20
Ο Νταν επέστρεψε στον μπροστινό τοίχο, ανέβηκε πάλι στο μηχάνημα και κοίταξε έξω. «Τώρα είναι τρεις σειρές γύρω από το σχολικό» ανέφερε στους άλλους. «Τέσσερις μπροστά από τα φώτα. Σαν να νομίζουν ότι κρύβεται εκεί μέσα κάποιος διάσημος ροκ σταρ. Αυτούς που πατάνε πρέπει να τους έχουν λιώσει». Γύρισε στον Μανόλη και έδειξε το βρόμικο Μοτορόλα που κρατούσε στο χέρι του. «Αν σκοπεύεις να το δοκιμάσεις, θα έλεγα να το κάνεις τώρα, πριν κάποιος από αυτούς αποφασίσει να μπει μέσα και να φύγει με το πουλμανάκι».
«Θα έπρεπε να είχα σβήσει τη μηχανή, αλλά φοβήθηκα μήπως σβήσουν και τα φώτα μαζί» είπε η Ελένη. «Τα χρειαζόμουν για να βλέπω πού πάω».
«Δεν πειράζει, Ελένη» είπε ο Μανόλης. «Δεν έγινε τίποτε. Τώρα θα πάρω...»
Αλλά στην τσέπη απ' όπου είχε βγάλει το κινητό δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Το χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου δεν ήταν εκεί.
Ο Μανόλης έψαχνε σαν τρελός στο πάτωμα για το χαρτάκι, ενώ ο Νταν, ανεβασμένος στο μηχάνημα, ανέφερε σε θλιβερό τόνο ότι ο πρώτος από τους τρελούς σκαρφάλωνε εκείνη τη στιγμή στο σχολικό, όταν του φώναξε ξαφνικά η Ντενίζ, «Σιωπή! ΠΑΨΕ!»
Όλοι σταμάτησαν αυτό που έκαναν και την κοίταξαν. Ο Μανόλης ένιωθε σαν να του είχε ανεβεί η ψυχή στο στόμα. Δεν το χωρούσε το μυαλό του ότι είχε φανεί τόσο απρόσεκτος. Ο Ρέι έδωσε τη ζωή του γι' αυτό, του φώναζε ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο Ρέι πέθανε γι' αυτό κι εσύ πήγες και το έχασες!
Η Ντενίζ έκλεισε τα μάτια της, έσκυψε το κεφάλι ενώνοντας τα χέρια της σε στάση προσευχής και είπε με χαμηλή, γρήγορη φωνή: «Δεν είναι στο πάτωμα, έτσι;»
«Όχι, δε νομίζω».
«Μόλις ανέβηκαν άλλοι δύο στο πουλμανάκι» ανέφερε ο Νταν. «Και έχει ανάψει το φλας. Άρα, κάποιος κάθεται ήδη στο τιμόνι και...»
«Νταν, βγάζεις το σκασμό, σε παρακαλώ;» του είπε η Ντενίζ.
«Μάλιστα κυρία».
Η Ντενίζ κοιτούσε μόνο τον Μανόλη. Απόλυτα ήρεμη. «Αν σου έπεσε μέσα στο σχολικό, ή κάπου έξω, θα έχει χαθεί οριστικά, έτσι δεν είναι;»
«Ναι» είπε ο Μανόλης με βαριά καρδιά.
«Άρα ξέρουμε ότι δε σου έπεσε έξω».
«Και γιατί το ξέρουμε αυτό;»
«Γιατί δε θα το επέτρεπε ο Θεός».
«Νομίζω... ότι θα εκραγεί το μυαλό μου» είπε ο Νταν με ανησυχητικά ήρεμη φωνή. Η Ντενίζ τον αγνόησε και πάλι. «Οπότε, ποια τσέπη δεν έψαξες;»
«Έψαξα όλες τις...» Ο Μανόλης σώπασε απότομα. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από την Ντενίζ, έψαξε το μικρό τριγωνικό τσεπάκι που είναι ραμμένο πάνω από τη δεξιά πλαϊνή τσέπη του μπλουτζίν. Και το χαρτάκι ήταν εκεί. Ο Μανόλης δεν θυμόταν να το είχε βάλει, αλλά ήταν εκεί. Το τράβηξε έξω και το ξεδίπλωσε. Προχειρογραμμένος, με βιαστικά, δυσανάγνωστα ψηφία ήταν ο αριθμός: 6974095416.
«Ντενίζ, μου επιτρέπεις;» είπε ο Μανόλης.
«Τι να σου επιτρέψω;» ρώτησε η Ντενίζ.
Ο Μανόλης γονάτισε σχεδόν κλαίγοντας και φίλησε τα πόδια της.
«Ντενίζ;» είπε ο Νταν.
Η Ντενίζ πήρε τα μάτια της από τον πεσμένο στα τέσσερα Μανόλη, γύρισε κοίταξε τον Νταν και ανασήκωσε τους ώμους σε μια έκφραση απορίας.
Κάθισαν και οι τρεις με πλάτη στη διπλή πόρτα απ' όπου είχαν μπει στο κτίριο, υπολογίζοντας ότι θα τους προστάτευε η ατσάλινη ενίσχυση. Η Ελένη είχε μαζευτεί με πλάτη στο πίσω μέρος του κτιρίου, κάτω από το σπασμένο παράθυρο απ' όπου είχε δραπετεύσει.
«Τι θα κάνουμε αν η έκρηξη δεν ανοίξει καμιά τρύπα σε κανέναν από τους τοίχους;» ρώτησε ο Νταν.
«Κάτι θα σκεφτούμε» είπε ο Μανόλης.
«Και αν δε σκάσει η βόμβα του Ρέι;» ρώτησε πάλι ο Νταν.
«Θα πάρουμε φόρα και θα σπρώξουμε όλοι μαζί» είπε η Ντενίζ. «Εμπρός, Μανόλη, θα μου φιλάς πολύ ώρα τα πόδια; Τι περιμένεις; Την ιδανική μουσική υπόκρουση;»
Ο Μανόλη ανασήκωσε το κεφάλι από τα πόδια της και την κοίταξε με μάτια ασκούπιστα από τα δάκρια. Με χέρια που έτρεμαν από την συγκίνηση, άνοιξε το πορτάκι του κινητού, κοίταξε το σκοτεινό καντράν και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να είχε ελέγξει αν υπήρχε σήμα πριν στείλει την Ελένη εκεί έξω. Δεν το είχε σκεφτεί. Κανείς τους δεν το είχε σκεφτεί. Μεγάλη ανοησία. Το ίδιο μεγάλη όσο το να μη θυμάται ότι είχε βάλει το χαρτάκι με τον αριθμό του τηλεφώνου στο μικρό τσεπάκι του μπλουτζίν του. Πάτησε το κουμπί που άνοιγε το τηλέφωνο. Ακούστηκε το χαρακτηριστικό μπιπ. Για μερικές στιγμές δεν έγινε τίποτε κι ύστερα εμφανίστηκαν στην αριστερή πλευρά του καντράν τρεις γραμμούλες, σταθερές και ξεκάθαρες. Ο Μανόλης σχημάτισε το νούμερο κι ακούμπησε τον αντίχειρα του στο κουμπί της κλήσης.
«Ελένη, είσαι έτοιμη εκεί πίσω;»
«Ναι!»
«Εσείς, παιδιά;»
«Κάνε το πριν πάθω καρδιακή προσβολή» είπε ο Νταν.
Μια εικόνα εμφανίστηκε στο μυαλό του Μανόλη με εφιαλτική καθαρότητα: η Άννα ξαπλωμένη δίπλα από εκεί όπου είχε σταματήσει το σχολικό λεωφορείο, φορτωμένο εκρηκτικά. Η Άννα ανάσκελα πάνω στο χορτάρι, με τα μάτια ανοιχτά και τα χέρια της σταυρωμένα πάνω στο στήθος της, να ακούει ασάλευτη τη δυνατή μουσική, ενώ ο εγκέφαλος της αναδημιουργούνταν με κάποιον παράξενο, καινούριο τρόπο.
Ο Μανόλης έδιωξε την εικόνα από το μυαλό του και πάτησε το κουμπάκι καλώντας τον αριθμό του κινητού που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μικρού σχολικού λεωφορείου.
Πρόλαβε να μετρήσει από μέσα του ΕΝΑ ελεφαντάκι και ΔΥΟ ελεφαντάκια, πριν όλος ο κόσμος έξω από την αποθήκη της χωματερής εκραγεί με μια τρομακτική βροντή που κατάπιε το «Αντάτζιο» του Τομάσο Αλμπινόνι. Όλα τα παραθυράκια κατά μήκος του τοίχου προς τη μεριά του κοπαδιού έσκασαν προς τα μέσα. Λαμπερό κόκκινο φως άστραψε από τις τρύπες κι έπειτα ολόκληρο το νότιο άκρο του κτιρίου τινάχτηκε προς τα έξω σαν ένα χαλάζι από σανίδες, γυαλιά που σκόρπισαν στον αέρα.
Για μια στιγμή, η δίφυλλη πόρτα στην οποία στηρίζονταν ο Μανόλης και οι άλλοι τρεις ήταν σαν να έκανε κοιλιά προς τα πίσω. Η Ντενίζ διπλώθηκε στα δύο αγκαλιάζοντας προστατευτικά την κοιλιά της. Έξω στο μεγάλο λιβάδι σηκώθηκε ένα στριγκό ομαδικό ουρλιαχτό πόνου. Ο Μανόλης ένιωσε σαν να του χώριζαν το κρανίο στα δύο με αλυσοπρίονο. Μετά σταμάτησε. Αλλά οι κραυγές συνέχισαν να ακούγονται. Φωνές ανθρώπων που ψήνονταν στην κόλαση.
Κάτι έσκασε πάνω στη στέγη. Ήταν τόσο βαρύ που τραντάχτηκε ολόκληρο το κτίριο. Ο Μανόλης τράβηξε την Ντενίζ από το χέρι και τη σήκωσε όρθια. Εκείνη τον κοίταξε αγριεμένη, σαν να μην τον αναγνώριζε πια. «Πάμε!» της φώναξε. Ήξερε ότι ούρλιαζε, αλλά με δυσκολία άκουγε τη φωνή του. Ήταν σαν να περνούσε μέσα από στρώσεις βαμβάκι. «Έλα να βγούμε από εδώ μέσα!»
Ο Νταν έκανε να σηκωθεί, έπεσε πίσω, τα κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια. Άρπαξε το χέρι της Ντενίζ και το κράτησε. Πιασμένοι και οι τρεις χέρι-χέρι προχώρησαν προς τη μεγάλη τρύπα που έχασκε στην άκρη του κτιρίου. Εκεί βρήκαν την Ελένη. Στεκόταν και κοίταζε έκθαμβη αυτά που είχε προκαλέσει ένα και μοναδικό τηλεφώνημα.
21
Η Ανδριάνα πήγε στο ένα από τα δύο τραπέζια το οποίο ήταν από ανοξείδωτο ατσάλι και κεραμικό πλακάκι, για να εξετάσει το πτώμα της Άννας δύο. Σε ένα άλλο παρόμοιο τραπέζι βρίσκονταν το σώμα του Θοδωρή. Είχαν μεταφέρει τα πτώματα στην έπαυλη στο μυστικό εργαστήριο και τα είχαν τοποθετήσει πάνω στα τραπέζια που έμοιαζαν σαν αυτά των νεκροτομείων.
Η Ανδριάνα διαπίστωσε πως έλειπαν κάπου εικοσιπέντε κιλά από την αρχική σωματική της μάζα.
Από το άδειο κουφάρι κρεμόταν ένας βίαια κι ακανόνιστα κομμένος ομφάλιος λώρος. Σε συνδυασμό τώρα με το στομάχι που ήταν ανοιγμένο σαν να είχε εκραγεί και το σμπαραλιασμένο θώρακα, κανείς έφτανε στο συμπέρασμα πως κάποια απρόσμενη μορφή όντος –ένα παράσιτο ας πούμε- είχε κυοφορηθεί στα σπλάχνα της Άννας δύο, είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο που μπορούσε και ζούσε ανεξάρτητα από το σώμα που το φιλοξενούσε, και τέλος είχε αποδράσει, σακατεύοντας κυριολεκτικά την Άννα δύο κατά την έξοδό του.
Τούτη ήταν μια πέρα για πέρα ανησυχητική εξέλιξη.
Ο υπηρέτης που χειριζόταν τώρα πια την βιντεοκάμερα, έδειχνε φανερά ταραγμένος από τούτη την εξέλιξη.
«Κυρία, η Άννα δύο γέννησε κάτι».
«Εγώ δεν θα το έλεγα ακριβώς γέννα» αποκρίθηκε η Ανδριάνα φανερά ενοχλημένη.
«Μα εμείς δεν είμαστε φτιαγμένοι για να αναπαράγουμε» παρατήρησε ο υπηρέτης. Ο τόνος της φωνής του και ο τρόπος που το είπε, μαρτυρούσαν πως θεωρούσε το γεγονός πως η Άννα δύο είχε δώσει ζωή σ’ ένα άλλο πλάσμα ύψιστη ύβρη.
«Εδώ δεν μιλάμε για αναπαραγωγή» είπε η Ανδριάνα. «Εδώ μιλάμε για κακοήθες νεόπλασμα».
«Μα κυρία… ένα αυτοσυντηρούμενο, αυτοκινούμενο κακοήθες νεόπλασμα; Και μάλιστα που μπορεί και αλλάζει από μόνο του τη μορφή του;»
Μια μετάλλαξη εννοούσα» τον πρόλαβε η Ανδριάνα. Τα νεύρα της είχαν αρχίσει να φουντώνουν.
Στα δεδομένα που είχε λάβει με απ’ ευθείας κατέβασμα, ο υπηρέτης είχε λάβει μια πλήρη μόρφωση γύρω από τη φυσιολογία των όντων της παλιάς και της Νέας Ράτσας. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι σε θέση να κατανοεί αυτού του είδους τις βιολογικές διαφοροποιήσεις.
«Ένας παρασιτικός δεύτερος εαυτός που αναπτύχθηκε αυτόματα από τη σάρκα της Άννας δύο» συνέχισε η Ανδριάνα. «Πολύ δε πιθανόν, κι εξαιτίας του ιού που δέχτηκε το σύστημά μας κατά την Ανάπλαση. Κι όταν αυτό έφτασε στο σημείο να ζει ανεξάρτητα από τον πρωτογενή εαυτό… αποσπάστηκε απ’ αυτόν».
«Κυρία, με όλο το θάρρος, μήπως από την αρχή αποσκοπούσατε σ’ αυτό; δηλαδή στη μετάλλαξη ενός δεύτερου εαυτού της Άννας δύο; Για ποιο λόγο κυρία;»
«Όχι, ασφαλώς και δεν αποσκοπούσα σε κάτι τέτοιο. Αλλά να, όπως λέει και η παλιά ράτσα, συμβαίνουν και αναποδιές».
«Μα, συγνώμη, κυρία, εσείς είστε η αρχιτέκτονας της σάρκας μας, η δημιουργός της ύπαρξής μας, η αφέντρα μας. Πως είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι απάνω μας που σας διαφεύγει… ή το οποίο έχετε παραβλέψει;»
Ακόμα χειρότερο από τα δύο πτώματά στα τραπέζια, ήταν το επιτιμητικό ύφος του υπηρέτη της.
Και της Ανδριάνας δεν της άρεσε καθόλου να την επιτιμούν. «Η επιστήμη προχωράει μπροστά κάνοντας μεγάλα άλματα, ενίοτε όμως κάνει και μερικά βήματα προς τα πίσω».
«Προς τα πίσω;» Έχοντας λάβει την κατάλληλη κατήχηση, ο υπηρέτης δυσκολευόταν να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στις προσδοκίες και την πραγματική ζωή. «Όντως η επιστήμη μερικές φορές, έχει και τις αστοχίες της, κυρία. Όχι όμως εσείς. Ούτε εσείς ούτε η Νέα Ράτσα».
«Εκείνο που έχει σημασία να θυμάσαι πάντα, είναι πως τα άλματα προς τα μπρος είναι πολύ μεγαλύτερα από τα βήματα προς τα πίσω, και ασφαλώς πολύ περισσότερα».
«Μα εδώ πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο βήμα προς τα πίσω, κυρία. Έτσι δεν είναι; Θέλω να πω… η σάρκα μας εκτός ελέγχου».
«Η σάρκα σου δεν είναι εκτός ελέγχου, σκλάβε. Από πού το ψώνισες αυτό το μελοδραματικό ύφος; Γίνεσαι γελοίος».
«Συγνώμη κυρία. Σίγουρα δεν μπορώ να καταλάβω. Μα είμαι βέβαιος πως, όταν βρω χρόνο να σκεφτώ καλά το ζήτημα, θα το κάνω με τη δική σας ηρεμία και συγκρότηση σκέψης».
«Η Άννα δύο δεν αποτελεί ένδειξη γι’ αυτά που μέλλουν να συμβούν. Μια τυχαία ανωμαλία. Δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες μεταλλάξεις σαν τη δική της».
Αυτά τα έλεγε πιο πολύ για να τονώσει το δικό της ηθικό. Έχοντας τελειώσει την δειγματοληψία ιστών από το πτώμα της Άννας δύο, η Ανδριάνα ήταν τώρα ψυχολογικά το μαύρο της το χάλι.
Η Ανδριάνα καταπνίγοντας την ναυτία που ένιωθε, εξέτασε την αποτρόπαιη πληγή του Θοδωρή.
Η Ανδριάνα εξέτασε τις άκρες του τραύματος και το κρανίο. Το κέντρο του αφανισμένου προσώπου του νεκρού ήταν φαγωμένο ως το κόκαλο. Όλο το δέρμα, η σάρκα και ο χόνδρος έλειπαν. Ακόμα και το κόκαλο σε ορισμένα σημεία φαινόταν φαγωμένο, βαθουλωμένο, σαν να διαλύθηκε από οξύ. Τα μάτια έλειπαν. Υπήρχε εν τούτοις κανονική σάρκα στις άκρες της πληγής. Μαλακή, απείραχτη σάρκα κρεμόταν στις δύο πλευρές του προσώπου, στις άκρες των σαγονιών στα ζυγωματικά υπήρχε άθικτο δέρμα από τη μέση του πηγουνιού και κάτω όπως και από τη μέση του μετώπου και ψηλότερα. Ήταν σαν κάποιος αριστοτέχνης βασανιστής να είχε σχεδιάσει ένα πλαίσιο υγιούς δέρματος για να αναδείξει το φρικαλέο θέαμα του κόκαλου στο κέντρο του προσώπου.
Αφού είδε ό,τι ήθελε να δει η Ανδριάνα, σκέπασε το πτώμα του Θοδωρή με ένα σεντόνι, τραβώντας το ως το πρόσωπο του νεκρού ανακουφισμένη που σκέπασε το χαμόγελο της νεκροκεφαλής.
«Λοιπόν;» ρώτησε διστακτικά ο υπηρέτης.
«Δεν υπάρχουν σημάδια από δόντια» απάντησε η Ανδριάνα.
«Θα μπορούσε να έχει δόντια ένα τέτοιο πράγμα, κυρία;»
Η Ανδριάνα ήταν εκνευρισμένη. «Ξέρω πως έχει στόμα» είπε χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τον εκνευρισμό της. «Ένα μικροσκοπικό ράμφος. Είδα τα σαγόνια του να δουλεύουν όπως μας πλησίαζε».
«Μάλιστα κυρία, τα είδα και εγώ».
Ένα τέτοιο στόμα θα άφηνε σημάδια στο δέρμα, σκέφτηκε η Ανδριάνα. Θα υπήρχαν χαρακιές. Σημάδια από δαγκωματιές. Ενδείξεις ότι κάποια μέρη φαγώθηκαν ή αποσπάστηκαν.
«Κυρία, πιστεύετε πως… πως αυτό το έντομο… έχυσε κάποιο οξύ;» ρώτησε διστακτικά ο υπηρέτης.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
«Κι διέλυσε το πρόσωπο του Θοδωρή;»
«Και ρούφηξε τη ρευστοποιημένη σάρκα του» συμπλήρωσε σαν να έλεγε δυνατά τις σκέψεις της. Ήταν κάτωχρη, σαν να φορούσε τη μάσκα του θανάτου.
«Αν μου επιτρέπετε μια παρατήρηση» είπε τώρα ο υπηρέτης, «νομίζω ότι λείπει το αίμα. Όλο το αίμα».
Η Ανδριάνα βγήκε από τις σκέψεις της. «Πως;»
«Λέω ότι λείπει…»
«Το άκουσα αυτό ηλίθιε. Εννοώ τι σε έκανε να σκεφτείς κάτι τέτοιο;»
Ο υπηρέτης έσκυψε το κεφάλι. «Το πτώμα βρέθηκε μέσα σε λίμνη αίματος;»
«Όχι».
«Δεν υπάρχει αίμα ούτε στα ρούχα».
«Το πρόσεξα».
«Έπρεπε όμως να υπάρχει. Έπρεπε να αναβλύζει σαν πίδακας. Οι τρύπες των ματιών θα έπρεπε να είναι ποτισμένες στο αίμα. Όμως δεν βρέθηκε ούτε σταγόνα».
Η Ανδριάνα σκούπισε το πρόσωπό της με το ένα της χέρι. Το έτριψε τόσο δυνατά, που τα μάγουλά της πήραν λίγο χρώμα. Ξεσκέπασε πάλι το πτώμα και έριξε μια ματιά.
Έριξε μια ματιά στο λαιμό του, στο εσωτερικό των βραχιόνων και το πίσω μέρος από τις παλάμες του. Δεν υπήρχαν πουθενά ίχνη από φλέβες. Είχε καταστραφεί το κυκλοφορικό του σύστημα.
«Ναι» είπε στο τέλος. «Νομίζω πως του αφαιρέθηκε όλο το αίμα».
Ο υπηρέτης έριξε κι εκείνος μια ματιά στο πτώμα.
«Υπάρχει και κάτι χειρότερο» είπε απρόθυμα στην κυρία του.
«Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ αυτό» απάντησε η Ανδριάνα.
«Ο εγκέφαλός του…»
Η Ανδριάνα περίμενε. Ύστερα ρώτησε: «Τι συμβαίνει με τον εγκέφαλό του;»
«Λείπει, κυρία».
«Λείπει;»
«Το κρανίο του είναι κενό. Εντελώς κενό».
Η Ανδριάνα πήρε ένα φακό και κοίταξε μέσα από τις τρύπες των ματιών του. Τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Ο υπηρέτης το είδε και της πήρε απαλά το φακό από τα χέρια. Δεν υπήρχε τίποτα πίσω από τις τρύπες των ματιών, τίποτα απολύτως. Τίποτα, τίποτα, εκτός από το πίσω μέρος του κρανίου. Ήταν μονάχα μια υγρή, άδεια κοιλότητα. Αυτό το πράγμα είχε φάει το πρόσωπό του, έφαγε τα μάτια του με την ταχύτητα ενός πεταρίσματος των βλεφάρων. Ξερίζωσε τη γλώσσα του, ξεκόλλησε τα ούλα του και ύστερα έφαγε τον ουρανίσκο του. ρούφηξε τον εγκέφαλο, αφαίρεσε το αίμα από το σώμα του, μάλλον το ρούφηξε μέχρι την τελευταία σταγόνα του. Τα κατάπιε όλα μέσα σε λιγότερο από δέκα δώδεκα δευτερόλεπτα, πράγμα που είναι αδύνατο. Που να πάρει, εντελώς αδύνατο! Καταβρόχθισε πολλά κιλά ιστού –ο εγκέφαλος μόνο ζυγίζει τρία με τέσσερα κιλά-, τα καταβρόχθισε όλα αυτά μέσα σε δέκα με δώδεκα δευτερόλεπτα.
«Και που βρίσκεται τώρα αυτός ο δεύτερος εαυτός της Άννας δύο, κυρία;» ρώτησε ο υπηρέτης, καθώς τώρα έβαζε στην άκρη τη σορό της νεκρής Άννας δύο.
«Μάλλον είναι ήδη νεκρός».
«Και πως το ξέρετε ότι είναι νεκρός;»
«Το ξέρω!» είπε η Ανδριάνα έξω φρενών.
«Κυρία» είπε ο υπηρέτης, «με συγχωρείτε, αλλά δεν λέει να μου φύγει από το μυαλό, κι όλο αναρωτιέμαι μήπως… μήπως αυτό που συνέβη στην Άννα δύο θα μπορούσε να συμβεί και σε μένα».
«Όχι! Σου είπα πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό».
«Μα, κυρία, χίλια συγνώμη αν σας φαίνομαι αγενής… ωστόσο, αν δεν περιμένατε πως θα συνέβαινε αυτό ευθύς εξ αρχής, τότε πως μπορείτε να είστε σίγουρη πως δεν θα ξανασυμβεί;»
Βγάζοντας τα πλαστικά χειρουργικά της γάντια, η Ανδριάνα γύρισε και του φώναξε σχεδόν: «Ανάθεμά σε σκλάβε, πάψε να με ρωτάς βλακείες».
«Κυρία, μήπως τελικά η συνείδηση της Άννας δύο, που αποτελούσε την ουσία του μυαλού και των σκέψεών της, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μεταφέρθηκε σ’ αυτό το δεύτερο εαυτό της;»
Βγάζοντας την λευκή μπλούζα που φορούσε πάνω από τα ρούχα της και πηγαίνοντας προς την πόρτα της αίθουσας του μυστικού εργαστηρίου, η Ανδριάνα κοντοστάθηκε και του είπε: «Όχι. Εδώ πρόκειται για μια παρασιτική μετάλλαξη, που το πιο πιθανό είναι πως δε διαθέτει τίποτα περισσότερο από μια πρωτόγονα ζωώδη συναίσθηση της ύπαρξής του».
«Μα, κυρία, αν το τερατώδες κατασκεύασμα, τελικά δεν είναι κατασκεύασμα, αλλά αυτή η ίδια η Άννα δύο, με τις σκέψεις της Άννας, και δεν έχει πεθάνει, κάτι τέτοιο σημαίνει πως είναι ελεύθερη».
Στο άκουσμα της λέξης ελεύθερη η Ανδριάνα έμεινε σύξυλη. Γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της στον υπηρέτη.
Με το που συνειδητοποίησε ο υπηρέτης το θανάσιμο λάθος του, έτρεξε και σύρθηκε ως τα πόδια της. Τα αγκάλιασε από τους αστραγάλους και φίλησε τα παπούτσια της.
«Μα φυσικά δεν εννοώ πως αυτό που συνέβη στην Άννα δύο είναι κατά οποιονδήποτε τρόπο επιθυμητό, κυρία».
«Σοβαρά, σκλάβε;»
«Σοβαρά κυρία. Αυτό που συνέβη στην Άννα δύο είναι φρικτό».
Η Ανδριάνα έμεινε να τον κοιτάζει να της γεμίζει σάλια τα παπούτσια. Δεν τόλμησε να της πει άλλη κουβέντα. Μόνο φιλούσε. Φιλούσε και έγλυφε.
Τέλος η Ανδριάνα είπε: «Βλέπω σκλάβε, πως είσαι ευερέθιστος. Εκνευριστικά ευερέθιστός».
Κάπου, όχι πολύ μακριά, από μια κατεύθυνση που έμοιαζε να είναι από την μεριά της χωματερής, μια τρομακτική έκρηξη έκανε τα τζάμια της έπαυλης να τρανταχτούν ελαφρά. Προφανώς άρχισαν πάλι οι εκρήξεις, σκέφτηκε η Ανδριάνα τραβώντας το πόδι της από την αγκαλιά του υπηρέτη. Βγήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη.