ok φίλοι ξενύχτηδες!
πάρτε την επόμενη δόση σας...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
«Είχαμε ραντεβού στις 4:00 αλλά δεν ήσασταν εδώ….» της είπε σαν γατί.
Εκείνη χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές μου γύρισε , του έκανε νόημα με το δείκτη της να την πλησιάσει.
Εκείνος υπάκουσε και ήρθε κοντά της.
Του έπιασε απαλά το σαγόνι με τα μακριά της δάκτυλα του άνοιξε το στόμα και τον έφτυσε. Μετά, γύρισε το πρόσωπό του στο πλάι, του έριξε μία σφαλιάρα και του είπε: «πάρε τις σακούλες , ανέβασέ της από τις σκάλες, άσε τις στις εξώπορτά μου και περίμενε με στα γόνατα.»
Ο νεαρός χωρίς να βγάλει τσιμουδιά και κόκκινος από ντροπή, πήρε τις σακούλες και ανέβηκε.
Μετά γύρισε και με κοίταξε.
«Θέλεις και εσύ να σε χαστουκίσω;» με ρώτησε.
«Τ…τι;»
«Χαστούκι ρε μαλάκα! Σου προσφέρω χαστούκι… ναι ή όχι»
Έμεινα για λίγο να την κοιτώ.
Θέλω να με αποζημιώσετε για τη ζημιά που μου κάνατε στ αμάξι.
«Δηλαδή δεν θες… οκ…» είπε, γύρισε και έβαλε το κλειδί για να ανοίξει την εξώπορτα και να φύγει.
«Ναι! μη φεύγετε!» ξεστόμισα και αναρωτιόμουν τι μόλις είπα.
Γύρισε και με κοίταξε.
«ΣΤΡΩΣΕ ΜΑΓΟΥΛΟ…» μου είπε χαμογελαστή.
Καυλωμένος και γεμάτος ντροπή γύρισα , πόζαρα το μάγουλό μου και μισόκλεισα τα μάτια.
Πέρασαν δευτερόλεπτα χωρίς να γίνει τίποτα.
«ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ» το ηχηρό της γέλιο με έκανε να βγω από τη θέση αναμονής που ήμουν και να ανοίξω ξανά τα μάτια μου.
«Θα περιμένεις εδώ μέχρι να δεις τον μικρό να βγαίνει. Όταν βγαίνει θα χτυπήσεις το κουδούνι τρεις φορές και μόλις απαντήσω, θα φωνάξει δυνατά στο θυροτηλέφωνο και θα ανέβεις στον πέμπτο με τα πόδια..»
Δεν απάντησα τίποτα, απλώς την κοίταζα να μπαίνει μέσα και να παίρνει το ασανσέρ.
Νόμιζα ότι ονειρευόμουν.
Πέρασαν 45 λεπτά, όταν είδα το νεαρό να βγαίνει με τη μούρη τη κατακόκκινη βιαστικός και ρίχνοντας μου μία κλεφτή ματιά.