Την επόμενη στιγμή γράπωσε το κεφάλι του με τις καλλίγραμμες σμιλεμένες δυνατές της γάμπες.
«ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΟΣ… Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΟΥ ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΔΕΝ ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΟΙΧΙΣΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ ΚΩΛΟΓΕΡΕ!» είπε καθώς έκανε ρολό τα λεφτά που είχε στα χέρια της.
Μετά άρχισε να σκύβει, αφήνοντάς με να απολαύσω τον ομορφότερο κώλο που είχα δει στη ζωή μου.
Είχε φτάσει στον κώλο του γέρου και έσπρωχνε σιγά-σιγά στην κωλοτρυπίδα του το μασούρι με τα ευρώ ενώ εκείνος ούρλιαζε και σπαρταρούσε προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί από τη δυνατή λαβή της.
Είχε μπει το μισό μασούρι και εκείνος είχε σταματήσει να προβάλει αντίσταση.
Τα ουρλιαχτά του πλέον είχαν μετατραπεί σε βογκητά καυλωμένης γουρούνας.
Το χέρι μου πίσω από την πόρτα ασυναίσθητα έτριβε τον ολόρθο πούτσο μου.
Λίγο πριν μπει όλο το μασούρι στον κώλο του εκείνη σταμάτησε μάλλον γιατί δεν ήθελε να λερώσει τα δάκτυλά της.
Τον απελευθέρωσε και έκανε ένα βήμα πίσω.
Αυτός παρέμεινε στη στάση «της σκύλας» να βογκάει με τα ευρώ να περισσεύουν ελαφρά από τον κώλο του σαν ουρά γουρουνιού.
Εκείνη ουρλιάζοντας «ΠΑΡΕ ΤΟΝ ΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΞΕΚΟΥΜΠΙΣΟΥ ΓΟΥΡΟΥΝΙ!» του έχωσε με τη μύτη της παντόφλας της μια τόσο δυνατή κλωτσιά στη μούρη, που φοβήθηκα πως θα τον άφηνε στον τόπο.
Ο παππούς, τρεκλίζοντας, σύρθηκε τρομοκρατημένος προς την έξοδο ενώ εκείνη συνέχιζε να του ρίχνει κλωτσιές στον κώλο.
Είχε βγει γυμνός στο διάδρομο όταν εκείνη του πέταξε έξω τα ρούχα του φωνάζοντας «ΣΤΑ ΤΣΑΚΙΔΙΑ ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΑΝΑΠΑΤΗΣΕΙΣ ΕΔΩ!» , και κοπανώντας δυνατά την εξώπορτά της.
Αναψοκοκκινισμένη κάθισε στην πολυθρόνα της και άναψε ένα τσιγάρο.
Εγώ ερχόμουν τρέχοντας από την κουζίνα με ένα ποτήρι παγωμένη μπύρα για εκείνη.
Με κοίταξε.
Η άγρια όψη της γλύκανε και χαμογελώντας μου είπε : «Τελικά κάτι μου λέει ότι δεν έπεσα έξω με εσένα αντράκι μου…» και ανασήκωσε ελαφρά τα πόδια της από το πάτωμα.
Της έδωσα το ποτό της και ξάπλωσα ανάσκελα στη θέση μου.
Έμεινα κάτω απ’ τις πατούσες της και μύριζα, έγλυφα και πιπίλαγα τουλάχιστον για μισή ώρα όσο εκείνη απολάμβανε την παγωμένη μπύρα της και μου μιλούσε τρυφερά για «τη σχέση μας και το μέλλον της» και για το πόσο άνετα αισθάνεται μαζί μου.
Η ώρα στο μεταξύ είχε προχωρήσει, ήταν ώρα για νάνι.
Με κέρασε λίγη από τη μπύρα της μετακινώντας στο πλάι το στριγκάκι της και βάζοντάς απαλά τη μουνάρα της στο πρόσωπό μου, και μετά, με πήρε από τον πούτσο και με πήγε στην κρεβατοκάμαρα της.
Σήκωσε τα σκεπάσματα, και αφού με ξάπλωσε κάτω χαμηλά, έβαλε τις πατούσες τις τη μία στη μούρη μου και την άλλη ανάμεσα στον πούτσο και στ αρχίδια μου και με καληνύχτισε λέγοντάς μου πως αύριο θα με γαμούσε όπως δεν είχα ξαναγαμηθεί στη ζωή μου.
Από εκεί κάτω που ήμουν κουρνιασμένος, της είπα πως αν ήθελε, είχα και εγώ φαντασία για πράγματα που θα την ξετρέλαιναν.
Εκείνη με μία κίνηση, έπιασε το πάπλωμα, μας σκέπασε και σκασμένη στα γέλια μου απάντησε : «ΙΣΑ ΜΩΡΗ ΦΡΑΓΚΟΚΟΤΑ ΝΑ ΠΛΥΝΕΙΣ ΚΑΝΑ ΠΙΑΤΟ!»
Τέλος…