Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Ατιτλο....  (Αναγνώστηκε 28088 φορές)

0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #135 στις: Αυγούστου 03, 2011, 08:41:39 μμ »
16
Με αυτί ικανό ν’ αφουγκράζεται πέρα και πάνω από την αντάρα της καταιγίδας, ανασαίνοντας τον ίδιο αέρα που ανάσαινε και η Άννα δύο, ο υπηρέτης κινήθηκε αργά, όχι όμως ακλουθώντας την κυρία του. Κινήθηκε αργά, με το πάσο του, καρτερικά κατά μήκος του ανοίγματος ανάμεσα σε δύο σειρές από ψηλές στοίβες εμπορεύματα. Σαν να μην έψαχνε τόσο, αλλά σαν να περίμενε.
   Κι ακριβώς όπως το περίμενε, ήταν η Άννα δύο που τον γύρεψε και τον βρήκε.
   Ζυγώνοντας τώρα σε ένα από τα ανοίγματα, ο υπηρέτης, είδε να τον παρατηρεί από την άλλη μεριά, από μια απόσταση γύρω στα δυόμισι μέτρα, ένα γυναικείο μούτρο χλομό και γυαλιστερό.
   «Είσαι και εσύ της Νέας Ράτσας;» ακούστηκε η φωνή της Άννας δύο.
   «Όχι» απάντησε ο υπηρέτης όταν τα μάτια του συνάντησαν αυτά του τυραννισμένου πλάσματος.
   «Τι είσαι τότε;»
   «Ο υπηρέτης της».
   «Είσαι τόσο άνθρωπος όσο κι εγώ;» ρώτησε η Άννα δύο.
   «Προχώρα και πάμε μαζί στην Έπαυλη» την συμβούλεψε απαλά ο υπηρέτης. «Η κυρία μας μπορεί να σε βοηθήσει».
   «Είσαι κι εσύ σαν κι εκείνη; Μπορείς να σκοτώνεις και πάλι μετά να δημιουργείς;»
   Με τη σβελτάδα γάτας που του χάρισε η κυρία του με τον καινούριο του προγραμματισμό, καθώς και με την έγχυση ενός άλλου είδους DNA, ο υπηρέτης σκαρφάλωσε πάνω στη στοίβα στο άψε σβήσε –ίσως και γρηγορότερα!- πήγε ως την άλλη άκρη και κοίταξε κάτω, τέλος προσγειώθηκε με ένα πήδο στον άλλο διάδρομο. Κι έτσι όμως, αποδείχτηκε πως δεν είχε ενεργήσει όσο γρήγορα έπρεπε. Γιατί στο μεταξύ η Άννα δύο είχε γίνει άφαντη. 

Η Ανδριάνα εντόπισε σε μια γωνιά του χώρου μια στριφογυριστή σκάλα. βήματα που ανέβαιναν τρέχοντας τα σιδερένια σκαλοπάτια. Κάτι σαν τρίξιμο και μετά ο έντονος θόρυβος της μπόρας, όπως χτυπούσε αλύπητα τους τσίγκους. Μια πόρτα που έκλεισε με βρόντο, αφήνοντας απ’ έξω τη βουή της καταιγίδας.
   Με μια σφαίρα μόνο στην θαλάμη του πιστολιού, η Ανδριάνα άρχισε να ανεβαίνει την γυριστή, σιδερένια σκάλα.
   Η σκάλα έβγαζε σε μια πόρτα, από πάνω. Όταν την άνοιξε, η μπόρα τη μαστίγωσε.
   Πέρα από την πόρτα απλώνονταν η ταράτσα της μεγάλης αποθήκης. Η Ανδριάνα, άνοιξε το διακόπτη του ηλεκτρικού πλάι στον τοίχο. Μια λάμπα έξω από την πόρτα, αίφνης άναψε.
   Τραβώντας το γλωσσίδι έξω, για να μην έκλεινε η πόρτα μόνη της από πίσω της, η Ανδριάνα βγήκε έξω στον κατακλυσμό.
   Η μεγάλη ταράτσα ήταν επίπεδη, όμως η Ανδριάνα δυσκολευόταν να δει ως πέρα, στα παραπέτα. Εκτός από το γκρίζο παραπέτασμα της μπόρας, μερικά εξαεριστηκά φουγάρα και κάτι κτίσματα σαν μικρές αποθήκες εμπόδιζαν το οπτικό της πεδίο.
   Με τον ίδιο διακόπτη είχαν ανάψει κι άλλες λάμπες μέσα σε συρμάτινα προστατευτικά πλέγματα, όμως η φωταψία χανόταν κι αυτή μέσα στον κατακλυσμό.
   Η Ανδριάνα έκανε μερικά προσεκτικά βήματα εμπρός.

Μουσκεμένος ως το κόκκαλο, παγωμένος, βέβαιος πως η λέξη μουσκίδι από δω και μπρος θα ξύπναγε μέσα του εφιαλτικές αναμνήσεις κάθε που θα την άκουγε, ο Θοδωρής άφησε κάτω την βιντεοκάμερα με την οποία μέχρι τώρα μαγνητοσκοπούσε και κινήθηκε με μεγάλη προσοχή ανάμεσα από τα εξαεριστηκά φουγάρα μπροστά από την κυρία του, μέχρι που εκείνη τον έχασε από το οπτικό της πεδίο. Πήγε από γύρω σε ένα από τα αποθηκάκια με χίλιες δύο προφυλάξεις, φροντίζοντας να κρατάει απόσταση από τους τοίχους όταν πλησίαζε τις γωνίες.
   Αφού έκανε το γύρω της πρώτης αποθηκούλας, προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα της. Ήταν κλειδωμένη. Το ίδιο και της δεύτερης και της τρίτης.
   Κινούμενος τώρα προς τη μεριά της τέταρτης, άκουσε κάτι σαν να έτριζαν οι μεντεσέδες της πόρτας που είχε μόλις επιχειρήσει να ανοίξει. Κι αμέσως μετά η φωνή της Ανδριάνας από πιο μακριά που τον προειδοποιούσε για κάτι.

Κάθε που άστραφτε, το παραπέτασμα της βροχής γυάλιζε σαν ένας χείμαρρος από θρυμματισμένα κρύσταλλα, όμως η αιφνίδια φωταψία των αστραπών, αντί να βοηθούσε να δει κανείς πιο καθαρά, απλώς συνέβαλλε στην γενικότερη θολούρα και σύγχυση.
   Πηγαίνοντας γύρω από μερικούς πιασμένους μαζί σωλήνες του συστήματος κλιμακοστασίου, η Ανδριάνα διέκρινε μια φιγούρα εκεί ανάμεσα στο κρυστάλλινο παραπέτασμα της μπόρας. Την είδε πιο καθαρά όταν έσβησε η λάμψη μια αστραπής, και τότε κατάλαβε πως ήταν ο Θοδωρής, γύρω στα έξι μέτρα από εκεί που στεκόταν, και αμέσως μετά μια άλλη φιγούρα που έσκαγε μύτη μέσα από κάποιο από τα αποθηκάκια. «Θοδωρή! Πίσω σου!»
   Όπως ο Θοδωρής έκανε να γυρίσει, η Άννα δύο –πρέπει να ήταν η Άννα δύο- τον άρπαξε και με υπεράνθρωπη δύναμη τον σήκωσε σαν πούπουλο στον αέρα και, κρατώντας τον ψηλά πάνω από το κεφάλι της, έτρεξε προς την άκρη της ταράτσας.
   Η Ανδριάνα έπεσε στο ένα γόνατο, σημάδεψε χαμηλά -κρατώντας το πιστόλι με τα δύο της χέρια- για να μην πετύχει η σφαίρα κατά λάθος τον Θοδωρή, και πυροβόλησε.
   Χτυπημένη στο γόνατο η Άννα δύο, παραπαίοντας, όπως κρατούσε το Θοδωρή ψηλά πάνω από το κεφάλι της, τον πέταξε προς την άκρη της ταράτσας.
   Ο Θοδωρής προσγειώθηκε ανώμαλα στο πιο κάτω παραπέτο, γλίστρησε προς την άκρη με κίνδυνο να γκρεμιζόταν από την ταράτσα, όμως την τελευταία στιγμή κατάφερε να συγκρατηθεί και να έλξει το βάρος του πάλι πάνω στην ταράτσα.
   Αν και κανονικά η Άννα δύο θα έπρεπε να ήταν πεσμένη κάτω στο έδαφος και σφαδάζει με το γόνατό της σμπαράλια από τη σφαίρα που δέχτηκε, η αθεόφοβη είχε καταφέρει να σταθεί πάλι στα πόδια της και τώρα ριχνόταν στην Ανδριάνα.
   Όπως βιάστηκε να σηκωθεί πάλι όρθια, κατάλαβε πως η σφαίρα που μόλις είχε ρίξει ήταν η τελευταία της, ωστόσο έμεινε με το πιστόλι προτεταμένο, έστω για ψυχολογικού λόγους, κι έκανε προς τα πίσω σε μια προσπάθεια να προφυλαχτεί από την Άννα δύο που εφορμούσε.
   Στο αβέβαιο λόγο μπόρας φως από των λαμπτήρων και το εκτυφλωτικό φως των απανωτών αστραπών, η Άννα δύο έμοιαζε σαν να κρατούσε κολλημένο στο στήθος της ένα παιδί –ή σαν το παιδί να ήταν γαντζωμένο πάνω της, αφού η Άννα δύο είχε τα χέρια της ελεύθερα.
   Όταν το ακαθόριστο ον που έμοιαζε να κρατιέται από την Άννα δύο γύρισε να κοιτάξει την Ανδριάνα, εκείνη πρόσεξε πως τελικά δεν ήταν παιδί. νανοειδές, αν και τίποτα πάνω του δεν θύμιζε νάνο όπως αυτούς που ξέρουμε στα παραμύθια, παραμορφωμένο μέχρι σημείου που άγγιζε την αποθέωση του κακού και της μοχθηρίας, με μια μαύρη σχισμή αντί για στόμα και δύο μάτια που σου έκοβαν το αίμα όταν σε κοιτούσαν, τούτο το ον δεν μπορούσε να ήταν παρά το αποκύημα ενός εφιάλτη, μια οπτασία υφασμένη από τις ξαφνικές λάμψεις των αστραπών και του θολού σκηνικού που συνέθεταν η μπόρα και του μυαλού η σύγχυση.
   Κι όμως, τι κι αν η Ανδριάνα ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια της, σαν για να καθαρίσει τη θωριά της, το τερατούργημα ήταν ακόμα εκεί. Και όπως τώρα η Άννα δύο είχε ζυγώσει κι άλλο, τι κι αν εκείνη υποχωρούσε σταθερά για να την αποφύγει, της Ανδριάνας της φάνηκε πως το πρόσωπο της Άννας δύο είχε χάσει πια την όποια έκφραση του, τα μάτια της έμοιαζαν σαν δυο γυάλινες χάντρες –και το πιο ανατριχιαστικό, ήταν λες και το έκτρωμα την ήλεγχε απόλυτα.
   Όταν η Ανδριάνα, όπως οπισθοχωρούσε, έφτασε κοντά σε κάτι σωλήνες, το πόδι της γλίστρησε στο βρεγμένο τσιμέντο. Παραλίγο να έπεφτε.
   Η Άννα δύο βρήκε την ευκαιρία και όρμησε κατά πάνω της, ίδια με λιοντάρι που ορμούσε να κατασπαράξει το ανήμπορο να ξεφύγει θύμα του. Η κραυγή θριάμβου που ακούστηκε ήταν σαν να μη βγήκε από το στόμα της, αλλά από το στόμα του εκτρώματος που ήταν γαντζωμένο πάνω της –ή μήπως που έβγαινε από την κοιλιά της;
   Τότε από το πουθενά εμφανίστηκε ο υπηρέτης της και άρπαξε την Άννα δύο και το κακό χτικιό που κουβαλούσε πάνω της. Σήκωσε με κόπο και τα δύο όντα ψηλά και τους έδωσε μια σπρωξιά πετώντας τα από την ταράτσα. Μετά εξαντλημένος έπεσε στα τέσσερα μπροστά στην κυρία του προσπαθώντας να πάρει ανάσα λόγω της προσπάθειας που κατέβαλε.
   Η Ανδριάνα ανέκτησε γρηγορότερα απ’ όσο κι ίδια περίμενε την αυτοκυριαρχία της και περνώντας από τον πεσμένο στα τέσσερα υπηρέτη, τον χάιδεψε απαλά στο κεφάλι, όπως θα χάιδευε ο αφέντης το σκύλο του που τον έσωσε από κάποιο κίνδυνο.
   Μετά έτρεξε ως την άκρη του παραπέτου και κοίταξε κάτω. Η Άννα δύο ήταν πεσμένη μπρούμυτα στην αλέα, δώδεκα μέτρα πιο κάτω. Ακίνητη σαν πεθαμένη. Ο κατακλυσμός σταμάτησε απότομα όπως απότομα είχε ξεσπάσει.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #136 στις: Αυγούστου 05, 2011, 12:08:31 μμ »
17
Ο Μανόλης έκανε σκαλοπάτι τα χέρια του και σήκωσε την Ελένη ως το παράθυρο. «Θυμήσου» της είπε, «θα είναι σαν βουτιά, αλλά σε σανό αντί για νερό. Τα χέρια μπροστά και έξω».
   Η Ελένη έφερε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της, τα τέντωσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Το πρόσωπο της ήταν κατάχλομο. Φοβόταν, και ο Μανόλης δεν την κατηγορούσε. Ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά από ύψος δύο μέτρων και, παρά το σανό, η πτώση θα ήταν απότομη. Ο Μανόλης ήλπιζε να θυμηθεί η Ελένη να κρατήσει τα χέρια μπροστά και το κεφάλι σκυφτό. Δεν θα ωφελούσε κανέναν αν έσπαζε το σβέρκο της πέφτοντας από το παράθυρο της αποθήκης.
   «Θέλεις να μετρήσω ως το τρία, Ελένη;» την ρώτησε.
   «Όχι, γαμώτο! Απλώς καν’ το πριν κατουρηθώ επάνω μου!»
   «Κράτα τα χέρια ψηλά και... Πάμε!» φώναξε ο Μανόλης και την τίναξε με δύναμη προς τα πάνω. Η Ελένη πετάχτηκε έξω από το παράθυρο και εξαφανίστηκε. Ο Μανόλης δεν την άκουσε να προσγειώνεται. Η μουσική ήταν πολύ δυνατή. Πιο δυνατή κι από τη βροχή που έπεφτε με μανία.
   Οι άλλοι στριμώχτηκαν μπροστά στο παράθυρο, που ήταν λίγο πάνω από τα κεφάλια τους. Η βροχή έπεφτε από το σπασμένο παράθυρο στα πρόσωπά τους.  «Ελένη;» φώναξε ο Νταν. «Ελένη, είσαι καλά;»
   Για μερικές στιγμές δεν ακούστηκε τίποτε και ο Μανόλης φοβήθηκε ότι η Ελένη πραγματικά είχε σπάσει το σβέρκο της τελικά. Ύστερα την άκουσαν να λέει, «Εδώ είμαι. Χριστέ μου, πονάει. Χτύπησα τον αγκώνα μου. Τον αριστερό. Αισθάνομαι πολύ περίεργα το χέρι μου. Περίμενε μια στιγμή...»
   Περίμεναν.
   Η Ντενίζ έπιασε το χέρι του Μανόλη και το έσφιξε δυνατά.
   «Το κουνάω» είπε η Ελένη. «Είναι εντάξει, νομίζω, αλλά πρέπει να το δει και κανένας γιατρός».
   Γέλασαν όλοι, υπερβολικά δυνατά.
   Ο Νταν είχε δέσει το κλειδί της μηχανής του αυτοκινήτου σε μια διπλή λωρίδα που είχε σκίσει από το πουκάμισο του, και την άκρη της λωρίδας την είχε δέσει στην αγκράφα της ζώνης του. Ο Μανόλης ξανάκανε τα χέρια του σκαλοπάτι και σήκωσε τον Νταν ως το παράθυρο.
   «Ελένη, θα σου κατεβάσω το κλειδί. Είσαι έτοιμη;»
   «Ναι».
   Ο Νταν πιάστηκε από την κόχη του παραθύρου, κοίταξε κάτω και άρχισε να κατεβάζει τη ζώνη. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Η βροχή που χτύπαγε με δύναμη το πρόσωπό του, τον πονούσε. «Εντάξει, την έπιασες» είπε. «Τώρα, άκουσε με καλά. Αυτό που σου ζητάμε θα το κάνεις μόνο αν καταλάβεις ότι μπορείς. Αν δεν μπορείς, δεν έγινε τίποτε. Κατάλαβες;»
   «Ναι».
   «Εμπρός, λοιπόν. Δίνε του». Ο Νταν παρακολούθησε για μερικά δευτερόλεπτα αμίλητος. «Έφυγε» είπε τελικά. «Ο Θεός να την έχει καλά, είναι σπουδαία κοπέλα. Κατέβασε με, Μανόλη».

18
Η Ελένη είχε βγει από τα πλάγια του κτιρίου, μακριά από το κουρνιασμένο κοπάδι. Ο άνεμος και η βροχή ήταν σχεδόν κόντρα. Ο Μανόλης, η Ντενίζ και ο Νταν έτρεξαν προς την πλευρά που ήταν αντίκρυ στον κεντρικό δρόμο. Οι δύο άντρες πλάγιασαν το ήδη κατεστραμμένο μηχάνημα με τις καραμέλες και το έσπρωξαν πάνω στον τοίχο. Πατώντας πάνω στο μηχάνημα, ο Μανόλης και ο Νταν έβλεπαν άνετα έξω από το παράθυρο. Ο Μανόλης πρόσθεσε ένα κασόνι για να πατήσει πάνω η Ντενίζ, για να φτάνει να βλέπει κι εκείνη, ελπίζοντας να μην πέσει από εκεί πάνω και γεννήσει πρόωρα.
   Είδαν την Ελένη να φτάνει με τα χίλια ζόρια στην περιφέρεια του πλήθους που κοιμόταν κατάχαμα αδιαφορώντας για την βροχή που έπεφτε, να κοντοστέκεται για λίγο σαν να το σκεφτόταν και τελικά να φεύγει προς τα αριστερά ακολουθώντας την περιφέρεια του τεράστιου κοπαδιού. Η βροχή που έπεφτε έμοιαζε μέσα στο σκοτάδι σαν βαριά κουρτίνα θεάτρου, εμποδίζοντας την παρακολούθησή τους. Ακόμη όμως κι όταν την έχασαν από τα μάτια τους, ο Μανόλης συνέχισε για αρκετή ώρα να νομίζει ότι έπιανε κάποια κίνηση στο σκοτάδι.
   «Πόση ώρα λες να της πάρει μέχρι να γυρίσει πίσω;» ρώτησε ο Νταν.
   Ο Μανόλη κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήξερε. Θα εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες -το μέγεθος του κοπαδιού ήταν μόνο ένας απ' αυτούς. Η δύναμη της βροχής ένας άλλος.
   «Κι αν έχουν ψάξει αυτοί το σχολικό;» ρώτησε η Ντενίζ.
   «Κι αν ψάξει η Ελένη το σχολικό και δεν υπάρχει τίποτε στο πίσω μέρος;» ρώτησε ο Νταν. Ο Μανόλης με το ζόρι κρατήθηκε να μην του πει να κρατήσει την αρνητική του ενέργεια για τον εαυτό του.
   Η ώρα περνούσε με δρασκελιές. Ο Βιβάλντι πήρε για άλλη μια φορά το λόγο στο ρεπερτόριο. Τώρα η ώρα περνούσε με μικρά βηματάκια και ο Μανόλης άρχισε να χάνει τις ελπίδες του. Αν ήταν να ακούσουν ποτέ το θόρυβο της μηχανής του σχολικού, θα έπρεπε να τον είχαν ακούσει.
   «Κάτι δεν πάει καλά» είπε ο Νταν.
   «Ναι, βρέχει διαολεμένα» απάντησε ο Μανόλης.
   Ο Νταν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, κάτι δεν πήγε καλά» είπε ο Νταν με σιγανή φωνή τώρα.
   «Δεν ξέρουμε ακόμη». Ο Μανόλης προσπάθησε να μη δείξει την απογοήτευση του.
   «Έχει δίκιο ο Νταν» είπε η Ντενίζ. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Αν ήταν να έρθει, θα είχε φανεί ήδη».
   Όλως παραδόξως, ο Νταν κράτησε θετική στάση. «Δεν ξέρουμε τι μπορεί να συνάντησε. Πάρτε βαθιά ανάσα και συγκρατήστε τη φαντασία σας».
   Ο Μανόλης προσπάθησε και απέτυχε. Τώρα η ώρα σερνόταν. Το «Άβε Μαρία» του Σούμπερτ αντηχούσε από τα τεράστια ηχεία, ιδανικά για συναυλία. Θα πουλούσε και την ψυχή του στο διάβολο για ένα καλό ροκ κομμάτι —Τσακ Μπέρι, το «When Love Comes to Town», των U2...
   Έξω, μόνο σκοτάδι, αστέρια κι εκείνο το μικρό κόκκινο φωτάκι να αναβοσβήνει.
   «Σήκωσε με μήπως χωρέσω να περάσω από εκείνο το παράθυρο» είπε ο Νταν. Πήδησε από το μηχάνημα. «Θα πάω να την βρω».
   «Νταν, αν έκανα λάθος και δεν υπάρχουν εκρηκτικά στο πίσω μέρος του σχολικού...» άρχισε να λέει ο Μανόλης.
   «Χέσε το πίσω μέρος του σχολικού και τα εκρηκτικά μαζί!» ξέσπασε ο Νταν. «Θέλω να βρω την Ελ...»
   «Ε!» φώναξε η Ντενίζ κι έπειτα: «Να το! ΤΩΡΑ, ΜΩΡΟ ΜΟΥ!» Χτύπησε τη γροθιά της στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο.
   Ο Μανόλης στράφηκε και είδε προβολείς αυτοκινήτου να λάμπουν στο σκοτάδι. Αχνός είχε αρχίσει να σηκώνεται από το στρώμα των ξαπλωμένων σωμάτων πάνω στη μεγάλη αλάνα και ήταν σαν να έλαμπαν τα φώτα του αυτοκινήτου μέσα από ομίχλη. Φώτισαν μια στιγμή δυνατά, θάμπωσαν, έλαμψαν πάλι και ο Μανόλης φαντάστηκε την Ελένη καθισμένη στη θέση του οδηγού να προσπαθεί να καταλάβει ποιο κουμπί έκανε τι. Τα φώτα του σχολικού άρχισαν να κινούνται αργά προς τα εμπρός. Τα μεγάλα φώτα.
   «Έλα, μωρό μου» είπε ξέπνοα η Ντενίζ. «Καν’ το, αγάπη μου». Όρθια πάνω στο κασόνι, έπιασε το χέρι του Νταν από τη μια μεριά και το χέρι του Μανόλη από την άλλη. «Είσαι ωραία, έλα, μη σταματάς».
   Τα φώτα άλλαξαν απότομα κατεύθυνση και φώτισαν τα δέντρα στην πέρα αριστερή άκρη της αλάνας με τα ξαπλωμένα σώματα.
   «Τι κάνει;» είπε ο Νταν, σαν να βογκούσε.
   «Δεν υπάρχει πρόβλημα». Κόμπιασε ο Μανόλης. «Έτσι νομίζω». Αν δεν της ξεφύγει το τιμόνι. Αν δεν μπερδέψει το γκάζι με το φρένο και τρακάρει στο στημένο κομμάτι και σφηνώσει εκεί.
   Περίμεναν. Τα φώτα επανήλθαν στην πορεία τους και καρφώθηκαν γραμμή πάνω στον πλαϊνό τοίχο της αποθήκης.
   Μέσα στις δυο μεγάλες φωτεινές δέσμες των προβολέων, ο Μανόλης είδε τι ήταν εκείνο που είχε καθυστερήσει τόσο πολύ την Ελένη.
   Δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι των κινητών ξαπλωμένοι. Δεκάδες απ' αυτούς -εκείνοι με το ελαττωματικό πρόγραμμα- ήταν όρθιοι και μετακινούνταν. Τριγύριζαν στο χαμό από δω κι από κει. Μαύρες σιλουέτες που απομακρύνονταν κατά κύματα προς κάθε κατεύθυνση, ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο πάνω από τους κοιμισμένους, σκοντάφτοντας, πέφτοντας και ξαναδοκιμάζοντας, υπό τους ήχους του «Άβε Μαρία» του Σούμπερτ. Ένας από αυτούς, ένας νεαρός που είχε στο μέτωπο του ένα μεγάλο σκίσιμο σαν κόκκινη ρυτίδα, έφτασε ως το κτίριο και συνέχισε την πορεία του παράλληλα με τον τοίχο ψηλαφώντας σαν τυφλός.
   «Καλά είσαι εκεί, Ελένη» μουρμούρισε ο Μανόλης, όταν οι προβολείς πλησίασαν τις βάσεις των ηχείων στην πέρα άκρη της ανοιχτής έκτασης. «Παρκάρισε το και γύρνα πίσω».
   Φαίνεται πως η Ελένη τον άκουσε. Τα φώτα σταμάτησαν.
   Τώρα κινούνταν μόνο οι ανήσυχες μαύρες φιγούρες και ο αχνός που ανέβαινε από τα ξαπλωμένα σώματα. Ύστερα άκουσαν τη μηχανή του σχολικού να μαρσάρει -ακούστηκε ακόμη και πάνω από τη μουσική- και τα φώτα τινάχτηκαν προς τα εμπρός.
   «Όχι, Ελένη! Τι κάνεις;» ούρλιαξε ο Μανόλης.
   Η Ντενίζ έγειρε απότομα πίσω και θα είχε πέσει από το κασόνι αν δεν την άρπαζε από τη μέση ο Μανόλης.
   Το σχολικό λεωφορείο προχώρησε μέσα στο κοιμισμένο κοπάδι. Πάνω στο κοιμισμένο κοπάδι. Τα φώτα άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν, τη μια να πέφτουν ευθεία πάνω στο κτίριο, την άλλη να ανασηκώνονται στιγμιαία και να επανέρχονται αμέσως μετά. Το μικρό λεωφορείο έγειρε αριστερά, ισορρόπησε, έγειρε από την άλλη. Τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου έλουσαν για μερικές στιγμές
έναν από τους υπνοβάτες τόσο καθαρά, σαν να ήταν μια φιγούρα του λούνα παρκ κομμένη από κοντραπλακέ. Είχε τα δυο του χέρια σηκωμένα ψηλά, σαν να πανηγύριζε ένα φανταστικό γκολ. Ύστερα χάθηκε κάτω από τη μάσκα του μικρού λεωφορείου που ερχόταν καταπάνω του.
   Η Ελένη οδήγησε το σχολικό ως τη μέση του κοπαδιού και εκεί σταμάτησε, με τα μεγάλα φώτα αναμμένα και τη μάσκα του να στάζει. Σκιάζοντας με το χέρι τα μάτια του κόντρα στους εκτυφλωτικούς προβολείς, ο Μανόλης διέκρινε μια μικρή μαύρη φιγούρα -ξεχώριζε από τις υπόλοιπες από τον τρόπο που κινιόταν να ξεκόβει από το αυτοκίνητο και να έρχεται προς την αποθήκη. Ύστερα έπεσε και την έχασε από τα μάτια του. Λίγο μετά, ο Νταν είπε με μια ανάσα «Να την, εκεί, να την!» και ο Μανόλης ξαναείδε την Ελένη, γύρω στα δέκα μέτρα πιο κοντά και πολύ πιο αριστερά από το σημείο που την είχε δει για τελευταία φορά.
   Η Ελένη πρέπει να είχε συρθεί με τα τέσσερα πάνω στα ξαπλωμένα σώματα για κάποια απόσταση, πριν σηκωθεί ξανά στα πόδια της.
   Ύστερα η Ελένη βρέθηκε πάλι μέσα στον ομιχλώδη φωτεινό κώνο που δημιουργούσαν οι προβολείς του αυτοκινήτου και η νεροποντή και τότε την είδαν καθαρά για πρώτη φορά, στο τέρμα της μακριάς σκιάς που έριχνε μπροστά της. Όχι το πρόσωπο της, γιατί οι προβολείς την φώτιζαν από πίσω, αλλά το πώς έτρεχε, πατώντας πάνω στους ξαπλωμένους με μια τρελή σβελτάδα γεμάτη χάρη. Όσοι ήταν κάτω ήταν χαμένοι από τον κόσμο. Όσοι ήταν ξύπνιοι αλλά βρίσκονταν μακριά δεν της έδιναν καμιά σημασία. Αρκετοί απ' αυτούς που βρίσκονταν κοντά της, όμως, άπλωναν τα χέρια να την αρπάξουν. Η Ελένη απέφυγε δύο απ' αυτούς βουτώντας στο πλάι, αλλά ο τρίτος, μια γυναίκα, την άρπαξε από τα φουντωτά, μακριά μαλλιά της.
   «Άφησέ την!» βρυχήθηκε ο Μανόλης. Δεν έβλεπε το πρόσωπο της, αλλά του κόλλησε η παρανοϊκή ιδέα ότι ήταν αυτή που υπήρξε κάποτε μητέρα του. «Άφησέ την!»
   Η γυναίκα δεν την άφησε, αλλά η Ελένη της άρπαξε το χέρι, της το έστριψε, έπεσε με το ένα γόνατο, ξανασηκώθηκε και συνέχισε. Η γυναίκα δοκίμασε πάλι να την αρπάξει, της ξέφυγε παρά
τρίχα το πίσω μέρος της μπλούζας της, την παράτησε και στράφηκε προς άλλη κατεύθυνση.
   Πολλοί από τους άγρυπνους ανθρώπους των κινητών άρχιζαν να μαζεύονται γύρω από το σχολικό λεωφορείο. Σαν να τους τραβούσαν τα φώτα του αυτοκινήτου.
   Ο Μανόλης πήδησε κάτω από το μηχάνημα (αυτή τη φορά έσωσε ο Νταν Χάρτγουικ την Ντενίζ από πιθανή τούμπα) και έπιασε τον σιδερένιο λοστό. Ανέβηκε πάλι επάνω μ' ένα σάλτο και έσπασε το παράθυρο απ' όπου κοίταζαν.
   «Ελένη!» φώναξε με όλη του τη δύναμη για να ακουστεί πάνω από τη μουσική και τη βροχή. «Πήγαινε από πίσω! Πίσω από το κτίριο!»
   Στο άκουσμα της φωνής του Μανόλη, η Ελένη σήκωσε το κεφάλι της, σκόνταψε πάνω σε κάτι -πόδι, χέρι, κεφάλι, ποιος ξέρει;- γλίστρησε μετά στις λάσπες και έπεσε. Καθώς έκανε να σηκωθεί, ένα χέρι τινάχτηκε από το ζωντανό σκοτάδι και γράπωσε το λαιμό της κοπέλας.
   «Θεέ μου, σε παρακαλώ, όχι», ψιθύρισε ο Μανόλης.
   Η Ελένη ρίχτηκε μπροστά σαν αμυντικός που ορμάει να πιάσει την μπάλα. Τα πόδια της ανεβοκατέβαιναν σαν έμβολα, αλλά δεν εγκατέλειψε και κατάφερε να ξεγλιστρήσει από την αρπάγη. Τινάχτηκε μπροστά παραπατώντας. Ο Μανόλης είδε πώς είχε γουρλώσει η Ελένη τα μάτια της και πώς ανεβοκατέβαινε το στήθος της από την τρομερή προσπάθεια. Και όταν άρχισε να πλησιάζει το κτίριο άκουσε και το άγριο λαχάνιασμα της.
   Δε θα τα καταφέρει, σκέφτηκε. Και θέλει τόσο λίγο τώρα, τόσο λίγο.
   Όμως η Ελένη τα κατάφερε. Οι δύο τρελοί των κινητών που έσερναν τα βήματα τους τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένοι στην μπροστινή πλευρά του κτιρίου δεν της έδωσαν καμιά σημασία όταν πέρασε τρέχοντας από δίπλα τους και έστριψε στη γωνία με προορισμό την πίσω πλευρά.
   Ο Μανόλης και οι άλλοι δύο αμέσως πήδησαν από το μηχάνημα κι έκαναν κούρσα ταχύτητας προς τον πλαϊνό τοίχο, με πρώτη και καλύτερη την Ντενίζ και τη φουσκωμένη κοιλιά της.
   «Ελένη!» άρχισε να φωνάζει, αναπηδώντας επιτόπου κάτω από το παράθυρο για να μπορέσει να δει. «Ελένη, πού είσαι! Για το Θεό, κοπέλα μου, πες μας ότι είσαι εδώ!»
   «Εδώ» -μια εισπνοή σαν πνιχτή κραυγή ανθρώπου που ασφυκτιά- «είμαι». Άλλη μια ανάσα σαν την προηγούμενη. Ο Μανόλης άκουσε δίπλα του τον Νταν να γελάει. «Πού να το ήξερα» -Ιιιιιι-ιιιιχ!- «ότι είναι τόσο δύσκολο να τρέξεις... πάνω σε ανθρώπους».
   «Τι νόμιζες ότι έκανες;» της φώναξε ο Μανόλης. Κόντευε να σκάσει που δεν μπορούσε να την αρπάξει, πρώτα να την λιώσει στην αγκαλιά του, μετά να της ρίξει ένα γερό ταρακούνημα, κι ύστερα να πέσει στα γόνατα, να συρθεί και να πνίξει στα φιλιά, τα πόδια της ανόητης, γενναίας αφέντρας. Κόντευε να σκάσει που δεν μπορούσε να την δει. «Σου είπα να πας κοντά τους, διάβολε, όχι να φέρεις το αυτοκίνητο επάνω τους».
   «Το έκανα» -Ιιιι-ιιιιχ!- «για τον Ιορδάνη και το Διευθυντή». Η φωνή της ήταν γεμάτη πρόκληση και πείσμα. «Σκότωσαν τον Ιορδάνη και το Διευθυντή. Αυτοί και η Κουρελιάρα Ανδριάνα τους. Αυτή η ηλίθια ο Πρόεδρος της Ανδριάνας. Θέλω να το πληρώσουν. Θέλω αυτή να πληρώσει. Κι αν αυτή δεν είναι η κανονική Ανδριάνα, τότε θέλω να πληρώσει και η κανονική».
   «Γιατί άργησες τόσο πολύ να ξεκινήσεις;» ρώτησε η Ντενίζ. «Περιμέναμε, περιμέναμε...»
   «Τριγυρίζουν παντού» είπε η Ελένη. «Εκατοντάδες. Ό,τι κι αν είναι αυτό που δεν πάει καλά... ή που πάει καλά... ή που εξελίσσεται... τώρα εξαπλώνεται πολύ γρήγορα. Περπατάνε από δω κι από κει σαν χαμένοι. Έπρεπε να αλλάζω συνέχεια δρόμο για να τους αποφύγω. Κατέληξα πολύ πιο κάτω από το σχολικό και το έφτασα γυρίζοντας πίσω από τον κεντρικό διάδρομο. Μετά...» γέλασε λαχανιασμένα. «Δεν έπαιρνε μπροστά! Το πιστεύετε; Έστριβα το κλειδί, έστριβα, έστριβα και έκανε μόνο κλικ. Πήγα να φρικάρω, αλλά κρατήθηκα. Θα απογοήτευα τον Ιορδάνη και τον Διευθυντή αν τα έπαιζα».
   «Αχ, Ελένη...» είπε τρυφερά ο Μανόλης.
   «Ξέρετε τι ήταν; Έπρεπε να βάλω τη ζώνη. Το καταραμένο το σχολικό δεν παίρνει μπροστά αν ο οδηγός δεν έχει δέσει τη ζώνη ασφαλείας. Συγγνώμη που άργησα τόσο πολύ... αλλά τελικά ήρθα».
   «Να υποθέσουμε ότι ο χώρος για τις αποσκευές δεν ήταν άδειος;» ρώτησε ο Νταν.
   «Ό,τι κι αν υποθέσετε θα είναι λίγο. Είναι γεμάτος με κάτι πράγματα σαν κόκκινα τουβλάκια. Ολόκληρες ντάνες». Η Ελένη είχε αρχίσει να αναπνέει σχεδόν κανονικά. «Είναι κάτω από μια κουβέρτα. Και πάνω-πάνω είναι ένα κινητό. Ο Ρέι το έχει πιάσει με ένα φαρδύ λάστιχο πάνω σε δύο απ' αυτά τα κόκκινα τουβλάκια. Το τηλέφωνο είναι ανοιχτό και είναι από εκείνα με το πορτάκι που έχουν και φαξ και bluetooth, για να μεταφέρεις πληροφορίες σε υπολογιστή. Το καλώδιο του φορτιστή είναι χωμένο στα τούβλα. Δεν είδα τον πυροκροτητή, αλλά φαντάζομαι ότι είναι κάπου στη μέση του σωρού». Η Ελένη πήρε άλλη μια βαθιά, λαίμαργη ανάσα. «Και είχε και σήμα. Τρεις γραμμούλες».
   Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος. Τελικά είχε δίκιο. Η Έπαυλη υποτίθεται ότι ήταν νεκρή ζώνη για την κινητή τηλεφωνία, από την αρχή του δρόμου που οδηγούσε αποκλειστικά
στο χώρο της χωματερής και πέρα. Οι άνθρωποι των κινητών είχαν ψαρέψει αυτή τη γνώση από το μυαλό κάποιων νορμάλ και την είχαν χρησιμοποιήσει. Και το σύνθημα Έπαυλη=Οχ-Τιλ είχε εξαπλωθεί σαν ανεμοβλογιά. Αλλά είχε δοκιμάσει κανείς από αυτούς να τηλεφωνήσει από κινητό από το χώρο της χωματερής; Όχι βέβαια. Γιατί να το κάνουν; Άμα είσαι τηλεπαθητικός το τηλέφωνο σου φαίνεται απαρχαιωμένο. Και αν ανήκεις και σε κοπάδι -είσαι μέρος του όλου-, τότε σου φαίνεται διπλά απαρχαιωμένο, αν είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο.
   Μόνο που τα κινητά λειτουργούσαν μέσα στα όρια αυτής της μικρής περιοχής, και γιατί; Γιατί η χωματερή είναι σε λειτουργία. Και όπως κάθε άλλη επιχείρηση στον εικοστό αιώνα, έτσι και η χωματερή εξαρτάται από τα κινητά τηλέφωνα, ειδικά σε απομονωμένες περιοχές όπου σπανίζουν τα σταθερά. Δεν υπήρχαν κεραίες κινητής τηλεφωνίας να μεταφέρουν το σήμα; Πολύ καλά, θα έκλεβαν το αναγκαίο λογισμικό και θα εγκαθιστούσαν πειρατικά μια δική τους. Παράνομο; Φυσικά, αλλά, κρίνοντας από τις τρεις γραμμούλες που έλεγε η Ελένη, το πράγμα λειτουργούσε. Και επειδή τροφοδοτούνταν από μπαταρίες, λειτουργούσε ακόμη. Το είχαν εγκαταστήσει στο ψηλότερο σημείο της χωματερής.
   Η νεροποντή σταμάτησε απότομα.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #137 στις: Αυγούστου 06, 2011, 08:40:37 πμ »
19
Από την ταράτσα ξεκινούσε κι έφτανε ως κάτω μια γυριστή σιδερένια σκάλα κινδύνου. Τα σιδερένια σκαλοπάτια γλιστρούσαν έτσι βρεγμένα που ήταν. Το ίδιο και η χειρολαβή, όταν η Ανδριάνα επιχείρησε να κρατηθεί απ’ αυτήν.
   Ο Θοδωρής είχε αρπάξει την βιντεοκάμερα και την ακολούθησε ακριβώς από πίσω της, κι ολόκληρη η σιδερένια σκάλα τραντάζονταν κι έτριζε όπως κατέβαιναν. «Το είδατε εκείνο το πράμα κυρία;»
   «Ναι».
   «Το πρόσωπό του;»
   «Ναι».
   «Έβγαινε από μέσα της κυρία!»
   «Ορίστε;»
   «Λέω, έβγαινε από τα σπλάχνα της».
   Η Ανδριάνα δεν έβγαλε μιλιά. Τι να έλεγε άλλωστε; Απλώς συνέχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Δεν ήταν υποχρεωμένη να δώσει λογαριασμό στο σκλάβο της. Ούτε εξηγήσεις.
   «Το πράγμα με άγγιξε» είπε τώρα ο Θοδωρής, κι ο τόνος της φωνής του μαρτυρούσε τον αποτροπιασμό του.
   «Εντάξει».
   «Τι, εντάξει κυρία; Καθόλου εντάξει».
   «Χτύπησες;»
   «Αν δεν έχει πεθάνει…»
   «Έχει πεθάνει». Ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε η Ανδριάνα.
   «…Σκοτώστε το κυρία».
   Φτάνοντας κάτω στην αλέα, βρήκαν την Άννα δύο πεσμένη ακίνητη εκεί που είχε σκάσει, όμως τώρα δεν ήταν γυρισμένη μπρούμυτα. Είχε γυρίσει ανάσκελα και σαν να χάζευε με βλέμμα απλανές τον ουρανό.
   Το στόμα της ορθάνοιχτο, το ίδιο τα μάτια της.
   Ο κορμός της από το ύψος των ώμων της ως κάτω τους γοφούς της, ήταν σαν να είχε αδειάσει από μέσα της. Το στήθος και το στομάχι της είχαν καταρρεύσει και τώρα έμοιαζαν με άδειο τσουβάλι. Πάνω στα οστά του θρυμματισμένου της θώρακα κρεμόταν κομμάτια από δέρμα.
   «Βγήκε από μέσα της» είπε ο Θοδωρής.
   Ένας θόρυβος που ακούστηκε αίφνης –κάτι σαν σούρσιμο και μετά ένα τρίξιμο- τους έκανε να στρέψουν το κεφάλι τους προς την άλλη άκρη της αλέας, εκεί στο μπροστινό μέρος της αποθήκης. Μέσα στο σκοτάδι η Ανδριάνα, δεν κατάφερε να δει πιο καθαρά το πράγμα. Αλλά ήξερε πως εκείνο την κοιτούσε.
   «Κυρία, τι είναι αυτό το πράγμα;»
   «Ίσως είναι κάποιο… ζώο».
   «Το πιστεύετε πραγματικά κυρία;»
   Το έκτρωμα είχε μείνει ακίνητο και τους κοιτούσε.
   Η Ανδριάνα φαινόταν εξαιρετικά αμήχανη. «Όχι, Θοδωρή».
   «Τι πιστεύετε κυρία;»
   «Διάολε δεν ξέρω τι να πιστέψω» είπε η Ανδριάνα με απόγνωση.
   Τίποτα δεν σάλευε. Τα κάποια δέντρα που υπήρχαν εκεί φαίνονταν να μην αναπνέουν. Το κτίριο της αποθήκης φαινόταν σαν ένας θολός αντικατοπτρισμός πίσω από την κουρτίνα της ατμόσφαιρας. Η Ανδριάνα κινήθηκε μπροστά. Ένας άλλος θόρυβος την έκανε να γυρίσει πίσω μόνο και μόνο για να δει τον υπηρέτη να κατεβαίνει τη γυριστή σκάλα. Όταν τα πόδια του πάτησαν στο έδαφος ο θόρυβος σταμάτησε. Και η σιγαλιά έπεσε πάλι σαν σεντόνι και τους πλάκωσε.     
   Ο υπηρέτης και ο Θοδωρής με τη βιντεοκάμερα στα χέρια μαγνητοσκοπώντας την ακολούθησαν σιωπηλά.
   Κάτι θρόισε κάτω από το πόδι της Ανδριάνας, ξαφνιάζοντάς την. Ήταν ένα ξερό φύλλο.
   Από τη μεριά του εκτρώματος ακούγονταν διάφοροι ήχοι. Σαν κόκκαλα που τρίζουν, ή που σπάνε, ή που θρυμματίζονται.
   Ο Θοδωρής για πρώτη φορά στη ζωή του βλασφήμησε –τουλάχιστον ενώπιον της κυρίας του: «Σκατά!» βόγγηξε.
   Ο υπηρέτης έβγαλε ένα πνιχτό άναρθρο ήχο από το λαρύγγι του.
   Το έκτρωμα τους πλησίασε. Είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται. Είχε αρχίσει ένα είδος αναδόμησης. Μέσα του. Από μέσα του.
   Η Ανδριάνα κοίταξε το πλάσμα που ήταν τώρα μπροστά της και ήταν σαν να σήκωσε την κουρτίνα του πραγματικού κόσμου και να βρέθηκε σε ένα τόπο εφιαλτικό, γεμάτο παραισθήσεις. Τα φώτα του δρόμου ήταν σβηστά αλλά το φεγγάρι που είχε προβάλει μέσα από τα σύννεφα, φώτιζε ελάχιστα το δρόμο.
   Αλλά έστω και με το λιγοστό αυτό φέγγος μπορούσε κανείς να διακρίνει το τερατώδες φτερωτό πράγμα στο οποίο είχε μεταμορφωθεί το έκτρωμα. Αυτό που η Ανδριάνα και οι σκλάβοι της είδαν να τους πλησιάζει από την άλλη μεριά του δρόμου –αυτό που τους φάνηκε πως είδαν στο καλειδοσκοπικό μείγμα σκιάς και τρεμάμενου φεγγαρόφωτου- ήταν κάτι που μόνο κάποιος με υψηλό πυρετό θα μπορούσε να ονειρευτεί. Και ως γνωστόν τα πλάσματα της Νέας Ράτσας, δεν σήκωναν υψηλούς πυρετούς. Ούτε καν χαμηλούς. Είχε άνοιγμα φτερών που έφτανε το ένα ενάμισι μέτρο και κεφάλι εντόμου. Κοντές τρεμάμενες κεραίες. Μικρές, μυτερές, ακατάπαυστα κινούμενες σιαγόνες. Σώμα διαιρεμένο σε τμήματα. Το σώμα κρεμόταν ανάμεσα από τα ανοιχτά γκρίζα φτερά και είχε περίπου το σχήμα και το μέγεθος δύο μπαλών του ράγκμπι τοποθετημένων η μία μετά την άλλη. Και το σώμα ήταν γκρίζο στην ίδια απόχρωση με τα φτερά –ένα μουχλιασμένο, σιχαμερό γκρίζο χρώμα. Ήταν επίσης χνουδωτό και υγρό. Ο Θοδωρής κοίταξε τα μάτια: ήταν πελώρια, μαύρα σαν κατράμι, με πολυγωνικούς προτεταμένους φακούς, που διαθλούσαν το φως και το αντανακλούσαν με αποτέλεσμα τα μάτια να έχουν σκοτεινή λαίμαργη λάμψη.
   Ήταν σαν να έβλεπε μια πεταλούδα σκώρου σε μέγεθος αετού κι αυτό ήταν παρανοϊκό. Τα σταχτόγκριζα φτερά του χτυπούσαν τόσο γρήγορα, που δεν διακρίνονταν παρά θολά.
   Η παρουσία του και μόνο τους είχε καθηλώσει, τους είχε μαγέψει.
   Η Ανδριάνα πρώτη αντιλήφθηκε μια σκιά του φεγγαριού που πέρασε φευγαλέα πάνω από το πεζοδρόμιο, σαν ρυτίδιασμα στα νερά μια λίμνης. Ενστικτωδώς, έσκυψε το κεφάλι της. Άκουσε τα φτερά. Ένιωσε ένα ελαφρύ άγγιγμα στο κεφάλι της.
   Ο Θοδωρής τσίριξε.
   Η Ανδριάνα σήκωσε απότομα το κεφάλι και κοίταξε γύρω της.
   Το έντομο.
   Ήταν κολλημένο στο πρόσωπο του Θοδωρή. Κρατιόταν πάνω του με ένα τρόπο που δεν ήταν ορατός στην Ανδριάνα. Ολόκληρο το κεφάλι του Θοδωρή ήταν κρυμμένο από το πράγμα.
   Ο Θοδωρής δεν ήταν ο μόνος που ούρλιαζε. Ξεφώνιζε και ο υπηρέτης της που οπισθοχωρούσε έκπληκτος. Το έντομο τσίριζε κι αυτό βγάζοντας ένα οξύ θρηνητικό ήχο. Τα τεράστια φτερά του απίστευτου εντόμου φτεροκόπησαν, διπλώθηκαν και απλώθηκαν με φρικτή χάρη και ομορφιά, αγγίζοντας το κεφάλι και τους ώμους του Θοδωρή.
   Ο Θοδωρής παραπάτησε περπατώντας στο δρόμο στα τυφλά, προσπαθώντας να αρπάξει το φρικαλέο πράγμα που ήταν κολλημένο στο πρόσωπό του. Οι κραυγές του γρήγορα έγιναν πιο αδύναμες και μέσα σε δευτερόλεπτα σταμάτησαν εντελώς.
   Η Ανδριάνα και ο υπηρέτης της, είχαν παραλύσει από αηδία και έκπληξη.
   Ο Θοδωρής περπάτησε λίγα ακόμα μέτρα κι ύστερα σταμάτησε απότομα. Τα χέρια του άφησαν το πράγμα στο πρόσωπό του. Τα γόνατά του λύγισαν.
   Τελικά ο Θοδωρής δεν έπεσε στο έδαφος. Τα τρεμάμενα γόνατά του μπλόκαραν και έμεινε όρθιος. Οι ώμοι του τινάχτηκαν πίσω. Το σώμα του συσπάστηκε και τρεμούλιασε σαν να πέρασε από μέσα του ηλεκτρικό ρεύμα. Άρχισε να κουνάει τα χέρια του και να χορεύει από πόνο και ένα αίσθημα ασφυξίας. Μετά τα χέρια του κρεμάστηκαν πάλι χαλαρά στα πλευρά του. Οι παλάμες του σάλεψαν αδύναμα, αλλά δεν υψώθηκαν για να διώξουν τον αντίπαλό του. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε έκσταση, σαν να είχε πάψει πια να υποφέρει.
   Τότε ο Θοδωρής σωριάστηκε κατά γης.
   Την ίδια στιγμή η γιγαντιαία πεταλούδα υψώθηκε και στάθηκε μετέωρη, φτεροκοπώντας δυνατά, κοιτάζοντας με μάτια σκοτεινά, γεμάτα μίσος. Όρμησε στην Ανδριάνα.
   Εκείνη οπισθοχώρησε και σκέπασε το πρόσωπό της με τα μπράτσα. Έπεσε κάτω.
   Το έντομο πέταξε πάνω από το κεφάλι της.
   Η Ανδριάνα στριφογύρισε το σώμα της και κοίταξε ψηλά.
   Το πελώριο έντομο έκανε μια βουτιά και ύστερα σηκώθηκε πάλι ψηλά και συνέχισε να πετάει, ώσπου εξαφανίστηκε πάνω από την αποθήκη.
   Ο Θοδωρής ήταν πεσμένος ανάσκελα στο δρόμο. Δεν σάλευε.
   Η Ανδριάνα σηκώθηκε κακήν κακώς και πλησίασε τον Θοδωρή. Πίσω της πλησίασε και ο υπηρέτης της. Ο Θοδωρής ήταν πεσμένος στην μέση του δρόμου, εκεί που έπεφτε το λίγο φως, τόσο ώστε να φανεί καθαρά ότι το πρόσωπό του έλειπε. Έλειπε. Σαν να είχε αποσπαστεί από κεφάλι. Τα μαλλιά και το πετσοκομμένο κρανίο του πετάγονταν πάνω από το λευκό κόκαλο του μετώπου. Αντίκριζαν μια νεκροκεφαλή.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #138 στις: Αυγούστου 07, 2011, 02:12:03 μμ »
20
Ο Νταν επέστρεψε στον μπροστινό τοίχο, ανέβηκε πάλι στο μηχάνημα και κοίταξε έξω. «Τώρα είναι τρεις σειρές γύρω από το σχολικό» ανέφερε στους άλλους. «Τέσσερις μπροστά από τα φώτα. Σαν να νομίζουν ότι κρύβεται εκεί μέσα κάποιος διάσημος ροκ σταρ. Αυτούς που πατάνε πρέπει να τους έχουν λιώσει». Γύρισε στον Μανόλη και έδειξε το βρόμικο Μοτορόλα που κρατούσε στο χέρι του. «Αν σκοπεύεις να το δοκιμάσεις, θα έλεγα να το κάνεις τώρα, πριν κάποιος από αυτούς αποφασίσει να μπει μέσα και να φύγει με το πουλμανάκι».
   «Θα έπρεπε να είχα σβήσει τη μηχανή, αλλά φοβήθηκα μήπως σβήσουν και τα φώτα μαζί» είπε η Ελένη. «Τα χρειαζόμουν για να βλέπω πού πάω».
   «Δεν πειράζει, Ελένη» είπε ο Μανόλης. «Δεν έγινε τίποτε. Τώρα θα πάρω...»
   Αλλά στην τσέπη απ' όπου είχε βγάλει το κινητό δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Το χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου δεν ήταν εκεί.
   Ο Μανόλης έψαχνε σαν τρελός στο πάτωμα για το χαρτάκι, ενώ ο Νταν, ανεβασμένος στο μηχάνημα, ανέφερε σε θλιβερό τόνο ότι ο πρώτος από τους τρελούς σκαρφάλωνε εκείνη τη στιγμή στο σχολικό, όταν του φώναξε ξαφνικά η Ντενίζ, «Σιωπή! ΠΑΨΕ!»
   Όλοι σταμάτησαν αυτό που έκαναν και την κοίταξαν. Ο Μανόλης ένιωθε σαν να του είχε ανεβεί η ψυχή στο στόμα. Δεν το χωρούσε το μυαλό του ότι είχε φανεί τόσο απρόσεκτος. Ο Ρέι έδωσε τη ζωή του γι' αυτό, του φώναζε ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο Ρέι πέθανε γι' αυτό κι εσύ πήγες και το έχασες!
   Η Ντενίζ έκλεισε τα μάτια της, έσκυψε το κεφάλι ενώνοντας τα χέρια της σε στάση προσευχής και είπε με χαμηλή, γρήγορη φωνή: «Δεν είναι στο πάτωμα, έτσι;»
   «Όχι, δε νομίζω».
   «Μόλις ανέβηκαν άλλοι δύο στο πουλμανάκι» ανέφερε ο Νταν. «Και έχει ανάψει το φλας. Άρα, κάποιος κάθεται ήδη στο τιμόνι και...»
   «Νταν, βγάζεις το σκασμό, σε παρακαλώ;» του είπε η Ντενίζ.
   «Μάλιστα κυρία».
   Η Ντενίζ κοιτούσε μόνο τον Μανόλη. Απόλυτα ήρεμη. «Αν σου έπεσε μέσα στο σχολικό, ή κάπου έξω, θα έχει χαθεί οριστικά, έτσι δεν είναι;»
   «Ναι» είπε ο Μανόλης με βαριά καρδιά.
   «Άρα ξέρουμε ότι δε σου έπεσε έξω».
   «Και γιατί το ξέρουμε αυτό;»
   «Γιατί δε θα το επέτρεπε ο Θεός».
   «Νομίζω... ότι θα εκραγεί το μυαλό μου» είπε ο Νταν με ανησυχητικά ήρεμη φωνή. Η Ντενίζ τον αγνόησε και πάλι. «Οπότε, ποια τσέπη δεν έψαξες;»
   «Έψαξα όλες τις...» Ο Μανόλης σώπασε απότομα. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από την Ντενίζ, έψαξε το μικρό τριγωνικό τσεπάκι που είναι ραμμένο πάνω από τη δεξιά πλαϊνή τσέπη του μπλουτζίν. Και το χαρτάκι ήταν εκεί. Ο Μανόλης δεν θυμόταν να το είχε βάλει, αλλά ήταν εκεί. Το τράβηξε έξω και το ξεδίπλωσε. Προχειρογραμμένος, με βιαστικά, δυσανάγνωστα ψηφία ήταν ο αριθμός: 6974095416.
   «Ντενίζ, μου επιτρέπεις;» είπε ο Μανόλης.
   «Τι να σου επιτρέψω;» ρώτησε η Ντενίζ.
   Ο Μανόλης γονάτισε σχεδόν κλαίγοντας και φίλησε τα πόδια της.
   «Ντενίζ;» είπε ο Νταν.
   Η Ντενίζ πήρε τα μάτια της από τον πεσμένο στα τέσσερα Μανόλη, γύρισε κοίταξε τον Νταν και ανασήκωσε τους ώμους σε μια έκφραση απορίας.

Κάθισαν και οι τρεις με πλάτη στη διπλή πόρτα απ' όπου είχαν μπει στο κτίριο, υπολογίζοντας ότι θα τους προστάτευε η ατσάλινη ενίσχυση. Η Ελένη είχε μαζευτεί με πλάτη στο πίσω μέρος του κτιρίου, κάτω από το σπασμένο παράθυρο απ' όπου είχε δραπετεύσει.
   «Τι θα κάνουμε αν η έκρηξη δεν ανοίξει καμιά τρύπα σε κανέναν από τους τοίχους;» ρώτησε ο Νταν.
   «Κάτι θα σκεφτούμε» είπε ο Μανόλης.
   «Και αν δε σκάσει η βόμβα του Ρέι;» ρώτησε πάλι ο Νταν.
   «Θα πάρουμε φόρα και θα σπρώξουμε όλοι μαζί» είπε η Ντενίζ. «Εμπρός, Μανόλη, θα μου φιλάς πολύ ώρα τα πόδια; Τι περιμένεις; Την ιδανική μουσική υπόκρουση;»
   Ο Μανόλη ανασήκωσε το κεφάλι από τα πόδια της και την κοίταξε με μάτια ασκούπιστα από τα δάκρια. Με χέρια που έτρεμαν από την συγκίνηση, άνοιξε το πορτάκι του κινητού, κοίταξε το σκοτεινό καντράν και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να είχε ελέγξει αν υπήρχε σήμα πριν στείλει την Ελένη εκεί έξω. Δεν το είχε σκεφτεί. Κανείς τους δεν το είχε σκεφτεί. Μεγάλη ανοησία. Το ίδιο μεγάλη όσο το να μη θυμάται ότι είχε βάλει το χαρτάκι με τον αριθμό του τηλεφώνου στο μικρό τσεπάκι του μπλουτζίν του. Πάτησε το κουμπί που άνοιγε το τηλέφωνο. Ακούστηκε το χαρακτηριστικό μπιπ. Για μερικές στιγμές δεν έγινε τίποτε κι ύστερα εμφανίστηκαν στην αριστερή πλευρά του καντράν τρεις γραμμούλες, σταθερές και ξεκάθαρες. Ο Μανόλης σχημάτισε το νούμερο κι ακούμπησε τον αντίχειρα του στο κουμπί της κλήσης.
   «Ελένη, είσαι έτοιμη εκεί πίσω;»
   «Ναι!»
   «Εσείς, παιδιά;»
   «Κάνε το πριν πάθω καρδιακή προσβολή» είπε ο Νταν.
   Μια εικόνα εμφανίστηκε στο μυαλό του Μανόλη με εφιαλτική καθαρότητα: η Άννα ξαπλωμένη δίπλα από εκεί όπου είχε σταματήσει το σχολικό λεωφορείο, φορτωμένο εκρηκτικά. Η Άννα ανάσκελα πάνω στο χορτάρι, με τα μάτια ανοιχτά και τα χέρια της σταυρωμένα πάνω στο στήθος της, να ακούει ασάλευτη τη δυνατή μουσική, ενώ ο εγκέφαλος της αναδημιουργούνταν με κάποιον παράξενο, καινούριο τρόπο.
   Ο Μανόλης έδιωξε την εικόνα από το μυαλό του και πάτησε το κουμπάκι καλώντας τον αριθμό του κινητού που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μικρού σχολικού λεωφορείου.
   Πρόλαβε να μετρήσει από μέσα του ΕΝΑ ελεφαντάκι και ΔΥΟ ελεφαντάκια, πριν όλος ο κόσμος έξω από την αποθήκη της χωματερής εκραγεί με μια τρομακτική βροντή που κατάπιε το «Αντάτζιο» του Τομάσο Αλμπινόνι. Όλα τα παραθυράκια κατά μήκος του τοίχου προς τη μεριά του κοπαδιού έσκασαν προς τα μέσα. Λαμπερό κόκκινο φως άστραψε από τις τρύπες κι έπειτα ολόκληρο το νότιο άκρο του κτιρίου τινάχτηκε προς τα έξω σαν ένα χαλάζι από σανίδες, γυαλιά που σκόρπισαν στον αέρα.
   Για μια στιγμή, η δίφυλλη πόρτα στην οποία στηρίζονταν ο Μανόλης και οι άλλοι τρεις ήταν σαν να έκανε κοιλιά προς τα πίσω. Η Ντενίζ διπλώθηκε στα δύο αγκαλιάζοντας προστατευτικά την κοιλιά της. Έξω στο μεγάλο λιβάδι σηκώθηκε ένα στριγκό ομαδικό ουρλιαχτό πόνου. Ο Μανόλης ένιωσε σαν να του χώριζαν το κρανίο στα δύο με αλυσοπρίονο. Μετά σταμάτησε. Αλλά οι κραυγές συνέχισαν να ακούγονται. Φωνές ανθρώπων που ψήνονταν στην κόλαση.
   Κάτι έσκασε πάνω στη στέγη. Ήταν τόσο βαρύ που τραντάχτηκε ολόκληρο το κτίριο. Ο Μανόλης τράβηξε την Ντενίζ από το χέρι και τη σήκωσε όρθια. Εκείνη τον κοίταξε αγριεμένη, σαν να μην τον αναγνώριζε πια. «Πάμε!» της φώναξε. Ήξερε ότι ούρλιαζε, αλλά με δυσκολία άκουγε τη φωνή του. Ήταν σαν να περνούσε μέσα από στρώσεις βαμβάκι. «Έλα να βγούμε από εδώ μέσα!»
   Ο Νταν έκανε να σηκωθεί, έπεσε πίσω, τα κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια. Άρπαξε το χέρι της Ντενίζ και το κράτησε. Πιασμένοι και οι τρεις χέρι-χέρι προχώρησαν προς τη μεγάλη τρύπα που έχασκε στην άκρη του κτιρίου. Εκεί βρήκαν την Ελένη. Στεκόταν και κοίταζε έκθαμβη αυτά που είχε προκαλέσει ένα και μοναδικό τηλεφώνημα.

21
Η Ανδριάνα πήγε στο ένα από τα δύο τραπέζια το οποίο ήταν από ανοξείδωτο ατσάλι και κεραμικό πλακάκι, για να εξετάσει το πτώμα της Άννας δύο. Σε ένα άλλο παρόμοιο τραπέζι βρίσκονταν το σώμα του Θοδωρή. Είχαν μεταφέρει τα πτώματα στην έπαυλη στο μυστικό εργαστήριο και τα είχαν τοποθετήσει πάνω στα τραπέζια που έμοιαζαν σαν αυτά των νεκροτομείων.
   Η Ανδριάνα διαπίστωσε πως έλειπαν κάπου εικοσιπέντε κιλά από την αρχική σωματική της μάζα.
   Από το άδειο κουφάρι κρεμόταν ένας βίαια κι ακανόνιστα κομμένος ομφάλιος λώρος. Σε συνδυασμό τώρα με το στομάχι που ήταν ανοιγμένο σαν να είχε εκραγεί και το σμπαραλιασμένο θώρακα, κανείς έφτανε στο συμπέρασμα πως κάποια απρόσμενη μορφή όντος –ένα παράσιτο ας πούμε- είχε κυοφορηθεί στα σπλάχνα της Άννας δύο, είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο που μπορούσε και ζούσε ανεξάρτητα από το σώμα που το φιλοξενούσε, και τέλος είχε αποδράσει, σακατεύοντας κυριολεκτικά την Άννα δύο κατά την έξοδό του.
   Τούτη ήταν μια πέρα για πέρα ανησυχητική εξέλιξη.
   Ο υπηρέτης που χειριζόταν τώρα πια την βιντεοκάμερα, έδειχνε φανερά ταραγμένος από τούτη την εξέλιξη.
   «Κυρία, η Άννα δύο γέννησε κάτι».
   «Εγώ δεν θα το έλεγα ακριβώς γέννα» αποκρίθηκε η Ανδριάνα φανερά ενοχλημένη.
   «Μα εμείς δεν είμαστε φτιαγμένοι για να αναπαράγουμε» παρατήρησε ο υπηρέτης. Ο τόνος της φωνής του και ο τρόπος που το είπε, μαρτυρούσαν πως θεωρούσε το γεγονός πως η Άννα δύο είχε δώσει ζωή σ’ ένα άλλο πλάσμα ύψιστη ύβρη.
   «Εδώ δεν μιλάμε για αναπαραγωγή» είπε η Ανδριάνα. «Εδώ μιλάμε για κακοήθες νεόπλασμα».
   «Μα κυρία… ένα αυτοσυντηρούμενο, αυτοκινούμενο κακοήθες νεόπλασμα; Και μάλιστα που μπορεί και αλλάζει από μόνο του τη μορφή του;»
   Μια μετάλλαξη εννοούσα» τον πρόλαβε η Ανδριάνα. Τα νεύρα της είχαν αρχίσει να φουντώνουν.
   Στα δεδομένα που είχε λάβει με απ’ ευθείας κατέβασμα, ο υπηρέτης είχε λάβει μια πλήρη μόρφωση γύρω από τη φυσιολογία των όντων της παλιάς και της Νέας Ράτσας. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι σε θέση να κατανοεί αυτού του είδους τις βιολογικές διαφοροποιήσεις.
   «Ένας παρασιτικός δεύτερος εαυτός που αναπτύχθηκε αυτόματα από τη σάρκα της Άννας δύο» συνέχισε η Ανδριάνα. «Πολύ δε πιθανόν, κι εξαιτίας του ιού που δέχτηκε το σύστημά μας κατά την Ανάπλαση. Κι όταν αυτό έφτασε στο σημείο να ζει ανεξάρτητα από τον πρωτογενή εαυτό… αποσπάστηκε απ’ αυτόν».
   «Κυρία, με όλο το θάρρος, μήπως από την αρχή αποσκοπούσατε σ’ αυτό; δηλαδή στη μετάλλαξη ενός δεύτερου εαυτού της Άννας δύο; Για ποιο λόγο κυρία;»
   «Όχι, ασφαλώς και δεν αποσκοπούσα σε κάτι τέτοιο. Αλλά να, όπως λέει και η παλιά ράτσα, συμβαίνουν και αναποδιές».
   «Μα, συγνώμη, κυρία, εσείς είστε η αρχιτέκτονας της σάρκας μας, η δημιουργός της ύπαρξής μας, η αφέντρα μας. Πως είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι απάνω μας που σας διαφεύγει… ή το οποίο έχετε παραβλέψει;»
   Ακόμα χειρότερο από τα δύο πτώματά στα τραπέζια, ήταν το επιτιμητικό ύφος του υπηρέτη της.
   Και της Ανδριάνας δεν της άρεσε καθόλου να την επιτιμούν. «Η επιστήμη προχωράει μπροστά κάνοντας μεγάλα άλματα, ενίοτε όμως κάνει και μερικά βήματα προς τα πίσω».
   «Προς τα πίσω;» Έχοντας λάβει την κατάλληλη κατήχηση, ο υπηρέτης δυσκολευόταν να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στις προσδοκίες και την πραγματική ζωή. «Όντως η επιστήμη μερικές φορές, έχει και τις αστοχίες της, κυρία. Όχι όμως εσείς. Ούτε εσείς ούτε η Νέα Ράτσα».
   «Εκείνο που έχει σημασία να θυμάσαι πάντα, είναι πως τα άλματα προς τα μπρος είναι πολύ μεγαλύτερα από τα βήματα προς τα πίσω, και ασφαλώς πολύ περισσότερα».
   «Μα εδώ πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο βήμα προς τα πίσω, κυρία. Έτσι δεν είναι; Θέλω να πω… η σάρκα μας εκτός ελέγχου».
   «Η σάρκα σου δεν είναι εκτός ελέγχου, σκλάβε. Από πού το ψώνισες αυτό το μελοδραματικό ύφος; Γίνεσαι γελοίος».
   «Συγνώμη κυρία. Σίγουρα δεν μπορώ να καταλάβω. Μα είμαι βέβαιος πως, όταν βρω χρόνο να σκεφτώ καλά το ζήτημα, θα το κάνω με τη δική σας ηρεμία και συγκρότηση σκέψης».
   «Η Άννα δύο δεν αποτελεί ένδειξη γι’ αυτά που μέλλουν να συμβούν. Μια τυχαία ανωμαλία. Δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες μεταλλάξεις σαν τη δική της».
   Αυτά τα έλεγε πιο πολύ για να τονώσει το δικό της ηθικό. Έχοντας τελειώσει την δειγματοληψία ιστών από το πτώμα της Άννας δύο, η Ανδριάνα ήταν τώρα ψυχολογικά το μαύρο της το χάλι.
   Η Ανδριάνα καταπνίγοντας την ναυτία που ένιωθε, εξέτασε την αποτρόπαιη πληγή του Θοδωρή.
   Η Ανδριάνα εξέτασε τις άκρες του τραύματος και το κρανίο. Το κέντρο του αφανισμένου προσώπου του νεκρού ήταν φαγωμένο ως το κόκαλο. Όλο το δέρμα, η σάρκα και ο χόνδρος έλειπαν. Ακόμα και το κόκαλο σε ορισμένα σημεία φαινόταν φαγωμένο, βαθουλωμένο, σαν να διαλύθηκε από οξύ. Τα μάτια έλειπαν. Υπήρχε εν τούτοις κανονική σάρκα στις άκρες της πληγής. Μαλακή, απείραχτη σάρκα κρεμόταν στις δύο πλευρές του προσώπου, στις άκρες των σαγονιών στα ζυγωματικά υπήρχε άθικτο δέρμα από τη μέση του πηγουνιού και κάτω όπως και από τη μέση του μετώπου και ψηλότερα. Ήταν σαν κάποιος αριστοτέχνης βασανιστής να είχε σχεδιάσει ένα πλαίσιο υγιούς δέρματος για να αναδείξει το φρικαλέο θέαμα του κόκαλου στο κέντρο του προσώπου.
   Αφού είδε ό,τι ήθελε να δει η Ανδριάνα, σκέπασε το πτώμα του Θοδωρή με ένα σεντόνι, τραβώντας το ως το πρόσωπο του νεκρού ανακουφισμένη που σκέπασε το χαμόγελο της νεκροκεφαλής.
   «Λοιπόν;» ρώτησε διστακτικά ο υπηρέτης.
   «Δεν υπάρχουν σημάδια από δόντια» απάντησε η Ανδριάνα.
   «Θα μπορούσε να έχει δόντια ένα τέτοιο πράγμα, κυρία;»
   Η Ανδριάνα ήταν εκνευρισμένη. «Ξέρω πως έχει στόμα» είπε χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τον εκνευρισμό της. «Ένα μικροσκοπικό ράμφος. Είδα τα σαγόνια του να δουλεύουν όπως μας πλησίαζε».
   «Μάλιστα κυρία, τα είδα και εγώ».
   Ένα τέτοιο στόμα θα άφηνε σημάδια στο δέρμα, σκέφτηκε η Ανδριάνα. Θα υπήρχαν χαρακιές. Σημάδια από δαγκωματιές. Ενδείξεις ότι κάποια μέρη φαγώθηκαν ή αποσπάστηκαν.
   «Κυρία, πιστεύετε πως… πως αυτό το έντομο… έχυσε κάποιο οξύ;» ρώτησε διστακτικά ο υπηρέτης.
   Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
   «Κι διέλυσε το πρόσωπο του Θοδωρή;»
   «Και ρούφηξε τη ρευστοποιημένη σάρκα του» συμπλήρωσε σαν να έλεγε δυνατά τις σκέψεις της. Ήταν κάτωχρη, σαν να φορούσε τη μάσκα του θανάτου.
   «Αν μου επιτρέπετε μια παρατήρηση» είπε τώρα ο υπηρέτης, «νομίζω ότι λείπει το αίμα. Όλο το αίμα».
   Η Ανδριάνα βγήκε από τις σκέψεις της. «Πως;»
   «Λέω ότι λείπει…»
   «Το άκουσα αυτό ηλίθιε. Εννοώ τι σε έκανε να σκεφτείς κάτι τέτοιο;»
   Ο υπηρέτης έσκυψε το κεφάλι. «Το πτώμα βρέθηκε μέσα σε λίμνη αίματος;»
   «Όχι».
   «Δεν υπάρχει αίμα ούτε στα ρούχα».
   «Το πρόσεξα».
   «Έπρεπε όμως να υπάρχει. Έπρεπε να αναβλύζει σαν πίδακας. Οι τρύπες των ματιών θα έπρεπε να είναι ποτισμένες στο αίμα. Όμως δεν βρέθηκε ούτε σταγόνα».
   Η Ανδριάνα σκούπισε το πρόσωπό της με το ένα της χέρι. Το έτριψε τόσο δυνατά, που τα μάγουλά της πήραν λίγο χρώμα. Ξεσκέπασε πάλι το πτώμα και έριξε μια ματιά.
   Έριξε μια ματιά στο λαιμό του, στο εσωτερικό των βραχιόνων και το πίσω μέρος από τις παλάμες του. Δεν υπήρχαν πουθενά ίχνη από φλέβες. Είχε καταστραφεί το κυκλοφορικό του σύστημα.
   «Ναι» είπε στο τέλος. «Νομίζω πως του αφαιρέθηκε όλο το αίμα».
   Ο υπηρέτης έριξε κι εκείνος μια ματιά στο πτώμα.
   «Υπάρχει και κάτι χειρότερο» είπε απρόθυμα στην κυρία του.
   «Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ αυτό» απάντησε η Ανδριάνα.
   «Ο εγκέφαλός του…»
   Η Ανδριάνα περίμενε. Ύστερα ρώτησε: «Τι συμβαίνει με τον εγκέφαλό του;»
   «Λείπει, κυρία».
   «Λείπει;»
   «Το κρανίο του είναι κενό. Εντελώς κενό».
   Η Ανδριάνα πήρε ένα φακό και κοίταξε μέσα από τις τρύπες των ματιών του. Τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Ο υπηρέτης το είδε και της πήρε απαλά το φακό από τα χέρια. Δεν υπήρχε τίποτα πίσω από τις τρύπες των ματιών, τίποτα απολύτως. Τίποτα, τίποτα, εκτός από το πίσω μέρος του κρανίου. Ήταν μονάχα μια υγρή, άδεια κοιλότητα. Αυτό το πράγμα είχε φάει το πρόσωπό του, έφαγε τα μάτια του με την ταχύτητα ενός πεταρίσματος των βλεφάρων. Ξερίζωσε τη γλώσσα του, ξεκόλλησε τα ούλα του και ύστερα έφαγε τον ουρανίσκο του. ρούφηξε τον εγκέφαλο, αφαίρεσε το αίμα από το σώμα του, μάλλον το ρούφηξε μέχρι την τελευταία σταγόνα του. Τα κατάπιε όλα μέσα σε λιγότερο από δέκα δώδεκα δευτερόλεπτα, πράγμα που είναι αδύνατο. Που να πάρει, εντελώς αδύνατο! Καταβρόχθισε πολλά κιλά ιστού –ο εγκέφαλος μόνο ζυγίζει τρία με τέσσερα κιλά-, τα καταβρόχθισε όλα αυτά μέσα σε δέκα με δώδεκα δευτερόλεπτα.
   «Και που βρίσκεται τώρα αυτός ο δεύτερος εαυτός της Άννας δύο, κυρία;» ρώτησε ο υπηρέτης, καθώς τώρα έβαζε στην άκρη τη σορό της νεκρής Άννας δύο.
   «Μάλλον είναι ήδη νεκρός».
   «Και πως το ξέρετε ότι είναι νεκρός;»
   «Το ξέρω!» είπε η Ανδριάνα έξω φρενών.
   «Κυρία» είπε ο υπηρέτης, «με συγχωρείτε, αλλά δεν λέει να μου φύγει από το μυαλό, κι όλο αναρωτιέμαι μήπως… μήπως αυτό που συνέβη στην Άννα δύο θα μπορούσε να συμβεί και σε μένα».
   «Όχι! Σου είπα πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό».
   «Μα, κυρία, χίλια συγνώμη αν σας φαίνομαι αγενής… ωστόσο, αν δεν περιμένατε πως θα συνέβαινε αυτό ευθύς εξ αρχής, τότε πως μπορείτε να είστε σίγουρη πως δεν θα ξανασυμβεί;»
   Βγάζοντας τα πλαστικά χειρουργικά της γάντια, η Ανδριάνα γύρισε και του φώναξε σχεδόν: «Ανάθεμά σε σκλάβε, πάψε να με ρωτάς βλακείες».
   «Κυρία, μήπως τελικά η συνείδηση της Άννας δύο, που αποτελούσε την ουσία του μυαλού και των σκέψεών της, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μεταφέρθηκε σ’ αυτό το δεύτερο εαυτό της;»
   Βγάζοντας την λευκή μπλούζα που φορούσε πάνω από τα ρούχα της και πηγαίνοντας προς την πόρτα της αίθουσας του μυστικού εργαστηρίου, η Ανδριάνα κοντοστάθηκε και του είπε: «Όχι. Εδώ πρόκειται για μια παρασιτική μετάλλαξη, που το πιο πιθανό είναι πως δε διαθέτει τίποτα περισσότερο από μια πρωτόγονα ζωώδη συναίσθηση της ύπαρξής του».
   «Μα, κυρία, αν το τερατώδες κατασκεύασμα, τελικά δεν είναι κατασκεύασμα, αλλά αυτή η ίδια η Άννα δύο, με τις σκέψεις της Άννας, και δεν έχει πεθάνει, κάτι τέτοιο σημαίνει πως είναι ελεύθερη».
   Στο άκουσμα της λέξης ελεύθερη η Ανδριάνα έμεινε σύξυλη. Γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της στον υπηρέτη.
   Με το που συνειδητοποίησε ο υπηρέτης το θανάσιμο λάθος του, έτρεξε και σύρθηκε ως τα πόδια της. Τα αγκάλιασε από τους αστραγάλους και φίλησε τα παπούτσια της.
   «Μα φυσικά δεν εννοώ πως αυτό που συνέβη στην Άννα δύο είναι κατά οποιονδήποτε τρόπο επιθυμητό, κυρία».
   «Σοβαρά, σκλάβε;»
   «Σοβαρά κυρία. Αυτό που συνέβη στην Άννα δύο είναι φρικτό».
   Η Ανδριάνα έμεινε να τον κοιτάζει να της γεμίζει σάλια τα παπούτσια. Δεν τόλμησε να της πει άλλη κουβέντα. Μόνο φιλούσε. Φιλούσε και έγλυφε.
   Τέλος η Ανδριάνα είπε: «Βλέπω σκλάβε, πως είσαι ευερέθιστος. Εκνευριστικά ευερέθιστός».
   Κάπου, όχι πολύ μακριά, από μια κατεύθυνση που έμοιαζε να είναι από την μεριά της χωματερής, μια τρομακτική έκρηξη έκανε τα τζάμια της έπαυλης να τρανταχτούν ελαφρά. Προφανώς άρχισαν πάλι οι εκρήξεις, σκέφτηκε η Ανδριάνα τραβώντας το πόδι της από την αγκαλιά του υπηρέτη. Βγήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #139 στις: Αυγούστου 08, 2011, 12:48:15 μμ »
22
Ο σκυλομύτης Νικόλας με την Αλέκα περίμεναν μέχρι που σταμάτησε ο κατακλυσμός και μετά βγήκαν από το δωμάτιο του διευθυντή και στάθηκαν μαζί στο χείλος του λάκκου, εισπνέοντας με ευχαρίστηση τη μπόχα που έφερνε ως αυτόν το αεράκι που είχε σηκωθεί μετά τη βροχή. Η μυρωδιά αυτή ήταν γι αυτούς σαν την μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μετά τη βροχή για τους ανθρώπους της παλιάς ράτσας. Η χωματερή έμοιαζε με ένα λιλιπούτιο σύμπαν, περιστοιχισμένο με συρματόπλεγμα.
   Στη διάρκεια της νύχτας τα μέλη του συνεργείου του Νικόλα θα είχαν το ελεύθερο να είναι αυτοί και αυτό που είναι θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι τους κατέβαινε στο κεφάλι, χωρίς να τους απασχολεί κανένας.
   Στο δυτικό λάκκο τα μέλη του συνεργείου, ανεπηρέαστοι από τις τηλεπαθητικές ικανότητες των τρελών των κινητών, είχαν στήσει πασσάλους, που πάνω τους είχαν δέσει δαδιά, στη μάζα των σκουπιδιών, στα σημεία που επρόκειτο να γίνουν οι ταφές των καινούριων πτωμάτων της παλιάς ράτσας. Είχαν σκοπό να ανάψουν τα δαδιά, αλλά κάτι τέτοιο τώρα φάνταζε ακατόρθωτο. Η βροχή είχε κάνει μούσκεμα τα δαδιά και δεν υπήρχε περίπτωση να ανάψουν με τίποτα. Κάτι σήμερα δεν πήγαινε καλά. Μια η βροχή, μια η καθυστέρηση του γλεντιού λόγο της παράδοσης που είχε να κάνει ο Νικόλας με τη σκουπιδιάρα της Αλέκας, είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται.
   Το να μην ανάψουν τα δαδιά δεν τους πείραζε και ιδιαίτερα μιας και όντα της Νέας Ράτσας είχαν την όρασή τους ενισχυμένη. Δεν ήθελαν τα δαδιά για να βλέπουν αλλά για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα. Είχαν μια ιδιαίτερη αδυναμία στα στημένα σκηνικά και τη θεατρικότητα των τελετών.
   «Που είπες πως βρίσκονται οι άνθρωποι που έχεις να παραδόσεις στην αφέντρα;» ρώτησε η Αλέκα.
   «Εκεί στην αποθήκη» είπε ο Νικόλας και έδειξε την αποθήκη.
   «Άντε λοιπόν, πάμε» του είπε και ξεκίνησε προς το μέρος που της έδειξε.
   «Θα πρέπει να πάμε με τη σκουπιδιάρα» της είπε.
   «Σιγά, θα τους πειράξει δηλαδή να περπατήσουν;»
   «Όχι πρέπει να τους πάρουμε και να τους δέσουμε στην σκουπιδιάρα. Αυτοί οι καινούριοι, οι τρελοί, ξέρεις, μπορούν και διαβάζουν τη σκέψη των ανθρώπων της παλιάς ράτσας. Μπορούν και τους καθοδηγούν κιόλας».
   «Τι μου λες;»
   «Αλήθεια».
   «Μπορούν να τους αναγκάσουν να κάνουν ό,τι τους ζητήσουν χωρίς να μπορούν να αρνηθούν;»
   «Ναι, έτσι νομίζω» απάντησε ο Νικόλας.
   «Πολύ καλό αυτό. Γιατί να μην δώσει και σε μας η αφέντρα τέτοιες δυνατότητες; Θα μπορούσα να τους βάλω να κάνουν διάφορα εξευτελιστικά πράγματα. Θα μπορούσα έτσι να απαλύνω το αίσθημα της ασημαντότητας μου».
   Ο Νικόλας δεν είχε χρόνο να ακούσει τις υπαρξιακές αγωνίες της Αλέκας. Διατάχτηκε να εκτελέσει μια μεταφορά και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γινόταν.
   «Πρέπει να φύγουμε» της είπε. «Δεν πρέπει ν αργήσουμε για το γλέντι».
   «Το γλέντι, ναι, το γλέντι. Πάμε. Πάμε τώρα. Το φορτηγό μου είναι εδώ παραδίπλα.
   Από την καρότσα του φορτηγού υψώνονταν πέντε πάσσαλοι. Στον κάθε πάσσαλο ήταν δεμένος κι ένας νεκρός της παλιάς ράτσας. Οι δύο ήταν γυναίκες, οι άλλοι τρεις άντρες. Τα πτώματα ήταν γυμνά. Τα μάτια τους κρατιούνταν ορθάνοιχτα με σελοτέιπ, για να γίνουν μάρτυρες του εξευτελισμού τους που έμελλε να ακολουθήσει. Τα στόματα έχασκαν ανοιχτά, στερεωμένα με ξυλαράκια, γιατί οι βασανιστές τους ήθελαν να φαντάζονται πως τους εκλιπαρούσαν να τους λυπηθούν ή πως τουλάχιστον ούρλιαζαν από πόνο και φρίκη.
   Όπως πλησίασαν το φορτηγό, ο Νικόλας πλησίασε, είδε τα πτώματα και τους έφτυσε. Ύστερα μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν προς την αποθήκη. Το φορτηγό κατέβαινε αργά το επικλινές τοίχωμα του λάκκου και προχώρησε κατά μήκος του συσσωρευμένου σκουπιδαριού.
   «Οδηγάνε κιόλας αυτοί οι καινούριοι;» ρώτησε η Αλέκα.
   «Έχω την εντύπωση πως όχι. Γιατί ρωτάς;»
   «Απλά κοίτα εκεί» είπε και έδειξε προς τη μεριά που ήταν ξαπλωμένοι όλοι αυτοί οι τρελοί των κινητών. Στη μέση ακριβώς του κοπαδιού, όχι πολύ μακριά από το φορτηγό, είδε τη σκιά ενός μικρού πούλμαν με τα φώτα του αναμμένα.
   Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και πριν ο Νικόλας να της πει ότι δεν είχε ιδέα πως οδήγησαν το πουλμανάκι ως εκεί, έγινε μια έκρηξη. Μια πολύ μεγάλη έκρηξη.
   Και μετά ο σκυλομύτης Νικόλας και η Αλέκα της τάξης των Έψιλον, έπαψαν να υπάρχουν.

23
Το γιγάντιο πόδι που είχε πατήσει τη στέγη της αποθήκης ήταν ένα κομμάτι του σχολικού λεωφορείου. Οι ξυλοκέραμοι είχαν πιάσει φωτιά. Μπροστά τους, πίσω από τον φλεγόμενο σωρό των εμπορευμάτων, είχε πέσει ένα από τα διπλά καθίσματα του σχολικού και καιγόταν κι αυτό. Το μεταλλικό πλαίσιο είχε αρχίσει να λιώνει. Ρούχα που είχαν τιναχτεί στον αέρα έπεφταν αργά σαν παράξενο χιόνι: μπλούζες, καπελάκια, παντελόνια, μια αθλητική φανέλα, ένα σουτιέν. Ο Μανόλης είδε ότι το εμπόρευμα που ήταν σωρευμένο στη βάση του κτιρίου πολύ σύντομα θα γινόταν παρανάλωμα. Είχαν προλάβει να βγουν πάνω στην ώρα.
   Εστίες φωτιάς είχαν ανάψει πλέον σε όλη τη μεγάλη ανοιχτή έκταση της χωματερής, όμως πολλά κομμάτια του λεωφορείου είχαν εκσφενδονιστεί πολύ μακρύτερα. Ο Μανόλης είδε φλόγες σε κορυφές δέντρων που βρίσκονταν μέχρι και τριακόσια μέτρα μακριά από το σημείο της έκρηξης.
   Ευθεία κάτω από εκεί που στέκονταν, προς την κατεύθυνση του νότου, ο Μανόλης είδε κάτι -του φάνηκε σαν ακρωτηριασμένο ανθρώπινο κορμί- που είχε λαμπαδιάσει και καιγόταν κρεμασμένο από τα μισά ενός στύλου.
   Το ίδιο το κοπάδι ήταν ένα σφαγείο από νεκρούς και ετοιμοθάνατους ανθρώπους των κινητών. Η ομαδική τηλεπάθεια είχε χάσει σχεδόν εντελώς την ισχύ της, αν και ο Μανόλης ένιωθε ακόμη μικρά ρεύματα αυτής της παράξενης δύναμης να τον κεντρίζουν κάπου κάπου, προκαλώντας του ανεξέλεγκτες ανατριχίλες. Όμως οι επιζώντες μπορούσαν ακόμη να ουρλιάζουν και οι κραυγές τους έσκιζαν τη νύχτα.
   Ο Μανόλης σκέφτηκε ότι θα έκανε αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει, ακόμη και αν ήξερε πόσο άσχημο θα ήταν -δεν είχε αυταπάτες από την αρχή-, αλλά αυτό που αντίκριζε τώρα μπροστά του ξεπερνούσε κάθε φαντασία.
   Το φως από τις φωτιές ήταν αρκετό για να τους αποκαλύψει περισσότερα απ' όσα θα ήθελαν να δουν. Τα ακρωτηριασμένα και αποκεφαλισμένα σώματα, τα σκόρπια μέλη και οι λίμνες αίματος ήταν αποτρόπαιο θέαμα, αλλά τα διάσπαρτα ρούχα και παπούτσια χωρίς τίποτε μέσα ήταν ακόμη χειρότερο, σάμπως ένα μεγάλο μέρος του κοπαδιού να είχε λιώσει και εξατμιστεί από την ισχυρή έκρηξη. Είδαν έναν άντρα να έρχεται προς το μέρος τους κρατώντας το λαιμό του και με τα δυο χέρια, σε μια ανώφελη προσπάθεια να σταματήσει το αίμα που ξεπηδούσε ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά του -αίμα πορτοκαλί, όπως φαινόταν κάτω από τη λάμψη της φωτιάς που φούντωνε στη στέγη του κτιρίου-, ενώ από την ανοιγμένη του κοιλιά τα έντερα είχαν χυθεί και κρέμονταν ως τον
καβάλο του. Πέρασε από μπροστά τους με μάτια ορθάνοιχτα που δεν έβλεπαν τίποτε.
   Η Ελένη κάτι έλεγε. Ο Μανόλης δεν μπόρεσε ν' ακούσει μέσα στα ουρλιαχτά, τους θρήνους και το δυνατό τριζοβόλημα της φωτιάς πίσω του κι έτσι έσκυψε προς τη μεριά της κοπέλας.
   «Έπρεπε να το κάνουμε, δε γινόταν αλλιώς» είπε η Ελένη.
   Κοίταξε μια γυναίκα χωρίς κεφάλι, έναν άντρα χωρίς πόδια, ένα κάτι τόσο βαριά χτυπημένο που είχε μεταμορφωθεί σε σάρκινη βάρκα πλημμυρισμένη στο αίμα. «Έπρεπε να το κάνουμε, δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να το κάνουμε, δεν γινόταν αλλιώς».
   «Σώπασε, κοπέλα μου, βάλε το κεφάλι σου εδώ και θα σε πηγαίνω εγώ» είπε ο Μανόλης κι αμέσως η Ελένη έχωσε το κεφάλι της στα πλευρά του Μανόλη. Ήταν πολύ άβολο το περπάτημα σ' αυτή τη στάση, αλλά τα κατάφερναν.
   Πήγαιναν άκρη άκρη ακολουθώντας την περιφέρεια του κοπαδιού με κατεύθυνση προς το τέρμα της ελεύθερης λωρίδας. Πίσω τους, η φωτιά που φούντωνε στην αποθήκη φώτιζε όλη την ανοιχτή έκταση. Σκοτεινές φιγούρες, γυμνές ή μισόγυμνες οι περισσότερες, που η έκρηξη είχε εξαφανίσει τα ρούχα τους, τριγύριζαν σέρνοντας τα πόδια τους και σκουντουφλώντας.
   Ο Μανόλη δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσοι ήταν. Οι λίγοι που περνούσαν από κοντά τους αδιαφορούσαν εντελώς για τη μικρή ομάδα των πέντε. Είτε συνέχιζαν να βαδίζουν προς τον κεντρικό διάδρομο είτε ξέκοβαν προς το δάσος στα δυτικά του χώρου της χωματερής, όπου ο Μανόλης ήταν σίγουρος ότι θα πέθαιναν από την έκθεση στις καιρικές συνθήκες αν δεν κατάφερναν να επανακτήσουν συνείδηση κοπαδιού. Ο Μανόλης δεν πίστευε ότι θα την επανακτούσαν.
   Αφ' ενός λόγω του ιού, αλλά κυρίως λόγω της απόφασης της Ελένης να οδηγήσει το σχολικό λεωφορείο στο κέντρο του κοπαδιού και να πετύχει μ' αυτό τον τρόπο το μάξιμουμ της φονικής ζώνης, έτσι όπως είχαν κάνει και με τα φορτηγά με το προπάνιο. Αν ήξεραν ότι σκοτώνοντας ένα γέρο καθηγητή και ένα μικρό αγοράκι θα κατέληγαν εδώ... σκέφτηκε ο Μανόλης. Αλλά πώς να το ήξεραν;
   Έφτασαν στη χωματένια αλάνα όπου τα συνεργεία της χωματερής είχαν παρκάρει τα φορτηγά τους. Παντού υπήρχαν ηλεκτρικά καλώδια.
   «Ας βρούμε κάποιο αμάξι με κλειδιά να φύγουμε από δω» είπε ο Νταν. «Ο δρόμος μέχρι τη διασταύρωση είναι άδειος και νομίζω πως όταν πιάσουμε την εθνική θα μπορέσουμε να πάμε βόρεια χωρίς πρόβλημα, όσο μακριά θέλουμε». Έδειξε προς το βορρά. «Εκεί πάνω είναι όλο οχ-τηλ».
   Ο Μανόλης είχε εντοπίσει ένα φορτηγάκι με την επιγραφή ΣΠΥΡΟΣ - ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΚΑΙ ΥΔΡΑΥΛΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Δοκίμασε τις πόρτες του και τις βρήκε ξεκλείδωτες. Η καρότσα ήταν φορτωμένη χαρτοκιβώτια, γεμάτα υλικά για υδραυλικές εργασίες τα περισσότερα, αλλά σε ένα από αυτά βρήκε εκείνο που γύρευε: χρώμα σε σπρέι. Πήρε τέσσερα, αφού έλεγξε πρώτα αν ήταν γεμάτα.
   «Τι τα θέλεις αυτά;» τον ρώτησε ο Νταν.
   «Θα σας πω αργότερα».
   «Πάμε να φύγουμε, σας παρακαλώ» είπε η Ντενίζ. «Δεν αντέχω άλλο εδώ. Το παντελόνι μου είναι μούσκεμα στο αίμα». Άρχισε να κλαίει.
   Βγήκαν στον κεντρικό διάδρομο.
   «Κοιτάξτε» είπε ο Νταν δείχνοντας με το δάχτυλο.
   «Ω... Θεέ μου...» είπε ξέπνοα η Ντενίζ.
   Πάνω σε ένα φυλάκιο στην είσοδο της χωματερής, στην κορυφή του στεγάστρου, είχε σκαλώσει το απομεινάρι ενός μισοκαμένου ρούχου που ακόμα κάπνιζε: μια φαρδιά κόκκινη μπλούζα κολεγίου, απ' αυτές με την κουκούλα. Στο στήθος της μπλούζας, γύρω από μια μεγάλη τρύπα, ανοιγμένη μάλλον από θραύσμα του σχολικού λεωφορείου, απλωνόταν ένας μεγάλος λεκές από πηχτό αίμα και σάρκες. Προτού καλύψει όλη την στάμπα, ο Μανόλης πρόλαβε να διαβάσει τα τρία γράμματα, το τελευταίο γέλιο της Κουρελιάρας Ανδριάνας: Ε.Μ.Π.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #140 στις: Αυγούστου 09, 2011, 02:25:04 πμ »
24
Καθισμένη στο γραφείο της, η Ανδριάνα έκανε ένα διάλειμμα περιμένοντας τον Νικόλα να της φέρει τους φυλακισμένους των κινητών, όταν στο μόνιτορ του υπολογιστή της εμφανίστηκε μια μορφή γυναικεία, φωτεινή και άψογη στην ψηφιακή της τελειότητα.
   «Κυρία Ανδριάνα, μου ζήτησε ο υπηρέτης να σας μεταφέρω πως βρίσκετε μέσα στο μυστικό εργαστήριο, και ότι εκρήγνυται».
   Παρόλο που η γυναικεία μορφή δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, παρά η εκδήλωση ενός περίπλοκου λογισμικού, η Ανδριάνα της πέταξε οργισμένη: «Πάλι μου τα κάνεις θάλασσα».
   «Ορίστε;»
   «Δεν είναι δυνατόν να σου είπε κάτι τέτοιο. Ξαναδιάβασε το μήνυμά του, και φρόντισε να μου το μεταφέρεις σωστά».
   Ο υπηρέτης θα έμενε στο μυστικό εργαστήριο για να τακτοποιήσει τα πτώματα. Μετά θα μετέφερε αυτά που μαγνητοσκοπήθηκαν με την βιντεοκάμερα στον υπολογιστή.
   Ακούστηκε πάλι η φωνή της γυναικείας μορφής: «Κυρία Ανδριάνα, μου ζήτησε ο υπηρέτης να σας μεταφέρω πως βρίσκετε μέσα στο μυστικό εργαστήριο, και ότι εκρήγνυται».
   «Λοιπόν, επικοινώνησε πάλι με τον υπηρέτη, ζήτησέ του να σου επαναλάβει το μήνυμα του, κι όταν καταλάβεις τι ακριβώς σου λέει, κάλεσέ με».
   «Μάλιστα κυρία Ανδριάνα».
   Η γυναικεία μορφή εμφανίστηκε ξανά στην οθόνη. «Κυρία Ανδριάνα, ο υπηρέτης επιμένει ότι εκρήγνυται και επιθυμεί να σας τονίσει το κατεπείγον της κατάστασής του».
   Όπως πετάχτηκε όρθια η Ανδριάνα έπιασε μια κούπα που είχε δίπλα της με καφέ και την πέταξε στον απέναντι τοίχο, όπου και έσκασε με ένα μεγαλοπρεπές μπαφ, και έγινε χίλια κομμάτια.
   «Άκουσε να σου πω» είπε, κι ήταν φανερό πως κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή της. «για να δούμε αν μπορείς επιτέλους να κάνεις και τίποτα σωστό. Κάλεσε τον οικονόμο. Εδώ μέσα χύθηκαν καφέδες».
   «Μάλιστα κυρία Ανδριάνα».
   Φεύγοντας από το γραφείο της προσπάθησε να φέρει σε λογαριασμό τα νεύρα της. Θα έπρεπε να έχει μάθει να τα συγκρατεί.
   Μόλις έφτασε στο μυστικό εργαστήριο, βρήκε τον υπηρέτη της ξαπλωμένο ανάσκελα στο πάτωμα δίπλα στον υπολογιστή που υποτίθεται θα φόρτωνε το βίντεο και γύρω του δύο άλλους σκλάβους που είχαν πάει εκεί με εντολή της να συμμαζέψουν το χώρο. Είχε σκίσει το πουκάμισό του: σφάδαζε και μόρφαζε, κι αγκάλιαζε με τα δυο του χέρια το κορμί του, λες και ήθελε να το συγκρατήσει να μην του διαλυθεί.
   Παρόλο που είχε εξασκηθεί κι ήξερε πώς να πολεμάει τον σωματικό του πόνο, ο υπηρέτης τώρα ήταν κάθιδρος. Έδειχνε πανικόβλητος.
   «Τι έπαθες;» τον ρώτησε η Ανδριάνα κοιτάζοντάς τον από ψηλά.
   «Εκρήγνυμαι. Εκρ, εκρ, εκρήγνυμαι».
   «Μα αυτό είναι παράλογο. Όχι, δεν εκρήγνυσαι».
   «Είναι σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου να θέλει να γίνει κάτι άλλο.
   «Τι είναι αυτά τα κορακίστικα που λες;»
   «Τι θα απογίνω;» ρώτησε ο υπηρέτης με αγωνία, όπως τα δόντια του χτυπούσαν μεταξύ τους.
   «Πάρε τα χέρια από πάνω σου. Άσε με να δω τι σου συμβαίνει» του είπε και γονάτισε πλάι του.
   «Τι είμαι, γιατί είμαι, τι είναι αυτό που μου συμβαίνει; Πείτε μου, αφέντρα!»
   «Πάρε τα χέρια σου!» τον έκοψε η Ανδριάνα.
   Όταν ο υπηρέτης τράβηξε τα χέρια του κι άφησε να φανεί ο κορμός του από το λαιμό ως τον αφαλό, η Ανδριάνα είδε τη σάρκα του να πάλλεται και να αναδεύεται λες και τα οστά του θώρακα είχαν αίφνης μαλακώσει κι είχαν μεταβληθεί σε μαλακούς ιστούς –λες κι ένα σωρό φίδια σάλευαν, κουλουριάζονταν και ξεκουλουριάζονταν, πασχίζοντας να βρουν διέξοδο, όπως ήταν φυλακισμένα στο στέρνο του υπηρέτη.
   Εμβρόντητη τώρα η Ανδριάνα μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, ακούμπησε το χέρι της στο στομάχι του υπηρέτη της, προσπαθώντας να καταλάβει δια της αφής τι ήταν εκείνο που προκαλούσε τέτοιο χάος στα σωθικά του άλλου.
   Σχεδόν αμέσως διαπίστωσε πως το φαινόμενο δεν οφειλόταν σ’ αυτό που είχε φανεί αρχικά. Κανένα ανεξάρτητο ον δεν σάλευε μέσα στα σωθικά του υπηρέτη ούτε τίποτα φίδια ούτε τίποτα άλλο.
   Η εμπλουτισμένη με διαφόρων ειδών κύτταρα που είχαν φτιαχτεί μέσω των υπολογιστών, σάρκα του υπηρέτη της, είχε καταντήσει μια ζελατινώδης μάζα, συμπαγής μεν όμως ευμετάβλητη, σαν μια πουτίγκα που πάσχιζε να αναπλαστεί και να γίνει κάτι… διαφορετικό από τον υπηρέτη.
   Η ανάσα του υπηρέτη ακουγόταν τώρα όλο και πιο βαριά. Από το στόμα του βγήκαν μερικά πνιχτά βογκητά, λες και κάτι είχε ανέβει ως το φάρυγγά του και τον μπλόκαρε.
   Τα μάτια του γέμισαν κόκκινες φλεβίτσες, κι όπως γύρισε στο πλάι, κοίταξε την Ανδριάνα μ’ ένα αγωνιώδες άλικο βλέμμα.
   Τώρα οι μύες σε όλο το μήκος των χεριών του άρχισαν να σαλεύουν και να δένονται κόμπους, να ξετυλίγονται και να παίρνουν πάλι το κανονικό τους σχήμα. Ο δυνατός λαιμός του πάλλονταν και φούσκωνε, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται.
   Αυτή η καθολική κατάρρευση δε συντελείτο σε φυσιολογικό επίπεδο. Εδώ το πρόβλημα ήταν μια καθολική κυτταρική μεταμόρφωση, μια απόσχιση όχι των ιστών, αλλά της ίδιας της ουσίας.
   Κάτω από την τεντωμένη παλάμη της Ανδριάνας στο σημείο του στομαχιού, η σάρκα του υπηρέτη πήρε από μόνη της σχήμα –πήρε από μόνη της σχήμα- ενός χεριού που από κάπου γύρευε να πιαστεί, και την άδραξε, όχι αποτελεσματικά, αλλά σχεδόν με αγάπη, όμως η Ανδριάνα τραβήχτηκε απότομα, σοκαρισμένη κι έγειρε προς τα πίσω.
   Όπως τινάχτηκε όρθια, η Ανδριάνα άρχισε να φωνάζει: «Φέρτε φορείο! Φέρτε ένα φορείο! Πρέπει να τον πάμε αμέσως στην απομόνωση».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #141 στις: Αυγούστου 10, 2011, 10:39:49 πμ »
25
«Δεν είναι κανένας μέσα στη γαμημένη μπλούζα και απ' ό,τι φαίνεται η τύπισσα έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς χωρίς αναισθησία» είπε η Ντενίζ, «οπότε, μόλις βαρεθείτε να τη χαζεύετε...»
   «Υπάρχει κι άλλο ένα πάρκινγκ δίπλα στο τέρμα του κεντρικού διαδρόμου» είπε ο Νταν. «Εκεί έχει πιο ωραία αμάξια. Πιο κυριλέ. Ίσως σταθούμε τυχεροί».
   Στάθηκαν τυχεροί, αλλά όχι με κυριλέ αμάξι. Ένα μικρό βαν με την επιγραφή ΦΙΛΤΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟΛΥΜΑΝΣΕΙΣ είχε παρκάρει μπροστά κλείνοντας όλα τα άλλα αυτοκίνητα. Ο άνθρωπος της εταιρίας, προνοητικός τύπος, είχε αφήσει τα κλειδιά πάνω στη μηχανή, προφανώς γι' αυτόν το λόγο. Ο Μανόλης κάθισε στο τιμόνι και έβγαλε τους φίλους του από τη φωτιά, τις κραυγές και το μακελειό, οδηγώντας το φορτηγάκι αργά και προσεκτικά πάνω στον ασφαλτόδρομο που κατέληγε στη διασταύρωση με την κεντρική οδό. Εκεί σταμάτησε και έβαλε χειρόφρενο.
   «Ένας από σας πρέπει να πάρει τη θέση μου» είπε.
   «Γιατί, Μανόλη;» τον ρώτησε η Ελένη, αλλά ο Μανόλης κατάλαβε από τον τόνο της φωνής της πως η κοπέλα ήξερε ήδη την απάντηση.
   «Γιατί εγώ θα κατέβω εδώ» είπε.
   «Όχι!»
   «Ναι. Θα ψάξω για την Άννα».
   «Είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχει σκοτωθεί κάπου εκεί πίσω» είπε ο Νταν. «Δεν παριστάνω τον κυνικό, ρεαλιστικά μιλάω».
   «Το ξέρω, Νταν. Ξέρω επίσης ότι υπάρχει και μια μικρή πιθανότητα να ζει ακόμη, όπως το ξέρεις κι εσύ. Η Ελένη είπε ότι σκόρπιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να ξέρουν πού πάνε».
   «Μανόλη... καλέ μου...» είπε η Ντενίζ, «ακόμη και αν επέζησε, θα τριγυρίζει στο δάσος με το μυαλό της σκέτη σούπα. Πονάει η ψυχή μου που το λέω, αλλά έτσι είναι». Ο Μανόλης δεν το αρνήθηκε. «Επίσης ξέρω ότι μπορεί να είχε φύγει νωρίτερα, όταν εμείς ήμαστε κλεισμένοι μέσα, και να πήρε τους δρόμους».
   «Μάταιο να διαφωνήσεις με ερωτευμένο σκλάβο» είπε θλιμμένα ο Νταν.
   «Συμφωνώ» είπε ο Μανόλης. «Έρχεστε εσύ και η Ελένη μαζί μου για ένα λεπτό;»
   Ο Νταν αναστέναξε. «Γιατί όχι;»
   Αρκετοί τρελοί των κινητών, χαμένοι και σαστισμένοι, πέρασαν από δίπλα τους όση ώρα στέκονταν και μιλούσαν μπροστά στο φορτηγάκι. Ο Μανόλης, ο Νταν και η Ελένη τους έκαναν τη χάρη να μην τους δώσουν καμιά σημασία και οι άνθρωποι των κινητών τους την ανταπέδωσαν. Στα βορειοδυτικά, ο ορίζοντας φεγγοβολούσε με δυνατές κόκκινες και πορτοκαλιές λάμψεις καθώς η φωτιά της χωματερής μεταφερόταν στο δάσος πίσω από το κτίριο της αποθήκης.
   «Χωρίς μεγάλους αποχαιρετισμούς αυτή τη φορά» είπε ο Μανόλης και είδε τα μάτια της Ελένης να βουρκώνουν. «Περιμένω να σας ξαναβρώ οπωσδήποτε. Νταν, πάρε αυτό». Του έδωσε το κινητό που είχε χρησιμοποιήσει για να πυροδοτήσει τα εκρηκτικά. Ο Νταν το πήρε. «Τραβήξτε όλο βόρεια. Να το ελέγχεις κάθε τόσο για σήμα. Αν πέσετε πάνω σε εμπόδια, παρατήστε επιτόπου το αμάξι που έχετε, συνεχίστε με τα πόδια μέχρι να βρείτε ξανά ανοιχτό δρόμο και πάρτε άλλο αυτοκίνητο για να συνεχίσετε. Σήμα στο κινητό μάλλον θα έχεις. Πιστεύω ότι οι μέρες θα είναι ασφαλείς».
   «Είναι ήδη ασφαλείς» είπε η Ελένη σκουπίζοντας τα μάτια της.
   Ο Μανόλης κούνησε το κεφάλι του. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Πράξτε κατά την κρίση σας. Στα εκατόν πενήντα χιλιόμετρα περίπου βόρεια από δω, βρείτε κανένα εξοχικό σπίτι ή πανδοχείο, ή ό,τι άλλο, γεμίστε το με εφόδια και μείνετε εκεί να βγάλετε το χειμώνα. Ξέρετε τι θα κάνει ο χειμώνας σ' αυτά τα πλάσματα, έτσι;»
   «Αν χαθεί η νόηση του κοπαδιού και δε μεταναστεύσουν, θα πεθάνουν σχεδόν όλοι τους» είπε ο Νταν.
   «Ναι, έτσι πιστεύω» συμφώνησε ο Μανόλης. «Έβαλα εκείνα τα χρώματα σε σπρέι στο ντουλαπάκι της κονσόλας. Κάθε τριάντα χιλιόμετρα περίπου, γράψτε πάνω στο δρόμο, Ντ-Ε-Ντ, με μεγάλα όμορφα γράμματα. Καταλάβατε;»
   «Ντ-Ε-Ντ» είπε η Ελένη. «Όπως Ντενίζ, Ελένη, και Νταν».
   «Ακριβώς. Φροντίστε να τα κάνετε μεγάλα, να φαίνονται καλά, με βέλος όποτε αλλάζετε κατεύθυνση. Αν πάρετε χωματόδρομο, γράψτε πάνω σε δέντρο, από τη δεξιά μεριά του δρόμου. Από κει θα ψάχνω. Συνεννοηθήκαμε;»
   «Πάντα στα δεξιά» είπε ο Νταν. «Μανόλη, έλα μαζί μας. Σε παρακαλώ».
   «Όχι. Μη μου το κάνεις πιο δύσκολο απ' όσο είναι ήδη. Κάθε φορά που θα εγκαταλείπετε ένα αυτοκίνητο, να το αφήνετε στη μέση του δρόμου και να γράφετε πάνω του με σπρέι το Ντ-Ε-Ντ. Εντάξει;»
   «Εντάξει» είπε η Ελένη. «Εσύ φρόντισε να μας βρεις».
   «Θα σας βρω. Θα είναι πολύ επικίνδυνα για ένα διάστημα, αλλά όχι όσο ήταν μέχρι τώρα. Ελένη, θέλω να σε ρωτήσω κάτι».
   «Τι είναι;»
   «Αν βρω την Άννα και το χειρότερο που της έχει συμβεί είναι να την έχουν περάσει από το σημείο μετατροπής, τι να κάνω;»
   Η Ελένη τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Πού να ξέρω εγώ; Χριστέ μου! Μανόλη, τι με ρωτάς; Δηλαδή... Χριστέ μου!»
   «Εσύ κι ο Ιορδάνης καταλάβατε ότι επαναφόρτωναν» είπε ο Μανόλης.
   «Έκανα μια υπόθεση!»
   Ο Ιορδάνης είχε κάνει μόνο μια απλή υπόθεση, φυσικά, και ο Μανόλης το ήξερε. Όπως ήξερε ότι ο Ιορδάνης είχε σκεφτεί πολύ περισσότερα. Ο Μανόλη γνώριζε επίσης ότι η Ελένη ήταν εξαντλημένη και πολύ τρομαγμένη. Γι' αυτό γονάτισε μπροστά της στο ένα πόδι και της έπιασε το χέρι. «Αυτό που σου έγραψα στο χαρτί στην Ακαδημία του Μαραθώνα, ισχύει. Θα έρθω να σε βρω. Μη φοβάσαι, Ελένη. Δεν πρόκειται να γίνει χειρότερα απ' ό,τι είναι. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν μπορεί».
   «Μανόλη... εγώ δεν...» η Ελένη κοίταξε τον Νταν. «Οι άνθρωποι δεν είναι όπως οι υπολογιστές. Νταν! Πες του κι εσύ!»
   «Ναι, αλλά οι υπολογιστές είναι όπως οι άνθρωποι, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ντν. «Γιατί εμείς δημιουργούμε αυτά που ξέρουμε. Εσύ ήξερες για την επαναφόρτωση, ήξερες και για το σκουλήκι.
Πες του λοιπόν τι πιστεύεις. Μάλλον δεν πρόκειται να βρει την Άννα, οπότε... Αλλά και αν τη βρει...» Ο Νταν ανασήκωσε τους ώμους του. «Καλά σου είπε. Τι χειρότερο μπορεί να πάθει;»
   Η Ελένη το σκέφτηκε δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη της. Φαινόταν τρομερά κουρασμένη και στα ρούχα της είχε αίματα.
   «Παιδιά, έρχεστε;» φώναξε η Ντενίζ.
   «Ένα λεπτό» είπε δυνατά ο Νταν. Κι ύστερα, σε πολύ γλυκό τόνο: «Ελένη;»
   Η Ελένη το σκέφτηκε λίγο ακόμη. Έπειτα κοίταξε τον Μανόλη και του είπε: «Θα χρειαζόταν πάλι ένα κινητό. Και θα χρειαζόταν να την πας κάπου που να υπάρχει σήμα...»

26
Στην έπαυλη η Ανδριάνα, είχε δημιουργήσει ένα χώρο απομόνωσης για τα πλάσματα της Νέας Ράτσας που θα επιδείκνυαν για κάποιο λόγο ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά που απτόταν των δολοφονικών τάσεων. Οι τοίχοι το ταβάνι και το πάτωμα του θαλάμου ήταν από σκυρόδερμα χυμένο σε καλούπια κι ενισχυμένο με σιδηρόβεργες, πάχους σαράντα πέντε εκατοστών. Οι εσωτερικές επιφάνειες ήταν επενδυμένες με αλληλεπικαλυπτόμενα φύλλα χάλυβα πάχους έξι χιλιοστών.
   Αν χρειαζόταν, στα ατσάλινα αυτά φύλλα διοχετεύονταν ρεύμα υψηλής, ικανής να σκοτώσει, τάσης με το γύρισμα ενός διακόπτη που υπήρχε στο διπλανό δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου. Ο μοναδικός τρόπος πρόσβασης στο θάλαμο ήταν μέσω μιας καμπίνας μετάβασης που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτόν και το δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου.
   Μερικές φορές το προσωπικό αναφέρονταν σ’ αυτή την καμπίνα αποκαλώντας την το «αεροστεγές», αν και το αδόκιμο του όρου ενοχλούσε αφάνταστα την Ανδριάνα. Στο εσωτερικό αυτής της καμπίνας δεν συντελούνταν αλλαγές ως προς την ατμοσφαιρική πίεση, κι ούτε καν γινόταν ανακύκλωση του αέρα. 
   Η καμπίνα είχε δυο στρογγυλές πόρτες, σαν κι αυτές που φτιάχνουν για τις τράπεζες. Από κατασκευής τους οι πόρτες δεν μπορούσαν να ανοίξουν ποτέ ταυτόχρονα. Έτσι όταν άνοιγε η εσωτερική πόρτα, το φυλακισμένο ον, μπορούσε μεν να μπει στο θάλαμο, αλλά όχι στην καμπίνα παρακολούθησης και ελέγχου.
   Ξαπλωμένος στο τροχήλατο φορείο και με την κυτταρική του κατάρρευση σε πλήρη εξέλιξη –αν δεν επρόκειτο για κάποιου είδους μοριακή αναδιοργάνωση- ο υπηρέτης είχε μεταφερθεί άρον-άρον στο θάλαμο απομόνωσης με την Ανδριάνα να βάζει τις φωνές στους σκλάβους που έσπρωχναν το φορείο: «Βιαστείτε, ανάθεμά σας, τρέξτε!»
   Οι σκλάβοι θα σκέφτονταν πως η αφέντρα τους θα είχε πάθει κρίση πανικού, όμως την Ανδριάνα λίγο την ενδιέφερε αυτό. Ο υπηρέτης τώρα βρισκόταν για τα καλά ασφαλισμένος στο απόρθητο κελί του κι αυτό ήταν που μετρούσε.
   Όταν η άμορφη μάζα του κορμιού του υπηρέτη είχε προς στιγμήν πάρει το σχήμα χεριού, το απόκοσμο χέρι είχε αρπάξει το χέρι της Ανδριάνας τρυφερά, σαν να ικέτευε για κάτι. Όμως εκείνη η αρχική χειρονομία υποταγής, δεν θα μπορούσε με τίποτα να εκληφθεί σαν αξιόπιστη πρόβλεψη μιας καλοσυνάτης μεταμόρφωσης.
    Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Αυτό που συνέβαινε τώρα, άγγιζε τα όρια του αδιανόητου και του απίθανου.
   Η κοινή λογική υπαγόρευε πως αυτή η κυτταρική κατάρρευση, που αναμφίβολα επέφερε και δραστικές αλλαγές και αλλοιώσεις στους εγκεφαλικούς ιστούς, μοιραία θα συνεπάγονταν και την απώλεια ενός σημαντικού ποσοστού δεδομένων και αρχείων στον εγκέφαλο του πάσχοντος, αλλά και του προγραμματισμού που είχε λάβει ο υπηρέτης, συμπεριλαμβανομένης και της εντολής που του απαγόρευε να σκοτώσει την αφέντρα του.
   Οι περιστάσεις απαιτούσαν εγρήγορση και φρόνηση –όχι πανικό. Γυναίκα με απαράμιλλή διορατικότητα σε ό,τι αφορούσε την επιστημονική δουλειά της, η Ανδριάνα είχε δραστηριοποιηθεί και για την περίπτωση του χειρότερου σεναρίου με αξιοθαύμαστη ηρεμία, και είχε ενεργήσει τάχιστα προς την κατεύθυνση περιορισμού του κινδύνου κι αποτελεσματικής αντιμετώπισης της διαγραφόμενης απειλής.
   Κράτησε μια νοητική σημείωση να διανείμει ένα αυστηρό υπόμνημα, που να εξηγούσε ακριβώς αυτά στους σκλάβους πριν το τέλος της επόμενης μέρας.
   Θα το υπαγόρευε στην γυναικεία μορφή του υπολογιστή.
   Όχι, θα το συνέτασσε και θα το διέμεινε προσωπικά η ίδια, κι ας πήγαινε στα τσακίδια η μορφή στον υπολογιστή.
   Στο δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου, βρίσκονταν τώρα η Ανδριάνα και άλλοι δύο σκλάβοι. Έξι κάμερες που βρίσκονταν μέσα στο θάλαμο απομόνωσης, μετέδιδαν την εικόνα σε έξι οθόνες μπροστά στην Ανδριάνα και τους άλλους δύο σκλάβους. Αυτό που μετέφεραν, ήταν τον υπηρέτη ακόμα σε… ρευστή κατάσταση. Επί του παρόντος είχε τέσσερα πόδια, καθόλου χέρια, κι ένα σχήμα σώματος πέραν πάσης περιγραφής που σάλευε αδιάκοπα. Και μέσα από το συνονθύλευμα ξεχώριζε ένα κεφάλι που θύμιζε κάπως τον υπηρέτη.
   Φανερά θορυβημένο το υπηρέτης περιφερόταν στο δωμάτιο κλαψουρίζοντας σαν λαβωμένο ζώο και εκστομίζοντας που και που τις λέξεις: «Αφέντρα; Αφέντρα; Αφέντρα;»
   Αυτό το αφέντρα έκανε την Ανδριάνα να βγαίνει από τα ρούχα της. Ήθελε να απαντήσει με ένα οργισμένο, σκάσε, σκάσε, σκάσε. Αλλά κρατήθηκε.
   Παρακολουθώντας τις οθόνες αυτό το τετράποδο που άκουγε στο όνομα υπηρέτης κλαψούριζε και έτρεμε σαν το φύλλο, τη στιγμή που από την πλάτη του ξεκίνησαν να φυτρώνουν κάτι σαν χέρια, που όμως δεν ήταν χέρια. Ο ένας από τους σκλάβους δίπλα της ανασήκωσε τα φρύδια και είπε: «Όπως η Άννα δύο».
   Η Ανδριάνα βιάστηκε να τον διορθώσει: «Καμία απολύτως σχέση με την Άννα δύο. Η Άννα δύο ήταν μια μοναδικότητα. Η Άννα δύο απλώς ανέπτυξε ένα δεύτερο παρασιτικό εαυτό. Αυτό που συμβαίνει με τον υπηρέτη δεν έχει σε τίποτα να κάνει με αυτό που συνέβη στην Άννα δύο».
   Αποσβολωμένος απ’ όσα έβλεπε στις οθόνες, ο σκλάβος τόλμησε να πει: «Μα αφέντρα, φαίνεται καθαρά πως ο υπηρέτης…»
   Μια σφαλιάρα τον έκανε να μην προλάβει να αρθρώσει αυτό που ήθελε να πει.
   «Ο υπηρέτης δεν εκκολάπτει ένα δεύτερο παρασιτικό εαυτό» του είπε απότομα. «Αυτό που συμβαίνει με τον υπηρέτη είναι μια καταστροφική κυτταρική μεταμόρφωση. Δεν είναι το ίδιο, δεν είναι καθόλου το ίδιο. Ο υπηρέτης αποτελεί μια διαφορετική μοναδικότητα».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #142 στις: Αυγούστου 11, 2011, 03:56:29 μμ »
27
Ο Μανόλης στάθηκε στη μέση του δρόμου, εκεί όπου, και παρακολούθησε τα φώτα πορείας του αυτοκινήτου μέχρι που τα έχασε από τα μάτια του. Δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ιδέα ότι δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Νταν την Ντενίζ και την Ελένη (τριαντάφυλλα που μαράθηκαν, του ψιθύρισε το μυαλό του), αλλά την εμπόδισε πεισματικά να εξελιχθεί σε προαίσθημα. Δεν έπρεπε να ξεχνάει ότι είχαν σμίξει δύο φορές ως τώρα. Τρίτη και καλύτερη δεν έλεγαν οι άνθρωποι;
   Ένας από τους ανθρώπους των κινητών τον σκούντησε καθώς περνούσε από δίπλα του. Ήταν άντρας και το πρόσωπο του ήταν γεμάτο από πηγμένα αίματα -ο πρώτος τραυματίας πρόσφυγας από την χωματερή που έβλεπε ο Μανόλης. Και θα έβλεπε πολλούς ακόμη αν δεν ξεκινούσε από τους πρώτους, γι' αυτό πήρε το δρόμο προς την έπαυλη. Δεν είχε συγκεκριμένο λόγο να πιστεύει ότι η Άννα, αν ήταν ζωντανή, δεν είχε φύγει από την έπαυλη. Απλώς ήλπιζε ότι κάποιο υποτυπώδες υπόλειμμα μυαλού της Άννας -του παλιού μυαλού της Άννας- του υπαγόρευε να μην φύγει από κει. Και, εν πάση περιπτώσει, προς τα εκεί αισθανόταν και ο ίδιος άνετα να κινηθεί.
   Γύρω στα δύο χιλιόμετρα μετά τη διασταύρωση της χωματερής συνάντησε άλλον έναν από τους ανθρώπους των κινητών, γυναίκα αυτή τη φορά, που πηγαινοερχόταν με φούρια από τη μια άκρη του δρόμου στην άλλη σαν καπετάνιος σε κατάστρωμα. Γύρισε και τον κοίταξε με τόσο έντονο βλέμμα που ο Μανόλης σήκωσε ενστικτωδώς τα χέρια του, έτοιμος να την αρπάξει αν επιχειρούσε
να του επιτεθεί.
   Δεν του επιτέθηκε. «Ποιο σεπε-μπα;» τον ρώτησε. Και ο Μανόλης άκουσε καθαρά την ερώτηση μέσα στο μυαλό του. «Ποιος έπεσε; Μπαμπά, ποιος έπεσε;»
   «Δεν ξέρω» της απάντησε ενώ την προσπερνούσε. «Δεν είδα».
   «Εγώ πού-το;» φώναξε η γυναίκα, συνεχίζοντας το πήγαινε έλα της με ακόμα μεγαλύτερη φούρια. Και ο Μανόλης άκουσε μέσα στο μυαλό του: «Εγώ πού βρίσκομαι τώρα;» Δεν της απάντησε, αλλά θυμήθηκε το Καστανό Ξωτικό να ρωτάει, Ποιος είσαι εσύ; Ποια είμαι εγώ;
   Τάχυνε το βήμα του. Κι ύστερα άκουσε πίσω του τη γυναίκα να ρωτάει «Ποιο Κα Ξω;» και πάγωσε ολόκληρος. Γιατί ταυτόχρονα είχε ακούσει πεντακάθαρα μέσα στο μυαλό του την κανονική ερώτηση: Ποιο είναι το Καστανό Ξωτικό;
   Ο Μανόλης δεν βρήκε όπλα στο πρώτο σπίτι που διέρρηξε. Βρήκε όμως έναν μακρύ φακό που τον πήρε μαζί του και φώτιζε μ' αυτόν κάθε ταλαίπωρο πρόσφυγα των κινητών που συναντούσε. Στο δεύτερο σπίτι υπήρχε μια BMW παρκαρισμένη στο δρομάκι, αλλά ο Μανόλης δεν τόλμησε να πάρει το αυτοκίνητο. Αν η Άννα είχε φύγει από την έπαυλη σίγουρα θα είχε ακολουθήσει αυτόν το δρόμο, και σίγουρα θα πήγαινε με τα πόδια. Και αν αυτός ήταν με αυτοκίνητο, πάντα θα υπήρχε ο κίνδυνος να προσπεράσει την Άννα χωρίς να τη δει, όσο αργά κι αν οδηγούσε. Στην κουζίνα του ίδιου σπιτιού βρήκε μια μεγάλη κονσέρβα ζαμπόν, που την άνοιξε με το κλειδάκι της και άρχισε να την τρώει ενώ ξαναπήρε το δρόμο. Αφού χόρτασε, και πάνω που πήγαινε να πετάξει το μισοάδειο κονσερβοκούτι στην άκρη του δρόμου, είδε έναν από τους ανθρώπους των κινητών, ένα γέρο άντρα, να στέκεται δίπλα σε ένα γραμματοκιβώτιο και να τον κοιτάζει με θλιμμένο και λαίμαργο ύφος. Ο Μανόλης του πρότεινε την κονσέρβα και ο γέρος την πήρε. Και ο Μανόλης, μιλώντας πολύ αργά και καθαρά και προσπαθώντας να προβάλει την εικόνα της Άννας στο μυαλό του, τον ρώτησε: «Μήπως είδες αυτή τη γυναίκα;»
   Ο γέρος δάγκωσε το ζαμπόν. Μάσησε. Κατάπιε. Φάνηκε να προβληματίζεται. Τελικά, είπε: «Μακάρι».
   «Μακάρι» είπε ο Μανόλης. «Εντάξει. Ευχαριστώ». Και συνέχισε το δρόμο του.
   Στο τρίτο σπίτι, περίπου δύο χιλιόμετρα παρακάτω, βρήκε στο υπόγειο ένα τριαντάρι δίκαννο και τρία κουτιά με φυσίγγια. Και στην κουζίνα βρήκε πάνω στον πάγκο ένα κινητό να φορτίζει στην πρίζα. Δεν φόρτιζε, φυσικά, αφού δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά όταν το άνοιξε είδε ότι η μπαταρία του ήταν γεμάτη. Το σήμα ήταν ελάχιστο, μόνο μία γραμμή, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο στην περιοχή πριν από τη νεκρή ζώνη.
   Ο Μανόλης κινήθηκε προς την πόρτα με το δίκαννο στο ένα χέρι, το φακό στο άλλο και το κινητό στην τσέπη του, όταν ξαφνικά τον κυρίεψε η εξάντληση. Τρέκλισε προς το πλάι σαν να βρισκόταν σε βάρκα και να τον είχε χτυπήσει το κουπί κατακέφαλα. Ήθελε να συνεχίσει, αλλά η όποια λογική διέθετε ακόμη το ταλαιπωρημένο μυαλό του τού υπαγόρευε να πέσει να κοιμηθεί και ίσως να ήταν και σκόπιμο να το κάνει. Γιατί, αν η Άννα βρισκόταν κάπου εκεί έξω, το πιθανότερο ήταν ότι κι εκείνη θα κοιμόταν τώρα.
   «Γύρνα στην πρωινή βάρδια, Μανόλη» μουρμούρισε. «Σκατά θα βρεις ψάχνοντας μ' ένα φακό μέσα στη μαύρη νύχτα».
   Το σπίτι ήταν μικρό -σπίτι ηλικιωμένου ζευγαριού, όπως φαινόταν από τις φωτογραφίες στο καθιστικό και στη μοναδική κρεβατοκάμαρα, αλλά και από τις βοηθητικές μπάρες στο μπάνιο δίπλα στη λεκάνη της τουαλέτας. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο. Ο Μανόλης ξάπλωσε χωρίς να σηκώσει τα σκεπάσματα, βγάζοντας μόνο τα παπούτσια του. Με το που έπεσε ένιωσε την κούραση να τον πλακώνει σαν ασήκωτο βάρος. Με τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να σηκωθεί από εκεί. Υπήρχε μια μυρωδιά στο δωμάτιο, από σακουλάκι με αρωματικά βότανα ίσως. Μυρωδιά από λεβάντα, από σπίτι γιαγιάς. Παλιά όσο και η δική του κούραση. Με τα μάτια κλειστά, μέσα σ' εκείνη τη σιωπή, το μακελειό στην χωματερή του φαινόταν τόσο μακρινό και εξωπραγματικό σαν μια ιδέα για μια ιστορία που δεν θα έγραφε ποτέ. Πολύ μακάβριο.
   Ο Μανόλης είχε την αίσθηση ότι το μυαλό του είχε αποσπαστεί και μετεωριζόταν πάνω από το σώμα του. Ταξίδεψε αργά και επέστρεψε εκεί όπου είχαν σταθεί οι τρεις τους, αυτός, ο Νταν και η Ελένη, δίπλα στο βαν Φίλτρα Νερού Απολυμάνσεις, λίγο πριν οι άλλοι δυο ανεβούν ξανά στο φορτηγάκι και φύγουν. Η Ελένη είχε επαναλάβει εκείνα που είχε πει στο Μαραθώνα ο Ιορδάνης, ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι σαν τους μεγάλους σκληρούς δίσκους των υπολογιστών παλιάς τεχνολογίας και ότι η Ανάπλαση τους είχε σβήσει εντελώς. Η Ελένη είπε ότι η Ανάπλαση λειτούργησε στο μυαλό των ανθρώπων σαν ηλεκτρομαγνητικό φαινόμενο. Έμεινε μόνο ο πυρήνας, είχε πει η Ελένη. Και ο πυρήνας είναι το φονικό ένστικτο. Επειδή όμως οι εγκέφαλοι είναι οργανικοί σκληροί δίσκοι, άρχισαν να αναδομούνται από μόνοι τους. Να επαναφορτώνουν.
   Μόνο που υπήρχε και ένα σκουλήκι στο κωδικό μήνυμα. Δεν έχω αποδείξεις, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η νοοτροπία του κοπαδιού, η τηλεπάθεια, ο μετεωρισμός... όλα αυτά προέκυψαν από εκεί. Το σκουλήκι υπήρχε από την αρχή και έγινε μέρος της επαναφόρτωσης. Με παρακολουθείτε μέχρι εδώ;
   Ο Μανόλης είχε κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του. Το ίδιο και ο Νταν. Η Ελένη τους κοίταζε, πολύ σοβαρή, πολύ κουρασμένη. Το πρόσωπο της ήταν λερωμένο από αίματα.
   Στο μεταξύ, η Ανάπλαση συνεχίζει να μεταδίδεται, εντάξει; Γιατί ο υπολογιστής της Ανδριάνας  λειτουργεί ακόμα –προφανώς με εφεδρική πηγή ενέργειας και συνεχίζει να τρέχει το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Το πρόγραμμα είναι ελαττωματικό και το σκουλήκι εξακολουθεί να μεταλλάσσεται. Ίσως η Ανδριάνα να μην το ξέρει αυτό, αλλά πάλι ίσως και να το ξέρει αλλά να μην ξέρει τι να κάνει.
   Από την άλλη πλευρά όμως... αυτό ίσως μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις υπέρ σου. Λέω ίσως, συνεννοηθήκαμε; Όλα θα εξαρτηθούν από το αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδρά όπως ένας σύγχρονος υπολογιστής που διαθέτει αποτελεσματική προστασία όταν χτυπηθεί από την Ανάπλαση.
   Ο Νταν είχε ρωτήσει ποια θα ήταν αυτή η αντίδραση. Και η Ελένη είχε χαμογελάσει συγκαταβατικά πριν απαντήσει.
   Αποθήκευση στο σύστημα. Όλα τα δεδομένα. Αν με τον ίδιο τρόπο αντιδρά και ο ανθρώπινος εγκέφαλος και αν μπορέσει κάποιος να διαγράψει το ελαττωματικό πρόγραμμα, ίσως αρχίσει να επαναφορτώνει το παλιό από την αρχή.
   «Και εννοούσε τον ανθρώπινο προγραμματισμό του» μουρμούρισε ο Μανόλης στο σκοτάδι της μικρής κρεβατοκάμαρας που μύριζε αχνά λεβάντα. «Τον ανθρώπινο προγραμματισμό του που είναι αποθηκευμένος κάπου βαθιά στο σύστημα. Ατόφιος, με όλα τα στοιχεία του». Τον έπαιρνε ο ύπνος, το ένιωθε. Αν ήταν να ονειρευτεί, ευχήθηκε να μην έβλεπε τη σφαγή στη χωματερή.
   Η τελευταία σκέψη του πριν αποκοιμηθεί ήταν ότι, σε τελική ανάλυση, τα πράγματα ίσως καλυτέρευαν για τους ανθρώπους των κινητών. Ναι, είχαν γεννηθεί από τη βία και τον τρόμο, αλλά η γέννα πάντα είναι ένα πράγμα δύσκολο, πολύ συχνά βίαιο και μερικές φορές τρομακτικό. Με το που άρχισαν να σχηματίζουν κοπάδια, όμως, και να δημιουργούν έναν ομαδικό νου, η βία είχε υποχωρήσει. Και, μέχρι στιγμής, δεν είχαν κηρύξει τον πόλεμο στους «νορμάλ», εκτός αν θεωρούσε κανείς πολεμική πράξη την αναγκαστική μετατροπή. Όσο για τα αντίποινα στις μαζικές δολοφονίες των κοπαδιών, ναι μεν ήταν σκληρά, αλλά ήταν και απολύτως κατανοητά. Αν οι φυσιολογικοί τους άφηναν ήσυχους, ίσως να αποδεικνύονταν τελικά καλύτεροι φύλακες της γης από τους προκατόχους τους. Με τις ικανότητες τους στις χαμηλές πτήσεις, σίγουρα δεν θα σκοτώνονταν να αποκτήσουν αυτά τα υπερσύγχρονα βενζινοκίνητα SUV και οι καταναλωτικές ορέξεις τους ήταν μάλλον πρωτόγονες, εδώ που τα λέμε. Διάβολε, ακόμη και το γούστο τους στη μουσική είχε βελτιωθεί σημαντικά.
   Αλλά κι εμείς, τι άλλο να κάναμε; σκέφτηκε αμέσως μετά. Η επιβίωση είναι σαν τον έρωτα. Τυφλή.
   Ύστερα κοιμήθηκε. Δεν ονειρεύτηκε τη σφαγή στη χωματερή.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #143 στις: Αυγούστου 11, 2011, 11:46:02 μμ »
28
Το χρόνιο πρόβλημα που είχε ο υπηρέτης με την υπερβολική καταρροή της μύτης του, ήταν μια ασήμαντη ενόχληση, συγκρινόμενο με το τωρινό μαρτύριό του.
   Στο δωμάτιο παρακολούθησης και ελέγχου, η Ανδριάνα και οι δύο σκλάβοι εμβρόντητοι παρακολουθούσαν στις έξι οθόνες τον υπηρέτη όπως βολόδερνε μέσα στο θάλαμο απομόνωσης έρποντας στα τέσσερα πόδια. Τα δύο πισινά ήταν τα ίδια όπως και στην αρχή του όλου επεισοδίου. Μόλο που τα μπροστινά δεν διέφεραν από τα πίσω, η δομή των αρθρώσεων των ώμων είχε αλλάξει δραματικά.
   Οι πανίσχυροι ώμοι θύμιζαν τους αντίστοιχους αιλουροειδούς της ζούγκλας. Όπως ο υπηρέτης τριγύριζε μέσα στο θάλαμο απομόνωσης, η καθολική του μεταμόρφωση εξακολουθούσε να εξελίσσεται, και τα τέσσερα πόδια του έπαιρναν όλο και περισσότερο τη δομή και το σχήμα εκείνων του αιλουροειδούς. όπως συμβαίνει με αυτό το είδος του ζωικού βασιλείου, ο αγκώνας αναπτυσσόταν στην οπίσθια απόληξη του μυώνα της ωμοπλάτης, για να δημιουργήσει την άρθρωση ενός μπροστινού ποδιού συμπεριλαμβανομένου και του γονάτου, αλλά κι ένα πιο εύκαμπτο καρπό, παρά έναν αστράγαλο.
   Αυτό τώρα προβλημάτιζε ιδιαίτερα την Ανδριάνα γιατί, κατά την δημιουργία του υπηρέτη, είχε προσθέσει εμβόλιμα γενετικό υλικό πάνθηρα, θέλοντας να βελτιώσει την ευκινησία και την ταχύτητά του.
   Τα πίσω πόδια εξελίσσονταν σε τρόπο που έμοιαζαν περισσότερο με αιλουροειδούς. Οι ανθρώπινες απολήξεις των ποδιών έλιωναν και έπαιρναν σχήμα πέλματος ζώου με αμβλεία δάχτυλα και με εντυπωσιακά γαμψά νύχια. Στα μπροστινά πόδια ωστόσο ενώ φύτρωναν ψευδονύχια στις πτέρνες, εξακολουθούσαν να υπάρχουν στοιχεία ανθρώπινου χεριού, αν και τα δάχτυλα απέληγαν σε γαμψά νύχια.
   Ο υπηρέτης δεν έβγαζε τρίχωμα. Παρέμενε άτριχος, και το δέρμα του είχε πάρει μια ροζ απόχρωση.
   Αν και βέβαια η κρίση αυτή δεν είχε παρέλθει η Ανδριάνα ήταν σε θέση να κάνει τις επιστημονικές παρατηρήσεις της αποστασιοποιημένη από το εν εξελίξει δράμα και με ψυχρό μυαλό τώρα που ο υπηρέτης της βρισκόταν φυλακισμένος στο θάλαμο απομόνωσης, και ο κίνδυνος για βίαια επεισόδια είχε εξαλειφθεί.
   Παρόλο που το μυϊκό σύστημά του είχε εμπλουτιστεί με γονίδια πάνθηρα, ο υπηρέτης δε διέθετε κάποιο κώδικα που θα δικαιολογούσε τη δημιουργία ποδιών αιλουροειδούς, κι οπωσδήποτε δεν είχε σχεδιαστεί για να εμφανίσει ουρά, κάτι που συνέβαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
   Το φαινόμενο οδηγούσε στο συμπέρασμα πως είτε η Ανδριάνα είχε κάνει κάποιο λάθος κατά την δημιουργία του υπηρέτη, είτε η απίστευτα άμορφη μάζα της σάρκας του τελευταίου μπορούσε να προσεγγίσει την κάθε σωματική λεπτομέρεια ενός ζώου, αντλώντας έστω και ψήγματα από τη γονιδιακή δομή του. Αν και αυτή η δεύτερη εκδοχή άγγιζε τα όρια του εξωφρενικού και του εντελώς απίθανου, η Ανδριάνα έτεινε να την δεχτεί.
   Στο θάλαμο παρακολούθησης και ελέγχου, έφταναν και οι φωνές του υπηρέτη. Κατά πόσο είχε συνείδηση των αλλαγών που ρήμαζαν το κορμί του δεν μπορούσε η Ανδριάνα να καταλάβει από τα λεγόμενά του, γιατί, δυστυχώς, αυτά που έλεγε ήταν ακαταλαβίστικα. Επί το πλείστον ο άμοιρος υπηρέτης ούρλιαζε.
   Κρίνοντας τώρα από την ένταση και τη χροιά των ουρλιαχτών του, θα έλεγε κανείς πως η απίστευτη μεταμόρφωση του συνοδεύονταν από φοβερή ψυχική αγωνία και ακατάπαυστο σωματικό άλγος. Κάτι που έκανε την Ανδριάνα να διεγείρεται. Ήταν ηλίου φαεινότερο πως ο υπηρέτης δεν είχε πια τη δυνατότητα να απομονώνει και να καταργεί κατά βούληση το σωματικό πόνο.
   «Μόνο εγώ» δήλωσε η Ανδριάνα μέσα στη διέγερση που της προκαλούσε ο πόνος του άλλου «κατάφερα να δημιουργήσω τη χίμαιρα ενός πανάρχαιου μύθου, το κτήνος που, αν και αποτελείται από πολλά μέρη, λειτουργεί σαν ένα ενιαίο πλάσμα».
   «Λειτουργεί τώρα;» τόλμησε να ρωτήσει ένας σκλάβος.
   «Το βλέπεις και το βλέπω» είπε η Ανδριάνα εκνευρισμένη. «Κινείται με μεγάλη ταχύτητα».
   «Κάνει βασανισμένους κύκλους».
   «Το κορμί του είναι εύρωστο και δυνατό».
   «Και ξαναλλάζει» συμπλήρωσε ο σκλάβος.
   Ο υπηρέτης είχε επίσης κάτι από αράχνη, αλλά κι από κατσαρίδα, που αύξανε το εύπλαστο των τενόντων του, και παρείχε στο κολλαγόνο του μεγαλύτερη δυνατότητα επέκτασης. Τώρα αυτά τα αραχνιδικά και εντομικά στοιχεία έμοιαζαν να ξεπροβάλουν εις βάρος της μορφής του πάνθηρα.
   «Βιολογικό χάος» παρατήρησε ο σκλάβος.
   «Συγκεντρώσου» τον συμβούλεψε η Ανδριάνα. «Απ’ αυτό που βλέπουμε μπροστά μας θα αντλήσουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις γνώσεις που με μαθηματική ακρίβεια θα μας οδηγήσουν στα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην ιστορία της γενετικής και της μοριακής βιολογίας».
   «Είμαστε απολύτως σίγουροι» ρώτησε τώρα ο σκλάβος «πως οι πόρτες της καμπίνας μετάβασης έχουν ολοκληρώσει την διαδικασία κλειδώματός τους;»
   «Ναι» αποκρίθηκε ο άλλος σκλάβος.
   Η εικόνα στη μία από τις οθόνες θόλωσε και γκριζάρισε, κι αμέσως μετά εμφανίστηκε το είδωλο της γυναικείας μορφής του υπολογιστή.
   Υποθέτοντας πως η παρεμβολή της εικόνας της στο ένα μόνιτορ οφειλόταν σε κάποιο λάθος χειρισμό, η Ανδριάνα ετοιμάστηκε να της βάλει τις φωνές, προστάζοντάς την να βγει από το κύκλωμα.
   Πριν προλάβει όμως να ανοίξει το στόμα της, ακούστηκε η φωνή τη γυναικείας μορφής: «Κυρία Ανδριάνα, κάποιο μέλος της Νέας Ράτσας ζητάει επειγόντως να συναντηθεί μαζί σας».
   «Ποιος;»
   «Ο Νικόλας από τη χωματερή. Βρίσκεται στην πύλη της έπαυλης, και αν μου επιτρέπεται, έχει τα χάλια του».
   Αυτή η μορφή έπεφτε από λάθος σε λάθος. Τον Νικόλα δεν τον είχε ξεχάσει η Ανδριάνα με όλο αυτό που συνέβαινε, αλλά δεν θα μπορούσε να έχει έρθει μόνος του. Έπρεπε να είναι μαζί του και οι άλλοι τέσσερις.
   «Πες τους να περάσουν μέσα και να έρθουν να με βρουν» πρόσταξε η Ανδριάνα την γυναικεία μορφή.
   «Είναι μόνος του κυρία Ανδριάνα, και μάλιστα, κυρία Ανδριάνα, θα του πω να περάσει μέσα. Μάλιστα» είπε η γυναικεία μορφή και χάθηκε από την οθόνη.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #144 στις: Αυγούστου 12, 2011, 08:42:59 πμ »
29
Οι πρόσφυγες των κινητών δεν είχαν χάσει ακόμη εντελώς ούτε την τυφλή οργή ούτε τα εξωτικά ταλέντα τους. Κατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, που ήταν υγρή και κρύα, με προμηνύματα του Νοέμβρη στον αέρα, ο Μανόλης σταμάτησε να χαζέψει δύο απ' αυτούς που είχαν πιαστεί στα χέρια στην άκρη του δρόμου. Πάλεψαν πρώτα με γροθιές, μετά με νύχια κι έπειτα ενώθηκαν σε μια άγρια λαβή χτυπώντας τα κεφάλια τους σαν κριάρια και δαγκώνοντας ο ένας τον άλλον στο πρόσωπο και στο λαιμό. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να ανυψώνονται αργά από το έδαφος. Ο Μανόλης τους παρακολούθησε με το στόμα ανοιχτό να φτάνουν γύρω στα τρία μέτρα ψηλά, χωρίς να πάψουν στιγμή να παλεύουν, και οι δυο με τα πόδια ανοιχτά και τα γόνατα λυγισμένα, σαν να πατούσαν γερά σε αόρατο στέρεο έδαφος.
   Ύστερα ο ένας κάρφωσε τα δόντια του στη μύτη του αντιπάλου του, που φορούσε ένα κουρελιασμένο, ματωμένο μπλουζάκι. Ο Μυτοφάγος έσπρωξε τον άλλο προς τα πίσω κι εκείνος τρέκλισε και έπεσε όπως η πέτρα στο πηγάδι. Αίμα από τη δαγκωμένη μύτη του τιναζόταν προς τα πάνω στον αέρα ενώ έπεφτε. Ο Μυτοφάγος κοίταξε κάτω, φάνηκε να συνειδητοποιεί μόλις εκείνη τη στιγμή ότι βρισκόταν σε ύψος δύο ορόφων πάνω από το δρόμο και γκρεμίστηκε κι εκείνος. Σαν τον Ντάμπο που έχασε το μαγικό φτερό του, σκέφτηκε ο Μανόλης. Ο Μυτοφάγος έσπασε το πόδι του και έμεινε πεσμένος στο χώμα. Γύμνωσε τα δόντια του και γρύλισε άγρια στον Μανόλη καθώς τον προσπερνούσε.
   Όμως, αυτοί οι δύο ήταν η εξαίρεση. Οι περισσότεροι άνθρωποι των κινητών που συνάντησε ο Μανόλης στο δρόμο του (δεν βρήκε ούτε έναν φυσιολογικό εκείνη την ημέρα) φαίνονταν μάλλον χαμένοι και τρομαγμένοι, έχοντας χάσει το κοπάδι τους και την υποστήριξη του ομαδικού νου. Ο Μανόλης σκέφτηκε ξανά και ξανά κάτι που του είχε πει η Ελένη πριν ανεβεί ξανά στο βαν και φύγει μαζί με τους άλλους για τα δάση του βορρά, όπου δεν υπήρχε κάλυψη δικτύου της κινητής τηλεφωνίας: Αν το σκουλήκι συνεχίσει να μεταλλάσσεται, όσοι έχουν μετατραπεί τελευταίοι δεν θα είναι ούτε άνθρωποι των κινητών ούτε και φυσιολογικοί όμως.
   Ο Μανόλης υπέθετε ότι αυτό σήμαινε κάτι σαν το Καστανό Ξωτικό, ή ίσως κάτι ακόμη πιο χαμένο. Ποιος είσαι εσύ; Ποια είμαι εγώ; Έβλεπε αυτά τα ερωτήματα στο βλέμμα τους και υποψιαζόταν -ή μάλλον, ήξερε- ότι αυτές τις ερωτήσεις προσπαθούσαν να κάνουν με τα αλαμπουρνέζικα που ξεφούρνιζαν.
   Ο Μανόλης συνέχισε να ρωτάει Μήπως είδατε αυτή την γυναίκα που ζωγράφιζε στο μυαλό του προσπαθώντας να στείλει νοερά την εικόνα της Άννας, αλλά χωρίς ελπίδα πια ότι θα έπαιρνε μια κατανοητή απάντηση. Τις πιο πολλές φορές δεν του απαντούσαν καν.
   Λίγο μετά τις εννιά, είδε από μακριά μια φιγούρα καθισμένη στο πεζοδρόμιο έξω από ένα καφέ,
στο ένα και μοναδικό εμπορικό τετράγωνο μιας μικρής πόλης.
   Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε, αλλά άνοιξε το βήμα του και όταν έφτασε πιο κοντά -τόσο κοντά που να είναι σχεδόν σίγουρος ότι ήταν μια ενήλικη γυναίκα- άρχισε να τρέχει. Το καινούριο φορτίο του χοροπηδούσε πάνω στην πλάτη του. Όταν έφτασε εκεί που ο δρόμος διέσχιζε το μικρό χωριό, τα πόδια του άρχισαν να βροντοχτυπάνε καθώς έτρεχε πια πάνω στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο.
   Ήταν εκείνη.
   «Άννα!» φώναξε ο Μανόλης. «Άννα, Άννα!»
   Η γυναίκα στράφηκε ξαφνιασμένη προς την κατεύθυνση της φωνής. Κοίταξε σαν χαζή, χάσκοντας, με το σαγόνι κρεμασμένο. Το βλέμμα της ήταν εντελώς κενό, εκτός από μια αόριστη ανησυχία.
   Φάνηκε σαν να σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, αλλά πριν προλάβει να ξεκολλήσει από το πεζοδρόμιο, ο Μανόλης είχε πέσει ήδη στα βρώμικα πόδια της και τα γέμιζε φιλιά.
   Το βρόμικο ανέκφραστο πρόσωπό της τον κοιτούσε και το στόμα της έχασκε ανοιχτό.
   «Άννα. Ήρθα να σε πάρω, Άννα. Ήρθα. Για σένα ήρθα. Για σένα» έλεγε ο Μανόλης και τα δάκριά του έλουζαν τα πόδια της.
   Η γυναίκα κάποια στιγμή είπε και κάτι. Ο Μανόλης αρνήθηκε να δεχτεί ότι ήταν ένα άναρθρο επιφώνημα, κάτι χωρίς νόημα σαν το περαστικό σφύριγμα του αέρα στο στόμιο ενός άδειου μπουκαλιού. Ήταν μια λέξη. Θα μπορούσε να ήταν πάμμμ, σαν να προσπάθησε η γυναίκα να πει πάμε.
   Ή θα μπορούσε να ήταν και σκλαμμου, σαν να έλεγε η Άννα «σκλάβε μου».
   Ο Μανόλης πιάστηκε από το δεύτερο. Επέλεξε να πιστέψει ότι εκείνη η χλομή, βρόμικη, υποσιτισμένη γυναίκα τον είχε πει σκλάβο της.         

30
    Στα έξι μόνιτορ, η εντομοειδής εκδήλωση αυτού που μέχρι πριν λίγες ώρες ήταν ο υπηρέτης, -που ωστόσο εξακολουθούσε να διατηρεί κάποια από τα ανθρώπινα στοιχεία του- φαινόταν να αναρριχάται στους μεταλλικούς τοίχους του θαλάμου απομόνωσης, άλλοτε με τις προσεκτικές και μελετημένες κινήσεις αρπακτικού που περίμενε, κι άλλοτε γρήγορα, σαν τρομαγμένη κατσαρίδα που έσπευδε να ξεφύγει από τον κίνδυνο.
   Η Ανδριάνα δεν περίμενε πως τα όποια μαντάτα είχε να της φέρει ο Νικόλας, θα επισκίαζαν τα όσα φοβερά και τρομερά έβλεπε στις οθόνες, όμως όταν ο διευθυντής της χωματερής της είπε τα καθέκαστα της έκρηξης στη χωματερή και της απόδρασης των φυλακισμένων από την αποθήκη, η περίπτωση του υπηρέτη έγινε ξαφνικά ένα απλό προβληματάκι.
   Η καλοσύνη που είχε δείξει απέναντί τους, μιας και είχε διατάξει να μην τους σκοτώσουν αλλά να τους κρατήσουν ζωντανούς, είχε ανταμειφθεί με προδοσία και με τη δολοφονία τόσων πλασμάτων της Νέας Ράτσας. Πλάσματα για τα οποία είχε ξοδευτεί ένας πακτωλός χρημάτων και ατέλειωτες ώρες επιστημονικών πειραμάτων. Βέβαια τα αδικοχαμένα αυτά πλάσματα θα ωχριούσαν σε σύγκριση μ’ αυτά που θα έβγαιναν από τις δεξαμενές. Όμως αυτοί ήταν που θα έβγαζαν όλη τη δουλειά. Αυτοί ήταν που θα μάζευαν όσο κόσμο δεν είχε υποστεί την Ανάπλαση. Έτσι η άγρια δολοφονία τους αποτελούσε, το λιγότερο, θανάσιμο και ασυγχώρητο αμάρτημα, κι εκδήλωση ανήκουστου θράσους.
   Ο Μανόλης, η άθλια αυτή ύπαρξη εμφανιζόταν παντού και τις έκανε αμέτρητες ζημιές. Πρώτα απ’ όλα την ανάγκασε να σκοτώσει την μοναδική γυναίκα που θεωρούσε φίλη της. Δημιούργησε την Άννα δύο στη δεξαμενή με τα χθεσινοβραδινά αποτελέσματα.
   Τον φαντάστηκε να τριγυρνά από ‘δω κι από κει, εκστομίζοντας ασυναρτησίες για τις ψευδαισθήσεις που μπορεί να είχε περί δήθεν μεγαλείου του. Τον φαντάστηκε να ψάχνει τρόπο για μια αναμέτρηση με εκείνη, με την φαντασίωση πως όχι μόνο θα επιζούσε, αλλά και θα θριάμβευε επ’ αυτής.
   «Χωρίστηκαν κυρία» είπε ο Νικόλας.
   «Χωρίστηκαν;»
   «Μάλιστα. Ο Μανόλης έφυγε μόνος του. Άγνωστο που. Άκουσα μόνο να λέει για την έπαυλη. Άκουσα να λέει στους άλλους πως έχει χρέος να πάει και να την βρει. Ποια να βρει κυρία;»
   Ο Νικόλας ήταν σε κακά χάλια. Το μισό του πρόσωπο είχε διαλυθεί από την έκρηξη. Σάρκες και ρούχα ξεσκισμένα κρέμονταν από παντού. Η Ανδριάνα τον κοιτούσε έτσι που προσπαθούσε με το ζόρι να μην καταρρεύσει μπροστά της και με το ζόρι κατάφερε να συγκρατήσει μια τάση να αδειάσει το στομάχι της την ώρα που έσκυβε να της αποτείνει τον προβλεπόμενο βάση τελετουργίας ασπασμό των παπουτσιών. Των άφησε όμως να φιλήσει το πάτωμα, με αποτέλεσμα μια μεγάλη κηλίδα αίμα να υπάρχει τώρα εκεί που ακούμπησε αυτό που κάποτε ήταν το στόμα του.
   «Δεν νομίζω πως σε αφορά αυτό Νικόλα. Αυτό που θα πρέπει να σε νοιάζει, είναι πως δεν χειρίστηκες σωστά μια αποστολή που σου ανέθεσα. Έχεις πέσει πάρα πολύ στην εκτίμησή μου. Θα πρέπει τώρα να κάνεις κάτι ώστε να επανορθώσεις κάπως».
   «Δεν είχα σκοπό να προδώσω την εμπιστοσύνη σας κυρία» είπε ο Νικόλας προσπαθώντας να μην την κοιτάξει στα μάτια.
   «Ασφαλώς και δεν θα μπορούσες να κάνεις κάτι τέτοιο».
   Στις οθόνες το γιγάντιο ζουζούνι που κάποτε ήταν ο υπηρέτης τώρα φάνηκε να ανεβαίνει ως πάνω τον τοίχο κι από κει προχώρησε για λίγο στο ταβάνι όπου και κόλλησε τελικά τρέμοντας σύγκορμο.
   «Κυρία» είπε τώρα ο Νικόλας «ήρθα εδώ για να σας μεταφέρω την είδηση. Όμως βλέποντας πόσο πολύ σας απογοήτευσα με την ανικανότητά μου, θα ήθελα να σας ζητήσω… να σας ζητήσω να μου κάνετε μια χάρη».
   Αρχικά η Ανδριάνα δεν κατάλαβε ποια ήταν η χάρη. Μα έπιασε όμως το νόημα, κι ένοιωσε την οργή να φουντώνει μέσα της. «Θέλεις να σου αφαιρέσω τη ζωή;»
   «Να με λυτρώσετε» είπε ο Νικόλας με παρακλητικό ύφος, έχοντας στραμμένο το βλέμμα του στο πάτωμα. Από παντού έσταζε αίμα.
   «Σου χάρισα μια ζωή σαν κι αυτή που ζεις ως τώρα και που είναι το ευχαριστώ; Σε έκανα πλάσμα της Νέας Ράτσας και σε έκανα μέρος αυτής της τεράστιας περιπέτειας, όμως εσύ γυρεύεις να μου γυρίσεις την πλάτη».
   «Δεν μπορώ να ζήσω μια ζωή με τις τύψεις πως σας έκανα με υποτιμήσετε. Δεν μπορώ να ζω ξέροντας πως σας απογοήτευσα κυρία. Με μια σας λέξη μπορείτε να με λυτρώσετε».
   «Δεν υπάρχει θεός Νικόλα, όμως ακόμα κι αν υπήρχε θαρρείς πως θα είχε χώρο στον παράδεισο για πλάσματα σαν κι εσένα;».
   Η φωνή του Νικόλα πήρε τώρα ένα τόνο ταπεινοφροσύνης που δεν ήχησε καθόλου καλά στα αφτιά της Ανδριάνας: «Δεν έχω ανάγκη από κανενός είδους παράδεισο, κυρία. Μου αρκούν το αιώνιο σκότος κι απόλυτη ικανοποίηση πως θα έχω πάψει να υπάρχω από μία σας και μόνη λέξη».
   Όπως τον έβλεπε η Ανδριάνα της ήρθε να κάνει εμετό. «Απορώ πως κατάφερε ένα από τα δημιουργήματά μου να αποδειχτεί τόσο αξιοθρήνητο. Δεν μπορώ καν να πιστέψω πως είσαι έργο δικό μου».
   Ο Νικόλας δεν βρήκε τίποτα να απαντήσει, και τότε η Ανδριάνα ενεργοποίησε τα ηχεία που μετέδιδαν τον ήχο από το θάλαμο απομόνωσης. Αυτό που είχε καταντήσει να είναι ο υπηρέτης εξακολουθούσε να ουρλιάζει πανικόβλητο αλλά και από ένα είδος αδιευκρίνιστου αβάσταχτου σωματικού πόνου. Κάποια από τα ουρλιαχτά του θύμιζαν γάτα που υφίστατο φοβερά μαρτύρια, αλλά ηχούσαν τόσο διαπεραστικά και εξωγήινα στο αυτί όσο οι κώδικες επικοινωνίας τρελαμένων από τον πόνο και την αγωνία εντόμων, ενώ κάποια άλλα έμοιαζαν απολύτως ανθρώπινα –κραυγές ίδιες με αυτές που ακούγονται τις νύχτες σε κάποιο φρενοκομείο.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #145 στις: Αυγούστου 12, 2011, 11:33:37 μμ »
31
Ήταν πολύ λίγο για να πιαστεί ο Μανόλης. Ένας ήχος που θα μπορούσε να ήταν λέξη, μια υποτιθέμενη λέξη που θα μπορούσε να ήταν σκλάβε μου.
   Τώρα η γυναίκα κοιμόταν σε ένα ράντζο εκστρατείας μέσα στη μεγάλη ντουλάπα μιας κρεβατοκάμαρας, γιατί μόνο εκεί μέσα ησύχαζε και γιατί ο Μανόλης είχε βαρεθεί να την ψαρεύει από κάτω από το κρεβάτι όπου χωνόταν συνέχεια. Προφανώς, ο περιορισμένος χώρος που θύμιζε μήτρα την καθησύχαζε. Ίσως ήταν κι αυτό μέρος της μετατροπής τους. Σπουδαία μετατροπή! Η Ανδριάνα είχε διώξει για κάποιο λόγο την Άννα από την έπαυλη –ή ακόμα την είχε μετατρέψει σε αυτό που είναι για τιμωρία επειδή ο Μανόλης δεν πήγε στην έπαυλη όπως τον διέταξε. Μπορεί βέβαια να ήταν οι άνθρωποι των κινητών στη χωματερή που είχαν μετατρέψει τη γυναίκα του σε έναν ταλαίπωρο κρετίνο που δεν είχε ούτε καν ένα κοπάδι για ασφάλεια.
   Έξω, στον κεντρικό δρόμο, όπου δεν άναβαν πια τα φώτα, σφύριζε ο άνεμος σαν φίδι. Από τον γκρίζο ουρανό του δειλινού έπεφτε αραιό το πρώτο χιόνι. Ήταν πολύ νωρίς για χιόνι, αλλά ίσως όχι, ειδικά τόσο βόρεια.
   Αναρωτήθηκε πού να ήταν η Ελένη, ο Νταν και η Ντενίζ εκείνο το βράδυ. Αναρωτήθηκε πώς θα τα κατάφερνε η Ντενίζ όταν θα ερχόταν η ώρα να γεννήσει. Θα τα κατάφερνε μια χαρά η Ντενίζ, ήταν σκληρό καρύδι. Αναρωτήθηκε αν η Ελένη τον θυμούνταν τόσο συχνά όσο τη θυμόταν αυτός και αν της έλειπε τόσο πολύ όσο του έλειπε εκείνη -τα σοβαρά, θλιμμένα μάτια της Ελένης, το ειρωνικό μισό χαμόγελο της Ντενίζ- όλα αυτά που είχαν ζήσει μαζί δεν ήταν καθόλου αστεία.
   Αναρωτήθηκε αν αυτή η μέρα που είχε περάσει με την αφέντρα του ήταν η πιο μοναχική της ζωής του. Η απάντηση εδώ ήταν αυθόρμητα ναι.
   Ο Μανόλης κοίταξε το κινητό που κρατούσε στο χέρι του. Πάνω απ' οτιδήποτε άλλο, αναρωτιόταν τι θα έκανε μ' αυτό. Αν θα έκανε ακόμη ένα τηλεφώνημα. Εδώ υπήρχε σήμα, έβλεπε πάντα τρεις γραμμές στην οθόνη όταν το άνοιγε, αλλά δεν θα έμενε φορτισμένο για πάντα. Η άλλη σκέψη ήταν να πάει στην έπαυλη και να κλείσει τον υπολογιστή που μετέδιδε την Ανάπλαση. Δεν ήθελε να την αφήσει να διαρκέσει για πάντα. Η Ανδριάνα έπρεπε να πάρει ένα μάθημα.
   Χιόνι. Χιόνι στις είκοσι μία του Οκτώβρη. Ήταν είκοσι μία του μήνα; Ο Μανόλης είχε χάσει τις μέρες. Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι οι άνθρωποι των κινητών θα πέθαιναν στο ύπαιθρο, όλο και περισσότεροι κάθε νύχτα. Και η Άννα θα ήταν ένας απ' αυτούς αν ο Μανόλης δεν είχε ψάξει να την βρει.
   Το ερώτημα ήταν τι είχε βρει;
   Τι είχε σώσει;
   Σκλαμμου.
   Σκλάβε μου;
   Ίσως.
   Σίγουρα η γυναίκα δεν είχε ξαναπεί τίποτε που να μοιάζει έστω και αμυδρά με λέξη από τότε. Είχε φανεί πρόθυμη να περπατήσει μαζί με τον Μανόλη... αλλά είχε και την τάση να ξεκόβει και να φεύγει προς άλλη κατεύθυνση από μόνη της. Κάθε φορά που το έκανε, ο Μανόλης την άρπαζε και την γύριζε πίσω έτσι όπως αρπάζει κανείς ένα μωρό που πάει να του φύγει μέσα στο πάρκινγκ ενός σούπερ μάρκετ. Και κάθε φορά που το έκανε αυτό, ο Μανόλης θυμόταν άθελά του ένα κουρδιστό ρομπότ που είχε παιδί και πώς το ρομπότ κατέληγε πάντα σε μια γωνία, όπου κολλούσε κουνώντας μπρος πίσω τα πόδια του χωρίς να πηγαίνει πουθενά, μέχρι να πάει να το γυρίσει ξανά προς το κέντρο του δωματίου.
   Η Άννα είχε παλέψει να ξεφύγει πανικόβλητη όταν ο Μανόλης βρήκε ένα αυτοκίνητο με το κλειδί στη μηχανή και δοκίμασε να την βάλει μέσα, αλλά αφού της έδεσε τη ζώνη, κατέβασε τις ασφάλειες και ξεκίνησε, η Άννα ησύχασε ξανά σε βαθμό που έμοιαζε σχεδόν σαν υπνωτισμένη.   
   Κάποια στιγμή ανακάλυψε το κουμπί που άνοιγε το παράθυρο, το κατέβασε και άφησε τον άνεμο να την φυσάει στο πρόσωπο κλείνοντας τα μάτια και γέρνοντας προς τα πίσω το κεφάλι της. Ο Μανόλης κοίταξε δίπλα, είδε τα μακριά βρόμικα μαλλιά της να ανεμίζουν και σκέφτηκε, Θεέ μου, είναι σαν να έχω ένα σκύλο στο αυτοκίνητο.
   Όταν συνάντησαν μια «βραχονησίδα» του δρόμου που δεν γινόταν να την παρακάμψει και έπρεπε να εγκαταλείψουν το αυτοκίνητο, ο Μανόλης ανακάλυψε ότι η Άννα είχε βρέξει το παντελόνι της. Εκτός από την ομιλία έχει ξεμάθει και τη χρήση της τουαλέτας, σκέφτηκε με μαύρη καρδιά. Ήταν γεγονός, αλλά οι συνέπειες δεν ήταν τόσο περίπλοκες ή θλιβερές όσο είχε φοβηθεί αρχικά. Η Άννα δεν ήξερε πια να πει ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα, αλλά αν σταματούσες, την πήγαινες σε ένα χωράφι και την έβαζες να ουρήσει, θα το έκανε. Θα έκανε και τα κακά της, κανονικά, κοιτώντας με ονειροπόλο ύφος τον ουρανό ενώ ξαλάφρωνε. Ίσως να παρακολουθούσε τα πουλιά. Ίσως και όχι.
   Ο Μανόλης δεν μπόρεσε και πάλι να μη σκεφτεί τα σκυλιά που είχε κατά καιρούς η Άννα στη βίλλα.
   Μόνο που αυτά δεν ξυπνούσαν και δεν ούρλιαζαν επί δεκαπέντε λεπτά κάθε νύχτα.

32
«Άνοιξε τη μία κυκλική πόρτα της καμπίνας μεταβίβασης» πρόσταξε η Ανδριάνα τον έναν από τους σκλάβους. «Ο Νικόλας από ‘δω ίσως θέλει να προσφέρει λίγη παρηγοριά στον άμοιρο υπηρέτη».
   «Μα αρκεί μόνο μια σας λέξη…» άρχισε να ψελλίζει ο Νικόλας τρέμοντας σύγκορμος.
   «Όπως το λες» τον έκοψε η Ανδριάνα έξω φρενών. «Αρκεί μία μου λέξη για να σε ξαποστείλω. Όμως έχω επενδύσει πάνω σου χρόνο και πόρους, Νικόλα, κι εσύ με τα καμώματά σου, μετέτρεψες αυτή μου την επένδυση σε εντελώς παθητική. Άρα μπορείς τουλάχιστον να μου προσφέρεις μια ύστατη υπηρεσία. Θέλω να μάθω πόσο επικίνδυνος έχει γίνει ο υπηρέτης στην κατάσταση που βρίσκεται, αν υποθέσουμε ότι συνιστά κίνδυνο για τον οποιοδήποτε εκτός φυσικά από τον εαυτό του. Έμπα λοιπόν εκεί μέσα. Δεν θα χρειαστώ καν γραπτή αναφορά».
   Η πόρτα της καμπίνας μετάβασης που ήταν προς τη μεριά της αίθουσας ελέγχου και παρακολούθησης έστεκε τώρα ορθάνοιχτη.
   Ο Νικόλας πλησίασε εκεί παραπαίοντας. Κοντοστάθηκε στο κατώφλι και γυρνώντας το κεφάλι του προς τα πίσω, έριξε μια ματιά στην αφέντρα του.
   Η Ανδριάνα δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την έκφραση στο πρόσωπό και τα μάτια του Νικόλα. Παρόλο που είχε δημιουργήσει το καθένα από τα πλάσματα της Νέας Ράτσας με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα και γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά τη δομή τόσο του σώματος όσο και του μυαλού τους, κάποια μέλη ορισμένες φορές του έμοιαζαν τόσο μυστηριώδη κι ανεξήγητα, όσο και τα πλάσματα της παλιάς.
   Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Νικόλας μπήκε μέσα στην καμπίνα μετάβασης. Η συρόμενη πόρτα έκλεισε πίσω του.
   «Βρίσκεται στο αεροστεγές» είπε ο σκλάβος μουδιασμένα, ξέπνοα σχεδόν.
   «Δεν είναι αεροστεγές» τον διόρθωσε η Ανδριάνα εξοργισμένη.
   «Η πόρτα προς την μεριά μας είναι ήδη κλειστή» ανακοίνωσε ο άλλος σκλάβος. «Η απέναντι πόρτα έχει αρχίσει να ανοίγει».
   Την άλλη στιγμή το έκτρωμα που ήταν κάποτε ο υπηρέτης σταμάτησε να ουρλιάζει. Κολλημένο όπως ήταν στο ταβάνι, το πλάσμα έμοιαζε συσπειρωμένο, σε ετοιμότητα, καθώς τώρα έδειχνε να το απασχολεί κάτι άλλο κι όχι πια το δικό του μαρτύριο.
   Ο Νικόλας μπήκε στο θάλαμο απομόνωσης. Η απέναντι συρόμενη πόρτα έκλεισε πίσω του, όμως κανένας δεν μπήκε στον κόπο να κάνει σχετική ανακοίνωση όπως συνήθιζαν για λόγους ασφαλείας. Στο δωμάτιο παρακολούθησης και ελέγχου η σιωπή κοβόταν με το μαχαίρι.
   Ο Νικόλας απευθύνθηκε όχι στο έντομο-έκτρωμα που ήταν κολλημένο στο ταβάνι, πάνω από το κεφάλι του, αλλά στη μία από τις έξι κάμερες και, μέσα απ’ αυτήν, στην Ανδριάνα. «Σας συγχωρώ, κυρία».
   Την ίδια στιγμή, και προτού η Ανδριάνα προλάβει να εκστομίσει την οργισμένη της αντίδραση, το εκτρωματικό έντομο που κάποτε ήταν ο υπηρέτης, αποδεικνυόταν τόσο θανάσιμα επικίνδυνο όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Μα τέτοια απίστευτη σβελτάδα! Και τι σαγόνια… τι άκρα ποδιών δυνατά σαν αρπάγες! Και τι μηχανική ακρίβεια και μεθοδικότητα, και τι επιμονή στην κάθε κίνηση!
   Όντας πλάσμα της Νέας Ράτσας, ο Νικόλας ήταν προγραμματισμένος να προβάλλει σθεναρή αντίσταση, κι όντως το κατακρεουργημένο από την έκρηξη κορμί διέθετε ακόμα απίστευτη δύναμη αλλά και αντοχή. Απόρροια όμως ακριβώς αυτής της σωματικής του ρώμης και της αντοχής ήταν ένας θάνατος αργός και βασανιστικός, τι κι αν, έστω κι έτσι, τελικά του δόθηκε η χάρη που ζητούσε.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #146 στις: Αυγούστου 14, 2011, 10:42:36 πμ »
33
Την πρώτη νύχτα είχαν μείνει σε ένα σπίτι κοντά στο Παντοπωλείο και όταν άρχισαν τα ουρλιαχτά, ο Μανόλης νόμισε πως η Άννα πέθαινε. Παρ' όλο που η Άννα είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά του, όταν ο Μανόλης πετάχτηκε από τον ύπνο, η πρώην αφέντρα του έλειπε.
   Η Άννα δεν ήταν πια πάνω στο κρεβάτι, αλλά από κάτω. Ο Μανόλης είχε συρθεί με την κοιλιά πάνω στο σκονισμένο πάτωμα και, με το στρώμα του κρεβατιού να απέχει το πολύ δύο πόντους από το κεφάλι του, είχε πιάσει ένα κορμί άκαμπτο σαν σίδερο. Το ουρλιαχτά της γυναίκας ήταν αφύσικα δυνατά. Ο Μανόλης συνειδητοποίησε με τρόμο ότι τα άκουγε μεθυσμένα μέσα στο μυαλό του και όλες οι τρίχες του κορμιού του είχαν σηκωθεί όρθιες.
   Η Άννα ούρλιαζε επί δεκαπέντε λεπτά περίπου, κοκαλωμένη κάτω από το κρεβάτι, και έπειτα σταμάτησε, το ίδιο απότομα όπως είχε ξεκινήσει. Το κορμί της χαλάρωσε ξαφνικά σαν να είχε βγει η ψυχή της. Ο Μανόλης είχε κολλήσει το αυτί του στα πλευρά της, σηκώνοντας το ένα χέρι του πάνω από το λαιμό της για να το καταφέρει σ' εκείνο τον απίστευτα περιορισμένο χώρο, για να σιγουρευτεί ότι ανέπνεε ακόμη.
   Ύστερα, είχε τραβήξει έξω την Άννα, σαν να ήταν σακί με πατάτες, και είχε σηκώσει ξανά το βρόμικο, κατασκονισμένο κορμί πάνω στο κρεβάτι. Έμεινε ξάγρυπνος στο πλευρό της για καμιά ώρα περίπου, πριν κλείσουν τα μάτια του χωρίς να το καταλάβει.
   Το πρωί διαπίστωσε ότι είχε και πάλι το κρεβάτι όλο δικό του. Η Άννα είχε τρυπώσει ξανά από κάτω. Σαν δαρμένο σκυλί που αναζητούσε τη μικρότερη γωνιά που θα μπορούσε να φωλιάσει. Το άκρο αντίθετο της προηγούμενης συμπεριφοράς των ανθρώπων των κινητών, όπως έδειχναν τα πράγματα... αλλά, βεβαίως, η Άννα δεν ήταν σαν αυτούς. Η Άννα ήταν κάτι καινούριο, Θεέ μου, βοήθησε την.
   Περνούσαν ήσυχα, αν εξαιρούσε κανείς την τακτική νυχτερινή κρίση ουρλιαχτών της Άννας. Υπήρχε χρόνος για σκέψη. Και τώρα ο Μανόλης, όρθιος μπροστά στο παράθυρο, κοιτώντας το χιόνι να πέφτει έξω στο δρόμο, ενώ η Άννα του κοιμόταν στη μικρή κρυψώνα της μέσα στην ντουλάπα, είχε το χρόνο να το πάρει απόφαση ότι ο καιρός της σκέψης είχε τελειώσει. Τίποτε δεν θα άλλαζε αν δεν το έκανε αυτός να αλλάξει.
   Θα χρειαστεί άλλο ένα κινητό, είχε πει η Ελένη. Και να την πας κάπου που να υπάρχει κάλυψη δικτύου.
   Εδώ υπήρχε κάλυψη δικτύου. Σταθερή κάλυψη δικτύου. Οι τρεις γραμμούλες στην οθόνη του κινητού ήταν η απόδειξη.
   Όλα θα εξαρτηθούν από το αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι σύγχρονοι υπολογιστές που διαθέτουν αποτελεσματική προστασία σε περίπτωση προσβολής από ηλεκτρομαγνητική Ανάπλαση, είχε πει η Ελένη. Αποθήκευση στο σύστημα.
   Αποθήκευση στο σύστημα. Δυνατή φράση.
   Όμως, θα έπρεπε να διαγραφεί πρώτα το ελαττωματικό πρόγραμμα προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για μια εντελώς θεωρητική δεύτερη επαναφόρτωση. Και η ιδέα της Ελένης, να χτυπηθεί η Άννα από την Ανάπλαση για άλλη μια φορά -με τη λογική μιας έκρηξης που θα σβήσει την αρχική φωτιά-, φαινόταν τόσο ανατριχιαστική, τόσο επικίνδυνη, με δεδομένο ότι ο Μανόλης δεν είχε τρόπο να ξέρει σε τι είδους πρόγραμμα είχε μεταλλαχθεί τώρα πια η Ανάπλαση... με την προϋπόθεση ότι η Ανάπλαση εξακολουθούσε να τρέχει και να μεταδίδεται ακόμη...
   «Αποθήκευση στο σύστημα» ψιθύρισε ο Μανόλης. Έξω, το φως της μέρας είχε σχεδόν σωθεί. Το χιόνι που στροβιλιζόταν στον αέρα έμοιαζε ακόμη πιο φασματικό.
   Η Ανάπλαση ήταν διαφορετική τώρα πια, αυτό τουλάχιστον ήταν σίγουρο. Ο Μανόλης θυμήθηκε τους πρώτους αλλαγμένους ανθρώπους των κινητών που είχε συναντήσει, εκείνους τους δύο, που κυκλοφορούσαν νύχτα. Είχαν αρπαχτεί για μια παλιά αντλία, αλλά έκαναν και κάτι άλλο: μιλούσαν. Όχι με αόριστους ήχους που θα μπορούσαν να ήταν λέξεις, μιλούσαν κανονικά. Δεν είχαν πιάσει ψιλή κουβεντούλα, ούτε έλεγαν τίποτε σπουδαίο, αλλά μιλούσαν παρ' όλα αυτά.
   Είχαν πει: Φύγε. Εσύ φύγε. Στο διάβολο. Καθώς και το αξιαγάπητο: Φοη 'γό μου. Εκείνοι οι δύο ήταν διαφορετικοί από τους αρχικούς ανθρώπους των κινητών της Εποχής της Κουρελιάρας Ανδριάνας -και η Άννα ήταν διαφορετική από εκείνους τους δυο. Γιατί; Επειδή το σκουλήκι συνέχιζε να μασουλίζει και το πρόγραμμα Ανάπλαση να μεταλλάσσεται; Ήταν πολύ πιθανό.
   Το τελευταίο πράγμα που του είχε πει η Ελένη πριν τον αποχαιρετήσει και φύγει για το βορρά ήταν: Αν ρίξεις μια καινούρια εκδοχή του προγράμματος κόντρα σ' εκείνη που πήραν η Άννα και
οι άλλοι στο συνοριακό φυλάκιο, ίσως να φαγωθούν μεταξύ τους. Γιατί αυτό κάνουν τα σκουλήκια. Τρώνε.
   Και τότε, αν το παλιό πρόγραμμα υπήρχε ακόμη... αν είχε γίνει αποθήκευση στο σύστημα...
   Το ταραγμένο μυαλό του Μανόλη θυμήθηκε την Ελένη. Την Ελένη που είχε χάσει τη μητέρα της, την Ελένη που είχε βρει τρόπο να φανεί γενναία μεταφέροντας όλους τους φόβους της σε ένα μωρουδίστικο αθλητικό παπουτσάκι. Τέσσερις ώρες αφότου είχαν φύγει από το Μαραθώνα, σε ένα πάρκινγκ στην άκρη του δρόμου, ο Διονύσης είχε καλέσει μια άλλη συντροφιά φυσιολογικών να έρθουν να καθίσουν μαζί τους. Αυτοί είναι, είχε φωνάξει τότε ένας από τους άντρες. Είναι η συμμορία του Μαραθώνα. Και ένας άλλος είχε πει στον Διονύσης να πάει στο διάβολο. Και τότε η Ελένη είχε πεταχτεί επάνω. Είχε πεταχτεί και είχε φωνάξει...
   «Εμείς τουλάχιστον κάναμε κάτι» μονολόγησε ο Μανόλης, κοιτώντας τον έρημο, σκοτεινό δρόμο. «Και μετά τους ρώτησε, "Εσείς τι σκατά κάνατε;"»
   Να η απάντηση στο δίλημμά του, χάρη σε ένα νεκρό αγόρι. Η Άννα δεν επρόκειτο να καλυτερέψει. Και οι επιλογές του Μανόλη ήταν οι εξής δύο: να μείνει μ' αυτό που είχε ή να δοκιμάσει να το αλλάξει όσο είχε ακόμη καιρό. Αν είχε.
   Ο Μανόλης άναψε μια φορητή λάμπα που δούλευε με μπαταρίες και την πήρε μαζί του στην κρεβατοκάμαρα. Η πόρτα της ντουλάπας ήταν μισάνοιχτη και φαινόταν το πρόσωπο της Άννας. Έτσι κοιμισμένη, με το χέρι της για προσκεφάλι στο μάγουλο και τα μαλλιά να πέφτουν στο μέτωπό της, ήταν ίδια με την αφέντρα που ο Μανόλης είχε αποχαιρετήσει με ένα φιλί πριν εκείνη ξεκινήσει για την έπαυλη. Πριν από χίλια χρόνια. Ήταν λίγο πιο αδύνατη. Κατά τα άλλα, ήταν ολόιδια. Μόνο όταν ήταν ξύπνια φαίνονταν οι διαφορές. Το στόμα που έχασκε. Το άδειο βλέμμα. Οι γερτοί ώμοι και τα χέρια που κρέμονταν.
   Ο Μανόλης άνοιξε τέρμα την πόρτα της ντουλάπας και γονάτισε μπροστά στο ράντζο. Η Άννα σάλεψε όταν το φως της λάμπας έπεσε πάνω στο πρόσωπό της και έπειτα ησύχασε ξανά. Ο Μανόλης δεν ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος και τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων δεν είχαν τονώσει ιδιαίτερα την πίστη του στο Θεό, αλλά είχε βρει την αφέντρα του, ήταν γεγονός, γι' αυτό και έστειλε μια προσευχή προς όποιον μπορεί να υπήρχε για να την ακούσει. Ήταν πολύ σύντομη και πολύ εύστοχη: Άγιε μου όποιος κι αν είσαι, βοήθα να φανερωθεί αυτό που έχασα.
   Άνοιξε το πορτάκι του κινητού και πάτησε το κουμπί. Ακούστηκε το γνώριμο σιγανό μπιπ και η οθόνη φωτίστηκε. Τρεις γραμμές. Ο Μανόλης δίστασε μόνο στιγμιαία. Ως προς το πού θα τηλεφωνούσε υπήρχε μόνο μια σίγουρη πιθανότητα: αυτή που είχαν δοκιμάσει η Κουρελιάρα Ανδριάνα και η παρέα του.
   Αφού είχε πατήσει τα τρία ψηφία, άπλωσε το χέρι του και κούνησε την Άννα από τον ώμο. Η κοπέλα δεν ήθελε να ξυπνήσει. Μουρμούρισε και έκανε να τραβηχτεί. Ύστερα δοκίμασε να αλλάξει πλευρό. Ο Μανόλης δεν την άφησε να κάνει τίποτε από τα δύο.
   «Άννα! Άννα! Ξύπνα!» Την κούνησε πιο δυνατά και συνέχισε να την τραντάζει μέχρι που η γυναίκα άνοιξε τελικά τα άδεια μάτια της και τον κοίταξε κουρασμένα, αλλά χωρίς καμιά ανθρώπινη περιέργεια. Ήταν το βλέμμα ενός πολύ ταλαιπωρημένου σκύλου και ράγιζε την καρδιά του Μανόλη κάθε φορά που το έβλεπε.
   Τελευταία ευκαιρία, σκέφτηκε. Σκοπεύεις πραγματικά να το κάνεις; Οι πιθανότητες δεν πρέπει να είναι ούτε μία στις δέκα.
   Αλλά τι πιθανότητες είχε να βρει την Άννα αρχικά; Να έχει εγκαταλείψει η Άννα το κοπάδι της χωματερής πριν από την έκρηξη; Μία στις χίλιες; Στις δέκα χιλιάδες; Είχε σκοπό να ζήσει μ' αυτό το φοβισμένο, χωρίς περιέργεια βλέμμα ενώ η Άννα θα γερνούσε; Ενώ η Άννα θα κοιμόταν στην ντουλάπα και θα έκανε κακά της στην πίσω αυλή;
   Εμείς τουλάχιστον κάναμε κάτι, είχε πει η Ελένη.
   Ο Μανόλης κοίταξε την οθόνη του κινητού. Πάνω εκεί, τα ψηφία 100 περίμεναν, μαύρα και λαμπερά, σαν αναπόφευκτο πεπρωμένο.
   Τα βλέφαρα της Άννας άρχισαν να μισοκλείνουν. Ο Μανόλης της έριξε άλλο ένα γερό τράνταγμα για να την εμποδίσει να κοιμηθεί ξανά. Το έκανε με το αριστερό του χέρι. Στο δεξί του κρατούσε το κινητό. Πάτησε το κουμπί της κλήσης με τον αντίχειρα. Πρόλαβε να μετρήσει ΕΝΑ ελεφαντάκι και ΔΥΟ ελεφαντάκια πριν η ένδειξη ΚΛΗΣΗ στην οθόνη του κινητού αντικατασταθεί από την ένδειξη ΣΥΝΔΕΣΗ. Με το που έγινε αυτό, ο Μανόλης δεν άφησε στον εαυτό του κανένα χρονικό περιθώριο να το ξανασκεφτεί.
   «Ε, Άννα» είπε. «Τηλέφωνο εσύ». Και έβαλε το κινητό στο αυτί της Άννας.
   Την αντίδραση της Άννας –αυτής της Άννας- δεν υπήρχε περίπτωση να την προβλέψει κανείς.
   
34
Μέσα στην ντουλάπα που ονόμαζε σπίτι της και που χρησιμοποιούσε για να κοιμηθεί, το πλάσμα που είχε πάρει τη μορφή της γυναίκας που την γέννησε, και που για κάποιο περίεργο λόγο αυτός που το είχε πάρει μαζί του το φώναζε Άννα, δεν αισθάνεται ακόμα απόλυτα ευτυχής, πάντως είναι –τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ο άλλος της έδωσε το κινητό, προφανώς για να την εξοντώσει- ικανοποιημένη τώρα που έχει βρει το σπιτικό της.
   Αν το πλάσμα είχε ονομάσει την Άννα δύο μητέρα, αυτός που είχε μπροστά της και την είχε πάρει υπό την προστασία του, δεν θα μπορούσε παρά να τον πει πατέρα.
   Το ον που βλέπει να της προσφέρει το κινητό, δεν είναι απλώς αρσενικό. Μέσα στο μυαλό της έχει τις πληροφορίες, που πέρασαν σ’ αυτήν από την μητέρα της μέσα στη δεξαμενή δημιουργίας, πως το ον αυτό είναι και σκλάβος. Παρ’ όλα αυτά είναι πράγματι ένα ον στο έπακρο μυστηριώδες, όχι όμως όπως τα θηλυκά ικανό να παράγει ανθρώπινη ζωή μέσα στα σπλάχνα του.
   Παρόλα αυτά όμως ξυπνάει βαθιά μέσα της τα πιο παράξενα συναισθήματα. Και μαζί ένα δυσεξήγητο σεβασμό.
   Όσο είναι μαζί του την κυριεύει μια λαχτάρα, όμως τι ακριβώς είναι αυτό που λαχταράει δε γνωρίζει. Το ανθρώπινο αυτό αρσενικό πλάσμα τον έλκει, έτσι όπως η βαρύτητα έλκει ένα μήλο που πέφτει από μια μηλιά.
   Όσο το πλάσμα που βγήκε από τα σωθικά της Άννας δύο έχει αυτή τη μορφή –μια μορφή που δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε στον εαυτό του γιατί πήρε- ο αρσενικός αυτός της παλιάς ράτσας, μένει μαζί της. Την περιποιέται. Την φροντίζει. Θέλει να του αποκαλυφθεί. Να δει το είδωλό της στα μάτια του –το πρόσωπό της μέσα στα μάτια του.
   Το γιατί της διαφεύγει.
   Και θέλει πάλι να νιώσει το χέρι του στο κεφάλι της, όπως όταν πολύ συχνά σπρώχνει τρυφερά τα μαλλιά της προς τα πίσω. Θέλει να τον δει να χαμογελάει.
   Δεν ξέρει γιατί.
   Ο αρσενικός αυτός τώρα κρατάει ένα κινητό τηλέφωνο. Έχει διαβάσει τη σκέψεις του. Ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει μ’ αυτό το κινητό. Θέλει να τα καταστρέψει όλα. Να χαλάσει αυτή τη μαγεία. Θέλει να γυρίσουν πίσω σε εκείνο το σπίτι. Σε εκείνη τη μοχθηρή γυναίκα.
   Και το πλάσμα δεν θέλει. Το πλάσμα βλέπει το κινητό σαν μαχαίρι. Σαν το εργαλείο που θα τον επαναφέρει στην κόλαση. Ενώ αυτό έχει αποφασίσει πως θέλει να παραμείνει μ’ αυτή τη μορφή. Για πάντα.
   Το πλάσμα πιάνει με το αριστερό του χέρι το κινητό, του το αποσπά και το πετάει στην άκρη του δωματίου καταστρέφοντάς το.
   Με τη δεξιά του γροθιά το πλάσμα που μπορεί να πάρει όποια μορφή θέλει αλλά αυτό αποφάσισε να πάρει της μητέρας του, χτυπάει τον αρσενικό στο πλάι του κεφαλιού του και αυτός πέφτει στο πάτωμα.

Το πλάσμα είναι έξω φρενών με τον εαυτό του που σκότωσε τον πατέρα του. «Βλαμμένη» μονολογεί. «Βλαμμένη».
   Δεν τα έχει μαζί του. Δεν έχει νόημα να θυμώνεις με έναν αρσενικό ήδη νεκρό.
   Δεν ήταν στις προθέσεις της να τον χτυπήσει. Απλώς κάποια στιγμή είχε πιάσει τον εαυτό της να το κάνει, όπως είχε κατασπαράξει το πρόσωπο εκείνου του σκλάβου που την είχε πλησιάσει στο δρομάκι.
   Τώρα που το ξανασκέφτεται διαπιστώνει πως δεν είχε κινδυνέψει. Η αυτοάμυνα δεν απαιτούσε την καταφυγή σε τέτοια μέτρα.
   Έχοντας ζήσει μέσα στην κοιλιά της Άννας δύο, ένα περιβάλλον καλά προστατευμένο, τώρα που είχε βγει στον έξω κόσμο, χρειαζόταν να αποκτήσει περισσότερη εμπειρία ώστε να είναι σε θέση να κρίνει και να εκτιμάει καλύτερα το μέγεθος και τη σοβαρότητα μιας απειλής.
   Και τότε ανακαλύπτει πως ο πατέρας έχει μείνει απλώς αναίσθητος. Αυτό την καθησυχάζει, αφού πια δεν είναι υποχρεωμένη να νιώθει οργισμένη με τον εαυτό της.
   Παρόλο που η οργή είχε κρατήσει μόνο για δύο λεπτά, ανακαλύπτει πως το αίσθημα αυτό είναι εξουθενωτικό. Όταν οι άλλοι οργίζονται μαζί σου, μπορείς να στραφείς εντός του εαυτού σου και να τους αποφύγεις. Όταν όμως εσύ οργίζεσαι με τους άλλους όσο βαθειά μέσα σου και να στραφείς το μόνο που αντικρίζεις είναι ο οργισμένος εαυτός σου που εξακολουθεί να παραμένει εκεί.
   Μετ’ ευλάβειας δένει σε μια καρέκλα τον αρσενικό με λουρίδες από ύφασμα που βρίσκει μέσα στην ντουλάπα. Όταν τελειώνει με το φάσκιωμα, ο αρσενικός δείχνει να συνέρχεται. Είναι ανήσυχος, ταραγμένος, γεμάτος απορίες κι ερωτηματικά, υποθέσεις και εκκλήσεις.
   Ο καταιγιστικός τρόπος που μιλάει τη θορυβούν. Ο αρσενικός της κάνει μια Τρίτη ερώτηση, πριν καν αυτή προλάβει να απαντήσει στην πρώτη. Της ζητάει ένα σωρό πράγματα –τόσα πολλά που δεν μπορεί καν να τα αφομοιώσει και να τα επεξεργαστεί στο μυαλό της.
   Αντί λοιπόν να τον ξαναχτυπήσει, προχωράει και μπαίνει στο άλλο δωμάτιο. Εδώ όλα είναι ήσυχα. Δεν υπάρχει ο αρσενικός να της παίρνει τα αυτιά με την πολυλογία του. Έτσι μέσα σε λίγα λεπτά ηρεμεί.
   Επιστρέφει στο δωμάτιο που βρίσκεται δεμένος ο αρσενικός, και με το που πατάει το πόδι της στο δωμάτιο, εκείνος αρχίζει πάλι την πολυλογία.
   Του ζητάει να ησυχάσει.
   Εκείνος δείχνει να ξαφνιάζεται.
   Αλλά μετά ξαναρχίζει τις φωνές.     
   Ο αρσενικός δεν συμπεριφέρεται σαν πατέρας. Οι πατεράδες είναι ήρεμοι. Έχουν απαντήσεις για τα πάντα. Οι πατεράδες ξέρουν να αγαπούν τα παιδιά τους.
   Σε γενικές γραμμές του πλάσματος δεν της αρέσει να την αγγίζουν ούτε να αγγίζει. Εδώ τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά. Εδώ πρόκειται για έναν πατέρα, τι κι αν επί του παρόντος δεν συμπεριφέρεται σαν πατέρας.
   Φέρνει το χέρι της κάτω από το πηγούνι του και το σπρώχνει προς τα πάνω αναγκάζοντάς τον να κλείσει το στόμα, την ίδια στιγμή που με το αριστερό της κλείνει τη μύτη. Ο αρσενικός αντιστέκεται για λίγο μετά όμως μένει ακίνητος.
   «Σσσσσς» της κάνει. «Ήσυχα. Της Άννας –αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το όνομα της μητέρας της- της αρέσει η ησυχία, γιατί φοβάται πολύ εύκολα. Ο θόρυβος φοβίζει την Άννα. Τα πολλά λόγια, οι πολλές κουβέντες φοβίζουν την Άννα. Μη φοβίζεις την Άννα».
   Όταν καταλαβαίνει πως ο αρσενικός είναι πρόθυμος να κάνει όπως του λέει, παίρνει το χέρι της από το στόμα του. Ο αρσενικός δεν βγάζει τσιμουδιά. κοντανασαίνει, πνίγεται, όμως για την ώρα δεν λέει κουβέντα.
   Το πλάσμα ανοίγει το ψυγείο που έχει σταματήσει να δουλεύει εδώ και μέρες. Βρίσκει μέσα ένα μπολ με παγωτό που προφανώς έχει χαλάσει. Το πλάσμα δεν είναι δυνατόν να ξέρει κάτι τέτοιο. Είναι λιωμένο. Για το πλάσμα είναι μια σούπα με φράουλα και μπανάνα. Κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας απέναντι από τον αρσενικό και παίρνει μια ξεγυρισμένη κουταλιά από το ροζ-κίτρινο υγρό. Η γεύση είναι υπέροχη.
   Χαμογελάει στον αρσενικό που κάθεται απέναντί της, γιατί θεωρεί πως αυτή είναι μια στιγμή οικογενειακής θαλπωρής κι ευτυχίας, μια στιγμή που απαιτεί χαμόγελα.
   Έλα όμως που το ταραγμένο ύφος του αρσενικού άλλα μαρτυράει όπως αντικρίζει αυτό το ξύλινο χαμόγελο, ίσως γιατί καταλαβαίνει πως μάλλον πρόκειται για μια ψεύτικη γκριμάτσα, παρά για γνήσια έκφραση ψυχικής κατάστασης. Ο πατέρας ξέρει!...
   «Η Άννα θα κάνει μερικές ερωτήσεις. Εσύ θα απαντήσεις. Η Άννα δεν θέλει να ακούσει τις δικές σου ερωτήσεις που είναι πολλές και κάνουν φασαρία. Μόνο απαντήσεις. Σύντομες απαντήσεις. Όχι πολλά λόγια».
   Ο αρσενικός μπαίνει στο νόημα. Συμφωνεί με ένα νεύμα του κεφαλιού του.
   «Με λένε Άννα». Όταν δεν παίρνει απάντηση σπεύδει να ρωτήσει: «Εσένα πως σε λένε;»
   «Μανόλη».
   «Για την ώρα η Άννα θα σε φωνάζει Μανόλη. Σε πειράζει αν η Άννα σε λέει Μανόλη;»
   «Όχι».
   «Είσαι ο πρώτος πατέρας που γνωρίζει η Άννα. Η Άννα δεν σκοτώνει ποτέ πατεράδες. Εσύ θέλεις να σε σκοτώσουν;»
   «Όχι. Σε παρακαλώ!»
   «Πολλοί θέλουν να τους σκοτώσουν. Αυτοί που πάνε στη χωματερή θέλουν να τους σκοτώσουν».
   Κάνει παύση για να φτυαρίσει άλλη μια κουταλιά λιωμένο παγωτό. Φέρνει το κουτάλι στο στόμα της.
   Συνεχίζει τώρα γλύφοντας τα χείλη της. «Τούτο το πράγμα έχει καλύτερη γεύση από ό,τι το πρόσωπο εκείνου του σκλάβου που έφαγα στην έπαυλη. ακόμα και από το κόκκινο υγρό που ρούφηξα μέσα από το σώμα του είναι καλύτερο. Της Άννας της αρέσει καλύτερα σ’ αυτό το σπίτι παρά στην έπαυλη. Εσένα σου αρέσει καλύτερα σ’ αυτό το σπίτι ή στην έπαυλη;»
   «Σ’ αυτό. Σ’ αυτό το σπίτι».   
   «Έχει τύχει ποτέ να φας το πρόσωπο το μυαλό και το αίμα κάποιου άλλου;»
   «Όχι. Όχι, δε μου έχει τύχει».
   Ποτέ άλλοτε στη σύντομη μέχρι τώρα ζωή της η Άννα δεν έχει νιώσει τόσο περήφανη για τον εαυτό της, όσο τώρα. Αυτή είναι η πρώτη συζήτηση που είχε με κάποιον. Και τα πηγαίνει τόσο καλά.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #147 στις: Αυγούστου 17, 2011, 01:35:50 μμ »
35
Στο μυστικό εργαστήριο στην έπαυλη, ο Αλέξης, μέλος της κατηγορίας Έψιλον, και εργαζόμενος της ομάδας συντήρησης και καθαρισμού εγκαταστάσεων, εκτελούσε τα καθημερινά του καθήκοντα με μεθοδικότητα και ευσυνειδησία.
   Όταν βρισκόταν στο εργαστήριο η αφέντρα του η Ανδριάνα, ο Αλέξης δεν μπορούσε να καθαρίσει. Γιατί η Ανδριάνα δεν ήθελε με τίποτα να ενοχλείται από την παρουσία κάποιου υποτακτικού που σκούπιζε είτε ξεσκόνιζε.
   Έτσι τώρα ο Αλέξης ένιωθε πιο άνετα. Η παρουσία της δημιουργού του τον έκανε να αισθάνεται αμήχανος και νευρικός.
   Του Αλέξη του άρεσε να δουλεύει τα βράδια, όταν κανείς του προσωπικού δεν τολμούσε να μπει στο εργαστήριο.
   Ίσως τα πολύπλοκα μηχανήματα που υπήρχαν εκεί μέσα, των οποίων τη χρήση και τη χρησιμότητα ο Αλέξης, αγνοούσε τελείως, θα έπρεπε να τον τρομάζουν. Έλα όμως που συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο.
   Βόμβιζαν λοιπόν, γουργούριζαν και βούιζαν σαν να αποκάλυπταν ψιθυριστά τα μυστικά τους. Ο Αλέξης έβρισκε αυτούς τους ήχους παρήγορους.
   Ο Αλέξης δεν ήξερε γιατί ακριβώς αυτοί οι ήχοι τον παρηγορούσαν. Το ζήτημα ούτε τον απασχολούσε ούτε πάσχιζε να το αναλύσει.
   Ο Αλέξης γενικά δεν προσπαθούσε να καταλάβει οτιδήποτε, πέρα από τα απαραίτητα που τον βοηθούσαν να ασκεί με την μεγαλύτερη επάρκεια τα καθήκοντά του. Η δουλειά ήταν η ζωή του. Όταν δε δούλευε, ο χρόνος γινόταν ένα βάρος αβάσταχτο. Μερικές φορές καθόταν και έξυνε το χέρι του μέχρι που μάτωνε. Ύστερα έμενε να το χαζεύει μέχρι που η πληγή έκλεινε μόνη της. Άλλες φορές πάλι κατέβαινε σε ένα απομονωμένο χώρο στις αποθήκες έξω από την έπαυλη, όπου υπήρχε ένας σωρός από μπάζα που η αφέντρα του πετούσε, έστεκε μπροστά σε ένα τσιμεντένιο τοίχο και χτύπαγε ρυθμικά το κεφάλι του, μέχρι που πια δεν ένιωθε την ανάγκη να συνεχίσει.
   Οι ώρες τις ανάπαυλας σε σχέση με εκείνες της δουλειάς, δεν έκρυβαν καμία χαρά και ευχαρίστηση.
   Τούτο το πρωί του ζητήθηκε να καθαρίσει το μυστικό εργαστήριο. Πράγμα παράξενο μιας και αυτό ήταν βραδινή δουλειά. Τώρα όπως σφουγγάριζε γύρω από το γραφείο της αφέντρας, είδε το μόνιτορ του υπολογιστή της, αίφνης να φωτίζεται. Στην οθόνη εμφανίστηκε το πρόσωπο της γυναικείας μορφής.
   «Κυρία Ανδριάνα, Ανδριάνα, μου ζήτησε ο υπηρέτης να σας μεταφέρω ό,τι βρίσκεται στο μυστικό εργαστήριο και ό,τι εκρήγνυται, εκρήγνυται».
   Ο Αλέξης κοίταξε το πρόσωπο της γυναίκας στην οθόνη. Δεν ήξερε τι να κάνει ή τι να απαντήσει έτσι απλώς συνέχισε να σφουγγαρίζει.
   «Κυρία Ανδριάνα, ο υπηρέτης επιθυμεί να σας τονίσω την επείγουσα, επείγουσα, επείγουσα, φύση της κατάστασής του».
   Αυτό τώρα ακουγόταν σαν κάτι πολύ σοβαρό, όμως του Αλέξη δεν του έπεφτε λόγος.
   «Κυρία Ανδριάνα, κάποιο μέλος της Νέας Ράτσας ζητά να συναντηθεί μαζί σας επειγόντως, επειγόντως, επειγόντως».
   Εκνευρισμένος με την επιμονή της ηλεκτρονικής γραμματέως, ο Αλέξης αποφάσισε να της απαντήσει: «Η κυρία Ανδριάνα δεν είναι εδώ».
   «Κυρία Ανδριάνα υπέπεσε στην αντίληψή μου ότι ο υπηρέτης, ότι ο υπηρέτης, ότι ο υπηρέτης έχει παγιδευτεί στο θάλαμο απομόνωσης».
   «Θα πρέπει να καλέσεις αργότερα» είπε τώρα ο Αλέξης στη μορφή.
   «Περιμένω οδηγίες» ακούστηκε να λέει η γυναικεία μορφή.
   «Τι πράμα;»
   «Μου δίνετε, σας παρακαλώ, τις οδηγίες σας;»
   «Εγώ είμαι ο Αλέξης» αποκρίθηκε ο καθαριστής. «Δεν δίνω οδηγίες. Μόνο παίρνω».
   «Στο μυστικό εργαστήριο χύθηκαν καφέδες».
   Ο Αλέξης κοίταξε γύρω του ανήσυχος. «Που; Εγώ δεν βλέπω πουθενά χυμένους καφέδες».
   «Καφές εκρήγνυται, εκρήγνυται στο μυστικό εργαστήριο».
   Τα μηχανήματα συνεχίζουν να βουίζουν και να μουρμουρίζουν. Χρωματιστοί ατμοί και υγρά που κοχλάζουν μέσα σε γυάλινες σφαίρες και δοκιμαστικούς σωλήνες, όπως πάντα. Τίποτα δεν έμοιαζε έτοιμο να εκραγεί.
   «Για να δούμε» είπε ξ γυναικεία μορφή αυστηρά «για να δούμε αν μπορείς επιτέλους να κάνεις κάτι σωστά».
   «Εδώ πέρα δεν έγινε καμία έκρηξη» τη διαβεβαίωσε ο Αλέξης.
   «Ο υπηρέτης είναι καφές στο θάλαμο απομόνωσης. Κάνε έναν έλεγχο στο σύστημα της Ανάπλασης, κάνε έναν έλεγχο, κάνε έναν έλεγχο, κάνε έναν έλεγχο».
   «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες» είπε ο Αλέξης. «Μου προκαλείς ανησυχία».
   «Καλημέρα κυρία Ανδριάνα, Ανδριάνα».
   «Καλά, εγώ πάω να καθαρίσω στην άλλη μεριά του εργαστηρίου» είπε ο Αλέξης.
   «Ο υπηρέτης είναι παγιδευμένος, παγιδευμένος, παγιδευμένος. Κάνε έλεγχο στο σύστημα της Ανάπλασης. Δες αν μπορείς επιτέλους να κάνεις κάτι σωστά».

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #148 στις: Αυγούστου 17, 2011, 07:47:31 μμ »
36
Αν και το παιχνίδι των ερωταποκρίσεων με τον πατέρα του έχει ξεκινήσει μια χαρά, η Άννα δεν αργεί να ξεμείνει από ιδέες για συζήτηση. Τρώει σχεδόν τη μισή σούπα ώσπου να της έρθει στο μυαλό η επόμενη ερώτηση.
   «Φαίνεσαι φοβισμένος, Μανόλη. Φοβάσαι;»
   «Ναι. Φοβάμαι, Θεέ μου!»
   «Γιατί φοβάσαι;»
   «Είμαι δεμένος στην καρέκλα».
   «Μα η καρέκλα δεν μπορεί να σου κάνει κακό. Δεν νομίζεις πως είναι κακό να φοβάσαι μια καρέκλα;»
   «Μην το κάνεις αυτό».
   «Ποιο να μην κάνω;»
   «Μην παίζεις με τα νεύρα μου».
   «Και πότε έπαιξε η Άννα με τα νεύρα σου; Η Άννα δεν έκανε ποτέ κάτι τέτοιο».
   «Δεν φοβάμαι την καρέκλα».
   «Μόλις μου είπες πως φοβάσαι».
   «Φοβάμαι εσένα».
   Η Άννα δείχνει να απορεί ειλικρινά. «Την Άννα; Μα γιατί φοβάσαι την Άννα;»
   «Με χτύπησες».
   «Μόνο μια φορά».
   «Πολύ άσχημα».
   «Όμως δεν πέθανες. Βλέπεις; Η Άννα δε σκοτώνει πατεράδες. Η Άννα αποφάσισε πως της αρέσουν οι πατεράδες. Οι πατεράδες είναι μια περίφημη ιδέα. Η Άννα δεν είχε ποτέ πατέρα».
   Ο Μανόλης δεν βγάζει άχνα.
   «Και οοοοόχι, δεν τους σκότωσε η Άννα. Την Άννα την φύτεψε μια μηχανή στην κοιλιά της μητέρας της, όσο εκείνη ήταν στη δεξαμενή δημιουργίας στην έπαυλη. Η μηχανή φόρτωσε την μητέρα με όλες τις αναμνήσεις μια άλλης Άννας. Μιας Άννας που εγκυμονούσε ένα πλασματάκι. Η μητέρα στην οποία φορτώθηκα ήταν μια μηχανή. Οι μηχανές δεν νοιάζονται γι’ αυτά που φτιάχνουν, όπως νοιάζονται οι κανονικές μητέρες και οι πατεράδες. Κι ούτε τους λείπεις όταν φεύγεις».
   Ο Μανόλης κλείνει τα μάτια του, όπως κάνουν όσοι πάσχουν από αυτισμό, όταν ο εγκέφαλός τους λαμβάνει περισσότερες πληροφορίες από εκείνες που μπορεί να δεχτεί, βάζοντας σε δοκιμασία τα όριά τους.
   Η όψη του Μανόλη, ανησυχεί την Άννα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι τραβηγμένα. Μοιάζει να μην αισθάνεται καλά.
   «Είσαι άρρωστος;» τον ρωτάει.
   «Είμαι τόσο φοβισμένος…»
   «Σταμάτα να φοβάσαι, εντάξει; Η Άννα θέλει να γίνεις πατέρας της. Άρα δεν είναι δυνατόν να φοβάσαι το ίδιο σου το παιδί, την Άννα».
   Του Μανόλη του έρχονται όλα στο μυαλό σαν κομμάτια του πάζλ που μπαίνουν στη θέση τους. Η Άννα. Η δική του Άννα, δεν είναι αυτό το πλάσμα. Αυτό το πλάσμα μοιάζει στην Άννα αλλά είναι πλάσμα που βγήκε από άτι που ονόμασε δεξαμενή δημιουργίας. Η δική του Άννα προφανώς είναι νεκρή. Η Ανδριάνα με κάποιο τρόπο διοχέτευσε τις αναμνήσεις της Άννας μέσα σ’ αυτό το πλάσμα. Τότε δεν μπορεί. Μέσα στη μνήμη της θα έπρεπε να υπάρχει κι εκείνος. Εκτός κι αν η Ανδριάνα επέλεξε κάποιες αναμνήσεις.
   Είπε όμως και κάτι άλλο: πως η πρώτη Άννα ήταν έγκυος. Πως με κάποιο τρόπο η εγκυμοσύνη μεταφέρθηκε σε ένα άλλο σώμα που θα φιλοξενούσε τις αναμνήσεις της Άννας του. Και πως απ’ αυτήν την εγκυμοσύνη ξεπετάχτηκε αυτό το πλάσμα. Του ήρθε ίλιγγος. Αυτό το πλάσμα κατά κάποιο τρόπο  ήταν παιδί του.
   Μετά έρχεται στο μυαλό του το κινητό. Το σπασμένο κινητό. Όποιες ελπίδες είχε ο Μανόλης εξανεμίστηκαν. Τώρα ήταν που σίγουρα έπρεπε να πάει στην έπαυλη. Αυτός ο υπολογιστής που εξέπεμπε την Ανάπλαση, έπρεπε να τερματιστεί.
   Συμβαίνει το απίστευτο: δάκρυα κυλούν από στα μάγουλα του Μανόλη.
   «Ω, μα αυτό είναι γλυκό» λέει η Άννα. «Είσαι τόσο καλός πατέρας. Θα είμαστε ευτυχισμένοι. Η Άννα θα σε λέει πατέρα, όχι πια Μανόλη. Πότε έχεις τα γενέθλιά σου πατέρα;»
   Αντί να απαντήσει ο Μανόλης κλαίει τώρα με αναφιλητά. Είναι τόσο συγκινημένος! Οι πατεράδες τελικά είναι πλάσματα τόσο ευσυγκίνητα.
   «Πρέπει να φτιάξουμε μια τούρτα για τα γενέθλιά σου» λέει η Άννα. «Θα το γιορτάσουμε. Η Άννα ξέρει από γιορτές. Δεν έχει βρεθεί η ίδια σε γιορτή, αλλά ξέρει».
   Ο Μανόλης αφήνει το κεφάλι του να πέσει μπροστά, εξακολουθώντας να κλαίει με αναφιλητά, με το πρόσωπό του μουσκεμένο από τα δάκρυα.
   «Η Άννα έχει τα γενέθλιά της σε δώδεκα μήνες από τώρα» του λέει. «Η Άννα είναι μόλις λίγων ημερών».
    Βάζει το κουτί με το παγωτό στο ψυγείο. Ύστερα πάει και στέκει πλάι στο τραπέζι και καρφώνει το βλέμμα της στο Μανόλη.
   «Εσύ πατέρα είσαι το μυστικό της ευτυχίας μου».
   Ο Μανόλης υψώνει τον τόνο της φωνής του, φωνάζει: «Άννα, λύσε με! Λύσε με τώρα αμέσως!»
   «Α, τώρα δεν συμπεριφέρεσαι σαν σωστός πατέρας. Οι φωνές τρομάζουν την Άννα. Οι φωνές δεν είναι ευτυχία».
   «Εντάξει, εντάξει. Αργά και ήρεμα. Άννα σε παρακαλώ, λύσε με».
   «Γιατί;»
   «Για να φτιάξουμε την τούρτα».
   Όπως τον κοιτάζει, διαισθάνεται την εξαπάτηση. «Πατέρα, μήπως έχεις κατά νου να κάνεις κακό στην Άννα;»
   «Όχι! Ασφαλώς όχι. Γιατί να σου κάνω κακό;»
   «Καμιά φορά οι πατεράδες πληγώνουν τα παιδιά τους».
   Τώρα που το ξανασκέφτεται η Άννα, συνειδητοποιεί πως σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα καημένα τα παιδιά ούτε που υποπτεύονται τι τα περιμένει στη γωνία. Έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στους πατεράδες τους. Τους λένε ότι τα λατρεύουν, κι εκείνα τα δύστυχα τους πιστεύουν. Ύστερα εκείνες παίρνουν ένα τσεκούρι και τα πετσοκόβουν στον ύπνο τους.
   «Η Άννα θέλει να πιστεύει πως εσύ είσαι ένας καλός πατέρας» λέει τώρα. Αλλά πιστεύει πως μπορεί να χρειαστεί να απαντήσεις σε πολλές ερωτήσεις προτού σε λύσει».
   «Ωραία, ρώτα με ό,τι θέλεις».
   Η Άννα τώρα σκέφτεται. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ο πατέρας, είχε μιλήσει τόσο δυνατά και γρήγορα, που η Άννα έπρεπε να πάει αλλού για να ηρεμήσει. Θέλει να ελπίζει πως η σχέση του με τον πατέρα του δεν έχει ήδη εξελιχθεί σε προβληματική.
   Η Άννα μοιάζει να το σκέφτεται. Αγαπάει τον πατέρα της και θα του δώσει μια ευκαιρία. Αν πάει να κάνει κάτι, η Άννα ξέρει τι θα πρέπει να κάνει. ζήτημα αυτοάμυνας.

Αποσυνδεδεμένος gooddoggy

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 310
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 6
  • -Έλαβε: 83
Απ: Ατιτλο....
« Απάντηση #149 στις: Αυγούστου 17, 2011, 11:21:40 μμ »
37
Πίσω στο μυστικό εργαστήριο στην έπαυλη η γυναικεία μορφή στον υπολογιστή του γραφείου της Ανδριάνας απευθυνόταν σ’ ένα εργαστήριο μέσα στο οποίο δεν υπήρχε ψυχή, αφού ακόμα κι αυτός ο Αλέξης, ο καθαριστής, είχε φύγει για να αράξει σε μια γωνία και να ξύσει το χέρι του μέχρι αιμορραγίας.
   «Επείγον. Επείγον. Επείγον. Παγιδευμένος. Έλεγξε το σύστημα Ανάπλαση. Κάνε κάτι σωστά. Ίσως να υπάρχει κάποια δυσαρμονία στην τροφοδοσία σου. Να κλείσω την εσωτερική συρόμενη πόρτα;»
   Κάθε φορά που η ψηφιακή γραμματέας έκανε μια ερώτηση, περίμενε να πάρει απάντηση, όμως δεν έπαιρνε καμία.
   «Έχετε να μου δώσετε οδηγίες κυρία Ανδριάνα; Ανδριάνα;»
   Το πρόσωπό της στο μόνιτορ πήρε μια απορημένη έκφραση.
   Κάποια στιγμή η οθόνη του υπολογιστή στο γραφείο της Ανδριάνας στο μυστικό εργαστήριο, σβήστηκε από μόνη της.
   Συγχρόνως το πρόσωπο της ψηφιακής γραμματέως, εμφανίστηκε σε ένα από τα έξι μόνιτορ που υπήρχαν στην αίθουσα ελέγχου και παρακολούθησης, πλάι στο θάλαμο απομόνωσης.
   «Κλείσιμο εσωτερικής συρόμενης πόρτας;» ρώτησε πάλι.
   Όμως στην αίθουσα παρακολούθησης δεν υπήρχε κανένας για να της απαντήσει.
   Κι αφού δεν υπήρχε κανείς για να της απαντήσει η γραμματέας, έψαξε στη μνήμη της για προηγούμενες απαντήσεις. «Άνοιξε τη μία συρόμενη πόρτα της καμπίνας μετάβασης. Ο Νικόλας θέλει να προσφέρει παρηγοριά στον άμοιρο υπηρέτη».
   Η πλησιέστερη πόρτα άφησε ένα μακρόσυρτο ήχο, και σπάζοντας ένα συρματάκι ασφαλείας, άνοιξε.
   Στις οθόνες, το πράγμα υπηρέτης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή σουλατσάριζε πάνω κάτω στους τοίχους σαν τρελό, αίφνης έμεινε απόλυτα ακίνητο και σιωπηλό.
   Άνοιγμα εσωτερικής συρόμενης πόρτας;» ρώτησε η ψηφιακή γραμματέας.
   Και βέβαια ούτε αυτή τη φορά πήρε απάντηση. 
   «Βρίσκεται στο αεροστεγές» είπε.
   Κι αμέσως μετά έσπευσε να διορθώσει τον εαυτό της: «Δεν είναι αεροστεγές»
   Το πράγμα υπηρέτης τώρα, είχε γίνει κάτι ενιαίο, κι είχε σχήμα τόσο απόκοσμο, που ούτε ολόκληρη στρατιά από βιολόγους δεν θα κατάφερνε να αποφανθεί περί τίνος πρόκειται. Κι ωστόσο, αν εκείνη τη στιγμή κάποιος άσχετος βρισκόταν μέσα στο μυστικό εργαστήριο, βλέποντας το ον στις οθόνες θα διαπίστωνε ότι το ον ήταν ανυπόμονο.
   «Ευχαριστώ, κυρία Ανδριάνα, ευχαριστώ κυρία Ανδριάνα. Ευχαριστώ. ευχαριστώ. Κυρία Ανδριάνα. Κυρία Ανδριάνα».

Όταν η Ανδριάνα έστειλε κάποιον από τους σκλάβους να παρακολουθεί νυχθημερόν το ον που κάποτε ήταν ο υπηρέτης, αυτός ανακάλυψε πως το  δεν φαινόταν σε κανένα από τα έξι μόνιτορ. Οι έξι κάμερες κάλυπταν κάθε γωνιά του θαλάμου απομόνωσης, έτσι που το ον δεν είχε πουθενά να τρυπώσει για να κρυφτεί.
   Σπαρμένα στο χώρο έβλεπε κανείς τα διαμελισμένα υπολείμματα του Νικόλα. Ο σκλάβος κοίταξε την βαριά συρόμενη πόρτα της καμπίνας μετάβασης που ήταν από την έξω μεριά. Κανένα πλάσμα στη γη, είτε φυσιολογικό ανθρώπινο ον ήταν, είτε δημιούργημα της Ανδριάνας, δεν μπορούσε να περάσει μέσα από αυτού του πάχους ατσάλινο εμπόδιο.
   Στην εικόνα που έστελνε μια κάμερα από το εσωτερικό του θαλάμου απομόνωσης, έδειχνε πως και η εσωτερική πόρτα ήταν επίσης κλειστεί.
   Ήταν σχεδόν πεπεισμένος πως το πλάσμα, δεν ήταν δυνατόν να το είχε σκάσει από κει μέσα και να κυκλοφορούσε τώρα ελεύθερο στην έπαυλη.
   Επομένως μόνο μια πιθανότητα υπήρχε. Κάποια στιγμή η εσωτερική πόρτα της καμπίνας μετάβασης να είχε ανοίξει, επιτρέποντας στο πλάσμα να περάσει σ’ αυτήν, προτού κλείσει ερμητικά πίσω του. Σε μια τέτοια περίπτωση το εκτόπλασμα θα παραμόνευε τώρα, όχι πίσω από δύο πόρτες, αλλά από μία.
   Ο σκλάβος είχε μείνει να χαζεύει την κονσόλα ελέγχου. Πάτησε το κουμπί να ενεργοποιήσει την κάμερα που έβλεπε μέσα στην καμπίνα μεταβίβασης.
   Το βίντεο που μεταδιδόταν σε πραγματικό χρόνο, άλλαξε ξαφνικά, αποκαλύπτοντας τώρα αυτό το απροσδιόριστο κάτι που ήταν κάποτε ο υπηρέτης. Η μοναδικότητα όπως τον αποκαλούσε τώρα πια η κυρία Ανδριάνα, βρίσκονταν στριμωγμένος ανάμεσα στις βαριές ατσάλινες πόρτες της καμπίνας, γυρισμένος προς τη μεριά που έβλεπε στην αίθουσα παρακολούθησης, ίδιος με αράχνη που παραμόνευε κοντά στην καταπακτή κάποιου καταγωγίου για να αρπάξει το ανυποψίαστο θύμα της.
   Λες και το ον γνώριζε πως η κάμερα ήταν στραμμένη πάνω του, γύρισε και κοίταξε κατευθείαν το φακό. Η οθόνη του υπολογιστή, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν σβηστή, αίφνης φωτίστηκε και εμφανίστηκε το πρόσωπο της ψηφιακής γραμματέως. «Αντιλήφθηκα ότι ο υπηρέτης, ο υπηρέτης, ο υπηρέτης, βρίσκεται παγιδευμένος στο θάλαμο απομόνωσης». Έκλεισε τώρα τα μάτια της. «Εντάξει. Έγινε».
   Από το εσωτερικό της μιας ατσάλινης πόρτας, ακούστηκε βόμβος από μοτέρ που μπαίνει σε κίνηση. Ύστερα ένα κλικ των συρτών που τραβιόταν προς τα πίσω: κλικ, κλικ, κλικ!   
   Μέσα στην καμπίνα μετάβασης το ον πήρε το αλλόκοτο βλέμμα του από την κάμερα, και κοίταξε τώρα προς την έξοδο.
   «Τι πας να κάνεις;» ακούστηκε η φωνή του έντρομου σκλάβου προς την ψηφιακή γραμματέα. «Μην ανοίγεις την πόρτα της καμπίνας μετάβασης!»
   Στο μόνιτορ του υπολογιστή, η γραμματέας φάνηκε να μισανοίγει το στόμα της, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Εξακολουθούσε να έχει τα μάτια της σφαλιστά.
   Τα μοτέρ συνέχισαν να δουλεύουν καθώς και τα κλικ των συρτών. Με ένα απαλό ρουφηχτό ήχο, είκοσι τέσσερις σύρτες από μασίφ ατσάλι άρχισαν να τραβιούνται από τις εσοχές τους.
   «Μην ανοίγεις την πόρτα της καμπίνας μετάβασης» επανέλαβε ο σκλάβος.
   Το πρόσωπο της γραμματέως χάθηκε για τα καλά από την οθόνη του υπολογιστή.
   Ο σκλάβος άρχισε να ψαχουλεύει τώρα τα διάφορα κουμπιά και τους διακόπτες στην κονσόλα ελέγχου. Ο σκλάβος πάτησε το κουμπί που αντιστρέφει τη διαδικασία ανοίγματος της πόρτας, ωστόσο τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.
   Το μικρόφωνο στην καμπίνα μεταβίβασης είχε συλλάβει και μετέδιδε τώρα ένα έντονο ήχο σαν κλαψούρισμα, προερχόμενο από το ον.
   Ένας φανερά θορυβημένος σκλάβος πάτησε ξανά το κουμπί της πόρτας, όμως πάλι τίποτα διαφορετικό.
   Οι σύρτες στην πόρτα τραβήχτηκαν όλοι ταυτόχρονα και η κατά τα άλλα απροσπέλαστη πόρτα άνοιξε διάπλατη.
   Έχοντας από ώρα αποβάλλει τα κουρελιασμένα ρούχα του, το πλάσμα βγήκε από την καμπίνα μεταβίβασης ολόγυμνο και πέρασε στην αίθουσα παρακολούθησης. Ένα ον που από άποψη σωματικού κάλους, σε τίποτα δε θύμιζε τον Αδάμ στον παράδεισο.
   Απ’ ότι έδειχναν τα πράγματα το ον υφίστατο διαρκείς μεταμορφώσεις, χωρίς να καταφέρνει να σταθεροποιηθεί σε μια συγκεκριμένη. Όρθιος στα πισινά του πόδια ο υπηρέτης έμοιαζε με ένα υβριδικό συνονθύλευμα από άλλο πλανήτη. Από το απαίσια διαμορφωμένο στόμα βγήκε τώρα ένας απάνθρωπος ήχος, που ωστόσο ακούστηκε με απόλυτη ευκρίνεια. «Κάτι μου συνέβη».
   Ο σκλάβος δεν βρήκε κάτι να του απαντήσει –κάτι που είτε θα τον διαφώτιζε, είτε θα τον παρηγορούσε.
   Ίσως τελικά τα ορθάνοιχτα γουρλωμένα μάτια που να φλέγονταν από οργή, έκφραζαν το άσβεστο μίσος, όχι τρόμο ή απόγνωση, γιατί τώρα το ον ακούστηκε να λέει: «Είμαι ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος, είμαι ελεύθερος!»
   Το παράδοξο της υπόθεσης ήταν πως αν και πλάσμα με υψηλό δείκτη νοημοσύνης, ο σκλάβος μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσε πως το εκτόπλασμα έστεκε τώρα ανάμεσα στον ίδιο και τη μοναδική πόρτα που έβγαζε από την αίθουσα ελέγχου και παρακολούθησης.