα που διάβαζε στην οθόνη, η μεταφορά των δεδομένων από τον νεκρό εγκέφαλο της Άννας, συνεχιζόταν κανονικά και μάλιστα υπολείπονταν 40%.
   Η Ανδριάνα αναστέναξε με ανακούφιση και στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή για να δει το 40 να γίνεται 41. Κάτι που έγινε μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά.
   Εκείνο όμως που η Ανδριάνα δεν ήξερε ήταν πως η φίλη της ήταν έγκυος. Αν το ήξερε θα είχε αλλάξει τις παραμέτρους στον υπολογιστή. Ή το λιγότερο, θα είχε πάρει το έμβρυο από την κανονική Άννα.
   Το πιο πιθανό ήταν να μην συνέβαινε τίποτα. Ωστόσο θα μπορούσε να συμβεί ένας απροσδιόριστος αριθμός λαθών που θα είχαν σαν αποτέλεσμα ατυχή περιστατικά, παρόμοια με το ατυχές περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της Ανάπλασης.
   Στο κομπιούτερ μπροστά της η Ανδριάνα άνοιξε ένα φάκελο που έγραφε: ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΩΜΑΤΕΡΗ. Πάτησε διπλό κλικ στο εικονίδιο που της έδινε την δυνατότητα να γράψει εντολές στο μυαλό του Νικόλα. Αυτό που πραγματικά ευχόταν, ήταν ο ιός που είχε μπει στο σύστημα πριν ενεργοποιήσει την Ανάπλαση, να μην είχε επηρεάσει το πρόγραμμα μεταφοράς δεδομένων στον εγκέφαλο των πλασμάτων της Νέας Ράτσας. 

8
Κανένας δεν τους έφερε φαγητό, αλλά υπήρχαν ένα σωρό μηχανήματα με σνακ και ο Νταν πήγε στο ντουλάπι με τα εργαλεία στο νότιο άκρο του τεράστιου κτιρίου και βρήκε ένα λοστό. Οι άλλοι είχαν σταθεί γύρω και τον κοίταζαν καθώς ετοιμαζόταν να παραβιάσει το μηχάνημα με τα γλυκίσματα -Και βέβαια είμαστε παρανοϊκοί, σκέφτηκε ο Μανόλης. Θα φάμε πατατάκια για βράδυ και γαριδάκια για πρωινό αύριο- όταν άρχισε η μουσική. Που δεν ήταν το «You Light Up My Life». Αυτή τη φορά, από μεγάλα ηχεία που υπήρχαν στην περιφέρεια της τεράστιας χορταριασμένης αλάνας ακούστηκε μια μουσική αργή και επιβλητική, που ο Μανόλης την αναγνώρισε αν και είχε χρόνια να την ακούσει. Τον γέμισε θλίψη και μια απαλή ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του.
   «Είναι σαν...» άρχισε να λέει η Ντενίζ, αλλά δεν συνέχισε. Χαμήλωσε τα μάτια της στο πάτωμα.
   «Τι;» τη ρώτησε ο Μανόλης. «Έλα, πες το. Φίλοι είμαστε».
   «Είναι σαν απόηχος αναμνήσεων» είπε η Ντενίζ. «Σαν να μην έχουν τίποτε άλλο».
   «Ναι», είπε ο Νταν. «Υποθέτω...»
   «Παιδιά!» φώναξε η Ελένη. Είχε τεντωθεί στις μύτες των ποδιών της και κοίταζε από ένα από τα μικρά παράθυρα του κτιρίου. Ήταν αρκετά ψηλά και μόλις που τα κατάφερνε να βλέπει έξω. «Ελάτε να δείτε!»
   Στήθηκαν όλοι μπροστά στο παράθυρο και κοίταξαν έξω στην τεράστια έκταση με το χορτάρι. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει εντελώς. Τα μεγάφωνα και οι προβολείς ορθώνονταν σαν μαύρες, μεταλλικές σκοπιές στον σκοτεινό ουρανό. Πίσω τους ήταν ο γιγάντιος ατσάλινος σκελετός ενός γερανού με το μικρό κόκκινο φωτάκι που αναβόσβηνε στην κορυφή του. Και μπροστά τους, ακριβώς μπροστά στα μάτια τους, χιλιάδες άνθρωποι των κινητών είχαν πέσει στα γόνατα σαν μουσουλμάνοι σε προσευχή, ενώ η μουσική γέμιζε τον αέρα με μια νοσταλγική αίσθηση που θα μπορούσε να ήταν υποκατάστατο αναμνήσεων. Και όταν πλάγιασαν, πλάγιασαν όλοι μαζί σαν ένα σώμα αφήνοντας έναν μονοκόμματο, σιγανό σαρωτικό ήχο και δημιουργώντας με την κίνηση τους μια μετατόπιση του αέρα που έκανε να ξεσηκωθούν από το έδαφος χαρτιά και άδεια σακουλάκια.
   «Βραδινό σιωπητήριο για όλο τον ανεγκέφαλο στρατό» είπε ο Μανόλης. «Αν είναι να κάνουμε κάτι, πρέπει να γίνει απόψε».
   «Να κάνουμε; Τι να κάνουμε;» είπε ο Νταν. «Οι δύο πόρτες που δοκίμασα είναι κλειδωμένες. Είμαι σίγουρος ότι ισχύει το ίδιο και για τις άλλες».
   Ο Νταν σήκωσε ψηλά το λοστό.
   «Δε νομίζω» είπε ο Μανόλης. «Αυτό κάνει για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά και τα γλυκίσματα, αλλά μην ξεχνάτε ότι αυτό το μέρος είναι αποθήκη». Έδειξε προς το βορινό άκρο του τεράστιου κτιρίου. Εκεί το δάπεδο ήταν ντυμένο με παχιά μοκέτα. «Θα δεις ότι οι πόρτες δεν πρόκειται να υποχωρήσουν με το λοστό».
   «Τα παράθυρα;» ρώτησε ο Νταν, ύστερα κοίταξε λίγο καλύτερα και απάντησε μόνος του στην ερώτηση του. «Ίσως χωράει η Ελένη».
   «Ας φάμε κάτι» πρότεινε ο Μανόλης. «Κι έπειτα ας καθίσουμε κι ας ησυχάσουμε λιγάκι. Δεν έχουμε βρει ησυχία».
   «Για να κάνουμε τι;» ρώτησε η Ντενίζ.
   «Εσείς, παιδιά, μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε» είπε ο Μανόλης. «Εγώ δεν έχω ζωγραφίσει καθόλου εδώ και δύο βδομάδες και μου λείπει τρομερά. Λέω να ζωγραφίσω».
   «Δεν έχεις χαρτί» είπε η Ελένη.
   Ο Μανόλη χαμογέλασε. «Όταν δεν έχω χαρτί ζωγραφίζω με το μυαλό μου».
   Η Ελένη τον κοίταξε επιφυλακτικά, προσπαθώντας να καταλάβει αν την δούλευε. Προφανώς έκρινε ότι ο Μανόλης μιλούσε σοβαρά. «Ναι, αλλά δεν μπορεί να είναι τόσο καλά όπως όταν ζωγραφίζεις σε χαρτί» είπε.
   «Ελένη δεν έχω ζωγραφίσει ποτέ. Νομίζεις πως όποια σχέση είχα με την αφέντρα μου είχα τέτοιου είδους πολυτέλεια; Ζωγραφίζω όμως με το μυαλό μου από τότε που ήμουν παιδί. Και αυτό από μερικές πλευρές είναι καλύτερα. Αντί να σβήνω, ξανασκέφτομαι».
   Ακούστηκε ένας απότομος κρότος και η πόρτα του μηχανήματος με τα γλυκίσματα άνοιξε διάπλατα. «Μπίνγκο!» φώναξε ο Νταν σηκώνοντας το λοστό πάνω από το κεφάλι του. «Ποιος είπε ότι οι καθηγητές κολεγίου που είναι σκλάβοι δεν αξίζουν τίποτε στον πραγματικό κόσμο;»
   «Κοιτάξτε» είπε λαίμαργα η Ντενίζ, αγνοώντας τον Νταν. «Ολόκληρο ράφι με Mentos!» Και έκανε βουτιά στις καραμέλες.
   «Μανόλη;» είπε η Ελένη.
   «Χμμμ;»
   «Δε φαντάζομαι να είδες πουθενά το παιδάκι; Ή την αφέντρα σου την Άντα;» 
   «Άννα» είπε ο Μανόλης. «Όχι, δεν είδα κανέναν». Έσκυψε στο πλάι για να δει πίσω από την τουρλωτή κοιλιά της Ντενίζ. «Καραμέλες βουτύρου είναι αυτές;»

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #130 στις: Ιουλίου 28, 2011, 04:55:46 μμ »
9
Τιμή και δόξα στην ευλογημένη μπόχα. Έντονη, διαπεραστική, απόλυτη.
   Στο Νικόλα άρεσε να πιστεύει πως η κακοσμία της απέραντης χωματερής, είχε ποτίσει τη σάρκα και τα οστά του, πως είχε εισχωρήσει στο αίμα του, κατά την ίδια έννοια που η μυρωδιά της καπνιστής λεπτοκαρυάς διαποτίζει ακόμα και τα πιο συμπαγή κομμάτια κρέατος στο αλλαντοποιείο.
   Τον μεθούσε η σκέψη πως και ο ίδιος βρωμούσε ως το μεδούλι όλες τις παραλλαγές της μυρωδιάς της αποσύνθεσης, όπως ο θάνατος που τόσο λαχταρούσε μα που δεν μπορούσε ποτέ να γευτεί.
   Φορώντας τις ψηλές ως τους μηρούς μπότες του, διέσχισε το δυτικό λάκκο κάνοντας να κουδουνίζουν λογής-λογής τενεκεδάκια και κονσερβοκούτια όπως τα κλωτσούσε στο διάβα του, που έτριζαν κάτω από το βάρος των πελμάτων του, καθώς πήγαινε γραμμή για το σημείο του λάκκου που λίγο πριν η επιφάνεια της σκουπιδόμαζας, ήταν σαν να έχει κυματίσει προς στιγμή. Τώρα αυτό το περίεργο κι ανεξήγητο φαινόμενο είχε καταλαγιάσει εντελώς.
   Φτάνοντας στο σημείο που είχε παρατηρήσει το στιγμιαίο κυματισμό, η επιφάνεια δεν παρουσίαζε τίποτα το ιδιαίτερο σε σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι συσσωρευμένων απορριμμάτων που μόλις είχε διασχίσει.
   Είδε μια κούκλα που τα πόδια της κρέμονταν ξεχαρβαλωμένα κι είχε σπασμένο το ένα της φρύδι. Φαντάστηκε πως κάτω από τα πόδια του κείτονταν ένα παιδί της παλιάς ράτσας, και άρχισε να ποδοπατεί την κούκλα μέχρι που διέλυσε εντελώς το χαμογελαστό της πρόσωπο.
   Κάνοντας τώρα αργά μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών, έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στο σκουπιδομάνι.
   Μύρισε τον αέρα ξανά και ξανά, γυρεύοντας να εντοπίσει με τη γενετικά ενισχυμένη όσφρησή του τι ήταν εκείνο που ίσως είχε προκαλέσει το στιγμιαίο ανάδεμα της σκουπιδόμαζας σε τούτο το μικρό πέλαγος από απορρίμματα. Η μυρωδιά δεν έμοιαζε να είναι πιο έντονη απ’ ότι συνήθως.
   Αρουραίοι. Ο Νικόλας μυρίστηκε την παρουσία τους κάπου εκεί κοντά. Σε μια χωματερή όπως ετούτη εδώ, η μυρωδιά των αρουραίων ήταν εξίσου συνηθισμένη όσο κι αυτή των σκουπιδιών.
   Ο Νικόλας επιθεώρησε το χώρο εκεί τριγύρω, κοιτώντας, μυρίζοντας, μέχρι που στάθηκε, κοντοστάθηκε, κι έμεινε να αφουγκράζεται. Ακίνητος σαν άγαλμα. Παίρνοντας αργές, αλλά βαθιές ανάσες.
   Σαν για να βοηθήσει την έρευνά του ο αέρας, έμενε βαρύς κι ακίνητος. Δεν φυσούσε ούτε για δείγμα, κι αυτό τον διευκόλυνε καθώς προσπαθούσε να αφουγκραστεί.
   Τέτοιες στιγμές, η γλυκιά μπόχα της χωματερής έκανε τον Νικόλα να υπάρχει σε μια κατάσταση πνευματικής ευφορίας, ήρεμος μα κι απ’ την άλλη με όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση.
   Έτσι που ο χρόνος κυλούσε τώρα δίχως να τον καταλαβαίνει, ο Νικόλας βίωνε τώρα την δική του ιδιότυπη Νιρβάνα, και δεν κατάλαβε πόσα λεπτά της ώρας είχαν κυλίσει μέχρι που μέσα από τη μουσική που έπαιζε στα μεγάφωνα, άκουσε μια φωνή, αλλά πάλι δεν ήταν σίγουρος αν ήταν φωνή κάποιου τραγουδιστή –παρόλο που το κομμάτι που έπαιζαν τα μεγάφωνα ήταν ορχηστρικό-, μέχρι που με τα πολλά κατάφερε να ξεχωρίσει τι έλεγε.
   «Νικόλα;»
   Φωνή απαλή, τρεμάμενη, σχεδόν σβησμένη, που άρθρωνε μία και μοναδική λέξη, κι ήταν αβέβαιο αν έβγαινε από στόμα γυναικείο ή ανδρικό.
   Ο Νικόλας με τη σκυλίσια μύτη έμεινε εκεί που ήταν, ακίνητος μυρίζοντας τον αέρα.
   «Νικόλα, Νικόλα, Νικόλα;»
   Τούτη τη φορά η επίκληση του ονόματός του ήταν λες και έβγαινε ταυτόχρονα από τέσσερα ή πέντε στόματα, αντρικά και γυναικεία.
   Σαν έριξε άλλη μια πιο προσεκτική ματιά γύρω στο σκουπιδοχώραφο, ο Νικόλας διαπίστωσε πως ήταν ολομόναχος. Αυτοί οι τρελοί (ανάκατα μέλη της παλιάς και της Νέας ράτσας) είχαν πέσει σε κάτι που θύμιζε ύπνο. Οι άλλοι που ήταν μόνο μέλη της παλιάς ράτσας και έμοιαζαν να βρίσκονται στη χωματερή σαν φυλακισμένοι παρά τη θέλησή τους, αλλά ταυτόχρονα και με τη θέλησή τους, κοιμόντουσαν και αυτοί. Τρεις άλλοι της παλιάς ράτσας ήταν κλειδωμένοι μέσα στην αποθήκη και σίγουρα δεν ήταν εκείνοι που μιλούσαν –αλλά ακόμα κι αν ήταν αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να ακούγονται τόσο κοντά του.
   Τώρα πως ήταν δυνατόν να συνέβαινε κάτι τέτοιο, μακάρι να ήξερε, όμως το γεγονός ήταν πως οι φωνές μάλλον είχαν βγει από τα βάθη της συμπαγούς μάζας των απορριμμάτων, κάτω από τα πόδια του, περνώντας μέσα από σχισμές και κενά, προερχόμενες από… Από πού;
   «Νικόλα, είμαι η αφέντρα σου η Ανδριάνα. Είναι κάτι που θέλω να κάνεις για μένα».
   Ο ακίνητος αέρας. Η μπόχα των σκουπιδιών. Ο Νικόλας έστεκε εκεί μόνος, με την απέραντη μάζα των σκουπιδιών ακίνητη κάτω από τα πόδια του. Με τους τρελούς ανθρώπους να κοιμούνται ακούγοντας τη μουσική. Περιμένοντας να ακούσει ποια αποστολή θα του αναθέσει η αφέντρα του. 


10
Ο ήχος που έκανε το πληκτρολόγιο του υπολογιστή, καθώς το χτυπούσαν τα επιδέξια δάχτυλα της Ανδριάνας που δακτυλογραφούσε την αποστολή στον Νικόλα, ήταν ο μοναδικός που ακουγόταν μέσα στο εργαστήριο. Κάθε φορά που η Ανδριάνα σταματούσε για λίγα δευτερόλεπτα την πληκτρολόγηση, η επακόλουθη σιωπή ήταν περίπου εκκωφαντική.
   Εκτός από τον ήχο της πληκτρολόγησης, άλλος ένας ήχος έσπασε τη σιωπή. Ο Θοδωρής, ένα άλλο μέλος της Νέας Ράτσας, σκλάβος στην έπαυλη της Ανδριάνας, που είχε την υποχρέωση να χειρίζεται μια φορητή βιντεοκάμερα με την οποία κατέγραφε και καταχωρούσε σε ειδικό οπτικοακουστικό αρχείο όλα τα πειράματα και γενικότερα τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στο μυστικό εργαστήριο, έδειχνε ταραγμένος με κάτι που είδε και δεν μπορούσε να δει η Ανδριάνα μιας και είχε γυρισμένη την πλάτη της στις δεξαμενές δημιουργίας. Η φωνή του ήταν ο ήχος που έσπασε την εκκωφαντική σιωπή του εργαστηρίου.
   «Κυρία Ανδριάνα αυτό που συμβαίνει είναι πέρα για πέρα ανησυχητικό. Νομίζω πως είναι καλύτερα να γυρίσετε και να ρίξετε μια ματιά στη δεξαμενή με την Άννα δύο».
   «Σου έχω πει να μην με διακόπτεις Θοδωρή» αποκρίθηκε η Ανδριάνα φανερά ενοχλημένη. Πάτησε το enter στέλνοντας το μήνυμα στον Νικόλα και γύρισε να κοιτάξει.
   Στην οθόνη του κομπιούτερ έγραφε 100%. Τα δεδομένα για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχαν μεταφερθεί πολύ γρήγορα. Αυτό όμως που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του ανεξήγητου, ήταν η κοιλιά της Άννας δύο που είχε αρχίσει να πρήζετε. Ίσως όχι ακόμα σε επικίνδυνο βαθμό, αλλά αν συνέχιζε μ’ αυτό το ρυθμό…   
   «Τι στο διάβολο;»
   Την έκπληξη της Ανδριάνας ακολούθησε το άνοιγμα των ματιών της Άννας δύο. Αυτό κι αν ήταν παράλογο.
   Μόλις τα μάτια της άνοιξαν, για μια αγωνιώδη στιγμή, η Άννα δύο κοίταξε γύρω της σαν παγιδευμένο ζώο. Η Ανδριάνα είδε σ’ αυτά τα μάτια υπερένταση. Όταν όμως η υπερένταση αυτή καταλάγιασε, έδωσε τη θέση της σε μια ανησυχία.
   Η κοιλιά της συνέχισε να πρήζετε.
   Με τα χέρια της η Άννα δύο τράβηξε όλα τα καλώδια από πάνω της και με αργές σαν μεθυσμένου κινήσεις βγήκε από τη δεξαμενή.
   Με το ένα χέρι ακουμπισμένο χαμηλά στην κοιλιά της, λες και υπέφερε από στομαχόπονο, η Άννα δύο ζύγωσε τώρα στην δεξαμενή που ήταν βυθισμένο το νεκρό σώμα της Άννας. Γύρισε και κοίταξε τη δημιουργό της. «Κάτι μου συμβαίνει» είπε φανερά στεναχωρημένη στην Ανδριάνα. «Ίσως τα πράγματα να μην εξελιχθούν έτσι όπως τα περιμένατε κυρία».
   «Τι σου συμβαίνει;» ρώτησε η Ανδριάνα που προσπαθούσε να δείχνει ψύχραιμη.
   «Μάλλον αυτό που θα συμβεί, δεν θα είναι καλό. Καθόλου καλό. Κάτι πλησιάζει».
   Αίφνης, το πρόσωπό της συσπάστηκε σαν να την είχε πιάσει ένας ξαφνικός πόνος. Άφησε μια πνιχτή κραυγή και έπιασε με τα δυο της χέρια το στομάχι της.
   «Άννα;»
   «Χωρίζομαι στα δύο».
   Κοιτάζοντας την Ανδριάνα, με τον τρόμο τώρα να υπερνικάει τον πόνο της, η Άννα δύο άνοιξε το στόμα της και ούρλιαξε: «Κυρία;»
   Η Άννα δύο διέσχισε το δωμάτιο και βγήκε από την πόρτα του εργαστηρίου στην έπαυλη. Η Ανδριάνα άνοιξε ένα συρτάρι άρπαξε ένα πιστόλι που υπήρχε μέσα σ’ αυτό και έτρεξε ξωπίσω του. Πίσω της ακολούθησαν ο υπηρέτης και ο Θοδωρής με τη φορητή βιντεοκάμερα, βιντεοσκοπώντας την καταδίωξη. Το γεγονός ότι η Ανδριάνα καθυστέρησε για να πάρει το όπλο της, έδωσε στην Άννα δύο κάποιο προβάδισμα.
   Η Άννα δύο πρόλαβε να ανοίξει την πόρτα της έπαυλης και να βγει στον κήπο, προτού προλάβει η Ανδριάνα να την βάλει στο σημάδι.
   Η Ανδριάνα έτρεχε, αλλά η Άννα δύο είχε προλάβει να πάρει κεφάλι τρέχοντας σαν σφαίρα μέσα στον τεράστιο κήπο. Η πόρτα της έπαυλης απείχε τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο από το σημείο που βρισκόταν η Άννα δύο. Η Ανδριάνα σκέφτηκε πως δεν έπρεπε με τίποτα να βγει έξω στον δρόμο. Η Άννα δύο όμως, πλάσμα που έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά άνθρωπος δεν ήταν, ένα ον δημιουργημένο στο μυστικό εργαστήριο της Ανδριάνας, ήταν πολύ γρηγορότερη από την Ανδριάνα.
   Αστραπές έσχιζαν του ουρανού το καταπέτασμα, οι μανόλιες του οικοπέδου, έριχναν μαύρες βαριές σκιές στο γκαζόν, οι βροντές των κεραυνών συντάραζαν την έπαυλη από άκρη σε άκρη, τόσο που η Ανδριάνα νόμιζε πως το έδαφος σείονταν κάτω από τα πόδια της, όμως η μπόρα δεν έλεγε να ξεσπάσει ακόμη, λες και φύλαγε το… καλύτερο για αργότερα.
   Η Άννα δύο έτρεχε σαν φτιαγμένη μαραθωνοδρόμος, μεγαλώνοντας την απόσταση, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι που έφτασε στον τεράστιο τοίχο που έκρυβε την έπαυλη από τα αδιάκριτα βλέμματα των ανθρώπων της παλιάς ράτσας.
   Πλησιάζοντας κοντά στον ύψους δυόμισι μέτρων τούβλινο τοίχο, ρίχτηκε πάνω του και τον σκαρφάλωσε με την σκαρφάλωσε με την σβελτάδα μαϊμούς. Όμως έτσι αναπάντεχα άφησε ένα ουρλιαχτό, λες και ένας φριχτός πόνος της έσκιζε τα σωθικά. Τότε γκρεμίστηκε από τον τοίχο, έφερε δύο τούμπες, και στάθηκε ξανά στα πόδια της.
   Η Ανδριάνα της φώναξε, καλώντας την να μείνει ακίνητη, λες και υπήρχε πιθανότητα μία στο εκατομμύριο να συμμορφωνόταν.
   Η Άννα δύο όρμησε ξανά προς τον τοίχο, πήδηξε, πιάστηκε από το χείλος στην κορυφή, τόσο σβέλτα που η Ανδριάνα δεν πρόλαβε καν να παρακολουθήσει τις κινήσεις της, τέλος κατάφερε να έλξη το βάρος της προς τα πάνω, και να πηδήξει από την άλλη μεριά.
   «Τρέχα να την προλάβεις» φώναξε η Ανδριάνα στον υπηρέτη, και εκείνος έτρεξε με το Θοδωρή ξωπίσω του στην πύλη της έπαυλης για να βγει στο δρόμο στην έξω μεριά του τοίχου.
   Η Άννα αν έβαλε το πιστόλι στην ζώνη του παντελονιού της και ακολούθησε τους δύο σκλάβους έξω από την έπαυλη.
   Αν και ήταν βέβαιη πως στο μεταξύ η Άννα δύο την είχε κοπανήσει, όταν κοίταξε έξω από την πύλη, είδε πως είχε ξαναπέσει. Ήταν πεσμένη ανάσκελα καταμεσής του δρόμου και σάλευε και σκιρτούσε σαν φίδι με τσακισμένη ραχοκοκαλιά.
   Η Άννα δύο, όντας μέλος της Νέας Ράτσας, είχε την δυνατότητα να απομονώνει τον σωματικό πόνο όταν πάθαινε κάποιο ατύχημα, όμως τώρα η Άννα δύο είτε είχε ξεχάσει πώς να ενεργοποιεί αυτήν την επιλογή, είτε της συνέβαινε κάτι πολύ άσχημο, το οποίο δεν ήξερε πώς να το ελέγξει.
   Όταν η Ανδριάνα έφτασε στην Άννα δύο, εκείνη είχε σηκωθεί ξανά όρθια και κινούσε παραπαίοντας προς μια κοντινή διασταύρωση. Από το στόμα της έβγαινε ένα ουρλιαχτό λύσσας.
   Η Άννα δύο εξακολουθώντας να παραπαίει κινήθηκε προς μια αποθήκη που άνηκε στην Ανδριάνα. Όταν έπεσε με φόρα πάνω στην πόρτα, εκείνη δεν υποχώρησε. Η Άννα δύο ούρλιαξε από το κακό της. Η Ανδριάνα της φώναξε να σταματήσει, όμως η Άννα δύο, ήταν αποφασισμένη να γκρεμίσει την πόρτα.
   Η Ανδριάνα φώναξε πάλι τις εντολές της. Σήκωσε το όπλο προς το μέρος της. Απείχε μόλις πέντε βήματα για να της ρίξει εξ επαφής.
   Η Άννα δύο έπεσε με φόρα πάνω στην πόρτα γι’ άλλη μια φορά, κι εκείνο που ακούστηκε ήταν άλλο ένα ουρλιαχτό λύσσας και το βογγητό των σιδερικών που δέχονταν όλο αυτό το φοβερό ζόρι. η πόρτα της αποθήκης φάνηκε να υποχωρεί. Οι μεντεσέδες έσπασαν κι κρότοι από το σπάσιμό τους ακούστηκαν σαν πυροβολισμοί. Η πόρτα έπεσε κάτω και η Άννα δύο εξαφανίστηκε στο σκοτεινό εσωτερικό της αποθήκης, τη στιγμή που η Ανδριάνα ήταν έτοιμη να πυροβολήσει.
   Ο Θοδωρής έτρεξε κοντά στην αφέντρα του. «Θα προσπαθήσει να ξεφύγει από την άλλη μεριά».
   Η Ανδριάνα δεν του έδωσε σημασία και μπήκε προσεκτικά με το όπλο προτεταμένο στην αποθήκη.
   Η σκοτεινιασμένη απεραντοσύνη του ουρανού σχίστηκε στα δύο από την πελώρια λάμψη μιας ηφαιστειακής, θαρρούσες, έκρηξης. Και επιτέλους άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα –το είδος της καταρρακτώδους βροχής που θα ενέπνεε ναυπηγούς κιβωτών.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #131 στις: Ιουλίου 28, 2011, 11:32:00 μμ »
11
Σε μια άλλη αποθήκη τώρα, όχι πολύ μακριά από την αποθήκη έξω από την έπαυλη της Ανδριάνας, τέσσερις φυλακισμένοι νορμάλ άνθρωποι, είχαν φουσκώσει τρώγοντας καραμέλες και είχαν κάνει επιδρομή και στο μηχάνημα με τα αναψυκτικά. Δοκίμασαν και τις υπόλοιπες πόρτες και τις βρήκαν όλες κλειδωμένες. Ο Νταν προσπάθησε να παραβιάσει μία με το λοστό και δεν κατάφερε
να τον χώσει ούτε στη χαραμάδα κοντά στο πάτωμα. Ο Μανόλης είχε τη γνώμη ότι οι πόρτες, αν και ξύλινες, πρέπει να ήταν ενισχυμένες με ατσάλι εσωτερικά.
   «Προφανώς και με συναγερμό» είπε ο Μανόλης. «Έτσι και τις ζορίσεις λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει, έρχεται η αστυνομία και σε βουτάει».
   Τώρα οι άλλοι τρεις είχαν καθίσει σε κύκλο πάνω στην παχιά μοκέτα. Ο Μανόλης καθόταν στο τσιμέντο με την πλάτη του πάνω στην πόρτα απ' όπου τους είχε μπάσει η Κουρελιάρα Ανδριάνα με μια μικρή κοροϊδευτική υπόκλιση: Παρακαλώ, μετά από σας. Τα ξαναλέμε το πρωί.
   Το μυαλό του Μανόλη ήθελε να επιστρέψει στην άλλη κοροϊδευτική χειρονομία, στη μίμηση του τηλεφώνου, αλλά δεν του το επέτρεψε, όχι άμεσα τουλάχιστον. Ήξερε από μακρά εμπειρία πως ο
καλύτερος τρόπος να πιάσεις κάτι τέτοια πράγματα ήταν από την πίσω πόρτα. Γι' αυτό, ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο ξύλο που ήταν εσωτερικά ενισχυμένο με ατσάλι, έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε ένα συναρπαστικό τέλος του κόσμου, με ορδές μεταλλαγμένων ενάντια στους ελάχιστους φυσιολογικούς που έχουν επιζήσει...
   Μόνο που δεν του πήγαινε. Φαινόταν εντάξει με μια επιφανειακή ματιά, έτσι όπως φαίνονταν οι πόρτες του κτιρίου ξύλινες, ενώ ήταν ατσάλινες στην πραγματικότητα. Οι στρατιές των ανθρώπων
των κινητών ήταν εξαντλημένες -πρέπει να ήταν. Πόσοι από αυτούς να είχαν χαθεί στο ξέσπασμα βίας αμέσως μετά την Ανάπλαση; Οι μισοί; Θυμήθηκε πόσο ακραία ήταν εκείνη η βία και σκέφτηκε, Μπορεί και περισσότεροι. Ίσως το εξήντα με εβδομήντα τοις εκατό. Έπειτα υπήρχαν οι απώλειες από βαρείς τραυματισμούς, μολύνσεις, νέες συμπλοκές και καθαρή βλακεία. Συν, φυσικά, αυτές από τους δολοφόνους κοπαδιών. Πόσους να είχαν βγάλει αυτοί από τη μέση; Πόσα μεγάλα κοπάδια σαν κι ετούτο να είχαν απομείνει συνολικά;
   Ο Μανόλης σκέφτηκε ότι μπορεί να το ανακάλυπταν αύριο, αν τα κοπάδια που απέμεναν συντονίζονταν όλα για τη μεγάλη τελετή της εκτέλεσης των παραφρόνων. Όχι πως θα τους ωφελούσε σε τίποτε και να το μάθαιναν.
   Η κατάσταση των ανθρώπων των κινητών μπορούσε να συνοψιστεί σε δύο λέξεις: μεγάλες απώλειες. Φαίνονταν πάρα πολλοί -διάβολε, φαίνονταν αμέτρητοι-, αλλά και τα αποδημητικά περιστέρια έτσι πρέπει να φαίνονταν, μέχρι το τέλος. Γιατί ταξίδευαν σε τεράστια σμήνη, τόσο μεγάλα που μαύριζε ο ουρανός. Εκείνο που κανείς δεν είχε προσέξει ήταν ότι κατέφταναν όλο και λιγότερα απ' αυτά τα γιγάντια σμήνη. Μέχρι που τα εξολόθρευσαν όλα. Το είδος εξαφανίστηκε. Φινίτο. Αντίο για πάντα.
   Συν, σκέφτηκε ο Μανόλης, ότι τώρα έχουν και το άλλο πρόβλημα, τον κακό προγραμματισμό. Το σκουλήκι. Μ' αυτό τι θα γίνει; Συνολικά, αυτοί οι τύποι μπορεί να αποδειχτούν πολύ πιο βραχύβιοι ακόμη και από τους δεινόσαυρους, παρά την τηλεπάθεια, το μετεωρισμό και τα λοιπά.
   Εντάξει, αρκετά με τις αναδρομές. Πως θα τους κάνει να τσιμπήσουν και θα τους προσελκύσει; Ο Μανόλης σκέφτηκε στο μυαλό του και ζωγράφισε μια εικόνα. Ο Μανόλης και ο Ρέι, τι άλλο; Όρθιοι μέσα στο δάσος. Ο Μανόλης άρχισε να σκιτσάρει.
   Ο Ρέι κρατάει το 45άρι με την κάννη κάτω από το πιγούνι του και ο Μανόλη κρατάει...
   Ένα κινητό, φυσικά. Αυτό που έχει σουφρώσει ο Ρέι.
   ΜΑΝΟΛΗΣ (έντρομος): Ρέι, ΜΗ! Δεν έχει νόημα! Δε θυμάσαι; Το Έπαυλη είναι ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΙΝ…
   Μάταια! ΜΠΑΝΓΚ! με ακανόνιστα κίτρινα κεφαλαία, πρώτο πλάνο στη σελίδα ανοίγματος κι εδώ μιλάμε για μεγάλο άνοιγμα, γιατί το όπλο ήταν εφοδιασμένο με τις ειδικές σφαίρες που πουλιούνται στο Ίντερνετ, στα σάιτ της Αμερικανικής Παράνοιας, και όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού του Ρέι γίνεται ένας κόκκινος πίδακας. Σε τρίτο πλάνο -μια από εκείνες τις λεπτομερείς πινελιές για τις οποίες ο Μανόλης, αν ζωγράφιζε πραγματικά, μπορεί να γινόταν διάσημος σε έναν κόσμο όπου δεν θα είχε συμβεί η Ανάπλαση-, ένα μοναχικό, τρομαγμένο κοράκι σηκώνεται από το κλαδί ενός πεύκου.
   Μια πολύ δυνατή πρώτη σελίδα, σκέφτηκε ο Μανόλης. Μακάβρια, ναι –στις παλιές μέρες θα είχε κριθεί ανεπίτρεπτη-, αλλά άμεσα ελκυστική. Και, παρ' όλο που ο Μανόλης δεν είχε πει ποτέ αυτή τη φράση στον Ρέι, ότι στην Έπαυλη τα κινητά δεν έπιαναν πέρα από το σημείο μετατροπής, θα του το έλεγε σίγουρα αν το είχε σκεφτεί έγκαιρα. Αλλά ο χρόνος είχε τελειώσει. Ο Ρέι είχε αυτοκτονήσει για να μη δουν η Κουρελιάρα Ανδριάνα και οι δικοί της εκείνο το τηλέφωνο μέσα στο μυαλό του κι αυτό ήταν τραγική ειρωνεία. Η Κουρελιάρα Ανδριάνα ήξερε για το κινητό που την ύπαρξη του ο Ρέι είχε πεθάνει για να προστατεύσει. Ήξερε ότι ήταν στην τσέπη του Μανόλη... και αδιαφορούσε.
   Η Κουρελιάρα Ανδριάνα. Όρθια μπροστά στη μεγάλη δίφυλλη πόρτα της αποθήκης. Να κάνει εκείνη τη χειρονομία -ο αντίχειρας στο αυτί, τα τρία δάχτυλα γροθιά δίπλα στο σκισμένο μάγουλο,
το μικρό δάχτυλο μπροστά στο στόμα. Και να χρησιμοποιεί την Ντενίζ για να το ξαναπεί, να το κάνει σαφές: Όχι-τηλέφωνο-εσύ.
   Ακριβώς. Γιατί, Έπαυλη=Οχ-Τιλ.
   Ο Ρέι είχε πεθάνει για το τίποτε... όμως, γιατί αυτό δεν τον τάραζε τώρα;
   Ο Μανόλης είχε συναίσθηση ότι λαγοκοιμόταν, όπως του συνέβαινε συχνά όταν ζωγράφιζε με το μυαλό του. Χαλάρωνε. Κι αυτό ήταν καλό. Γιατί έτσι αισθανόταν πάντα λίγο πριν η εικόνα και η ιστορία γίνουν ένα: ευτυχισμένος, όπως αισθάνεται κανείς πριν από μια επιστροφή στην πατρίδα που την περίμενε καιρό. Πριν το ταξίδι τελειώσει με το σμίξιμο των αγαπημένων. Ο Μανόλης δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να αισθάνεται έτσι, αλλά έτσι αισθανόταν.
   Ο Ρέι, είχε πεθάνει για ένα άχρηστο κινητό.
   Ή μήπως ήταν παραπάνω από ένα; Τώρα ο Μανόλης φαντάστηκε άλλο ένα καρέ. Αυτό ήταν ανάμνηση, το καταλάβαινε κανείς από το οδοντωτό πλαίσιο.
   Κοντινό πλάνο στο χέρι του ΡΕΪ, που κρατάει το βρόμικο κινητό και ένα χαρτάκι που έχει γραμμένο βιαστικά επάνω του έναν αριθμό τηλεφώνου. Ο αντίχειρας του ΡΕΪ κρύβει όλα τα νούμερα, εκτός από τον κωδικό κλήσης.
   ΡΕΪ: Όταν έρθει η ώρα, πάρε αυτό το νούμερο. Θα καταλάβεις πότε. Ελπίζω να καταλάβεις.
   Δεν γίνεται να τηλεφωνήσω πουθενά με κινητό από εκεί που θα είμαστε, Ρέι, γιατί Έπαυλη=Οχ-Τιλ. Ρώτα και την Πρόεδρο της Ανδριάνας.
   Και για να τονιστεί ακόμη περισσότερο αυτό το σημείο, άλλο ένα φλασμπάκ, ένα καρέ με οδοντωτό πλαίσιο. Η Εθνική οδός. Σε πρώτο πλάνο το κίτρινο σχολικό λεωφορείο. Σε δεύτερο πλάνο, στα μισά της απόστασης, γραμμένο με μπογιά πάνω στην άσφαλτο: ΕΠΑΥΛΗ=ΟΧ-ΤΙΛ. Οι λεπτομέρειες για άλλη μια φορά εκπληκτικές: άδεια κουτάκια αναψυκτικών στο χαντάκι του δρόμου, ένα μπλουζάκι σκαλωμένο σ' ένα θάμνο και, στο βάθος, μια τέντα που ανεμίζει με τον αέρα σαν μακριά καφετιά γλώσσα. Πάνω από το σχολικό τέσσερα «μπαλόνια». Δεν είναι τα λόγια που είπαν πραγματικά (το νυσταγμένο μυαλό του το ξέρει), αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα τώρα δεν είναι η μυθοπλασία.
   Ο Μανόλης σκέφτηκε ότι μπορεί να καταλάβαινε ποιο ήταν το θέμα, όταν θα έφτανε εκεί.
   ΝΤΕΝΙΖ: Εδώ είναι που;...
   ΜΑΝΟΛΗΣ: Που έκαναν τις μετατροπές, ναι. Μπαίνεις στη γραμμή νορμάλ, κάνεις το τηλεφώνημα φιλάς τα πόδια της Κουρελιάρας Ανδριάνας δηλώνοντας υποταγή και όταν πας να συναντήσεις το κοπάδι της χωματερής είσαι ένας από ΑΥΤΟΥΣ. Ωραία δουλειά.
   ΝΤΑΝ: Γιατί εδώ; Γιατί όχι στο χώρο της χωματερής;
   ΜΑΝΟΛΗΣ: Το ξέχασες; Έπαυλη=Οχ-Τιλ. Τους έστησαν στο όριο της περιοχής όπου δεν υπάρχει κάλυψη. Πέρα από εκεί, τίποτε. Κενό. Μηδέν γραμμούλες.
   Καινούριο καρέ. Κοντινό πλάνο στην Κουρελιάρα Ανδριάνα σε όλη τη δόξα της αθλιότητας της. Να χαμογελάει με το σακατεμένο στόμα της, συνοψίζοντας τα πάντα σε μια χειρονομία. Ο Ρέι είχε μια λαμπρή ιδέα που εξαρτιόταν από ένα τηλεφώνημα από κινητό. Ήταν τόσο λαμπρή που ξέχασε εντελώς ότι εδώ πάνω δεν υπάρχει κάλυψη δικτύου. Θα χρειαστεί να φτάσω μέχρι το μέχρι έξω από την χωματερή για να μου δείξει μια γραμμούλα το κινητό. Αστείο, αλλά τι είναι ακόμα πιο αστείο; Εγώ το πήρα! Ο βλάκας!
   Άρα, αυτό για το οποίο είχε πεθάνει ο Ρέι ήταν μάταιο; Ίσως, αλλά τώρα άρχισε να σχηματίζεται μια καινούρια εικόνα. Έξω, ο Μπαχ είχε δώσει τη θέση του στον Μότσαρτ και ο Μότσαρτ στον Βιβάλντι. Μουσική που ξεχυνόταν από ηχεία αντί από φορητά ραδιοκασετόφωνα. Μαύρα τετράγωνα ηχεία πάνω σε έναν νεκρό ουρανό. Σε πρώτο πλάνο η χωματερή…
   Ο Μανόλης άνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε. Βροντές από μια καταιγίδα που είχε ξεσπάσει και ο θόρυβος της βροχής όπως έπεφτε ορμητική πάνω στην στέγη της μεγάλης αποθήκης, τον ξύπνησαν από το λήθαργο που είχε πέσει.
   Οι άλλοι ήταν ακόμη στο βορινό άκρο, καθισμένοι σε κύκλο πάνω στη μοκέτα. Ο Μανόλης δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα είχε μείνει ακουμπισμένος πάνω στην πόρτα, αλλά ήξερε ότι είχε μουδιάσει ο πισινός του.
   Παιδιά! προσπάθησε να φωνάξει, αλλά στην αρχή δεν βγήκε κανένας ήχος από τα χείλη του. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και δοκίμασε ξανά. «Παιδιά!» είπε. Οι άλλοι γύρισαν και κοίταξαν. Πρέπει να υπήρχε κάτι στη φωνή του που έκανε την Ελένη να σηκωθεί από το πάτωμα. Ο Νταν την μιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
   Ο Μανόλης προχώρησε προς το μέρος τους νιώθοντας σαν να βάδιζε με ξένα πόδια. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό ενώ προχωρούσε.
   Το κινητό που για χάρη του είχε πεθάνει ο Ρέι, γιατί πάνω στην ένταση της στιγμής είχε ξεχάσει το πιο βασικό γεγονός για τη χωματερή: εδώ πάνω, στο βορινό άκρο της χωματερής, τα αναθεματισμένα κινητά δεν έπιαναν.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #132 στις: Ιουλίου 29, 2011, 04:26:11 μμ »
12
Δεξιά πλάι από την γκρεμισμένη πόρτα η Ανδριάνα βρήκε ένα διακόπτη. Ευτυχώς που και η αποθήκη τροφοδοτούνταν με ρεύμα από την μεγάλη γεννήτρια της έπαυλης. Στο φως του ηλεκτρικού αποκαλύφτηκε αίφνης ένας χώρος υποδοχής. Υπήρχαν μερικές καρέκλες. Δεξιά και αριστερά του χώρου χαμηλά κάγκελα, λίγα γραφεία πιο πέρα.
   Ευθεία μπροστά ένας μεγάλος πάγκος. Στην αριστερή άκρη, μια πύλη έχασκε ανοιχτή.
   Η Άννα δύο μπορεί να ήταν τώρα κουρνιασμένος πίσω από την άλλη άκρη του πάγκου, παραμονεύοντάς την, όμως η Ανδριάνα πολύ αμφέβαλε γι’ αυτό. Η Άννα δύο δεν ήθελε να της επιτεθεί αλλά να ξεφύγει.
   Η Ανδριάνα ξεκόλλησε από κει που είχε σταθεί σαρώνοντας με την κάννη του πιστολιού της το χώρο μπροστά της όπως την κρατούσε προτεταμένη, για την περίπτωση που η Άννα δύο θα πεταγόταν από τον πάγκο. Άφαντη.
   Πίσω από τον πάγκο υπήρχε μια πόρτα που ήταν ανοιχτή. Η Ανδριάνα την άνοιξε κι άλλο σπρώχνοντάς την με την κάννη του όπλου της.
   Το φως πίσω της ήταν αρκετό, έτσι διέκρινε το διάδρομο που ανοιγόταν μπροστά της. Ούτε εδώ η Άννα δύο. Άδειο το χολ.
   Η Ανδριάνα προχώρησε παραμέσα, άναψε το φως. Αφουγκράστηκε, όμως όλο που άκουσε ήταν οι βροντές της καταιγίδας. Δεξιά και αριστερά του μικρού χολ υπήρχε από μία πόρτα. Αντρικές και γυναικείες τουαλέτες. Αντίστοιχα.
   Πείθοντας τον εαυτό της πως η Άννα δύο δεν θα της ριχνόταν από πίσω παρά μόνο για να ξεφύγει, ή Ανδριάνα, πέρασε από τις τουαλέτες και συνέχισε προς την μεριά που ήταν μια δεύτερη πόρτα, στην άλλη άκρη της αίθουσας.
   Όπως κινείτο προς τα εκεί γύρισε δυο φορές και κοίταξε πίσω της. Δεν είδε τίποτα.
   Η πόρτα στην άλλη μεριά είχε ένα τζαμάκι από όπου γινόταν ο έλεγχος της κίνησης μέσα στην αποθήκη. Πίσω από το τζαμάκι το απόλυτο σκοτάδι.
   Έχοντας επίγνωση πως ήταν ιδανικός στόχος έτσι όπως το φως τη χτυπούσε από πίσω καθώς έστεκε στο κατώφλι, η Ανδριάνα βιάστηκε να απομακρυνθεί από κει πέρα, κοιτώντας δεξιά αριστερά στο ξαφνικό φως των αστραπών. πουθενά η Άννα δύο.
   Η πόρτα πίσω της έκλεισε απότομα αφήνοντάς την εκτεθειμένη στο σκοτάδι. Πισωπατώντας κόλλησε στον τοίχο κι ένιωσε τους διακόπτες του ηλεκτρικού να την πιέζουν στην πλάτη. Έκανε λίγο στο πλάι και, κρατώντας το πιστόλι με το ένα χέρι, άναψε τα φώτα με το άλλο.
   Κρεμασμένα από το ταβάνι, που ήταν γύρω στα εννιά μέτρα ψηλό, κάμποσα φώτα στη σειρά, έριξαν άπλετο φως στο μεγάλο αποθηκευτικό χώρο με εμπορεύματα συσκευασμένα σε παλέτες βαλμένες η μια πάνω στην άλλη φτάνοντας τα έξι μέτρα σε ύψος. Ο τέλειος λαβύρινθος.
   Η Ανδριάνα έστριψε δεξιά και άρχισε να ελέγχει έναν-έναν τους διαδρόμους που σχηματίζονταν ανάμεσα στις σειρές τις ντάνες όπως περνούσε από το πλάι τους. Τίποτε. Άφαντη η Άννα δύο. Ούτε ίχνος της.
   Κάπου εννιά μέτρα από το άνοιγμα ενός τεράστιου διαδρόμου ανάμεσα σε δύο ντάνες, η Άννα δύο εξακολουθούσε να απομακρύνεται από την Ανδριάνα, προχωρώντας με δυσκολία λες και τη γονάτιζε κάποιος σφάχτης, σφιχτή αγκαλιάζοντας τον κορμό της με τα δυο της χέρια.
   Η Ανδριάνα συνέχισε να την καταδιώκει αποφασισμένη να μην την αφήσει να ξεφύγει. Ζυγώνοντάς την στα έξι μέτρα, και προτού της φωνάξει να μην συνεχίσει, η Ανδριάνα σήκωσε το όπλο της και τύλιξε το δάχτυλό της γύρω από την σκανδάλη.
   Η Άννα δύο γύρισε τώρα προς το μέρος της. Τα μουσκεμένα της μαλλιά κολλούσαν στο πρόσωπό της. Το σώμα του κορμιού της φαινόταν… λάθος.
   Από το στόμα της Άννας δύο βγήκε ένας ανατριχιαστικός ήχος –κάτι που έμοιαζε με λίγο με κραυγή αγωνίας, λίγο με σαρκαστικό χάχανο, λίγο με ουρλιαχτό λυσσασμένου κτήνους.
   Η Ανδριάνα πάτησε την σκανδάλη.
   Η σφαίρα την πέτυχε στο σημείο που κρατούσε τα χέρια της σταυρωμένα στην κοιλιά της. Πετάχτηκαν αίματα.
   Με μια σβελτάδα απίστευτη, λες και δεν ήταν ανθρώπινη φιγούρα αλλά στιγμιαίο καρέ σε ταινία, η Άννα δύο σκαρφάλωσε στην κορυφή μιας ντάνας.
   Η Ανδριάνα ακολούθησε τη νοητή τροχιά της με το όπλο της λες και σημάδευε ένα πήλινο δίσκο σε σκοπευτήριο, πάτησε τη σκανδάλη και την άλλη στιγμή είδε να τινάζονται στον αέρα κομμάτια από την παλέτα που ήταν στο πάνω μέρος της ντάνας, αστοχώντας βέβαια, αφού η Άννα δύο είχε ήδη εξαφανιστεί από την άλλη μεριά της στοίβας.
   Ψηλά πάνω από το κεφάλι της πιο δυνατά κι από τον αχό της καταιγίδας ακούστηκε το τρεχαλητό της πάνω στα στοιβαγμένα εμπορεύματα.
   Όταν σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει, η Ανδριάνα, είδε κάτι που ήταν η Άννα δύο, μα κι απ’ την άλλη δεν ήταν η Άννα δύο –μια καμπουριασμένη, στρεβλή, γκροτέσκα μορφή ανεπαίσθητα ανθρώπινη αλλά με στρεβλωμένο κορμό και υπεράριθμα μέλη- που ζύγωνε ορμητικό καταπάνω της όπως κινείτο στην κορυφή της ντάνας. Ένα έκτρωμα με μια πρώτη ματιά, μα μπορεί πάλι η ταχύτητα με την οποία πλησίαζε, και οι γρήγορες μεταβολές του σχήματος της σκιάς της όπως κινείτο να ξεγελούσαν το μάτι. Μπορεί το έκτρωμα κάθε άλλο παρά έκτρωμα να ήταν. Μπορεί να ήταν ένας κακός μπελάς που άκουγε στο όνομα Άννα δύο, και μπορεί η Ανδριάνα, στην κατάσταση ταραχής και σύγχυσης που βρισκόταν, να φανταζόταν πράγματα εκεί που δεν υπήρχαν.
   Όπως κρατούσε το πιστόλι και με τα δυο της χέρια αυτή τη φορά, προσπάθησε να σημαδέψει την Άννα δύο, όμως ο στόχος της κινείτο με απίστευτη ταχύτητα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου η Άννα δύο άλλαξε κατεύθυνση και μ’ ένα πήδο πάνω από το διάδρομο που είχε άνοιγμα τριών μέτρων, βρέθηκε από τη δεξιά αράδα στην αριστερή.
   Κοιτάζοντας προς τα άνω η Ανδριάνα, παρά την κλειστή γωνία του οπτικού της πεδίου, μπόρεσε να δει καλύτερα την Άννα δύο. Και δεν μπορούσε πια να ελπίζει πως αυτό που είχαν αντικρίσει τα μάτια του ήταν αποκύημα της ταραγμένης του φαντασίας: η γκροτέσκα και απαίσια μεταμόρφωση της Άννας δύο ήταν γεγονός! Η Ανδριάνα δεν μπορούσε να πάρει όρκο ως προς τη λεπτομερή περιγραφή αυτού που είχε δει, ωστόσο το αγαπημένο της δημιούργημα, από την άποψη του σουλουπιού, δεν ήταν πια σε αποδεκτή κατάσταση για να τον καλέσει κανείς σε επίσημο δείπνο. Πόσο μάλλον να την αναγνωρίσει ο Μανόλης, που αν ο Νικόλας είχε πάρει το μήνυμα, θα πρέπει να ήταν καθοδόν. Ήταν σαν ο θηλυκός Χάιντ, να είχε βρει τρύπα και να το είχε σκάσει από το θηλυκό Τζέκιλ.
   Όπως προσγειώθηκε τώρα πάνω από τα εμπορεύματα, αριστερά από κει που έστεκε η Ανδριάνα, η Άννα δύο συσπειρώθηκε πεσμένη στα τέσσερα –ή στα έξι;- σαν αγρίμι, και με ένα ουρλιαχτό που ακούστηκε σαν να έβγαινε από δύο στόματα σύρθηκε προς τα πίσω, προς τα εκεί από όπου είχε έρθει. Η Άννα δύο για άλλη μια φορά είχε γίνει άφαντη.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #133 στις: Ιουλίου 29, 2011, 10:17:34 μμ »
13
«Αφού δεν πιάνει, τι το θέλεις;» ρώτησε ο Νταν. Τον είχε συνεπάρει αρχικά η έξαψη του Μανόλη, αλλά ξεφούσκωσε απότομα όταν είδε ότι αυτό που κρατούσε ο Μανόλης στο χέρι του δεν ήταν μια κάρτα Φύγε Από Τη Φυλακή της μονόπολης αλλά ένα καταραμένο κινητό. Ένα παλιό, βρόμικο Μοτορόλα με ραγισμένη πρόσοψη. Οι άλλοι το κοίταζαν με ένα μείγμα φόβου και περιέργειας.
   «Δώσε μου λίγο χρόνο» είπε ο Μανόλης. «Μπορείς;»
   «Έχουμε μια ολόκληρη νύχτα» είπε ο Νταν. Έβγαλε τα γυαλιά του και άρχισε να τα σκουπίζει. «Κάπως πρέπει να περάσει».
   «Σταματήσατε στο παντοπωλείο για να φάτε και να πιείτε κάτι» είπε ο Μανόλης, «κι εκεί βρήκατε το μικρό κίτρινο λεωφορείο».
   «Αυτό μου φαίνεται σαν να έγινε πριν από χίλια χρόνια» είπε η Ντενίζ και φύσηξε ένα τσουλούφι από το μέτωπο της.
   «Ο Ρέι βρήκε το λεωφορείο» είπε ο Μανόλης. «Ένα μικρό σχολικό δώδεκα θέσεων...»
   «Δεκάξι, για την ακρίβεια» είπε ο Νταν. «Το γράφει πάνω στο ταμπλό. Φαντάσου πόσο μικρά είναι τα σχολεία εδώ πάνω».
   «Χωράει δεκαέξι άτομα και πίσω από τις τελευταίες θέσεις έχει και χώρο για σακίδια ή αποσκευές για τις σχολικές εκδρομές» συνέχισε ο Μανόλης. «Μετά προχωρήσατε. Και, το ότι  σταματήσατε στο μικρό ξενοδοχείο, πάω στοίχημα ότι ήταν ιδέα του Ρέι να σταματήσετε εκεί».
   «Δική του ιδέα ήταν» επιβεβαίωσε η Ελένη. «Σκέφτηκε ότι ήταν σκόπιμο να φάμε μαγειρευτό φαγητό και να κοιμηθούμε. Πώς το κατάλαβες, Μανόλη;»
   «Το κατάλαβα επειδή το ζωγράφισα» απάντησε ο Μανόλης και αυτό που είπε δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια -το συνειδητοποίησε ενώ μιλούσε. «Νταν, εσύ η Ντενίζ και ο Ρέι εξολοθρεύσατε δύο κοπάδια. Το πρώτο με βενζίνη. Στο δεύτερο χρησιμοποιήσατε δυναμίτη. Ο Ρέι ήξερε πώς να το κάνει, γιατί είχε δουλέψει σε ανατινάξεις στα έργα οδοποιίας».
   «Χριστέ μου» είπε ξέπνοα ο Νταν.
   «Λίγο πιο κει από το ξενοδοχείο υπάρχει ένα λατομείο» είπε Μανόλης.
   «Πήρε δυναμίτη από το λατομείο; Ενώ εμείς κοιμόμασταν; Ναι, μπορούσε να το κάνει -κοιμηθήκαμε σαν κούτσουρα» είπε πάλι ο Νταν συνεχίζοντας αυτό το Χριστέ μου.
   «Ο Ρέι μας ξύπνησε» είπε η Ντενίζ.
   «Δεν ξέρω αν ήταν δυναμίτης ή κάποιο άλλο εκρηκτικό» είπε ο Μανόλης, «αλλά είμαι σίγουρος ότι μετέτρεψε το κίτρινο σχολικό σε κινούμενη βόμβα ενώ εσείς κοιμόσασταν».
   «Είναι στο πίσω μέρος» είπε η Ελένη. «Στο χώρο των αποσκευών».
   Ο Μανόλης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
   Η Ελένη έσφιξε τις γροθιές της. «Πόσο λες να έβαλε;»
   «Αδύνατον να υπολογίσω μέχρι να ανατιναχτεί» απάντησε ο Μανόλης.
   «Για να δούμε αν κατάλαβα σωστά» είπε ο Νταν. Έξω, ο Βιβάλντι έδωσε τη θέση του στον Μότσαρτ -Μικρή Νυχτερινή Μουσική.
   Οι άνθρωποι των κινητών είχαν σαφώς εξελιχτεί από την τζαζ. «Ο Ρέι φόρτωσε μια βόμβα στο πίσω μέρος του σχολικού... και συνέδεσε με κάποιο τρόπο ένα κινητό σαν πυροκροτητή;»
   Ο Μανόλης ένευσε καταφατικά. «Έτσι πιστεύω. Πιστεύω ότι βρήκε δύο κινητά στα γραφεία του λατομείου. Απ' όσο ξέρω, πρέπει να υπήρχαν καμιά δεκαριά για χρήση του εργατικού προσωπικού -τα κινητά έχουν γίνει πάμφθηνα στις μέρες μας. Τέλος πάντων, ο Ρέι σκάρωσε με ένα από αυτά έναν πυροκροτητή για τα εκρηκτικά. Έτσι πυροδοτούν τις βόμβες στους αυτοκινητόδρομους οι αντάρτες στο Ιράκ».
   «Και όλα αυτά τα έκανε ενώ κοιμόμασταν;» είπε η Ντενίζ. «Και δε μας είπε τίποτε;»
   «Σας το έκρυψε για να μην υπάρχει η πληροφορία στο μυαλό
σας» της εξήγησε ο Μανόλης.
   «Και αυτοκτόνησε για να μην υπάρχει ούτε στο δικό του» είπε ο Νταν. Ύστερα άφησε ένα πικρό γέλιο. «Τελικά ήταν ήρωας, ανάθεμά τον! Μόνο που ξέχασε ότι τα κινητά δε λειτουργούν πέρα από το σημείο όπου αυτοί είχαν στήσει τις τέντες για τις μετατροπές! Πάω στοίχημα πως με το ζόρι θα έπιαναν ακόμη κι εκεί!»
   «Πολύ σωστά» είπε ο Μανόλης. Χαμογελούσε. «Γι' αυτό με άφησε η Κουρελιάρα Ανδριάνα να κρατήσω αυτό το κινητό. Δεν ήξερε τι το ήθελα. Δεν ξέρω αν σκέφτονται ακριβώς, αλλά...»
   «Όχι όπως εμείς» είπε η Ελένη. «Και ούτε πρόκειται ποτέ».
   «...αλλά δεν τον ένοιαζε, γιατί ήξερε ότι το κινητό δεν πιάνει εδώ. Δε θα μπορούσα ούτε καν να μεταδώσω στον εαυτό μου την Ανάπλαση, εφόσον Έπαυλη σημαίνει όχι τηλέφωνο. Όχι-τηλέφωνο-εγώ».
   «Τότε, γιατί χαμογελάς;» ρώτησε η Ντενίζ.
   «Γιατί ξέρω κάτι που αυτός δεν το ξέρει» είπε ο Μανόλης. «Που αυτοί δεν ξέρουν». Στράφηκε στην Ελένη. «Ξέρεις να οδηγείς;»
   Η Ελένη τον κοίταξε κατάπληκτη. «Πας καλά; Τι νομίζεις: Ότι με άφηναν να οδηγώ;»
   «Δεν έχεις οδηγήσει ποτέ αυτοκίνητο; Σε συγκρουόμενα έστω;»
   «Ναι, βέβαια... σε συγκρουόμενα σε λούνα παρκ, μια δυο φορές...»
   «Αρκεί. Δε μιλάμε για καμιά φοβερή απόσταση. Με την προϋπόθεση ότι το σχολικό θα είναι ακόμη εκεί που το αφήσαμε. Και πάω στοίχημα ότι είναι ακόμα εκεί. Δεν πιστεύω ότι αυτοί είναι ικανοί να οδηγήσουν, όπως δεν είναι ικανοί ούτε να σκεφτούν».
   «Μανόλη, είσαι στα καλά σου;» είπε ο Νταν.
   «Ναι. Μπορεί να γίνουν αύριο οι μαζικές εκτελέσεις των δολοφόνων κοπαδιών στο εικονικό τους γήπεδο, αλλά εμείς δεν πρόκειται να συμμετάσχουμε. Θα φύγουμε από δω».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #134 στις: Αυγούστου 03, 2011, 07:53:46 πμ »
14
Η Αλέκα, οδηγός μιας σκουπιδιάρας, μπήκε στο παραγκάκι που χρησίμευε σαν γραφείο του Νικόλα, και κάθισε στην άκρη του γραφείου. Ο Νικόλας δεν είπε τίποτα.
   «Γεια» είπε στο Νικόλα.
   Η Αλέκα, ήταν πλάσμα της Νέας Ράτσας και έμοιαζε με σταρ του σινεμά, μόνο που ήταν μέσα στη βρόμα. Ο Νικόλας δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε διαλέξει μια τόσο κούκλα η δημιουργός, για να την στείλει να δουλέψει στη χωματερή. ποιος ξέρει, ίσως αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση και τη δουλειά που έκανε, να την διασκέδαζε. Ίσως πάλι να την είχε διαλέξει γιατί της είχε μπει στο ρουθούνι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.
   Άπαντα τα μέλη της Νέας Ράτσας έφεραν βαθμό. Στην κορυφή ήταν οι Άλφα, η άρχουσα ελίτ. Πίσω τους ακολουθούσαν οι Βήτα και οι Γάμα.
   Σαν υπεύθυνος της χωματερής ο Νικόλας ανήκε στη Γάμα τάξη. Όλα τα μέλη του συνεργείου της χωματερής, ανήκαν στην Έψιλον τάξη.
   Στις τάξεις της Νέας Ράτσας, το συναίσθημα της ζήλειας μεταξύ των μελών που ανήκαν σε διαφορετική τάξη, ήταν απαγορευμένο. Τα δημιουργήματα της Ανδριάνας ήταν προγραμματισμένα να αισθάνονται ευχαριστημένα με τον εαυτό τους και τη θέση τους στην ιεραρχία, και δεν είχαν φιλοδοξίες για… κοινωνική ανέλιξη.
   «Γεια σου και σε σένα» απάντησε ο Νικόλας. Και ύστερα συνέχισε. «Να σε ρωτήσω κάτι;»
   «Ναι, γιατί όχι».
   «Σου έχει τύχει να ακούσεις τη φωνή της δημιουργού μας μέσα στο μυαλό σου;»
   «Αυτό τώρα πως σου ήρθε;»
   «Μου ζήτησε να βρω ένα μεταφορικό μέσο, να πάω στην αποθήκη και να περιμαζέψω τέσσερις τις παλιάς ράτσας. Να τους φορτώσω στο μεταφορικό μέσο και να τους πάω στην Έπαυλη. Κι όλα αυτά μου τα είπε χωρίς να είναι εδώ. Χωρίς να την βλέπω. Όχι από το τηλέφωνο. Λοιπόν;»
   «Είναι πολύ περίεργο. Τόσο περίεργο όσο κι αυτό που συμβαίνει με τα κινητά τηλέφωνα. Έχεις προσέξει τι γίνεται όταν κάποιος τηλεφωνεί από το κινητό του;»
   «Δεν ξέρω τι γίνεται με τα τηλέφωνα. Όμως αυτό που συμβαίνει με τους ανθρώπους της παλιάς ράτσας, είναι πολύ περίεργο. Τους έχεις δει πως συμπεριφέρονται; Άσε και το άλλο. Συνεχώς καταφθάνουν σκουπιδιάρες φορτωμένες. Λες η Δημιουργός μας να ξεκίνησε τον αφανισμό τους;».
   «Τώρα που το λες έχω φέρει και γω αρκετούς».
   «Και που θα τους βάλω; Οι λάκκοι γεμίζουν»   
   «Δεν πειράζει, θα κρατήσουμε μερικούς της παλιάς ράτσας και θα το διασκεδάσουμε πολύ σήμερα. Έχω μέσα στο φορτηγό, τουλάχιστον πέντε».
   «Σήμερα δεν το νομίζω. Έχω αυτή την αποστολή που μου ανέθεσε η δημιουργός».
   «Με τις εντολές που σου έδωσε μέσα στο μυαλό σου;»
   «Μ’ αυτές».
   «Κάνει πολύ κρύο σήμερα» είπε η Αλέκα.
   «Πράγματι κάνει».
   «Και έχει συννεφιά από το πρωί. Δεν είδα καθόλου τον ήλιο σήμερα. Τώρα έπιασε κι αυτή η βροχή. Μ’ αρέσει πολύ ο ήλιος ξέρεις. Μακάρι να είχαμε ήλιο και τη νύχτα».
   «Ναι, μα τότε τι νύχτα θα ήτανε;»
   «Αυτό λέω κι εγώ» συμφώνησε η Αλέκα.
   Η προσπάθεια συνεννόησης με την Αλέκα ενίοτε αναδεικνύονταν σε μέγιστη πρόκληση. Είχε ομορφιά, ήταν τόσο καλή στο χειρισμό της σκουπιδιάρας όσο οποιεσδήποτε άλλος, όμως ο ειρμός της σκέψης της, όπως προέκυπτε άλλωστε από τον τρόπο που εκφραζόταν, μερικές φορές παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις.
   Τα μέλη της τάξης Έψιλον, καλή ώρα όπως η Αλέκα, δεν έπαιρναν τον ίδιο όγκο πληροφοριών και μόρφωσης, με απευθείας φόρτωμα δεδομένων στον εγκέφαλό τους απ’ ότι τα μέλη των άλλων βαθμίδων. Έτσι μερικές φορές αντιμετώπιζαν προβλήματα αντίληψης, μια απόδειξη ότι ο εγκέφαλός τους δεν ήταν εξίσου προσεκτικά φορτωμένος όπως εκείνος των ανώτερων τάξεων.
   «Ξέρεις Αλέκα, έλεγα μήπως χρησιμοποιήσω το δικό σου φορτηγό. Τη σκουπιδιάρα, για να τους πάω στην Έπαυλη. Και μάλιστα να οδηγήσεις εσύ, μιας και εγώ δεν ξέρω να οδηγώ».
   «Δεν ξέρω» απάντησε η Αλέκα σκεφτική.
   «Αυτό τώρα τι πάει να πει;»
   «Αν φύγουμε με το φορτηγό, θα προλάβουμε να διασκεδάσουμε;»
   «Αμέ, γιατί όχι; Θα έχουμε γυρίσει εγκαίρως» απάντησε καθησυχαστικά ο Νικόλας.
   «Δεν θέλω να χάσω το γλέντι σήμερα».
   «Δεν θα το χάσεις».
   «Κι αν δουν οι άλλοι ότι αργούμε και αρχίσουν χωρίς εμάς;»
   «Έχω μια ιδέα» είπε ο Νικόλας. Έπαιζε το τελευταίο του χαρτί. Δεν ήθελε να επιτάξει τη σκουπιδιάρα. Η Αλέκα θα στενοχωριόταν πολύ.
   Η Αλέκα είχε γουρλώσει τα μάτια της. Κοιτούσε το Νικόλα στο στόμα. Ήθελε να τον πάει στην Έπαυλη αλλά δεν έπρεπε να χάσει το γλέντι. Κι ο Νικόλας τώρα είχε μια ιδέα για το πώς δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αχ ο Νικόλας, ο καλός Νικόλας. Πόσο την πρόσεχε ο Νικόλας. Κι ας ανήκε στην τάξη Γάμα.
   «Θα πάρουμε μαζί μας και τους πέντε σκοτωμένους της παλιάς ράτσας. Έτσι δεν θα μπορούν να αρχίσουν πριν γυρίσουμε εμείς» είπε ο Νικόλας. «Λοιπόν; Τι λες;»
   «Από πού θα παραλάβουμε τους ζωντανούς;» είπε χαμογελώντας η Αλέκα.
   «Από την αποθήκη».
   «Φύγαμε τότε. Όσο πιο γρήγορα τους πάμε, τόσο πιο νωρίς θα αρχίσει το γλέντι».
   «Το γλέντι ναι!»
   «Μεγάλο γλέντι».






















15
Τα μικρά παράθυρα είχαν πολύ χοντρά τζάμια, αλλά ο λοστός του Νταν αντεπεξήλθε περίφημα. Ο Νταν και ο Μανόλης δούλεψαν εναλλάξ, μέχρι που δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι γυαλί στο ξύλινο πλαίσιο. Ύστερα η Ντενίζ έβγαλε το πουλόβερ που φορούσε και το έστρωσε στο κάτω μέρος του παραθύρου.
   «Είσαι εντάξει, Ελένη;» ρώτησε ο Μανόλης.
   Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της. Ήταν τρομαγμένη -είχαν πανιάσει τα χείλη της-, αλλά έδειχνε ψύχραιμη. Έξω, το νανούρισμα των ανθρώπων των κινητών, έχοντας ολοκληρώσει έναν κύκλο, επέστρεψε στην αρχή και στη μουσική που η Ντενίζ είχε αποκαλέσει απόηχο αναμνήσεων.   
   «Εντάξει είμαι» είπε η Ελένη. «Θα είμαι εντάξει, εννοώ. Νομίζω. Όταν ξεκινήσω».
   «Ίσως, αν στριμωχτεί ο Νταν, να μπορέσει να...» είπε ο Μανόλης.
   Ο Νταν κοίταξε πάλι το παραθυράκι, που είχε φάρδος γύρω στα σαράντα εκατοστά, και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
   «Θα είμαι εντάξει» είπε η Ελένη.
   «Καλώς. Πες μου τα πάλι».
   «Κάνω το γύρο, πάω στο πίσω μέρος του σχολικού και κοιτάζω μέσα. Σιγουρεύομαι ότι υπάρχουν εκρηκτικά, αλλά δεν αγγίζω τίποτε. Κοιτάζω για δεύτερο κινητό».
   «Ωραία. Σιγουρεύεσαι ότι είναι ανοιχτό. Αν δεν είναι...»
   «Ξέρω, το ανοίγω». Η Ελένη έριξε στον Μανόλη μια ματιά του είδους δεν-είμαι-ηλίθια. «Μετά βάζω μπρος...»
   «Όχι, μη βιάζεσαι...»
   «Πρώτα τραβάω μπροστά τη θέση του οδηγού για να φτάνουν τα πόδια μου στα πεντάλ και μετά βάζω μπρος».
   «Σωστά».
   «Προχωράω μέχρι να φτάσω στο κέντρο της χωματερής. Πάω πολύ αργά. Θα πατήσω μερικά κομμάτια της κατασκευής και μπορεί να σπάσουν -να ακούσω διάφορα κρακ κάτω από τα λάστιχα-, αλλά εγώ δεν θα σταματήσω».
   «Μπράβο».
   «Θα πάω όσο πιο κοντά σ' αυτούς γίνεται».
   «Ναι, Αυτό είναι. Μετά θα κάνεις το γύρο και θα έρθεις ξανά σ' αυτό το παράθυρο. Έτσι θα βρίσκεσαι πίσω από το κτίριο όταν θα γίνει η έκρηξη».
   «Η έκρηξη που ελπίζουμε να γίνει» είπε ο Νταν.
   Ο Μανόλης θα προτιμούσε να μην το ακούσει αυτό, αλλά το άφησε να περάσει. Έσκυψε και φίλησε την Ελένη στο στόμα. «Σ' αγαπάω, να το ξέρεις» της είπε.
   Η Ελένη τον αγκάλιασε και τον έσφιξε δυνατά. Ύστερα την Ντενίζ.
   Ο Νταν άπλωσε το χέρι του, έπειτα είπε, «Ωχ, διάβολε», κι έκλεισε την Ελένη σε μια τεράστια αγκαλιά. Και ο Μανόλης, που ποτέ δεν είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα τον Νταν Χάρτγουικ, τον αγάπησε μόνο και μόνο γι' αυτό.