Τότε τα πράγματα άρχισαν να ξεδιπλώνονται για τον Κόστνερ. Το παρελθόν ξετυλίχτηκε και είδε ποιο ήταν. Είδε τον εαυτό του μόνο. Παντα μόνο. Σαν παιδί, μόνο ανάμεσα σε καλούς και στοργικούς γονείς που δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν, τι ήθελε να γίνει, ποια ήταν τα ταλέντα του. Ετσι το 'χε σκάσει όταν έγινε έφηβος κι από τότε μόνος, πάντα μόνος στο δρόμο. Για χρόνια και μήνες, για μέρες και ώρες χωρίς κανέναν. Πρόχειρες φιλίες βασισμένες στο φαγητό, το σεξ ή σε τεχνητές προασεγγίσεις. Πάντα χωρίς κανέναν να πιαστεί πάνω του, να κολλήσει, να ανήκει. 'Ετσι ήταν τα πράγματα ως την Σούζι και μ' αυτήν είχε βρει το φως. Είχε ανακαλύψει τις χαρές και τα αρώματα μιας άνοιξης που ως τότε δεν είχε έρθει ποτέ. Είχε γελάσει, είχε γελάσει πραγματικά και ήξερε ότι μαζί της τα πράγματα θα κρατούσαν. Ετσι άφησε όλο τον εαυτό του να κυλήσει μέσα της, της έδωσε τα πάντα. Τις ελπίδες, τις κρυφές του σκέψεις, τα ευαίσθητα όνειρα του. Κι εκείνη τα πήρε, τον πήρε, τον πήρε ολόκληρο κι εκείνος ένιωσε για πρώτη φορά τι σημαίνει να έχεις δικό σου τόπο, να έχεις τη φωλιά σου στην καρδιά του άλλου. Ηταν όλα αυτά τα αστεία και τρυφερά πράγματα που κορόιδευε στους άλλους μα γι' αυτόν ήταν ένα βαθύ ανεξήγητο θαύμα.
Εμεινε μαζί της πολύ καιρό και τη συντηρούσε, μαζί με το γιο που είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο. Το γάμο για τον οποίο η Σούζι δεν μιλούσε ποτέ. Και μια μέρα αυτός γύρισε όπως το 'ξερε η Σούζι πως θα γύριζε κάποτε. Ηταν ένα σκοτεινό πλάσμα με σκληρούς τρόπους και διεστραμμένη φύση αλλά η Σούζι ήταν πάντα η γυναίκα του κι ο Κόστνερ κατάλαβε πως τον είχε χρησιμοποιήσει σαν ρεζέρβα, για να πληρώνει τους λογαριασμούς ώσπου να γυρίσει κοντά της το περιπλανώμενο τέρας της. Τότε του είπε να φύγει. Αφραγκος και στραγγισμένος μ' όλους αυτούς τους σιωπηλούς εσωτερικούς τρόπους που στραγγίζεται ένας άνδρας, ο Κόστνερ έφυγε χωρίς να παλέψει καν γιατί κάθε ικανότητα για πάλη είχε χαθεί από πάνω του. 'Εφυγε και περιπλανήθηκε στη Δύση μέχρι που τέλος έφτασε στο Λας Βέγκας και χτύπησε πάτο. Και βρήκε τη Μάγκι. Μέσα σ' ένα όνειρο, με γαλάζια μάτια, βρήκε τη Μάγκι.
Θέλω να ανήκεις σε μένα. Σ' αγαπώ. Η αλήθεια της δονούσε το μυαλό του Κόστνερ. Ηταν δικιά του, επιτέλους κάποιος που ήταν γι' αυτόν, δικός του.